Ἁλιεία ψυχῶν
«Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. 5,10)
Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. 5,1-11)
Οσοι, ἀγαπητοί μου, κατοικοῦμε στὴ γωνία αὐτὴ τῶν Βαλκανίων, ποὺ λούζεται ἀπὸ τὰ κύματα τῆς Μεσογείου, θὰ ἔχουμε δεῖ τὸ ὡραῖο θέαμα ποὺ παρουσιάζει ἡ ἁλιεία, τὸ ψάρεμα. Περιγραφὴ τῆς ἁλιείας ἔδωσε ὁ Ὅμηρος κι ἄλλοι ἀρχαῖοι ποιηταί.
Ὅπως τότε ἔτσι καὶ σήμερα μικρὰ πλοῖα, οἱ τράτες, σχίζουν τὰ νερά, προχωροῦν στὸ βάθος, ῥίχνουν τὰ δίχτυα ἡμικυκλικά, καὶ με τὰ οἱ ψαρᾶδες κρατώντας τὶς δύο ἄκρες τῆς τράτας τὴ σέρνουν στὴν ἀκτή.
Πλησιάζει· τί ἆραγε νὰ φέρνῃ; ἡ περιέργεια ὅλων κορυφώνεται, τὰ παιδιὰ ἀνυπόμονα περιμένουν νὰ δοῦν. Ψαρᾶδες, χαρῆτε! τὸ δίχτυ εἶνε γεμᾶτο, ψάρια μικρὰ καὶ μεγάλα…
- Ἀλλὰ γιατί τὰ λέτε αὐτά; θὰ ρωτήσετε· μάθημα ἁλιευτικῆς θέλετε νὰ παραδώσετε;
Ὄχι. Γιὰ ἁλιεῖς μιλάει ἡ Γραφὴ καὶ μιὰ θαυμαστὴ ἁλιεία περιγράφει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Στὴ λίμνη ἔρριχναν ὅλη νύχτα τὰ δίχτυα τους ὁ Πέτρος κι ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰωάννης κι ὁ Ἰάκωβος. Ἀλλ᾿ ὅλοι οἱ κόποι τους ἔμειναν ἄκαρποι. Οὔτε λέπι στὰ δίχτυα. Δὲν θὰ πᾶνε σήμερα νὰ πουλήσουν, καὶ πῶς θὰ ζήσουν οἱ οἰκογένειές τους;
Ἐνῷ ἁπλωνόταν κάποια μελαγχολία, ξαφνικὰ ἔρχεται νὰ σκορπίσῃ αἰσιοδοξία καὶ χαρὰ ὁ ἥλιος, ὁ πνευματικὸς ἥ λιος τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ Χριστός. Ἀρέσκε ται νὰ συναναστρέφεται ἐργατικοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ πρῶτος Ἐργάτης ἔρχεται στοὺς ἐργάτες. Καὶ τὸ πρῶτο ἔργο ποὺ θὰ κάνῃ ἀνάμεσά τους εἶνε ἡ διδασκαλία. Ἀλλὰ ποῦ νὰ σταθῇ γιὰ νὰ διδάξῃ; Οὔτε συναγωγὴ οὔτε κάποια αἴθουσα ὑπάρχει ἐκεῖ.
Ὁ Ἰησοῦς ἀνεβαίνει σ᾽ ἕνα πλοιάριο, τοῦ Πέτρου, κάνει τὴν πρύμη ἄμ βωνα, κι ἀπὸ ᾽κεῖ διδάσκει τὰ πλήθη, ποὺ ἔχουν μαζευτῆ στὴν ἀκτή. Ὅταν τελείωσε, θέλοντας νὰ δώσῃ τὴν εἰκόνα μιᾶς μεγάλης ἀλήθειας, λέει στὸν Πέτρο νὰ ὁδηγήσῃ τὸ σκάφος στ᾽ ἀνοιχτὰ καὶ νὰ ῥίξῃ πάλι τὰ δίχτυα.
Ὁ Πέτρος στὴν ἀρχὴ προβάλλει ἀντιρρήσεις· τέ λος πει θαρχεῖ, ἐκτελεῖ τὸ λόγο του. Καὶ τὸ θαῦμα συντελεῖται.
