«Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17)
«Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;», ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι, ὣς πότε θὰ σᾶς ὑποφέρω; Τίνος, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ φωνὴ αὐτή;
Εἶνε τοῦ δυστυχισμένου πατέρα, ποὺ βλέπει τὰ παιδιά του νὰ βαδίζουν σὲ ἄσχημο δρόμο καὶ στενοχωριέται; Εἶνε τὸ παράπονο μιᾶς μάνας, ποὺ κοπίασε γιὰ ν᾿ ἀναθρέψῃ τὰ παιδιά της, κ᾿ ἔπειτα τὰ βλέπει νὰ βαδίζουν ἕνα δρόμο τρισάθλιο καὶ καταριέται τὴν ὥρα ποὺ τὰ γέννησε; Εἶνε τὸ παράπονο τοῦ ποιμένος, ποὺ βλέπει τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ μὴ βαδίζουν τὸ δρόμο τῆς τιμῆς καὶ τῆς πίστεως; Εἶνε τὸ παράπονο τοῦ ἱεροκήρυκος, ποὺ ἀναστενάζει γιὰ τὴν ἀσέβεια τῶν χρόνων του; Εἶνε φωνὴ προφήτου, ἀγγέλου, ἀρχαγγέλου;
Ὄχι. Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 17, 17). «Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι;». Περίεργος λόγος. Πολλοὶ σκανδαλίζονται. Μοιάζει τὸ παράπονο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ λόγια ἐκεῖνα
ποὺ εἶπε πάνω στὸ σταυρό· «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Ἀλλὰ ἡ ἀπορία καὶ τὸ σκάνδαλο διαλύεται, ἂν σκεφθοῦμε ὑπὸ ποῖες συνθῆκες ἐλέχθησαν αὐτά.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μιλάει γιὰ ἕνα δυστυχισμένο παιδί. Ἦταν ἄρρωστο; Κάτι χειρότερο· ἐσεληνιάζετο. Νόμιζαν δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι, ὅτι αἰτία τῆς ταλαιπωρίας του εἶνε ἡ σελήνη, ἡ πανσέληνος. Αὐτὰ ὅμως εἶνε ἔργα Θεοῦ· καὶ ποτέ ἔργο Θεοῦ δὲν εἶνε αἰτία κακοῦ. Αἰτία τῆς ταλαιπωρίας τοῦ παιδιοῦ ἦταν ὁ διάβολος. Ὅταν τὸ ἔπιανε ἡ κρίσι ἄφριζε, ἔπεφτε κάτω, σπαρταροῦσε· κ᾿ ἔπεφτε ἄλλοτε στὸ νερὸ νὰ πνιγῇ, ἄλλοτε στὴ φωτιὰ νὰ καῇ.
Σύμφωνα μὲ τὴν ἁγία Γραφή, παραχωρεῖ ὁ Θεὸς στὸν διάβολο νὰ εἰσβάλῃ μέσα μας, γιὰ νὰ δοκιμαστοῦμε. Ἡ εἰσβολὴ αὐτὴ διαταράσσει τὴν ἁρμονία ψυχῆς καὶ σώματος καὶ προκαλεῖ διάφορες ἀσθένειες. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ σαφῶς στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ.
Δυστυχισμένο ἦταν τὸ παιδί. Ἀλλὰ πιὸ δυστυχισμένος ὁ πατέρας. Τὸ ἔβλεπε καὶ καιγόταν. Πῆγε σὲ γιατρούς, πῆρε φάρμακα, μεταχειρίσθηκε κάθε ἀνθρώπινο μέσο.
Τελευταῖα ἀπ᾿ ὅλα θυμήθηκε τὸ Χριστό. Ἔπρεπε νὰ πάῃ πρῶτα στὸ Χριστό· γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶνε παραπάνω ἀπ᾿ τοὺς γιατροὺς καὶ τὰ φάρμακα, εἶνε ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Ἀλλὰ ὁ δυστυχὴς τὸν θυμήθηκε τελευταῖο, καὶ μάλιστα ὄχι μὲ μεγάλη πίστι. Εἶπε· Ἀφοῦ τὰ δοκίμασα ὅλα (γιατρούς, φάρμακα, μάγια…) καὶ δὲν κατώρθωσα τίποτε, ἂς πάω καὶ στὸ Χριστό, μήπως κάτι κάνῃ αὐτός…
Πήγαινε λοιπὸν ὁ πατέρας μὲ ἀμφιβολία γιὰ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκε, γιατὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ Χριστὸς βρισκόταν πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ Θαβώρ, ὅπου ἔγινε ἡ μεταμόρφωσίς του. Ἐκεῖ ἦταν ὁ Χριστὸς μαζὶ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς του Πέτρο Ἰάκωβο Ἰωάννη. Οἱ ἄλλοι ὀκτὼ μαθηταὶ ἦταν στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ. Αὐτοὺς παρακάλεσε ὁ πατέρας νὰ κάνουν καλὰ τὸ παιδί του.
Δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ κάνουν τίποτα· τὸ δαιμόνιο ἦταν ἰσχυρό. Τὸ κακὸ εἶχε ῥιζώσει πολύ· ἔμοιαζε μὲ δέντρο ποὺ ἔχει ἁπλώσει βαθειὰ τὶς ῥίζες του στὸ χῶμα καὶ δὲν μποροῦν εὔκολα νὰ τὸ ξερριζώσουν.
Σὲ λίγο ἔρχεται ὁ Χριστός, καὶ ὁ δυστυχισμένος πατέρας πέφτει στὰ πόδια του καὶ λέει· Ἂν μπορῇς, κάνε καλὰ τὸ παιδί μου (βλ. Μᾶρκ.9,22). Τότε ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾷ· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
Αὐτὸ εἶνε τὸ βαθὺ παράπονο τοῦ Χριστοῦ. Γιατί τὸ εἶπε αὐτό;
* * *
Τρία ὁλόκληρα χρόνια ἐδῶ στὴ γῆ, ἀγαπητοί μου, ὁ Χριστὸς πήγαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, κήρυττε τὰ θεῖα του λόγια, ἔκανε θαύματα, εὐεργετοῦσε τὸν κόσμο ὅλο. Ὕστερα ἀπὸ τόσες εὐεργεσίες θὰ ἔπρεπε νὰ μὴν ὑπάρχῃ κανένας ἄπιστος· θά ᾿πρεπε ὅλοι νὰ πιστεύουν. Ὅμως μόνο ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἀνθρώπων πίστεψε. Οἱ δὲ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ἦταν ἐναντίον του· τὸν κατηγοροῦσαν κι ἀμφισβητοῦσαν τὸ θεϊκό του κῦρος. Ἔφτασαν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ ποῦν, «Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια» (Ματθ. 9,34. Μᾶρκ. 3,22. Λουκ. 11,15). Ὁ Χριστὸς δὲν βρῆκε ἀνταπόκρισι στὸν κόσμο αὐτόν. Γι᾿ αὐτὸ παραπονιέται καὶ λέει· «Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;». Καλύτερα νὰ φύγω, νὰ σταυρωθῶ, παρὰ νὰ ζῶ μέσα σὲ τέτοιο κόσμο.
Παρὰ τὸ παράπονο καὶ τὴν πικρία του, ἐντούτοις ὁ Χριστὸς θεράπευσε τὸ δαιμονιζόμενο παιδί. Καὶ μετὰ ἀπήντησε καὶ στὸ ἐρώτημα τῶν μαθητῶν του· –Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαιμόνιο; –Αἰτία εἶνε ἡ ἀπιστία σας. Δὲν πίστευαν ὅπως πρέπει στὸ Χριστό. Πρόσθεσε ἀκόμη· –Ὅποιος ἔχει ζωντανὴ «πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως» (Ματθ. 17,20), θὰ κάνῃ μεγαλύτερα θαύματα· θὰ ξερριζώνῃ καὶ βουνὰ καὶ θὰ τὰ ῥίχνῃ στὴ θάλασσα.
Σπουδαῖα ὅλα αὐτά. Τώρα ὅμως ἂς προσέξουμε τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ· «Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;», ὣς πότε θὰ σᾶς ὑποφέρω;
* * *
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε μακρόθυμος. Ὅπως ὁ πατέρας ὑποφέρει τὸ ἄτακτο παιδί του καὶ ἡμάνα τὴν κόρη της, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ὑποφέρει· γιατὶ εἶνε γεμᾶτος ἀγάπη. Δὲν μᾶς τιμωρεῖ τὴν ὥρα ποὺ ἁμαρτάνουμε. Ἂν μᾶς τιμωροῦσε καὶ κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάναμε ἔπεφτε ἕνας κεραυνός, δὲν θά ᾿μενε κανένας ἀπὸ μᾶς. Ζοῦμε ὅλοι μας χάρις στὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ φαίνεται καὶ στὸν κατακλυσμό. Περίμενε ὁ Θεὸς ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια. Ὁ Νῶε κατασκεύαζε τὴν κιβωτὸ καὶ κήρυττε στὸν κόσμο μετάνοια. Ἀλλὰ δὲν μετανοοῦσαν. Ξαφνικὰ μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ διασκέδαζαν καὶ ἔκαναν τὰ αἴσχη, ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ. Φούσκωσαν τὰ ποτάμια, οἱ λίμνες, οἱ θάλασσες, καὶ κάλυψαν καὶ τὰ πιὸ ψηλὰ βουνά· καὶ πνίγηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ζῷα μέσα στὸ νερό.
