Μὲ τὰ φτερὰ τῆς φαντασίας, ἀγαπητοί μου, ἂς πετάξουμε μακριά. Ἂς πᾶμε στὸν ἕκτο αἰῶνα στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου.
Ζοῦσε ἐκεῖ τότε ἕνας μοναχός, ὁ ἀββᾶςΖωσιμᾶς. Ζοῦσε εἰρηνικὴ ζωή. Ἀλλὰ κάποτε παρουσιάστηκε ἕνας ἐπικίνδυνος ἐχθρός, ἡ ὑπερηφάνεια. Νόμισε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος καλύτερος ἀπ᾿ αὐτόν… Ἀκούει ὅμως φωνὴ ποὺ τοῦ λέει· Ψάξε! Στὸ μοναστήρι ποὺ ζοῦσε ὑπῆρχαν ἅγιες ψυχές. Εἶχαν δὲ τὴ συνήθεια, κάθε χρόνο τὴν Καθαρὰ Δευτέρα μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου νὰ φεύγουν γιὰ τὴν ἔρημο κ᾿ ἐκεῖ νὰ μένουν μέχρι τὴν παραμονὴ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων.
Τότε πλέον γύριζαν, ἐξαϋλωμένοι· διότι πρέπει νὰ ξέρετε, ὅτι ἡ ἀφρόκρεμα τοῦ χριστιανισμοῦ εἶνε ὁ μοναχισμός. Ἄλλος γύριζε ἀπὸ κάποια σπηλιά, ἄλλος ἀπὸ κάποιους καλαμῶνες, ἄλλος… Καὶ ὅλοι μαζεύονταν στὴ μονὴ καὶ ἔψαλλαν τὸ «Σήμερον ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε…» (Σάβ. Λαζ. ἑσπ.).
Ἔφυγε λοιπὸν καὶ ὁ Ζωσιμᾶς τὴν Καθαρὰ Δευτέρα. Προχωρεῖ μέσα στὴν ἔρημο. Μετὰ τὸ μεσημέρι ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ γέρνῃ πρὸς τὴ δύσι. Σὲ λίγο οἱ τελευταῖες του ἀκτῖνες χρύσωναν τὴν ἄμμο. Τὸ δειλινὸ διακρίνει μιὰ σκιὰ μέσ᾿ στὸ μισοσκόταδο. Φοβήθηκε, μήπως εἶνε ὀπτασία δαιμόνων. Ἔκανε τὸ σταυρό του,γιὰ νὰ φύγῃ, μὰ τίποτα. Ἡ σκιὰ διακρινόταν ἀκίνητη. Πηγαίνει νὰ τὴν πλησιάσῃ, ἀλλὰ ἡ σκιὰ φεύγει. Τρέχει ξοπίσω της, ἀλλὰ τρέχει καὶ ἡ σκιά. Κάποια στιγμὴ ἡ σκιὰ σταματᾷ κι ἀπὸ τὸ στόμα της βγαίνουν λόγια ἀνθρώπινα· «Μὴ μὲ πλησιάσῃς· εἶμαι γυμνή. Σὲ παρακαλῶ, ῥῖξε μου τὸ ῥάσο σου γιὰ νὰ σκεπαστῶ». Τῆς ῥίχνει τὸ ῥάσο καὶ σκεπάζει τὸ σκελετωμένο της κορμί. Τὸ σκέλεθρο αὐτό, ποὺ ζήτησε τὸ ῥάσο, ἦταν ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία .Σὲ λίγο ἡ ὁσία κλίνει τὰ γόνατα νὰ προσευχηθῇ καὶ ὁ Ζωσιμᾶς τὴν εἶδε «ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι» . Κύριε, ἐλέησον· ἡ Μαρία αἰωρεῖται, πετάει πάνω ἀπ᾿ τὴ γῆ! Σὲ λίγο ὁ Ζωσιμᾶς τὴν ἀκούει, νὰ τοῦ διηγῆται τὴ ζωή της . Μπροστά του περνᾷ μιὰ κινηματογραφικὴ ταινία, ποὺ ὅλες οἱ εἰκόνες της ἔχουν θέμα τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ θεία χάρι. Ἦταν μικρὸ κοριτσάκι 12 ἐτῶν στὴν Αγυπτο, στὴν πόλι ποὺ γέννησε πόρνες ἀλλὰ καὶ ἀγγέλους. Ἐκεῖ κυλίστηκε κ᾿ ἐκείνη στὸ βόρβορο τῆς ἀνηθικότητος. Ἔγινε γνωστὴ στοὺς κύκλους τῆς ἁμαρτίας, στὰ πορνεῖα. Ἐκεῖ ὅμως ὑπάρχουν καὶ ψυχὲς διαμάντια· μὴ σᾶς φανῇ παράξενο. Διότι ὅπως ἀπὸ τὸ κάρβουνο γίνεται τὸ διαμάντι, ἔτσι ἀπὸ μιὰ πόρνη μπορεῖ νὰ βγῇ μιὰ νύμφη Χριστοῦ.