Ὅ,τι δὲν κατώρθωσαν κόποι μιᾶς ὁ λόκληρης νύχτας, τὸ πέτυχε ἕνας λόγος τοῦ Κυρίου. Τὰ δίχτυα γεμίζουν, σχίζονται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν, καὶ δύο ἁλιευτικὰ πλοιάρια κινδυνεύουν νὰ βυθιστοῦν.
Οἱ ψαρᾶδες, παλαίμαχοι στὴ θάλασσα, μένουν κατάπληκτοι μπρὸς στὴν πρωτοφανῆ αὐ τὴ ἁλιεία. Καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς, ὁ μεγάλος Ψαρᾶς, λέει στὸν Πέτρο· «Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀν θρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. 5,10), ἀπὸ τώρα δηλα δὴ θὰ πιάνῃς ἀνθρώπους· Πέτρε· αὐτὸ ποὺ εἶδες καὶ μένεις κατάπληκτος εἶνε μικρὸ ἐμπρὸς σ᾽ ἕνα ἄλλο τεράστιο θαῦμα, ποὺ θὰ συμβῇ με τὰ ἀπὸ λίγο.
Ἄλλου εἴδους δίχτυ θ᾿ ἁπλωθῇ. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ σκέπτον ται καὶ πολιτεύον ται μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Θεό, μέσα σὲ πέλαγος παθῶν, καὶ μένουν ἀσύλληπτοι, θὰ πιαστοῦν στὰ δίχτυα τῆς ἀ γάπης τοῦ Θεοῦ.
Στὶς ἡμέρες σου, Πέτρε, θὰ πραγματοποιηθῇ ἀρχαία προφητεία· «Ἀποστέλλω τοὺς ἁλιεῖς… καὶ ἁλιεύσου σιν αὐτούς» (Ἰερ. 16,16). Ἕ νας ἀπ᾽ τοὺς ἁλιεῖς αὐ τοὺς θά ᾽σαι κ᾽ ἐσύ, Πέτρε. Χαῖρε λοιπόν, «ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν».
* * *
Στὴν Ἑλλάδα τὸ 450 περίπου π.Χ. ἐμφανίστηκε ὁ Σωκράτης. Ἐνῷ οἱ Ἀθηναῖοι ζοῦσαν στὴν εἰδωλολατρία, τὴν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους, αὐτὸς κατώρθωσε ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ αὐτὸ βυθὸ ν᾽ ἀνεβῇ πρὸς τὰ ἐπάνω, νὰ δῇ μερικὲς ἀκτῖ νες φωτὸς καί, ὅπως μερικὰ ψάρια πλησιάζοντας ἀπ᾽ τὸ βυθὸ στὴν ἐπιφάνεια πηδοῦν γιὰ λίγο ἔξω ἀπ᾽ τὸ νερὸ καὶ βλέπουν τὸν κόσμο πάνω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, ἔτσι κι αὐτὸς ὑψώθηκε σὲ μιὰ ἀνώτερη ἀντίληψι ζωῆς καὶ εἶδε τὸν κόσμο τῶν «ἰδεῶν», τὸν κόσμο τοῦ πνεύματος.
Ἀπ᾽ τὸ λίγο ἐκεῖνο, ποὺ εἶδε, μαγεύτηκε κι ἀπὸ τότε ζητοῦσε νὰ ἑλκύσῃ σ᾽ αὐτὸ καὶ ἄλλους.
Σκοπό του ἔταξε νὰ διδάξῃ μικροὺς - μεγάλους τὸ δυσκολώτερο μάθημα, τὸ «γνῶθι σαυτόν».
Σ᾽ αὐτὸ ἀφωσιώθηκε.
Ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ ἔρριχνε τὰ δίχτυα του, προσπαθοῦσε νὰ προσε- ταιρισθῇ ὀπαδούς, ἰδίως νέ ους. Χρόνια, δεκαε- τίες, δούλεψε. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Ὅ,τι καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁλιείας τῶν μαθητῶν στὴν Τιβεριάδα χωρὶς τὸν Ἰησοῦ. «Ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐ δὲν ἐλάβομεν» (Λουκ. 5,5), θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναλάβῃ κι ὁ Σωκράτης, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ μεταβάλῃ ἠθικὰ ὄχι μία ἤπειρο, ὄχι μία πόλι, ἀλλ᾿ οὔτε τοὺς κατοίκους τῆς συνοικίας του.
