Ο Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶνε Θεός! Τὸ φωνάζει ἡ ὑπέροχη διδασκαλία του, τὸ φωνάζει ἡ ἁγία ζωή του, τὸ φωνάζουν πρὸ παντὸς τὰ ἀμέτρητα θαύματά του, ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτὰ διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀκούσατε τί λέει;
* * *
Σὲ μιὰ πόλι τῆς ἁγίας γῆς, στὴν Καπερναούμ, ζοῦσε ἕνας νέος. Ἦταν καλά. Μὲ γερὰ χέρια καὶ πόδια, ἐργαζόταν, ἔτρεχε, ἔνιωθε δυνατὸς καὶ χαρούμενος. Ἀλλὰ ὁ νέος αὐτὸς ἔκανε κάποια ἁμαρτία ―δὲ μᾶς τὴ λέει τὸ εὐαγγέλιο―, κρυφὴ ἁμαρτία. Ὅπως καὶ ὅλοι μας ἔχουμε ἁμαρτίες κρυφές. Λίγες εἶνε φανερές• οἱ πιὸ πολλὲς ἁμαρτίες ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶνε κρυφές. Καὶ νομίζει βέβαια ὅτι δὲν τὶς ξέρει κανένας. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα αὐτὶ ποὺ τ᾽ ἀκούει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, καὶ ὑπάρχει ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφει ὅλα• εἶνε ὁ Θεός.
Ὁ Χριστός, ὡς Θεὸς ποὺ ἦταν, ἤξερε τὴν ἁμαρτία ποὺ εἶχε κάνει ὁ νέος αὐτὸς καὶ ἡ ὁποία ὡς ἀποτέλεσμα ἔφερε τὴν ἀσθένεια. Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, ὅτι ἡ ἁμαρτία προκαλεῖ τὴν ἀσθένεια. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἁμάρτανε, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀσθένεια καὶ ἀσθενεῖς οὔτε θάνατος• μιὰ ζωὴ παραδείσου θὰ ὑπῆρχε κάτω ἐδῶ στὴ γῆ. Ἀλλ᾽ ἁμάρτησε, καὶ ἔτσι ἦρθε ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ θάνατος.
Καὶ ὁ νέος αὐτὸς ἁμάρτησε, ὅπως εἴπαμε, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀσθένησε. Τί ἔπαθε. Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ πῆγε νὰ κουνήσῃ τὸ χέρι του, ἔνιωσε δυσκολία. Πάει νὰ κουνήσῃ τὸ πόδι του, οὔτε αὐτὸ πειθαρχοῦσε. Καὶ σὲ λίγο ἔγινε παράλυτος. Τὸ κορμί του ἔμεινε ἀκίνητο στὸ κρεβάτι. Φαντάζεστε τὴν κατάστασί του;
Ὅλα ὅσα ἔχουν ζωὴ στὸν κόσμο, κινοῦνται. Τὸ σκουλήκι σαλεύει, τὸ μυρμήγκι τρέχει, ἡ μέλισσα βομβεῖ, τὰ πουλιὰ πετοῦν, τὰ ψάρια κολυμποῦν• κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἄστρα ταξιδεύουν στὸ διάστημα μὲ ἰλιγγιώδεις ταχύτητες. Ὅλα κινοῦνται. Καὶ ἐνῷ ἡ ζωὴ εἶνε κίνησις, ἕνας μόνο, αὐτός, ἔμενε ἀκίνητος πάνω στὸ κρεβάτι, μολύβι, πέτρα, νεκρὸς ἄταφος, χρόνια καὶ χρόνια. Γιατροὶ τὸν εἶδαν, φάρμακα πῆρε, ὅλα τὰ μέσα μεταχειρίστηκε, μὰ δὲν μπόρεσε νὰ γίνῃ καλά. Μεγάλη ἡ δυστυχία του.
Μιὰ μέρα ὅμως ἄκουσε, ὅτι παρουσιάστηκε ἕνας γιατρὸς μοναδικός• γιατρὸς ποὺ θεραπεύει κάθε ἀσθένεια, καὶ τὴν πλέον ἀνίατη, καὶ μάλιστα χωρὶς χρήματα, δωρεάν. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ γιατροῦ; Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα πιὸ σεβαστὸ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ• ὄνομα ποὺ ἀνάβει φωτιὰ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου• ὄνομα πιὸ ἀγαπητὸ κι ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς μάνας καὶ τοῦ πατέρα μας καὶ ὅλων τῶν εὐεργετῶν μας• «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9). Τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων εἶνε Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Μόλις ἄκουσε ὁ παράλυτος, ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει κάθε ἀσθένεια, εἶπε μέσα του• Αὐτὸς θὰ μὲ κάνῃ καλά!… Κι ἀμέσως ἄναψε μέσα του μεγάλη ἐπιθυμία νὰ πάῃ στὸ Χριστό. Ἀλλὰ πῶς νὰ πάῃ; Πόδια εἶχε καὶ πόδια δὲν εἶχε. Βρέθηκαν τέσσερις πιστοὶ ἄνθρωποι. Τὸν λυπήθηκαν, τὸν πῆραν στὰ χέρια ὅπως ἕνα νεκρό, διέσχισαν τοὺς δρόμους, καὶ τέλος ἔφθασαν στὸ μέρος ποὺ ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ τὸν ἔβαλαν μπροστά του.
