«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Iωάν. 12,13)
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἀνεβαίνει στὰ Ἰεροσόλυμα γιὰ τελευταία φορά. Λίγες μέρες μένουν μέχρι τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ ὁ Κύριός μας πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ θὰ πῇ τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,28,30). Σήμερα ἆραγετί νὰ σκέπτεται; πῶς αἰσθάνεται;
Ὁ πόνος του εἶνε μεγάλος, γιατὶ καὶ ἡ ἀγάπη του εἶνε ἀ πέραντη, θεϊκή. Ἀγάπησε τὸ ἔθνος αὐτό, τοὺς Ἰουδαίους, ἀφοῦ μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του ἐντάχθηκε, πολιτογραφήθηκεκαὶ ἀπογρά φτηκε ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἀ διάβλητα πάθη, ποὺ δέχθηκε νὰ ἀναλάβῃ ὡς τέλειος ἄνθρωπος, εἶνε καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ νιώθει κάθε θνητὸς γιὰ τὸν τόπο ὅπου πρωτοεῖδε τὸ φῶςτοῦ ἥλιου, αὐτὸ ποὺ λέγεται ἁγνὸς πατριωτισμός. Ἀγάπησε καὶ τὸ κέντρο αὐτοῦ τοῦ ἔθνους, τὰ Ἰεροσόλυμα, τὴν ἁγία Σιών, τὴν πόλι τοῦ Δαυΐδ. Ποτέ μάνα δὲν ἀγάπησε τὰ παιδιά της τόσο ὅσο ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ζῇ τώρα πάνω ἀπὸτριάντα χρόνια. Τέτοια ἀνθρώπινα συναισθήματα νιώθει σήμερα ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Ὡς παντογνώστης Θεὸς ὅμως, καθὼς ἀντι κρύζει τὴν Ἰερουσαλὴμ καὶ γνωρίζον τας τίτὴν περιμένει, αὐτὴ τὴν τόσο τραγουδισμένη πρωτεύουσα, συμπονεῖ τὸ λαό του, καὶ θὰσύ ρῃ τὸ πέπλο ποὺ κρύβει τὸ μέλλον γιὰ ν᾽ ἀποκαλύψῃ τὴν τιμωρία ποὺ νὰ ἐπακολουθήσῃ· «Ἰερουσα λὴμ Ἰ ε ρουσαλήμ», λέει, πόσες φορὲς θέλησα νὰ σᾶς φέρω κοντά μου, μὰ δὲν θελήσατε! Ὅπως ἡ κλῶσσα ὅταν δῇ στὸν οὐρανὸ νὰ πετάῃ τὸ γεράκι ἕτοιμο ν᾽ ἁρπάξῃ τὰπουλιά της φωνάζει καὶ τὰ προσκαλεῖ γιὰ νὰ τὰ προφυλάξῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ φτερά της, ἔτσι ὁ Κύριος πολλὲς φορὲς μέσα στὴν ἱερὰ ἱστορία προσκάλεσε τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλ᾽ αὐτοὶ δὲν θέλησαν ν᾽ ἀκούσουν τὴ φωνή του· τώρα λοιπὸν θ᾽ ἀπομείνουν ἔρημοι (βλ. Ματθ. 23,37-38. Λουκ. 13,34-35).
Σήμερα ὅμως –παράδοξο– οἱ κάτοικοι τῆς Ἰερουσαλὴμ καὶ ὅλοι οἱ προσκυνηταί, πλῆθος μεγάλο, βγαίνουν νὰ ὑποδεχθοῦν τὸ Χριστό! Πῶς ἔγινε αὐτό; Πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς εἶχαν δεῖ μὲ τὰ μάτια τους καὶ οἱ ἄλλοι ἄκουσαν, ὅτι ὁ Ναζωραῖος ἀνέστη σε στὴ Βηθανία τὸν φίλο του Λάζαρο ἀνέστη σε νεκρὸ ποὺ ἦταν τέσσερις μέρες θαμμένος στὸ μνῆμα! Αὐτὸ ἦταν ποὺἄναψε στὶς ψυχὲς ὅλων τους τὸ θαυμασμό. Κι ὅταν ἔμαθαν ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔκανε αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔρχεται τώρα στὴν Ἰερουσαλήμ, βγῆκαν αὐθόρμητα ὅλοι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν.
