«Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. 10,37)
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, στὴν ἐποχή μας ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν αὐτιὰ μὰ αὐτιὰ δὲν ἔχουν. Δὲν εἶνε παράξενο αὐτό; Ἔτσι λέει μιὰ παλαιὰ προφητεία (βλ. Δευτ. 29,4. ῾Ρωμ. 11,8). Βλέπεις πολλοὺς σήμερα· πᾶνε στὸ καφφενεῖο, κάθονται ὧρες κι ἀκοῦνε ἀνενόχλητοι αἰσχρὰ καὶ βλαστήμιες ποὺ λένε οἱ ἄλλοι· στὸ σπίτι ξενυχτοῦν παρακολουθώντας διαφόρους σταθμούς, δικούς μας ἢ ξένους. Ἀλλὰ στὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἔρχονται. Αὐτιὰ γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν, γιὰ τὸ διάβολο ἔχουν. Ἂν κάποτε βρεθοῦν στὴν ἐκκλησιά, εἶνε σὰν ξένοι.
Κι ὅταν βγοῦν ἔξω καὶ τοὺς ρωτήσῃς τί ἔλεγε σήμερα ὁ ἀπόστολος ἢ τὸ εὐαγγέλιο, τί εἶπε ὁ παπᾶς ἢ ὁ ψάλτης –ποὺ εἶνε λόγια χρυσᾶ, διαμάντια–, δὲν ἔχουν προσέξει τίποτα! Ἐλπίζω σεῖς, ποὺ ἐκκλησιάζεστε τακτικά, νὰ ἔχετε ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἀκούσατε σήμερα τὸ εὐαγγέλιο; Μέσα ἀπ᾽ τὰ λόγια του(βλ. Λουκ. 10,25-37) βγαίνει μιὰ κραυγή. Ὅποιος ἔχει αὐτὶ τὴν ἀκούει· «Βοήθεια!». Στὸ ντουνιᾶ αὐτὸν πέντε χιλιάδες ν᾽ ἀκούσουν τὴ λέξι «Βοήθεια!», ζήτημα εἶνε ἂν θὰ βρεθῇ ἕνας νὰ τρέξῃ νὰ βοηθήσῃ. Ποιός λοιπὸν φωνάζει «Βοήθεια!»; τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾷ σὲ ἕνα νομικὸ μὲ τὴν ὡραία παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου.
Ἕνας διαβάτης πήγαινε ἀπὸ μιὰ πόλι σὲ ἄλλη. Περπάτησε δεκαπέντε - εἴκοσι χιλιόμετρα –σὰν νὰ ποῦμε ἀπὸ τὴ Φλώρινα μέχρι τὸ Κλειδί– κ᾽ ἐκεῖ βγῆκαν ἀπὸ τὸ δάσος λῃστὲς μὲ τὰ μαχαίρια. –Ἄλτ, σταμάτα, ψηλὰ τὰ χέρια! Πῆγε ν᾽ ἀντισταθῇ, ἀλλὰ τί νὰ κάνῃ στὸν ἔρημο ἐκεῖνο τόπο; Τὸν ἔδειραν, τὸν χτύπησαν, τὸν γέμισαν πληγές, τοῦ πῆραν ὅ,τι εἶχε πάνω του, καὶ μετὰ τὸν ἄφησαν χάμω στὸ δρόμο νὰ βογγάῃ μέσ᾽ στὰ αἵματα. Βοήθεια!… φώναζε. Τὴν ὥρα ἐκείνη περνοῦσε ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνας καβαλλάρης. Τὸν ἄκουσε, τὸν εἶδε. Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Νὰ ξεπεζέψῃ, νὰ βοηθήσῃ, νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο. Τὸ ἔκανε; Ὄχι. Προσπέρασε ἀδιάφορος. Λὲς καὶ ἦταν κανένα σκυλὶ κι ὄχι ἄνθρωπος. Σὰν νὰ μὴν τὸν εἶδε, σὰν νὰ μὴν τὸν ἄκουσε. Γρήγορα ἀπομακρύνθηκε. Βοήθεια!… συνέχισε νὰ φωνάζῃ ὁ πληγωμένος. Σὲ λίγο νά καὶ περνᾷ ἕνας ἄλλος. Τὸν βλέπει, τὸν ἀκούει, μὰ δὲν κάνει τίποτε. Φεύγει κι αὐτὸς ὅπως ὁ πρῶτος. Οἱ ὧρες περνοῦν, κοντεύει νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, κι αὐτὸς κινδυνεύει νὰ ξεψυχήσῃ ἐκεῖ στὴ μέση τοῦ δρόμου ἀπὸ τὴν αἱμορραγία. Τέλος φάνηκε νά ᾽ρχεται ἕνας ξένος. Αὐτὸς ὅμως ἦταν ἐχθρός, καὶ μόλις τὸν εἶδε ὁ χτυπημένος, τὸν ἔπιασε τρόμος. Πάει, σκέφτεται, τοῦτος τώρα θὰ μὲ ἀποτελειώσῃ. Αὐτὸς ὅμως ἔδειξε ἄλλη στάσι. Κατεβαίνει ἀπ᾽ τὸ ζῷο του, τὸν πλησιάζει, σκύβει, τοῦ μιλάει μὲ καλωσύνη, τοῦ δίνει θάρρος· βγάζει ἀπὸ τὸ σακκίδιό του δυὸ μπουκαλάκια, τὸ ἕνα μὲ λάδι - τ᾽ ἄλλο μὲ κρασί. Μὲ τὸ κρασὶ ἀπολυμαίνει τὶς πληγές (τὸ οἰνόπνευμα ἀπὸ κρασὶ εἶνε) καὶ μὲ τὸ λάδι τὶς ἀλείφει. Κι ἀντὶ γιὰ ἐπίδεσμο σχίζει λουρίδα ἀπ᾽ τὸ πουκάμισό του καὶ τοῦ δένει τὰ τραύματα. Καὶ δὲν τὸν ἀφήνει ἐκεῖ. Τὸν σηκώνει σιγὰ - σιγά, τὸν βάζει πάνω στὸ ζῷο του καὶ πεζὸς αὐτὸς τὸν ὁδηγεῖ σ᾽ ἕνα χάνι. Μένει κοντά του ὅλη τὴ νύχτα· τὸν φροντίζει σὰν νά ᾽ταν ἀδερφός του, πατέρας, μάνα, δικός του ἄνθρωπος. Τὸ πρωί, ἀφοῦ ὁ τραυματίας πῆρε τὸ καλύτερο, φωνάζει τὸν πανδοχέα καὶ τοῦ λέει· Περιποιήσου τον καλά· κι ὅ,τι ἐπὶ πλέον ξοδέψῃς γιὰ φάρμακα καὶ φαγητό, ἐγὼ θὰ ξανάρθω καὶ θὰ σοῦ τὰ πληρώσω.
Καὶ τὸ δίδαγμα τοῦ Χριστοῦ στὸ τέλος εἶνε· «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»(Λουκ. 10,37). Μιμήσου κ᾽ ἐσὺ αὐτὸν τὸν καλὸ Σαμαρείτη!
* * *
Αὐτὰ λέει σήμερα ἡ παραβολή. Κ᾽ ἐμένα ἀπ᾽ ὅλα μὲ συγκινεῖ ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε ὁ σπλαχνικὸς αὐτὸς ἄνθρωπος. Ὅπως μέσα ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο βγαίνει ἡ κραυγὴ «Βοήθεια!», ἔτσι, ἀδέρφια μου, καὶ στὸν κόσμο τοῦτο, ὅπου νὰ πᾷς, καὶ στὶς πολιτεῖες καὶ στὰ χωριά, καὶ στὴν πατρίδα μας καὶ παντοῦ στὸν κόσμο ἀκοῦς «Βοήθεια!». Ποιός φωνάζει; Οἱ δυστυχισμένοι.