Ἦταν τότε πάνω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας της. Μιὰ μέρα εἶδε ἕνα καΐκι ἕτοιμο νὰ ξεκινήσῃ γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό της μιὰ ἀκόλαστη σκέψι· νὰ πάῃ στοὺς Ἁγίους Τόπους κ᾿ ἐκεῖ νὰ δράσῃ στὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ σκέψι γίνεται ἔργο. Μπαίνει στὸ πλοῖο μαζὶ μὲ μιὰ ὁμάδα ἀπὸ νέους ποὺ πήγαιναν στὴν Παλαιστίνη, κρατώντας τους στὸ ταξίδι αἰσχρὴ συντροφιά.Ὅταν ἦρθε στὰ Ἰεροσόλυμα ξημέρωνε 14Σεπτεμβρίου, ἡ ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Φθάνει στὸ ναὸ καὶ μαζὶ μὲ ὅλο τὸν κόσμο ἔρχεται νὰ περάσῃ τὸ κατώφλι.Μὰ μιὰ ἀόρατη δύναμι τὴν ἐμποδίζει. Προσπαθεῖ πάλι, ἀλλὰ τοῦ κάκου.Τραβήχτηκε σὲ μιὰ γωνία τῆς αὐλῆς κουρασμένη καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσῃ τὸ γεγονός. Τότε συναισθάνθηκε, ὅτι «ὁ βόρβορος τῶν ἔργων ἦν ὁ τὴν εἴσοδον κλείων» . Τὸ πρῶτο σκίρτημα μιᾶς χαμένης ψυχῆς ποὺ ξαναβρίσκει τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας! Στρέφει τὰ ἀπελπισμένα μάτια της σὲ μία εἰκόνα τῆςΠαναγίας Παρθένου . Συγκεντρώνεται σὲ μιὰ θερμὴ προσευχὴ μετανοίας μὲ δάκρυα. Σὲ λί-γο δοκιμάζει πάλι νὰ εἰσέλθῃ καὶ –ὤ τί ῥῖγοςδιατρέχει τὸ κορμί της!– εἰσέρχεται καὶ ἀσπάζεται τὸν τίμιο σταυρό. Χωρὶς νὰ μιλήσῃ μαζεύεται σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ μένει μέχρι τὰ μεσάνυχτα, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀκόλαστη συντροφιά. Βράδι στὸ ναό· μόνο τὰ καντηλάκια ῥίχνουν τὸ ἤρεμο καὶ γλυκό τους φῶς στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων καὶ τῶν προσκυνητῶν.Ἐκεῖ ἡ Μαρία ἀκούει φωνὴ μυστική· «Ἐὰν διαβῇς τὸν Ἰορδάνην, θὰ εὕρῃς ἀνάπαυσιν» . Ὤτί γλυκὰ λόγια, τί πειθὼ ἔχουν καὶ τί βάλσαμο χύνουν στὸν πόνο της! Σηκώνεται καὶ τραβᾷ γιὰ τὸν Ἰορδάνη, ἐκεῖ ποὺ βαπτίσθηκε ὁ Χριστός. Ζητᾷ πνευματικὸνὰ ἐξομολογηθῇ· καὶ μετά, ἀποφασισμένη,περνᾷ τὸν ποταμὸ κι ἀνοίγεται στὴν ἔρημο .