Τὸν ὑποδέχονται ὡς Νικητή, ἀφοῦ νίκησε ἐκεῖνον ποὺ ἔχει νικήσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὸν θάνατο δηλαδή. Τὸν ὑποδέχονται καὶ ὡς Βασιλέα, ἔτσι τὸν ἐπευφημοῦν. Χιλιάδες κόσμος, γυναῖκες ἄντρες μικρὰ παιδιά, ἔκοψαν βάγια, βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι, καὶ μόλις φάνη κε ὁ Ἰησοῦς ἄρχισαν νὰ ζητωκραυγάζουν· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυ ρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Τί ἔλεγαν δηλαδή; Φώναζαν αὐτούσια λόγια τοῦ ψαλμῳδοῦ (Ψαλμ. 117,26), καὶ σ᾽ αὐτὰ προσέθεταν τὴ δικήτους προσφώνησι «βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰω. 12,13). Τὰ λόγια αὐτὰ ἦταν μέχρι κεραίας ἀληθινά, ἀσχέτως ἂν τὰ ἐννοοῦσαν ὅλοι σωστά. Μέσα τους κυριαρχοῦσε ὁ πόνος γιὰ τὴ σκλαβωμένη στοὺς ῾Ρωμαίους χώρα τους, ἡ ἐπιθυμία νὰ δοῦν πάλι ἕνα δικό τους βασιλέα, συνεχιστὴ τῆς βασιλείας τοῦ Δαυΐδ. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ναζωραίου λοιπὸν βεβαιώθηκαν ὅτι
βρῆκαν αὐτὸν ποὺ περίμεναν καὶ ζητοῦσαν.
Ἦταν ὄντως ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Ἀλλ᾽ ὄχι μόνο αὐτοῦ τοῦ μι κροῦ Ἰσραήλ, τοῦ παλαιοῦ. Δὲν εἶνε βασιλεὺς ἐγκόσμιος, καὶ μὴν ἀνησυχοῦν οἱ ἄρχοντεςτῆς γῆς. Ἡ μυστικὴ ἀλήθεια, ποὺ σὲ λίγο θ᾽ ἀποκαλυφθῇ ἐκεῖ, μπροστὰ στὸν Πι λᾶ το, εἶνε ὅτι ἡ δική του βασιλεία «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω. 18,36). Εἶνε βασιλεύς, ὄχι ὅμωςτοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ· εἶνε ὁ βασιλεὺς τοῦ νέου Ἰσραήλ, τῆς Ἐκκλησίας του, ποὺ ἤδη θεμελιώνεται καὶ σὲ λίγο θὰ γίνῃ ἐπισήμως ἡ ἐμφάνισί της, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Εἶπα προηγουμένως, ὅτι βγῆκαν ὅλοι στὴν ὑποδοχή. Λάθος ἔκανα. Κάποιοι δὲν συμμερίζονταν τὴ χαρὰ καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ λαοῦ. Ποιοί εἶν᾽ αὐτοί; Οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Αὐτοὶ δὲν ὑπέφεραν τὴ δόξα τοῦ Ἰησοῦ. Κάθε ζητω κραυγὴ ὑπὲρ αὐτοῦ ἦταν μιὰ μαχαιριὰ στὰ φθονερά τους στήθη, κάθε ἔπαινός του ἕνα ποτήρι πικρὸ γι᾽ αὐτούς. Ἔφθασαν σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ λένε καὶ στὰ μικρὰ παιδιὰ νὰ πάψουν τὶς ζητωκραυγές. Ὦ δυστυχισμένοι! κι ἂν τὰ στόματα τῶν νηπίων πάψουν νὰ δοξολογοῦν, κι αὐτὰ τὰ ἄψυχα θὰ φωνάξουν καὶ θὰ ποῦν· Χαῖρε, Χριστέ. Χαῖρε, θὰ πῇ ὁ ἥλιος, γιατὶ αὐτὸς τοῦ δίνει τὸ φῶς. Χαῖρε, θὰ πῇ ἡ σελήνη, γιατὶ κι αὐτὴ δικό του κτίσμαεἶνε. Χαῖρε θὰ τοῦ ποῦν τὰ ἄνθη, τὰ πουλιά, ἡφύσις· ὅλα ὑμνοῦν ἀσιγήτως τὸ μεγαλεῖο του.