Τὸ ἴδιο καὶ στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα, τὶς ἁμαρτωλὲς πόλεις. Ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Ἀβραὰμ ὅ,τι θὰ τὶς καταστρέψῃ. Ὁ Ἀβραὰμ ρώτησε· –Ἄν, Κύριε, μέσα σ᾿ αὐτὲς ὑπάρχουν πενήντα δίκαιοι, θὰ τὶς καταστρέψῃς; Ὁ Θεὸς εἶπε· –Δὲν θὰ τὶς καταστρέψω. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχαν οὔτε δέκα δίκαιοι –παρὰ μόνο ἡ οἰκογένεια τοῦ Λώτ–, ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔβρεξε τότε ὄχι νερὸ ἀλλὰ φωτιὰ καὶ θειάφι· λαμπάδιασε ὁ τόπος, κάηκαν τὰ πάντα. Τέλος ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ κατάπιε τὶς πόλεις.
Μακροθυμεῖ ὁ Θεός. Κάποτε ὅμως, ὅπως τότε, ἡ ὀργή του ξεσπᾷ. Λέει ὁ Κύριος, ὅτι θὰ ἔρθουν ἡμέρες, ὅπως οἱ ἡμέρες Λὼτ (βλ. Λουκ. 17,28) καὶ ὅπως οἱ ἡμέρες Νῶε (βλ. Ματθ. 24,37· Λουκ. 17,26). Ζοῦμε σὲ τέτοιες ἡμέρες, παραμονὲς μεγάλων γεγονότων σὲ παγκόσμιο κλίμακα. Μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός, ἀλλὰ λέει· «Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».
Ῥῖξτε μιὰ ματιὰ στὴν κοινωνία καὶ θὰ δῆτε ὅτι ὅλοι (ἄντρες καὶ γυναῖκες, νήπια καὶ γέροντες, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί), βρισκόμαστε ἔξω ἀπὸ τὴν τροχιὰ τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἁμαρτάνουμε. Ὁ ἕνας βλαστημᾷ τὸ Θεό, καὶ κανείς δὲν διαμαρτύρεται. Ὁ ἄλλος τὴν Κυριακὴ ποὺ χτυπᾷ ἡ καμπάνα παίρνει τὸ ντουφέκι του καὶ πάει γιὰ κυνήγι ἢ γιὰ ψάρεμα. Ἄλλος δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία οὔτε τὰ Χριστούγεννα οὔτε τὸ Πάσχα. Γονεῖς ἀδιαφοροῦν τελείως γιὰ τὰ παιδιά τους. Γυναῖκες γυρίζουν στοὺς δρόμους γυμνές. Ἄντρες ἀλλάζουν τὶς γυναῖκες σὰν τὰ πουκάμισά τους. Νέοι, μὲ τὸ τσιγάροσ τὸ στόμα, μὲ τὴν ἀναίδεια στὴ γλῶσσα, μὲ τὴν ἀνηθικότητα στὸ βίο, ξημερώνονται στὰ νυχτερινὰ κέντρα. Ἡ διαφθορὰ ὀργιάζει. Φτάσαμε στὴν Ἑλλάδα τὸ φθηνότερο κρέας νά ᾽νε τὸ …γυναικεῖο. Θεέ μου, ποῦ κατήντησε τὸ ἱστορικό μας ἔθνος μὲ τὴ μεγάλη καὶ ἔνδοξη παράδοσι!
* * *
Κι ἀκούγεται, ἀγαπητοί μου, τὸ παράπονο τοῦ Χριστοῦ· «Ἕως πότε θὰ σᾶς ὑποφέρω;». Ἔχει καὶ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ τὰ ὅριά της. Φοβᾶμαι, ὅτι ἐξαντλήσαμε τὰ ὅρια. Φοβᾶμαι ὅ,τι τὸ ποτήρι ξεχειλίζει. Μερικὲς σταγόνες ὑπολείπονται γιὰ νὰ ὁλοκληρωθῇ τὸ κακό. Πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια μας δὲν θ᾿ ἀνοίξουν τὴ φορὰ αὐτὴ οἱ καταρράκτες οὔτε τοῦ Νῶε οὔτε τοῦ Λώτ. Τί μᾶς περιμένει; Τὸ λέει ἡ Ἀποκάλυψις. Θὰ πέσουν «φιάλες» (Ἀπ. κεφ. 16ο), πυρηνικὲς βόμβες, καὶ ὅλα θὰ γίνουν «γῆς Μαδιάμ». Θὰ ἐξαφανιστοῦν, μέσα σὲ λίγα λεπτά, μεγαλουπόλεις. Παντέρημος θὰ καταντήσῃ ὁ κόσμος. Κατακλυσμὸς πυρηνικός. «Ὥσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε» (Ματθ. 24,37).
Τί νὰ κάνουμε στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες; Ν᾿ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Θεὸ μικροὶ καὶ μεγάλοι. Νὰ κλάψουμε, νὰ ἐξαγνισθοῦμε ὅλοι. Καὶ τότε ἡ Παναγία θὰ πρεσβεύσῃ στὸν Κύριο, καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ θὰ μᾶς σώσῃ· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Κ. Κλεινῶν - Φλωρίνης τὴν 23-8-1981. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 28-8-2005, ἐπανέκδοσις 18-7-2015.)