ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Στὴν ἀρχὴ ὁμιλεῖ γιὰ κάποια ἑβραϊκὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας.
Τί ἦταν ἡ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας; Ὅπως γνωρίζουμε, οἱ Ἑβραῖοι ἦταν σκλάβοι τετρακόσα χρόνια στοὺς Αἰγυπτίους, κάτω ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν φαραώ. Τέλος ὁ Θεὸς τοὺς ἐλέησε, ἐλευθερώθηκαν διὰ τοῦ Μωϋσέως, καὶ ἐπέστρεψαν στὴ γῆ τὴν «ῥέουσαν μέλι καὶ γάλα» (Ἔξ. 3,8,17 κ.ἀ.). Ἀλλ᾿ ὣς ὅτου νὰ ἐπιστρέψουν περιπλανήθηκαν σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο. Μέσα στὴν ἔρημο δὲν εἶχαν μόνιμες ἐγκαταστάσεις καὶ σπίτια· ζοῦσαν σὰν στρατιῶτες καὶ ἔμεναν κάτω ἀπὸ σκηνές. Σαράντα χρόνια σπίτι δὲν ἔχτισαν. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ γεγονὸς τῆς ἱστορίας τους ἑώρταζαν οἱ Ἑβραῖοι τὴν ἡμέρα τῆς σκηνοπηγίας. Ὀχτὼ ἡμέρες διαρκοῦσε αὐτὴ ἡ ἑορτή. Ἡ πιὸ ἐπίσημη ἡμέρα ἦταν ἡ τελευταία. Τὴν ὀγδόη ἡμέρα ὁ ἀρχιερεύς, ντυμένος τὰ ἀρχιερατικά του ἄμφια, πήγαινε στὴν περίφημη πηγὴ τοῦ Σιλωὰμ καὶ μ᾿ ἕνα χρυσὸ κανάτι ἔπαιρνε νερὸ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μ᾿ αὐτὸ ῥάντιζε τὸ θυσιαστήριο καὶ τὸ ναό, ἐνῷ οἱ σάλπιγγες σάλπιζαν νικητήρια σαλπίσματα καὶ ὁ λαὸς ἔψαλλε τὸ «Ἀλληλούϊα».
Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἡμέρα, ποὺ ἐτελοῦντο αὐτά, ὁ Χριστὸς «ἔκραξε», φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμί του (Ἰωάν. 7,37). Ἂς τ᾿ ἀκούσουν αὐτὸ μερικοί, ποὺ δυσανασχετοῦν ὅταν καμμιὰ φορὰ ὁ ἀρχιερεὺς ἢ ὁ ἱεροκῆρυξ φωνάζῃ. Ἐδῶ λέει, ὅτι ὁ Χριστὸς «ἔκραξε»· ὄχι ἁπλῶς εἶπε, ἀλλὰ φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμί του. Κ᾿ εἶνε ἀνάγκη πολλὲς φορές, ὡς ἄνθρωποι μὲ εὐθύνη μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ κράζουμε κ᾿ ἐμεῖς, ὅπως ἡ ὄρνιθα ὅταν δῇ τὸ γεράκι νὰ πετάῃ καὶ νιώθῃ πὼς κινδυνεύουν τὰ παιδιά της.
Ἔκραξε ὁ Ἰησοῦς δυνατά. Καὶ τί εἶπε; Λόγια ἀθάνατα· «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (ἔ.ἀ.)· ὅποιος διψᾷ, νά ᾿ρχεται σ᾿ ἐμένα νὰ πιῇ νερό. Τί ἆραγε νὰ σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ἂς τὰ δοῦμε κάπως ἀναλυτικώτερα.
