«Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν» (Ματθ. 15,23)
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ἔχει μιὰ ἀδυναμία· θέλει νὰ τὸν ἐπαινοῦν καὶ νὰ τὸνκολακεύουν. Αὐτὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν κούνια καὶφθάνει ὣς τὰ γηρατειά. Τὸ παιδὶ στὸ σπίτι θέλει χάδι καὶ ἔπαινο περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ τοῦδώσῃς μιὰ σακκούλα καραμέλλες. Ὁ μαθητὴς στὸ σχολεῖο χαίρεται ὅταν ὁ δάσκαλος τὸν ἐπαινῇ. Ὁ στρατιώτης στὸ στρατὸ φιλοτιμεῖται ὅταν ὁ ἀξιωματικὸς τὸν ἐπαινῇ. Ὁ ὑπάλληλος περιμένει τὸν ἔπαινο τῶν προϊσταμένων του.Καὶ ὁ νέος καὶ ὁ γέρος, ὅλοι θέλουν ἔπαινο. Ζοῦμε μέσα στὸν ἔπαινο.
Ἀλλ᾿ ἂν πάρουμε ζυγαριὰ καὶ ζυγίσουμε τοὺς ἐπαίνους τοῦ κόσμου, τί ἀξία ἔχουν; Πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς μοιάζουν μὲ κίβδηλα νομίσματα. Εἶνε ἐπιπόλαιες κρίσεις ἀνθρώπων ποὺ λίγο μᾶς γνωρίζουν. Εἶνε προϊόντα ἄθλια μιᾶςαἰσχρῆς βιομηχανίας ποὺ λέγεται κολακεία. Πόσοι ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους δὲν ἔγιναν παγίδες, πρὸ παντὸς γιὰ τοὺς νέους; Συχνὰ ἡ διαφθορά, ἰδίως τῶν νεανίδων, ἀρχίζει ἀπὸ ἕνα κοπλιμέντο, ἀπὸ ἕναν ἔπαινο· καὶ σιγὰ - σιγά, ἂνδὲν καταλάβουν τὸν κίνδυνο, πέφτουν στὴνκα ταστροφή. Πόσοι δὲν ἔπαθαν ἐκεῖνο ποὺλέει ὁ Αἴσωπος· ἡ ἀλεποῦ, λέει, εἶδε τὸν κόρα κα πάνω στὸ δέντρο νὰ κρατάῃ στὸ ῥάμφος του ἕνα κομμάτι κρέας. Πῶς νὰ τοῦ τὸ πάρῃ; Ἄρχισε νὰ τὸν κολακεύῃ, ὅτι ἔχει «ὡραίαφωνή». Ἔτσι ὁ ἀνόητος ἄνοιξε τὸ στόμα νὰ«τραγουδήσῃ», καὶ τὸ κρέας ἔπεσε…
Ἀλλ᾿ ἐὰν οἱ ἔπαινοι τοῦ κόσμου εἶνε χωρὶςἀξία ἢ γίνωνται καὶ παγίδες, ὑπάρχουν ὅμωςἄλλοι ἔπαινοι ποὺ ἀξίζουν καὶ πρέπει νὰ τοὺς προσέξουμε. Εἶνε οἱ ἔπαινοι τιμίων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν κολακεύουν. Εἶνε ὁ ἔπαινος τῆς συνειδήσεως, ποὺ δὲν λέει ψέματα. Εἶνε ὁ ἔπαινος τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων. Εἶνε πάνω ἀπ᾿ ὅλα
ὁ ἔπαινος τοῦ Θεοῦ. Ὤ ὁ ἔπαινος τοῦ Θεοῦ! Ἂς μ᾿ ἐπαινέσῃ ὁ Θεός, κι ἂς μὲ κατηγορῇ ὅλος ὁ κόσμος. Καὶ ἂν μ᾿ ἐπαινῇ ὅλος ὁκόσμος ἀλλὰ μὲ κατηγορήσῃ ὁ Θεός, καμμιάἀξία δὲν ἔχω. Ἂν σ᾿ ἐπαινέσῃ ὁ Θεός, παράδει σο ἔχεις· ἂν σὲ κατηγορήσῃ ὁ Θεός, κόλασι ἔχεις. Τί νὰ τοὺς κάνῃς τοὺς ἐπαίνους τοῦματαίου τούτου κόσμου; Τοῦ Θεοῦ ὁ ἔπαινος ἀξίζει.