–Μὰ ὑπάρχουν δυστυχισμένοι;
Ὑπάρχουν. Ἂς πετᾶνε ἄλλοι στὰ φεγγάρια· τὴν ἴδια ὥρα κάποιοι ἄλλοι πεθαίνουν σὰν τὶς μῦγες. Οὔτε φάρμακα ἔχουν, οὔτε γιατρούς· αὐτοὶ λένε καὶ τὸ ψωμὶ ψωμάκι. Ἐνῷ ἐμεῖς τό ᾽χουμε ἄφθονο καὶ τὸ πετᾶμε, τὰ δύο τρίτα τοῦ κόσμου πεινᾶνε.
«Βοήθεια!» φωνάζουν οἱ γέροι πού ᾽νε ἄρρωστοι κ᾽ ἐγκαταλειμμένοι. Σ᾽ ἕνα χωριό –ἂς μὴν τὸ πῶ, μὴν τὸ προσβάλω– ζοῦσε ἕνας γέρος 75 - 80 χρονῶν. Ἔχει παιδιὰ στὴν Αὐστραλία μὲ μαγαζιὰ στὴ Μελβούρνη. Ἀλλὰ τὸν ἄφησαν καὶ οὔτε γράμμα τοῦ ᾽γραφαν. Ἔμενε σ᾽ ἕναν ἀχυρῶνα, καὶ βρώμισε. Τόσοι ἄνθρωποι στὸ χωριό, «βοήθεια!» φώναζε, κανένας δὲν τὸν ἄκουγε. Ἕνας ξένος, ποὺ πέρασε, γιὰ νὰ μπῇ μέσα ἔφραξε τὴ μύτη του· αὐτὸς τὸν ἔπλυνε, τὸν καθάρισε, τὸν περιποιήθηκε, τὸν ἔβαλε σὲ αὐτοκίνητο, πλήρωσε καὶ τὸν ἔφερε στὸ χάνι. Ποιό εἶνε τὸ χάνι; Τὸ γηροκομεῖο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ τὸν πήραμε καὶ τὸν ἔχουμε.
Καημένε πατέρα, ποὺ ζυμώνεις τὸ χῶμα μὲ τὸν ἱδρῶτα σου, γεννᾷς παιδιά, κι αὐτὰ μετὰ σ᾽ ἀφήνουν καὶ φεύγουν, καὶ πλουτίζουν· μόνο ἡ Ἐκκλησία σὰν μάνα σὲ πῆρε στὸ πανδοχεῖο της!
–Ἐγὼ δὲν ἔχω χρήματα, θὰ μοῦ πῇς.
Αὐτὸς ποὺ περνοῦσε στὸ δρόμο καὶ βρῆκε τὸν πεσμένο στοὺς λῃστὰς εἶχε ἑκατομμύρια; Ὄχι· δυὸ μπουκαλάκια μὲ λίγο λάδι καὶ κρασὶ εἶχε, καὶ αὐτὰ ἔδωσε. Αὐτὸ κάνε κ᾽ ἐσύ. Μὴ μοῦ λές, δὲν ἔχω. Μόνο ὁ διάβολος δὲν ἔχει. Ἔχεις γλῶσσα νὰ παρηγορήσῃς, ἔχεις χέρια νὰ βοηθήσῃς, ἔχεις πόδια νὰ τρέξῃς, ἔχεις καρδιὰ ν᾽ ἀγαπήσῃς. Πόσα μπορεῖς νὰ κάνῃς!
