Θέλω τώρα να έρθομε στο φτωχό μας το κήρυγμα εδώ, που είθε να το κάνει πλούσιο ο Θεός στις καρδιές σας.
Δεν μιλούμε εμείς οι άνθρωποι, ομιλεί ο Κύριος, και αυτή τη στιγμή, παρακαλέστε τον Θεόν να μιλήσει ο Θεός, όχι να μιλήσει ο πατήρ Στέφανος.
Ο πατήρ Στέφανος δεν είναι τίποτα, σήμερα είναι, αύριο…
Σήμερα είναι, αύριο δεν είναι.
Ο Θεός όμως είναι και θα είναι εις τους αιώνας των αιώνων.
Διότι Εκείνος σώζει, Εκείνος εσταυρώθη, Εκείνος πρόσφερε τη διδασκαλία Του.
Υπάρχει και το Ευαγγέλιο, υπάρχουν οι αναλύσεις του Ευαγγελίου, ο λόγος Του δηλαδή, πλούσιος, που σώζει, μαζί με το Άγιο Δισκοπότηρο που είναι στην Αγία Τράπεζα, προσφέροντας Σώμα και Αίμα Ιησού Χριστού.
Μπήκε στη Συναγωγή ο Κύριος, και βλέπει μεταξύ εκείνων οι οποίοι πήγαν να παρακολουθήσουν τον λόγον του Θεού, διότι τότε, διάβαζαν εκείνη την εποχή ένα απόσπασμα από τις προφητείες, και κατόπιν ένας ραβίνος εκεί, ή Φαρισαίος, ή Αρχιερεύς, οποιοσδήποτε και αν ήταν, αναλάμβανε το λόγο και εδίδασκε εις την Συναγωγή.
Βρήκε λοιπόν εκεί μια γυναίκα συγκύπτουσα, η οποία ήτο δηλαδή όχι απλώς είχε μια καμπούρα, αλλά ήταν διπλωμένη σε σχήμα Γάμα, έτσι ακριβώς.
Δεν ξέρω αν έχετε δει καμιά γριούλα ή κανένα γεροντάκο με το μπαστούνι, να βαδίζει σ’ αυτή τη θέση, είναι πράγματι τραγική για κείνον που τη ζει.
Υπάρχει μια λεπτομέρεια εδώ, ότι τη γυναίκα αυτή τη θεράπευσε ο Κύριος, χωρίς να Του ζητήσει εκείνη τη θεραπεία της.
Δεν Του ζήτησε!
Δεν του είπε Κύριε κάνε με καλά!
Διότι υποφέρω εδώ και δεκαοκτώ χρόνια!
Όχι, «απολέλυσε της ασθενείας σου».
Την έπιασε με τα Θεϊκά Του χέρια, και τη σήκωσε και την έκαμε καλά.
Βέβαια ο Κύριος ο Πανάγαθος όπως είναι, προλαβαίνει και αυτές τις απλές επιθυμίες μας.
Όταν είναι άρρωστο το παιδί μας, ο άντρας μας, η γυναίκα μας, ο πατέρας μας, ο αδελφός μας, κάποιος συγγενής, κάποιος καρδιακός φίλος, και να θέλουμε οπωσδήποτε να γίνει καλά, προλαβαίνει αυτήν την επιθυμία μας, αν αυτή είναι είτε για το δικό μας συμφέρον, ημών που κάνουμε τη θερμή παράκληση και την ικεσία, ή αν θα είναι προς το συμφέρον του ασθενούντος.
Αυτό δεν το γνωρίζουμε.
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο και περιμένουμε.
Ο Θεός δεν απαντάει πάντοτε.
Μερικές φορές δεν απαντάει σχεδόν καθόλου.
Όχι ότι δεν ακούει, αλλά αυτό επιβάλλει το συμφέρον της ψυχής μας.
Η σιωπή!
Και η δική μας συνεχής επίκλησις.
Η δική μας συνεχής προσευχή.
Η δική μας συνεχής ΥΠΟΜΟΝΗ.
Υπομονή στον πειρασμό.
Υπομονή στη θλίψη, στον πόνο, στην αρρώστια.
Υπομονή, μέχρι το τέλος.
Για να δούμε πιο είναι το σωτήριο σχέδιο του Αγίου Θεού.
Υπομονή.
