«Καὶ ἰδού ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐ τὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος»(Λουκ. 19,1)
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο διηγεῖται ἕνα θαῦμα . Λάθος κάνεις, θὰ πῆτε· δὲν ἀκούσαμε θαῦμα. Κι ὅμως ἐπιμένω· τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Χριστοῦ. Ποιό εἶν᾿ αὐτό;
Τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα εἶνε ἡ μετάνοια . Εὐκολώτερο εἶνε νὰ πάῃ κανεὶς στὰ μνήματα καὶν᾿ ἀναστήσῃ ἕνα νεκρό, παρὰ νὰ κάνῃ ἕναν ἅρπαγα νὰ ἐπιστρέψῃ τὰ κλεμμένα, ἕνα φιλάργυρο νὰ ἐλεήσῃ. Αὐτὴ ἡ μεταβολὴ τῆς καρδιᾶς,αὐτὴ ἡ ἀλλαγή,αὐτὸ τὸ ἐσωτερικὸ ἀλάφρωμαποὺ ζητοῦμε ὅλοι, εἶνε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ἀκριβῶς αὐτὸ παρουσιάζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Ἕνα λύκο ποὺ ἔγινε ἀρνί· λύκο, ποὺ ζοῦσε ὄχι πάνω στὰ βουνὰ ἀλλὰ μέσα στὴν κοινωνία.
Εἶνε ὁ Ζακχαῖος. Ποιό ἦταν τὸ ἐπάγγελμά του; Τ᾿ ἀκούσατε,λῃστής. –Μὰ δὲν λέει τὸ εὐαγγέλιο πὼς ἦταν λῃστής. Λῃστὴς καὶ ἀρχιλῃστὴς ἦταν· ἀλλὰ τὸ λέει διαφορετικά· ἦταν, λέει, «ἀρχιτελώνης» (Λουκ. 19,2).
Ὁ τελώνης ἦταν δημόσιος ὑπάλληλος τῆς Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἔκανε κατάχρησι τῆς ἐξουσίας του. Ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ εἰσπράττῃ μιὰ δραχμή, εἰσέπραττε τέσσερις· τὴ μία τὴν ἔδινε στὸ δημόσιο, τὶς ἄλλες τρεῖς τὶς ἔβαζε στὸ δικό του ταμεῖο. Ἔτσι, κλέβοντας ὅλο τὸ λαό, λῃστὴς πραγματικός, κατώρθωσε νὰ κάνῃ τεράστια περιουσία. Καὶ ποιός τολμοῦσε νὰ μιλήσῃ; τὸ καθεστὼς δὲν ἐπέτρεπε διαμαρτυρίες. Ἰδού γιατί ὁ τελώνης, στὰ μάτια τοῦ λαοῦ, ἦταν ἕνας λῃστής, ἕνας ἀρχιλῃστής.
Αὐτὸ ὅμως συμβαίνει καὶ σήμερα. Ἂν πᾷςβέβαια τώρα πάνω στὰ βουνά, δὲν θὰ βρῇςκανένα λῃστή. Ἀλλὰ τί μὲ τοῦτο; Οἱ λῃσταὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὰ λημέρια ἐκεῖνα καὶκατέβηκαν στὶς πολιτεῖες. Δὲν φοροῦν πλέον κάππες καὶ δὲν ἔχουν μαχαίρια στὰ ζωνάρια τους· εἶνεκύριοι μὲ γραβάτες, μὲ γραφεῖα καὶ αὐτοκίνητα. Κάτω ὅμως ἀπὸ γνωριμίες καὶ κοινωνι-κὲς σχέσεις καὶ εὐγένειες, κρύβουν τὴν κακία καὶ ἁρπακτικότητα τοῦ λύκου. Τέτοιοι λῃσταὶ ὑπάρχουν πολλοί, γέμισε τώρα ἡ κοινωνία. Κ᾿ εἶνε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς λῃστὰς τῶνὀρέων· ἐκεῖνοι ἔσφαζαν μὲ τὸ μαχαίρι, αὐτοὶ«σφάζουν μὲ τὸ βαμβάκι».