Ποιός ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ πέρα εἶνε ἱκανὸς νὰ διηγηθῇ τοὺς πειρασμούς της; Ὁ σατανᾶς πέ-ρασε κι αὐτὸς στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ τὴ βασανίσῃ ἀκόμη κ᾿ ἐκεῖ. Γίνεται ζωγράφος. Πεινοῦσε ἡ Μαρία; Τῆς ζωγράφιζε φαγητὰ σὲ βασιλικὲς τράπεζες. Διψοῦσε; Παρουσιάζονταν κρασιά. Κρύωνε; Ἰδού τὰ κρεβάτια καὶ τὰ σκεπάσματα. Ὦ Μαρία –τῆς ἔλεγε–, κλαίει ὅλη ἡ Ἀλεξάνδρεια γιὰ σένα· οἱ φίλοι σ᾿ ἀναζητοῦν…Μὲ ὅλα αὐτὰ προσπαθοῦσε νὰ τὴ ῥίξῃ.Μὰ ἐκείνη «ἤλπικεν ἐπὶ τὸν Κύριον τοῦ οὐ-ρανοῦ καὶ τῆς γῆς» καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸνὰ τὴ δυναμώσῃ.
Πάλεψε στῆθος μὲ στῆθος.Τέλος νίκησε .Μέχρι ἐδῶ ἔφθασε τὴ διήγησί της ἡ Μαρία καὶ μετὰ σταμάτησε λέγοντας· «Αὐτὸς εἶνε ὁ βίος μου, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ. Μὴ μ᾿ ἀναγκάζεις νὰ πῶ ἄλλα, γιατὶ θὰ μολύνω τὸν ἀέρα. Μιὰ χάρι μόνο σοῦ ζητῶ· τοῦ χρόνου τὴ Μεγάλη Πέμπτη νὰ φέρῃς τὸν Κύριο νὰ μεταλάβω». Ὁ καιρὸς πέρασε. Τὸν ἄλλο χρόνο ὁ Ζωσιμᾶς ἦρθε. Ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ περάσῃ τὸ ποτάμι· εἶχε μεγάλη κατεβασιά. Περιμένει. Ὁ ἥλιος γέρνει νὰ δύσῃ. Τὴ νύχτα βγῆκε τὸ φεγγάρι κι ὁ Ἰορδάνης κυλοῦσε σὰν ἀσημένια κορδέλλα. Σὲ λίγο νά, τὴ βλέπει νά ᾿ρχεται· τὴ βλέπει «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν».
Δὲν πατάει στὸ χῶμα ,ἀλλὰ πετάει καὶ φθάνει. Ὁ Ζωσιμᾶς ἔντρομος βλέπει τὸ θέαμα καὶ γονατίζει. –Ζωσιμᾶ, σήκω. Φέρνεις τὸν Κύριο. Σήκω ἐπάνω, πὲς τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω», γιὰ νὰ λάβω τὸ τίμιο σῶμα καὶ αἷμα. Ἀφοῦ κοινώνησε, εὐχαρίστησε τὸν Ζωσιμᾶκαὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ᾿ρθῇ καὶ τοῦ χρόνου. Ἐκεῖνος ἦρθε καὶ γιὰ τρίτη φορά. Ἀλλὰ τὴ βρῆκε νεκρὴ καὶ πάνω στὴν ἄμμο ἦταν γραμμένα τὰ ἑξῆς λόγια· «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον· ἀπόδος τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος». Πῶς τώρα νὰ τὴ θάψῃ; Ἐμφανίζεται ἕνα λιοντάρι. Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ γίνεται ἥμερο καὶ σκάβουν μαζὶ τὸ λάκκο, ὅπου ἔθαψαν τὴν ὁσία.
