Ἅγιον Ὄρος, 4/17 Μαρτίου 2016
ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ἡ σύντονη καί φιλότιμη προσπάθεια τῶν Ἀντιπροσωπειῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στίς Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις ἔφερε ἐν τέλει τά ἐν σχεδίῳ προσυνοδικά κείμενα στήν μορφή, μέ τήν ὁποία δό-θηκαν στήν δημοσιότητα μέ ἐντολή τῶν Σεπτῶν Προκαθημένων στίς 21-28 Ἰανουαρίου 2016.
Τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τώρα τήν δυνατότητα νά ἐκφράσῃ εὐ-λαβῶς τήν κρίσι του ἐπί τῶν κειμένων, συμμετέχοντας ἔτσι στήν συνοδική λει-τουργία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, ἔχει τήν μορφή ὑπομνήματος. Εἶναι εὐλαβής ἔκθεσις τῶν σκέψεών μας πρός τούς Σεβ. Ἱεράρχας τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκ-κλησίας μας περί τοῦ πῶς τά ἐν σχεδίῳ κείμενα θά μποροῦσαν νά λάβουν μία περισσότερο «καθολική» μορφή, νά ἐκφράζουν δηλαδή ἀκριβέστερα τό καθο-λικό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό διασώζει ἡ Κανονική μας παράδοσις, ἡ λατρευτική συνείδησις καί ἡ ἐμπειρία τῶν χαρισματούχων Ἁγίων μας: ἡ κοινω-νία σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις.
Γνωρίζουμε ὅτι οἱ Σεβ. Ἀρχιερεῖς ἔχουν ἤδη διατυπώσει προτάσεις τρο-ποποιήσεων ἐπί τῶν ἐν σχεδίῳ κειμένων, οὕτως ὥστε τό παρόν κείμενο δέν θά χρειαζόταν νά συνταχθῇ καί ἐπιβαρύνῃ τήν συνοδική διαδικασία.
Ἄς θεωρηθῇ ὅμως αὐτό ὡς μικρή συνεισφορά στόν μεγάλο καί πολυ-εύθυνο ἀγῶνα πού ἔχουν τώρα ἀναλάβει οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἐν ὄψει τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὥστε νά εἶναι μία σύνοδος θεοσυνέργητος καί ἑπομένη τοῖς ἁγίοις πατράσι.
Α’.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΩΝ
Στό ζήτημα τῆς ὑποβολῆς τροπολογιῶν ἐπί τῶν ἐν σχεδίῳ κειμένων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἀναφέρεται καί τό ἄρθρο 11, παράγρ. 2 τοῦ «Κα-νονισμοῦ ὀργανώσεως καί λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Ὁ Κανονισμός ἔχει ἀναμφισβήτητα μεγάλη σημασία γιά τήν εὔρυθμη καί ἀπρόσκοπτη διεξαγωγή τῆς Συνόδου. Ὅμως ἡ συγκεκριμένη παράγραφος προκαλεῖ μία δυσλειτουργία.
Γράφεται: «ἡ ἔγκρισις τῶν τροπολογιῶν, μετά τήν ὁλοκλήρωσιν τῆς συζητήσεως αὐτῶν, ἐκφράζεται, κατά τά πανορθοδόξως καθιερωμένα, διά τῆς ἀρχῆς τῆς ὁμοφωνίας τῶν ἀντιπροσωπειῶν πασῶν τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθο-δόξων Ἐκκλησιῶν. Τοῦτο σημαίνει ὅτι αἱ μή ὁμοφώνως ἀποδεκταί γενόμεναι τροπολογίαι δέν ἐγκρίνονται».
Πρακτικά αὐτό σημαίνει ὅτι ἕνα ἐν σχεδίῳ κείμενο, πού δέν θά δεχθῇ τροποποιήσεις ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἐπ’ αὐτῶν ὁμοφωνία, μένει ὡς ἔχει καί ἡ τε-λική ψηφοφορία γίνεται ἐπ’ αὐτοῦ.
Ὅμως ἡ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία προτείνει τροπολογίες, δείχνει τήν βούλησί της νά ἀναδιαμορφώσῃ τό προσυνοδικό κείμενο, ὥστε αὐτό νά ἐκφράζῃ αὐ-θεντικά τήν αὐτοσυνειδησία της. Ἐφ’ ὅσον δέν μπορεῖ νά τό πράξῃ, ὑποχρεώ-νεται νά κινηθῇ στό πλαίσιο πού χάραξαν οἱ προσυνοδικές διασκέψεις. Ἐάν ὅμως τελικά τό προσυνοδικό κείμενο δέν τήν ἐκφράζῃ, προφανῶς τό μόνο πού τῆς ἀπομένει εἶναι νά τό καταψηφίσῃ.
Αὐτό δέν δείχνει ἀδυναμία νά φθάσουμε σέ ὑγιῆ, ἁγιοπατερική, πανορ-θόδοξη ἑνότητα;
Β’.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»
Τό κείμενο αὐτό φαίνεται ὅτι συντάχθηκε μέ κάποια μονομέρεια. Ἀποτυπώνει τήν μία πλευρά τῶν πραγμάτων. Περιγράφει τίς σχέσεις τῆς Ὀρθο-δόξου Ἐκκλησίας μέ τόν ἑτερόδοξο χριστιανικό κόσμο ἀπό τήν σκοπιά ἐκείνων τῶν φορέων πού τίς διεκπεραίωσαν κατά τά πενήντα τελευταῖα χρόνια.
Ὅμως στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει καί ἄλλη θεολογική ἄποψις τῶν διαχρι-στιανικῶν σχέσεων. Πανορθοδόξως καταξιωμένοι ἀρχιερεῖς, κληρικοί, μοναχοί, θεολόγοι (πανεπιστημιακοί καί μή), τό Ἅγιον Ὄρος καί ὁ ἁπλός λαός -ἀνάμεσά τους καί ἁγιασμένοι ἄνθρωποι- ἔχουν ἐκφράσει ἐμπεριστατωμένα τίς ἰσχυρές ἐπιφυλάξεις τους γιά τήν μορφή τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους πού δια-τυπώνεται στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, καί γιά τήν θεολογία πού ὑπόκειται αὐτῶν τῶν σχέσεων. Σύμφωνα μέ αὐτή τήν ἄποψι, πού πιστεύουμε ὅτι ἐκφράζει τήν Πίστι τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, τό ὡς ἄνω σχέδιο κειμέ-νου πρέπει νά ξαναγραφῇ, γιά νά ἐκφράσῃ αὐτή τήν Πίστι. Σέ αὐτή τήν προοπτική καταθέτουμε εὐλαβῶς τόν ἐπ’ αὐτοῦ σχολιασμό μας καί τίς προτάσεις μας, ὥστε οἰ συνοδικοί Ἀρχιερεῖς νά ἀποφανθοῦν γιά τήν μορφή πού πρέπει νά πάρῃ τό κείμενο.
Ὁ σχολιασμός τῶν ἐπί μέρους σημείων καταλήγει σέ προτάσεις τροπο-ποιήσεων, οἱ ὁποῖες παρατίθενται στό ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, στό τέλος τοῦ παρόντος. Ὁ σχολιασμός ἀκολουθεῖ τήν σειρά τῶν παραγράφων τοῦ ἐν σχεδίῳ κειμένου.
1ον. Ἡ μοναδικότης τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπό τό ἐν σχεδίῳ κείμενο λείπει, δίκην προοιμίου, μία σαφής ἀναφορά στό θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, τό ὁποῖο θά νοημα-τοδοτήσῃ καί τό ὑπόλοιπο κείμενο: ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μοναδι-κή Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Θεωροῦμε ἀπαραίτητο ἐπ’ αὐτοῦ νά ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν, μεταξύ ἄλλων, ὅτι:
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει βαθεῖα αὐτοσυνειδησία ὅτι αὐτή μόνη ἀποτελεῖ τό Σῶμα τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ (Ἐφ. α’ 22-23 καί Κολ. α’ 18). Τήν αὐ-τοσυνειδησία της τήν περιγράφει μέ τήν διατύπωσι τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστε-ως «Εἰς Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Χρησιμοποιεῖ γιά τόν ἑαυτό της τόν ὅρο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», γιά νά τόν ἀντιδιαστείλῃ ἀπό κάθε ἄλλη ἑτερόδοξη χριστιανική ἐκκλησία, ὁμολογία, κοινότητα ἤ ὁμάδα. Ἡ ἑτεροδοξία ἀναφέρεται σέ πλεῖστα ὅσα θέματα, ἰδιαίτερα ὅμως στήν διαφορε-τική πίστι, τήν διαφορετική λατρεία (τό lex credendi ἀλλοιώνει τό lex orandi), τό διαφορετικό ἦθος πού αὐτά συνεπάγονται, καί τήν ἔλλειψι ἐμπειρίας τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις».
Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διατηρήθηκε μέχρι σήμε-ρα ἀκεραία ὡς λατρευτική συνείδησις, ὡς πιστότης στήν δογματική πίστι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν θεοφόρων Πατέρων, καί ὡς γνήσιο βίωμα τοῦ αὐθεντικοῦ (μή παραμορφωμένου ἀπό τήν αἵρεσι) Προσώπου τοῦ Θεανθρώ-που Χριστοῦ.
Τό ὡς ἄνω ἐν σχεδίῳ κείμενο ἀναφέρεται στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Γι’ αὐτό, πρέπει νά σημειώ-νεται σέ τί διαφέρει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπό αὐτόν. Νά λέγεται δηλαδή ὅτι οἱ ἐκκλησίες καί ὁμολογίες τοῦ ἑτεροδόξου Χριστιανισμοῦ δέν ἔχουν τούς χα-ρακτῆρες τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἄν αὐτές πιστεύουν γιά τόν ἑαυτό τους ὅτι τούς ἔχουν. Ἡ ἑνότης, ἡ ἁγιότης, ἡ καθολικότης καί ἡ ἀποστολικότης εἶναι ἀποκλειστικά ἰδιώματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου σημειώνει περί τῆς Ἁγίας Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐν σχέσει πρός τίς ὀγδόντα μέχρι τότε ἀναφυεῖσες αἱ-ρέσεις, ἐκεῖνο τό παλαιοδιαθηκικόν: «ἑξήκοντά εἰσι βασίλισσαι, καὶ ὀγδοήκον
τα παλλακαί, καὶ νεάνιδες ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός· μία ἐστὶ περιστερά μου, τε-λεία μου». Μία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἁγνή περιστερά, ἡ ἄσπιλος Νύμφη τοῦ Ἀρνίου, τήν ὁποία Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί Ὁμολογηταί Πατέρες διεφύλαξαν ἄμωμον «μή ἔχουσαν σπῖλον ἤ ρυτῖδα ἤ τι τῶν τοιούτων» (Ἐφ. 5, 27).
Αὐτά δέν φαίνονται στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, ἐνῶ εἶναι τόσο ἀπαραίτητα. Ἡ ἁπλῆ ἀναφορά ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (παράγρ. 1) δέν εἶναι ἐπαρκής. Οἱ ὀρθές «σχέσεις» μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο προϋποθέτουν ὀρθό καί ἀκριβῆ αὐτοπροσδιορι-σμό, τήν στιγμή πού οἱ ἑτερόδοξοι σφετερίζονται τόν τίτλο τῆς Μιᾶς Ἁγίας.
