ΠΟΣΟ γρήγορα, ἀγαπητοί μου, φεύγει ὁ χρόνος! Πότε ἀκούσαμε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», καὶ συμπληρώνονται σαράντα μέρες. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἐρχομένης Τετάρτης θὰ τὸ ἀκούσουμε γιὰ τελευταία φορά. Βρισκόμαστε στὶς παραμονὲς τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως.
Σήμερα εἶνε ἡ ἕκτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἡ Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ. Στοὺς ναοὺς διαβάζεται ἡ περικοπὴ ποὺ διηγεῖται τὴ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ, ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Κυρίου. Ἀπὸ ὅλη τὴν περικοπὴ θὰ κόψουμε λίγα ἄνθη καὶ θὰ κάνουμε μιὰ πνευματικὴ ἀνθοδέσμη γιὰ νὰ εὐωδιάσουμε τὶς ψυχές μας.
* * *
Τὸ πρῶτο, ἀγαπητοί μου, ποὺ προκαλεῖ τὴν προσοχή μας εἶνε ὁ ἄνθρωπος, ὁ τυφλός. Ὁ τυφλὸς αὐτὸς δὲ γεννήθηκε σὲ πλούσιο σπίτι – γιατὶ ὑπάρχουν καὶ πλούσιοι ποὺ γεννιοῦνται τυφλοί. Εἶχε γεννηθῆ σὲ φτωχόσπιτο. Κοντὰ στὸ δυστύχημα τῆς τυφλώσεως ἦταν καὶ φτωχός. Κάθε πρωὶ ἕνα παιδὶ τὸν ἔπαιρνε καὶ τὸν πήγαινε σ᾽ ἕνα σταυροδρόμι, κ᾽ ἐκεῖ στεκόταν ὣς τὸ βράδυ περιμένοντας ἐλεημοσύνη ἀπ᾽ τοὺς διαβάτες. Ποιός ἆραγε θὰ γύριζε νὰ τὸν δῇ; Περνοῦσαν μπροστά του πολλοί, ἀλλὰ συνήθως ἀδιάφοροι. Οἱ εὐκατάστατοι ζοῦσαν καλά, μὲ ἀπολαύσεις καὶ διασκεδάσεις. Ποιός θὰ ἔρριχνε σ᾽ αὐτὸν ἕνα βλέμμα συμπαθείας; Καὶ ὅμως ἕνας τὸν πρόσεξε. Ποιός; Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὸ σύμπαν!
Πολλὲς φορές, στὴ σκληρὴ αὐτὴ ζωή, παραπονούμεθα, ὅτι δὲ μᾶς προσέχουν· συγγενεῖς, φίλοι, προϊστάμενοι, κανείς· νιώθουμε ἔρημοι κ᾽ ἐγκαταλελειμμένοι. Ἀλλ᾽ ὄχι, ἀδελφοί μου. Ἀρκεῖ ποὺ μᾶς προσέχει ὁ Θεός, καὶ ἂς μὴ μᾶς προσέχῃ κανείς ἄλλος. Ἂς μὴν ἔχουμε ἰσχυροὺς ἀνθρώπους προστάτες (βουλευτάς, ὑπουργούς, ἀρχιερεῖς). Ἀρκεῖ νά ᾽χουμε τὸν Κύριο· ὅταν μᾶς προσέχῃ ὁ Κύριος, φτάνει ἡ προστασία του. Ἐνῷ ἀντιθέτως, κι ἂν μᾶς προστατεύουν τοῦ κόσμου οἱ ἰσχυροὶ ἀλλὰ δὲν ἔχουμε μαζί μας τὸν Κύριο, τίποτα δὲν κάνουμε. Ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ εἶχε τὴν προστασία τοῦ Κυρίου, ἄξιζε περισσότερο ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους καὶ ὅλο τὸν κόσμο τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας.
Τὸ ἄλλο ποὺ πρέπει νὰ σημειώσουμε εἶνε, ὅτι ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἦταν «τυφλὸς ἐκ γενετῆς» (Ἰωάν. 9,1). Ὑπάρχουν τυφλοί, ποὺ ἔχασαν τὸ φῶς τους ἀργότερα, στὰ νιᾶτα ἢ στὰ γηρατειά τους, καὶ συνεπῶς ἔχουν μιὰ ἰδέα τοῦ ὡραίου κόσμου ποὺ δημιούργησε ὁ Θεός. Αὐτὸς δὲν εἶχε δεῖ ποτέ τὴν πλάσι, τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, τὰ χρώματα τῶν λουλουδιῶν, τὰ πρόσωπα τῶν προσφιλῶν του, τίποτε ἀπολύτως. Ζοῦσε σὲ σκοτάδι διαρκείας· ὄχι ὡρῶν καὶ μηνῶν, ἀλλὰ ἐτῶν, ὁλοκλήρου τῆς ζωῆς του (μία μικρογραφία τοῦ αἰωνίου σκότους, στὸ ὁποῖο ―ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ― θὰ καταδικασθοῦμε, ἂν δὲ βαδίσουμε κατὰ τὸ θεῖο θέλημα). Στὸν τυφλὸ αὐτόν, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ πατέρες, δὲν ὑπῆρχαν ὀφθαλμοί, δὲν εἶχε καθόλου βολβοὺς μέσα στὶς κόγχες. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴ συνέχεια.
Διότι πῶς τὸν θεράπευσε ὁ Κύριος; Ἔφτυσε κάτω στὴ γῆ, ἔκανε πηλὸ ἀπὸ χῶμα, καὶ τὸν ἄλειψε στὰ σημεῖα τῶν ματιῶν. Γιατί ἆραγε ὁ Χριστὸς θεραπεύει δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου; Τοῦ ἦταν δύσκολο, μ᾽ ἕνα λόγο του καὶ μόνο νὰ δημιουργήσῃ τοὺς δύο βολβοὺς καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὸν τυφλό; Ἀσφαλῶς μποροῦσε. Ἀλλὰ θέλει νὰ δείξῃ, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ δημιουργὸς Θεός, ποὺ εἶπε καὶ δημιουργήθηκαν ὅλα· καὶ ὅπως στὸν Ἀδὰμ ἔπλασε ὅλο του τὸ σῶμα, ἔτσι ἐδῶ ἀναπληρώνει ἕνα ἐλλεῖπον μέλος, τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ. Λένε ἀκόμη οἱ πατέρες, ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Κύριος ἤθελε νὰ μᾶς ὑπενθυμίσῃ ὅτι εἴμαστε χῶμα. Εἴτε βασιλεῖς, εἴτε στρατηγοί, εἴτε σοφοί, ὅλοι τὸ ἴδιο εἴμαστε, χοϊκοί, διότι ἀπὸ χῶμα μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός. Χῶμα εἶνε τὰ χέρια, χῶμα τὰ πόδια, χῶμα τὸ κορμί, χῶμα τὸ ὡραῖο πρόσωπο. Χῶμα λοιπὸν καὶ τὸ μάτι, ποὺ λειτουργεῖ ἐν τούτοις ὡς μία τέλεια αὐτόματη φωτογραφικὴ μηχανή, μηχανὴ ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Ἂν πῇς σὲ κάποιον τουρίστα ὅτι αὐτὴ ἡ φωτογραφικὴ μηχανὴ ποὺ ἔχει στὴν πλάτη του φύτρωσε μόνη της, θὰ σὲ θεωρήσῃ τρελλό. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἡ κάθε φωτογραφικὴ μηχανὴ ἔχῃ τὸν τεχνίτη της, πολὺ περισσότερο τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὰ τὰ θαυμάσια ὄργανα, ἔχουν τὸν ποιητή τους· καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Θεός. Φτάνει ἕνα μάτι ν᾽ ἀποδείξῃ ὅτι ὑπάρχει Θεός.
Κάτι ἄλλο ἀκόμη. Λέει τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τὸ σάλιο του καὶ τὰ δάκτυλά του. Τί σημαίνει αὐτό; Οἱ πατέρες παρατηροῦν, ὅτι καὶ τὰ δάκτυλα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ σάλιο του ἀκόμη θαυματουργοῦν. Ὅλα, τὰ ροῦχα του, ὁ χιτώνας του, τὰ ὑποδήματά του, κάθε τι ποὺ ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μαζί του, ἔχουν θαυματουργικὴ ἰδιότητα. Ἂς χλευάζουν οἱ προτεστάντες καὶ οἱ χιλιασταὶ τὰ ἱερὰ λείψανα· ἡ Ἐκκλησία μας καλῶς τὰ κρατεῖ καὶ τὰ τιμᾷ. Τῶν ἁγίων ὄχι μόνο τὰ λόγια καὶ οἱ πράξεις καὶ ἡ σκιὰ ὅταν ζοῦσαν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησί τους τὰ ἱερὰ λείψανά τους (ὀστᾶ, ἐνδύματα, ἄμφια, σταυροί, ῥάσα, ἀντικείμενα) ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν δύναμι ὅπως εἶχε καὶ τὸ σάλιο τοῦ Χριστοῦ μας.
Μία ἄλλη παρατήρησις, ἀδελφοί μου, εἶνε τὸ πότε ἔγινε ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ. Ἔγινε Σάββατο, τὴν ἡμέρα δηλαδὴ ποὺ οἱ Ἑβραῖοι δὲν ἐπιτρέπουν καμμία ἐργασία, ποὺ καὶ φωτιὰ νὰ πιάσῃ τὸ σπίτι τους δὲν τρέχουν νὰ τὴ σβήσουν· τὸ θεωροῦν ἁμαρτία νὰ ἐργασθοῦν. Ἔκανε λοιπὸν ὁ Κύριος τὸ θαῦμα τὴν ἡμέρα αὐτή, γιὰ νὰ διαλύσῃ τὴν πλανεμένη ἰδέα ὅτι τὸ Σάββατο δὲν ἐπιτρέπεται καμμία ἐργασία. Διδάσκει, ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία τοῦ καλοῦ, ἐπιβάλλεται ἡ ἀγαθοεργία. Γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχει Σάββατο, ὑπάρχει Κυριακή. Ἡ Κυριακὴ λοιπὸν πρέπει νὰ εἶνε γεμάτη ἀγαθὰ ἔργα ἀπ᾽ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, κατὰ μίμησιν τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε· «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰωάν. 5,17)· μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ἐργάζεται ἡ ἁγία Τριάς, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο ἀδρανείας. Ποιά λοιπὸν εἶνε τὰ ἔργα τῆς Κυριακῆς; Πρῶτα – πρῶτα ὁ ἐκκλησιασμός. Δεύτερον ἡ ἀκρόασις τοῦ θείου λόγου. Τρίτον ἡ μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς. Τέταρτον οἱ πνευματικὲς ἐπισκέψεις, ἰδίως σὲ νοσοκομεῖα καὶ ἀσθενεῖς, ποὺ περιμένουν ἕνα γλυκὸ λόγο, μιὰ ἀκτῖνα παρηγοριᾶς μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ζωῆς τους. Μ᾽ ἕνα λόγο, ὁ ἁγιασμός. Δυστυχῶς, ἐν ἀντιθέσει μὲ ὅλα αὐτά, ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἔγινε ἡμέρα ἁμαρτίας. Καμμιά ἄλλη μέρα δὲν παρουσιάζει τόσο πλῆθος ἁμαρτημάτων καὶ ἐγκλημάτων ὅσο ἡ Κυριακή.
* * *
Καὶ γιὰ νὰ τελειώνω, ἀδελφοί μου, προσέξτε τὸ ἑξῆς. Εἶπε ὁ Κύριος στὸν τυφλό· Πήγαινε στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ νὰ πλυθῇς. Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ τοῦ δίνει τὴν ἐντολή, ὁ τυφλὸς δὲν γνωρίζει μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή· δὲν γνωρίζει ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος. Κάποιος ἄλλος στὴ θέσι του θὰ μποροῦσε νὰ φέρῃ ἀντίρρησι, ὅπως ἔφερε λ.χ. στὴν παλαιὰ διαθήκη ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος. Ἦταν ἔνδοξος στρατηγὸς τῆς Συρίας, ἀλλὰ ἔπασχε ἀπὸ λέπρα, ἀγιάτρευτη τότε ἀρρώστια, καὶ πῆγε στὸν Ἐλισαῖο, μαθητὴ τοῦ προφήτου Ἠλία, ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ θαυματουργό. Ὁ Ἐλισαῖος τοῦ λέει· ―Νὰ πᾷς νὰ λουσθῇς στὸν Ἰορδάνη ἑφτὰ φορές. Αὐτὸς θύμωσε καὶ εἶπε· ―Γιατί στὸν Ἰορδάνη; δὲν ἔχουμε στὴν πατρίδα μου καλύτερα ποτάμια; Ὄχι, δὲν πηγαίνω. Ἀλλὰ οἱ ὑπασπισταί του ἐπέμεναν καὶ πῆγε. Κι ὅταν πέρασε τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἑφτὰ φορές, τότε καθαρίστηκε ἀπὸ τὴ λέπρα (βλ. Δ΄ Βασ. κεφ. 5· Λουκ. 4,27). Ὁ Νεεμὰν λοιπὸν στάθηκε διστακτικός, ὁ τυφλὸς ὅμως ὑπήκουσε. Ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε, Πήγαινε στοῦ Σιλωάμ, καὶ πῆγε ἀμέσως. Τί μᾶς λέει αὐτό; Κάτι ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας. Στὴν ἐγωιστικὴ καὶ ἐπαναστατημένη ἐποχή μας διδάσκει τὸ μάθημα τῆς ὑπακοῆς. Ὁ τυφλός, μὲ τὴν ὑπακοὴ ποὺ ἔδειξε στὸ Χριστὸ χωρὶς ἀντιρρήσεις, λέει σὲ ὅλους μας·
Παιδιά, ὑπακούετε στοὺς γονεῖς σας, οἱ νεώτεροι στοὺς γεροντοτέρους. Γυναῖκες, ὑπακούετε στοὺς ἄντρες σας· εἶνε λόγος Θεοῦ. Μαθηταί, ὑπακούετε στοὺς δασκάλους σας. Στρατιῶτες, ὑπακούετε στοὺς ἀξιωματικούς σας. Πολῖτες, ὑπακούετε στοὺς νόμους τοῦ κράτους. Ὑπακούετε. Μέχρι ποιοῦ σημείου; Μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει μία ἄλλη ὑπακοή. Ὑπάρχουν ὅρια. Ἐὰν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἢ ὁ σύζυγος ἢ ὁ καθηγητὴς ἢ ὁ ἀξιωματικὸς ἢ ὁ νόμος ἢ τὸ κράτος διατάξουν κάτι ἀντίθετο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἰσχύει ὁ θεῖος κανὼν «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἄνθρωπος» (Πράξ. 5,29).
Ποιά γλῶσσα, ποιά φωνή, θὰ συνετίσῃ τὴ γενεά μας; Πρέπει νὰ ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο, πύρινος ἄγγελος, νὰ μᾶς φωνάξῃ· Ἐὰν ὑπακούετε τὰ παιδιὰ στοὺς γονεῖς, οἱ γυναῖκες στοὺς ἄντρες, οἱ στρατιῶτες στοὺς ἀξιωματικούς, πολὺ περισσότερο ὑπακούετε ὅλοι, καὶ πάλιν ὑπακούετε, καὶ αἰωνίως ὑπακούετε, στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Δημητρίου Ψυρρῆ – Ἀθηνῶν 22-5-1960), π. Αυγουστίνος Καντιώτης