* * *
Ἕναν τέτοιο ἔπαινο ἔχει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Σήμερα ὁ Κύριός μας ἐπαινεῖ. Ποιόν ἐπαινεῖ; βασιλιᾶ; στρατηγό; σοφό; ἐπιστήμονα;Ὄχι. Ἐπαινεῖ μιὰ γυναῖκα. Ποιά γυναῖκα; ΤὴΧαναναία, ποὺ ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια τουκαὶ ζητοῦσε τὴ θεραπεία τῆς θυγατέρας της.Μὰ γιὰ νὰ τὴν ἐπαινῇ ὁ Χριστός, σημαίνει ὅτι αὐτὴ εἶχε ἀξία. Καὶ πράγματι ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἦταν διαμάντι. Ἦταν ἀξία ἐπαίνου. Τί εἶδε ἆραγε ὁ Χριστὸς στὴ Χαναναία καὶ εἵλκυσε τὸ θαυμασμό του;
Τὸ πρῶτο ποὺ εἶδε ἦταν ἡ πίστι της. Τί ἦ τανἡ Χαναναία; Εἰδωλολάτρισσα. Ἡ χώρα της, ἡΧαναάν, ἦταν χώρα αἰσχρῆς εἰδωλολατρίας,μὲ μάγους καὶ μάγισσες. Δὲν ἔζησε αὐτὴ στὰἸεροσόλυμα, δὲν εἶχε ἀκούσει τὸ Χριστό, δὲνεἶδε τὰ θαύματά του. Καὶ ὅμως, μόλις τῆς εἶπαν ὅτι αὐτὸς ποὺ περνάει εἶνε ὁ Χριστός, μιὰ ἐσωτερικὴ πεποίθησι τὴν ἔκανε νὰ πῇ· Αὐτὸς εἶνε ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, αὐτὸς εἶνε ὁ μοναδικὸς γιατρὸς καὶ γιὰ τὴ θυγατέρα μου!… Ἀμέσως ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια του. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔσβησαν μέσα στὴν καρδιά της ὅλοι οἱ ψεύτικοι θεοί· ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη προσκολλήθηκε στὸ Χριστό. Αὐτὴ τὴνπίστι βράβευσε ὁ Χριστός.
Γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ἐμεῖς ἔχουμε αὐτὴτὴν πίστι; Ὅταν ἀρρωστήσουμε ποῦ τρέχουμε; Πολλοί, λεγόμενοι Χριστιανοί, τρέχουν σὲμάγους. Ἀκόμη καὶ σήμερα, στὸν αἰῶνα αὐ τόν. Καὶ ὄχι μόνο στὰ χωριὰ ἀλλὰ καὶ στὰ μεγάλα κέντρα. Ὀργιάζει ἡ μαγεία καὶ ξαφρίζει πορτοφόλια… Θὰ πῇ κανείς· Κ᾿ οἱ παπᾶδες ζητᾶνε τυχερά. Δὲν τὸ ἐγκρίνω. Θέλω ὁ παπᾶς νὰ εἶνε στὸ ὕψος του καὶ τὰ μυστήρια νὰ τελοῦνται δωρεάν. Δὲν τὸ ἐγκρίνω λοιπὸν αὐτό. Ἀλλὰ δὲν ἐγκρίνω καὶ τὸ ἄλλο· ὅταν ὁ παπᾶς ζητήσῃ κάτι, τὸν περνοῦν «γενεὲς δεκατέσσερις»· στοὺς μάγους ὅμως ἀδειάζουν τὰπορτοφόλια χωρὶς διαμαρτυρία. Λὲς καὶ δὲνὑ πάρχει Χριστός, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχουν μυστήρια, λὲς καὶδὲν κάνει θαύματα ἡ πίστι μας.