Ὑπό τήν προϋπόθεσι τῆς διαχρονικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μόνης Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ παράγρ. 1 τοῦ κειμένου προτείνεται νά ἀναδιατυπωθῇ. Ἡ παράγραφος, ὅπως εἶναι διατυπωμένη, ὑπονοεῖ διαχριστιανική ἑνότητα διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού χαρακτηρίζει τήν Ἐκκλησία ἐκ τῆς φύσεώς Της. Μέ τήν διατύπωσι αὐτῆς τῆς παραγράφου ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν φαίνεται νά ἀπευθύνῃ πρόσκλησι πρός ὅλους τούς ἐκτός αὐτῆς Χριστιανούς νά ἐπιστρέψουν στήν δική της ἁγιοπνευματική ἑνότητα, ἀλλά φαίνεται νά συμβάλλῃ στήν ἀναζητου-μένη μέ ὄχι ὀρθό τρόπο ἀπό τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο παγχριστιανική ἑνότητα. Αὐτή ἡ λανθασμένη ἀναζήτησις φαίνεται καί ἱστορικῶς ἀπό τίς κινή-σεις τοῦ προτεσταντικοῦ κατ’ ἀρχήν κόσμου, καί κατόπιν τῆς ρωμαιοκαθολι-κῆς ἐκκλησίας (Β’ Βατικανή), μέ τίς ὁποῖες συνεδέθη κατά τόν παρελθόντα αἰ-ῶνα καί τό διαχριστιανικό ἄνοιγμα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Καί ἡ μέν πρό-θεσις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἶναι νά δώσουν μαρτυρία τῆς «ἐν ἡμῖν ἐλ-πίδος», ἀλλά εἶναι ταυτόχρονα πολλαπλῶς μεμαρτυρημένο ὅτι ὁ παποκεντρι-κός καί ὁ προτεσταντικός οἰκουμενισμός δέν στοχεύουν στήν ἑνότητα ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει, ἀλλά σέ μία ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ αἱρετικῶν διδα-σκαλιῶν καί ἠθῶν. Εἰδικώτερα ὁ παποκεντρικός οἰκουμενισμός μέ τά ἀνοίγμα-τα τῆς Β’ Βατικανῆς στοχεύει σέ ἑνότητα ἐν ποικιλομορφίᾳ παραδόσεων, ὑπό τήν προϋπόθεσι τῆς «κοινωνίας μετά τοῦ διαδόχου τοῦ Πέτρου»!
Πρός ἀποφυγήν συγχύσεως, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἑνότητα στήν ὁποία στοχεύει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, προτείνεται νά γραφῇ ὅτι μόνη αὐτή συνεχίζει νά εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησίαi .
2ον. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας νοεῖται ὡς ἑξῆς:
Πρῶτον, ὑπό τήν ἔννοια τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας («Πιστεύω... εἰς Μίαν»). Μία εἶναι ἡ Νύμφη. Οἱ ἄλλες ἐκκλησίες ὄνομα μόνο ἔχουν χριστια-νικό ἀλλά δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ: «εἰς ὄνομα Χριστοῦ κληθεῖσαι, μὴ οὖσαι δὲ αὐτοῦ» (ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, Πανάριον, π’). Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί μοναδική («Μία Ἁγία») θεμελιώνεται κατά τούς Ἁγίους Πατέρας στήν μο-ναδικότητα τῆς θεανδρικῆς Ὑποστάσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ. «Αὐτὸς γὰρ, φησὶν, ἐστὶν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας· ὃν ἔχειν αἱρετικοὶ κεφαλὴν ἀπηξίωσαν» (Ἰω. Χρυσοστόμου, PG 60, 745).
Ἡ ἀποστολική διαβεβαίωσις «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἐφ. δ’ 5), καί ἄλλες συναφεῖς ἐκφράσεις, ἐπαναλαμβάνονται ἀπό τούς Ἁγίους Πα-τέρας, ὁσάκις πρέπει νά τονισθῇ ἡ μοναδικότης τῆς Ἐκκλησίας, τόσον ἔναντι τῶν αἱρέσεων ὅσον καί ἔναντι τῶν σχισμάτων (Ἰω. Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΑ’, ε’, PG 62, 86).
Δεύτερον, ἡ ἑνότης ὑπό τήν ἔννοιαν τῆς ἑνώσεως ἡμῶν τῶν μελῶν Της μεταξύ μας καί μέ τόν Τριαδικό Θεό, θεμελιοῦται κατά τούς Ἁγίους Πατέρας ἐπί τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Εἴμαστε οἰκοδομή Χριστοῦ, «ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ. 2, 20-21). Καί, ὅπως ὁ ἴδιος θεῖος ἀπό-στολος προσμαρτυρεῖ, Αὐτός, «ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶ-μα συναρμολογούμενον καὶ συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ' ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομὴν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. 4, 15-16).
Τήν ἑνότητα αὐτή μεταξύ μας καί μέ τόν Τριαδικό Θεό πραγματοποιεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σύνδεσμος ἑνότητος εἶναι ἡ «δόξα», τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Κύριος στούς ἰδικούς Του: «κἀγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ἰω. 17, 22-23)1 .
Ζωή ἑνοποιός τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἁγιοπνευματική ζωή, ἡ ὁποία προχεομένη ἐκ τοῦ Πατρός δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γίνεται ὁ σύν-δεσμος τῆς ἑνότητός μας. Εἶναι, κατά τήν λειτουργική εὐχή, «ἡ χάρις τοῦ Κυ-ρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Σέ αὐτήν τήν ἑνότητα θείας ζωῆς δέν μετέχουν ὅσοι ἐξ ἰδίας προαιρέ-σεως ἐπιμένουν νά εἶναι «κόσμος» καί ὄχι σῶμα Χριστοῦ: «Οὐ περί τοῦ κό-σμου ἐρωτῶ», παρατηρεῖ μέ ἔμφασι ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, «ἀλλά περί ὧν δέδω-κάς μοι». Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἑρμηνεύει μέ σαφήνεια τό σημεῖο αὐτό τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς: «οὐχ ἑτέρων εἶναι δεικνὺς τὸ συνεῖναί τε αὐτῷ καὶ ἀξιοῦσθαι βλέπειν τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἢ τῶν ἑνωθέντων τε ἤδη δι᾽ αὐτοῦ τῷ Πατρὶ» (Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην, 3, 5).
Τρίτον, ἡ ἑνότης ὑπό τήν ἔννοιαν τῆς ἑνώσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν θεμελιώνεται κατά τούς Ἁγίους Πατέρας στήν ταυτότητα τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, στήν κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων ἐπι-σκόπων ἐν τῇ αὐτῇ μιᾷ Εὐχαριστίᾳ, στήν ταυτότητα τοῦ ἤθους καί στήν κοινή ἐμπειρία τῆς Χάριτος σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις, στοιχεῖα τά ὁποῖα καθιστοῦν κάθε τοπική Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἔκφρασιν ἐν τόπῳ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησία τῆς Κορίνθου εἶναι ἐξίσου σῶμα Χριστοῦ μέ τήν ἐκκλησία τῶν Ἱερο-σολύμων καί τῆς Ἐφέσου, καί ἡ σχέσις τους εἶναι κοινωνία Πνεύματος Ἁγίου καί ἀγάπης ἐν Χριστῷ. Δέν ὑφίσταται μεταξύ τους ἑτερότης, καθό ἐκ-κλησίες Χριστοῦ. Ἔχουν οὐσιώδη ἑνότητα. Διότι ἡ ἁγιότης, ἡ ἀποστολικότης καί ἡ καθολικότης ὑπάρχει ἤδη σέ κάθε τοπική ἐκκλησία, ὅπου τελεῖ-ται ἡ Εὐχαριστία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας μέ παρόντα τόν ὄλο Χριστό.
Ἡ παράγρ. 2 τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» διαλαμβάνει ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θε-μελιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ... ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι». Προφανῶς δέν ἀναφέρεται στήν ἔννοια τῆς ἑνότητος ἡμῶν ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτό δέν ἐνδιαφέρει τό ἐν λόγῳ κείμενο, ἀλλά καί διότι αὐ-τονοήτως στήν περίπτωσι αὐτή θά ἐχρησιμοποιεῖτο κατά κάποιον τρόπο μία παύλειος ἔκφρασις, ὅπως π.χ. «σῶμα Χριστοῦ». Ἀναφέρεται στήν ἑνότητα τῶν «χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν», ὅπως προκύπτει ἀπό τό συνολικό ὕφος τοῦ κειμένου.
Ὅπως προελέχθη, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες χαίρουν οὐσιώδους ἑνότη-τος καί δέν χρειάζεται νά θεμελιώνουν μία μεταξύ τους ἑνότητα «ἐν ἑτερό-τητι» (διότι αὐτό σημαίνει κοινωνία). Ἐπ’ ἐσχάτων ἡ ἰδέα νά θεμελιωθῇ ἡ ἑνό-της τῶν «χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» στό Μυστήριον τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου Τριάδος, προκειμένου νά ἔχουν «ἑνότητα ἐν εὐρεῖᾳ διαφορετικότητι» (unity in rich diversity), ὑπῆρξε γέννημα τοῦ πολυδιεσπασμένου Προτεσταντισμοῦ. Ὁ σύγχρονος Προτεσταντισμός στήν ἑτερότητα τῶν θείων Ὑποστάσεων θεμελι-ώνει τήν διαφορετικότητα τῶν πολυαρίθμων ἐκδοχῶν του, στήν δέ ὁμοουσιό-τητα τῶν θείων Ὑποστάσεων θεμελιώνει τήν μοναδικότητα τῆς μιᾶς, κατ’ αὐ-τόν, ἀοράτου Ἐκκλησίας(!), τῆς ὁποίας ὁρατές μορφές(!) εἶναι ἡ πολυάριθμος σειρά τῶν παραφυάδων του3 . Ἡ ἰδέα κατόπιν ἀξιοποιήθηκε ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμό, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ὁμιλεῖ γιά ἑνότητα ἐν ποικιλομορφίᾳ παραδόσεων (λέγε οὐνία), ἀλλά ἑνότητα πού ἐξασφαλίζεται μέ τήν ἀποδοχή τοῦ πετρινείου ἀξιώματος τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης (Πρωτεῖο).
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν πρέπει νά ἐπιτρέψῃ σέ κείμενό της παράχρησι τοῦ ὅρου «ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας», πού γίνεται μέ τήν ἔκφρασι «ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι». Γι’ αὐτό θά μποροῦσε νά προταθῇ τρο-
ποποίησις πού νά δηλώνῃ τήν θεμελίωσι τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκ-κλησίας στήν μοναδικότητα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καί ἐπίσης τήν ἑνότητα τῶν μελῶν της στήν ἀδιάπτωτη ἑνότητα τῶν θεαρχικῶν Ὑποστάσεωνii.
Ὑπό τήν προϋπόθεσι τῆς ἀνωτέρω τροποποιήσεως, ἡ παράγρ. 3 ἐπιδέ-χεται ἀναγκαῖες προσθῆκεςiii .
We affirm that the apostolic faith of the Church is one, as the body of Christ is one. Yet there may legitimately be different formulations of the faith of the Church. The life of the Church as new life in Christ is one. Yet it is built up through different charismata and ministries. The hope of the Church is one. Yet it is expressed in different human expectations. We acknowledge that there are different ecclesiological starting points, and a range of views on the relation of the Church to the churches ... Each church is the Church catholic and not simply a part of it. Each church is the Church catholic, but not the whole of it. Each church fulfils its catholicity when it is in communion with the other churches. We affirm that the catholicity of the Church is expressed most visibly in sharing holy communion and in a mutually recognized and reconciled ministry» (Ἀπό τό κείμενο: Called to be the One Church (as adopted), Porto Alegre, 23 February 2006).
3ον. Οἱ διμερεῖς διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μετά τῶν ἑτεροδόξων.
Μέ τίς παραγάφους 4-15 τό σχέδιο κειμένου ἀποτυπώνει τό πῶς ἔχουν διεξαχθῆ οἱ διμερεῖς διαχριστιανικοί διάλογοι. Σέ αὐτούς ὅμως, παρά τόν στόχο τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει ἑνώσεως, ἔχουν συμβεῖ θεολογικά ἀτοπήματα, γιά τά ὁποῖα ἔχουν ἐκφρασθῇ ὡρισμένες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐξαίρετοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι. Μποροῦμε νά θυμίσουμε τά συμπεράσματα τοῦ διαλόγου μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους (Κοινές Δηλώσεις 1989, 1990) καί τήν συμφωνία Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν μέ τό Κείμενο τοῦ Balamand τό 1993, τά ὁποῖα ἔχουν ἐπισύρει ἀξιόλογη καί τεκμηριωμένη κριτική.