* * *
Ὁ Χριστὸς παίρνει ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ νερό. Τί εἶνε τὸ νερό; Δωρεὰ μεγάλη τοῦ Θεοῦ, στοιχεῖο ἀπαραίτητο, ἀπὸ τὰ ἀναγκαιότερα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Χωρὶς ψωμὶ μπορεῖς νὰ ζήσῃς πολλὲς μέρες, χωρὶς νερὸ δὲ᾿ μπορεῖς· καὶ οἱ μεγαλύτεροι ἀσκηταὶ πίνουν νερό. Τὸ νερὸ πλένει, καθαρίζει, ποτίζει τὴ γῆ· καὶ ἀλλοῦ γίνεται τριαντάφυλλο, ἀλλοῦ κρίνο, ἀλλοῦ βασιλικός, ἀλλοῦ στάχυ, ἀλλοῦ δέντρο πελώριο. Στὸ φεγγάρι δὲν ὑπάρχει σταλαγματιά νερό· ξεραΐλα, ὅπως στὴ Σαχάρα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἀμερικᾶνος ἀστροναύτης ποὺ πῆγε ἐκεῖ εἶπε· Ἄχ, πότε νὰ κατεβῶ στὴ γῆ, ν᾿ ἀνοίξω τὴν κάνουλα τοῦ σπιτιοῦ μου νὰ πιῶ νερό!… Ἀχάριστοι εμαστε. Τὸ πουλάκι πίνει νερὸ στὴ βρύση ἢ στὸ ποταμάκι καὶ ὑψώνει τὸ κεφάλι του, σὰ νὰ λέῃ· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιὰ τὸ νερό. Ὁ ἄνθρωπος;… Ἀλλὰ πρέπει νὰ στερέψουν οἱ πηγές, γιὰ νὰ δοῦμε τὴν ἀξία του. Καὶ θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ θὰ γίνῃ αὐτό· τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ τρέχῃ σὰν τρελλὸς στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια καὶ θὰ γλείφῃ τὰ βράχια γιὰ νὰ δροσιστῇ.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φυσικὸ νερὸ ὑπάρχει κ᾿ ἕνα ἄλλο νερό. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν λίγοι, μέσ᾿ στοὺς χίλιους ἕνας· οἱ ἄλλοι τὸ ἀγνοοῦν. Ποιό εἶνε τὸ νερὸ αὐτό; Ὁ ἄνθρωπος διψάει. Περισσότερο ὅμως ἀπὸ τὸ σῶμα διψάει ἡ ψυχή του, ἡ ψυχή μας. Τί διψάει; Ἔχει ἕνα βαθὺ πόθο ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅπου καὶ ἂν κατοικῇ (είτε στὸ Βόρειο Πόλο είτε στὸ Νότιο Πόλο είτε στὴν Κίνα καὶ τὴν Ἰαπωνία είτε στὰ νησιὰ τοῦ ἀρχιπελάγους) κι ὅ,τι χρῶμα ἂν ἔχῃ (είτε μαῦρος είτε κίτρινος είτε ἄσπρος), ὅποιας γλώσσης καὶ καταστάσεως καὶ ἐποχῆς καὶ ἂν εἶνε. Ἕνα πόθο ἔχει ὁ ἄνθρωπος· ζητάει τὴν εὐτυχία, κυνηγᾷ τὴν εὐτυχία, διψᾷ τὴν εὐτυχία.
