Δεν χωράει αμφιβολία ότιεν όψει της συγκλήσεως της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» υπάρχει μια κατάθεσις θέσεων και απόψεων σχετικά με το κορυφαίο αυτό θέμα. Οι απόλυτα τεκμηριωμένες εισηγήσεις στην Επιστημονική Ημερίδα για τη Μεγάλη Σύνοδο, που διοργάνωσαν τέσσερις Ιερές Μητροπόλεις τον περασμένο Μαρτίο στον Πειραιά, όπου ομολογητές Επίσκοποι, κορυφαίοι καθηγητές και δογματολόγοι, θεολόγοι κληρικοί και μοναχοί, επεσήμαναν το μεγάλο έλλειμα συνοδικότητος, αλλά και τις τρομερές αδυναμίες και κραυγαλέες αντιφάσεις των προσυνοδικών κειμένων, τα οποία προωθούνται. Τοπικές Εκκλησίες, όπως η Εκκλησία της Βουλγαρίας, της Γεωργίας και της Ουκρανίας, αλλά και το άγιον Όρος με συνοδικές αποφάσεις και ανακοινώσεις των επεσήμαναν κενά, ασάφειες και κακόδοξες διατυπώσεις στα εν λόγω κείμενα και ως εκ τούτου εξέφρασαν ισχυρές επιφυλάξεις και αμφισβητήσεις ως προς την θεολογική ορθότητα αυτών.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 6η Ιουνίου 2016
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι «αποκλειστικά» μόνον αυτή η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Σύντομη κριτική μελέτη στη δημοσίευση του Θεοφ. Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου, καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με τίτλο: «Εμπιστεύομαι την Εκκλησία».
Δεν χωράει αμφιβολία ότιεν όψει της συγκλήσεως της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» υπάρχει μια κατάθεσις θέσεων και απόψεων σχετικά με το κορυφαίο αυτό θέμα. Οι απόλυτα τεκμηριωμένες εισηγήσεις στην Επιστημονική Ημερίδα για τη Μεγάλη Σύνοδο, που διοργάνωσαν τέσσερις Ιερές Μητροπόλεις τον περασμένο Μαρτίο στον Πειραιά, όπου ομολογητές Επίσκοποι, κορυφαίοι καθηγητές και δογματολόγοι, θεολόγοι κληρικοί και μοναχοί, επεσήμαναν το μεγάλο έλλειμα συνοδικότητος, αλλά και τις τρομερές αδυναμίες και κραυγαλέες αντιφάσεις των προσυνοδικών κειμένων, τα οποία προωθούνται. Τοπικές Εκκλησίες, όπως η Εκκλησία της Βουλγαρίας, της Γεωργίας και της Ουκρανίας, αλλά και το άγιον Όρος με συνοδικές αποφάσεις και ανακοινώσεις των επεσήμαναν κενά, ασάφειες και κακόδοξες διατυπώσεις στα εν λόγω κείμενα και ως εκ τούτου εξέφρασαν ισχυρές επιφυλάξεις και αμφισβητήσεις ως προς την θεολογική ορθότητα αυτών.
Πρόσφατα το φως της δημοσιότητος στο ιστολόγιο «Ρομφαία» είδε η δημοσίευση με τίτλο: «Εμπιστεύομαι την Εκκλησία», του Θεοφ. Επισκόπου Αβίδου κ. Κυρίλλου, (στο εξής Θ.Α.Κ.), καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόκειται για ένα εκτενέστατο κείμενο στο οποίο ο συγγραφέας καταπιάνεται με πολλά θέματα, ιδίως όμως προσπαθεί να υπερασπίσει το διάτρητο προσυνοδικό κείμενο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Στις γραμμές που ακολουθούν θα προσπαθήσουμε με την Χάρη του Θεού να κάνουμε μια σύντομη κριτική μελέτη και να αναφερθούμε στα κυριώτερα σημεία του εν λόγω κειμένου με γνώμονα πάντοτε την Κανονική και Πατερική παράδοση της Εκκλησίας μας.
Παντού σ’ όλο το κείμενο, απ’ την αρχή ως το τέλος κυριαρχεί η γνωστή ξύλινη γλώσσα, που συναντούμε σε παρόμοια κείμενα με τα γνωστά επιχειρήματα, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Ο Θ.Α.Κ. επισημαίνει κατ’ αρχήν το γεγονός ότι ο χριστιανικός κόσμος «μετά από μια δεύτερη χιλιετία διχασμού, αμοιβαίας αποξένωσης και αλλοτρίωσης στον τελευταίο κυρίως αιώνα της δεύτερης χιλιετίας αισθάνθηκε την ανάγκη του διαλόγου και της προσέγγισης» και ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες με τις πατριαρχικές Εγκυκλίους των ετών 1902, 1904, και 1920, προσπάθησαν να «υπερβούν την οδύνη και το σκάνδαλο της διαίρεσης και του διχασμού» του χριστιανικού κόσμου και «να εργαστούν δια της προσευχής και του διαλόγου και για την ενότητα». Παρουσιάζει επίσης τους συγχρόνους διαλόγους ως συνέχεια των διαλόγων των αγίων Πατέρων, (αγίων Μαξίμου του Ομολογητού, Μεγάλου Αθανασίου, Ιερού Χρυσοστόμου, Μεγάλου Βασιλείου), με τους αιρετικούς της εποχής των. Αγνοεί όμως, η αποσιωπά το γεγονός ότι: α) Η Ορθοδοξία, ουδέποτε στην περίοδο μετά το σχίσμα, αρνήθηκε τον διάλογο με τους ετεροδόξους. Όπως επισημαίνει ο ομότεχνός του π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Η Ορθοδοξία, πιστή στην ταυτότητά της και στην αδιάκοπη ποιμαντική της πράξη απέναντι στους εξερχομένους από τους κόλπους της αιρετικούς και σχισματικούς, αμέσως μετά το σχίσμα του 1054 και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα διεξήγαγε σειρά θεολογικών διαλόγων μαζί τους, μεριμνώντας για την επιστροφή τους στην εν Χριστώ Αλήθεια. ….Άλλωστε, ο διάλογος ανήκει στην ουσία του Χριστιανισμού, έχει δε εισαχθεί και εξαγιασθεί από τον ίδιο τον Δημιουργό στον ανθρώπινο βίο. ‘Δεύτε διαλεχθώμεν’ λέγει ο Θεός (Ησ. 1,18) στο πλάσμα του». β) Οι σύγχρονοι Διάλογοι (παρά τις κατ’ αρχήν καλές προθέσεις αυτών που τους προώθησαν), έχουν δυστυχώς σήμερα χρεοκοπήσει. Φθάσαμε στο ελεεινό κατάντημα να διατυπώνουν οι ημέτεροι αντιπρόσωποι σε κείμενα κοινής αποδοχής με τους ετεροδόξους κακόδοξες θέσεις, ξένες προς την πίστη και Παράδοση της Εκκλησίας μας, (βλέπε κείμενα του Balamand, της Ραβένας, του Πόρτο Αλέγκρε, του Πουσάν κ.α.). γ) Οι διάλογοι των αγίων είχαν ομολογιακό χαρακτήρα, γινόταν σε μια έντονη πολεμική ατμόσφαιρα αντιπαραθέσεως, που έφθανε μέχρι θανάτου, και είχε σαν αποτέλεσμα να υφίστανται ποικίλες διώξεις καθαιρέσεις και εξορίες. Αντίθετα στους σημερινούς διαλόγους εκείνο που ενδιαφέρει είναι η κατ’ άνθρωπον και κατά κόσμον ευγένεια, το να μην θίξουμε δήθεν τον άλλον, ο κοσμοπολιτισμός και η ψευτοευγένεια των γαλονιών και όχι το ανδρείο φρόνημα και η παληκαριά των αγίων. δ) Οι διάλογοι των αγίων δεν ήταν ατέρμονες, όπως γίνεται σήμερα. Οι άγιοι Πατέρες ήξεραν να διαλέγονται, αλλά ήξεραν και να σταματούν τον διάλογο, όταν έβλεπαν πεισματική επιμονή στην πλάνη, ακολουθούντες την αποστολική προτροπή: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ.3,10). Επομένως οι σύγχρονοι Διάλογοι κατάντησαν σήμερα να μην έχουν καμιά σχέση με τους Διαλόγους των αγίων Πατέρων.
Παρά κάτω ισχυρίζεται ότι «όταν διαλέγεσαι με αυτούς που κάποιοι καλούν αιρετικούς, κάποιοι άλλοι τους καλούν ετεροδόξους, ουσιαστικά βάζεις ανάχωμα σε οποιαδήποτε προσηλυτιστική διάθεση, διαφορετικά ο διάλογος γίνεται ακόμα πιο δύσκολος, αν όχι αδύνατος. Καλείσαι και μπορείς να αντιμετωπίσεις από κοινού τις προκλήσεις του κόσμου της αθεΐας και η αντιμετώπιση είναι για προφανείς λόγους αποτελεσματικώτερη». Οι σύγχρονοι Διάλογοι που γίνονται εδώ και πολλές δεκαετές πόσο «ανάχωμα» επέφεραν στην προσηλυτιστική δράση του Παπισμού μέσω της Ουνίας, η των προτεσταντών στις Ορθόδοξες χώρες; Κανένα απολύτως. Η Ουνία συνεχίζει να δρα ανενόχλητη με επίσημη μάλιστα αναγνώριση και αθώωση από τους Ορθοδόξους στο Balamand. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, την ίδια ημέρα της επισκέψεως του «Πάπα» Φραγκίσκου στη Λέσβο, στη Ρώμη «εχειροτονείτο» ο Ουνίτης Ισπανός ψευδεπίσκοπος των Αθηνών. O άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς χαρακτηρίζει σε κάποιο λόγο του τους αιρετικούς, (και ως τέτοιους βέβαια θεωρεί και τους παπικούς), ως αθέους, όχι λιγότερο αθέους, από τους σημερινούς νεοπαγανιστές. Η αίρεση είναι κατά τον άγιο ένα δεύτερο είδος αθεΐας. Πως λοιπόν μπορεί σήμερα η Ορθοδοξία να αντιμετωπίσει «από κοινού, [με τους αθέους, παπικούς], τις προκλήσεις του κόσμου της αθεΐας»; Αυτό είναι αδύνατο διότι ο δαίμονας της αθεΐας δεν καταπολεμείται και δεν αντιμετωπίζεται με άλλο δαίμονα, τον δαίμονα της αιρέσεως. Τα περί ηχηρών απαντήσεων «στα οξύτατα σύγχρονα προβλήματα, για τη δικαιοσύνη, για την ειρήνη, για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δεν αξίζει να τα σχολιάσουμε. Αρκει να ρίξει κανείς μόνο μια ματιά στη σύγχρονη παγκόσμια κατάσταση και ιδίως στον πόλεμο στη Συρία, για να διαπιστώσει εάν και κατά πόσον οι μέχρι τώρα γενόμενοι πάμπολλοι διάλογοι έφεραν κάποιο αποτέλεσμα στα «στα οξύτατα σύγχρονα προβλήματα για τη δικαιοσύνη κ.λ.π.».
Παρά κάτω αρχίζει να σχολιάζει το επίμαχο κείμενο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόνκόσμον». Στο σχολιασμό του άρθρου 22 αναφέρει ότι «η γνησιότητα της Ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται…διά της Εκκλησίας αποφαινομένης εν συνόδω, δια της λειτουργίας του συνοδικού συστήματος που αποτελούσε στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας και αποτελεί μέχρι σήμερα τον αρμόδιο κριτή περί των θεμάτων πίστεως». Ωστόσο το άρθρο 22 είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένο, ώστε να προδικάζει το αλάθητο των αποφάσεων της μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Σύνοδου. Θεωρεί, ότι «η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατονκριτήν περί των θεμάτων της πίστεως». Στο άρθρο αυτό παραγνωρίζεται το ιστορικό γεγονός, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία έσχατο κριτήριο είναι η γρηγορούσα δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία στο παρελθόν επικύρωσε, η θεώρησε ληστρικές ακόμη και Οικουμενικές Συνόδους. Το συνοδικό σύστημα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανιστικά την ορθότητα της ορθοδόξου πίστεως. Αυτό γίνεται μόνο, όταν οι συνοδικοί Επίσκοποι έχουν μέσα τους ενεργοποιημένο το Άγιο Πνεύμα και την Υποστατική Οδό, τον Χριστό, οπότε ως συν-οδικοί είναι στην πράξη και «επόμενοι τοις αγίοιςπατράσι».
Παρά κάτω λέγει ότι «η μαρτυρία και ο διάλογος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το λοιπό χριστιανικό κόσμο δίδεται και οφείλει να δίδεται επί τη βάσει της αποστολικής παραδόσεως και πίστεώς μας». Μπορούμε να πούμε ότι στους μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους η Ορθόδοξη Εκκλησία έδωσε την μαρτυρία «της αποστολικής παραδόσεως και πίστεώς μας»; Τι μαρτυρούν τα κείμενα του Balamandκ.λ.π. τα οποία μνημονεύσαμε προηγουμένως;
2. Η Μία Εκκλησία και η αντίληψη περί αποκλειστικότητας.
Πριν να μπούμε στο σχολιασμό του κεφαλαίου αυτού πρέπει εκ προοιμίου να τονίσουμε ότι το κείμενο του Θ.Α.Κ. διαποτίζεται εξ’ όλοκλήρου από μια αντορθόδοξηπερί εκκλησίας θεώρηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επιχειρεί δηλαδή ο Θ.Α.Κ. να καταδείξει ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία θα πρέπει να παύσει να διεκδικεί για τον εαυτό της την εκκλησιαστική αποκλειστικότητα, θα πρέπει μ’ άλλα λόγια να παύσει να πιστεύει ότι μόνη αυτή αποτελεί την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, διότι μια τέτοια θεώρηση αποτελεί «αλαζονία». Κατά τον Θ.Α.Κ.: «Η περί αποκλειστικότητας της Εκκλησίας διδασκαλία δεν αποτελεί δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας»! Εισάγεται έτσι η έννοια της υπάρξεως «εκκλησιών», που ενώ δεν βρίσκονται σε κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ωστόσο διαθέτουν, (περισσότερα η λιγότερα), στοιχεία εκκλησιαστικότητος και ως εκ τούτου μετέχουν του μυστηρίου της Εκκλησίας σε διάφορα επίπεδα εκκλησιαστικής πληρότητος, έχουν έγκυρα μυστήρια και παρέχουν σωτηρία. Κατ’ επέκτασιν εισάγεται η έννοια της υπάρξεως ατελών και πλήρων εκκλησιών. Η θεωρία αυτή της «μη αποκλειστικότητος» βέβαια δεν είναι καινούργια, αλλά έχει τις ρίζες της στους Ρώσους θεολόγους της Διασποράς Π. Ευδοκίμωφ και Ν. Μπερντιάεφ και αργότερα στην Β΄Βατικανή Σύνοδο. Όπως μας πληροφορεί ο π. Πέτρος Heers στην περισπούδαστη διατριβή του: «Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β Βατικανής Συνόδου», ο πρώτος εξ’ αυτών διετύπωσε την άποψη: «Γνωρίζουμε που είναι η Εκκλησία, δεν έχουμε όμως την εξουσία να εκφέρουμε κρίση και να ειπούμε που δεν είναι η Εκκλησία». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Ν. Μπερντιάεφ, ο οποίος «ξεχώριζε μια οικουμενική Εκκλησία- η οποία θα κατείχε το πλήρωμα της αληθείας- από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως ομολογία, φέρουσα κατ’ ανάγκην τα σημεία των ανθρωπίνων περιορισμών. Απ’ αυτή την άποψη η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μεν πιο αληθινή από τις άλλες, πλην όμως η αλήθειά της θα παραμείνει ελλιπής, μέχρις ότου επιτευχθεί το πλήρωμα της οικουμενικής εκκλησίας εν αυτή και πέραν αυτής, πέρα από τα στενά, τωρινά, ομολογιακά όριά της». Ο μεγάλος Ρωμαιοκαθολικός θεολογοςYvesCongar, βαθειά επηρεασμένος από τους παραπάνω Ρώσους θεολόγους, θα αποτυπώσει αργότερα ως προεξάρχων εκκλησιολόγος της Β΄Βατικανής, τη νέα περί εκκλησίας αντίληψη των δύο Ρώσων θεολόγων στα Διατάγματα της Β΄Βατικανής, (Lumen Gentium και Unitatis Redintegratio). Στο δεύτερο εξ’ αυτών αναφέρεται επί λέξει: «Αι διαιρέσεις μεταξύ των Χριστιανών εμποδίζουν την εκκλησίαν να πραγματοποιεί την ιδίαν αυτής πληρότητα της καθολικότητος εις εκείνα εκ των τέκνων αυτής, τα οποία ανήκουν μεν εις αυτήν δια του βαπτίσματος, διΐστανται δε από την πλήρη κοινωνίαναυτής». (UR 4J).