Ὅλοι περίμεναν ὁ Χριστὸς ν᾽ ἁπλώσῃ πάνω του τὸ ἅγιό του χέρι καὶ νὰ τὸν κάνῃ καλά, ὅπως ἔκανε σὲ τόσους ἄλλους. Ἐκεῖνος ὅμως καθυστερεῖ. Κάνει προηγουμένως κάτι ἄλλο, πιὸ σπουδαῖο καὶ ἀναγκαῖο. Ὁ παράλυτος εἶχε ἁμαρτήσει• ἔπρεπε λοιπὸν ἡ ἁμαρτία νὰ συχωρεθῇ. Γι᾽ αὐτὸ τοῦ λέει• «Θάρσει, τέκνον• ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2). Σὰ νὰ τοῦ ἔλεγε• Κατήντησες παράλυτος, σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀθλιότητα, διότι ἔκανες ἁμαρτίες• τώρα λοιπόν, ποὺ ἔρχεσαι σ᾽ ἐμένα μετανοημένος καὶ συναισθάνεσαι τὶς ἁμαρτίες σου, σοῦ τὶς συγχωρῶ.
Ἄκουσαν οἱ γραμματεῖς ὅτι τοῦ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες καὶ σκέφτηκαν• Αὐτὸ εἶνε βλασφημία• ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ συγχωρεῖ ἁμαρτίες;… Καὶ πράγματι κανείς, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρχάγγελος, μπορεῖ νὰ συγχωρήσῃ ἁμαρτίες• μόνο ὁ Θεός. Σκανδαλίσθηκαν λοιπόν.
Τότε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ τοὺς δείξῃ ὅτι πράγματι εἶνε Θεὸς ποὺ δίνει συγχώρησι στοὺς ἀνθρώπους, λέει στὸν κατάκοιτο• Σήκω ἐπάνω!… Καὶ μόλις ἄκουσε τὴ φωνὴ ὁ παράλυτος, τινάχτηκε ὅπως ἡ ἀκρίδα στὸ χωράφι• σηκώθηκε ἀμέσως ὄρθιος σὰν κυπαρίσσι. Καὶ ὄχι μόνο σηκώθηκε ὑγιής, ἀλλὰ καὶ κράτησε στὸν ὦμο τὸ κρεβάτι του καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ποιός; αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ οὔτε τὸ κουτάλι, ἀλλὰ τὸν τάϊζαν ἄλλοι. Ὅλος ὁ κόσμος ποὺ τὸν εἶδε ἔλεγαν• Δόξα σοι ὁ Θεός! Διότι τέτοια ἐξουσία μόνο ὁ Θεὸς ἔχει.
* * *
Αὐτὸ μὲ λίγα λόγια λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο• ὅτι ὁ Χριστὸς ἔκανε καλὰ ἕνα παράλυτο. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν παράλυτοι. Στὴν Ἀθήνα στὸ Ἄσυλο τῶν Ἀνιάτων θὰ δῆτε παλληκάρια 20 – 25 ἐτῶν νὰ εἶνε ἀκίνητα στὸ κρεβάτι καὶ δίπλα ἡ μάνα νὰ κλαίῃ. Ἔστυβαν ἄλλοτε τὴν πέτρα, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία τοὺς παρέλυσε. Ὅταν γυρίζουν ὅλη νύχτα στὰ κέντρα μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες, ὅταν πίνουν καὶ καπνίζουν καὶ παίρνουν ναρκωτικὰ καὶ κάνουν ὄργια, τότε τὰ νεῦρα παραλύουν. Μποροῦσαν νὰ δημιουργήσουν οἰκογένειες, νὰ φέρουν στὸν κόσμο παιδιά, καὶ τώρα τοὺς ταΐζουν οἱ νοσοκόμες.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπ᾽ αὐτοὺς ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι παράλυτοι. Εἶνε οἱ παράλυτοι στὴν ψυχή. Ἀναφέρω 4 – 5 παραδείγματα καὶ τελειώνω.
Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο πόδια. Γιατί μᾶς τὰ ἔδωσε; Μόλις τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ βγῇ ὁ ἥλιος καὶ χτυπήσῃ ἡ καμπάνα, νὰ κάνουμε φτερὰ στὰ πόδια καὶ ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ τρέχουμε στὴν ἐκκλησία νὰ προσκυνοῦμε τὸ Θεὸ καὶ νὰ λέμε• «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83,2-3). Γι᾽ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε τὰ πόδια. Κ᾽ ἐμεῖς τί κάνουμε; Μετρῆστε πόσοι ἐκκλησιάζονται. Δὲν εἶνε παραπάνω ἀπὸ 2 στοὺς 100. Οἱ ἄλλοι; Θὰ τοὺς δῆτε μὲ τὸ τσιγάρο νὰ κάθωνται στὸ καφενεῖο διπλοπόδι ἢ νὰ πηγαίνουν σὲ διάφορες δουλειὲς ἢ διασκεδάσεις. Πόδια γιὰ τὸ διάβολο ἔχουν, πόδια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν• εἶνε παράλυτοι.
Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὰ χέρια, τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἐργαλεῖο, γιὰ νὰ ἐργαζώμεθα τὸ καλό, νὰ δημιουργοῦμε, νὰ ἁγιαζώμεθα μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ τὴν ἐλεημοσύνη. Καὶ πῶς τὰ χρησιμοποιοῦμε; Τὰ χέρια κάνουν τὸ κακό• χειρονομοῦν ἀπρεπῶς, χτυποῦν, κλέβουν, χαρτοπαίζουν, παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο σὲ δικαστήρια, πιάνουν μαχαίρι καὶ περίστροφο καὶ σκοτώνουν… Χέρια γιὰ τὸ διάβολο ἔχουμε, χέρια γιὰ τὸ Θεὸ ὄχι• εἴμαστε παράλυτοι.
Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε ἀκόμη τὰ μάτια νὰ βλέπουμε τὰ ὡραῖα ποὺ ἔπλασε, τὶς ἅγιες εἰκόνες, καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε. Κ᾽ ἐμεῖς; Κάνουμε ἀγρυπνίες στὴν τηλεόρασι βλέποντας τὰ ἐπαίσχυντα καὶ δαιμονιώδη. Ἔχουμε μάτια γιὰ τὸ διάβολο• γιὰ τὸ Θεὸ εἴμαστε σὰν παράλυτοι.
Τὸ ἴδιο καὶ στὰ αὐτιά. Μᾶς τά ᾽δωσε ὁ Θεός, γιὰ ν᾽ ἀκοῦμε τὰ χρυσᾶ καὶ ἀνεκτίμητα λόγια τοῦ παπᾶ, τοῦ ψάλτη, τοῦ ἱεροκήρυκος. Καὶ ὅμως τὰ βουλώνουμε, νὰ μὴν ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ• εἴμαστε σὰν παράλυτοι.
Μᾶς ἔδωσε καὶ γλῶσσα, γιὰ νὰ λέμε τὸν καλὸ λόγο• γιὰ νὰ διδάσκῃ ἡ μάνα τὸ παιδί, ὁ δάσκαλος τὸ μαθητή, νὰ παρηγοροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Κι ὅμως σ᾽ αὐτὰ ἡ γλῶσσα παραλύει, ἐνῷ στὸ κακὸ γίνεται λαλίστατη καὶ συχνὰ πικρή, γλῶσσα φιδιοῦ ποὺ στάζει δηλητήριο. Δὲν εἶνε πολὺς καιρός, ποὺ ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ κοπέλλα. ―Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζήσω, λέει. ―Γιατί τὸ λές; ―Ἐνῷ ἀγωνίζομαι νὰ εἶμαι καθαρὴ καὶ νὰ ζῶ τίμια, κακὲς γλῶσσες στὸ χωριὸ εἶπαν ὅτι εἶμαι μιὰ διεφθαρμένη, καὶ τώρα θὰ μ᾽ ἀφήσῃ ὁ ἄντρας μου… Ὤ καταραμένες γλῶσσες, γλῶσσες διαβόλου, ποὺ συκοφαντοῦν τὸν συνάνθρωπο καὶ βλαστημοῦν τὸ Θεό! Γλῶσσες γιὰ τὸ διάβολο ἔχουμε, γλῶσσες γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουμε.
Πολλοὶ λοιπὸν εἶνε σήμερα οἱ παράλυτοι. Τί νὰ κάνουμε; ν᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι. Νὰ μετανοήσουμε. Ὅπως μετανόησε ὁ παράλυτος τοῦ εὐαγγελίου καὶ πῆγε στὸ Χριστὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὰ χείλη του τὸν παρήγορο λόγο «Θάρσει, τέκνον• ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ αἰσθανόμεθα ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοί, καὶ ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ πόδια, μὲ τὰ χέρια, μὲ τὰ μάτια, μὲ τὰ αὐτιά, μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξί μας, νὰ μετανοήσουμε.
Ἀπὸ ᾽δῶ κ᾽ ἐμπρὸς καὶ πόδια καὶ χέρια καὶ μάτια καὶ αὐτιὰ καὶ γλῶσσα, ὅλη ἡ σωματικὴ καὶ ψυχική μας ὕπαρξι καὶ ὅλη ἡ ζωή μας, νὰ εἶνε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ θὰ κάνῃ τὸ θαῦμα του καὶ θὰ μᾶς ζωντανέψῃ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων• ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ομιλία π. Αυγουστίνου στον ιερό ναό του αγίου Νικολάου; Κ. Ὑδρούσης – Φλωρίνης 22-7-1979)