Αὐτὸς εἶνε, ἀδελφοί μου, ὁ βίος τῆς «Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας τῆς ἀπὸ ἑταιρίδων, ὁσίως ἀσκησάσης κατὰ τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου» .Ὅταν διαβάζω τοὺς βίους τῶν ἁγίων σκέπτομαι τὴν κατάστασί μας καὶ λέω· Καὶ σήμερα πρέπει νὰ ζήσῃ ἡ πίστι τῶν ὀρθοδόξων, ὅπως τότε.
«Ἐὰν περάσῃς τὸν Ἰορδάνη, θὰ βρῇς ἀνάπαυσι». Πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ περάσουμε τὸν Ἰορδάνη. Δὲν ἐννοῶ τὸν φυσικὸ Ἰορδάνη. Ἐννοῶ τὴ μετάνοια μετὰ δακρύων· αὐτὸς εἶνε ὁ ἄλλος Ἰορδάνης. Ἂς κλάψουμε, ἀδελφοί, τὰ ἁμαρτήματά μας· καὶ τότε θὰ περάσουμε τὴ δεύτερη κολυμβήθρα, τὴν ἐξομολόγησι. Καὶ νὰ τὴν περάσουμε, τώρα. Μὴν ἀναβάλλουμε.Τώρα ποὺ εἶσαι καλά, τώρα ποὺ ἔχεις τὰ χεράκια σου καὶ μπορεῖς νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, τώρα ποὺ ἔχεις γλῶσσα ποὺ δὲν μπερδεύει, τώρα ποὺ ἔχεις τὸ μυαλὸ καὶ σκέπτεσαι, τώρα πάρε χαρτὶ καὶ γράψε τὶς πτώσεις, καὶ μετὰ πήγαινε στὸν πνευματικό.
Ἐξέλεξα σήμερα αὐτὸ τὸ θέμα, πρῶτον διότι ἡ ὁσία Μαρία γιορτάζει. Δεύτερον, διότι ἐκείνη ἀκόμη καὶ μέσα στὴν ἔρημο προσπάθησε καὶ κοινώνησε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ ἐμεῖς ἀμελοῦμε. Ἀλλὰ καὶ γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο. Ὅταν ὁ Ζωσιμᾶς τὴ βρῆκε,αὐτὴ ἦταν μιὰ σκελετωμένη γριά, πετσὶ καὶ κόκκαλο. Καὶ ὅμως ἡ γριὰ τοῦ φώναξε· «Ῥῖξε τὸ ῥάσο σου». Νὰ σταματήσω; νὰ κατέβω ἀπὸ τὸ βῆμα; Κατάλαβες; Ἐκείνη μὲ κορμὶ γερασμένο καὶ φώναξε· «Ῥῖξε τὸ ῥάσο σου». Σήμερα; Βλέπεις τὶς λεγόμενες Χριστιανὲς κι ὅταν ἔρθῃ τὸ καλοκαίρι ξεγυμνώνονται. Γυναίκα,τί κάνεις; Σκανδαλίζεις ἄλλους; Βάζεις φωτιὰ στὰ στήθη ἁγνῶν παιδιῶν; Ἡ ὁσία Μαρία φωνάζει σ᾿ ὅλους μας· Ῥῖξε ῥάσο, ῥῖξε ροῦχο… Ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως θὰ εἶνε κατήγορός μας.
Ὦ Ζωσιμᾶ, ξύπνα. Χρειάζεται τὸ ῥάσο σου. Ῥῖξ᾿ το νὰ σκεπαστοῦν. Ὤ, ποῦ εἶνε οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ παπᾶδες νὰ σὲ μιμηθοῦν; Ἀλλοίμονο ἂν ἀφήσουμε τὴν πατρίδα μας τὴν Ἑλλάδα νὰ γίνῃ Χόλλυγουντ!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν αἴθουσα τοῦ συλλόγου «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς» Ἀθηνῶν (Χριστοκοπίδου 12) τὴν 30-3-1952.), Ζωηφόρος