Κατά τον Θ.Α.Κ. η περί αποκλειστικότητας της Εκκλησίας διδασκαλία αποτελεί προσωπική αντίληψη του Αγ. Κυπριανού Καρθαγένης, την οποία αργότερα η Εκκλησία δεν απεδέχθη δια του 95ουκανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής: «Επειδή προφανώς οι αντιλήψεις του Αγ. Κυπριανού που διακηρύσσουν την αποκλειστικότητα δεν εγένοντο δεκτές από την Εκκλησία, οι ιεροί κανόνες με σαφήνεια προσδιορίζουν, πότε το βάπτισμα ως ανυπόστατο χρειάζεται να γίνει, όταν κανείς προσέρχεται στην Εκκλησία, πότε απαιτείται χρίσμα και πότε απαιτείται μόνο ο λίβελλος». Καταφεύγει επίσης,προκειμενου να κατοχυρώσει τον ισχυρισμό του, στη «διδασκαλία του αγίου Ιουστίνου για το σπερματικό Λόγο και την πατερική περί Ασάρκου Λόγου διδασκαλία».
Παραθεωρεί όμως το γεγονός ότι οι θέσεις του αγίου Κυπριανού δεν είναι ιδικές του προσωπικές θέσεις, αλλά έγιναν αποδεκτές από τρεις τοπικές Συνόδους της Αφρικής, (το Φθινόπωρο του 255 με 31 επισκόπους, την Άνοιξη του 256 με 71 επισκόπους, και τον Σεπτέμβριο του 256 με 85 επισκόπους). Οι τοπικές αυτές Σύνοδοι, ακολουθώντας τους Αποστολικούς Κανόνες 46, 47, 50 και 68, εδογμάτισαν ότι όλα τα «μυστήρια» των αιρετικών είναι εντελώς ανυπόστατα. Η Σύνοδος της Καρχηδόνος, (255 μΧ), στην απόφασή της, τονίζει ότι ακολουθεί την πάγια μέχρι τότε εκκλησιαστική παράδοση: «ου πρόσφατονγνώμην, ουδέ νυν ηδρασμένηνπροσφέρομεν, αλλά την πάλαι υπό των προγενεστέρων ημών μετά πάσης ακριβείας και επιμελείας δεδοκιμασμένην», και αποφαίνεται: «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω της καθολικής Εκκλησίας, ενός όντος βαπτίσματος και εν μόνη τη καθολική Εκκλησία υπάρχοντος». Εάν λοιπον θεωρήσουμε ότι οι δογματικές αποφάσεις των τοπικών Συνόδων της Αφρικής δεν έγιναν καθολικώς αποδεκτές από την Εκκλησία, διότι εκφράζουν μια «εκκλησιαστική συγκυρία του 3ου αιώνος» και ένα απλό «έθος», τότε κατ’ ανάγκην θα πρέπει να θεωρήσουμε και τους Αποστολικούς Κανόνες 46, 47, 50 και 68, ως τέτοιους, δηλαδή ως μη καθολικά αποδεκτούς, πράγμα άτοπον. Διότι οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο να θεωρήσουμε τα μυστήρια των αιρετικών ως υποστατά καθ’ εαυτά και έγκυρα. Αλλά και τους Ιερούς Κανόνες του Μεγ. Βασιλείου 1 και 47, θα πρέπει επίσης να θεωρήσουμε ως μη καθολικά αποδεκτούς, διότι και αυτοί, (όπως και οι παρά πάνω αναφερθέντες αποστολικοί) εκφράζουν την «αποκλειστικότητα», επειδή και αυτοί είναι απόλυτα σύμφωνοι με τις δογματικές αποφάσεις των τοπικών Συνόδων της Αφρικής.
Παρά κάτω προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι εσφαλμένη η αντίληψη του αγίου Κυπριανού, ότι στη Μία Εκκλησία του Χριστού και μόνο σ᾽ αυτή μπορεί να υπάρχει Άγιο Πνεύμα, ότι εκτός αυτής δεν μπορεί να υπάρχει Χάρις Θεού, και κατά συνέπεια, ό,τι τελείται εκτός αυτής δεν μπορεί να έχει μυστηριακό χαρακτήρα, γιατί προφανώς όπου δεν υπάρχει Άγιο Πνεύμα, δεν μπορεί να υπάρχουν και μυστήρια,. Και τούτο διότι το Πνεύμα το άγιο δεν ενεργεί μόνο μέσα στην εκκλησία, σύμφωνα με την αντίληψη του αγίου Κυπριανού, αλλά και εκτός αυτής. Επιστρατεύει ορισμένα χωρία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και από ορισμένους αγίους Πατέρες, (άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, άγιο Ιουστίνο, άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό), για να αποδείξει ότι το Πνεύμα το Άγιο είναι παρόν και ενεργεί δια των ακτίστωνενέργειων του και εκτός της Εκκλησίας, τόσο στην εποχή της Παλαιάς όσο και στην εποχή της Καινής Διαθήκης, διότι «το πνεύμα όπου θέλει πνει» (Ιω. 3,8): «Η Ορθόδοξη Θεολογία θεωρεί ότι η Χάρις του Θεού μπορεί να πνέει και έξω από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας και αυτό είναι σύμφωνο με τη βιβλική και πατερική διδασκαλία»!«Είναι δεδομένο και απολύτως κατανοητό ότι για να μπορεί να γίνει λόγος για Εκκλησία έξω από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, θα πρέπει να υπερβεί κανείς την αντίληψη της αποκλειστικότητας και να παραδεχθεί την ύπαρξη της χάριτος και την πνοή του Αγίου Πνεύματος εκτός αυτής. Με άλλα λόγια τίθεται το ερώτημα, εάν στις διατετμημένες και αποσχισθείσες ομάδες μπορεί να υπάρχουν μυστήρια, αρχής γενομένης από του βαπτίσματος». Κατ’ αρχήν εδώ ο Κύριος δεν αναφέρεται στο άγιο Πνεύμα, αλλά στον άνεμο! Αντιθέτως το άγιο Πνεύμα επειδή ακριβώς είναι το Πνεύμα της αληθείας, γνωρίζουμε ότι θέλει να πνέει μόνο προς την κατεύθυνση του Χριστού, σύμφωνα με τον λόγον Του: «εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελείυμίν» (Ιω. 16,14). Αυτό σημαίνει ότι Εκείνο μας οδηγεί στην Εκκλησία, διότι Αυτή είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ.3,15). Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Κορνηλίου (βλ.Πράξεις 10,1-43), στον οποίο πράγματι έπνευσε το Πνεύμα το άγιο καθ’ ον χρόνον δεν είχε ακόμη βαπτιστεί. Έπνευσε μεν, όχι όμως για να τον αφήσει στην πλάνη της ειδωλολατρίας αλλά για να τον οδηγήσει στην εκκλησία δια μέσου του αποστόλου Πέτρου. Κατά παρόμοιο τρόπο είναι δυνατόν να πνεύσει και σε κάποιον ετερόδοξο, όχι όμως για να τον αφήσει στην αίρεση, αλλά για να τον οδηγήσει στην Εκκλησία, στην οποία και μονον υπάρχει η σωτηρία. Είναι φανερό επομένως ότι η με τέτοιο τρόπο και για τέτοιο σκοπό πνοή του αγίου Πνεύματος στους εκτός της εκκλησίας με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενεργεί στα μυστήρια των αιρετικών και παρέχει σωτήρια αποτελέσματα. Κατ’ επέκτασιν είναι αδύνατον να γίνει λόγος «για Εκκλησία έξω από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», (όπως θέλει να συμπεράνει ο Θ.Α.Κ.), διότι απλούστατα δεν ενεργεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος στα μυστήρια των αιρετικών. Η πνοή του αγίου Πνευματος στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκη (στους πατριάρχες και προφήτες) δεν είχε σωτηριολογικό χαρακτήρα, αλλά προπαρασκευαστικό για την προετοιμασία της ανθρωπότητος στην εν Χριστώ της σωτηρία. Αν αυτή έσωζε τότε θα ήταν περιττή, ίσως και ανόητη η σάρκωσή Του Θεού Λόγου!
3. Η απολεσθείσα ενότητα του χριστιανικού κόσμου
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. επισημαίνει ότι «Η ενότητα της καθολικής Εκκλησίας δε θίγεται από τη διαίρεση του χριστιανικού κόσμου», η οποία είναι ένα πραγματικό όσο και οδυνηρό γεγονός. Και προκειμένου να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, επικαλείται τρία πατερικά χωρία (από τον Μέγα Βασίλειο, τον άγιο Ταράσιο και τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό). Με βάση αυτά συμπεραίνει ότι «η διάσπαση, η κατάτμηση, ή η διάρρηξη του εκκλησιαστικού σώματος που αποτελεί οδυνηρό πραγματικό γεγονός δε θίγει την οντολογική ενότητα της Εκκλησίας που εξακολουθεί να παραμένει Μία». Εδώ κάνει ένα βαρύτατο λάθος, που δεν δικαιολογείται για ένα καθηγητή Πανεπιστημίου. Η αποκοπή των αιρετικών από το σώμα της Εκκλησίας, (και εν προκειμένω των παπικών και προτεσταντών), με κανένα τρόπο δεν προκαλεί «διάρρηξη του εκκλησιαστικού σώματος». Οι αιρετικοί, επειδή ακριβώς καταντούν στην αίρεση εκπίπτουν και παύουν να αποτελούν μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά το εκκλησιαστικό σώμα εξακολουθεί να παραμένει αδιάρηκτο και μετά την αποκοπή αυτών, επειδή είναι αδύνατον να διαιρεθεί ο Χριστός, ο οποίος είναι η κεφαλή της εκκλησίας. «Μεμέρισται ο Χριστός;» (Α΄ Κορ.1,13), (μπορεί να διαιρεθεί ο Χριστός;), ερωτά ο Παύλος μ’ ένα ρητορικό ερώτημα τους Κορινθίους. Και φυσικά η απάντηση είναι «ουδέποτε». Είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Ταράσιος και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός αγνοούσαν την μεγάλη αυτή αληθεια που επισημαίνει ο απόστολος, ότι δηλαδή είναι αδύνατον να διαιρεθεί ο Χριστός; Όχι βέβαια. Απλώς ο Θ.Α.Κ. δεν μπορεσε να εισχωρήσει στον «νουν» των εν λόγω αγίων Πατέρων και να εννοήσει το βαθύτερο νόημα των παραπάνω πατερικών χωρίων που επικαλείται. Δεν μπόρεσε δηλαδή να εννοήσει ότι όταν οι Άγιοι αυτοί ομιλούν για διαίρεση της Εκκλησίας, (μ’ ένα σχήμα ασφαλώς υπερβολής), δεν εννοούν πραγματική διαίρεση, αλλά είτε την αποκοπήν των αιρετικών από το σώμα της Εκκλησίας,είτε κίνδυνο αποκοπής διαφόρων προσώπων και ομάδων από την Εκκλησία για διάφορες άλλες αιτίες μη δογματική φύσεως. Αν οι παρά πάνω πατέρες πίστευαν ότι η εκκλησία είναι δυνατόν να διαιρεθεί εξ’ αιτίας της αποκοπής των αιρετικών, τότε κακώς καταπολέμησαν τους αιρετικούς και εργάσθηκαν με κάθε τρόπο για την αποκοπή τους από την εκκλησία συνοδικώς, διότι μ’ αυτό τον τρόπο προκαλούσαν διαιρέσεις και σχίσματα μέσα στην εκκλησία και επομένως αμάρταναν βαρύτατα.
4. Εκκλησία και Εκκλησίες
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. μπαίνει σ’ ένα άλλο προβληματισμό, στο πως δηλαδή η Εκκλησία κατά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο έκανε δεκτούς τους επισκόπους «οι οποίοι επέδωσαν το λίβελλο της μετανοίας τους και εξέφρασαν την επιθυμία, εγκαταλείποντας την κακοδοξία τους να προσέλθουν στην Εκκλησία». Κατά τον Θ.Α.Κ. «το αίτημά τους εγένετο αποδεκτό και όχι μόνο τους ανεγνωρίσθη το βάπτισμα και το χρίσμα, αλλά τους αναγνωρίστηκε και η αρχιερωσύνη τους που είχαν λάβει κατά την παραμονή τους στην κακοδοξία και μάλιστα αδιάφορα από το ερώτημα, εάν οι χειροτονήσαντες αυτούς είχαν λάβει τη δική τους χειροτονία, καθ᾽ ον χρόνον ευρίσκοντο στην αληθινή Εκκλησία, ή είχαν ήδη περιπέσει στην κακοδοξία». Με βάση το γεγονός αυτό ζητάει από τους οπαδούς της αποκλειστικότητας, (στους οποίους βέβαια δεν ανήκει αυτός), να απαντήσουν: «Με ποιό δικαίωμα και ποία εξουσία οι πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους, χωρίς να απαιτήσουν ούτε βάπτισμα, ούτε χρίσμα; Ποιούς ιερούς κανόνες εφήρμοσαν για να προβούν στην (κατ᾽ οικονομία) αναγνώριση αυτών των μυστηρίων που τελέστηκαν κατά την περίοδο κατά την οποία βαπτίζοντες και βαπτιζόμενοι, χρίοντες και χριόμενοι ευρίσκοντο στην κακοδοξία;». Ο όλος αυτός προβληματισμός του Θ.Α.Κ. τίθεται για να καταδειχθεί στη συνέχεια με ποιόν τρόπο σήμερα η Εκκλησία πρέπει να κάνει δεκτους στην Εκκλησία τους ετεροδόξους.
Κατ’ αρχήν ο Θ.Α.Κ. παραθεωρεί κάτι πολύ βασικό: Στο ότι οι Πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής δεν έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους απροϋπόθετα, αλλά επειδη εκείνοι μετενόησαν και εξέφρασαν την επιθυμία εγκαταλείποντας την κακοδοξία τους να προσέλθουν στην Εκκλησία. Η Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε τα μυστήρια των αιρετικών καθ’ εαυτά, χωρίς δηλαδή την προϋπόθεση της μετανοίας. Το λέμε αυτό και το τονίζουμε, διότι στο κείμενο της Ε΄Προσυνοδικής: «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόνκόσμον» πουθενά δεν γίνεται λόγος για μετάνοια και επιστροφή των ετεροδόξων στην Ορθοδοξία. Η σημερινή τραγική πραγματικότης είναι ότι οι ετερόδοξοι, (Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες), παρά τους επί δεκαετίες μέχρι σήμερα γενομένους Διαλόγους, δεν μετανοούν, αλλά εξακολουθούν να επιμένουν πεισματικά στις πλάνες των. Οι ελάχιστες μεμονομένες περιπτώσεις ετεροδόξων που μετανόησαν και επέστρεψαν στην Ορθοδοξία, δεν επέστρεψαν εξ’ αιτίας των Διαλόγων, αλλ’ εξ’ αιτίας του ιεραποστολικού έργου αγίων Γερόντων, όπως του π. Εφραίμ, πρώην Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Φιλοθέου αγίου Όρους, ο οποίος ορθότατα ως θεοφώτιστος πατήρ, τους έκανε δεκτούς με κανονικό βάπτισμα, διότι όπως είναι γνωστό οι Δυτικοί δεν τηρούν τον απαραίτητο όρο της τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως που θέτουν οι Ιεροί Κανόνες 7 της Β΄ Οικουμενικής και 95 της Πενθέκτης.