Ποιοί εἶνε οἱ κοινωνικοὶ λῃσταί;
1. Εἶνεοἱ μεγαλοεπιχειρηματίεςμὲ τὰ τεράστια κέρδη. Μέσα σ᾿ ἕνα φτωχὸ κόσμο αὐτοὶ κατορθώνουν ν᾿ ἀνοίγουν ὅλο καὶ νέα ἐργοστάσια μὲ καμινάδες καὶ καταστήματα. Καὶ ἐνῷ κερδίζουν χρήματα μὲ τὸ φτυάρι, στοὺς ἐργάτες τους δίνουν ψίχουλα, μὲ τὰ ὁποῖα δὲν ζοῦν ὄχι ἄνθρωποι ἀλλ᾿ οὔτε σπουργίτια. Ἕνας λαὸς ὁλόκληρος στερεῖται, κι αὐτοὶ διασκεδάζουν καὶ ὀργιάζουν. Εἶνε ἢ δὲν εἶνε λῃσταὶ αὐτοί, ἀγαπητοί μου; Εἶνε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς λῃστὰς ποὺ κυνηγοῦσαν κάποτε πάνω στὰ βουνὰ τὰ ἀποσπάσματα τῆς χωροφυλακῆς.
2 . Λῃσταὶ εἶνε καὶ οἱ φοροφυγάδες. Ἐνῷ ἔ-χουν τεράστια ἔσοδα, δὲν ξέρω πῶς τὰ καταφέρνουν καὶ μὲ κάτι ψεύτικες δηλώσεις πληρώνουν ἐλάχιστα. Ἔτσι ἀδικοῦν τὸν ὑπόλοιπο λαό· διότι ἡ φορολογία πέφτει βαρύτερη στὴ ῥάχη του. Ἐνῷ οἱ φτωχοὶ στύβονται καὶ στάζει αἷμα, ἀντιθέτως αὐτοί, ποὺ ἔπρεπε νὰ δίνουν τὰ περισσότερα, διαφεύγουν. Ἂν πλήρωναν αὐτοὶ τοὺς φόρους, θὰ ἐλάφρωναν τὸν ὑπόλοιπο λαό. Οἱ νόμοι πιάνουν μόνο τοὺς μικρούς, οἱ μεγάλοι κατορθώνουν νὰ διαφεύγουν.
3 . Λῃσταὶ εἶνε ἀκόμη οἱ χρηματισταί. Τοὺς βλέπεις στὸ χρηματιστήριο νὰ κρατοῦν στὰ χέρια τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῦ Ἰούδα. Λέγονται Ἕλληνες, ἀλλὰ μοιάζουν μὲ Ἑβραίους. Ὑπολογίζουν τὴν τιμὴ τῆς λίρας καὶ παίζουν. Καὶ καθὼς ἡ λίρα ἀνεβαίνει ἢ κατεβαίνει συνεχῶς, ἕνας ὁλόκληρος κόσμος χάνει τὶς οἰκονομίες του καὶ ἀδικεῖται, ἐνῷ αὐτοί, οἱ ἐπιτήδειοι, ἀπὸ τὴν ψεύτικη ἄνοδο ἢ πτῶσι τῆς τιμῆς πραγματοποιοῦν τεράστια κέρδη.
4 . Λῃσταὶ ἐπίσης εἶνε οἱ χαρτοπαῖκτες. Ἀσχολία ἔχουν τὸ χαρτοπαίγνιο. Ἄλλοτε κάθεσπίτι ἦταν ἐκκλησία καὶ μοναστήρι, τώρα ξενυχτοῦν στὸ πράσινο τραπέζι… Ἂν κάνουμεμιὰ ἀγρυπνία, δὲν θὰ ἔρθῃ οὔτε ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς· κάθε βράδυ ὅμως κάνουν ἀγρυπνία στὸν διάβολο, ὣς τὸ πρωὶ χαρτοπαίζουν. Ἔγινε ὁκόσμος ὅλος ἕνα καζῖνο. Σᾶς ἐρωτῶ· ὅποιος καταφέρνει μὲ τὰ χαρτιὰ νὰ κλέβῃ τὰ πορτοφόλια τῶν ἄλλων τί εἶνε; Μπροστὰ σ᾿ αὐτοὺς θε-ωρῶ ἀθῷο τὸ μακαρίτη Γιαγκούλα τὸ λῃστή.