Στό πλαίσιο τῶν διμερῶν διαλόγων ἔχουν ἐπίσης ἀναπτυχθῆ συμφωνίες τῶν ἑκατέρωθεν ἀντιπροσωπειῶν (ad referendum πρός τήν Μεγάλη Σύνοδο), οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν ἀκόμη ἀξιολογηθῆ ἀπό τίς κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκ-κλησίες ἀλλά δείχνουν ὅτι δέν θεμελιώνονται στήν Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅπως π.χ. ἡ ἀναγνώρισις ἐκκλησιακοῦ χαρακτῆρα, ἀποστολικῆς πίστεως, αὐθεντικῶν μυστηρίων καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς στήν Ρωμαιοκαθο-λική ἐκκλησία (Μόναχο 1982, Μπάρι 1987, Νέο Βάλαμο 1988). Γράφεται προ-οιμιακῶς στό κείμενο τοῦ Μονάχου ὅτι: «ἐκφράζομεν ἀπό κοινοῦ μίαν πίστιν, ἡ ὁποία εἶναι συνέχισις τῆς πίστεως τῶν Ἀποστόλων». Στό Νέο Βάλαμο ἐπί-σης: «Εἰς ἀμφοτέρας τάς Ἐκκλησίας μας ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι θεμε-λιώδης διά τόν ἁγιασμόν καί διά τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ».
Ἐπίσης, τό προσχέδιο τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», τό ὁποῖο εἶχε ἑτοιμάσει ἡ Γ’ Προσυνο-δική Διάσκεψις τό 1986, περιελάμβανε ἀποτιμήσεις τῶν ἐπί μέρους διμερῶν διαλόγων, οἱ ὁποῖες ἀφαιρέθηκαν ἀπό τά τελικά ἐν σχεδίῳ κείμενα. Σήμερα εἴμαστε σέ θέσι νά γνωρίζουμε ὅτι κανείς ἀπό αὐτούς τούς διαλόγους δέν ἔχει εὐοίωνη προοπτική, ὅπως ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν μας σέ αὐτούς. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν μετακινοῦνται ἀπό τό πνεῦμα τῆς Β’ Βατικανῆς, πού θέλει τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἐλλιπῆ ἐκκλησία, ἐπειδή δέν ἀναγνωρίζει τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, καί προωθοῦν ἕνα νέο σχῆμα οὐνίας. Οἱ Ἀγγλικανοί, οἱ Λουθηρανοί καί οἱ Μεταρρυθμισμένοι δέν φαίνεται νά ἀνακάμ-πτουν ἀπό τόν θεολογικό καί ἠθικό ἐκτροχιασμό τους. Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, μετά τήν ἀποτυχία τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, ἔχουν διατυπώσει τίς μονοφυ-σιτικές χριστολογικές τους ἀπόψεις μέ σαφήνεια πού δέν χωρεῖ ἀμφιβολία.
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν θά ἔπρεπε νά ἐπικυρώσῃ ἁπλῶς τήν στοχοθεσία καί τήν μεθοδολογία τῶν διμερῶν διαλόγων, ὅπως εἶχαν αὐτές ὁρισθῆ πρίν ἀπό δεκαετίες, ἀλλά νά τίς τροπο-ποιήσῃ. Νά μή ἐπιβεβαιωθοῦν τά λάθη τοῦ παρελθόντος, ἀλλά νά δοθοῦν προοπτικές πού ἐκπηγάζουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καί τήν ἀγιο-πνευματική αἴσθησι συγχρόνων Ἁγίων καί ἁγιασμένων ποιμένων τῆς Ἐκκλη-σίας, ἤτοι:
α’. Νά ἀξιοποιηθοῦν οἱ ἀντιαιρετικές συγγραφές ἁγίων Πατέρων (Ἰωάν-νου Δαμασκηνοῦ, Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγορίου Παλαμᾶ, Νεκταρί-ου Πενταπόλεως, Ἰουστίνου τοῦ νέου Ὁμολογητοῦ), καθώς καί οἱ ἀποφάσεις τῶν μεγάλων Ὀρθοδόξων συνόδων ἐπί Μεγ. Φωτίου (879), ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1341, 1347, 1351) καί ἄλλων σημαντικῶν, ὅπως τοῦ 1282-84 πού ἀκύρωσε τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Λυών καί τοῦ 1484 πού ἀκύρωσε τήν ἐν Φλωρεντίᾳ ψευδοσύνοδο, μέχρι τίς συνοδικές ἀποφάνσεις τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τῶν ἐτῶν 1672, 1848 καί 1895.
β’. Νά ἀναθεωρηθοῦν καινοτομίες περί τήν πίστι, ὅπως ἡ «βαπτισματι-κή θεολογία» (ὅτι καί οἱ ἑτερόδοξοι τελοῦν αὐθεντικό βάπτισμα)· ἡ κακῶς νο-ουμένη «εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία» (πού σημαίνει ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, ἐφ’ ὅ-σον τελοῦν εὐχαριστία, εἶναι Ἐκκλησία)· καί ὁ «θεολογικός περσοναλισμός» (πού εἶναι ἀνεπίτρεπτη προβολή τῶν κτιστῶν περί προσώπου κατηγορημάτων στήν θεολογία τῶν θείων Προσώπων).
γ’. Νά ἀκυρωθοῦν οἱ ἀποφάσεις τοῦ διμεροῦς διαλόγου μέ τούς Ἀντι-χαλκηδονίους, καθώς οἱ παρενέργειες αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων (μερική μυστη-ριακή διακοινωνία) ἔχουν γίνει συνήθεις σέ ὡρισμένες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκ-κλησίες καί προωθοῦνται στήν Ὀρθόδοξο Διασπορά4 .
δ’. Νά ἐπαναδιατυπωθῇ ἡ Ὀρθόδοξος διδασκαλία, ὅτι οἱ ἑτερόδοξες χρι-στιανικές ἐκκλησίες καί ὁμολογίες στήν Ἀνατολή καί στήν Δύσι ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας γιά λόγους πίστεως, καί νά ἀκυρωθοῦν νεώτερες ἀπόψεις πού θεωροῦν τούς ἑτεροδόξους ἐντός τῆς Ἐκκλησίας σέ κατάστασι ἀκοινωνησίας.
Ἀπό τήν ἀποστολική ἀκόμη ἐποχή οἱ εἰκόνες τῆς οἰκοδομῆς, τῆς ἀμπέ-λου καί τοῦ σώματος χρησιμοποιοῦνται γιά νά περιγράψουν τήν σχέσι τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πρός τίς ἀποκομμένες ἀπό Αὐτήν χριστιανικές κοινότητες: τήν σχέσι τῆς ὑγιαινούσης ρίζης πρός τούς ἀπεξηραμμένους καί ἐκπεσόντας κλάδους της ἤ τήν σχέσι τοῦ ὑγιαίνοντος σώματος πρός τά νεκρά μέλη. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει ὅτι ἀπό τῆς Ἐκκλησίας «ἐξεκλάσθησαν ὥσπερ κλάδοι αἱ ἀφορισθεῖσαι αἱρέσεις, εἰς ὄνομα Χριστοῦ κληθεῖσαι, μὴ οὖσαι δὲ αὐτοῦ, ἀλλ' αἱ μὲν ἀπὸ μήκοθεν αὐτοῦ πολὺ διεστῶσαι, αἱ δὲ διά τι ἐλάχιστον ἀποκληρονόμους καὶ ξένας αὐτοῦ ἑαυτὰς κα-ταστήσασαι καὶ τὰ αὐτῶν τέκνα τῶν οὐκ οὐσῶν ἐνθέσμων, ἔξω δὲ βεβηκυιῶν, μόνον δὲ τὸ ὄνομα ἐπικεκλημένων Χριστοῦ» (Πανάριον, αἵρεσις π’).
Ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς διαλέγεται μέ ὅσους ἐπιθυμοῦν τόν διάλογο. Θέτει ὅμως ὅρους καί κανόνες. Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι σαφής σέ αὐτή τήν διαδικασία. Πρῶτον, τονίζει τήν σημασία τῆς σπουδῆς γιά τήν ἑνότητα τῶν ἐκ-κλησιῶν καί τήν ὑπέρβασι τῶν σχισμάτων5 καί προσδιορίζει τό πνεῦμα διεξα-γωγῆς του6. Δεύτερον, ὁρίζει συγκεκριμένο δογματικό πλαίσιο, ἐντός τοῦ ὁ-ποίου ὀφείλει νά γίνῃ ἡ ἕνωσις7, ὅπως ἐπίσης καί κανόνες διαλόγου, ὥστε οἱ συζητήσεις νά μή εἶναι ἀτέρμονες καί ἀναποτελεσματικές, οὔτε βλαπτικές τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας8. Καί τρίτον, θέτει προθεσμία λήξεως στόν διάλογο, ὅταν οἱ αἱρετικοί ἐπιμένουν στίς ἀπόψεις τους9, χωρίς αὐτό νά σημαίνῃ ὅτι παύει νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ὅταν πλέον παγιώθηκαν οἱ αἱρέσεις, οἱ διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς ἑτεροδόξους, ἀναλόγως τῶν προϋποθέσεων καί τῶν στόχων, εἶχαν διαφορετι-κά ἀποτελέσματα. Ἐπί αὐτοκράτορος Ἡρακλείου π.χ. οἱ πατριάρχαι Κων/πόλε-ως ἔκαναν διαλόγους μέ πολιτική σκοπιμότητα, ἀλλά κατέληξαν στόν μονο-θελητισμό. Ὁ Μέγας Φώτιος ὅμως πραγματοποίησε μέ ὑγιῆ τρόπο θεολογικούς διαλόγους μέ τούς Ἀρμενίους καί ἐκέρδισε στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τίς δυτικές ἀρμενικές ἐπαρχίες, ὁ δέ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔδωσε ἀκραιφνῆ Ὀρθόδοξο μαρτυρία μέ τόν διάλογό του πρός τούς Χιόνας (Τούρκους). Καί οἱ ἀοίδιμοι Πατριάρχαι ἐπί τουρκοκρατίας ἔκαναν ἀξιοπρεπεῖς διαλόγους μέ τούς Διαμαρτυρομένους θεολόγους, ἀλλά εὐθαρσῶς τούς διέκοψαν ὡς ἀτελεσφό-ρους10 .
Βάσει τῆς διαχρονικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας περί διαλόγων καί ἐν γνώσει τῶν δεδομένων τῶν σημερινῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων ἡ παράγρ. 4 μπορεῖ νά δεχθῇ τροποποιήσεις πού θά δώσουν στό κείμενο Ὀρθόδοξη περί διαλόγων προοπτικήiv. Συναφῶς πρός τήν ἀναδιαρθρωμένη πα-ράγρ. 4, οἱ παράγρ. 5, 6 καί 7 θά μποροῦσαν νά δεχθοῦν ἀναγκαῖες ἀλλαγέςv .
Στήν παράγρ. 8 θά μποροῦσε νά γίνῃ ἐπίσης ἀπαραίτητη τροποποίησις, ὥστε ὡς προοπτική τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων νά μή τίθεται ἡ ἀναζήτησις τῆς «ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων», ὡσάν ἡ Ὀρθό-δοξος Ἐκκλησία μέχρι σήμερα νά μή εἶναι ἡ πιστή συνέχειά της, ἀλλά στόχος τους νά εἶναι ἡ ἐπιστροφή πάντων σέ αὐτή τήν ἴδια τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, καθώς αὐτή εἶναι ἡ ἀμετάβλητη ἀνά τούς αἰῶνες Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρωνvi.
Στίς παραγρ., τέλος, 9-15 περιλαμβάνονται διαδικαστικά (μεθοδολογι-κά) θέματα, τά ὁποῖα δέν ἁρμόζει νά ἀποτελέσουν ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Εἶναι προφανές ὅτι οἱ παράγραφοι αὐτές παρέμειναν στό κείμενο γιά νά ἀποκτήσουν καί τυπική ἰσχύ, ἀλλά ἡ σοβαρότης τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου ἀπαιτεῖ τήν ἀπόσυρσί τους. Προτείνεται αὐτά τά θέματα νά ρυθμι-σθοῦν ἀπό μικροτέρας ἰσχύος πανορθόδοξο συνοδικό ὄργανο, ἀφ’ ὅτου ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀποφασίσῃ περί τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἐγκυρότητος τῆς μεθοδολογίας καί τῆς στοχοθεσίας τῶν μέχρι σήμερα πραγματοποιηθέντων διαλόγωνvii .
4ον. Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε.