Παρακάτω θέτει δευτερο ερώτημα: «Τι είναι εκείνο που καθιστά ένα -κατ᾽ αυτούς- [τους οπαδούς της αποκλειστικότητας], ανυπόστατο μυστήριο υποστατό, όταν ακολουθήσει η προσέλευση στην Εκκλησία;». Η απάντηση είναι σαφής. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ! Αυτή είναι η ταμειούχος της Θείας Χάριτος. Αυτή έχει το δεσμείν και λύειν. Το Πνεύμα το άγιο έχει την δύναμη μ’ ένα τρόπο ακατάληπτο σε μας, να μεταβάλει ένα ανυπόστατο μυστήριο σε υποστατό, (με προϋπόθεση βέβαια πάντα την μετάνοια), όπως ακριβώς με τρόπο ακατάληπτο μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Παρά κάτω αναφέρει: «Ανεξάρτητα όμως από το πως θεωρεί κανείς τους ιερούς κανόνες γενικώς ….είναι επιβεβλημένο και από τα πράγματα αναγκαίο η Ορθόδοξη Εκκλησία η υπερβαίνουσα την αποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, να αποφανθεί, εάν αναγνωρίζει μυστήρια εκτός αυτής, ποιά είναι αυτά και ποίων ετεροδόξων συγκεκριμένα τα μυστήρια αναγνωρίζονται, εάν αναγνωρίζονται. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της ουδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τις σχέσεις της με τους σύγχρονους ετεροδόξους. Αυτονόητα ο προβληματισμός αυτός οφείλει να εστιαστεί πρωτίστως στο μυστήριο του βαπτίσματος, το εισαγωγικό μυστήριο σε μια εκκλησιαστική κοινότητα. Το γεγονός ότι ενδεχομένως αναγνωρισθεί ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας κοινότητας δε θίγει σε τίποτα την Ορθόδοξη Εκκλησία που διατηρεί την αυτοσυνειδησία ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Η Εκκλησία έχει ήδη αποφανθεί, άπαξ δια παντός (και δεν χρειάζεται να αποφανθεί εκ νέου), ότι ουδέποτε ανεγνωρισε κανένα μυστήριο των ετεροδόξων-αιρετικών, με όσα αναπτύξαμε προηγουμένως και με βάση τους ιερούς Κανόνες που αναφέραμε. Ο ισχυρισμός ότι δήθεν «η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της ουδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τις σχέσεις της με τους σύγχρονους ετεροδόξους» είναι αυθαίρετος και εσφαλμένος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε πάμπολλες Συνόδους μέχρι σήμερα κατεδίκασε τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού, (και κατ’ επέκτασιν του Προστεσταντισμού), αρχής γενομένης από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο το 879. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές: Τις εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδους του 1170, του 1450, του 1722, του 1838, του 1848 και του 1895. Επίσης ομόφωνα όλοι οι άγιοι Πατέρες μετά το σχίσμα θεωρούν τον Παπισμό ως αίρεση. Αναφέρουμε μερικούς εξ’ αυτών: Ο Μέγας Φωτίος αναφέρει ότι οι Δυτικοί «νόθοις λογισμοίς και παρεγγράπτοις (με παρεισάκτους) λόγοις και θράσους υπερβολή κιβδηλεύειν (να νοθεύσουν) επεχείρησαν» το άγιο Σύμβολο και προσέθεσαν το filioque προ της λέξεως ‘εκπορευόμενον’. Ο αγίος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον πρώτο λόγο του «Περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος» λέγει: «Ούτος τοίνυν ο νοητός και διά τούτο μάλλον επάρατος όφις, [ο διάβολος], δια των αυτώπειθηνίων Λατίνων, περί Θεού καινάς εισφέρει φωνάς, μικράν μεν δοκούσαςέχεινυπαλλαγήν μεγάλων δε κακών αφορμάς…». Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «Ουκούν ως αιρετικούς αυτούς [τους Παπικούς] απεστράφημεν και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν…». Ο αγίος Συμεών Θεσσαλονίκης στο έργο του «Κατά πασών των αιρέσεων» χαρακτηρίζει τους δυτικούς ως αίρεση, που «ανεβλάστησεν εις την Εκκλησίαν ύστερον από την Ζ΄Οικουμενικήν Σύνοδον». Ο αγίοςΝικοδήμος ο αγιορείτης, στα σχόλια του ΜΖ΄ Κανόνα των αγίων αποστόλων, χαρακτηρίζει τους Λατίνους ως αιρετικούς. κ.α. Όσο για την αίρεση του Μονοφυσιτισμού η εκκλησία έχει αποφανθεί ήδη από τον 5ο αιώνα κατά την 4η Οκουμενική Σύνοδο, (451), και σ’ όλες τις μεταγενέστερες Οικουμενικές, ότι πρόκειται περί αιρέσεως. Κατά συνέπεια ο προβληματισμός που εκφράζει ο Θ.Α.Κ. ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία η υπερβαίνουσα την αποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, να αποφανθεί, εάν αναγνωρίζει μυστήρια εκτός αυτής, ποιά είναι αυτά και ποίων ετεροδόξων συγκεκριμένα τα μυστήρια αναγνωρίζονται, εάν αναγνωρίζονται», είναι μετέωρος και ούτε καν έπρεπε να τίθεται. Επίσης ο ισχυρισμός ότι εάν αναγνωρισθεί ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας κοινότητας, (των Παπικών κ.λ.π.), το γεγονός αυτό «δε θίγει σε τίποτα την Ορθόδοξη Εκκλησία που διατηρεί την αυτοσυνειδησία ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Υπό την έννοια αυτή τίποτα δεν μας εμποδίζει να ονομάσουμε αυτές τις χριστιανικές κοινότητες Εκκλησία,…», είναι πέρα για πέρα εσφαλμένος. Πως είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θίγεται σε τίποτα καθ’ ον χρόνον ανατρέπεται μια σωρία Συνοδικών αποφάσεων που καταδίκασαν τον Παπισμό ως αίρεση; Πως είναι δυνατόν «να ονομάσουμε αυτές τις χριστιανικές κοινότητες Εκκλησία» ανατρέποντας μια Παράδοση 10 αιώνων; Εάν οι ετερόδοξοι είναι Εκκλησια, τότε κακώς οι Άγιοι Πατέρες τους κατεδίκασαν συνοδικώς ως αιρετικούς. Αυτό σημαίνει ότι επλανήθηκαν, δεν απεφάνθησαν εν αγίωΠνεύματι και όχι μόνον δεν πρέπει να τους τιμούμε «ως σάλπιγγες του Πνεύματος», αλλά και να τους αποστρεφόμαστε ως πρόσωπα που προκάλεσαν σχίσματα και διαιρέσεις στην Εκκλησία.
Παρά κάτω καταπιάνεται με το ζήτημα των μικτών γάμων: «Η τέλεση μικτών γάμων στους τελευταίους αιώνες από αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες συνιστά μια σιωπηρή αναγνώριση του βαπτίσματος των ετεροδόξων, ενώ οι παλινδρομήσεις που ενίοτε παρουσιάζονται στο θέμα αυτό με την απαγόρευσή τους δείχνει ότι η αντιμετώπισή τους δεν είχε θεολογικά κριτήρια, διότι εάν αυτά συνέτρεχαν απαγορευτικά, δε θα είχαν ποτέ συναφθεί μικτοί γάμοι, αλλά κριτήρια συγκυριακά προσδιοριζόμενα από ιστορικές παραμέτρους και έχουν σχέση με την ποιότητα της στάσης των ετεροδόξων απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία».
Εδώ ο όλος προβληματισμός τίθεται σε λάθος βάση. Ερωρώμε τον Θ.Α.Κ.: Βάσει ποίων Ιερών Κανόνων οι εν λόγω «αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες» προχώρησαν στην νομιμοποίηση και καθιέρωση μικτών γάμων, όταν μάλιστα αυτοί απαγορεύονται ρητώς από αποφάσεις Οικυμενικών Συνόδων; Ο 14ος Κανών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει: «Επειδή εν τισιν επαρχίαις συγκεχώρηται τοις αναγνώσταις και ψάλταις γαμείν, ώρισεν η Αγία Σύνοδος, μη εξείν αίτινι αυτών ετερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν ... μήτε μην συνάπτειν (τέκνον) προς γάμον αιρετικώ, η Ιουδαίω, η Έλληνι (ειδωλολάτρη), ει μη άρα επαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εις την ορθόδοξον πίστιν το συναπτόμενον πρόσωπον τω Ορθοδόξω». Ο 72ος Κανών της Πενθέκτης ορίζει: «Μη εξέστω Ορθόδοξον άνδρα αιρετική συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μην αιρετικώ ανδρί γυναίκα ορθόδοξον συζεύγνυσθαι. Αλλ’ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον, άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον». (Πρβλ. και 10ον και 31ον της εν Λαοδικεία, και 29ον της εν Καρθαγένη). Το θέμα των μικτών γάμων δεν είναι καινούργιο αλλά υπήρχε εδώ και πολλούς αιώνες στην εκκλησία, η οποία το έλυσε άπαξ διά παντός με τις παρά πάνω διαχρονικού κύρους Συνοδικές αποφάσεις της. Για ποιό λοιπόν λόγο θα πρέπει τώρα η Εκκλησία στην μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, να νομιμοποιήσει ένα παράνομο καθεστώς και να θεσμοθετήσει επίσημα κακώς ειλλημένες συνοδικές αποφάσεις, όταν μάλιστα αυτές οδηγούν σε άλλο μεγάλο κακό, την σιωπηρή αναγνώριση του βαπτίσματος των ετεροδόξων και στην defacto αναγνώριση της βαπτισματικής Θεολογίας;
5. Οι κανόνες 7 της Β´ Οικουμενικής Συνόδου και 95 της Πενθέκτης και ο ποιμαντικός τους χαρακτήρας.
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. καταπιάνεται με την § 20 του κειμένου όπου «γίνεται λόγος για τις προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες που προσδιορίζονται επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως που θέτουν οι κανόνες 7 της Β´ Οικ. Συνόδου και 95 της Πενθέκτης». Γύρω από την παράγραφο αυτή του κειμένου της Ε΄Προσυνοδικής έχει γράψει μια πολύ σημαντική μελέτη ο πρωτ. π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, εφημέριος του Ιερού Ναού αγίου Νικολάου Πατρών, από την οποία και θα μεταφέρουμε ορισμένα αποσπάσματα. Ο π. Αναστάσιος αναλύει το θέμα με τέτοια επιτυχία, ώστε να δίδει πειστικές απαντήσεις και επομένως δεν χρειάζεται κανένα περαιτέρω σχόλιο από μας.
1. Η διατύπωση της § 20 διακρίνεται για γενικότητα και ασάφεια, η οποία δε συνάδει με τη σοβαρότητα και το συνοδικό κύρος πανορθοδόξου αποφάσεως. Είναι άκρως αναγκαίο να προσδιοριστεί επακριβώς τι εννοείται υπό τους όρους «προοπτικές» και «κανονικά κριτήρια». Η ασαφής αυτή διατύπωση επιτρέπει πολλαπλές αναγνώσεις και (παρ)ερμηνείες, που μόνο προβλήματα δημιουργούν.
2. Η § 20 εντάσσεται στην ενότητα του Κειμένου περί του Π.Σ.Ε. Συνεπώς, όταν αναφέρεται σε «άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες» περιλαμβάνει τις περισσότερες από 345 Κοινότητες-μέλη του Π.Σ.Ε. και δεν περιορίζεται μόνο στις έξι με τις οποίες διεξάγει η Εκκλησία μας διμερείς θεολογικούς διαλόγους. Τονίζουμε και πάλι ότι οι «Εκκλησίες»-μέλη του Π.Σ.Ε. είναι ετερόκλητες από θεολογικής απόψεως, (από Νεστοριανούς και Μονοφυσίτες μέχρι και Κουάκερους, Στρατό της Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, freeChurchesκ.ο.κ.)!
3. Η § 20 αναφέρεται στους «θεολογικούς διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας» με Κοινότητες που βρίσκονται εκτός αυτής. Εν τούτοις, ενώ επικαλείται την «ήδη διαμορφωμένη εκκλησιαστική παράδοση», δε μνημονεύει τους κανόνες που αναφέρονται στις προϋποθέσεις και τη διαδικασία, την οποία ανέκαθεν τηρούσε η Εκκλησία όταν ερχόταν σε διάλογο με αιρετικούς και σχισματικούς. Σημειώνουμε ότι μόνο η Σύνοδος της Καρθαγένης, (419 μΧ), έχει συντάξει 18 κανόνες που εντάσσονται στην προβληματική αυτή. Κανέναν όμως δε μνημονεύει το Κείμενο. Αντ’ αυτών, επικαλείται ως «ήδη διαμορφωμένη εκκλησιαστική παράδοση» για τους «θεολογικούς διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας» μόνο τον Στ-95, (ο οποίος επαναλαμβάνει ολόκληρο τον Β-7). Όμως οι Β-7 και Στ-95 δεν αναφέρονται στους «θεολογικούς διαλόγους», η στην «αποκατάσταση της ενότητας» ορισμένων Κοινοτήτων με την Εκκλησία, αλλά στον τρόπο ένταξης στην Εκκλησία, (με τη χρήση της ακρίβεια η της οικονομίας), μεμονωμένων αιρετικών που μετανοημένοι αρνούνται την αίρεση και επιθυμούν να φύγουν απ’ αυτή, εντασσόμενοι στην Ορθοδοξία. Το κείμενο του Στ-95 (και του Β-7) είναι απολύτως σαφές: «Τους προστιθεμένους τη ορθοδοξία, και τη μερίδι των σωζομένων από αιρετικών, δεχόμεθα κατά την υποτεταγμένηνακολουθίαν τε και συνήθειαν», και πιο κάτω, «πάντας τους απ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τη ορθοδοξία». Αλλά ακόμα και στο σημείο αυτό υστερεί σοβαρά το κείμενο, διότι, ενώ για τον τρόπο εισδοχής των αιρετικών υπάρχουν αρκετοί κανόνες (Α-8, -19, Αποστ-46, -47, 50, -68, Λαοδ-7, -8, Αγ. Κυπριανού, Μ. Βασιλ-1, -5, -20, -47), το Κείμενο περιορίζεται μόνο στον Στ-95 (που περιλαμβάνει και τον Β-7).
4. Είναι αξιοσημείωτη η φράση των κανόνων «Τους προστιθεμένους τη ορθοδοξία, και τη μερίδι των σωζομένων από αιρετικών». Η «μερίς των σωζομένων» ταυτίζεται με την «Ορθοδοξία», διαφοροποιείται και αντιδιαστέλλεται προς αυτή «των αιρετικών»! Με άλλα λόγια, οι αιρετικοί πριν ενταχθούν στην Ορθοδοξία, όσο βρίσκονταν στην αίρεση, δεν ανήκαν στη «μερίδα των σωζομένων»! Συνεπώς, η Εκκλησία απεφάνθη εν ταις Β΄ και ΣΤ΄ΟικουμενικαίςΣυνόδοις ότι δεν επιτρέπεται ταύτιση της «μερίδος των σωζομένων» με αυτή «των αιρετικών», ούτε οποιοσδήποτε συσχετισμός τους! Επίσης, η Εκκλησία, ακόμα και σε αυτούς τους κανόνες που εκφράζουν την φιλάνθρωπη κατ’ οικονομία πράξη της, διακηρύσσει ότι η «μερίδα των σωζομένων» ταυτίζεται με «την ορθοδοξία» και όχι με τους «αιρετικούς». Το του Αγ. Κυπριανού «εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» έχει συνοδική - δύο Οικουμενικών Συνόδων - αποδοχή και επικύρωση, και μάλιστα, σε κανόνα που θεσμοθετεί και την κατ’ οικονομία πράξη! Συνεπώς, για τη Β΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικές Συνόδους δεν υπάρχει κανένα περιθώριο διαφοροποιήσεως μεταξύ των «κανονικών και χαρισματικών ορίων» της Εκκλησίας, αναφορικά με την παροχή σωτηρίας!
5. Οι Β-7 και Στ-95, παρά το διαφορετικό τρόπο στην εισδοχή των «αιρετικών» και την ομαδοποίηση των Κοινοτήτων τους σε δύο η τρεις κατηγορίες, εν τούτοις, όλες τις εκτός Εκκλησίας Κοινότητες συλλήβδην τις χαρακτηρίζουν ως «αιρέσεις». Δυστυχώς, το Προσυνοδικό Κείμενο, παρά το γεγονός ότι επικαλείται τους κανόνες αυτούς, εν τούτοις πουθενά δεν χαρακτηρίζει, όπως είδαμε, τις εκτός της Ορθοδοξίας Κοινότητες ως «αιρέσεις».
6. Για την εισδοχή των αιρετικών στην Εκκλησία, για τους οποίους προβλέπεται χρήση της κατ’ οικονομία πράξεως, οι κανόνες που επικαλείται το Κείμενο απαιτούν: α) ρητή και κατηγορηματική άρνηση δια λιβέλου των αιρετικών διδασκαλιών και της ίδιας της αιρετικής κοινότητας στην οποία υπάγονταν πριν, β) πλήρη αποδοχή της πίστεως «ως φρονεί η αγία του Θεού καθολική και αποστολική εκκλησία», γ) αναθεματισμό των αιρεσιαρχών των αιρετικών Κοινοτήτων στις οποίες μέχρι τώρα υπάγονταν, των «εξάρχων των τοιούτων αιρέσεων» και δ) αναθεματισμό όλων όσοι αποδέχονται τις αιρετικές διδασκαλίες αυτών. Τίποτα από τα ανωτέρω, καμία από τις προϋποθέσεις των ιερών Κανόνων δεν προβλέπονται στο Κείμενο της Ε΄ Π.Π.Δ.!