Μάταια λοιπὸν κοπιάζετε, φαρισαῖοι, παλαιοὶ καὶ νέοι. Ὁ Ἰησοῦς θὰ ὑμνῆται αἰωνίως! Βασιλιᾶδες θὰ πέφτουν, κράτη θ᾽ ἀφανίζωνται, δόξες θὰ σβήνουν, ὅλα θὰ μαραίνωνται· ἡ δόξα ὅμως τοῦ Ἰησοῦ θὰ θάλλῃ καὶ ἀπὸ πλῆθος στόματα θ᾽ ἀκούγεται ὁ ὕμνος του.
* * *
Τί νομίζουμε κ᾽ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀδελφοί μου; ἂν ἐμεῖς δὲν τρέξουμε στὶς ἐκκλησίες νὰ τὸν ὑμνήσουμε καὶ δὲν βγοῦμε νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε μετὰ βαΐων, λέτε νὰ μειώνεται τὸ μεγαλεῖο του; Δὲν ζημιώνεται καθόλου· ὁ Χριστὸς δὲν χάνει τίποτε ἀπὸ τὴ δόξα του! Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς καὶ τοὺς ὕμνους μας· ὁ δικός μας ὕμνος εἶνε ἕνας κόκκος ἄμμου, δὲν πρόκειται νὰ τοῦ προσθέσῃ τίποτε σημαντικό. Ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ Ἐκεῖνον, καὶ γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ τρέξουμε στὴν ὑποδοχή του.
Μὴ ὑστερήσουμε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἐκεῖνοι τότε, παρ᾽ ὅλο ποὺ δὲν ἐννοοῦσαν πλήρως τὸ μυστήριο, μόλις ἄκουσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ἔτρεξαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν ἔξω ἀπὸ τὴν ἁγία πόλι. Οἱ Χριστιανοὶ τώρα τὸ καταλαβαίνουμε σωστά, πλήρως· ἂς βγοῦμε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς γι᾽ αὐτόν. Οἱ νοικοκυρὲς ν᾽ ἀφήσουντὰ σπίτια, οἱ ἄντρες τὶς δουλειές, τὰ παιδιὰ τὰ παιχνίδια. Μὴ φανοῦμε κατώτεροι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἔρχεται ὁ Χριστός! ἂς τὸ ποῦν οἱ ἄντρες στὶς γυναῖκες, οἱ γυναῖκες στοὺς ἄντρες, τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς, οἱ γονεῖς στὰπαιδιά. Ὅλοι ἂς ποῦμε· Ὁ Βασιλεύς μας ἔρχεται, ἂς βγοῦμε νὰ τὸν προϋπαντήσουμε!
Ἀλλὰ πῶς θὰ τὸν προϋπαντήσουμε; Ἐκεῖνος τότε δὲν εἶχε ἅμαξα στολισμένη, οὔτε ἄλογο περήφανο· εἰσῆλθε τελείως ταπεινά, «ἐπὶ πώλου ὄνου» (Ζαχ. 9,9. Ματθ. 21,5. Ἰω. 12,15). Δὲν μοιάζει μὲ τοὺς ἄρχοντες τῆς γῆς. Δὲν ζητάει νὰ τοῦ στήσουμε ἁψῖδες, δὲν τοῦ χρειάζονται τύμπανα καὶ σάλπιγγες, δὲν θέλει ζητωκραυγές· θέλει νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε ὡς Χριστιανοί. Δηλαδή;
∅ Βγήκαν γι᾽ αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι τους; ἂς βγοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου γιὰ νὰ τὸν συναντήσουμε. Ναί, γιὰ νὰ ὑποδεχθῇ κάποιος τὸ Χριστὸ πρέπει ν᾽ ἀφήσῃ τὰ κοσμικὰ καὶ τὰ ἐγκόσμια, νὰ στραφῇ στὰ ὑπερκόσμια.