Βλέπετε λοιπὸν τί πίστι εἶχε ἡ Χαναναία, ἐνσυγκρίσει μὲ τοὺς σημερινοὺς Χριστιανούς;
Ἐπαίνεσε ὁ Χριστὸς τὴ Χαναναία γιὰ τὴν πίστι της. Ἀλλὰ τὴν ἐπαίνεσε καὶ γιὰ τὴν ταπείνωσί της. Τῆς λέει· «Δὲν εἶνε σωστό, τὸ ψωμὶποὺ προορίζεται γιὰ τὰ παιδιὰ νὰ τὸ ῥίξω στὰσκυλιά» (Ματθ. 15,26). «Παιδιὰ» ἐννοοῦσε τοὺς Ἰουδαίους, καὶ «σκυλιὰ» τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺζοῦσαν μιὰ ἀκάθαρτη καὶ αἰσχρὴ ζωή. Ἡ Χαναναία ἄκουσε αὐτὸ τὸ λόγο, καὶ δὲν τὸ πῆρεὡς προσβολὴ τοῦ γένους καὶ τῆς φυλῆς της·πῆρε τὴ λέξι «σκυλί», ποὺ θεωρεῖται ὑβριστική –ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖο της–, καὶ τὴν ἔκανεὅ πλο, καὶ μ᾿ αὐτὴν πολέμησε – ποιόν; Τὸ Χριστό· καὶ Τὸν ἐνίκησε. Ὤ θαῦμα! νίκησε τὸν Ἀήττητο. «Ναί, Κύριε», λέει (ἔ.ἀ.15,27)· ἂν ἄλλοι εἶνε παιδιά σου, ἐγὼ εἶμαι σκυλάκι σου. Δῶσετὸ ψωμὶ στὰ παιδιά σου· ἐγὼ θὰ περιμένω νὰπάρω τὰ ψίχουλα. Ἕνα ψίχουλο, Χριστέ μου,φτάνει γιὰ μένα…
Καὶ γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Ἔχουμε ἐμεῖς τέτοια ταπείνωσι; Δεχόμαστε παρατηρήσεις καὶἐλέγχους; Οἱ περισσότεροι εἶστε οἰκογενειάρ χες καὶ ἔχετε σπίτια. Τολμᾷ σήμερα ὁ ἄντρας νὰ κάνῃ παρατήρησι στὴ γυναῖκα; Καὶτολμᾷ ἡ γυναίκα νὰ κάνῃ παρατήρησι στὸνἄν τρα; Ἔτσι τὸ ἀντρόγυνο ζῇ μέσα σὲ μιὰ κολακεία, ὄχι στὴν ἀλήθεια. Ποῦ εἶνε ἡ ταπείνωσι; Μᾶς ἔφαγε ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἁμάρτημα, μεγαλύτερο κι ἀπὸ τὴν πορνεία κι ἀπὸ τὴ μοιχείακι ἀπὸ ὅλα. Αὐτὴ γκρέμισε τὸν ἑωσφόρο καὶτὸν ἔκανε διάβολο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Κοσμᾶςὁ Αἰτωλὸς λέει· Ὅταν βλέπω ἄντρα ὑπερήφανο ἢ γυναῖκα ὑπερήφανη, μοῦ φαίνεται πὼςβλέ πω τὸ διάβολο· κι ὅταν βλέπω ταπεινὸ ἄνθρωπο, μοῦ φαίνεται σὰν ἄγγελος… Τέτοια ταπείνωσι εἶχε ἡ Χαναναία. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὴν ἐπαίνεσε· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!» (ἔ.ἀ. 15,28) καὶ μεγάλη σου ἡ ταπείνωσις.