Ερμηνευτική προσέγγιση των Β-7 και Στ-95.
Πάγια διδασκαλία της Εκκλησίας μας που συναρτάται άμεσα με την ίδια την αυτοσυνειδησία της και, συνεπώς, με τις πλέον θεμελιώδεις εκκλησιολογικές αρχές της, είναι ότι τα μυστήρια στο σύνολό τους διακονούν το βασικό μυστήριο της Εκκλησίας και την εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι, μόνο μέσα στη «γνήσια και αληθινή Εκκλησία τελεσιουργούνται τα μυστήρια και μόνο δια μέσου αυτής λειτουργούν σωστά και σωστικά για τον άνθρωπο». Για το λόγο αυτό είναι εντελώς αδιανόητο για την Εκκλησία να υφίστανται έγκυρα και χαριτόβρυτα μυστήρια που να προσφέρουν σωτηρία εκτός Αυτής, στους σκοτεινούς χώρους των αιρέσεων και των σχισμάτων. Αυτή η βασική δογματική-εκκλησιολογική διδασκαλία εντάχθηκε πολύ νωρίς στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας μας με τους Αποστολικούς Κανόνες, που κατηγορηματικά αρνούνται την ύπαρξη μυστηρίων εκτός της Εκκλησίας, παρέχοντας μάλιστα με σύντομες φράσεις και την απαραίτητη θεολογική αιτιολόγηση. Άμεση πρακτική συνέπεια της εκκλησιολογικής αυτής θέσης ήταν ότι, όταν κάποιος αιρετικός μετανοούσε και επιθυμούσε να ενταχθεί στην Εκκλησία, η Εκκλησία τον βάπτιζε ανεξάρτητα από το αν αυτός είχε “βαπτιστεί”, στην αίρεση στην οποία μέχρι τότε ανήκε.
Η κατ’ ακρίβεια και η κατ’ οικονομία πράξη.
Στην εκκλησιαστική πράξη παρουσιάζεται μία διαφοροποίηση στον τρόπο εισδοχής των «προστιθεμένων τη ορθοδοξία»: α) Από τη μία πλευρά έχουμε τους οικουμενικού κύρους Αποστ-46, -47, -50 και -68, τον Κυπρ-1 και τους δύο κανόνες του Μ. Βασιλείου (1ο και 47ο), οι οποίοι, εκθέτοντας τις βασικές εκκλησιολογικές θεολογικές αρχές της Εκκλησίας, αρνούνται κατηγορηματικά το βάπτισμα και τα λοιπά μυστήρια των αιρετικών, και επιτάσσουν τον (ανα)βαπτισμό των προσερχομένων στην Ορθοδοξία, και β) τους Β-7, Στ-95 και μερικώς οι Βασιλ-1, και 47, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις δίνουν τη δυνατότητα εισδοχής των πρώην αιρετικών στην Εκκλησία μόνο με λίβελλο και χρίσμα. Πως συνδυάζονται όμως οι δύο αντικρουόμενες, φαινομενικά, πρακτικές; Και γιατί η ΣΤ΄εν Τρούλλω επικύρωσε τους «αντιφατικούς» αυτούς κανόνες; Ο κανόνας του Αγ. Κυπριανού, οι Αποστολικοί και οι του Μ. Βασιλείου είναι σαφές ότι καθορίζουν τα θεολογικά κριτήρια προσέγγισης του ζητήματος αυτού. Σύμφωνα λοιπόν με τους επικυρωμένους από τις Οικουμενικές Συνόδους κανόνες, η Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε ως έγκυρο το βάπτισμα των αιρετικών, ως παρέχον σώζουσα Θεία Χάρη που συγχωρεί αμαρτίες, αναγεννά τον βαπτιζόμενο και τον εντάσσει στο Σώμα του Χριστού, διότι εκτός της Εκκλησίας δεν ενεργεί η τελετουργική των μυστηρίων Χάρις του Αγ. Πνεύματος. Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς και οι Οικουμενικές Σύνοδοι ομογνωμούν απολύτως στο σημείο αυτό. Η έντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης, (Αγ. Κυπριανού –Αγ. Στεφάνου), διεσάφησε πλήρως το θέμα! Και για τον λόγο αυτό η Πενθέκτη δεν επικύρωσε τις απόψεις του πάπα Αγ. Στεφάνου, αλλά προσέδωσε οικουμενικό κύρος στον Κυπρ-1 και τους συναφείς με αυτόν κανόνες, εντάσσοντάς τους στους επικυρωμένους κανόνες Τοπικών Συνόδων και Αγ. Πατέρων: ουσιαστικά θέλησε να περιβάλει με οικουμενικό κύρος τη θεολογία-εκκλησιολογία του κανόνος.
Ο Μ. Βασίλειος, που συμφωνεί και επαυξάνει τη θεολογική προσέγγιση της Συνόδου του Αγ. Κυπριανού, εξηγεί και το γιατί η Εκκλησία δέχεται τους προσερχομένους από ορισμένες αιρέσεις χωρίς να τους βαπτίζει. Δεν πρόκειται περί θεολογικών, αλλά καθαρά περί ποιμαντικών λόγων. Ο Μ. Βασίλειος συναινεί να μη βαπτίζονται οι προσερχόμενοι από ορισμένες αιρέσεις, πρακτική που εφαρμοζόταν σε Εκκλησίες της Μ. Ασίας η της Ρώμης «οικονομίας ένεκα των πολλών», (Βασιλ-1), η «οικονομίας τινός ένεκα» (Βασιλ-47), όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. Επίσης, ο ίδιος, ενώ υπεραμύνεται της θεολογικής ακρίβειας, προτείνει και την κατ’ οικονομία πράξη «εάν μέντοι μέλλη τη καθόλου οικονομία εμπόδιον έσεσθαι τούτο, πάλιν τω έθει χρηστέον και τοις οικονομήσασι τα καθ’ ημάς Πατράσιν ακολουθητέον. Υφορώμαι γαρ μήποτε, ως βουλόμεθα οκνηρούς αυτούς περί το βαπτίζεινποιήσαι, εμποδίσωμεν τοις σωζομένοις δια το της προτάσεως αυστηρόν». Αντιδιαστέλλεται, λοιπόν, η θεολογική ακρίβεια («το της προτάσεως αυστηρόν»), από την ποιμαντική οικονομία («το έθος των πατέρων»). Με άλλα λόγια, η Εκκλησία, χρησιμοποιώντας τη θεολογική ακρίβεια σε όλους τους τόνους, αποφαίνεται ότι δεν υφίσταται έγκυρο βάπτισμα στην αίρεση. Αξιοποιώντας όμως την ποιμαντική οικονομία, υποδέχεται όσους μετανοημένοι αρνούνται την αίρεση και προσέρχονται στην Εκκλησία μόνο με την τέλεση του ιερού Χρίσματος και τη Θ. Μετάληψη και όχι δια του τριπλού μυστηρίου της Χριστιανικής μυήσεως (Βάπτισμα-Χρίσμα-Θ. Ευχαριστία), όπως προβλέπει η κατ’ ακρίβεια πράξη. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, απαιτείται ρητή άρνηση και αναθεματισμός των αιρέσεων, των αιρετικών διδασκαλιών, ακόμα και των «εξάρχων των αιρέσεων».
Η κατ’ οικονομία εκκλησιαστική πράξη έλαβε και συνοδική επικύρωση με τους Β-7 και Στ-95. Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι ούτε οι κανόνες αυτοί ούτε ο Μ. Βασίλειος προβάλλουν κάποια θεολογική αιτιολογία που να ακυρώνει τους κανόνες που εκφράζουν τη θεολογική ακρίβεια. Ενώ οι κανόνες που απορρίπτουν το αιρετικό «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη, η πολύ αναλυτική θεολογική αιτιολόγηση, οι κανόνες που προτείνουν την οικονομία στην εισδοχή των πρώην αιρετικών δεν προβάλουν καμία θεολογική αιτιολόγηση. Είναι κατ’ οικονομία. Αυτό και μόνο αρκεί. Η μόνη αιτιολόγηση προέρχεται από τον Μ. Βασίλειο: «οικονομίας ένεκα των πολλών… Εάν μέντοι μέλλη τη καθόλου οικονομία εμπόδιον έσεσθαι τούτο. Υφόρομαι γαρ μήποτε, ως βουλόμεθα οκνηρούς αυτούς περί το βαπτίζειν ποιήσαι, εμποδίσωμεν τοις σωζομένοις διά το της προτάσεως αυστηρόν» (Βασιλ-1). Κανένας θεολογικός-εκκλησιολογικός λόγος δεν προβάλλεται. Μόνο η ποιμαντική ανάγκη της σωτηρίας δια της μετοχής στη ζωή της Εκκλησίας, εφ’ όσον ο άνθρωπος έχει μετανοήσει και φύγει από την αίρεση. Ο Αγ. Κύριλλος είναι επιγραμματικός επ’ αυτού: «καν είδης συντρέχοντας νυν τη ορθή πίστει αμνησικάκει περί των παρελθόντων… οικονομίας ένεκα, μη ακριβολογούμενος σφόδρα περί τους μεταγιγνώσκοντας… ταύτα γράφω ου τισι χαριζόμενος, αλλ’ ειδώς, ότι καλή μάλλον εν τούτοις η οικονομία».
Επίσης, ούτε ο Μ. Βασίλειος ούτε οι ιεροί Κανόνες ούτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι προσπαθούν στην κατ’ οικονομία πράξη να θεμελιώσουν επιχειρήματα για να ακυρώσουν βασικές εκκλησιολογικές αρχές (ανυπαρξία τελεσιουργικής των μυστηρίων Θ. Χάριτος στην αίρεση, ανυπαρξία ιερών Μυστηρίων εκτός Εκκλησίας, διάκριση Εκκλησίας-αίρεσης, αλήθειας-πλάνης κ.ο.κ.). Ποτέ! Όπως στη σημερινή εκκλησιαστική πράξη η κατ’ οικονομία δυνατότητα τελέσεως αεροβαπτίσματος από Ορθόδοξη νοσηλεύτρια δεν υπονοεί ότι η νοσηλεύτρια έχει την ειδική ιερωσύνη, η ότι μπορεί να τελέσει κατ’ οικονομία και άλλα μυστήρια, έτσι για την εκκλησιαστική μας παράδοση με την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, με κανένα τρόπο δεν αναγνωρίζονται τα μυστήρια των αιρετικών! Είναι, άλλωστε, αδιανόητο η οικονομία του αεροβαπτίσματος να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικός λόγος για τη διεκδίκηση της ιερωσύνης των γυναικών. Κατά τον ίδιο τρόπο ήταν αδιανόητο για τους Πατέρες οι αιρετικοί να διεκδικήσουν εγκυρότητα των «μυστηρίων» τους, όπως γίνεται σήμερα στην Οικουμενική Κίνηση! Είναι σαφής επ’ αυτού η απόφαση της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής (1971), η οποία στο κείμενο «Η οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» εύστοχα σημειώνει: «Η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία αποβλέπει…α) εις την διατήρησιν κατά πρώτον και κύριονλόγον της εαυτής πίστεως και διδασκαλίας τελείως ανοθεύτου και ανεπηρεάστου εκ της κατ’ οικονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αυτής προς τους έξω. “Διότι ου συγχωρεί συγκατάβασις εις τα της ορθοδόξου πίστεως, και τότε τας οικονομίας ο ορθός λόγος μεταχειρίζεται, ότε το δόγμα της ευσεβείας ουδέν παραβλάπτεται”». Δηλαδή η κατ’ οικονομία πράξη για την εισδοχή πρώην αιρετικών δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικό προηγούμενο για την τροποποίηση, ουδέ στο ελάχιστο, της πίστης και της διδασκαλίας της Εκκλησίας, αναφορικά με την αυτοσυνειδησία της και την “εκκλησιαστικότητα” των ετεροδόξων! Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Γέρων Εφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης), (Πρόεδρος της Γ΄ Π.Π.Δ.), σημειώνει απ’ αυτού: «άλλο είναι το θέμα της κατ’ αρχήν και εξ αντικειμένου αναγνώρισης των μυστηρίων των αιρετικών και σχισματικών καθ’ εαυτά και άλλη είναι η περίπτωση της εισδοχής των μεταστρεφομένων στην ορθοδοξία ετεροδόξων με τα μυστήρια που έχουν δεχθεί στην ετερόδοξη εκκλησία, από την οποία προέρχονται». Επίσης ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας σε Συνέδριο για τους Ιερούς Κανόνες, (Βόλος, 10.5.2014), δήλωνε κατηγορηματικά ότι η κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας να μην αναβαπτίζει τους προσερχομένους από ορισμένες αιρέσεις «δεν συνεπάγετο και την αυτόματη αναγνώριση της εγκυρότητος των μυστηρίων, του βαπτίσματος και του χρίσματος των αιρετικών ή των σχισματικών … Η κατ’ οικονομία αποδοχή της επιστροφής των αιρετικών δεν συνεπάγεται αυτόματα την αναγνώριση ή την κοινωνία μετά των αιρετικών και μάλιστα εν τοις μυστηρίοις».
Τέλος, ας προσέξουμε ότι ουδέποτε η Εκκλησία χρησιμοποίησε την οικονομία για να αφήσει τον άνθρωπο στην πλάνη και την αίρεση, αποκοιμίζοντάς τον ότι δήθεν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να παραμένει στην πλάνη… Αυτό δεν είναι ποιμαντική οικονομία, αλλά απάνθρωπη συμπεριφορά και ασυγχώρητη κατά του Αγίου Πνεύματος βλασφημία! Διαβάζοντας το Κείμενο της Ε΄ Π.Π.Δ. δε μπορούμε, δυστυχώς, να συναντήσουμε όλη αυτή την πλούσια προβληματική της Εκκλησίας μας: την φιλάνθρωπη διπλή πρακτική και αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ ακρίβειας και οικονομίας με μοναδικό σκοπό τη σωτηρία του ανθρώπου! Αντίθετα, έχουμε μία πρόχειρη και γενικόλογη προσέγγιση, η οποία αφήνει πολλά ερωτηματικά και προπαντός οδηγεί σε σκοτεινές θεολογικές ατραπούς.
Τα κριτήρια για την άσκηση ακρίβειας η οικονομίας .