∅ Ἔβγαλαν κ᾽ ἔστρωσαν ἐκεῖνοι τὰ ῥοῦχα τους στὸ δρόμο, τά ᾽καναν τάπητες; ἐμεῖς τώρα ἂς βάλουμε κάτω τὸ ἐγώ μας, ἂς στρώσουμε κάτω τὰ πάθη μας, νὰ τὰ πατήσῃ ἐκεῖνος· ἡ ταπείνωσί μας ἂς γίνῃ χαλὶ γιὰ νὰ πατήσουν τὰ ἄχραντα πόδια τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τότε, γυμνοὶ ἀπὸ κακίες καὶ ἁμαρτίες, νὰ συμπορευθοῦμε μὲ τὸν γυμνὸ Ἐσταυρωμένο μας.
∅ Κρατοῦσαν ἐκεῖνοι βάγια καὶ κραύγαζαν «βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ»; ἂς ὑψώσουμε ἐμεῖς στὰ χέρια τὸν τίμιο σταυρό του, ἂς πάρουμε καθένας στὸν ὦμο τὸ δικό μας σταυρό, καὶ τότε ἂς τοῦ ποῦμε· Χαῖρε, Βασιλέα μας!
* * *
Σήμερα, ἀδελφοί μου, ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Μεγάλη, γιατὶ μεγάλος εἶνε αὐτὸς ποὺ πάσχει, μεγάλα τὰ πάθη καὶ τὸ μαρτύριό του, μεγάλη ὅμως καὶ ἡ νίκη καὶ ἡ δόξα του.
Μεγάλη Ἑβδομάδα! Μὲ συγχωρεῖτε γιὰ ὅ,τι θὰ σᾶς πῶ τώρα καὶ παρακαλῶ μὴν κλείσετε τ᾽ αὐτιά σας. Ἂς σκεφτοῦμε σοβαρὰ τοῦτο· μήπως αὐτὴ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶνε γιὰ μᾶς ἡ τελευταία; μήπως φτάνει τὸ τέλος μας; μήπως κάποιοι ἄλλοι Ἰουδαῖοι καὶ Πόντιοι Πιλᾶτοι στήνουν τὸ σταυρό μας; Μήπως φτάνει ἡ ἡμέρα καὶ τῆς δικῆς μας σταυρώσεως;…
Δὲν γνωρίζω. Ἕνα μόνο φωνάζω· Ἂς ὑποδεχθοῦμε τὸ Χριστὸ ὄχι ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλ᾽ὅπως ἁρμόζει σὲ Χριστιανούς. Ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε παντοῦ· στὸ μυστικὸ δεῖπνο, στὰ κριτήρια τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, στὸ Γολγοθᾶ. Ἂς κλάψουμε μαζὶ μὲ τὴν Παναγία καὶ τὶς μυροφόρες. Κι ἂς τὸν παρακαλέσουμε σήμερα ὅλοι, νὰ νεκρώσῃ μέσα μας τὰ πάθη, «τὸν παλαιόν μας ἄνθρωπον» (῾Ρωμ. 6,6. Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9)· ν᾽ ἀναστήσῃ τὸν «καινόν», τὸν «νέον» (Ἐφ. 2,15·4,24. Κολ. 3,10)· καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ἐδῶ μὲν νὰ ἑορτάσουμε τὴν Ἀνάστασί του, ἐκεῖ δὲ στοὺς οὐρανοὺς νὰ συναντηθοῦ με μαζί του μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ νὰ τοῦ ποῦμε· Χαῖρε, ὁ Βασιλεὺς ἡμῶν!
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: («KΥΡΙΑΚΗ» (Συντομο κηρυγμα), Περίοδος Δ΄ - Ἔτος ΛΖ΄Φλώρινα - ἀριθμ. φύλλου 2280), eulogia.gr