Ἄκαρπη ἡ φιλοσοφία. Ὅμως τί βλέπω! Σωκράτη κ᾽ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, ξυπνῆστε ἀπὸ τοὺς τάφους, στραφῆτε πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἰδέστε!
Κάποιος μιλάει. Φλόγες πετάει ἡ γλῶσσα του, χρυσάφι τρέχει ἀπ᾽ τὰ χείλη του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Τὴν ἴδια μέρα τρεῖς χιλιάδες ψυχές, ποὺ ἀκοῦνε, ἀποφασίζουν ν᾿ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς!
Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Δὲν φοίτησε στὶς σχολές σας, δὲν ἔμαθε φιλοσοφία, δὲν ἄκουσε Περικλῆ Δημοσθένη Κικέρωνα, δὲν φοράει φιλοσοφικὸ τρίβωνα.
Ἕνας ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ εἶνε. Μέχρι χθὲς ἔρριχνε τὰ δίχτυα του στὴ λίμνη, ζοῦσε τὴ ζωὴ τῶν ταπεινῶν. Ἐσεῖς οἱ ὑπερήφανοι σοφοὶ δὲν θὰ τὸν δεχόσασταν οὔτε στὸ προαύλιο τῶν ἀκαδημιῶν σας. Ἀλλὰ τώρα μὲ τὸ λόγο του πείθει κόσμο. Ἕνας ψαρᾶς σαγηνεύει. Καὶ εἶνε, παρακαλῶ, ὁ πρῶτος λόγος ποὺ ἐκφωνεῖ.
Θὰ συνεχίσῃ. Θὰ κηρύξῃ καὶ ἀλλοῦ, θὰ φτάσῃ μέχρι τὴ Ῥώμη, καὶ στὰ δίχτυα του θὰ πιάνῃ συνεχῶς νέες ψυχές. Ἡ φωνή του θὰ καλῇ ἀπ᾽ τὸ βυθὸ τῆς πλάνης καὶ ἁμαρτίας· «Σώθητε ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῆς σκολιᾶς ταύτης»(Πράξ. 2,40).
Ὁ θαυμαστὸς αὐ τὸς ψα - ρᾶς εἶνε ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἕνα πρωὶ ὁ Χριστὸς εἶπε «Ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν». Πῶς ἐξηγεῖται αὐτὴ ἡ δύναμις; Ποιός τοῦ δίδαξε πῶς νὰ σῴζῃ ψυχές; Ἡ τέχνη αὐτὴ δὲν εἶνε ἀνθρώπινη, δὲν διδάσκεται σὲ σχολὲς τῆς Εὐρώπης μὲ ποιμαντικὲς ψυχολογίες.
Ἡ τέχνη αὐτὴ κατὰ Γρηγόριον τὸν Θεολόγο εἶνε «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν».
Εἶνε ἐκ τῶν ἄνω, ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁ ράσεις ὄψονται» (Ἰωὴλ 2,28 = Πράξ. 2,17).
Μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ αὐτὴ βοήθεια ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας κατώρθωσαν νὰ ἑλκύσουν στὸ Χριστὸ λαοὺς καὶ ἔθνη, ν᾽ ἀλλάξουν τὴ γῆ.
Ἦταν τέτοια ἡ ἀλλαγή, ὥστε καυχώμενος ἐν Κυρίῳ ὁ Παῦλος ἐρωτᾷ· «Ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητη τὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;» (Α΄ Κορ. 1, 20).
* * *
Ἡ δύναμις αὐτὴ δὲν ἔπαυσε νὰ ἐνεργῇ μέσα στὴν ἱστορία. Θέλετε νεώτερο παράδειγμα; Τί ἦταν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Ἕνας ἁπλὸς ἱερομόναχος. Ἀλλ᾿ εἶχε μαθητεύσει στὴ σχολὴ τῆς Γαλιλαίας. Βγῆκε ἀπ᾽ τὸ Ἅγιο Ὄρος, περιώδευσε τὴ Μακεδονία καὶ τὴν Ἤπειρο, ἔφθασε μέχρι Βεράτι καὶ Αὐλῶνα, κήρυξε τὰ μεγαλεῖα τοῦ Χριστοῦ.