Καρτερία, μακροθυμία, δοξολογία, Δόξα σοι ο Θεός.
Σε ευχαριστώ Θεέ μου.
Έτσι θα πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στις ασθένειες.
Δυστυχώς, είμαστε τόσο αδύνατοι που τις περισσότερες φορές, όταν μας έρχονται έτσι αναποδιές, ιδίως μια βαριά αρρώστια, η οποία μας καθηλώνει στο κρεβάτι, τις περισσότερες φορές γογγύζουμε.
Αυτό είναι αλήθεια.
Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε όμως, ότι ο,τιδήποτε έρθει στη ζωή μας, ας μην ξεχνάμε αυτό το οποίον μια φορά την εβδομάδα, δεν ενθυμούμαι πιο απόγευμα, ψάλλομε «το έλεός Σου Κύριε, καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου».
Αυτό βέβαια είναι από τον Ψαλμωδόν, το Δαυίδ.
Το έλεός Σου Κύριε καταδιώξει με, με καταδιώκει, το έλεός Σου.
Στην ασθένεια και κει, τρέχει από πίσω να με σώσει.
Είμαι καλά; Τρέχει και κει.
Σε όποια φάση της ζωής μας, απ’ την ώρα που θα γεννηθούμε, μέχρι την ώρα που θα φύγομε απ’ αυτόν τον κόσμο, το έλεος του Θεού μας κυνηγάει από πίσω για να μας σώσει.
Αυτό το έλεος λοιπόν θα ζητούμε και μείς με την προσευχή, λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», εφαρμόζοντας όχι μόνο το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι», και «τη προσευχή προσκαρτερείτε», όπως μας συμβουλεύει ο λόγος του Θεού, αλλά να εφαρμόσουμε και το άλλο που λέγει ο Θεός, «Ζητείτε πρώτα την βασιλείαν του Θεού», ζητάτε πρώτα "Θεέ μου σώσε με", "Θεέ μου βάλε με στη Βασιλεία Σου, και αυτό το σαρκίο που φέρω, κάντο ότι θέλεις.
Μόνο δως μου την βεβαιότητα μέσα στην ψυχή μου ότι είμαι παιδί Σου.
Ότι δεν θα μ’ αφήσεις να χαθώ.
Εσύ το είπες!
Σε όσους ελπίζουν σε μένα, εγώ δεν θα τους ντροπιάσω. "
Το είπε !
Το βεβαίωσε ο Θεός, επομένως λοιπόν το ζητούμε και μείς από τον Πανάγιο Θεό.
Το ζητούμε, το παρακαλούμε!
Τώρα μεγάλο εμπόδιο σε αυτά τα θέματα τα μεγάλα, μπαίνει αυτός ο καταραμένος ο εγωισμός μας.
Και κάτι άλλο που μας κάνει εντύπωση είναι ότι η ασθένεια αυτή, η κύρτωσις αυτής της γυναικός, κράτησε περίπου δεκαοχτώ χρόνια.
Και τι λέει; «Την έδεισεν ο Σατανάς!»
Δηλαδή αυτήν την αρρώστια, την κατήντησε έτσι η ενέργεια του Διαβόλου.
Ποιος ξέρει όμως κάτω από ποιες τραγικές συνθήκες, έγινε αυτή η δαιμονική κατοχή.
Χωρίς να ταραχτεί η ψυχή της, διότι αυτή εξακολουθούσε να πηγαίνει στη Συναγωγή, και να έχει σχέση με τη λατρεία του Αγίου Θεού.
Άρα ο Διάβολος δεν πείραξε την ψυχή της, πείραξε μόνο το σώμα της, το οποίον το έδεσεν σε αυτήν την στάση.
Να που όμως, που χωρίς αυτή να παρακαλέσει ούτε τον Κύριον ούτε κάποιον άλλον, έρχεται ο Κύριος, βλέπει την κατάσταση, και ημέρα του Σαββάτου τη λύνει από την ασθένεια και από τα δεσμά του Διαβόλου.
Ταπείνωσε και ξευτέλισε ο Θεός τον Διάβολο.
Αλλά, και μείς ως χριστιανοί, και συ, και συ, και συ, και συ, μπορούμε με τη Χάρη του Θεού να ταπεινώνουμε και να εξευτελίζομε τον Διάβολο.
