«Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀνάβλεψον·
ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε» (Λουκ. 18,41-42)
Καί πάλι, ἀγαπητοί μου, μὲ ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ μιλήσω.
Παρακαλῶ κάνετε ὑπομονὴ ν᾽ ἀκούσετε λίγα λόγια, ποὺ δὲν εἶνε δικά μου.
Πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλοῦμε εἶνε ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶπε· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθω σι» (Ματθ. 24,35).
Γι᾽ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ προφήτης εἶπε ὅτι εἶνε «φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἠσ. 26,9).
Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα εἶνε μία περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο.
Διηγεῖται ἕνα θαῦμα· ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ εἰς πεῖσμα τῶν ἀθέων ὁ Κύριος ἡμῶν ᾽Ιησοῦς Χριστός.
* * *
Κάτω, λέει, στὴν Ἁγία Γῆ ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει μιὰ ὡραία μικρὴ πόλις ποὺ ὀνομάζεται Ἰεριχώ.
Εἶνε γνωστὴ ἀπὸ τὴν παλαιὰ διαθήκη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ γκρέμισε τὰ τείχη της μόνο μὲ τὶς σάλπιγγες τῶν ἱερέων (βλ. Ἰησ. Ναυῆ κεφ. 6).
Ἡ Ἰεριχὼ λοιπόν, λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ὑποδέχεται τὸν βασιλέα της, ἐκεῖνον ποὺ εἶ νε ὁ «βασιλεὺς τῶν βασιλευόν των καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15).
Μία ἀνθρωποπλημμύρα ὑποδέχεται τὸ Χριστό.
Ὅλοι θέλουν νὰ τὸν δοῦν. Καθὼς βάδιζε μέσα σὲ συνωστισμό, ἀκούστηκε φωνή.
Ποιός φώναζε; Ἕνας φτωχὸς τυφλός, ποὺ χρόνια τὸν ἔφερναν σ᾽ ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου καὶ ζητιάνευε – ἔτσι ζοῦσε.
Ὁ ταλαίπωρος, μόλις ἄκουσε ὅτι περνάει ὁ Χριστός, ἔλαμψε μέσα του ἐλπίδα.
Αὐτός θὰ μὲ κάνῃ καλά! εἶπε μὲ πίστι. Γι᾽ αὐτὸ φώναζε. Καὶ τί ἔλεγε· ἔλεγε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» (βλ. Λουκ. 18,39).
Τὸ λέμε κ᾽ ἐμεῖς στὴ λατρεία, τὸ λένε καὶ στὰ μοναστήρια οἱ καλόγεροι. Εἶνε ἡ πιὸ σύντομη προσευχή· καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος μπορεῖ νὰ τὴν πῇ· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Ἂν τὸ πῇς μὲ πίστι, μὲ δάκρυ, μὲ μετάνοια εἰλικρινῆ, τὰ ἄστρα κατεβάζεις στὴ γῆ.
Τέτοια δύναμι ἔχει. Τὸ φώναξε μιά, δυό, τρεῖς, τέσσερις φορές. Οἱ ἄλλοι, ἀντὶ νὰ τὸν πάρουν ἀπὸ τὸ χέρι νὰ τὸν πᾶνε στὸ Χριστό, τοῦ λένε· Σιωπή, σώπα, μὴ μιλᾷς, μᾶς ἐνοχλεῖς!…
Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἐπέμενε· «Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (ἔ.ἀ.).
Κι ὁ Χριστὸς στάθηκε καὶ εἶπε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Ὅταν πλησίασε τοῦ λέει· ―Τί θέλεις ἀπὸ μένα; ―«Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω», ἀπαντᾷ· τυφλὸς εἶμαι, τὸ φῶς μου θέλω. Τὰ μάτια εἶνε κάτι πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τὸ χρῆμα· ὁ κόσμος δὲν τὰ ἐκτιμᾷ παρὰ μόνο ἂν τὰ χάσῃ. Ὁ Χριστὸς τότε τοῦ εἶπε· ―«Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».