Πόσα θαύματα δὲν ἔκανε, πόσες προφητεῖες δὲν εἶπε, πόσες ψυχὲς δὲν ἔσωσε! Καὶ ὄχι μόνο τότε ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον ἐξακολουθεῖ νὰ ἐμπνέῃ καὶ νὰ διδάσκῃ τὸ λαό μας. «Ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν». Τὰ δίχτυα τοῦ Χριστοῦ ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα νὰ θαυματουργοῦν!
Σὲ κάθε σημεῖο τῆς ὑφηλίου, παντοῦ, θὰ συναντήσετε ψυχές, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ συνεχίζουν τα πεινὰ καὶ ἀθόρυβα τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ. Ποιός νὰ διηγηθῇ τὰ κατορθώματά τους;
Κατηχητικὲς σχολές, ὀρφανοτροφεῖα, ὑγειονομικοὶ σταθμοί, λεπροκομεῖα, ποικίλα ἄλλα ἄσυλα, πρὸ παντὸς ὅμως ψυχὲς ποὺ βλέπουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, νά οἱ καρποὶ τῆς πνευματικῆς ἁλιείας τους.
Θάμβος μᾶς πιάνει «ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων» ποὺ συλλαμβάνουν.
* * *
Ἡ πατρίδα μας, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε σὰν τὴ Νεκρὰ Θάλασσα· ὑπῆρξε ὁ ἐκλεκτὸς ἁλιευτικὸς χῶρος τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ ἔρριξαν τὰ δίχτυα τους οἱ πρῶτοι κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ συνεργοί του, καὶ εἶχαν ἐπιτυχίες, ἔπιασαν μεγάλες ψυχές.
Στὰ νεώτερα ὅμως χρόνια περνάει τρικυμία· φύσηξαν ἄνεμοι, ἔγιναν τὰ ἄνω κάτω, τὰ καθαρὰ νερά της θόλωσαν. Καὶ στὰ θολὰ νερὰ βρίσκει εὐκαιρία ὁ Ἑωσφόρος γιὰ πειρατεία· ῥίχνει τὰ δικά του δίχτυα καὶ πιάνει ψυχές.
Ὁ Χριστὸς ὅμως, ὁ μυστικὸς Ἰχθὺς ἀλλὰ καὶ μέγας Ἁλιεύς, παραγγέλλει στὸν καθένα ποὺ ἀνέλαβε νὰ συνεχίσῃ τὸ θεῖο του ἔργο· «Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. 5,4).
Τὸ λέει κυρίως στοὺς ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς· Ἁλιεῖς τῶν ψυχῶν, τί κάθεστε ἀργοί; Σὲ ἐνορίες, στρατῶνες, σχολεῖα, ὀρφανο τροφεῖα, ἐργοστάσια, νοσοκομεῖα, φυλακές, παντοῦ, ῥῖξτε πάλι τὸ δίχτυ, χρησιμοποιῆστε τὰ ἅγια δολώματα, τὰ εἴδη τῆς ποιμαντικῆς· καὶ θὰ δῆτε, ὅτι μὲ ἐπίμονη συστηματικὴ ἐργασία ὑπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, οἱ ναοί, τὰ εὐλογημένα αὐτὰ ἁλιευτικὰ πλοιάρια, θὰ πλημμυρήσουν ψυχές, καὶ θάμβος θὰ καταλάβῃ τὴν οἰκουμένη, διότι μέσα ἀπὸ τὰ κύματα τῆς Μεσογείου θὰ ἀναδύεται καὶ πάλι μία νέα χριστιανικὴ Ἑλλάδα, περιβεβλημένη τὴ δόξα τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς ἀρετῆς.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (῾Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν καθαρεύουσα ἀπὸ τὸν σταθμὸ τῆς Λαρίσσης τὸ 1949. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 19-8-2012.), Αναβάσεις