Πότε όμως;
Κατά πρώτον λόγον όταν ο καθένας από μας, πολεμά τα πάθη του, πολεμά τις αδυναμίες του, πολεμάει τα κουσούρια του, και τα χίλια δυό άλλα που έχει και που τον κατατρέχουν, που θέλει κάθε μέρα να διορθωθεί και δεν διορθώνεται.
Που δεν θέλει υποδείξεις από κανένα.
Που νομίζει ότι τα ξέρει όλα.
Αυτός ο ξερόλας! Τίποτα δεν ξέρει.
Λοιπόν, ΜΟΝΟΝ με την ταπείνωση ταπεινώνει τον Διάβολο.
Όταν τηρεί τις εντολές, όταν καλλιεργεί τις αρετές εν Πνεύματι Αγίω.
Όταν καλλιεργεί καθημερινά το Πνεύμα της μετανοίας.
Όταν συναισθάνεται ότι είναι αμαρτωλός.
Όταν ζητάει το έλεός Του και Του λέει, «Θεέ μου συγχώρεσέ με, αμαρτωλός είμαι!»
Το λες το βράδυ στο σπίτι σου, εσύ, εσύ, εσύ, εγώ…
Το λέμε; "Θεέ μου είμαι αμαρτωλός, ελέησέ με!
Πότε θα έρθει και σε μένα αυτό το έλεός σου;
Να με σώσει! "
Επομένως λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ενώ χρειάζεται να καλλιεργείται το πνεύμα της μετανοίας, και της ταπεινοφροσύνης, δεν τα έχουμε.
Δυστυχώς τις περισσότερες φορές, δεν λέω πάντοτε.
Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ο Θεός ουκ εξουδενώσει.
«Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, και ταπεινοίς δε δίδωσι την Χάριν».
Στους ταπεινούς δίνει ο Θεός την Χάριν.
Δεν την δίνει σ’ αυτούς που έχουνε πολύ εγωισμό.
Πολλοί από τους χριστιανούς, και ειδικότερα βέβαια από αυτούς οι οποίοι δεν πολυέχουν σχέσεις
με την εκκλησία και με τα μυστήρια, ούτε καν με τον εκκλησιασμό, -εδώ και την ημέρα των Χριστουγέννων ακόμα κοιμούνται, την ώρα που χτυπάνε οι καμπάνες διότι αυτοί θα πέσουν ύστερα απ’ το ρεβεγιόν να κοιμηθούν, και έτσι λοιπόν, τι Χριστούγεννα θα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, ε, αυτοί οι περισσότεροι νομίζουν ότι δεν έχουν και εγωισμό.
Βέβαια είναι πολύ τολμηρό, να μπορεί κανένας να μιλά για την ταπείνωση, γιατί η ταπείνωσις είναι η πιο τελεία αρετή, η πιο τέλεια, η πιο τέλεια.
Είναι αρετή θεότητος, είναι στολή θεότητος.
Γιατί αυτήν φόρεσε ο Λόγος του Θεού, όταν έγινε άνθρωπος στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού.
Εταπείνωσεν εαυτόν, «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού.
Γενόμενος εκ γυναικός, γενόμενος υπό Νόμον, ίνα τους υπό νόμων καταργήσει».
Άδειασε λοιπόν τους ουρανούς, σκέπασε τη Θεϊκή Του Δόξα, και τη Θεϊκή Του μεγαλοπρέπεια, και φόρεσε αυτή τη στολή που λέγεται ταπείνωσις.
Εγώ δεν είμαι τίποτα.
Σήμερα είμαι αύριο δεν είμαι.
Πρέπει αυτό να το συνειδητοποιήσομε, οπωσδήποτε και όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Πριν έρθει αιφνίδιος ο θάνατος εν νυκτί.
Εν νυκτί.
Τώρα, πρώτα, παλαιότερα, τα παραδείγματα που έφερνε ο Κύριος για τους κλέφτες, όλα τάλεγε την νύκτα.
Τώρα μας κλέβουν και την ημέρα.
Και όχι μόνο μέρα μεσημέρι, και στ’ ανσανσέρ και στα σπίτια, και τζάμια σπάζουν και πόρτες ανοίγουν, και κτυπάν τους ανθρώπους, τα γεροντάκια και τις γριούλες που είναι ανήμπορες, άλλους τους τραυματίζουν βαριά, άλλους τους σκοτώνουν και τα λοιπά.