Όπως ήδη επισημάναμε, στους κανόνες που αναφέρει η § 20 του Κειμένου (Β-7 και Στ-95), θεσμοθετούνται με απόφαση Οικουμενικών Συνόδων και οι δύο ποιμαντικές πράξεις της Εκκλησίας στην εισδοχή των πρώην αιρετικών: και η κατ’ ακρίβεια και η κατ’ οικονομία. Η κατ’ ακρίβεια πράξη απαιτεί την τέλεση του μυστηρίου του Βαπτίσματος και του συνημμένου σ’ αυτό Μυστηρίου του Χρίσματος, στα πλαίσια της Θ. Ευχαριστίας, ενώ η κατ’ οικονομία πράξη την τέλεση μόνο του μυστηρίου του Χρίσματος, η και μόνο της Θ. Ευχαριστίας. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως απαιτείται ρητή άρνηση και αναθεματισμός των αιρέσεων, των αιρετικών διδασκαλιών, ακόμα και των «εξάρχων των αιρέσεων». Μελετώντας με προσοχή τους κανόνες που αναφέρει η § 20 του Κειμένου (Β-7 και Στ-95) μπορούμε να διακρίνουμε με ποια κανονικά κριτήρια η Εκκλησία, δια των Οικουμενικών Συνόδων, επέτρεψε την κατ’ ακρίβεια, η την κατ’ οικονομία πράξη στην εισδοχή των αιρετικών:
1. Δεν αποτελεί κριτήριο για τη χρήση της οικονομίας η εχθρότητα, η η φιλική διάθεση της αιρέσεως, της αιρετικής Κοινότητας προς την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Δυστυχώς, ορισμένοι στον οικουμενικό χώρο, για να δικαιολογήσουν την ανατροπή της εκκλησιαστικής τάξεως με τη χρήση της οικονομίας, προτάσσουν ως επιχείρημα ότι παλαιότερα η Εκκλησία τηρούσε την ακρίβεια στην εισδοχή των αιρετικών, (βάπτισμα), διότι υπήρχε πολλή εχθρότητα από τους αιρετικούς, ενώ στην εποχή μας [με τις «νέες ιστορικές συνθήκες» (§4), «νέες μορφές», «νέες συνθήκες», «νέες προκλήσεις» (§ 24)] οι σχέσεις με τις ετερόδοξες Κοινότητες είναι πλέον φιλικές και, συνεπώς, επιβάλλεται η χρήση της οικονομίας! Είναι προφανές ότι η επιχειρηματολογία αυτή αποδεικνύεται εντελώς αυθαίρετη χωρίς ιστορική, η κανονική βάση ! Θα έλεγα ότι ακριβώς το αντίθετο έχουμε, ειδικά μάλιστα με τον Β-7: Οι Αρειανοί και οι Πνευματομάχοι, στην εποχή της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήταν άσπονδοι εχθροί των Ορθοδόξων και δημιουργούσαν πάρα πολλά και σοβαρότατα προβλήματα στην Εκκλησία. Και όμως η Εκκλησία με τον Β-7 προτείνει την κατ’ οικονομία πράξη, (λίβελο και χρίσμα), και όχι την αυστηρότητα της ακρίβειας, (βάπτισμα)! Από τους κανόνες και την εν γένει πράξη της Εκκλησίας προκύπτει ότι, ανεξάρτητα από τη φιλική, η εχθρική διάθεση της αιρετικής Κοινότητας, αυτό που προσέχει και απαιτεί η Εκκλησία για να χορηγήσει την οικονομία είναι η μετάνοια του συγκεκριμένου ανθρώπου, του πρώην αιρετικού! Δεν ενδιαφέρει την Εκκλησία η αιρετική Κοινότητα, αλλά ο άνθρωπος. Αποδέκτης της φιλάνθρωπης οικονομικής ενέργειας της Εκκλησίας δεν είναι η εμμένουσα στην αίρεση και πλάνη Κοινότητα, αλλά ο μετανοημένος αιρετικός που έφυγε από την πλάνη και αναζητά την Ορθοδοξία, αυτός που επιθυμεί να μπει στον «οίκο του Πατρός» του.
2. Δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο ο βαθμός αποκλίσεως από την πίστη της Εκκλησίας. Βέβαια οι κανόνες αναφέρονται και συνεκτιμούν και την πίστη των αιρετικών (μιλούν για «τους υιοπατορίαν δοξάζοντας, και έτεράτινα χαλεπά ποιούντας»). Εν τούτοις, η πίστη των αιρετικών και η εγγύτητά της προς την πίστη της Εκκλησίας δεν είχε για τις Συνόδους πρωταρχική σημασία στην εφαρμογή της οικονομίας. Η Εκκλησία εφαρμόζει την οικονομία (με λίβελο και χρίσμα) στις σοβαρές αντιτριαδικές αιρέσεις των Αρειανών (ειδωλολάτρες χαρακτηρίζονται στην Ζ΄ Οικουμενική) και των Πνευματομάχων με τις αυστηρές καταδίκες και αναθεματισμούς από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους. Την ίδια οικονομία εφαρμόζει και στους «Καθαρούς και Αριστερούς, και τους Τεσσαρακαδεκατίτας» με τους οποίους δεν υπήρχαν θεολογικές διαφορές στα βασικά δόγματα της πίστεως, αλλά μόνο σε θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και λατρείας (πχ. οι Τεσσαρακαιδεκατίτες εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του Νισσάν, οι Καθαροί δεν αποδέχονταν το β γάμο και τη μετάνοια στους πεπτωκότες). Αντίθετα, ενώ στους Αρειανούς εφαρμοζόταν η οικονομία (λίβελο, χρίσμα), στους ομοπίστους με αυτούς Ευνομιανούςετηρείτο η ακρίβεια (βάπτισμα) διότι αυτοί βάπτιζαν με μία μόνο κατάδυση! Όπως είπαμε, τους Καθαρούς, οι οποίοι, κατά τον Ζωναρά, «ου περί την πίστιν εσφάλλοντο, αλλ’ εις μισαδελφίαν, και άρνησιν μετανοίας τοις παραπεπτωκόσι και επιστρέφουσι», τους δέχονταν με λίβελο και χρίσμα ενώ τους καταδικασμένους από Οικουμενικές Συνόδους Νεστοριανούς, Ευτυχιανιστάς και Σεβηριανούς και τους εκ των ομοίων αιρέσεων μόνο με λίβελο, χωρίς χρίσμα. Αξίζει να επισημάνουμε την άποψη του Μ. Βασιλείου, (κανόνας 47ος, επικυρωμένος από Οικουμενικές Συνόδους), σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει να εφαρμοστεί η οικονομία αλλά η ακρίβεια του (ανα)βαπτισμού ακόμα και σε αιρετικούς οι οποίοι δεν έχουν αλλοιώσει το δόγμα της Αγ. Τριάδος και τηρούν την τριαδική επίκληση στο βάπτισμα «Μη γαρ λεγέτωσαν, ότι εις Πατέρα και Υιόν και άγιον Πνεύμα εβαπτίσθημεν», εφ’ όσον αυτοί διαφοροποιούνται από την αλήθεια της Εκκλησίας για τον γάμο και τη δημιουργία του Θεού. Αν, όμως, κάποιοι, λέει ο Μ. Βασίλειος, θα ήθελαν να εφαρμόσουν την οικονομία, αυτό θα πρέπει να γίνει κατόπιν συνοδικής αποφάσεως (Βασιλ-47).
3. Κριτήριο ασφαλώς δεν ήταν για τους Πατέρες η αναγνώριση του δικού μας βαπτίσματος εκ μέρους των αιρετικών. Ο Μ. Βασίλειος, που σέβεται και τηρεί την ακρίβεια αλλά, παράλληλα, προτείνει και την οικονομία, είναι κατηγορηματικός: «Ει δε εκείνοι φυλάσσουσι το ημέτερον βάπτισμα, τούτο ημάς μη δυσωπείτω· ου γαρ αντιδιδόναιαυτοίς υπεύθυνοι χάριν εσμέν, αλλά δουλεύειν ακριβεία κανόνων» (Βασιλ-1).
4. Από τους Κανόνες δεν προκύπτει πουθενά ότι για την άσκηση οικονομίας στην εισδοχή των αιρετικών αποτελούσε κριτήριο η ύπαρξη αποστολικής διαδοχής στις αιρετικές Κοινότητες. Ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος θεωρεί απαραίτητο στοιχείο για τη διαφύλαξη της αποστολικής διαδοχής την Ορθόδοξη Πίστη: «Το μεν ομόγνωμον και ομόθρονον· το δε αντίδοξον και αντίθρονον· και η μεν [διαδοχή στην προεδρία] προσηγορίαν, η δε [διαδοχή στην ευσέβεια] αλήθειαν έχει διαδοχής. Ου γαρ [διάδοχος] . . . ο ταναντία δοξάζων, αλλ’ ο της αυτής πίστεως· ει μη ούτω τις λέγοι διάδοχον, ως νόσον υγιείας, και φωτός σκότος, και ζάλην γαλήνης, και συνέσεως έκστασιν». Για την Ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπως αυτή ρητά έχει εκφραστεί δια των Οικουμενικών Συνόδων με την επικύρωση των Ιερών Κανόνων, στην αίρεση και το σχίσμα δεν διατηρείται η Αποστολική διαδοχή, δεν έχουν οι αιρετικοί αποστολική διαδοχή. Οι επικυρωμένοι από Οικουμενικές Συνόδους Κανόνες, ο Αποστ-68 και της Συνόδου Καρχηδόνος (258 μΧ, του Αγ. Κυπριανού), δεν αναγνωρίζουν την ιερωσύνη στην αίρεση και, συνεπώς, δεν μπορεί να υφίσταται Αποστολική Διαδοχή. Μάλιστα ο Λαοδ-8 προτείνει την εφαρμογή της ακρίβειας του βαπτίσματος στους εκ των της αιρέσεως των Φρυγώνπροσερχομένους, διότι οι κληρικοί που τους “βάπτισαν” δεν άνηκαν στον πραγματικό αλλά «εν κλήρωνομιζομένω» και, συνεπώς, δε μπορούσαν να βαπτίσουν πραγματικά.
Κατηγορηματικός, όμως, προς την διακοπή της Αποστολικής Διαδοχής στην αίρεση και το σχίσμα είναι ο Μ. Βασίλειος στον επικυρωμένο από Οικουμενικές Συνόδους 1ο Κανόνα του: «οι δε της Εκκλησίας αποστάντες ουκ έτι έσχον την χάριν του αγίου Πνεύματος εφ’ἑαυτούς, επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν. Οι μεν γαρ πρώτοι αναχωρήσαντες, παρά των Πατέρων έσχον τας χειροτονίας και δια της επιθέσεως των χειρών αυτών είχον το χάρισμα το πνευματικόν. Οι δε, απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύνατο χάριν Πνεύματος αγίου ετέροιςπαρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασι· διό ως παρά λαϊκών βαπτιζομένους τους, παρ αὐτῶνεκέλευσαν, ερχομένους επί την Εκκλησίαν, τω αληθινώ βαπτίσματι τω της Εκκλησίας ανακαθαίρεσθαι». Και συνεχίζει ακριβώς αμέσως: «Επειδή δε όλως έδοξέτισι των κατά την Ασίαν, οικονομίας ένεκα των πολλών, δεχθήναι αυτών το βάπτισμα, έστω δεκτόν»! Δηλαδή, παρά την κατηγορηματική του θέση ότι δεν υπάρχει αποστολική διαδοχή διότι αυτή έχει διακοπή με το σχίσμα και τη διάσταση με την Εκκλησία, ο Μέγας Πατήρ και Οικουμενικός Διδάσκαλος δε δυσκολεύεται να προτείνει, αν υπάρχει ανάγκη, τη χρήση οικονομίας. Και μην ξεχνάμε ότι η θεολογία και η πρακτική αυτή του Μ. Βασιλείου, με την επικύρωσή της από Οικουμενικές Συνόδους, είναι πλέον η θεολογία και η πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας!
5. Όπως προκύπτει από την προσεκτική μελέτη των Ιερών Κανόνων που επικαλείται η § 20 του Κειμένου (Β-7 και Στ-95), το μοναδικό κριτήριο για τη χορήγηση της οικονομίας στην εισδοχή των αιρετικών που έχει ρητά καταγραφεί στους συγκεκριμένους Ιερούς Κανόνες (Β-7 και Στ-95), είναι, τουλάχιστον, η τήρηση του ακριβούς βαπτιστικού τύπου των τριών καταδύσεων και αναδύσεων. Είναι σαφείς οι κανόνες: στους Ευνομιανούς, μία από τις αρειανικές παρατάξεις, δε χορηγείται ο κατ’ οικονομίαν τρόπος εισδοχής στην Εκκλησία (λίβελος, χρίσμα) που παρέχεται στους λοιπούς Αρειανούς, διότι, όπως εξηγούν οι κανόνες Β-7 και Στ-95, οι Ευνομιανοί είναι «οι εις μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι». Η Εκκλησία δίνει πολύ μεγάλη σημασία στην ακριβή τήρηση των τριών καταδύσεων. Το καθοριστικό ερώτημα για τη σημερινή πράξη είναι: Για τους Λατίνους, οι οποίοι μετά την εν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δεν τηρούν όχι μόνο την τριπλή αλλά ούτε καν τη μία κατάδυση των Ευνομιανών, και απλώς βρέχουν το τριχωτό μέρος της κεφαλής με λίγες σταγόνες νερό, μπορούμε να επικαλούμαστε τους Β-7 και Στ-95 για να δικαιολογήσουμε σήμερα ως γενικό κανόνα εφαρμοζόμενο σε όλους την κατ’ οικονομία πράξη για την εισδοχή τους στην Ορθοδοξία; Όταν η Εκκλησία, στους ίδιους τους κανόνες που θεσμοθετούν την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, ορίζει ρητά ότι δεν μπορεί αυτή την οικονομία να την εφαρμόσει στους «εις μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους», μπορούμε εμείς να την εφαρμόσουμε στους Λατίνους οι οποίοι δεν τηρούν ούτε τη μία κατάδυση; Οι Κολλυβάδες Άγιοι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς (Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Αγ. Αθαν. Πάριος, Κων. Οικονόμου, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Ευστρ. Αργέντης, Ευγ. Βούλγαρης, Χριστόφορος Αιτωλός, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος, οι Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄, Σωφρόνιος Β΄, και Προκόπιος) είναι κατηγορηματικά αντίθετοι! και προτείνουν την κατ’ ακρίβεια πράξη της βαπτίσεως των Λατίνων και, συνεκδοχικά, και των λοιπών Δυτικών. Στο αυτό πνεύμα οι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής, Κωνσταντινουπόλεως Ε΄, Αλεξανδρείας Ματθαίος και Ιερουσαλήμ Παρθένιος, στον περίφημο όρο του 1755 αποφαίνονται: «τη τε δευτέρα και πενθέκτη αγίαις οικουμενικαίς συνόδοις, διαταττομέναις τους μη βαπτιζομένους εις τρεις αναδύσεις, και καταδύσεις, και εν εκάστη των καταδύσεων μίαν επίκλησιν των θείων υποστάσεων επιβοώντας, αλλ’ άλλως πως βαπτιζομένους, ως αβαπτίστους προσδέχεσθαι, τη ορθοδοξία προσιόντας».
6. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα: η Εκκλησία ενεργώντας φιλανθρώπως για τη σωτηρία των ανθρώπων τηρεί σε κάθε εποχή, ανάλογα με τις συνθήκες, και την ακρίβεια και την οικονομία. Πάντοτε, όταν επικαλείται την ακρίβεια, η αιτιολογία είναι ουσιαστικά θεολογική-εκκλησιολογική. Αντίθετα, όταν εφαρμόζει την κατ οικονομία πράξη, δε φαίνεται να πολυπραγμονεί και να αναλύει το ζήτημα αυτό. Χωρίς καμμία αιτιολόγηση αποφαίνεται έχουσα κυριαρχικό δικαίωμα στην εφαρμογή ακρίβειας, η οικονομίας. Η Εκκλησία την ακρίβεια την αιτιολογεί πλήρως, διότι εκεί θεολογεί. Και εμείς από σεβασμό οφείλουμε να ακολουθούμε η, έστω κι αν θέλουμε να ασκήσουμε το νου μας στην αναζήτηση κάποιων λύσεων σε ερωτήματα που εμείς οι ίδιοι θέτουμε, ας μην προσπαθούμε να θεωρούμε τα δικά μας ιδεολογήματα, η προβληματισμούς ως θεολογία της Εκκλησίας μας. Είναι δικοί μας προβληματισμοί, όχι η Θεολογία των Αγίων και της Εκκλησίας μας!
6. Θεολογικοί Διάλογοι – Συνοδικός Θεσμός και το πλήρωμα της Εκκλησίας
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. καταπιάνεται κατ’ αρχήν με την εκφρασθείσα «αντίρρηση ότι στη σύνοδο μετέχει ένας περιορισμένος αριθμός επισκόπων από κάθε Εκκλησία»: «Είναι σαφές από την ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων ότι οι πλείονες των επισκόπων προήρχοντο από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ παρίστατο ένας μικρός αριθμός εκπροσώπων από τα υπόλοιπα Πατριαρχεία, οι οποίοι και κατέθεταν την άποψη των Εκκλησιών τους. Εκτός από την Α´ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία εκλήθησαν όλοι οι επίσκοποι, όταν από αυτή εισήχθη το Μητροπολιτικό σύστημα στη διοίκηση της Εκκλησίας, ήταν παρόντες 3 επίσκοποι από κάθε επαρχία, όταν δε με την Δ´ Οικουμενική καθιερώθη ο θεσμός της Πενταρχίας ήταν αναγκαία η συμφωνία των 5 Πατριαρχείων ως απαραίτητος όρος κανονικής συγκλήσεως της Συνόδου».
Κατ’ αρχήν παντελώς αμάρτυρος στην Ορθόδοξη Παράδοση αποτελεί ο ισχυρισμός ότι κατά τας Συνόδους προσεκαλούντο πάντοτε μόνον τριμελείς η ολιγομελείς αντιπροσωπείαι εξ εκάστης επαρχίας. Τα ιστορικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με τον αριθμό των συνοδικών μελών, που έλαβαν μέρος κατά τις Οικουμενικές Συνόδους, μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Έτσι ο αριθμός των επισκόπων που έλαβαν μέρος κατά την Α΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ήταν 318, κατά την Β΄ 150, κατά την Γ΄ 200, κατά την Δ΄ 630, κατά την Ε΄ 165, κατά την ΣΤ΄ 289, κατά την Πενθέκτη 240, κατά την Ζ΄ 367, ενώ κατά την Η΄ 383. Η αντιπροσώπευση, βεβαίως ίσχυε, αλλά μόνον σε περίπτωση αδυναμίας κάποιων Επισκόπων, η Πατριαρχών να παραβρεθούν στη Σύνοδο. Ο αείμνηστος καθηγητής της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί σχετικώς ότι «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι ήσαν μεγάλαι συνελεύσεις επί το αυτό των εξ’ απάσης της χριστιανικής Οικουμένης επισκόπων της Εκκλησίας, προς κοινήνσυνδιάσκεψιν και απόφανσιν επί σοβαρών δογματικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων, αναφερομένων εις ολόκληρον την Εκκλησίαν, υφ’ ης ανεγνωρίζοντο και εγένοντο δεκταί αι λαμβανόμεναι αποφάσεις». Επίσης η ανάπτυξη του μητροπολιτικού συστήματος ουδέποτε ελειτούργησε ουσιαστικά εις βάρος του επισκοπικού αξιώματος. Και τούτο, διότι σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, ο κάθε επίσκοπος κάθε τοπικής Εκκλησίας, και της μικρότερης ακόμη, εκπροσωπεί με το ποίμνιό του ένα ζωντανό μέρος της Καθολικής Εκκλησίας. Η απουσία του όχι μόνο τραυματίζει την ολοκληρία του σώματος του Χριστού, αλλά και στερεί την δυνατότητα να εκφρασθεί από όλους η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποία φαίνεται ότι φοβούνται οι υπεύθυνοι για την προετοιμασία και σύγκληση της Συνόδου. Δεν δικαιολογείται από κανένα κριτήριο, ούτε ποιμαντικό, ούτε εκκλησιολογικό η συμμετοχή μόνον εικοσιτεσσάρων Επισκόπων από κάθε εκκλησία, πράγμα που προσβάλλει και την ισότητα των Επισκόπων, αλλά και δημιουργεί ερωτηματικά για τα κριτήρια επιλογής των Επισκόπων, που θα μετάσχουν. Μήπως είναι μειωμένης επισκοπικής ευθύνης και αξίας οι επίσκοποι που δεν θα μετάσχουν στη Σύνοδο και που αποτελούν την μεγάλη πλειονότητα στις περισσότερες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες; Ποιός γνωρίζει και ποιός θα μεταφέρει στη Σύνοδο τις σκέψεις, τις εκτιμήσεις και τις αντιδράσεις των ποιμνίων τους; Παρέλκει βεβαίως να τονιστεί το γεγονός, ότι στις Ορθόδοξες Συνόδους, εκτός των επισκόπων συμμετείχαν και κληρικοί κατωτέρων βαθμών, όπως Καθηγούμενοι, Αρχιμανδρίτες, Ιερείς, Μοναχοί, καθώς και ο πιστός λαός. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι η επικείμενη Σύνοδος θα είναι μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς Ορθοδόξους. Είναι προφανές ότι με τον αντιπαραδοσιακό αυτό τρόπο της δι’ αντιπροσώπων συγκροτήσεως της Συνόδου αποφεύγεται η πιθανότητα κάποιοι επίσκοποι να αντιδράσουν σε αποφάσεις της Συνόδου που θα είναι ανατρεπτικές της Παραδόσεως, η κάποια Τοπική Εκκλησία να έχει μεγαλύτερη δύναμη στην λήψη των αποφάσεων, λόγω μεγαλυτέρου αριθμού Επισκόπων.
Παντελώς αμάρτυρη στην Ορθόδοξη Παράδοση και γι’ αυτό απαράδεκτη, είναι και η απόφαση, ότι κάθε Εκκλησία διαθέτει μία ψήφο. Το ορθόν είναι ότι κάθε επίσκοπος διαθέτει μία ψήφο και όχι κάθε Τοπική Εκκλησία. Παραλλήλως και η αρχή της ομοφωνίας κινείται και αυτή μέσα σε αντιπαραδοσιακά πλαίσια. Η παραδοσιακή τακτική λήψεως αποφάσεων σε μία Σύνοδο είναι η κανονική αρχή, που ορίζει ότι για τα μη δογματικής φύσεως ζητήματα ισχύει «η των πλειόνων ψήφος κρατείτω» (ΣΤ Κανὼν της Α Ἁγίας Οικουμενικής Συνόδου).
Κατόπιν αυτών ευλόγως τίθενται τα ερωτήματα: Βάσει ποιών Ιερών Κανόνων, η βάσει ποίων συνοδικών αποφάσεων οι Προκαθήμενοι των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, κατά την Σύναξη, που πραγματοποίησαν στο Φανάρι, (6-9 Μαρτίου 2014), εθεώρησαν εαυτούς αρμοδίους δια να λάβουν τις ανωτέρω καινοφανείς και ξένες προς την Ορθόδοξη Παράδοση αποφάσεις; Οι ανωτέρω αυθαίρετες αποφάσεις των Προκαθημένων δεν έρχονται άραγε εις ευθεία αντίθεση με τον ΛΔ΄Ἀποστολικὸ Κανόνα ο οποίος ορίζει: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης…Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι»;
Σχολιάζει επίσης ο Θ.Α.Κ. την παράγραφο 22 που επισημαίνει ότι «η διατήρηση της γνήσιας ορθόδοξης πίστης διασφαλίζεται μόνο από το συνοδικό σύστημα που ανέκαθεν στην Εκκλησία αποτελεί τον αρμόδιο, αλλά και τον έσχατο κριτή περί των θεμάτων της πίστεως»: «Καμιά σύνοδος δεν συνεκλήθη στην Εκκλησία εκ προοιμίου αναφέροντας ότι το κύρος των αποφάσεών της τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής των αποφάσεών της από το εκκλησιαστικό πλήρωμα. Η αποδοχή η μη κρίνεται στην πορεία του χρόνου. Αυτό φαίνεται να το έχουν υπ᾽ όψιν τους οι συντάκτες του κειμένου που δεν έχουν ασφαλώς την πρόθεση να περιθωριοποιήσουν το εκκλησιαστικό πλήρωμα, αλλά να το εκφράσουν»! Είναι βέβαια αληθές ότι «καμιά σύνοδος δεν συνεκλήθη στην Εκκλησία εκ προοιμίου αναφέροντας ότι το κύρος των αποφάσεών της τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής των αποφάσεών της από το εκκλησιαστικό πλήρωμα», είναι όμως εξ’ ίσου αληθές ότι καμιά Σύνοδος δεν προδίκασε το αλάθητο των αποφάσεών της. Η παράγραφος αυτή είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη, ώστε να αφήνεται αβίαστα να εννοηθεί, ότι η μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει το αλάθητο των αποφάσεών της. Με την εσφαλμένη αυτή διατύπωση οι συντάκτες του κειμένου παραγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία έσχατο κριτήριο είναι η γρηγορούσα δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία στο παρελθόν επεκύρωσε, η θεώρησε ληστρικές ακόμη και Οικουμενικές Συνόδους. Το συνοδικό σύστημα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανιστικά την ορθότητα της ορθοδόξου πίστεως. Αυτό γίνεται μόνο, όταν οι συνοδικοί Επίσκοποι έχουν μέσα τους ενεργοποιημένο το Άγιο Πνεύμα και την Υποστατική Οδό, το Χριστό δηλαδή, όποτε ως συν-οδικοί είναι στην πράξη και «επόμενοι τοις αγίοιςπατράσι». Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι ο «συνοδικός Θεσμός» δεν είναι υπόθεση μόνο των Επισκόπων, αλλά ολοκλήρου του Σώματος της Εκκλησίας: οι λοιποί κληρικοί και μοναχοί και λαϊκοί μπορεί να μην ανήκουν στο εν στενή εννοία συνοδικό «Σώμα», εν τούτοις, ακριβώς στα πλαίσια του «συνοδικού θεσμού», καλούνται να επικυρώσουν, η να απορρίψουν τις αποφάσεις και συνεκδοχικά ακόμα και την ίδια τη Σύνοδο. Αυτό έχει αποδείξει η ζωή της Εκκλησίας μας. Ο «συνοδικός θεσμός» ως συμμετοχή ολόκληρής της Εκκλησίας και ως έκφραση της αλάθητης εκκλησιαστικής συνειδήσεώς Της αποτελεί τον «έσχατο κριτή περί των θεμάτων πίστεως».
Στη ζωή της Εκκλησίας έχουμε πάμπολλες περιπτώσεις απλών πιστών και μεμονομένων αγίων Πατέρων που αγωνίστηκαν μόνοι τους εναντίον πατριαρχών και ψευτοσυνόδων! Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος ως απλός μοναχός, αγωνίστηκε μόνος του μέχρι θανάτου υπέρ της «γνησίας ορθοδόξου πίστεως». Τι να πούμε και για τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, ο οποίος ήρθε σε αντίθεση με το αλλοτριωμένο «συνοδικό σύστημα» της εποχής του και αρνήθηκε την κοινωνία με τους Γραικολατίνους «Ορθοδόξους», τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τους ομόφρονές του επισκόπους;
7. Η Εκκλησία των 7 Οικουμενικών Συνόδων.
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. ξεκινά με την επισήμανση: «Η § 5 του κειμένου επισημαίνει ότι σκοπός των θεολογικών διαλόγων είναι η ενότητα των Χριστιανών επί τη βάσει της πίστεως και της παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Αυτό σημαίνει ότι η ευχαριστιακή κοινωνία με τους ετεροδόξους θα καταστεί δυνατή, όταν γίνει αποδεκτή η πίστη και η παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας. Ως αρχαία Εκκλησία ορίζεται η περίοδος των επτά Οικουμενικών Συνόδων που ιστορικά καλύπτει τους πρώτους 8 αιώνες της Εκκλησίας». Ωστόσο η διατύπωση αυτή πάσχει διότι η πίστη και η παραδόση «της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων» δεν είναι κάτι που το αναζητούμε δια των Διαλόγων. Η πίστη και η παράδοση αυτή είναι δεδομενη και υφίσταται ανόθευτη εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μόνον εντός αυτής. Επομένως η ορθή διατύπωση θα έπρεπε να είναι: «Ο σκοπός των θεολογικών διαλόγων είναι η ενότητα των Χριστιανών δια της επιστροφής των ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία διατηρεί την πίστη και την παραδόση της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων».
Παρά κάτω καταπιάνεται με την θεολογία του αγίου Γργορίου του Παλαμά και τις Συνόδους του 14ου αιώνα και ιδιαιτέρα με εκείνη του έτους 1351, που στη συνείδηση της Εκκλησίας θεωρείται ως η Θ΄ Οικουμενική. Και επειδη δεν θέλει να ομολογήσει το μεγάλο συνοδικό κενό που δημιουργείται από την μη αναγνώριση ως Θ΄ Οικουμενικής της επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, (1351), συγκληθείσης Συνόδου από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, (για την ανάγκη αναγνωρίσεως ως Η΄ Οικουμενικής της επί ιερού Φωτίου [879-880] συγκληθείσης ούτε καν γίνεται λόγος), καταφεύγει σ’ ένα ψευτοεπιχείρημα: «Η ησυχαστική παράδοση διατρέχει και διαπερνά την όλη δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άλλωστε η διδασκαλία αυτή δεν αποτελεί «ανακάλυψη» του Αγ. Γρηγορίου, διατρέχει την προ αυτού πατερική σκέψη και συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της Ιεράς Παραδόσεως της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας». Εφ’ όσον η θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά «διατρέχει την προ αυτού πατερική σκέψη και συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της Ιεράς Παραδόσεως» τότε ήταν περιττές οι Σύνοδοι του 14ου αιώνα (1341-1351). Ερωτώμε τον Θ.Α.Κ.: Η θεολογία του αγίου Μαξίμου του ομολογητού ήταν μια «ανακάλυψη» δική του; Δεν «διέτρεχε την προ αυτού πατερική σκέψη και δεν συνιστούσε θεμελιώδες στοιχείο της Ιεράς Παραδόσεως»; Ασφαλώς και «διέτρεχε», όπως επίσης δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν «ανακάλυψη» δική του. Και όμως (!), η Εκκλησία έκρινε ότι θα έπρεπε να επικυρώσει την διδασκαλία του με την σύγκληση της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η δε επόμενη Ζ΄Οικουμενικη θεώρησε αναγκαίο να μνημονεύσει και να επικυρώσει όλες τις προγενέστερες Οικουμενικές μαζί με την ΣΤ΄ Οικουμενική. Έπρεπε λοιπον κατά παρόμοιο τρόπο και στην προκειμένη περίπτωση η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος να αναγνωρίσει επίσημα και συνοδικά την Σύνοδο του 1351, ως Θ΄ Οικουμενική, διότι οι αποφάσεις της Θ΄ Οικουμενικής και η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν είναι καταγεγραμμένες στις δογματικές αποφάσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Το ίδιο ακριβώς έπρεπε να κάνει και για την Η΄ Οικουμενική την επί ιερού Φωτίου (879-880) συγκληθείσα.
8. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες και το Π.Σ.Ε
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. καταπιάνεται με το Π.Σ.Ε. το έργο του, και τον ρόλο και την συμμετοχή του σ’ αυτό των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Κατά τον Θ.Α.Κ. τα μέλη του Π.Σ.Ε. καλούνται «να προωθήσουν την κοινή τους παρουσία στη διακονία του κοινωνικού έργου, να δώσουν κοινή μαρτυρία στην Ιεραποστολή με την υπέρβαση του μεταξύ τους ανταγωνισμού και του προσηλυτισμού, να εργαστούν από κοινού για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη διαφύλαξη της ειρήνης και της δικαιοσύνης στον κόσμο. Το προς επικύρωση παραπεμπόμενο κείμενο αντιλαμβάνεται την παρουσία των Ορθοδόξων στην Οικουμενική κίνηση ως ‘μαρτυρίαν της αληθείας’…».
Ωστόσο η εικόνα που μας δίδει τόσο το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόνκόσμον» όσο και ο Θ.Α.Κ. σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι ψευδής και επίπλαστη. Κατ’ αρχήν αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό που εμφανίζεται ως υπερεκκλησία και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Πάνω στο θέμα αυτό ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντονΘεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήνμετοχήν και συμπερίληψιν εις το Π.Σ.Ε; Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία». Ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Παν. Αθηνών στον τομεα του Κανονικού Δικαίου κυρός Κων. Μουρατίδης παρατηρεί σχετικώς: «Η αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς Παραδόσεως συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το ΠαγκόσμιονΣυνοθύλευμα των Αιρέσεων συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το συνοθύλευμα των αιρέσεων του Π.Σ.Ε. προσκρούει «α πριόρι» και εξ’ απόψεως αρχής εις τεράστια και τουτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια, προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως της Μιας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας. Διότι αλλεπάληλλα και βεβαίως αναπάντητα παραμένουν εν προκειμένω τα ερωτήματα: Πως συμβιβάζεται η υπό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας διεκδικουμένη αποκλειστική υπ’ αυτής ταύτησις μετά της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας προς την συμμετοχήν αυτής εις το Π.Σ.Ε;…Πως είναι δυνατόν η μία αγία Εκκλησία του Χριστού να συμμετέχη ως μέλος, να εντάσσεται μετά των άλλων αιρέσεων ισοτίμως και εκ πολλών απόψεων να τίθεται εις απείρως μειονεκτικωτέρανθέσιν έναντι των αιρέσεων, εις ένα κανονισμόν και να υποτάσσεται εις τας αποφάσεις της πλειοψηφίας των αιρετικών; Πως είναι δυνατόν η Μία, Αγία Εκκλησία να μετέχει ενός οργανισμού, εντός του οποίου να συνεργάζεται μεθ’ αιρετικών, να συμπροσεύχεται μετ’ αυτών και να λαμβάνει θέσιν από κοινού μετ’ αυτών ως εκπροσώπων της Χριστιανικής Πίστεως εις τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητος;». Ουδείς σήμερα μπορεί να αμφισβητήσει, (ακόμη και από εκείνους που με ενθουσιασμό ομιλούν υπέρ του Π.Σ.Ε.), ότι η θεολογική ταυτότης του Π.Σ.Ε. είναι σαφώς προτεσταντική τα δε κείμενα, που συντάσσονται στα παγκόσμια Συνέδρια του Π.Σ.Ε. έχουν σαφώς προτεσταντική σφραγίδα. Η αρχική δυνατότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών να διακηρύσσουν με κοινή δήλωση, ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, απαγορεύτηκε μετά την Γ΄ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Νέο Δελχί το 1961, και επιβλήθηκε η άποψη να συντάσσονται και να υπογράφονται κείμενα κοινής αποδοχής από Ορθοδόξους και Προτεστάντες. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε, όπως φαίνεται από την 70ετη ιστορία του. Επομένως η δήθεν «μαρτυρία της αληθείας», που υποτίθεται ότι θα προσέφεραν οι Ορθοδοξες Εκκλησίες στις προτεσταντικές ομολογίες προκαλούν τουλάχιστον θυμηδία. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίηση των ομολογιών -μελών του μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το προς ψήφησηΠροσυνοδικό κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. και το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δεν καταδικάζονται, τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε, (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάνκ.λ.π.) και επί πλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως intercommunion, διαθρησκειακέςσυμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές ομολογίες κ.λ.π. Επομένως ο ισχυρισμός του Θ.Α.Κ. ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία στο διεθνή αυτό οργανισμό παραμένει πιστή στην εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία και εις την διδασκαλίαν της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων» είναι, με βάση τα όσα ελέχθησαν προηγουμένως, πέρα για πέρα ψευδής.