Στἰς παραγρ. 16-19 ἀποτυπώνεται ὁ τρόπος συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε. Ὡς γνωστόν ἡ δημιουργία τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἡ ἑφεξῆς λειτουργία του ἀκολούθησαν τά πρότυπα κοσμικῶν συνασπισμῶν (Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, Ο.Η.Ε.). Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ αὐτό, μετά τίς κοσμογονικές ἀλλαγές πού ἀκολούθησαν τούς παγκοσμίους πολέμους, κρί-θηκε ἀπαραίτητη. Ὅμως, ὅπως ἔχει ἐπισημανθῆ, ἡ ‘‘ἑνότης’’ πού ἐπιδιώκεται στό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι ἡ ἑνότης πίστεως, μυστηρίων καί ἤθους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀλληλοαναγνώρισις τῶν δογματικῶν διαφοροποιήσεων, τῶν τρόπων διακονίας καί τῶν ‘‘μυστηρίων’’ ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν του σέ μία μορφή «ἑνότητος ἐν εὐρεῖᾳ διαφορετικότητι» (unity in rich diversity).
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή στίς συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε. ἔχει ἀλληλοανα-γνωρισθῆ τό Βάπτισμα τῶν κυριωτέρων προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, ἀκόμη καί τό ‘‘βάπτισμα’’ τῶν Πεντηκοστιανῶν στό Ἅγιο Πνεῦμα (9η Γενική Συνέλευσις Π.Σ.Ε, Κείμενο: «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», 8-9.
Βλ. Ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή Ἁγίου Ὄρους, Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, Ἅγιον Ὄρος Φεβρουάριος 2007, σελ. 24 κ.ἑξ.). Καί Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὡς γνωστόν, ἔχουν ἀναγνωρίσει τό Βάπτισμα τῶν Ἀντιχαλκηδονίων καί τῶν προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν τῆς Γερμανίας (ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 11).
Ἡ προτεσταντική θεωρία περί ἀοράτου ἐκκλησίας καί ‘‘ἑνότητος’’ τῶν ὁρατῶν προτεσταντικῶν ‘‘ἐκκλησιῶν’’, μέ τήν μορφή ἀλληλοαναγνωρίσεως, συνυπάρξεως καί συνεργασίας γιά κοινή μαρτυρία στόν κόσμο, δεσπόζει στήν προοπτική τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ μαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων συναντᾶ ἀνυ-πέρβλητες δυσκολίες ἀπό τίς ἀνεξέλεγκτες πλέον ἠθικές κατευθύνσεις τῶν Προτεσταντῶν (χειροτονίες γυναικῶν, ὁμοφυλοφιλία κ.λπ.).
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πρέπει νά ἀναθεωρή-σῃ τό θέμα τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε., διότι ἡ φθορά τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος μεγεθύνεταιviii. Ἐάν ὅμως κριθῇ ὅτι ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη γιά λόγους ὑψίστου, καλῶς νοουμένου καί θεοφιλοῦς συμφέροντος ὡρισμένων Ὀρθοδό-ξων Ἐκκλησιῶν (βλ. Πηδάλιον, ἔκδ. Ρηγοπούλου 1982, σελ. 56, τί ἐστι τό συμφέρον) καί ὄχι κοσμικῆς σκοπιμότητος ἤ ἀνούσιου συμφυρμοῦ, κάποιες τροποποιήσεις στό ἐν σχεδίῳ κείμενο θά ἦταν ἀπαραίτητες, ὥστε ἡ συμ-μετοχή νά εἶναι σύμφωνη πρός τήν Ἐκκλησιολογία της. Ἤτοι:
Νά περιληφθῇ φράσις πού νά θέτῃ ζήτημα διακοπῆς τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τό Π.Σ.Ε., ἐφ’ ὅσον ἡ στοχοθεσία του παραμένει προτεσταντικῆς προοπτικῆς.
Νά περιληφθῇ παράγραφος πού νά θέτῃ ὅρια στόν τρόπο συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων, χωρίς συμπροσευχές καί λατρευτικές ἐκδηλώ-σεις ἀλλά μέ ἐπαφές ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτῆρος.
Νά περιληφθῇ πρότασις, ὥστε οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά διατυπώνουν τίς θέσεις τους μέ τήν μορφή χωριστῶν δηλώσεων, ὅπως γινόταν μέχρι τό 1961 ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἀντιπροσωπεῖες.
Στήν παράγρ. 16, εἰδικότερα γίνεται ἀναφορά στίς σχέσεις τῶν Ὀρθο-δόξων Ἐκκλησιῶν μέ διαχριστιανικούς ὀργανισμούς καί περιφεριακά ὄργανα τοῦ Π.Σ.Ε., καί μάλιστα μέ τήν παρατήρησι ὅτι «ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. πλη-ροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανι-κοῦ κόσμου». Τό ἔργο τῶν ὀργανισμῶν αὐτῶν δέν εἶναι, ἀπό Ὀρθοδόξου ἐπό-ψεως κρινόμενο, σύμφωνο μέ τίς προσδοκίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι ἐν προκειμένῳ γνωστές κάποιες ἐνέργειες τῶν διαχριστιανικῶν ὀργανι-σμῶν, οἱ ὁποῖες προκαλοῦν τό Ὀρθόδοξο αἴσθημα. Μία τέτοια ἐνέργεια εἶναι, ἐπί παραδείγματι, σχετική μέ τήν ψήφισι τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Χάρτας ἀπό τό C.E.C καί τό C.C.E.E., ὅπως προκύπτει ἀπό ἔγγραφα τῶν Ἐπιτροπῶν ἐπί Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν σχέσεων. Θά ἦταν πραγματική ἀστοχία, ἄν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐπιβεβαίωνε μεθόδους καί στό-χους διαχριστιανικῆς συνεργασίας, ὅπως αὐτές.
Ἡ παράγρ. 20 ὀφείλει νά τροποποιηθῇ. Οἱ ἱεροί Κανόνες 7 τῆς Β’ καί 95 τῆς Πενθέκτης προσδιορίζουν τόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἐξ αἱρέσεων προσ-ερχομένων στήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί ὄχι τήν προ-οπτική τοῦ διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μαζί τους, ἐνόσῳ αὐτοί παραμένουν στίς ἑτεροδιδασκαλίες τουςix .
Δέν πρέπει ἐπίσης νά λησμονῆται ὅτι ἡ ἀρχική στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν διαχριστιανικῶν ὀργάνων, π.χ. στήν Ἐπιτροπή «Πίστις καί Τάξις», περιελάμβανε ὅρον, ὅτι οἱ ἐκπρόσωποί της δέν θά συμμετέχουν σέ δογματικές συζητήσεις καί λατρευτικές ἐκδηλώσεις στό πλαίσιο συνεργασίας τους (βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα...., τόμ. ΙΙ, σελ. 962-963). Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ στάσις τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας στήν Λούνδη (πρώτη σύσκεψις τοῦ «Πίστις καί Τάξις» ἐντός τῶν πλαισίων τοῦ Π.Σ.Ε., 1952), ὅπου ἐδήλωσαν: «... ἡ Ἱεραρχία τῆς ὅλης Ἑλληνικῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας ἐπιφυλάσσει δι’ ἑαυτήν καί μόνην τό δικαίωμα νά ὁρίζῃ τί εἶναι σφαλερόν εἰς θρησκευτικά ζητήματα καί τί εἶναι σύμφωνον ἤ ἀσύμφωνον πρός τήν πίστιν αὐτῆς...».
Δεδομένης σήμερα τῆς παραγωγῆς θεολογικῶν κειμένων ἀπό τίς ἐπι-τροπές τοῦ Π.Σ.Ε., εἴμαστε σέ θέσι ἀπό τήν μελέτη τους νά ἀντιληφθοῦμε τήν θεολογική προοπτική τῆς συνεργασίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τό Π.Σ.Ε. Ἀπό τήν μελέτη τους διαπιστώνουμε ὅτι χρειάζεται περισσότερη προσοχή καί ἐπιφυλακτικότης γιά τά ἐκπονούμενα κείμενα. Τέτοιο κείμενο εἶναι π.χ. τό κείμενο τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστις καί Τάξις «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», στό ὁποῖο μέ σαφήνεια καί ἐν γνώσει τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσ-ώπων δεσπόζει στό Π.Σ.Ε. ἡ προτεσταντική ἐκκλησιολογία (βλ. Ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή Ἁγίου Ὄρους, Ὑπόμνημα περί τῆς συμ-μετοχῆς...., σελ. 13 κ.ἑξ.).
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ παράγρ. 21 θά μποροῦσε ἐπίσης νά τροποποιηθῇ, ὥστε νά δηλωθῇ ἡ ἐπιφυλακτικότης γιά τά θεολογικά κείμενα πού παράγονται στίς ἐπιτροπές τοῦ Π.Σ.Ε.x.
Ἡ παράγρ. 22, παρά τήν σπουδαιότητά της γιά τήν εὐστάθεια τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θά μποροῦσε νά μή περιληφθῇ στό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανι-κόν κόσμον», καθότι ἀποτελεῖ θέμα ἄλλης προοπτικῆς.
5ον. Ὡρισμένες συνέπειες τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου.
Ἡ παράγρ. 23, ἐάν τήν ἐννοοῦμε σωστά, σημαίνει δύο πράγματα. Πρῶτον, σημαίνει ἐκδηλώσεις φιλοφρονήσεων πρός τούς ἑτεροδόξους.
Ὅμως στό πλαίσιο αὐτῶν τῶν ἐκδηλώσεων παρέχεται ἡ ψευδής ἐντύπωσις ὑγιοῦς πορείας πρός ἑνότητα ἤ καί ὑπαρχούσης ἑνότητος, καί ἐκφέρεται λόγος ἀπό ἐπίσημα βήματα καί πρόσωπα περί αὐτῆς. Εἶναι γνωστό ὅμως ὅτι μεγάλο μέρος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ δέν ἀναπαύεται σέ ὅλα αὐτά τά ἀνοίγματα, καί ὅτι ἡ ἑνότης πού καλλιεργεῖται δέν εἶναι ἀληθής.
Δεύτερον, σημαίνει ὅτι πανορθοδόξως ἀποφασίζεται νά μή γίνων-ται δεκτοί οἱ ἑτερόδοξοι πού προσέρχονται στήν Ἐκκλησία: «ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολο-γιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ». Αὐτό ὅμως δέν εἶναι σύμφωνο μέ τήν πίστι καί τήν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας. Μέ διαλόγους ἀμφιβόλου ἐκβάσεως ἀναιρεῖται ἡ ἱεραποστολική φύσις τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποστερεῖται ἀπό τά διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ ἡ δυνατότης ἐπιστροφῆς τους στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ἡ πα-ράγρ. 23 σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω πρέπει νά τροποποιηθῇxi .
Είς δέ τήν ἀκροτελεύτιο παράγραφο πρέπει νά ἀποφευχθῇ ἡ φράσις «ὅπως οἱ χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ». Ἔτσι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν θά δεσμευθῇ μέ πανορθόδοξο συνοδική ἀπόφασι γιά κάθε εἴδους διαχρι-στιανική συνεργασία, ἀλλά θά μείνῃ στήν ἐλπίδα τῆς καρποφορίας τῆς δικῆς της ἁγιοπνευματικῆς μαρτυρίαςxii.
Γ’.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ε’ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΣ
«ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ»
1ον. Ὑποδείγματα θεοσυνεργήτων τροποποιήσεων.
Οἱ παράγρ. ΙΙ3 καί ΙΙ4 εἶναι ὑποδείγματα Ὀρθοδόξως ἐκφερομένου συνοδικοῦ λόγου, συμφώνου πρός τήν ἐκκλησιαστική παράδοσι καί θεολογία περί ἱερωσύνης, γάμου καί μοναχισμοῦ. Ἐκτός τούτου εἶναι καί παραδείγματα γιά τό ὅτι μέχρι τελευταίας στιγμῆς μπορεῖ νά γίνουν θεοσυνέργητες τροπο-ποιήσεις, ἐάν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι στά προσχέδια τοῦ κειμένου αὐτοῦ (Β’ Πανορθόδοξος Προσυνοδική Διάσκεψις, 1982) ὑπῆρχαν προτάσεις γιά διαφο-ρετικές ἀποφάσεις (γάμο τῶν ἐν χηρείᾳ κληρικῶν καί ἱερολόγησι τοῦ γάμου τῶν ἐκπεσόντων τοῦ μοναχικοῦ σχήματος Μοναχῶν), πού εὐτυχῶς ἀποφεύ-χθηκαν. Τό ἴδιο ἀναλογικά ἰσχύει καί μέ τήν τροποποίησι πού δέχθηκε τό προ-σχέδιο κειμένου περί νηστείας ἤδη ἀπό τό 1986 (Γ’ Πανορθόδοξος Προσυνο-δική Διάσκεψις), ὥστε νά λάβῃ τήν γενικῶς σήμερα παραδεκτή μορφή του.