Ξέρετε τὸν προφήτη Ἠλία; Φτωχαδάκι ἦταν καὶ πείνασε κι αὐτός, πῆγε νὰ πεθάνῃ ὅταν τὸν κατεδίωκε μιὰ αἰσχρὴ βασίλισσα. Πέρασε βουνὰ - λαγκάδια, καὶ ἔφτασε σ᾽ ἕνα σπιτάκι, μιὰ καλύβα. «Βοήθεια!» ζήτησε. Ἦταν μέσα μιὰ χήρα. Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τοῦ λέει, δὲν ἔχω τίποτ᾽ ἄλλο· ἕνα μπουκαλάκι λάδι καὶ μιὰ χούφτα ἀλεύρι· νὰ τὰ ζυμώσω νὰ κάνω μιὰ πίττα νὰ φᾶμε, καὶ τέλος! ἀλλ᾽ ἀφοῦ σ᾽ ἔστειλε ὁ Θεός, κάθησε ἐδῶ. Καὶ μοιράστηκε τὴν πίττα μαζὶ μὲ τὸν Ἠλία. Καὶ τί ἔγινε; Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἀνοῖξτε τὴ Γραφή. Ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ ἐπὶ τρία χρόνια τὸ λάδι καὶ τὸ ἀλεύρι δὲν τοὺς ἔλειψαν, καὶ ἔζησαν.
Ἔτσι εἶνε, ἄπιστε ἄνθρωπε. Ἀλλὰ τώρα γεμίζεις τὶς ἀποθῆκες καὶ τ᾽ ἀμπάρια σου ἀπὸ τρόφιμα, καὶ νομίζεις πὼς ἐξασφαλίστηκες. Μὰ δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς συμφωνία μὲ τὸ χάρο καὶ συμβόλαιο μὲ τὸ Θεό. Μπορεῖ νά ᾽χῃς γεμᾶτες ἀποθῆκες γιὰ νὰ ζήσῃς ἑκατὸ χρόνια, καὶ νὰ πεθάνῃς ἀπόψε· καὶ μπορεῖ ὁ ἄλλος, ποὺ δὲν ἔχει ψωμὶ καὶ στέγη, νὰ ζήσῃ πολύ.
Στὸ χωριό μου μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ζοῦσε ἀκόμη ἕνας γέρος, ποὺ ἦταν ὁ φτωχότερος ἀπ᾽ ὅλους· κατοικοῦσε σὲ μιὰ καλύβα, καρέκλα δὲν εἶχε νὰ καθήσῃ, τοῦ ᾽διναν λίγο ψωμάκι κ᾽ ἔπινε νεράκι ἀπὸ τὰ ποτάμια. Ρωτάω καὶ μαθαίνω, ὅτι στὸ χωριὸ οἱ πιὸ πλούσιοι πέθαναν· ἄλλος 60 ἐτῶν, ἄλλος 80, ἀπὸ συγκοπὴ ἢ κάτι ἄλλο· καὶ αὐτὸς ὁ πάμπτωχος, ποὺ δὲν εἶχε τίποτα, ἔτρωγε ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμὶ καὶ καν᾽να κρεμμύδι, καὶ οὔτε ἀποθῆκες οὔτε ἀμπάρια εἶχε, πέθανε ἑκατὸ χρονῶν! Δὲν εἶνε τὰ χρόνια σου ἀπὸ τ᾽ ἀμπάρια σου, ἢ ἀπὸ τὰ φάρμακα, ἢ ἀπὸ τὶς λίρες καὶ τὰ δολλάρια καὶ τὰ ῥούβλια, ὄχι· εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό.
Λοιπόν, κάνε ἐλεημοσύνη στὸ φτωχό. Ἂν θέλῃς ν᾽ ἀσφαλίσῃς τὰ παιδιά σου, νὰ κάνῃς ἐλεημοσύνη. Ἂν κοιτᾷς μόνο τὸ παιδάκι σου, πῶς νὰ τὸ ντύσῃς, νὰ τὸ περιποιηθῇς, νὰ τὸ σπουδάσῃς, καὶ τ᾽ ἄλλα παιδιὰ τ᾽ ἀφήνῃς πεινασμένα, δὲν θά ᾽χῃς εὐτυχία. Ἡ εὐλογία εἶνε σ᾽ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν καὶ ἐλεοῦν.