Τὸν θεράπευσε· «καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν» (ἔ.ἀ. 18,41-43).
Πῶς τὸν θεράπευσε; μὲ ἐγχείρησι, μὲ φάρμα κα, μὲ βότανα;
Τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Μὲ ἕνα του λόγο! Ὅπως μὲ τὸ λόγο του δημιούργησε τὸν ἥλιο τὴ σελήνη τὰ ἄστρα, «εἶπε καὶ ἐγενήθησαν» (Ψαλμ. 32,9· 148,5), ἔτσι τὸν θεράπευσε.
Μὲ ὅση εὐκολία ἐμεῖς πατοῦμε τὸ διακόπτη κι ἀνάβει τὸ φῶς, μὲ τόση κι ἀκόμη μεγαλύτερη, ὁ Χριστὸς εἶπε καὶ ὁ λόγος του ἔγινε ἔργο· «παρα χρῆμα ἀνέβλεψε», ἀμέσως ὁ τυφλὸς εἶδε.
Εἶδε τὸ πανόραμα τῆς κτίσεως· φυτά, ζῷα, πουλιά, δέντρα, δάση, κάμπους, βουνά, ποτάμια, λίμνες, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα…
Γι᾽ αὐτὸ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη ἀκολουθοῦσε τὸ Χριστὸ καὶ δόξαζε τὸ Θεό.
* * *
Αὐτὸ εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὸ σημερινὸ θαῦμα. Θὰ μοῦ πῆτε· Καὶ τί μᾶς ἐνδιαφέρει ἐμᾶς;
Ἐμεῖς, δόξα τῷ Θεῷ, ἔχουμε τὰ μάτια μας…
Ναί, ἀλλὰ μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φυσικὴ τύφλωσι ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη χειρότερη· εἶνε ἡ πνευματικὴ τύφλωσις, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁμαρτία.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο σῶμα καὶ σάρκες· ἔχει καὶ ψυχή, κι ὅπως τὸ σῶμα ἔχει μάτια ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, πνευματι κὰ μάτια, εἶνε ὁ νοῦς.
Ὁ νοῦς εἶνε «ὁ ὀφθαλμός», ὅπως εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. 6,22). Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν «νοῦς ὁ ρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει».
Εἴδατε; πολλὲς φορὲς εἴμαστε τόσο ἀφωσιωμένοι σὲ κάτι, ὥστε δὲν καταλαβαίνου με τί γίνεται γύρω μας. Ὁ ἀρχαῖος Ἀρχιμήδης ἦταν ἀπασχολημένος μὲ τὴ λύσι ἑνὸς προβλήματος καὶ δὲν εἶδε τὸν στρατιώτη ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸν σφάξῃ.
Τὸ μυαλὸ εἶνε μιὰ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ νοῦ ὁ ἄνθρωπος βλέπει - διακρίνει τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψέμα, τὸ δίκαιο ἀπὸ τὸ ἄδικο.
Ἀλλὰ τί συνέβη· κάποτε ὁ νοῦς σκοτίστηκε, δὲν εἶνε πλέον ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεός. Ὅπως ἡ ὁμίχλη σκιάζει τὸν ἥλιο, ἔτσι μιὰ ἄλλη ὁμίχλη σκιάζει τὸ νοῦ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ δῇ διαυγῶς τὴν πραγματικότητα.
Ὁμίχλη καὶ σκοτεινιὰ εἶνε τὰ πάθη ποὺ βλάστησαν ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα. Τὰ πάθη τυφλώνουν τὸν ἄνθρωπο.
Θέλετε παραδείγματα; Ἀναφέρω τέσσερα - πέντε.
- Πάθος ποὺ τυφλώνει εἶνε ἡ φιλαργυρία, τὸ νὰ ἀγαπᾷς τὰ τριάκοντα ἀργύρια.
Παράδειγμα ὁ Ἰούδας, γιὰ τὸν ὁποῖο ἀκοῦμε τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ ἀπολυτίκιο «Ὅτε οἱ ἔνδοξοι μα θηταὶ ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζον το, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβὴς φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο…».
Σκοτίστηκε ἡ διάνοιά του· ἔτσι ἐπούλησε τὸν Κύριο γιὰ λίγα λεφτά.
Ἄλλο πάθος ποὺ σκοτίζει εἶνε ὁ φθόνος, ἡ ζήλεια.
Παράδειγμα σκοτασμοῦ εἶνε ὁ Κάιν, ποὺ ἀπὸ φθόνο φόνευσε τὸν ἀδελφό του Ἄβελ.
Πολὺ συχνὰ βλέπουμε ὅτι τυφλώνει, ἰδίως τοὺς νέους, ὁ ἔρωτας. Ὄχι ὁ σώφρων ἔρως ποὺ εὐλογεῖ ἡ Ἐκκλησία στὸ μυστήριο τοῦ γάμου, ἀλλὰ ὁ αἰσχρὸς ἔρωτας, τὸ πάθος ἢ μᾶλλον ἡ λύσσα γιὰ τὴ σάρκα.
Τυφλώνει πράγματι, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἀρχαῖοι παρίσταναν τὸν ἔρωτα τυφλό, δίχως μάτια.
Καὶ στὴν ἁγία Γραφὴ βλέπουμε τὸ παράδειγμα τοῦ Σαμψών, ποὺ ἔχασε τὴν πρωτοφανῆ δύναμί του καὶ τυφλώθηκε ―καὶ στὴν κυριολεξία― ἀπὸ τὸν ἔρωτα γιὰ τὴν αἰσχρὴ ἐκείνη Δαλιδά(βλ. Κριτ. κεφ. 16).
Εἶνε τὸ πάθος ποὺ σήμερα βρίσκεται σὲ μεγάλη ἔξαψι, ἔγινε καμίνι καὶ καίει τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὴν πατρίδα μας· κι ἀντὶ νὰ ῥίξουμε νερὸ νὰ τὸ σβήσουμε, ἀναρριπίζουμε καὶ τροφοδοτοῦμε τὴ φλόγα του μὲ διδάγματα ἀθεΐας στὰ σχολεῖα, μὲ αἰσχρὰ ἔντυπα καὶ ταινίες τῆς τηλεοράσεως ποὺ τρέλλανε τὸν κόσμο ὅπως προφήτευσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς.
Τί νὰ σοῦ κάνῃ ἔπειτα τὸ παιδί; καὶ μέγας Ἀντώνιος νὰ εἶνε, θὰ σκανδαλισθῇ.
Θέλετε νὰ δῆτε μία ἀκόμη κατηγορία παθῶν; εἶνε τὰ πολιτικὰ πάθη.
Εἶμαι ὑπεράνω κομμάτων, διότι τὸ εἶπα καὶ τὸ τονίζω· τὰ κόμματα διαιροῦν, ὁ Χριστὸς ἑνώνει! Ἔγραψαν πρὸ ἡμε - ρῶν οἱ ἐφημε ρίδες, ὅτι πιάστηκαν πατέρας καὶ γυιός.
Γιατί; γιὰ χωράφια, γιὰ λίρες; Ὄχι. Γιὰ τὰ κόμματα. Ὁ ἕνας ἀνήκει στὸ ἕνα κόμμα κι ὁ ἄλλος στὸ ἄλλο. Καὶ τόσο πείσμωσαν, ὥστε ὁ πατέρας ἔβγαλε περίστροφο καὶ σκότωσε τὸ παιδί του, ἔγινε παιδοκτόνος!
Ὤ τὰ πάθη, ὅποιο κι ἂν εἶνε τὸ ὄνομά τους!
Θέλετε τώρα καὶ παράδειγμα πάθους σὲ πανανθρώπινη πλέον κλίμακα; Εἶνε οἱ παγκόσμιοι πόλεμοι.
Τὸ μῖσος ἔγινε αἰτία νὰ κηρυχθῇ ὁ πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος τὸ 1914 καὶ νὰ ἐρημώσῃ ὁ κόσμος.
Μήπως οἱ ἄνθρωποι σωφρο νίσθηκαν; Τόσο τοὺς τύφλωσε τὸ πάθος, ὥστε μόλις πέρασαν εἴκοσι χρόνια, νέος πόλεμος, δεύτερος παγκόσμιος τὸ 1938, καὶ νέα θύματα.
Καὶ τώρα ἡσυχάσαμε; Ὄχι δυστυχῶς.
Σωστὰ εἶπε κάποιος, ὅτι ἀπ᾽ ὅλα τὰ ζῷα ἐκεῖ νο ποὺ διδάσκεται πιὸ δύσκολα εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Τὸ γαϊδουράκι ποὺ γλίστρησε σὲ κάποιο μέρος, ὅταν ξαναπερνάῃ ἀπὸ ᾽κεῖ βαδίζει μὲ πολλὴ προσοχή. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν διδάχθηκε. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ γράμματα, τὶς γλῶσσες καὶ τὴν ἐπιστήμη; τὰ λύκεια καὶ τὰ πανεπιστήμια; τὰ ῥάδια καὶ τὶς τηλεοράσεις; τὶς ἐφευρέσεις καὶ τοὺς πυραύλους;
Ὁ ἄνθρωπος, μὲ ὅλα του τὰ φῶτα, «τυφλός, τυφλὸς ὅπως καὶ πρῶτα»!
Εἶνε ἕτοιμη ἡ ἀνθρωπότης νὰ συγκρουσθῇ καὶ πάλι, τώρα πλέον μὲ πυραύλους καὶ διαστημόπλοια, καὶ ἡ σύγκρουσις αὐτὴ νὰ εἶνε ὁ Ἁρμαγεδὼν ποὺ λέει ἡ Ἀποκάλυψις (16,16).
* * *
Ἰδού, ἀγαπητοί μου, πόσο τυφλοὶ εἴμαστε. Τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς τὰ φυσικὰ μάτια δὲν εἶνε τόσο σπουδαῖο, ὅσο τὸ νὰ ἔχουμε μάτια πνευματικά. Στὴν Ἀλεξάνδρεια ζοῦσε ὁ Δίδυμος ὁ τυφλός, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν σοφὸς καὶ δίδασκε τὸ εὐαγγέλιο.
Καὶ ὅταν κάποτε τὸν εἶδε στὸ δρόμο ὁ μέγας Ἀντώνιος τοῦ εἶπε· Ἀδελφὲ Δίδυμε, σὲ μακαρίζω, διότι δὲν ἔχεις μάτια σὰν αὐτὰ ποὺ ἔχουν καὶ τὰ ζῷα, ἔχεις ὅμως ἄλλα μάτια, πολὺ ἀνώτερα, μὲ τὰ ὁποῖα βλέπεις τὸν οὐρανό!
Τὰ μάτια αὐτὰ εἶνε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, εἶνε ὁ νοῦς ὁ κεκαθαρμένος ἀπὸ τὰ πάθη.
Ἀδελφοί μου, ἂν θέλετε σήμερα νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο, ἂς ποῦμε·
Ἐγὼ εἶμαι ὁ τυφλός· τυφλὸς ἀπὸ κακία, ἀ πὸ φθόνο, ἀπὸ ῥυπαροὺς λογισμούς, ἀπὸ φιλαργυρία, ἀπὸ τὶς συνήθειες καὶ τὰ χούγια μου.
Δὲ βλέπω καθόλου. Κύριε, πέφτω καὶ παρακαλῶ· δός μου τὸ φῶς· δός μου, Χριστέ, νὰ σὲ βλέπω, νὰ σ᾽ ἀκούω, νὰ σ᾿ ἀ κολουθῶ…
Τότε θὰ γίνουμε πραγματικὰ εὐτυχεῖς· διότι «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος τὴν 2-12-1984), Αναβάσεις