2ον. Ἡ περί γάμου προθεωρία καί ἀναγκαῖες προσθῆκες.
Τό σχέδιο κειμένου «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐ-τοῦ» ἔχει μία Ὀρθοδόξως τεκμηριωμένη προθεωρία. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως ἡ προθεωρία αὐτή νά θεμελιωθῇ, ἐπιπροσθέτως, καί ἐπί τῶν περί γάμου ἱ. Κανόνων διά παραπομπῆς σέ αὐτούς πού ἔχουν κυρωθῇ διά τοῦ β’ Κανόνος τῆς Πενθέκτης, διότι δι’ αὐτῶν προστατεύεται ὁ γάμος ἀπό τήν ἐκκο-σμίκευσί του. Γι’ αὐτό προτείνεται ἡ προσθήκη κάποιας παραπομπῆς σέ αὐ-τούς τούς ἱ. Κανόναςxiii .
Ἐπίσης, γιά λόγους πιστότητος στήν Κανονική παράδοσι χρειάζεται μία προσθήκη (φαίνεται μέ ἔντονη γραφή) στήν κατωτέρω διατύπωσι τῆς ἰδίας αὐτῆς παραγράφου Ι4: «Ἀπαραίτητος προϋπόθεσις διά τόν γάμον εἶναι ἡ Ὀρ-θόδοξος πίστις εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν, μία πίστις, τήν ὁποίαν ὀφείλουν νά ἀποδέχωνται ὁ νυμφίος καί ἡ νύμφη, ὁ ἀνήρ καί ἡ γυνή»11 .
3ον. Ὁ γάμος ὡς ὁδός θεώσεως (ἡ ἀσκητική τοῦ γάμου).
Ἡ θεμελίωσις τῶν κωλυμάτων γάμου στούς ἱ. Κανόνας 53 καί 54 τῆς Πενθέκτης συμπληρώνεται εὔστοχα ἀπό τήν φράσι: «καί τῆς συνῳδά τούτοις ἐκκλησιαστικῆς πράξεως», ὄχι ὅμως ἐπαρκῶς. Ἡ παραπομπή στούς Καταστα-τικούς Χάρτες τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί στίς συνοδικές ἀποφάσεις τους δέν καλύπτει τό θέμα, ἐάν δέν γίνῃ παραπομπή καί στούς προαναφερ-θέντες ἱ. Κανόνες καί τίς μετέπειτα συνοδικές ἀποφάσεις τῶν ἀοιδίμων πατρι-αρχῶν καί τίς ἑρμηνεῖες τῶν ἐγκρίτων κανονολόγων.
Ὁ λόγος γιά μία ὁλοκληρωμένη, καί ὄχι ἀποσπασματική, ἀναφορά στήν κανονική περί γάμου παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας βρίσκεται στήν ἀνάγκη νά βοηθηθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί στόν ἀγῶνα τους γιά τήν πνευματική ὡρίμανσι καί θέωσι. Διότι καί ὁ Ὀρθόδοξος γάμος εἶναι μυστήριον φανερώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκησις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν περιλαμβάνει καί τήν σωφροσύνη, ἡ ὁποία κατά τήν ἐκλογή συζύγου ἔχει τήν ἰδιαίτερη σημασία της. Ἡ διαδικασία τῆς ἐκλογῆς συζύγου, ὅπως καί ἡ ὁλοκλή-ρωσίς της μέ τόν Ὀρθοδόξως ἱερολογηθέντα γάμο, δέν εἶναι ἰδιωτική μόνο ὑπόθεσις, ὅπως θά ἐθεωρεῖτο στήν ἐκκοσμικευμένη ἐποχή μας, ἀλλά ὑπόθεσις ἐκκλησιαστική. Μέλη τοῦ Χριστοῦ οἱ νέοι ἀναζητοῦν ἄλλα μέλη τοῦ Χριστοῦ γιά νά συνδεθοῦν «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν», νά κάνουν τήν ζωή τους Βασιλεία Θεοῦ. Αὐτό λέγει καί ἡ παράγρ. Ι4 τοῦ σχεδίου κειμένου.
Ἑπομένως, ὡς ἀντανάκλασις αὐτοῦ τοῦ φρονήματος, προτείνεται ἡ παράγρ. ΙΙ1 νά τροποποιηθῇ, ὥστε νά διαφυλαχθῇ ἀναλλοίωτη ἡ συνοδική παρακαταθήκη τῆς ἀσκητικῆς τοῦ γάμουxiv.
Ἔτσι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά βοηθήσῃ τά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας νά μή μειώσουν τό ἀσκητικό φρόνημά τους καί νά μή διακινδυνεύσουν τήν πορεία τους πρός τήν τελειότητα, ἐπιλέγοντας ἐμπαθῶς γιά γάμο πρόσωπα μέ ὅλο καί μικρότερους βαθμούς συγγενείας. Ἄλλωστε τέτοιες περιπτώσεις θά οἰκονομηθοῦν χωρίς εἰδική ἀπόφασι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γιά περιορισμό τῶν κριτηρίων στούς Κανόνες 53 καί 54 τῆς Πενθέκτης, οἱ ὁποῖοι οὕτως ἤ ἄλλως ἐπί αἰῶνες δέν εἶχαν τηρηθῆ ἀκριβῶς ἀλλά ἐπί τό αὐστηρό-τερον (δέν συνῆπτον π.χ. γάμο δεύτερα ἐξαδέλφια, βλ. Πηδάλιον).
4ον. Διευκρινίσεις στόν ὅρο «διγαμία».
Στήν παράγρ. ΙΙ2 ἡ ἔννοια «διγαμία» δέν χρησιμοποιεῖται μέ τόν κανο-νικῶς ἀκριβῆ ὁρισμό της. Στήν φράσι «συμφώνως πρός τήν κατηγορηματικῶς καταδικάζουσαν τήν διγαμίαν καί τόν τέταρτον γάμον Ὀρθοδόξον κανονικήν παράδοσιν» ἡ διγαμία χρησιμοποιεῖται μέ τήν ἔννοια ὅτι κάποιος ἔχει καί δεύ-τερη σύζυγο προτοῦ πάρῃ διαζύγιο ἀπό τήν πρώτη. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ λέξις διγαμία συναντᾶται στά σύγχρονα λεξικά (βλ. λῆμμα στό Μέγα Ἑλληνικό Λεξικό Φυτράκη), καί ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ διγαμία στό σχέδιο κειμένου κατηγορηματικῶς καταδικάζεται ὅπως καί ὁ τέταρτος γάμος. Ἀλλά ὑπό τήν ἔννοια αὐτή καταδικαστέος εἶναι καί ὁ δεύτερος καί ὁ τρίτος καί ὁ τέταρτος καί ὁ πολλοστός, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει λυθῆ κανονικῶς ὁ πρῶτος γάμος. Ἡ πο-λυγαμία δέν ἔχει θέσιν στήν Ἐκκλησία.
Στήν κανονική παράδοσι ἡ ἔννοια τῆς διγαμίας εἶναι διαφορετική. Ση-μαίνει ὅτι κάποιος, εἴτε λόγῳ θανάτου τῆς συζύγου εἴτε λόγῳ μοιχείας, ἔχει ἤδη διαζύγιο καί νυμφεύεται δεύτερη γυναῖκα. Αὐτός ὁ γάμος «παραχωρεῖ-ται», δηλαδή συγχωρεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Καί ὁ τρίτος γάμος, ἐννοεῖται λόγῳ θανάτου ἤ μοιχείας καί τῆς δευτέρας συζύγου, γίνεται ἀνεκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἀλλά ὁ ἑπόμενος, ὁ τέταρτος, ἔστω καί ἄν συντρέχουν οἱ προηγού-μενες προϋποθέσεις τοῦ θανάτου ἤ τῆς μοιχείας, δέν ἐπιτρέπεται.
Ἡ διγαμία λοιπόν, ὑπό τήν ἀνωτέρω κανονική της ἔννοια, συγχωρεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία, δηλαδή γίνεται δεκτή μετά ἀπό ἐπιτίμιο. Οἱ ἱεροί Κανόνες, τοῦ Μεγ. Βασιλείου ὁ δ’ καί τῆς ἐν Νεκαισαρείᾳ ὁ ζ’ ὁρίζουν πῶς γίνεται δεκτός ὁ δίγαμος καί ὁ τρίγαμος. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σημειώνει ἀκριβέ-στερα: «Ἡ μὲν οὖν διγαμία παρακεχώρηται δῆλον ὅτι ὑπὸ τοῦ ἱεροῦ ἀποστό-λου καὶ δι' αὐτοῦ παρὰ Χριστοῦ, οὐ μὴν νόμος, ὥσπερ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ἀλλὰ συγχώρησις».
Ἑπομένως προτείνεται νά τροποποιηθῇ ἡ φράσις διά τοῦ: «καταδι-κάζουσαν τόν τοιοῦτον καί τόν τέταρτον γάμον... κτλ»xv .
Ὁ λόγος, γιά τόν ὁποῖο ἀναφερθήκαμε στήν μή κανονική χρῆσι τῆς ἔν-νοιας τῆς διγαμίας στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐάν κατανοήσουμε θεολογικῶς τήν ἀπό κανονικῆς ἀπόψεως θέσι τῆς διγαμίας στήν Ἐκκλησία, εἴμαστε σέ θέσι νά ἀντιληφθοῦμε ἀναλογικά καί τό σοβαρό θεολογικό πρόβλη-μα πού βρίσκεται πίσω ἀπό τήν ἱερολόγησι τῶν μικτῶν γάμων.
5ον. Οἱ μικτοί γάμοι καί τά θεολογικά τους προβλήματα.
Ἡ παράγρ. 5i, περί τῶν μικτῶν γάμων «Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων», ἔχει δύο θεολογικά προβλήματα:
α’. Ὁ μικτός γάμος δέν ἔχει θεολογική βάσι.
Ὁ μικτός γάμος μέ ἑτεροδόξους, γράφεται στό σχέδιο κειμένου, «κωλύ-εται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν, μή δυνάμενος νά εὐλογηθῇ (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου)». Διότι, ὅπως σωστά λέγεται στήν προθεω-ρία περί γάμου τοῦ σχεδίου κειμένου: «Ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωσις ἀνδρός καί γυναι-κός συνιστᾷ μίαν μικράν ἐκκλησίαν ἤ μίαν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας». Κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἡ ἕνωσις τῶν χριστιανῶν συζύγων εἶναι μυστήριον εἰς Χρι-στόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὥστε «θεμέλιον τῆς ἑνότητος τοῦ γάμου νά εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότης» καί ἡ ἕνωσίς τους «διά τῆς ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος εὐλογίας τῆς συζυγικῆς ἀγάπης» νά εἶναι εἰσαγωγή «εἰς τήν τάξιν τῆς Βασιλεί-ας τῆς παναγίας Τριάδος» (παράγρ. Ι4). Ὁ ἐν Χριστῷ γάμος, ὡς φανέρωσις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὁλοκληρώνεται καθώς οἱ νεόνυμφοι στήν Θεία Λειτουργία μεταλαμβάνουν τῶν θείων Μυστηρίων (κατά τήν ἀρχαία τάξι).
Δεδομένου λοιπόν ὅτι ὁ μικτός γάμος δέν μπορεῖ νά εὐλογηθῇ γιά τούς ἀνωτέρω θεολογικούς λόγους, δέν ἁρμόζει τούς συζύγους «εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν», οὔτε τούς ἐντάσσει ὡς ζεῦγος «εἰς τήν τάξιν τῆς Βασιλείας τῆς παναγίας Τριάδος», διότι «εἰς τήν τάξιν τῆς Βασιλείας» δέν μπορεῖ νά ἐν-ταχθῇ, τήν στιγμή τουλάχιστον τῆς τελέσεως τοῦ μικτοῦ γάμου, τό ἑτερόδο-ξον μέλος. Εἰς τί συνίσταται ἑπομένως ἡ «συγκατάβασις καί φιλανθρωπία», κατά τό ἐν σχεδίῳ κείμενο; Στήν οἰκονομία τοῦ Ὀρθοδόξου μέλους. Γιά τόν λόγο αὐτό προτείνεται νά τροποποιηθῇ τό ἐν σχεδίῳ κείμενο. Νά τελειώσῃ δηλαδή μέ τελεία στιγμή ἡ διατύπωσις περί τοῦ ὅτι ὁ μικτός γάμος κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν. Αὐτό εἶναι κανονικῶς ὀρθό. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πρέπει νά ἐπαναλάβῃ καί ἐπιβεβαιώσῃ τήν κανονική παράδο-σι. Στήν συνέχεια τό κείμενο νά διαλαμβάνῃ ὅτι ὁ μικτός γάμος ἀντιμετω-πίζεται κατ’ οἰκονομίαν ὅπως ὁρίζουν οἱ ἱ. Κανόνεςxvi.
Ἡ οἰκονομία τοῦ Ὀρθοδόξου μέλους εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα, ὅπως βεβαίως καί ἡ διευκόλυνσις τοῦ ἑτεροδόξου μέλους νά ἐπανέλθῃ στήν Ἐκκλησία. Περί τοῦ τελευταίου διαλαμβάνει ὁ λα’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ. Ἄν ὅμως δέν θέλῃ τό ἑτερόδοξο μέλος νά ἀποδεχθῇ τήν Ὀρθοδοξία, τότε ἀπομένει ἡ οἰκονομία τοῦ Ὀρθοδόξου μέλους κατά τούς ἱ. Κανόνες.
Συνθῆκες γιά μικτούς γάμους ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν, ἀλλά τό θέμα ἀντιμε-τωπιζόταν κατά τούς ἱ. Κανόνες. Ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, σέ κλίμα ἐκ-κλησιολογικῆς καθιζήσεως, ἄρχισε νά θεωρῆται ὡς οἰκονομία ἡ ἴδια ἡ ἱερολογία τῶν μικτῶν γάμων12. Δέν πρέπει ὅμως νά λησμονῆται ὅτι ἡ πρακτική αὐτή δέν ἔτυχε μέχρι σήμερα πανορθοδόξου συνοδικῆς διευθετήσεως. Θά εἶναι εὐ-τυχές νά λάβῃ τώρα μία σύμφωνη πρός τούς ἱ. Κανόνας διευθέτησι. Ἡ Ἐκ-
κλησία ἐπί αἰῶνες δέν ἐπεκύρωσε συνοδικῶς κάτι διαφορετικό ἀπό τήν ἐντολή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Δογματικῶς ὀρθό εἶναι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά μή θεσμοθετήσῃ κάτι πλέον τοῦ οβ’ Κανόνος τῆς Πενθέκτης. Ἡ ὑπάρχουσα πρακτική τῶν μικτῶν γάμων πρέπει νά μείνῃ πρός καιρόν οἰκονομία τῶν ἐπισκόπων, χωρίς ἡ Σύνοδος νά διατυπώσῃ δε-σμευτική ρήτρα τοῦ τύπου «κατ’ οἰκονομίαν εὐλογοῦνται μικτοί γάμοι». Ὅσο ὡριμάζουμε ἐκκλησιολογικά, μπορεῖ ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας (ποιμαντική τῆς θεώσεως καί ὄχι ἄλλων κατευθύνσεων) νά θεραπεύσῃ σύν τῷ χρόνῳ τίς πληγές πού δημιούργησαν ἀθεολόγητες περί τόν γάμο πρακτικές στόν νεωτε-ρικό κόσμο τοῦ 19ου καί 20οῦ αἰῶνος. Ἄς μή δεσμευθῇ ἡ Ἐκκλησία μέ μία πανορθόδοξη συνοδική ἀπόφασι. Οἱ μικτοί γάμοι εἶναι ἀναπόφευκτοι, ὅσο ὁ λαός ὑστερῇ σέ ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία καί πνευματική ὡριμότητα.
β’. Ὁ μικτός γάμος συνιστᾶ ἀποδοχή τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας». Εἶναι ἐντελῶς ἀόριστη ἡ διατύπωσις τοῦ ἐν σχεδίῳ κειμένου «ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων». Μέ ποιούς ἑτεροδόξους θά ἐπιτρέπεται (ἐνν. κατά τό σχέδιο κειμένου) καί μέ ποιούς δέν θά ἐπιτρέπεται γάμος; Ποιός κανό-νας θά ἰσχύῃ; Μόνο μέ τούς Ρ/καθολικούς, Ἀντιχαλκηδονίους καί Προτεστάν-τες θά ἐπιτρέπεται, ἐνῶ μέ τούς Πεντηκοστιανούς καί τούς Ἀντβεντιστές καί τούς Ἀντιτριαδικούς δέν θά ἐπιτρέπεται; Καί γιατί αὐτή ἡ διαφοροποίησις, ἐφ’ ὅσον ὅλοι ἔχουν δόγματα καί ἤθη ἀντιευαγγελικά;
Ὅμως, ἔστω καί ἄν δέν λέγεται στό ἐν σχεδίῳ κείμενο, ἡ πρᾶξις σήμερα εἶναι νά δεχόμαστε τόν μικτό γάμο μέ «βαπτισμένους στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος», ὅπως φαίνεται ἀπό ποιμαντικές ὁδηγίες Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σέ χῶρες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ παραδοχή ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ πρακτική τῶν μικτῶν γάμων, πού θεσμοθετεῖται μέ τό σχέδιο κειμέ-νου, ἐπιβεβαιώνει τήν λεγομένη «βαπτισματική θεολογία», ἄγνωστη στήν πατερική Παράδοσι καί χαλκευμένη τά τελευταῖα πενήντα χρόνια μέ τούς θεολογικούς διαλόγους.
ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ Ε’ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΣ
«Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τῼ ΣΥΓΧΡΟΝῼ ΚΟΣΜῼ»
1ον. Γενικές ἐπισημάνσεις.
Τό σχέδιο κειμένου διαπνέεται ἀπό μία ἀντίφασι, ὅσον ἀφορᾶ τόν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Σέ κάποιες παραγράφους ἡ Ἐκκλησία περιγράφεται ὀρθά σύμφωνα μέ τήν φύσι της (καινή κτίσις κ.λπ.) καί σέ ἄλλες μέ μία καθι-δρυματική ἀντίληψι, σάν κοσμικός ὀργανισμός πού συμμετέχει στίς δομές τοῦ συγχρόνου κόσμου.
Ἡ καθιδρυματική ἀντίληψις περί Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε μετά ἀπό ρωμαιοκαθολική καί προτεσταντική ἐπίδρασι, στήν πρᾶξι δέν εἶναι εὔκολο νά παρακαμφθῇ. Ὁ σύγχρονος κόσμος λειτουργεῖ μέ τρόπο πού προϋ-ποθέτει αὐτή τήν ἀντίληψι. Ὅμως ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος μπορεῖ νά τήν ἀποφύγῃ καί νά δώσῃ ἔτσι τό μήνυμα ὅτι πρόκειται περί ἐκτροπῆς ἀπό τήν ἁγιοπατερική ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες θά μαρτυροῦν γιά τήν ἤδη ὑπάρχουσα καί βιουμένη στήν Ἐκκλησία εἰρήνη, καταλλαγή καί ἀγάπη. Πράγματι αὐτή ἀποτελῇ «τό ἔλεον καί τόν οἶνον στά τραύματα» τοῦ κόσμου, ὅπως ὡραῖα λέγεται στό σχέδιο κειμένου. Αὐτήν τήν εἰρήνη καί τήν καταλλαγή ἡ Ἐκκλησία «ὡς Καλός Σαμαρείτης ἐπιχέει μέ ἀγάπη καί φιλανθρωπία» στά τραύματα τοῦ κόσμου. Ἡ κοσμική ἀντίληψις περί καταλλαγῆς, ἡ ὁποία ἔχει μέν εὐγενῆ κίνητρα ἀλλά ὄχι καί ὑγιεῖς θεολογικά, δηλαδή ἁγιοπνευματικές, προσδοκίες καί ἐπιδιώξεις, ἐμπλέκει τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σέ δραστηριότητες πού ἀκυρώνουν τό μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτή ἡ ἐμπλοκή προωθεῖται μέ τό σχέδιο κειμένου. Γι’ αὐτό χρειάζονται τρο-ποποιήσεις.
2ον. Περί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου καί περί περσοναλισμοῦ.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν παράγρ. Α1 περί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου (ὄχι τοῦ «ἀνθρωπίνου προσώπου», διότι ἤδη ἔχει ἐντοπισθῆ ἀπό τόν Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο καί ἀπό ἄλλους καί ἔχει γίνει κατανοητή ἡ περσοναλιστική στρέ-βλωσις τοῦ ὅρου αὐτοῦ), πρέπει νά ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό χριστολογικό καί χριστοκεντρικό περιεχόμενό της χάνει τήν σημασία του στίς ἑπόμενες παρα-γράφους Α2-3. Γράφεται ὅτι ὡς προϋπόθεσις γιά τήν διαχριστιανική συνεργα-σία καί διαθρησκειακή συνεννόησι γιά τήν προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου «δύναται νά χρησιμεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώ-που» (παράγρ. Α3).
Πόσο κοινή ὅμως εἶναι ἡ διδασκαλία περί τοῦ ἀνθρώπου ἀνά-μεσα στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί στίς ἄλλες χριστιανικές ἐκκλησίες καί ὁμολογίες, πού δέν δέχονται τήν κατά Χάριν θέωσι τοῦ ἀνθρώ-που, καί στίς ἄλλες θρησκεῖες πού τήν ἀγνοοῦν παντελῶς; Οἱ διαχριστιανικές καί διαθρησκειακές προσπάθειες γιά τήν προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου ἐνδέχεται νά ἔχουν ὡς προϋπόθεσι μία οὐμανιστική (περσοναλιστι-κή, ὑπαρξιστική) ἀντίληψι περί «ἀνθρωπίνου προσώπου», ἀδυνατοῦν ὅμως νά θέσουν ὡς βάσιν αὐτῶν τήν ἁγιοπνευματική γνῶσι τοῦ ἀνθρώπου ὡς «κεκε-λευσμένου Θεοῦ». Ἡ Σύνοδος θά θέσῃ ὡς στόχο τῶν ἀποφάσεών της ἐνδοκο-σμικές συνεργασίες χωρίς σαφῆ περιγραφή τῶν δικῶν της κριτηρίων; Γι’ αὐτό προτείνεται τροποποίησις τῶν παραγάφων Α2-3xvii .
Εἰδικότερα ἡ περσοναλιστική (οὐμανιστικῆς, ὑπαρξιστικῆς προελεύσε-ως) ἑρμηνεία τοῦ ὅρου «ἀνθρώπινο πρόσωπο», ἡ ὁποία δεσπόζει στήν παρά-γραφο Β1, προτείνεται νά τροποποιηθῇ. Ἡ κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καί λόγῳ τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, δέν ἀντανακλᾶ ἀπροϋ-ποθέτως «τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν» (παράγρ. Β1), ἀλλά μόνο ὑπό τήν προ-ϋπόθεσι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γίνει σῶμα Χριστοῦ στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί ἔχουν ὡς ζωή τους τήν «δόξαν», τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Χριστός σέ αὐτούς πού ἔγιναν σῶμα Του, «ἵνα ὦσιν ἕν», καθώς εἶναι τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριά-δος. Αἰχμή στήν παράγρ. Β1 ἀποτελεῖ ὁ ὅρος «κοινωνία τῶν θείων προσ-ώπων». Εἶναι καθαρά περσοναλιστικῆς προελεύσεως, ἀντορθόρθοξος, καί ὀφείλει νά ἀποφευχθῇxviii.
3ον. Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν εἰρήνη καί τήν δικαιοσύνη, γιά τίς ὁποῖες γίνεται λό-γος στό ὑποκεφάλαιο Γ., ὑπάρχει σύγχυσις ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου. Στίς ἴδιες παραγράφους χρησιμοποιοῦνται μέ τήν ἁγιοπνευματική τους ἔννοια καί μέ τήν κοσμική (ἐνδοκοσμική) ἔννοια. Βλ. π.χ. στήν παράγρ. Γ1, ὅπου ἡ εἰρή-νη τοῦ Χριστοῦ ὡς ὁ «ὥριμος καρπός τῆς ἐν Αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) ἀνακεφαλαιώ-σεως τῶν πάντων», μία εἰρήνη ὑπέρ νοῦν καί κατάληψιν, χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22), φέρεται ἐπίσης ὡς καρπός «τῆς καθολικότητος τῶν ἀρχῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί, τέλος, τῆς καρποφορίας τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λα-ῶν τοῦ κόσμου». Περιττόν νά ποῦμε ὅτι οὔτε ἡ ἱστορία οὔτε ἡ ἐσχατολογική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν γιά «ἐπί τῆς γῆς ἐπικράτησι ὅλων αὐτῶν τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν» (παράγρ. Γ1). Μόνον ἡ προφητική, χριστολογική, διάστασις τῆς εἰρήνης ἀπομένει (Ἡσ. 11, 1-9) καθώς καί οἱ αἰτήσεις τῆς Ἐκκλησίας «ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καί τῆς σωτηρίας» τῶν τέκνων της, πού εἶναι ἡ ἁγιοπνευματική διάστασις τῆς εἰρήνης. Ἀκολουθοῦν κατόπιν εὐχετικῶς καί οἱ δεήσεις «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», ὁ ὁποῖος ταλαιπωρεῖται ἀπό τίς πολλές καί πολύμορφες διαστάσεις καί ἔχθρες καί μάχες.
Προτείνεται λοιπόν ἡ σαφής καί ἀνεπίμικτη χρῆσις τῶν ὅρων, ὥστε νά εἶναι καθαρή ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διότι στίς παράγρ. Γ3-5 φαίνεται ἡ σύγχυσις αὐτοῦ πού εἶναι ἡ «ἄνωθεν εἰρήνη» μέ αὐτό πού ἐπιδιώ-κεται μέ τίς διαχριστιανικές καί διαθρησκειακές πρωτοβουλίες. Πολύ περισσό-τερο πού σέ αὐτές τίς τελευταῖες γίνονται προσευχές ὄχι σέ Ἐκεῖνον τόν ἀλη-θινό Θεό, τόν χορηγό τῆς «ἄνωθεν εἰρήνης», ἀλλά σέ ποικιλία θεῶν.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καλεῖται νά ἀναδείξῃ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς πιστότητα ὅλων τῶν ἐπισκόπων καί τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τους στό φρόνημα τῶν ἁγίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων: ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἴμαστε «ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθημεν ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ἡμῶν» (πρβλ. Ἐφ. 4, 4).
Ἡ Σύνοδος θά ψηφίσῃ τά προετοιμασμένα, ἐνδεχομένως μέ τροποποιή-σεις, προσυνοδικά κείμενα. Τήν ἑνότητα στήν Σύνοδο δέν δίνει ἡ ὑπερψήφισις ἁπλῶς τῶν κειμένων. Τά κείμενα πρέπει νά ἔχουν περιεχόμενο σύμφωνο μέ τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἀπό τά κείμενα πού θά τεθοῦν πρός ψήφισι, ἄλλα ἔχουν καθαρά δο-γματικό (ἐκκλησιολογικό) περιεχόμενο καί ἄλλα ποιμαντικό μέ δογματικές προϋποθέσεις ἤ συνέπειες.
Τό ἀνά χεῖρας ὑπόμνημα ἐκθέτει τίς δογματικές παραμέτρους πού διέ-πουν τά προσυνοδικά κείμενα καί προσφέρει ἐνδεχόμενες τροποποιήσεις σέ αὐτά, ὥστε ἡ ἑνότης στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο νά μή εἶναι ἁπλῶς ἀπουσία διαφορετικῶν (διασπαστικῶν) τάσεων ἀλλά ὁμογνωμία σέ «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη», ἐν προκειμένῳ στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλη-σιολογία.
Ἡ ἐποχή μας δέν ὑστέρησε σέ μορφές Ἁγίων, ἐν οἷς καί ἐξαιρέτων θεο-λόγων. Ἡ χαρισματική μαρτυρία τῶν συγχρόνων Ἁγίων καί ἡ «ἑπομένη τοῖς ἁ-γίοις πατράσι» μαρτυρία τῶν θεοφόρων θεολόγων εἶναι σημεῖα ἀναφορᾶς, πού μποροῦν νά ἐξασφαλίσουν θεοσυνέργητη ἑνότητα στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΜΕ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
1ον.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»
i«1. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν βαθεῖαν αὐτοσυνειδησίαν ὅτι μόνη αὐτή ἐκ τῶν χρι-στιανικῶν ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν συνεχίζει νά εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί ἈποστολικήἘκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκ τῆς αὐτοσυνειδησίας ταύτης προέρχεται ἡ μέριμνα Αὑτῆς, ὅπως δοθῇ μαρτυρία περί τῆς ἐν αὐτῇ ἀληθείας καί πραγματωθῇ ἡ ἐπαναγωγή πάντων τῶν ἐκτός Αὐτῆς εὑρισκομένων Χριστιανῶν εἰς τήν Ἑαυτῆς ἑνότητα».
ii«2. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεμελιοῖ τήν ἑνότητα αὑτῆς (τό εἶναι αὐτήν Μίαν) ἐπί τῆς μοναδικότητος τῆς θεανδρικῆς Ὑποστάσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου καί Θεοῦ καί Σω-τῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἀποτελεῖ τήν μοναδικήν Κεφαλήν τοῦ ἑνός καί μοναδικοῦ σώματος Αὐτοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότης τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ των, συμφώνως πρός τήν ἀρχιερατικήν προσευχήν τοῦ Κυρίου: ‘‘ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν’’ (Ἰω. ιζ’, 22), ἔχει ὡς πρότυπον τήν ἀδιάπτωτον ἑνότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ δέ οὐσι-ώδης ἑνότης τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ κατά τόπους Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν ἐκφράζεται διά τῆς ὁμολογίας τῆς αὐτῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν ἔν τε τῇ πίστει καί τῇ χειροτονίᾳ («τό γάρ ὁμόγνωμον καί ὁμόθρονον· τό δέ ἀντίγνω-μον καί ἀντίθρονον», κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον) καί διά τῆς πατερικῆς παραδόσεως βιου-μένης μέχρι σήμερον ἐν αὐταῖς ἀμειώτως».
iii «3. Ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τήν ἑνότηταταύτην, ὡς καί ἡ οἰκουμενικήαὐτῆς ἀποστολή, ἐξεφράσθησαν ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὗται ἰδιαιτέρως προέβα-λον τόν μεταξύ τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας ὑφιστάμενον ἄρρηκτον δεσμόν, καί διά τοῦτο ἀπέκοπτον ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας τούς μή κοινωνοῦν τας τῇ πίστει καί τοῖς μυστηρίοις αὐτῆς» (οἱ προσθῆκες σημειωμένες μέ ἔντονα γράμμα-τα).
iv«4. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδιαλείπτως προσεύχεται ὑπέρ ἐπιστροφῆς πάντων εἰς τήν ἑνότητά της: «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ.2, 4). Ἐκαλλιέργει πάντοτε τόν διάλογον μετά τῶν ἐξ Αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, θέτουσα ἀναγκαῖα δογματικά ὅρια πρός ἀσφαλῆ ἀνάκαμψιν αὐτῶν εἰς τήν ἀποστολι-κήν πίστιν Αὐτῆς καί τελείαν μετ’ Αὐτῆς κοινωνίαν ἐν τῷ αὐτῷ ἤθει καί τῇ αὐτῇ ἐμπειρίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνό-τητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων ἀνταποκρίνεται ἐκθέτουσα τήν δογματικήν Αὐτῆς διδα-σκαλίαν καί κανονικήν παράδοσιν (ἀποφάνσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί Ἱερούς Κανόνας) ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀκραιφνοῦς μαρτυρίας Αὐτῆς ἐντός τῶν νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν».
v«5. ... δέον νά ἐρείδωνται», ἀντί τοῦ ἁπλῶς «ἐρείδονται».
«6. Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διατα-ραχθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί σαφῶς Ὀρθοδόξων θεολογικῶν καί κανονικῶν βάσεων. Ὑπό τήν προϋπόθεσιν ταύτην εἶναι θετικῶς διατεθειμένη πρός θεολογικόν διάλογον μετ’ αὐτῶν, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρί-αν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα αὐτῶν μετά τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς, ἤτοι τῆς Ὀρθοδό-ξου, Ἐκκλησίας. Ἐν ᾗ δέ περιπτώσει διάλογός τις δέν τελεσφορεῖ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θέτει τέρμα εἰς αὐτόν κατά τήν εὐαγγελικήν προτροπήν (Τίτ. 3, 10-11).
«7. Ὑπό τό ἀνωτέρω μόνον πνεῦμα, ἅπασαι αἱ Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι δέον νά συμμετέχουν εἰς διαχριστιανικούς διαλόγους, ‘‘ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ’’ (Α’ Κορ. 9, 12)».
vi«8. ... κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας ...».
vii «9-15. Θέματα ἀφορῶντα τήν μεθοδολογίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά ἐπανεκτι-μηθοῦν μετά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
viii «16-19. Αἱ μέχρι τοῦδε σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μετά τοῦ Π.Σ.Ε. διακόπτον-ται, καθόσον τό ἐκκλησιολογικόν πλαίσιον τῆς ἐν αὐτῷ διαχριστιανικῆς συνεργασίας δέν ἀπο-βλέπει εἰς τήν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Πίστει καί Ἐκκλησίᾳ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ἀλλ’ εἰς συνύ-παρξιν, ἀμοιβαίαν ἀνοχήν καί συνεργασίαν τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν».
ix«20. Ἡ εἰσδοχή τῶν προσερχομένων εἰς τούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζεται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανό-νες 7 τῆς Β´ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων)».
x«21. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακαλουθεῖ τήν θεολογι-κήν παραγωγήν διαχριστιανικῶν θεολογικῶν ὀργάνων-ἐπιτροπῶν, ἀλλά διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδους σημασίας θεολογικά συμπεράσματα αὐτῶν».
xi«23. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναπτύσσει διαχριστιανικόν θεολογικόν διάλογον μέ ἀγά-πην Χριστοῦ ἐν ἀληθείᾳ, ἤτοι προσκαλεῖ τούς ἐκτός Αὐτῆς εἰς ἑνότητα Ὀρθοδόξου πίστεως καί γνησίας ἐμπειρίας Θεοῦ προβάλλουσα εἰς τόν σύγχρονον κόσμον τό ἰδανικόν πρότυπον τοῦ καινοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου».
xii «Δεόμεθα, ὅπως ὁ Κύριος ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα ἡμῶν περί τῆς ἐπανακάμψεως πάντων εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, τήν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Ἐκκλησίαν, ὅπως ‘‘γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν’’ (Ἰω. 10, 16)».
2ον.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ»
xiii Παράγρ. Ι4. « ... Ἄλλωστε, τό θεμέλιον τῆς ἑνότητος τοῦ γάμου εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότης, ἵνα, διά τῆς ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος εὐλογίας τῆς συζυγικῆς ἀγάπης, δυνηθῇ τό ζεῦγος νά ἀντανακλᾷ τήν ἀγάπην Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας ὡς μυστηρίου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ. Εἰς τήν διατήρησιν τῆς τοιαύτης προοπτικῆς τοῦ ἐν Χριστῷ γάμου συνετέλεσε καί ἡ πλουσία περί γάμου Κανονική παράδοσις (οἱ ι’ καί λα’ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, ὁ ζ’ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ, ὁ ιδ’ τῆς Δ’, τοῦ Μεγ. Βασ. ὁ δ’, καί κυρίως ὁ οβ’ τῆς ΣΤ’, καθώς καί αἱ ἑρμηνευτικαί ἐπεξηγήσεις τῶν ἐγκρίτων κανονολόγων)».
xiv Παράγρ. ΙΙ1. «Σχετικῶς μέ τά κωλύματα γάμου λόγῳ ἐξ αἵματος, ἐξ ἀγχιστείας, ἐξ υἱοθεσίας καί πνευματικῆς συγγενείας ἰσχύει ὅ,τι προβλέπεται ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων (53 καί 54 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου) καί τῆς συνῳδά τούτοις ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, ἥτις διαχρονικῶς ἔχει τηρηθῇ διά τῶν συναφῶν ἱερῶν Κανόνων, τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν καί τῶν ἑρμηνειῶν ἐγκρίτων Κανονολόγων, καί λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν ἡ σύμφωνος πρός αὐτάς σύγχρονος πρᾶξις τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν».
xv Παράγρ. ΙΙ2. «Περί τοῦ μή ἀμετακλήτως λυθέντος ἤ ἀκυρωθέντος γάμου καί τοῦ προϋπάρξαντος τρίτου, ἰσχύει ὅτι συνιστοῦν ἀπόλυτα κωλύματα πρός σύναψιν γάμου, συμ-φώνως πρός τήν κατηγορηματικῶς καταδικάζουσαν τόν τοιοῦτον καί τόν τέταρτον γάμον Ὀρθόδοξον κανονικήν παράδοσιν».
xvi Παράγρ. 5i. «i. Ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ᾿ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρί-βειαν, μή δυνάμενος νά εὐλογηθῇ (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ συνόδου). Ἀντιμετωπίζεται ὅμως κατά περίπτωσιν συμφώνως πρός τά ὁριζόμενα ὑπό τῶν ἱερῶν Κανόνων καί ὑπό τόν ρητόν ὅρον ὅτι τά ἐκ τοῦ γάμου τούτου τέκνα θέλουν βαπτισθῆ καί ἀναπτυχθῆ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ».
3ον.
ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝ Τῼ ΣΥΓΧΡΟΝῼ ΚΟΣΜῼ»
xvii Παράγρ. Α2: «Ἐπ’ αὐτῆς τῆς βάσεως εἶναι ἀπαραίτητον νά διακηρυχθῇ πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις ὅτι ἡ προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, αὐτονοήτως δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ τῆς εἰρήνης, δέν ἐξασφαλίζεται ἄνευ τοῦ ἁγιασμοῦ τούτου, τουτέστι τῆς ἐν τῇ Ὀρθοδό-ξῳ πίστει καί Ἐκκλησίᾳ θεοποιοῦ ἀσκήσεως καί ἑνώσεως μετά τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἐκ τῆς ὁποίας αἱ εἰρηνευτικαί προσπάθειαι ἀποκτοῦν θεοφιλῆ προσανατολι-σμόν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στέκει ἐν τῷ κόσμῳ ὡς διαχρονική μαρτυρία τοῖς μακράν καί τοῖς ἐγγύς περί αὐτῆς τῆς μοναδικῶς ἐν ἑαυτῇ φυλαττομένης ἐλπίδος».
Παράγρ. Α3: «Προϋπόθεσιν συνεργασίας Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων μετ’ ἄλλων διακρατι-κῶν, διαχριστιανικῶν ἤ διαθρησκειακῶν φορέων ἀποτελεῖ ἡ ἀπαρέγκλιτος θέσις τῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ ἀπάλειψις τοῦ φανατισμοῦ, ἡ συμφιλίωσις τῶν λαῶν καί ἡ ἐπικράτησις τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτή-τως φυλῆς καί θρησκεύματος, δέν πρέπει νά προϋποθέτῃ ἤ νά συνεπάγεται τόν συγκρητι-σμόν, τουτέστι τήν προσοικείωσιν ἤ τήν ἀποδοχήν μεθόδων ἀπαδόντων πρός τάς δογματικάς καί κανονικάς ἀρχάς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
xviii Παράγρ. Β1: «Ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον, τόσον ὡς συγκεκριμένον φορέα τῆς εἰκόνος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί κεκλημένου εἰς τό «καθ’ ὁμοί-ωσιν», ὅσον καί ὡς κοινωνίαν προσώπων, ἀποτελεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ἐλευθερίας. «Ὁ πλάσας ἀπ᾽ ἀρχῆς τόν ἄνθρωπον ἐλεύθερον ἀφῆκε καί αὐτεξούσιον, νόμῳ τῷ τῆς ἐντολῆς μόνον κρατούμενον» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ´, Περί φιλοπτωχίας, 25. PG 35, 892Α). Ἡ ἐλευθερία καθιστᾷ μέν τόν ἄνθρωπον ἱκανόν νά προοδεύῃ πρός τήν πνευματικήν τελειότη-τα, ἀλλά, συγχρόνως, ἐμπερικλείει τόν κίνδυνον τῆς παρακοῆς, τῆς ἀπό τοῦ Θεοῦ αὐτονομή-σεως καί, δι’ αὐτῆς, τῆς πτώσεως, ἐξ οὗ καί αἱ τραγικαί συνέπειαι τοῦ κακοῦ ἐν τῷ κόσμῳ».
1 Γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Ἐρωτῶ ἵνα καὶ αὐτοὶ γένωνται ἓν, κατὰ τὸ ἐν ἐμοὶ σῶμα, καὶ κατὰ τὴν αὐτοῦ τελείωσιν· ἵνα καὶ αὐτοὶ γένωνται τέλειοι, ἔχοντες πρὸς τοῦτο τὴν ἑνότητα, καὶ εἰς αὐτὸ ἓν γενόμενοι· ἵνα, ὡς ἂν πάντες φορεσθέντες παρ᾽ ἐμοῦ, πάντες ὦσιν ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, καὶ εἰς ἄνδρα τέλειον καταντήσωσιν. Οἱ γὰρ πάντες, ἐκ τοῦ αὐτοῦ μεταλαμβά-νοντες, ἓν γινόμεθα σῶμα, τὸν ἕνα Κύριον ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς» (Κατά ἀρειανῶν, PG 26, 369). Καί ἐπίσης: «Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Λόγος ἐστὶν ἐν τῷ Πατρὶ, τὸ δὲ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Λόγου δίδοται, θέλει λαβεῖν ἡμᾶς τὸ Πνεῦμα, ἵνα, ὅταν ἐκεῖνο λάβωμεν, τότε ἔχοντες τὸ Πνεῦμα τοῦ Λόγου τοῦ ὄντος ἐν τῷ Πατρὶ, δόξωμεν καὶ ἡμεῖς διὰ τὸ Πνεῦμα ἓν γίνεσθαι ἐν τῷ Λόγῳ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ τῷ Πατρί. Τὸ δὲ, ὡς ἡμεῖς, ἐὰν λέγῃ, οὐδὲν ἕτερον πάλιν ἐστὶν, ἢ ἵνα ἡ γινομένη τοιαύτη τοῦ Πνεύματος χάρις εἰς τοὺς μαθητὰς ἀδιάπτωτος καὶ ἀμεταμέλητος γένηται» (ἔνθ’ ἀνωτ. PG 26, 376).
2 Ἡ φράσις «ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι», ἡ ὁποία παρεισέφρυσε στό σχέδιο κειμένου, ὀφείλει νά ἀπορριφθῇ. Στήν Ἁγία Τριάδα θεωροῦνται ἑνώσεις καί δια-κρίσεις, ὄχι ὅμως κοινωνία (ἐννοεῖται Προσώπων). Βλ. σχετικῶς, Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, Τό Μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, Θεσσαλονίκη 1973.
3 Σέ ἕνα ἀπό τά κείμενα, τά ὁποῖα ὑποστηρίζουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἑνότητα, λέγεται: «We confess one, holy, catholic, and apostolic Church as expressed in the Nicene-Constantinopolitan Creed (381). The Church's oneness is an image of the unity of the Triune God in the communion of the divine Persons ... Αs the people of God, the body of Christ, and the temple of the Holy Spirit, the Church is called to manifest its oneness in rich diversity ...
4 «Ἤδη στό Πατριαρχεῖο τῆς Ἀλεξανδρείας καί στό Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιοχείας ὑπάρχουν ἐ-πίσημες συμφωνίες σχετικά μέ τά Μυστήρια. Ἐδῶ στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, οἱ Ἀνατολικοί Ὀρ-θόδοξοι πιστοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν δικές τους ἐνορίες σέ κάποια περιοχή, γίνονται δεκτοί στίς Ὀρθόδοξες ἐνορίες. Μέ τήν εὐλογία τοῦ ἐπιχωρί ου ἐπισκόπου καί τοῦ ἐφημερίου τῆς ἐνορίας, τούς ἐπιτρέπεται νά λάβουν τήν Θεί α Κοινωνία. Λαμβάνουν χώραν καί Βαπτίσεις καί Γάμοι. Μνημόσυνα καί Κηδεῖες ἐπίσης λαμβάνουν χώραν. Αὐτά συμβαίνουν ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι σέ κάποια περιοχή δέν ὑπάρχουν ἱερεύς καί ἐνορία μιᾶς Ἀνατολικῆς Ὀρθο-δόξου Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀνατολικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀκολουθοῦν γενικῶς τήν ἴδια ἐπίσης πρακτική» (Ἀπόσπασμα ἀπό τό κείμενο Recommendations for Greater Understanding and Co-operation τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού περιλαμβάνεται στό βιβλίο «Restoring the Unity in Faith: The Orthodox – Oriental Orthodox Theological Dialogue» (Ἀποκαθιστώντας τήν Ἑνότητα ἐν τῇ Πίστει: Ὁ Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων), ἔκδ. Holy Cross Orthodox Press, Η.Π.Α., 2007). Βλ. ἐπ’ αὐτοῦ ἄρθρο τοῦ Ἱερομ. Λουκᾶ Γρηγοριάτου, Θεολογικές ἐπισημάνσεις σέ πρόσφατες προτάσεις γιά μυστηριακή διακοινωνία Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων, Ἅγιον Ὄρος, 1/14 Σεπτεμβρίου 2011.
5«Καὶ γὰρ ἂν εἴημεν ὡς ἀληθῶς πάντων ἀνθρώπων ἀτοπώτατοι, σχίσμασι καὶ κατατομαῖς Ἐκκλησιῶν ἐφηδόμενοι καὶ μὴ τὴν συνάφειαν τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ τὸ μέγι-στον τῶν ἀγαθῶν τιθέμενοι» (Ἐπιστολή 156, Εὐαγρίῳ πρεσβυτέρῳ).
6«Ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς ἀπὸ μιᾶς γνώμης πᾶσαν παράκλησιν μετ' εὐσπλαγχνίας προσάγοντας, καὶ τὴν τῶν Πατέρων πίστιν προτεινομένους προκαλεῖσθαι αὐτοὺς εἰς συνάφειαν» (Ἐπιστολή 128, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων).
7«Τὴν ἐν Νικαίᾳ πίστιν, ... καὶ τὸ μὴ δεῖν λέγεσθαι κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μηδὲ κοινω-νικοὺς αὐτῶν εἶναι τοὺς λέγοντας» (Ἐπιστολή 113, Τοῖς ἐν Ταρσῷ πρεσβυτέροις).
8«Κἂν μὲν πείσωμεν, κοινῶς αὐτοῖς ἑνωθῆναι, ἐὰν δὲ ἀποτύχωμεν, ἀρκεῖσθαι ἡμᾶς ἀλλή-λοις, τὸν δὲ ἐπαμφοτερισμὸν τοῦτον ἐξορίσαι τοῦ ἤθους» (Ἐπιστολή 128, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων).
9«Ἐὰν μὲν οὖν πεισθῶσί σοι, ταῦτα ἄριστα. Εἰ δὲ μή, γνωρίσατε τοὺς πολεμοποιοὺς καὶ παύσασθε ἡμῖν τοῦ λοιποῦ περὶ διαλλαγῶν ἐπιστέλλοντες» (Ἐπιστολή 128, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων).
10 Βλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου (Καψάνη), Ἡ ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, 1998, δημοσιευμένο στό Εἰκοσιπενταετηρικόν (ἀφιέρωμα στόν Μητροπολίτη Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Διονύσιο), Ἀνάτυπο 1999.
11 Ὁ μακαριστός Γέροντάς μας, ὁ Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, γράφει: «ἡ μυστηριακή βάσις τοῦ γάμου προϋποθέτει τήν κοινήν πίστιν ... ἡ μετά τοῦ ἑτεροδόξου συζύγου κοινωνία δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι τελεία, ἐφ᾿ ὅσον δέν κοινωνοῦν τῆς αὐτῆς πίστεως καί τῶν αὐτῶν μυστηρίων» (Ἡ Ποιμαντική Διακονία κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σελ. 179).
12 Ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Κοτσώνη, Ἡ κανονική ἄποψις περί τῆς ἐπικοινωνίας μετά τῶν ἑτεροδόξων (intercommunio), ἐν Ἀθήναις 1957, σελ. 206 κ.ἑξ.