Δεν μπορούμε να ξέρομε επομένως, πότε θα έλθει η κακιά στιγμή, και αν περπατάς στο δρόμο, και σ’ αρπάξει και την τσάντα και σε σύρει στο πεζοδρόμιο, και σου σπάσει πόδια και χέρια και κεφάλι και μείνεις ανάπηρη για πολλά χρόνια.
Λοιπόν, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο και θα παρακαλάμε τον Θεόν, να μας φυλάγει απ’ την κακιά ώρα.
Για να μας φυλάξει ο Θεός απ’ την κακιά ώρα, πρέπει να καλλιεργούμε το πνεύμα της ταπεινώσεως.
Με φόβον Θεού, αλλά και με αγάπη.
Από αγάπη να θέλουμε να μιμηθούμε Κύριον τον Θεόν μας.
Αν αγαπήσουμε Κύριον τον Θεόν, εξ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος και διανοίας, τότε πετυχαίνομε και την ταπείνωση.
Όταν αγαπάμε τον Θεόν, με όλη μας την καρδιά, με όλη μας την ψυχή, με όλη τη δύναμη της θελήσεώς μας, με όλη τη διάνοιά μας, με όλο το μυαλό μας, με όλες τις σκέψεις μας, και όλα τα τοποθετούμε στην αγκαλιά του Θεού, τότε έρχεται και η ταπείνωσις.
Τότε μας αγαπά ο Θεός, και μας αγαπά πολύ.
Τότε στέλνει προστάτην τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, και μας περιβάλλει και μας φρουρεί.
Και αν Εκείνος επιτρέψει, να μας έλθει ένα βάσανο και μια θλίψις, ο άγγελος φύλακας της ψυχής μας, ή ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ΔΕΝ μας εγκαταλείπει.
Και μείς με την δοξολογία, που αποδίδομε στον Θεόν, διότι έτσι αισθανόμαστε ότι μας προσθέτει δόξα στη δόξα, και μας αυξάνει και μας προσφέρει παράσημα τα οποία δεν τα αξίζομε για την Βασιλεία των Ουρανών, έτι περισσότερο εμείς Τον δοξολογούμε και Τον ευχαριστούμε.
Πιθανόν να μην έχετε δει αρρώστους να δοξάζουν, και να ευγνωμονούν τον Θεόν κατά τέτοιον τρόπον όπως εγώ σας τον περιγράφω.
Τα φτωχά μας τα μάτια όμως, στα σαράντα οκτώ χρόνια της ιερωσύνης, είδανε πολλές ψυχές να δοξολογούν και να ευχαριστούν τον Θεόν, διότι υποφέρουν κάτω από τρομακτικές, και βασανιστικές ασθένειες και αρρώστιες, - ας πούμε, ο πιο φρικτός λένε ότι είναι ο καρκίνος στο πάγκρεας - εγώ βέβαια δεν το γνωρίζω, λοιπόν, και εκεί να βλέπει κανένας δοξολογία.
Αυτό είναι ταπείνωσις, έτσι έρχεται η ταπείνωσις.
Ή θα τη μάθομε από τα παιδιά που να μας κατεβάσουν κάτω τη μύτη, γιατί επενδύσαμε σε αυτά, δήθεν ότι κάτι θα γίνει, επενδύσαμε στον άντρα μας ή στην γυναίκα μας, και τα διαλύσαμε όλα, εγκαταλείπει η μάνα τον άνδρα της με τρία παιδιά και είναι και έγκυος επτά μηνών!
Γίνονται τόσα πολλά, έχουμε λοιπόν, πόσες χιλιάδες εκτρώσεις κάθε μέρα στην Ελλάδα;
Χίλιες! Χίλιες εκτρώσεις σήμερα, Ελληνίδες, μητέρες ή άγαμες κοπελίτσες, θα φονεύσουν σήμερα χίλια αγγελούδια!
Ε, πώς δεν θα μας τιμωρήσει ο Θεός, και ύστερα λέμε πώς θα έρθει η ταπείνωσις, και πως θα έρθουν οι αρετές, και πως θα έρθουν οι καλύτερες ημέρες, αμ ΔΕΝ θάρθουν καλύτερες ημέρες!
Σας το υπογράφω, εγώ δεν είμαι τίποτα, εγώ είμαι ο τελευταίος αμαρτωλός παπάς πάνω στην Ελλάδα.