* * *
Λοιπόν, αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ καὶ βάλτε τα μέσ᾽ στὴν καρδιά σας, γιατὶ χωρὶς ἀγάπη παράδεισο δὲν βλέπουμε. Ἀγάπη εἶνε ὁ Θεός, ὁ Χριστός, τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἀγάπη πρέπει νά ᾽χουμε παντοῦ. Ὄχι ἀγάπη στὰ ψέματα, ἀλλὰ ἀγάπη πραγματική, ὅπως εἶχε ἀγάπη αὐτὸς ὁ Σαμαρείτης.
Εὔχομαι, ὅλοι μεταξύ σας νά ᾽χετε ἀγάπη· καὶ ὅταν κάποιος δίπλα σας δυστυχῇ, μὴν τὸν ἀφήνετε μόνο· νὰ βοηθᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο· καὶ ὄχι μόνο στὸ στενό σας κύκλο, ἀλλὰ νὰ κοιτάζετε καὶ πιὸ πέρα, ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ νὰ παρακαλᾶτε τὸ Θεὸ γιὰ ὅλους. Γιατὶ σᾶς τὸ λέω· καλὰ περνᾶτε τώρα, καλὰ εἶνε τώρα· καὶ πατάτες ἔχεις καὶ ψωμάκι καὶ τὰ πάντα, καὶ εἰρήνη καὶ εὐτυχία, καὶ περπατᾷς στὸ δρόμο καὶ κανείς δὲν σ᾽ ἐνοχλεῖ. Ἄχ τί θὰ δοῦν τὰ ματάκια μας! Ἔρχεται ὁ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, ποὺ θά ᾽νε φωτιὰ καὶ καταστροφή· θὰ σβήσουν οἱ μεγάλες πολιτεῖες, ὁ κόσμος θὰ τρέξῃ στὶς ῥεματιές. Σὲ μιὰ νύχτα θὰ ἀδειάσῃ ἡ Μόσχα, τὸ Λονδῖνο, ἡ Νέα Ὑόρκη· μὰ ὅσοι κατοικοῦν στὶς ῥεματιές, θὰ λένε μέσα τὶς σπηλιές· «Δόξα σοι, ὁ Θεός», «Κύριε, ἐλέησε τὸν κόσμο».
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ μὴ γίνῃ τέτοιο κακό. Νὰ λυπηθῇ τ᾽ ἀθῷα παιδάκια, νὰ μὴ δοῦν τὰ μάτια τους αὐτὰ ποὺ εἴδαμε ἐμεῖς. Νὰ μὴ γίνῃ πιὰ πόλεμος. Καὶ δὲν θὰ γίνῃ πόλεμος, ἐὰν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀγάπη. Ὅταν στὸ Πακιστὰν καὶ στὸ Βιετνὰμ πεθαίνῃ κόσμος καὶ κοσμάκης, κι ἄλλοι διασκεδάζουν καὶ γλεντοῦν, ἔ θὰ τιμωρήσῃ ὁ Θεὸς τὸν κόσμο. Ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία ποιά εἶνε, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία; Εἶνε ἡ ἀσπλαχνία, νά ᾽χῃς σκληρὴ καρδιά, νὰ βλέπῃς τὸν ἄλλο νὰ ὑποφέρῃ κ᾽ ἐσὺ νὰ μὴν τοῦ δίνῃς τίποτα. Ἄχ σκληρὲς καρδιές! «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός». Ἀθεΐα καὶ ἀσπλαχνία εἶνε τὸ ἴδιο πρᾶγμα.
Εὔχομαι νά ᾽χετε μεταξύ σας σπλάχνα ἀγάπης.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Πέτρου & Παύλου Πετρῶν - Ἀμυνταίου τὴν 14-11-1971 πρωί, μὲ μεταγλωττισμένο τώρα τὸν τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 12-10-2022.)