Πέραν αυτών το κείμενο του Θ.Α.Κ. παρουσιάζει και αντιφάσεις. Στην πρώτη παράγραφο λέγει: «Η συμμετοχή της [Ορθοδόξου Εκκλησίας] στο Π.Σ.Ε. δε σημαίνει ότι αποδέχεται την ιδέα της ισότητας των Ομολογιών. Θεωρεί δηλαδή εαυτήν ως τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα να χαρακτηρίζει μέλη του Π.Σ.Ε., στο δικό της κείμενο, ως ομολογίες, με τις οποίες ασφαλώς και δεν ευρίσκεται εκκλησιολογικά στο ίδιο επίπεδο». Παρά κάτω αναφέρει: «Τα μέλη του Π.Σ.Ε. χαρακτηρίζονται ως Εκκλησίες και Ομολογίες. Είναι προφανές ότι το κείμενο χαρακτηρίζει υπό τα ορθόδοξα κριτήρια ως Εκκλησία τα ολίγα εκείνα μέλη του, πάντοτε υπό την έννοια που εξετέθη ανωτέρω, η οποία δεν αίρει την καθολικότητα της Μίας (ορθόδοξης) Εκκλησίας, των οποίων αναγνωρίζει το βάπτισμα και μετά των οποίων διεξάγει θεολογικό διάλογο». Πως είναι δυνατόν η Ορθόδοξη Εκκλησία από τη μια μεριά να χαρακτηρίζει μέλη του Π.Σ.Ε., στο δικό της κείμενο, ως ομολογίες, «με τις οποίες ασφαλώς και δεν ευρίσκεται εκκλησιολογικά στο ίδιο επίπεδο» και από την άλλη να αναγνωρίζει «ως Εκκλησία τα ολίγα εκείνα μέλη του, (ποιά είναι αυτά;)…. των οποίων αναγνωρίζει το βάπτισμα και μετά των οποίων διεξάγει θεολογικό διάλογο»; Και πως είναι δυνατόν να αναγνωρίζει στα «ολίγα αυτά μέλη» εκκλησιαστικότητα και βάπτισμα, καθ’ ον χρόνον αυτά δεν έχουν επιστρέψει στην ορθοδοξία;
Παρά κάτω ο Θ.Α.Κ. κάνει λόγο για την Δήλωση του Τορόντο. Στη δήλωση αυτή (§ 2) τονίζεται ρητώς ότι «οι εκκλησίες αναγνωρίζουν ότι το να αποτελεί κάποιος μέλος της εκκλησίας του Χριστού είναι πιο περιεκτικό από το να αποτελεί μέλος της ίδιας του της εκκλησίας». Μπορεί να είναι αποδεκτό από την Ορθόδοξη εκκλησιολογία ότι υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του ένας Ορθόδοξος να είναι μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέλος «της Εκκλησίας του Χριστού»; Η ότι «η Εκκλησία του Χριστού» (όπως εννοείται στο Π.Σ.Ε.) υφίσταται πάνω από όλες τις εκκλησίες-μέλη του Π.Σ.Ε; Και μόνο η παρά πάνω δήλωση του Τορόντο, (πέρα από άλλες κατά καιρούς δηλώσεις, διακηρύξεις του Π.Σ.Ε.) ανατρέπει και κονιορτοποιεί όσα παρά κάτω ισχυρίζεται ο Θ.Α.Κ.: «Το Π.Σ.Ε. δεν είναι και δεν πρέπει ποτέ να γίνει Υπέρ - Εκκλησία. Δεν διαπραγματεύεται ενώσεις μεταξύ των Εκκλησιών…. Ταυτόχρονα δεν αξιώνει από μια Εκκλησία να εγκαταλείψει τη δική της εκκλησιολογική θεώρηση».
Ας αναφέρουμε στο σημείο αυτό προκειμένου να γίνει εναργέστερη η αναληθής εικόνα που μας δίδει τόσο το προσυνοδικό κείμενο όσο και το κείμενο του Θ.Α.Κ. περί του Π.Σ.Ε. τα όσα έγιναν αμοιβαίως απόδεκτά και υπεγράφησαν από Ορθοδόξους και Προτεστάντες στην 9η και 10η Γενική Συνελεύση του Π.Σ.Ε. στο PortoAlegre της Βραζιλίας το 2006 και στο Πουσάν της Νοτίου Κορέας το Νοέμβριο του 2013, αντίστοιχα. Στην πρώτη, (9η), Συνέλευση έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: 1) «Είμαστε μια αδελφότητα Εκκλησιών», λέγει το κείμενο, «που ομολογούν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα σύμφωνα με τις Γραφές και για τον λόγο αυτό επιζητούμε να εκπληρώσουμε την κοινή μας κλήση, να συμμετέχουμε στη δόξα του ενός Θεού του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Επομένως δεν είμαστε μόνον εμείς οι Ορθόδοξοι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως ομολογούμε στο Σύμβολον της Πίστεως, αλλά όλες μαζί οι 340 ψευδοεκκλησίες του Π,.Σ.Ε. 2) «Κάθε Εκκλησία εκπληρώνει την καθολικότητά της όταν είναι σε κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες». Επομένως για να εκπληρώσουμε εμείς οι Ορθόδοξοι την καθολικότητά μας είναι απαραίτητο να είμαστε σε κοινωνία με αυτές τις ψευδοεκκλησίες. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου Παύλου: «τις κοινωνία φωτί προς σκότος» (Β.Κορ.6,14) δεν ισχύει πλέον για τους Οικουμενιστές. 3) «Η πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε από τους αποστόλους είναι μία, όπως ακριβώς ένα είναι και το Σώμα του Χριστού. Παρά ταύτα είναι θεμιτό η πίστη αυτή να διατυπώνεται με διαφορετικούς τρόπους». Δηλαδή οι ποικίλλες αιρετικές διδασκαλίες των Προτεσταντών θεωρούνται ως διαφορετικοί τρόποι εκφράσεως της ιδίας πίστεως και ως ποικιλλία των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. 4) «Το ότι όλοι μας από κοινού ανήκουμε στο Χριστό δια του Βαπτίσματος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δίνει την δυνατότητα στις Εκκλησίες και τις καλεί να συμβαδίσουν ακόμη και όταν διαφωνούν». Αυτό δηλαδή που οριοθετεί την Εκκλησία δεν είναι η κοινή ορθή πίστις και η αποστολική παράδοσις, αλλά το Βάπτισμα. Σε άλλο σημείο διατυπώνεται: «υπάρχουν μερικοί που δεν χρησιμοποιούν νερό στην ιεροτελεστία του Βαπτίσματος, αλλά μετέχουν στην πνευματική εμπειρία της εν Χριστώ ζωής». Η εντολή δηλαδή του Χριστού προς τους μαθητές του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» δεν σημαίνει τίποτε για τους Οικουμενιστές και δεν είναι ανάγκη να εφαρμόζεται.
Στη δεύτερη, (10η), Συνέλευση και συγκεκριμένα στο επίσημο κείμενο «Δήλωσις Ενότητος» (Unity Statement), έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: (α) ότι και η Ορθόδοξος Εκκλησία μετά των λοιπών «εκκλησιών» πρέπει να μετανοήση δια την διάσπασιν των χριστιανών, (β) ότι η Εκκλησία, ούσα Σώμα Χριστού, δεν διέπεται παρά ταύτα αναγκαίως υπό δογματικής ομοφωνίας, ούτε και εν αυτή τη αποστολική εποχή, (γ) ότι υφίσταται νυν αόρατος εκκλησιαστική ενότης του χριστιανισμού και προσδοκάται η ορατή ενότης της Μιας Εκκλησίας, (δ) ότι η προσευχή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού «ίνα πάντες ώσιν εν», δεν έχει εκπληρωθή, αλλἀπόκειται εις ημάς το καθήκον τούτο, (ε) ότι η Εκκλησία δύναται να εμπλουτισθή και ωφεληθή εκ των χαρισμάτων των ετεροδόξων, (στ) ότι είμεθα υπόλογοι έναντι του Θεού, αν δεν επιδιώκωμεν διαρκώς την χριστιανικήν ενότητα προς όφελος της έξωθεν καλής μαρτυρίας, (ζ) ότι ο Θεός «πάντοτε μας εκπλήσσει» και ότι η Εκκλησία προοδεύει εις την επίγνωσιν του θείου θελήματος, (η) ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν νέοι τρόποι προσεγγίσεως των θεολογικών διαφωνιών και (θ) ότι η ενότης της Εκκλησίας είναι αλληλένδετος μετά της ενότητος της ανθρωπότητος και της κτίσεως.
Συνοψίζοντας τα παρά πάνω, συμπεραίνουμε ότι δεν υπάρχει ίσως μεγαλύτερη απομείωση από αυτή της αρνήσεως της «αποκλειστικότητας» της Εκκλησίας μας, δηλαδή της αρνήσεως ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και ότι εξω από αυτήν υπάρχουν μόνον αιρέσεις και σχίσματα. Η προσπάθεια του Θ.Α.Κ. να προβάλλει τα δικά του ιδεολογήματα, η προβληματισμούς ως θεολογία της Εκκλησίας και να οικοδομήσει μια νέα Εκκλησιολογία, (την Εκκλησιολογία της μη «αποκλειστικότητος») πάνω στην Οικονομία της Εκκλησίας, δεν έχει κανένα έρεισμα και δεν μπορεί να δικαιωθεί με κανένα τρόπο από την όλη Κανονική και Πατερική μας Παράδοση. Ουδέποτε η Εκκλησία χρησιμοποίησε την οικονομία για να αφήσει τον άνθρωπο στην πλάνη και την αίρεση, αποκοιμίζοντάς τον ότι δήθεν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να παραμένει στην πλάνη.
Κατ’ ακολουθίαν και η προσπάθειά του να δικαιώσει την μέλλουσα Αγία και Μεγάλη Συνοδο τόσο ως προς τον τρόπο οργανώσεώς της, όσο και ως προς την θεματολογία της υπήρξε πέρα για πέρα ανεπιτυχής. Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και ότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήροςπροσυνοδικά κείμενα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η εν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας. Ωστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί να οριοθετήσει διαφορετικά την μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις, ότι η εν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και να την εδραιώσει. Ωστόσο, οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Ευδοκίμωφ, “L’ Orthodoxie”, εκδ. Delachaux et Niestle, Neuchatel 1959, σ. 343.
Fameree Joseph, “Orthodox Influeceοn the Roman Catholic Theologian Yves Congar, σ.412-413.
Επιστολήιγ, βιβλίοα, κεφ.η, PG 102,725D
Ι. Καρμίρη, «Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία», σελ.353-362.
«Κατά πασών των αιρέσεων», κεφ.Θ΄, στο: Συμεών, αρχιεπ. Θεσσαλονίκης, «Τα άπαντα», Ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης Δ΄ εκδόσεως, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, σελ.32-40
Αγ. Κυρίλλου, επιστολή 57, «ΜαξίμωδιακόνωΑντιοχεί»PG 77,320-321.
ΕυλόγιοςΑλεξ. PG 103, 953
Μητροπολίτου Εφέσου, Χρυσοστόμου (Κωνσταντινίδη), Η αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 184.
Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος), «Εκκλησιολογική θεώρηση των Ιερών Κανόνων», στο Συνέδριο «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις», Βόλος, 8-11.5.2014 (από το λεπτό 18:11 έως 19:58 της εισηγήσεως).
Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο, εκδ. Τήνος Αθήνα 1996, σ. 26-28, 49, 7275.
Αναλυτικότερα για τη στάση των Κολλυβάδων Πατέρων και συγγραφέων της εποχής στην ενδιαφέρουσα μελέτη του πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο, εκδ. Τήνος Αθήνα 1996.
«Όρος της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας συσταίνων μεν το θεόθεν δοθέν άγιον βάπτισμα, καταπτύων δε τα άλλως γενόμενα των αιρετικών βαπτίσματα», στο Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο, εκδ. Τήνος Αθήνα 1996, σ. 128, Ελ. Γιαννακοπούλου, Ο αναβαπτισμός των αιρετικών 1453-1756), Σταθμοί έρευνας και πράξης (ιστορικοκανονική θεώρηση), Αθήνα 2009, σ. 88.
Τὰδογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ.1, Ἀθήνα 1960, σέλ. 105-106.
Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, σελ. 224
Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σελ. 18-19.
Περιοδ. Θεοδρομία, τεύχ. 1, Ιανουάριος- Μάρτιος 2008, ο.π. σελ. 133-137.
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 5 (σ. 3) καί παράγραφος 14 (σ. 6).
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 4 (σ. 2), παράγραφος 7 (σ. 4) καί παράγραφος 10 (σ. 5)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 14 (σ.6καί 7) καί παράγραφος 16 (σ. 7)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 7 (σ. 3 καί 4) καί παράγραφος 15 (σ. 7)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 3 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 2) καί παράγραφος 15 (σ. 7)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 2 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 3), παράγραφος 11 (σ. 5) καί παρ. 14 (σ. 6)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 6 (σ. 3), παράγραφος 8 (σ. 4), παράγραφος 9 (σ. 4) καίὑποσημ. 1 (σ. 8)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 15 (σ. 7)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 13 (σ. 6) καί παράγραφος 9 (σ. 4)
……ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΒΥΔΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ……
Αβύδου Κύριλλος: ''Εμπιστεύομαι την Εκκλησία''
Του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου
Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον
Εἰσαγωγικὰ
Εἶναι κοινὸς τόπος ὅτι ὁ χριστιανικὸς κόσμος μετὰ ἀπὸ μιὰ περίοδο κοινῆς πορείας χιλίων ἐτῶν, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ δεύτερη χιλιετία διχασμοῦ, ἀμοιβαίας ἀποξένωσης καὶ ἀλλοτρίωσης, στὸν τελευταῖο κυρίως αἰῶνα τῆς δεύτερης χιλιετίας αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη τοῦ διαλόγου καὶ τῆς προσέγγισης μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν ἐπανάκτηση τῆς ἀπολεσθείσας κοινωνίας στὴν πίστη. Εἶναι ἐπίσης κοινὸς τόπος ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἐνεργοποιήθηκαν πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ μετὰ ἀπὸ τὶς πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904, καὶ 1920. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς θεωροῦσαν καὶ θεωροῦν χρέος τους, προσευχόμενες «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καὶ πιστὲς στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν", νὰ ἐργαστοῦν διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ διαλόγου καὶ γιὰ τὴν ἑνότητα, νὰ ἀναζητήσουν τὴν πορεία πρὸς τὴν εἰρήνη καὶ τὴν καταλλαγή, νὰ ὑπερβοῦν τὴν ὀδύνη καὶ τὸ σκάνδαλο τῆς διαίρεσης καὶ τοῦ διχασμοῦ.
