«Ἀπὸ καιρὸ ἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νά δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε. Γιατί στ' ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλος ἀντίμαχος τῆς φυλῆς μας, κι ἐπίμονος... πού, σώνει καὶ καλὰ θέλει νὰ σβήσει τὴν Ὀρθοδοξία... Καὶ θὰ ἐξαφανισθεῖ (ἡ ῾Ελλάδα) ὄχι τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἀμερικανισμὸ ποὺ πάθαμε, ὅσο ἂν γίνουμε στὴ θρησκεία παπικοί. Γιατί γι' αὐτοῦ πᾶμε. Παπική Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἀξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας», ἔγραφε πρίν ἀπό χρόνια ὁ ἀϊβαλιώτης Φώτης Κόντογλου[1].
Ἡ ἴδια ἱστορία, ὅμως, ἐπαναλαμβάνεται καί στίς μέρες μας, καθώς ἑτοιμάζεται ἡ προετοιμασία ξεκίνησε τό 1902 νά γίνει στήν Κρήτη τόν Ἰούνιο ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, προξενώντας πόνο καί ἀγωνία στίς καρδιές τῶν ὀρθοδόξων. Καί τοῦτο διότι ἡ θεματολογία της δέν ἐξέφρασε ποτέ τό ὀρθόδοξο πλήρωμα, τό ὁποῖο οὐδέποτε συμμετεῖχε στή διαδικασία τῆς προπαρασκευῆς της. Σημειώνει ἀποκαλυπτικά ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Τά κείμενα τῶν θεμάτων αὐτῶν ὁλοκληρώθηκαν ἀπό τήν Εἰδική Διορθόδοξη Ἐπιτροπή καί παραπέμφθηκαν ἤδη στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, χωρίς νά τά γνωρίζη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας»[2]. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλ λάδος ἀπό τό 1961, πού ἄρχισαν οἱ Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις γιά τήν παραπάνω Μεγάλη Σύνοδο δέν ἀσχολήθηκε μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Διασκέψεων αὐτῶν σέ ἐπίπεδο Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας», παρατηρεῖ ὁ καθηγητής τῆς Δογματικῆς κ. Δ.Τσελεγγίδης[3].
Ὁ ἀποκλεισμός τῶν ἐπισκόπων συντελεῖται, ἐπίσης, καί ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο θά συμμετέχουν μόνον 24 ἀρχιερεῖς ἀπό κάθε τοπική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δικαίωμα ψήφου δέν θά ἔχει ὁ κάθε ἐπίσκοπος ξεχωριστά, ἀλλά μόνον ὁ προκαθήμενος τῆς καθεμιᾶς, ὁ ὁποῖος θά ψηφίζει μέ βάση τήν πλειοψηφία τῆς εἰκοσιτετραμελοῦς συνοδίας του. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὅμως, «καταργεῖται ἡ πρακτική ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε Ἱερῶν Συνόδων... ὅπου κάθε ἐπίσκοπος ἔχει καί τή δική του ψῆφο... καί καθιστᾶ τά μέλη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πλήν τῶν Προκαθημένων, διακοσμητικά στοιχεῖα, ἀφαιρεθέντος ἀπ’ αὐτῶν τοῦ δικαιώματος τῆς ψήφου», ὑπογραμμίζει ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος[4].
Ἐπιπλέον, στό «ἐγκριθὲν σχέδιο» διαβάζουμε: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χρι στιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς» (ἄρθρο 6, ΣαμπεζύΓενεύη, 2128 Ἰανουαρίου 2016). Εὔλογη προβάλλει ἡ ἀπορία : Δέν ἀναιρεῖται ἔτσι ἡ πίστη μας στή «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν»; Ἐξάλλου, «θεολογικά, δογματικά καί νομοκανονικά ἡ ἀπόδοση τοῦ τίτλου “Ἐκκλησία” σέ αἱρετικές ἤ σχισματικές κοινότητες εἶναι παντελῶς λανθασμένη, γιατί μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... Ἐάν εἶναι ἐκκλησίες οἱ αἱρέσεις, τότε ποῦ εἶναι ἡ μοναδική καί Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων;» (μητροπ. Λεμεσοῦ, ἔ.ἀ.). «Ὑπάρχουν Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἐκτός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας;» (μητροπ. Ναυπάκτου[5]). Ἔτσι νομιμοποιοῦνται οἱ αἱρέσεις καί ἀναγνωρίζονται οἱ αἱρετικοί ὡς Ἐκκλησία! Δηλαδή «...ἕνα κείμενο πού προωθεῖται πρός ἔγκριση, ...εἰσηγεῖται οὐσιαστικά τήν Προτεσταντική θεωρία τῶν “κλάδων” νομιμοποιώντας μέ τήν ἀποδοχή του τήν ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν μέ πολύ διαφορετικά δόγματα» (Τσελεγγίδης, ἔ.ἀ.).
Στό ἴδιο ἄρθρο πληροφορούμαστε ἀκόμη ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τή συμμετοχή της στήν Οἰκουμενική Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα». Τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης καί ποῦ ἀποσκοπεῖ; Δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση «ὅτι εἶναι δεδομένη ἡ διαίρεση στήν Ἐκκλησία καί οἱ προοπτικές τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στήν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας» (Τσελεγγίδης[6]).