5 . Εἶνε καὶ κάτι ἄλλοι, ποὺ κατορθώνουν μὲ τὴ λεγομένη «ἑβδόμη τέχνη» τοῦ κινηματογράφου, νὰ τραβοῦν πλήθη μέσα στὰ «μαντριά», στὶς «σπηλιές» τους. Ὅπως παλαιὰ οἱ λῃσταὶ ἔσερναν τοὺς ἀνθρώπους στὶς σπηλιές τους καὶτοὺς ἀπογύμνωναν ἀπὸ κάθε τι πολύτιμο, ἔτσιγίνεται τώρα στὶς αἴθουσες τῶν θεαμάτων. Ἀπ᾿ ἔξω φῶτα κι ὡραῖες ἐπιγραφές, μέσα σπηλιὲς τοῦ διαβόλου, ποὺ σὲ μιὰ χώρα χριστιανικὴ δὲν ἔχουν θέσι. Ὁ κινηματογράφος μὲ τὴν τέχνη του ἀφαιρεῖ ἀπὸ τοὺς θεατὰς τὴν ἀνθρωπιά τους· μπαίνουν ἄνθρωποι, βγαίνουν δαίμονες. Ἔτσι οἱ ἐπιτήδειοι ἔχουν δισεκατομμύρια κέρδη. Ἀλλὰ δὲν φταῖνε αὐτοί· φταῖνε ἐκεῖνοι ποὺ δίνουν τὶς ἄδειες λειτουργίας.
Αὐτὰ λοιπὸν εἶνε τὰ σημερινὰ λῃσταρχεῖα, οἱ σύντροφοι, τὰ πρῶτα ξαδέρφια τοῦ Ζακχαίου
Ἀλλ᾿ ἂς ἐπανέλθουμε στὸ εὐαγγέλιο. Ἔμεινε ὁ Ζακχαῖος λῃστὴς μέχρι τέλους; Ὄχι. Ἀπὸ λύκος ἔγινε ἀρνί. Πῶς ἔγινε; Ἐκεῖ ποὺμετροῦσε τὰ χρήματα στὸ τελωνεῖο, ἄκουσεθόρυβο. Διαδήλωσις περνοῦσε. Βγῆκε νὰ δῇ. Κάποιος ἐρχόταν· βασιλιᾶς, στρατηγός, αὐτο-κράτορας; Κάποιος ἀνώτερος·
Ἰησοῦς ὁ Να ζωραῖος! Κορώνα δὲν φοροῦσε, σπαθὶ δὲν κρα-τοῦσε, λεπτὰ δὲν εἶχε (οἱ τρεῖς δυνάμεις ποὺκυβερνοῦν τὸν κόσμο). Καὶ χωρὶς αὐτὰ τὸν ἀκολουθεῖ ὁ κόσμος; Θαυμάζει. Θέλει νὰ τὸν δῇ. Εἶνε ὅμως κοντός. Βλέπει ἕνα δέντρο· τρέχει, σκαρφαλώνει καὶ κάνει τὸ δέντρο σκοπιά. Σὲμιὰ στιγμὴ νά καὶ περνάει ὁ Χριστός. Πλησιάζει. Ὁ Ζακχαῖος ἀπὸ ἔκπληξι σὲ ἔκπληξι. Καὶ ξαφνικὰ ὁ Χριστὸς στρέφεται καὶ τὸν φωνάζει μὲ τ᾿ ὄνομά του· «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα·σήμερα θὰ μείνω στὸ σπίτι σου» (Λουκ. 19,5). Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ φιλάργυρος λῃστὴςἄρχισε νὰ ἀλλάζῃ.
Μιὰ ματιὰ τοῦ Χριστοῦ , ματιὰ γεμάτη ἀγάπη καὶ καλωσύνη, τὸν ἄλλαξε. Ὅπως ὁ ἥλιος πέφτει πάνω στὸν πάγο καὶ τὸν λειώνει, ἔτσι καὶ στὴ σκληρὴ καρδιὰ τοῦλῃστοῦ αὐτοῦ ἔπεσε ἐκείνη ἡ ματιά, ἔσπασε τὸν πάγο, καὶ σὲ λίγο θὰ βγάλῃ τριαντάφυλλα. Δὲν εἶνε λόγια αὐτά, εἶνε πραγματικότης. Αὐ-τός, ποὺ δὲν τοῦ ᾿παιρνες φράγκο, ἐκεῖ μπρο-στὰ στὸν κόσμο ἀνακοινώνει δυὸ μεγάλες ἀποφάσεις του. Πρῶτον· «Τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρ-χοντά μου τὰ δίνω στοὺς φτωχούς». Καὶ δεύ-τερον· «Ὅποιον ἀδίκησα καὶ ἔκλεψα, θὰ τοῦ ἐπιστρέψω τετραπλάσια» (ἔ. ἀ. 19,8). Τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε μιὰ τέτοια ῥιζικὴ μεταβολή, εὐλόγησε κι αὐτὸν καὶ τὴ γυναῖκατου καὶ τὰ παιδιά του, καὶ εἶπε· «Σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (ἔ. ἀ. 19,9).
Ἀδελφοί μου! Σκοπίμως ἔβαλε τὸ Ζακχαῖο σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Γιατὶ πλησιάζει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Εἶνε προοίμιο. Ὅπως ὅταν πλησιάζῃ ὁ βασιλιᾶς προηγεῖται ὁ σαλπιγκτὴς καὶ σαλπίζει, ἔτσι ὁ Ζακχαῖος προηγεῖται καὶ σαλπίζει σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, ἀπὸ τὰ παλάτια μέχρι τὶς καλύβες·
Μετανοεῖτε, ὅπως μετανόησα κ᾿ ἐγώ!…
Θὰ πῆτε· – Νὰ μετανοήσῃ αὐτός, ποὺ ἦταν λῃστής. Γιατί ἐμεῖς νὰ μετανοήσουμε; Τί κάναμε;… Ὦ ἀδέρφια μου, κανείς δὲν μπορεῖ νὰ πῇ,Ἐγὼ δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ μετάνοια. Σήμερα γίναμε Σόδομα καὶ Γόμορρα. Ὁ Δαυῒδ λέει·«Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. 13,3). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Πάντες ἥμαρτον» (Ῥωμ. 3,23).
Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἀθῷος ,οὔτε παπᾶς οὔτε ἱεροκήρυκας οὔτε θεολόγος οὔτε δεσπότης οὔτε πατριάρχης. Ἡ ἁμαρτία μᾶς ἔχει βουτήξει μέσα στὸ καζάνι της καὶ ὅλοι γίναμε κατάμαυροι. Ὁ Ἰὼβ φωνάζει·«Κι ἂν ἀκόμη ζούσαμε πάνω στὴ γῆ μιὰ μέρα, οὐδείς καθαρὸς ἀπὸ ῥύπου » (Ἰὼβ 14,4-5). Γι᾿ αὐτὸ ὁἸερεμίας λέει στὸ Θεό· Κάνε βρύσες τὰ μάτιαμου νὰ κλάψω τ᾿ ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ μου (πρβλ. Ἰερ. 9,1). Θά ᾿πρεπε νὰ ζῇ ἡ ἁγία Κασσιανή, νὰβγῇ μὲ τὸ μαῦρο καλογερικό της ῥάσο καὶ νὰπῇ τὸ τροπάριο τῆς Μεγάλης Τρίτης· «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη τίς ἐξιχνιάσει;…». Θέλω νὰ τελειώσω. Ἀφῆστε ὅλα τ᾿ ἄλλα ἁμαρτήματα·καὶ μόνο ἡ βλασφημία εἶνε μικρὴ ἁμαρτία; Νά γιατί γίνονται σεισμοὶ καὶ ἄλλες θεομηνίες. Ἀδέρφια μου μικροὶ καὶ μεγάλοι! Ἂς ἀποφασίσουμε κ᾿ ἐμεῖς σὰν τὸ Ζακχαῖονὰ κόψουμε κάθε ἁμαρτία , καὶ μάλιστα τὴ βλασφημία. Ὅλα τὰ στόματα νὰ γίνουν μιὰ κιθάρα ποὺ θὰ λέῃ· «Ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (Δαν. 3 Προσ. ,34-65) · ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίων Ἀποστόλων Νικαίας - Πειραιῶς τὴν 22-1-1961. ), Ακτίνες