Ἀλλὰ ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶνε ἀξιοθαύμαστη καὶ γιὰ κάποια ἄλλη μεγάλη ἀρετή. Ποιά; Ἔπεσε στὰ πόδια καὶ παρακαλοῦσε· «Κύριε, ἐλέησον» (ἔ.ἀ. 15,22). Καμμιά σημασία ὁ Χριστός! «Κύριε, ἐλέησον»· καμμιά ἀπάντησις! Μὰ δὲν ἄκουγε ὁ Χριστός; Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔφτειαξεμηχανήματα κι ἀκούῃ μακριά, τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ ἀκούει ὅλες τὶς φωνὲς καὶ ὅλους τοὺς ψιθύρους. Καὶ ὅμως ἐδῶ καμμιά σημασία! Τί ἔκανε τότε αὐτή; Ὁ ἕνας εὐαγγελιστὴς λέει ὅτι ἔκραζε «ἔμπροσθεν» (βλ. Μᾶρκ. 7,25), ὁ ἄλλος λέει ὅτι ἔκραζε «ὄπισθεν» (Ματθ. 15,23). Ἔχετε δεῖ σκυλιὰ ποὺ τριγυρίζουν τὸ ἀφεντικό τους πότεμπροστὰ καὶ πότε πίσω, ὥσπου νὰ τοὺς δώσῃ κάτι; Ἔτσι κι αὐτή. Μιὰ πίσω, μιὰ μπροστά, δὲν κουράστηκε, ἕως ὅτου ἀνάγκασε τὸ Χριστὸ ν᾿ἀνοίξῃ τὸ στόμα του καὶ νὰ μιλήσῃ. Ἡ Χαναναία ἐπιμένει. Ἐπιμένει ὄχι σὲ κάτι κακό, ὄχιστὴν ἀτιμία, ὄχι στὸ ἔγκλημα· ἐπιμένει στὸ καλό. Εἶνε ἀρετή, παρ᾿ ὅλα τὰ ἐμπόδια, νὰ ἐπιμένῃς στὸ καλό. Αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει νικᾷ.
Ἕνα ἰνδικὸ παραμύθι λέει, ὅτι κάποτε ἕναςναύτης ταξίδευε. Ἦταν στὸ ἄκρο τοῦ πλοίου,κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα δαχτυλίδι καὶ τὸἔπαιζε στὰ δάχτυλά του. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὅμωςτὸ δαχτυλίδι τοῦ φεύγει καὶ πέφτει στὴ θάλασσα. Δὲν ἀπελπίστηκε. Τί ἔκανε; Πῆρε ἕνακουβᾶ κι ἄρχισε νὰ …ἀδειάζῃ τὴ θάλασσα!Τό τε, λέει, ἄκουσε τὴ θάλασσα· –Τί κάνεις ἐκεῖ; –Ἄχ, ἄτιμη θάλασσα, λέει, μοῦ ᾿κλεψεςτὸ δαχτυλίδι μου. Θὰ σὲ ἀδειάσω νὰ τὸ πάρω!… Ὅταν τ᾿ ἄκουσε ἡ θάλασσα, φοβήθηκε. –Ἐσύ, λέει, ἔχεις κακὸ σκοπό· πάρε τὸ δαχτυλίδι σου, γιατὶ σὲ βλέπω ὅτι εἶσαι ἐπίμονος…
Ἀκοῦτε ἐπιμονή; Ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Ἐπιμονὴστὸ καλό, καὶ θὰ νικήσουμε.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἂν κάτι ποὺ ζητοῦμε εἶνεσύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε νὰ τὸ ζητοῦμε ὅπως ἡ Χαναναία. Μὴ μοιάσουμε σὰν κάτι ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυποῦν στὰ σπίτια τὸκουδούνι μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν· φεύγουν, γιατὶ θέλουν νὰ πειράξουν. Ὄχι λοιπὸνμιὰ φορά, ἀλλὰ συνεχῶς, μέχρι ν᾿ ἀνοίξῃ ἡ πόρτα τοῦ Θεοῦ. Ἠλεκτρικὸ κουδούνι γιὰ μᾶς εἶνε ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἂς ἐπιμένουμε· Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντωντῶν ἁγίων ἐλέησον ἡμᾶς. Ἅμα αὐτὸ τὸ λέμεμὲ ἐπιμονή, τότε καὶ τὰ πιὸ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ πράγματα θὰ γίνουν, καὶ θ᾿ ἀκούσουμεκ᾿ ἐμεῖς· «Μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω ὡς θέλεις»(ἔ.ἀ. 15,28).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος