«Καὶ κατέπλευσαν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνὴρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὅς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλὰ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀνακράξας, προσέπεσεν αὐτῷ, καὶ φωνῇ μεγάλη εἶπε· Τὶ ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Δέομαί σου, μὴ με βασανίσῃς. Παρήγγελε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσει καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονας εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· Λεγεών, ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθον εἰς αὐτόν, καὶ παρεκάλει αὐτόν, ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖ, καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους. Καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην, καὶ ἀπεπνίγη». Ὅρα τὸν δαίμονα δυσὶ κακίας πάθεσι μεριζόμενον, θράσει καὶ φόβῳ. Τὸ μὲν γὰρ λέγειν, Τί ἐμοὶ καὶ σοί; Θρασέος καὶ ἀναισχύντου δούλου, τὸ δὲ Δέομαί σου, φοβουμένου ἐστί. Κατῴκει δὲ ἐν τοῖς μνήμασι, πονηρὰν ἐνθεῖναι τοῖς ἀνθρώποις ὑπόληψιν βουλόμενος, ὅτι αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθανόντων δαίμονες γίνονται. Αἰτοῦνται δὲ οἱ δαίμονες μὴ εἰσελθεῖν εἰς τὴν ἄβυσσον, ἀλλὰ συγχωρηθῆναι ἔτι ἐν τῇ γῇ διατρίβειν. Ὁ δὲ Κύριος συγχωρεῖ αὐτοῖς εἶναι ἐν τῇ γῇ, ὡς ἄν παλαίοντες τοῖς ἀνθρώποις, δοκιμωτέρους αὐτοὺς ποιῶσιν. Εἰ γὰρ μὴ ἦσαν ἀντίπαλοι, οὐκ ἄν ἦσαν ἀγῶνες, καὶ εἰ μὴ ἦσαν ἀγῶνες, οὐκ ἄν ἦσαν στέφανοι. Μάθε δὲ καὶ ἀναγωνικώτερον, ὅτι ὅστις ἔχει δαίμονας ἐν ἑαυτῷ, τοὐτέστι δαιμονικὰς πράξεις, ἱμάτιον οὐκ ἐνδιδύσκεται, τοὐτέστι, τὴν ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος στολὴν οὐκ ἔχει, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐ μένει, τοὐτέστιν ἐν Ἐκκλησίᾳ. Οὐκ ἄξιος γὰρ ἐστιν εἰσέρχεσθαι ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν, ἤτοι τοῖς νεκρῶν ἔργων δοχείοις, οἷον πορνείοις, τελωνείοις· ταῦτα γὰρ μνημεῖα κακίας εἰσίν.
Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον, ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν, καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς καὶ οἱ ἰδόντες, πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησεν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν, ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον, ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ ὁ ἀνὴρ ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ. Ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, λέγων· Ὑπόστρεψον εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ διηγοῦ, ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε, καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς». Τὸ μὲν φυγεῖν τοὺς βόσκοντας, σωτηρίας ἀφορμὴ ἐγένετο τοῖς Γαδαρηνοῖς, ἀλλ’ ἐκεῖνοι οὐ συνῆκαν. Δέον γὰρ θαυμάσαι τὴν δύναμιν τοῦ Σωτῆρος, καὶ πιστεῦσαι αὐτῷ· οἱ δὲ ἠρώτησαν, φησί, τὸν Ἰησοῦν, ἀντὶ τοῦ παρεκάλεσαν, ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ἐφοβήθησαν γὰρ μήπως καὶ ἄλλο τι ἐπιζήμιον πάθωσιν, ὥσπερ καὶ τοὺς χοίρους ἀπώλεσαν. Ὁ δὲ θεραπευθεὶς ἐκεῖνος, ἀναντίρρητον τὴν ἀπόδειξιν τῆς θεραπείας ἐμφαίνει. Οὕτω γὰρ ὑγιάσθη τὰς φρένας, ὥστε ἐπιγνῶναί τε τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀξιοῦν αὐτόν, ἵνα ᾖ σὺν αὐτῷ. Καὶ γάρ, ὡς ἔοικεν, ἐφοβεῖτο μήπως μακρυνθεὶς ἀπὸ τοῦ Ἰησοῦ, πάλιν εὐεπιχείρητος ἔσται τοῖς δαίμοσιν. Ὁ δὲ Κύριος, δεικνύων αὐτῷ ὅτι κἄν μὴ συνῇ τῷ Ἰησοῦ, δύναται τῇ χάριτι αὐτοῦ σκεπόμενος ἀνώτερος εἶναι δαιμονικῆς ἐπηρείας. Ὑπόστρεφε, φησίν, εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησε σοι ὁ Θεός. Οὐκ εἶπεν, ὅσα σοι ἐποίησα ἐγώ, τύπον ἡμῖν ταπεινοφροσύνης διδούς. Καὶ ἵνα πάντα πρὸς Θεὸν ἀναφέρωμεν τὰ κατορθώματα. Ὁ δὲ οὕτως εὐγνώμων ἦν, ὥστε διηγεῖσθαι ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Ὁ μὲν γὰρ Κύριος προσέταξε αὐτῷ διηγήσθαι, ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Θεός, ὁ δὲ διηγεῖται ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς. Δεῖ οὖν καὶ ἡμᾶς ὅταν τινὶ ποήσωμεν ἀγαθόν, μὴ θέλειν ἀνακηρύττεσθαι τοῦτο, ἐκεῖνον δὲ τὸν παθόντα τὸ ἀγαθόν, κἄν ἡμεῖς μὴ θέλωμεν, ἀνακηρύττειν αὐτό.
|
«Καὶ ἔφτασαν μὲ τὸ πλοῖο στὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, ποὺ εἶναι ἀπέναντι στὴ Γαλιλαία. Βγῆκε στὴ στεριὰ ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν συνάντησε κάποιος ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ εἶχε δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Ροῦχα δὲν ἔβαζε οὔτε ἔμενε στὸ σπίτι ἀλλὰ στὰ μνήματα. Ὅταν εἶδε τὸν Ἰησοῦ ἔβγαλε κραυγὴ καὶ πέφτοντας στὰ πόδια του τοῦ εἶπε σὲ ψηλὸ τόνο· Τί ἔχεις μαζί μου Ἰησοῦ, Γιὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀνωτάτου; Μὴ μὲ βασανίσης σὲ παρακαλῶ». Γιατὶ εἶχε διατάξει τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα νὰ βγῆ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ πολλὰ χρόνια τὸν εἶχε κυριέψει καὶ τὸν ἔδεναν μ’ ἁλυσίδες καὶ τὸν κρατοῦσαν μὲ χειροπέδες, ἔσπαζε ὅμως αὐτὸς τὰ δεσμὰ καὶ τὸν ἔσερνε ὁ δαίμονας στὶς ἐρημιές. «Τὸν ρώτησε ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε· ποιό εἶναι τὸ ὄνομά σου; Κι αὐτὸς ἀπάντησε· Λεγεῶνα», ἐπειδὴ εἶχαν μπῆ μέσα του πολλὰ δαιμόνια καὶ παρακαλοῦσε νὰ μὴ διατάξη νὰ φύγουν στὴν ἄβυσσο. «Ἦταν ἐκεῖ ἕνα κοπάδι ἀπὸ ἀρκετοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν στὸ βουνὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἐπιτρέψη νὰ μποῦν σ’ ἐκείνους. Ὁ Χριστὸς τοὺς ἐπέτρεψε. Ὥρμησε τότε τὸ κοπάδι στὸν κρημνὸ καὶ πνίγηκαν μέσα στὴν λίμνη». Δῆτε τὸ δαίμονα νὰ χωρίζεται σὲ δὺο ἐκδηλώσεις τῆς κακίας· τὴ θρασύτητα καὶ τὸ φόβο. Ἡ ἐρώτηση «τί ἔχεις μαζί μου;» χαρακτηρίζει τὸ θρασὺ καὶ ἀδιάντροπο νοῦ. Κι ἡ ἔκφραση «σὲ παρακαλῶ», μαρτυρεῖ τὸ φοβισμένο. Κατοικοῦσε στὰ μνήματα, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ σταλάζη στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων τὴν ἁμαρτωλὴ γνώμη, ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν γίνονται δαίμονες. Ζητοῦν οἱ δαίμονες νὰ μὴν πᾶνε στὴν ἄβυσσο ἀλλὰ νὰ τοὺς γίνη ἡ παραχώρηση νὰ μείνουν ἀκόμα στὴ γῆ. Κι ὁ Κύριος τοὺς ἀφήνει νὰ μείνουν στὴ γῆ, γιὰ νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους πιὸ δόκιμους, παλεύοντας μαζί τους. Γιατὶ ἄν δὲν ὑπῆρχαν ἀντίπαλοι, δὲ θὰ ὑπῆρχαν ἀγῶνες κι ἄν δὲν ὑπῆρχαν ἀγῶνες, δὲ θὰ ὑπῆρχαν μήτε στεφάνια. Καὶ πιὸ μεταφορικά. Ὅποιος ἔχει μέσα του δαίμονες, παναπῆ πράξεις δαιμονικές, δὲ φοράει ροῦχο, δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴ στολὴ ποὺ δίνει τὸ βάπτισμα καὶ δὲ μένει στὸ σπίτι, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι ἄξιος νὰ μπῆ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὰ μνήματα, ποὺ θὰ πῆ στὰ δοχεῖα τῶν νεκρῶν ἔργων, ὅπως τὰ πορνεῖα καὶ τὰ τελωνεῖα. Αὐτὰ εἶναι τῆς κακίας τὰ μνήματα.
«Ὅταν εἶδαν οἱ βοσκοὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε ἔφυγαν καὶ τὸ διέδωσαν στὴν πόλη καὶ στὰ χωράφια. Βγῆκε ὁ κόσμος νὰ δοῦν τὸ θαῦμα κι ἦρθαν στὸν Ἰησοῦ. Βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε τὰ δαιμόνια ντυμένο καὶ φρόνιμο στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοὺς ἔπιασε φόβος. Ὅσοι εἶχαν ἰδεῖ τὸ θαῦμα, διηγήθηκαν πῶς σώθηκε ὁ δαιμονισμένος. Ὅλος ὁ κόσμος τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν τὸν παρακάλεσε νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο τους, γιατὶ τοὺς κρατοῦσε μεγάλος φόβος. Κι ἐκεῖνος μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ γύρισε πίσω. Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε τὰ δαιμόνια τὸν παρακαλοῦσε νὰ μείνη μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἄφησε ἐλεύθερο καὶ τοῦ εἶπε· Γύρισε σπίτι σου καὶ νὰ διηγῆσαι αὐτὰ ποὺ σοῦ ἔκαμε ὁ Θεός. Ἔφυγε καὶ διαλάλησε σ’ ὅλη τὴν πόλη τί τοῦ εἶχε κάνει ὁ Ἰησοῦς». Ὅτι ἔφυγαν οἱ βοσκοί, στάθηκε ἀφορμὴ σωτηρίας γιὰ τοὺς Γαδαρηνοὺς, ὅμως δὲν τὸ κατάλαβαν. Ἔπρεπε νὰ θαυμάσουν τὴ δύναμη τοῦ Σωτῆρα καὶ νὰ πιστέψουν σ’ αὐτόν. Αὐτοὶ ὅμως τοῦ ζήτησαν, ποὺ θὰ πῆ παρακαλοῦσαν, νὰ φύγη ἀπ’ τὸν τόπο τους. Γιατὶ φοβηθήκαν μήπως πάθουν καὶ καμμιὰ ἄλλη ζημιά, ὅπως ἔχασαν τοὺς χοίρους. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θεραπεύτηκε παρουσιάζει ἀδιαφολινείκητη ἀπόδειξη τῆς θεραπείας του. Τόσο ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία τοῦ νοῦ του, ὥστε ἔφτασε στὴν ἐπίγνωση τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶχε τὴν ἀξίωση νὰ μείνη μαζί του. Φοβόταν, ὅπως ἔδειχνε, μήπως ὅταν μείνη μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἰησοῦ, πέση πάλι εὔκολα στὰ χέρια τῶν δαιμόνων. Ὁ Κύριος ὅμως τοῦ δείχνει ὅτι κι ἄν δὲν εἶναι μαζί του, μπορεῖ προστατευμένος ἀπὸ τὴ χάρη του νὰ ἀποφύγη τὴ δαιμονικὴ ἐπήρεια λέγοντάς του· Γύρισε σπίτι σου καὶ νὰ διηγῆσαι ὅ,τι σοῦ ἔκαμε ὁ Θεός. Δὲν εἶπε ὅ,τι σοῦ ἔκαμα ἐγώ, γιατὶ ἤθελε νὰ μᾶς δώση παράδειγμα ταπεινότητος καὶ νὰ μᾶς κάμη νὰ ἀποδίδωμε στὸ Θεὸ κάθε ἐπιτυχία. Κι αὐτὸς ἔνοιωθε τόση εὐγνωμοσύνη, ὥστε νὰ διηγῆται ὅσα τοῦ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Κύριος τὸν προσέταξε νὰ διηγεῖται ὅσα τοῦ ἔκαμε ὁ Θεὸς. Ἐνῶ αὐτὸς διηγεῖται ὅσα τοῦ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς. Πρέπει λοιπὸν κι ἐμεῖς ὅταν κάνωμε κάτι καλὸ σὲ κάποιον νὰ μὴ θέλωμε νὰ τὸ διαλαλοῦμε. Νὰ διαλαλῆ ὅμως τὸ καλὸ ποὺ τοῦ κάνουν αὐτὸς ποὺ τὸ δέχτηκε κι ἄς μὴν τὸ θέλωμε ἐμεῖς.
|
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
Πηγή: Αναβάσεις