Ο τελευταίος, ντίπ για τελευταίος! «Σκωλήκων βρώμα και δυσωδία».
Παρά ταύτα σας υπογράφω, εγώ θα πεθάνω, οι περισσότεροι από τους νεωτέρους θα ζουν και θα με θυμηθούν, θάρθουν οι μέρες χειρότερες, φοβερά χειρότερες, φοβερά χειρότερες, δύο μαζί θα περπατάτε για να φυλάξετε το παιδί σας, δύο μαζί, όχι ένας, δύο, δύο δύο.
Και ΑΝ θα μπορείτε να το φυλάξετε.
Μήπως κανένας τρελός μαθητής μέσ’ το σχολείο, βγάλει κανένα αυτόματο απ’ την τσέπη του και αρχίζει και θερίζει συμμαθητάς και δασκάλους.
Δύο! Και για να πηγαίνετε κατόπιν τα παιδιά σας, και εγγόνια σας και τα εγγόνια μου, για να πάν να βρουν ένα χριστιανό, θα φεύγουν από δω, για να πάν να το βρουν τον ΑΛΗΘΙΝΟ χριστιανό, όχι τον ψεύτικο…
Τον αληθινό χριστιανό.
Θα πηγαίνουν από δω στη Θεσσαλονίκη, στη Καβάλα και στη Δράμα, και στη Κρήτη και δεν ξέρω που αλλού, θα διανύομε ολόκληρες αποστάσεις, για να βρούνε ένα χριστιανό αληθινό να ανταλλάξουν, μια κουβέντα πνευματική, να βοηθήσει ο ένας τον άλλον, να κάνουν κοινή προσευχή, για να κατέβη κάτω ο ουρανός να σκύψει να τους δει.
Και να δώσει βοήθεια και συμπαράσταση.
Και παρηγοριά, και ευλογία, και έλεος και Χάρη.
Είθε να μην τα δούμε, αλλά οπωσδήποτε θα τα δούμε.
Γι αυτό λοιπόν για να είναι ολιγότερον, βαρύτερα τα γεγονότα που έρχονται, να καλλιεργήσομε το πνεύμα της ταπεινώσεως, να πολεμούμε τα πάθη, να τα βγάζουμε από μέσα μας, να έχουμε συχνή και πυκνή επικοινωνία με την εκκλησία, τη Θεία Λατρεία, τα Άγια Μυστήρια και ότι άλλο μας προσφέρεται, την προσευχή, το καντηλάκι, το θυμίαμα, το κομποσχοινάκι, το βιβλίο, την Αγία Γραφή, το Ευαγγέλιο και τα λοιπά, και ό,τι καλό μπορούμε, νάχουμε να το καλλιεργούμε.
Να λέμε στα παιδιά μας την αλήθεια.
Και μόνον την αλήθεια.
Πού είναι ο σεβασμός, ο παλιός, των παλιών παιδιών προς τους γονείς;
Χάθηκε και αυτός!
Και θυμούμαι έναν νεαρό Κορίνθιο, μα ειδωλολάτρης ήτανε, κάναν αγώνες εθνικούς, πώς τους λέγανε τότε, ας τους πούμε Πανελληνίους στην Κόρινθο, και ήρθε πρώτος σε ένα άθλημα, Κορίνθιος νεαρός ήτανε, Έκτορας ονομαζόταν, αν δεν απατώμαι, και ήρθε πρώτος, και έτρεξε λοιπόν, με το στεφάνι αυτό που του φόρεσαν της ελιάς, Το κλαδί απ’ την ελιά, και έτρεξε στο σπίτι του, να ανακοινώσει τη νίκη του.
Σε ποιόν να την ανακοινώσει;
Στη μάνα του τη χήρα, γιατί ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο.
Και την βρήκε νεκρή.
Ο Έκτορας, και βγάζει το στεφάνι και στεφανώνει νεκρή τη μητέρα του, και της λέει, «Αυτό άξιζε για σένα! Εσύ με έκανες πρωταθλητή»
Τα λέν τα παιδιά μας αυτά;
«Μανούλα μου, εσύ με έκανες πρώτο μαθητή», και να μας αγκαλιάσουν και να μας φιλήσουν.
Αμήν!
Πηγή: Αναβάσεις