Γίνεται ἐπίσης ἀναφορά στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (ἄρθρο 21). Εὔστοχα σημειώνει ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ: «Ἡ ἀναφορά τοῦ κειμένου στό “Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν” μοῦ δίνει τήν εὐκαιρία νά διατυπώσω τήν ἔνστασή μου ἀπέναντι σέ κατά καιρούς διάφορα συγκρητιστικά ἀντικανονικά γεγονότα πού ἔγιναν σ᾽ αὐτό, ἀλλά καί σ᾽ αὐτήν ταύτην τήν ὀνομασίαν του, ἀφοῦ σ᾽ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς “μία ἐκ τῶν Ἐκκλη σιῶν” ἤ κλάδος τῆς μίας Ἐκκλησίας, πού ψάχνει καί ἀγωνίζεται γιά τήν πραγμάτωσή της στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (ἔ.ἀ.).
Ἔκπληξη προκαλεῖ τό ἄρθρο 22, τό ὁποῖο προλαμβάνει κάθε λογοκρισία καί ἐπιβάλλει φίμωση κάθε ἄλλης ἀπόψεως. Συγκεκριμένα ἀναφέρει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως».
Ἑπομένως οἱ ὀρθόδοξοι οἱ ὁποῖοι θά ἀντιδράσουν ἀπειλοῦνται μέ ποινές καί κινδυνεύουν νά χαρακτηρισθοῦν ὡς αἱρετικοί. Δημιουργεῖται μάλιστα ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος «προδικάζει τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της... Στό ἄρθρο αὐτό παραγνωρίζεται τό ἱστορικό γεγονός ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στό παρελθόν ἐπικύρωσε ἤ θεώρησε ληστρικές ἀκόμη καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο ὅταν οἱ συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τόν Χριστό δηλαδή, ὁπότε ὡς συνοδικοί εἶναι στήν πράξη καί “ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι”» (Τσελεγγίδης, ἔ.ἀ.). Ἔτσι, περιθωριοποιοῦνται οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί καί ὁ εὐσεβής λαός, πού ὑπῆρξαν πάντοτε οἱ θεματοφύλακες τῆς ἀκεραιότητας τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας. Ὅμως, «οὔτε σύνοδος ἄνευ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε λαός ἄνευ συνόδου Ἐπισκόπων μποροῦν νά θεωρήσουν ἑαυτούς σῶμα Χριστοῦ καί Ἐκκλησίαν Χριστοῦ καί νά ἐκφράσουν σωστά τό βίωμα καί τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας» (μητροπ. Λεμεσοῦ, ἔ.ἀ.).
Ἐκτιμώντας συνολικά τό «ἐγκριθὲν σχέδιον» τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ Γενεύη, 1017 Ὀκτωβρίου 2015) ὁ κ.Τσελεγγίδης παρατηρεῖ: «Οἱ ἐμπνευστές καί οἱ συντάκτες του ἐπιχειροῦν μιά θεσμική νομιμοποίηση τοῦ χριστιανικοῦ συγκρητισμοῦοἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου. Αὐτό ὅμως θά ἦταν καταστροφικό γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό προτείνω, ταπεινῶς, τήν καθολική ἀπόσυρσή του» (ἔ.ἀ.).
Πόσο φωτισμένα συμβούλευε τήν Ἱεραρχία τῆς Σερβίας ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «Τό ὀρθοδοξότερον εἶναι νά μή συγκληθεῖ καθόλου ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἤ νά μή συμμετάσχει κάποιος σ’ αὐτήν». Διότι «τί δύναται νά περιμένει κανείς ἀπό μίαν τοιαύτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον; Ἕν μόνον: σχίσματα καί αἱρέσεις καί διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτό εἶναι ἡ βαθεῖα μου αἴσθησις καί ἡ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι’ αὐτό παρακαλῶ καί ἱκετεύω τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεαρχίας νά ἀπόσχει ἀπό τήν συμμετοχήν εἰς τήν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καί ἀπό τήν συμμετοχήν εἰς τήν Σύνοδον».
………………………………………………………………………….
1. Φ. Κόντογλου, Τό βαθύ μυστήριο τῆς Ὀρθοδοξίας, [Μυστικά Ἄνθη], 53.
2. Μητρ. Ναυπάκτου, Ἐπιστολή (2η) πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 20 /1/2016.
3. Δ.Τσελεγγίδη, Ἐπιστολή πρός τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη, 12/2/2016.
4. Μητρ. Λεμεσοῦ, Ἐπιστολή πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, 11/2/2016.
5. Μητρ. Ναυπάκτου, Ἐπιστολή (1η) πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 18 /1/2016.
6. Δ. Τσελεγγίδη, Ἐπιστολή πρός τούς ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς, Θεσσαλονίκη, 3/2/2016.
7. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὑπόμνημα Περί τήν μελετωμένην «Μεγάλην Συνοδον» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Πρός τήν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, 1977. Σέ ἀντίστοιχο προηγούμενο ὑπόμνημα τό 1971 τόνιζε: «Προσωπικῶς δέν βλέπω, ὅτι κατά τάς σημερινάς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διά τήν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐάν ὅμως ὑπάρχῃ, ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας… Πᾶσα νέα Οἰκουμενική Σύνοδος δέν θά εἶναι οὔτε Ἁγία, οὔτε Οἰκουμενική, οὔτε Ὀγδόη, ἐάν πρωτίστως δέν δεχθῇ τάς προγενεστέρας οἰκουμενικάς καί ἀσαλεύτους ἀποφάσεις των».