Καὶ ὡς πρὸς μὲν τὸν πόθο τῆς εὐτυχίας, ὅλοι συμφωνοῦν. Ὡς πρὸς τὸ μέσον ὅμως, ποιό δηλαδὴ εἶνε ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο εὐτυχισμένο, διαφωνοῦν. Ἄλλοι φωνάζουν· Εὐτυχισμένος εἶνε ὅποιος ἔχει λεφτά. Ἄλλοι λένε· Εὐτυχισμένος ὅποιος κατώρθωσε ν᾿ ἀνεβῇ σὲ μεγάλα ἀξιώματα καὶ ἔχει δόξα. Ἄλλοι κρατοῦν ταμπέλλα ποὺ γράφει· Εὐτυχισμένος εἶνε ὅποιος ἀπολαμβάνει ἡδονὲς καὶ διασκεδάσεις. Ἄλλοι φωνάζουν· Εὐτυχία χαρίζει ἡ ἐπιστήμη, ἡ γνῶσις. Καὶ ἄλλοι φωνάζουν ἄλλα πράγματα. Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε;
Ὡς πρὸς τὸν πλοῦτο· τὸ χρῆμα εἶνε χρήσιμο στὴ ζωή, ἔρχονται ὅμως περιπτώσεις ποὺ ἀποδεικνύεται ἀνίσχυρο. Πεθαίνει λ.χ. ἄνθρωπος στὸ σπίτι, ἡ μάνα, ὁ πατέρας…· κλαίει ὁ φτωχός, κλαίει καὶ ὁ πλούσιος. Ὅλοι κλαῖνε. Ἡ μόνη διαφορὰ εἶνε, ὅτι ὁ μὲν φτωχὸς δὲν ἔχει μαντήλι νὰ σκουπίσῃ τὰ δάκρυά του, ἐνῷ ὁ πλούσιος σκουπίζει τὰ δάκρυά του μὲ μαντήλι μεταξωτό· ἀλλὰ τὰ δάκρυα, ετε πέφτουν στὴ γῆ ετε τὰ σκουπίζεις μὲ μεταξωτὸ μαντήλι, δάκρυα εἶνε, πίκρα ἔχουν. Ὅποιος μάλιστα ζητάει νὰ σβήσῃ τὴ δίψα τῆς εὐτυχίας στὰ πλούτη, εἶνε σὰ νὰ πίνῃ νερὸ ἀπὸ τὴ θάλασσα. Οἱ δὲ στατιστικὲς δείχνουν, ὅτι αὐτοὶ ποὺ αὐτοκτονοῦν περισσότερο εἶνε ὄχι οἱ φτωχοί, ἀλλὰ οἱ ἑκατομμυριοῦχοι. Ἀπατηλὸς ὁ πλοῦτος. Μήπως ὅμως ὑπάρχει εὐτυχία πραγματικὴ στὴ δόξα καὶ στὰ ἀξιώματα; Οὔτε ἐδῶ. Οἱ θρόνοι ἔχουν ἀγκάθια καὶ κεντοῦν. Κι ὅσο ὑψηλότερα ἀνεβαίνει κανείς, τόσο περισσότερο τὸν ζώνουν οἱ ἔγνοιες. Μήπως ἡ εὐτυχία βρίσκεται στὶς ἡδονὲς καὶ στοὺς ἔρωτες; Ὅποιος νομίζει ἔτσι, ἂς ἐπισκεφθῇ νοσοκομεῖα, κλινικές, φρενοκομεῖα, ἄσυλα ἀνιάτων, καὶ θὰ δῇ ἐκεῖ νέους νὰ εἶνε τώρα χτυπημένοι ἢ καὶ παράλυτοι ἀπὸ ἀπολαύσεις ποὺ κατέστρεψαν τὴν ὑγεία τους. Ὡς πρὸς τὴ γνῶσι, ματαία ἐπίσης ἡ ἐλπίδα· ἕνα πρόβλημα λύνει ἡ ἐπιστήμη, καὶ ἑκατὸ ἀναφύονται ποὺ ζητοῦν λύσι. Καὶ ἂν τέλος ὑποθέσουμε, ὅτι κάποιος συγκεντρώνει ὅλα αὐτὰ μαζί, καὶ εἶνε καὶ πλούσιος καὶ ἔνδοξος καὶ τρυφηλὸς καὶ ἐπιστήμων καὶ σοφός, αὐτὸς ἂς ρωτήσῃ τὸν Σολομῶντα, ποὺ τὰ δοκίμασε ὅλα. Ποιό εἶνε τὸ συμπέρασμά του; «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).
Λοιπὸν ποῦ ὑπάρχει ἡ εὐτυχία; Εἶνε καταδικασμένος ὁ ἄνθρωπος αἰωνίως νὰ διψᾷ, σὰν τὸν μυθικὸ Τάνταλο πού, ἐνῷ ἦταν μέσ᾿ στὴ λίμνη, ὅταν ἅπλωνε τὰ χέρια του τὸ νερὸ ἔφευγε μακριὰ κ᾿ ἦταν πάντοτε διψασμένος; Τάνταλοι λοιπὸν αἰώνιοι θὰ εμεθα καὶ θὰ ζοῦμε ἐν «γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ» (Ψαλμ. 62,2);
Ὑπάρχει νερό· ὑπάρχει μυστικὴ πηγή, ποὺ μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Ἄχ, δὲν τὸ καταλάβαμε· καὶ νὰ τὸ πῶ, θὰ χασμουρηθῆτε· ὁ νοῦς μας εἶνε στὴ γῆ. Ἡ πηγὴ μὲ τὸ ἀθάνατο νερό, ποὺ ποτίζει, δροσίζει, ἀναπαύει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἱκανοποιεῖ τὴ δίψα του, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Τὸ εἶπε ὁ διος καθαρά· «Εͺτις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», ἐγὼ ἔχω «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» (Ματθ. 16,24· Ἰωάν. 4,11). «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Ἀθάνατο νερὸ εἶνε ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, ἡ ζωή του, τὰ μυστήριά του, ἡ Ἐκκλησία του, ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
«Ἐάν τις διψᾷ…». Κανείς δὲν σὲ πιέζει. Ἐλεύθερος εἶσαι νὰ πλησιάσῃς τὸν ποταμὸ τῆς χάριτος, νὰ πιῇς νερὸ ἀθάνατο καὶ ν᾿ ἀναπαυθῇ ἡ καρδιά σου. Κάποτε ἕνας ὁδοιπόρος βάδιζε μέσα στὴ Σαχάρα καὶ ἀπὸ τὴ δίψα κινδύνευε νὰ πεθάνῃ· ξαφνικά, ἐκεῖ ποὺ βάδιζε, βλέπει ἕνα σωρὸ χρυσᾶ νομίσματα. Τί νομίζετε, ἔσκυψε νὰ τὰ πάρῃ; Ἄχ Θεέ μου, εἶπε, τί νὰ τὰ κάνω αὐτά; ἐγὼ νεράκι θέλω! Ὅπως αὐτὸς ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς βαδίζουμε μέσα στὴ Σαχάρα αὐτοῦ τοῦ βίου καὶ ζητοῦμε νερό, τὸ νερὸ τὸ ἀθάνατο. Ὅλα τ᾿ ἄλλα εἶνε μάταια. Ἡ πηγὴ τοῦ ζῶντος ὕδατος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Θὰ τὸ αἰσθανθοῦμε; θὰ τὸ ἐννοήσουμε αὐτό;
* * *
Δυστυχισμένος αὐτὸς ποὺ πεθαίνει μέσα στὴ Σαχάρα ἀπὸ ἔλλειψι νεροῦ. Δυστυχισμένος αὐτὸς ποὺ πεθαίνει πάνω στὸ φεγγάρι, ποὺ δὲν ὑπάρχει σταλαγματιά νερό. Ἀλλὰ πιὸ δυστυχισμένος, μύριες φορὲς δυστυχισμένος, εἶνε ἐκεῖνος ποὺ πεθαίνει ἀπὸ δίψα, ἐνῷ δίπλα του τρέχει ποτάμι. Νὰ διψᾷς καὶ νὰ πεθαίνῃς δίπλα στὸ ποτάμι; Ἄνθρωπε, σὲ ἕνα βῆμα, κοντά μας, δίπλα μας εἶνε ὁ ποταμός. Ποιός εἶνε ὁ ποταμός; Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ποὺ ἑορτάζουμε. Ἀντλῆστε λοιπὸν ἀπὸ τὰ νάματα τοῦ ζῶντος ὕδατος.
Ἂς πιστεύσουμε, ἂς μετανοήσουμε, ἂς αἰσθανθοῦμε τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας μας, ἂς ζήσουμε ὡς ἄνθρωποι πνευματικοί. Καὶ τότε θὰ πεισθοῦμε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος ποὺ νὰ ἱκανοποιῇ τοὺς βαθυτέρους πόθους τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, παρὰ μόνο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ ἀθάνατο νερό, ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (ἱ. ναὸς Ἁγ. Γεωργίου Φλωρίνης 14-6-1981), Αυγουστίνος Καντιώτης