Ἡ ὀρθόδοξη πλευρὰ ποὺ ἐκινεῖτο καὶ κινεῖται στὴ διάσταση τοῦ ὀρθοῦ φρονήματος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἀγωνίζεται νὰ ἐκπληρώσει στὴν πράξη τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Ὁ τέλειος ἐν ἀγάπῃ καὶ εἰς ἄκρον ἀπαθείας ἐλθών, οὐκ ἐπίσταται διαφορὰν ἰδίου καὶ ἀλλοτρίου, ἢ ἰδίας καὶ ἀλλοτρίας, ἢ πιστοῦ καὶ ἀπίστου, ἢ δούλου καὶ ἐλευθέρου, ἢ ὅλως ἄρσενος καὶ θηλείας· ἀλλ᾽ ἀνώτερος τῆς τῶν παθῶν τυραννίδος γενόμενος, καὶ εἰς τὴν μίαν φύσιν τῶν ἀνθρώπων ἀποβλε-πόμενος, πάντα ἐξ ἴσον θεωρεῖ, καὶ πρὸς πάντας ἴσως διάκειται».
Γιὰ νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ ἀποδέχεσαι τὸν ἄλλο, νὰ ὑπερβαίνεις τὴν ἀδιαφορία, τὸ φανατισμὸ καὶ τὸ μίσος πρὸς τὸν ἄλλο, τὸ λέγει πολὺ ξεκάθαρα ὁ Ἅγ. Μάξιμος, πρέπει νὰ εἶσαι «ἀνώτερος τῆς τῶν παθῶν τυραννίδος». Χρειάζεται νὰ θυμηθεῖ κανεὶς ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ τὰ λέγει κάποιος ποὺ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ φρόνημα, δηλ. τὴν αὐθεντικὴ καὶ ἀληθινὴ ζωή, διώχτηκε βάναυσα ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία τοῦ καιροῦ του; Δὲν ἔκανε ὁ Ἅγ. Μάξιμος διάλογο μὲ τὴν κακοδοξία τῆς ἐποχῆς του; Καὶ μόνο ἡ συζήτηση μὲ τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη Πύρρο πέρα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιστολῶν του εἶναι δεῖγμα καὶ ἀπόδειξη τῆς στάσης του ἀπέναντι στὸ μεῖζον τότε πρόβλημα. Τὸ ἴδιο δὲν ἔκανε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συζητώντας μὲ Ἀρειανούς, Ἀνομοίους, Εὐνομιανούς, Πνευματομάχους; Ὅλοι αὐτοὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι διὰ μέσω τῶν αἰώνων, ἀναδειχθέντες πνευματοφόροι πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲ διεῖδαν ποτὲ τὸ μάταιο τοῦ ἐγχειρήματος τοῦ διαλόγου, δὲν ἐγκατέλειψαν τὴν προσδοκία καὶ τὴν ἐλπίδα, δὲν αἰσθάνθηκαν κόπωση ἀπὸ τὴ μὴ εὐόδωση τῶν προσπαθειῶν τους.
Ἀσφαλῶς καὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα κινούμενες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες αἰσθάνθηκαν τὴν ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ᾽60 νὰ πορευτοῦν αὐτὲς τὴν πορεία τῆς συνάντησης μὲ τὸ λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, μετὰ ἀπὸ τὶς γνωστὲς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων στὴ Ρόδο καὶ τὸ Σαμπεζὺ τῆς Ἑλβετίας. Εἶναι σαφὴς καὶ ἀδιαμφισβήτητη ἡ ἀξία αὐτῆς τῆς πρωτοβουλίας.
Μεταξὺ ἄλλων ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καλεῖται νὰ δώσει τὴ δική της μαρτυρία τῆς δικῆς της παράδοσης, τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης, τῆς ἀποκεκαλυμμένης τοῦ Θεοῦ ἀλήθειας, τῆς καταγεγραμμένης στὴ Βίβλο καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους καὶ ἑρμηνευόμενης ἀπὸ τοὺς ἐκκλησια-στικοὺς πατέρες, μὲ ἀλάθητο ἔσχατο κριτήριο τὴ διαχρονικὴ συλλογικὴ συνείδηση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ. Ὅταν διαλέγεσαι μὲ αὐτοὺς ποὺ κάποιοι καλοῦν αἱρετικούς, κάποιοι ἄλλοι τοὺς καλοῦν ἑτεροδόξους, οὐσιαστικὰ βάζεις ἀνάχωμα σὲ ὁποιαδήποτε προσηλυτιστικὴ διάθεση, διαφορετικὰ ὁ διάλογος γίνεται ἀκόμα πιὸ δύσκολος, ἂν ὄχι ἀδύνατος. Καλεῖσαι καὶ μπορεῖς νὰ ἀντιμετωπίσεις ἀπὸ κοινοῦ τὶς προκλήσεις τοῦ κόσμου τῆς ἀθεΐας καὶ ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι γιὰ προφανεῖς λόγους ἀποτελεσματικώτερη.
Ἐπιζητᾶς νὰ δώσεις μιὰ πιὸ ἠχηρὴ ἀπάντηση στὰ ὀξύτατα σύγχρονα προβλήματα, γιὰ τὴ δικαιοσύνη, γιὰ τὴν εἰρήνη, γιὰ τὸ σεβασμὸ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, γιὰ τὰ οἰκολογικὰ προβλήματα, τὰ προβλήματα βιοηθικῆς ποὺ ὡς ποιμένες χειριζόμαστε πολλὲς φορὲς μὲ τόση ἀνευθυνότητα, ἀπερισκεψία καὶ ἄγνοια, καταστάσεις ἀσύγγνωστες γιὰ Ποιμένες. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὰ ζητᾶς νὰ ἀνακαλύψεις στὸν ἄλλο τὸν ἑαυτό σου καὶ κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἀποτυγχάνεις αὐτό, ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νὰ ἀναζητήσεις καὶ τὴ δική σου εὐθύνη, νὰ συναισθανθεῖς τὴν δική σου ὑπαιτιότητα ἐγκαταλείποντας τὴν ἀλαζονεία τῆς αὐτοδικαίωσης.
Ἐάν, γιὰ παράδειγμα, ὁ Μιχαὴλ Κηρουλάριος πρὶν τὸ ἀνάθεμα στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ἄκουγε τὶς σοφὲς ὑποδείξεις τοῦ Πέτρου Ἀντιοχείας καὶ κατόρθωνε νὰ διακρίνει τὴν οὐσία ἀπὸ τὰ «συμβεβηκότα» καὶ τὰ οὐσιώδη ἀπὸ τὰ ἐπουσιώδη, ἡ βιαία καὶ παρορμητική του ἀντίδραση θὰ εἶχε ἀποφευχθεῖ καὶ ἡ πορεία τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου θὰ ἦταν ἴσως σήμερα διαφορετική.
Ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ θὰ προσαχθοῦν πρὸς συζήτηση καὶ ἐπικύρωση στὴν προκείμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξο Σύνοδο τὸν προσεχῆ Ἰούνιο μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης (Σαμπεζύ, 10-15 Ὀκτωβρίου 2015) ἀφορᾶ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, ἕνα κείμενο στὸ ὁποῖο συμπεριελήφθησαν καὶ τὰ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως ποὺ ἀποτελοῦσαν ἰδιαίτερο κείμενο σύμφωνα μὲ τὴν Γ´ Προσυνοδικὴ Συνδιάσκεψη (28 Ὀκτωβ. - 6 Νοεμβρ. 1986).
Τὸ κείμενο ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἱδρυθεῖσα μέσα στὴν ὁποία διαφυλάσσεται ἡ καθολικότητα, δηλ. ἡ πληρότητα καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης στὸν κόσμο ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. (§ 1). Τὸ πόσο σημαντικὴ εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ καθολικότητα καὶ ἡ ἀποστολικότητα τῆς πίστης καταδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν § 5, ὅπου ἐπισημαίνεται ὅτι οἱ θεολογικοὶ διάλογοι ὀφείλουν νὰ διεξάγωνται γιὰ νὰ ἀναζητηθεῖ ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ ᾽Ορθόδοξη Ἐκκλησία δὲ διαφοροποιεῖται καὶ ἀποτελεῖ συνέχειά της.
Τὸ ζήτημα τῆς διατήρησης τῆς αὐθεντικότητας τῆς πίστης εἶναι θεμελιῶδες καὶ σοβαρό, ὥστε νὰ ἐπισημαίνεται στὸ κείμενο (§ 22) ὅτι ἡ γνησιότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται ὄχι ἀπὸ κάποιο μεμονωμένο πρόσωπο ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ καὶ τὸ φορέα τοῦ ἀλαθήτου, ἀλλὰ διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀποφαινομένης ἐν συνόδῳ, διὰ τῆς λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ποὺ ἀποτελοῦσε στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα τὸν ἁρμόδιο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων πίστεως. Ἡ ὑψίστη σημασία ποὺ ἀποδίδεται ἀπὸ τὸ κείμενο στὴν καθολικότητα τῆς πίστεως καταδεικνύεται ἀπὸ τὴν καταληκτήριο § 24, ὅπου ἐπίσης τονίζεται ὅτι ἡ μαρτυρία καὶ ὁ διάλογος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὸ λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο δίδεται καὶ ὀφείλει νὰ δίδεται «ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ πίστεώς μας».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλλει κανεὶς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία αὐτοκατανοεῖται σήμερα ὡς ἡ Μία, Καθολικὴ Ἐκκλησία ποὺ ἔχει ὡς κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ κατέχει τὸ πλήρωμα καὶ συνιστᾶ τὸ «ἑδραίωμα» τῆς ἀλήθειας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀσφαλῶς καὶ μὲ βεβαιότητα ἀρνητική.
2. Ἡ Μία Ἐκκλησία καὶ ἡ ἀντίληψη περὶ ἀποκλειστικότητας
Εἶναι γνωστὴ ἡ ἀντίληψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης ὅτι στὴ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ μόνο σ᾽ αὐτὴ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ῞Αγιο Πνεῦμα. Κατὰ συνέπεια ἐκτὸς αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει χάρις Θεοῦ, κατὰ συνέπεια, ὅ,τι τελεῖται ἐκτὸς αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μυστηριακὸ χαρακτῆρα, γιατὶ προφανῶς ὅπου δὲν ὑπάρχει Ἅγ. Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν καὶ μυστήρια.
Μὲ δεδομένες τὶς ἀποσχιστικὲς κινήσεις τοῦ Φηλικισσίμου, τοῦ Νοβατιανοῦ καὶ τοῦ Μαξίμου ποὺ ἐτάραξαν στὴν ἐποχή του τὴν Ἐκκλησία τῆς Καρθαγένης καὶ τῆς Ρώμης, ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς δὲν ἀνεγνώριζε οὔτε τὸ βάπτισμα ποὺ ἐτελεῖτο στὶς ὁμάδες αὐτές, ὅταν κάποιος ἀπὸ τὰ μέλη ἤθελε νὰ εἰσέλθει στὴν κανονικὴ καὶ ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Κατὰ συνέπεια ἦταν ἀναγκαῖος ὁ ἀναβαπτισμὸς.
Οἱ θέσεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ γιὰ τὸ θέμα εἶναι διάχυτες σὲ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του. Δὲν προβληματίζει ὅμως σὲ ἕνα ὑπέρμαχο τῆς ἀκρίβειας ἡ θεώρηση ὅτι ὁ Ρώμης Στέφανος θὰ μποροῦσε νὰ διατηρήσει τὴν ἀντίληψή του γιὰ τὴ μὴ ἀναγκαιότητα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, δὲν ἦταν ὅμως αὐτὸ ἀναγκαῖο νὰ ὁδηγήσει στὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας μεταξὺ Ρώμης καὶ Καρθαγένης;
Ἦταν ἢ δὲν ἦταν οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης προϊὸν τῆς κρίσιμης κατὰ τὰ μέσα τοῦ 3. αἰώνα ἐκκλησιαστικῆς συγκυρίας; Ἐὰν δὲν ἦταν, τότε γιατί ἡ Πενθέκτη ποὺ ἐπικυρώνει στὸ δεύτερο κανόνα της τοὺς κανόνες προγενεστέρων οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων καὶ κανόνες ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων λέγει γιὰ τὸν κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ: «ἔτι μὴν καὶ τὸν ὑπὸ Κυπριανοῦ, τοῦ γενομένου ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἄφρων χώρας καὶ μάρτυρος, καὶ τῆς κατ᾽ αὐτὸν συνόδου ἐκτεθέντα κανόνα, ὃς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων κανόνων τόποις, καὶ μόνον, κατὰ τὸ παραδοθὲν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε».
Ἐὰν ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει βάπτισμα, τότε γιατί ὁ κανόνας εἶχε μόνο τοπικὴ ἰσχύ; Ἐὰν ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει βάπτισμα, μπορεῖ τὸ ὑποχρεωτικὸ βάπτισμα γιὰ τὴ θεολογικὴ ἀντίληψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ νὰ χαρακτηρίζεται ἔτσι ἁπλᾶ ὡς «ἔθος»; Μπορεῖ οἱ δογματικὲς θεωρήσεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ἐὰν πράγματι εἶναι δογματικές, νὰ χαρακτηρίζωνται ἁπλᾶ ὡς «ἔθος», πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι κάποιοι ἄλλοι καὶ ἀλλοῦ μποροῦν νὰ ἀκολουθοῦν ἕνα διαφορετικό «ἔθος»;
Ἐπειδὴ προφανῶς οἱ ἀντιλήψεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ποὺ διακηρύσσουν τὴν ἀποκλειστικότητα δὲν ἐγένοντο δεκτὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οἱ ἱεροὶ κανόνες μὲ σαφήνεια προσδιορίζουν, πότε τὸ βάπτισμα ὡς ἀνυπόστατο χρειάζεται νὰ γίνει, ὅταν κανεὶς προσέρχεται στὴν Ἐκκλησία, πότε ἀπαιτεῖται χρῖσμα καὶ πότε ἀπαιτεῖται μόνο ὁ λίβελλος.
Μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χάρις Θεοῦ ἐκτὸς Ἐκκλησίας; Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπισημαίνει χαρακτηριστικά: «Ἐκεῖνος καὶ πρὸ τῆς ἡμετέρας αὐλῆς, ἦν ἡμέτερος· εἰσεποίει γὰρ ἡμῖν ὁ τρόπος. Ὥστε γὰρ πολλοὶ τῶν ἡμετέρων οὐ μεθ᾽ ἡμῶν εἰσι, οὓς ὁ βίος ἀλλοτριοῖ τοῦ κοινοῦ σώματος· οὕτω πολλοὶ τῶν ἔξωθεν πρὸς ἡμῶν, ὅσοι τῷ τρόπῳ τὴν πίστιν φθάνουσι, καὶ δέονται τοῦ ὀνόματος, τὸ ἔργον ἔχοντες».
Ἐκτὸς δὲ τούτου, τὰ σημεῖα τῆς ὑπέρβασης τῆς Ἰουδαϊκῆς καὶ χριστιανικῆς ἀποκλειστικότητας εἶναι περαιτέρω πολλά. Ἐὰν ἀποδεχθοῦμε τὴν ἀποκλειστικότητα, πῶς μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰουστίνου γιὰ τὸ σπερματικὸ Λόγοι καὶ τὴν πατερικὴ περὶ Ἀσάρχου Λόγου διδασκαλία; Πῶς μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἐνώχ, ὁ Μελχισεδὲκ καὶ ὁ Ἰὼβ δὲν ἀνῆκαν στὀν Ἰσραηλιτικὸ λαό, ἐν τούτοις ἐγνώριζαν τὸν ἀληθινὸ Θεό; Τί σημαίνει ἡ φράση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὰ Λύστρα «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν (ὁ Θεός) ἀγαθοποιῶν...»;
Ἐὰν ἡ δημιουργία καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τότε τί σημαίνει ἡ φράση τοῦ Ἀπ. Παύλου πρὸς τοὺς Ἀθηναίους «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν»; Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «...κατὰ πάντα ὅμοιον τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υϊῷ, ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ δι᾽ Υἱοῦ μεταδιδόμενον καὶ μεταλαμβανόμενον ὑπὸ πάσης τῆς κτίσεως καὶ δι᾽ ἑαυτοῦ κτίζον καὶ οὐσιοῦν τὰ σύμπαντα καὶ ἁγιάζον καὶ συνέχον...».
Τί σημαίνει ἡ φράση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη: «Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον;» Τί σημαίνει ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Εἰρηναίου γιὰ τὶς 4 Διαθῆκες ποὺ συνῆψε ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὴ μὲ τὸ Νῶε, αὐτὴ μὲ τὸν Ἀβραάμ, αὐτὴ μὲ τὸ Μωϋσῆ καὶ ἡ καινὴ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἀρνήθηκε τὴ Χάρη του στὴ Χαναναία; Γιατὶ δὲν τὴν ἀρνήθηκε στὸ Ρωμαῖο Ἑκατόνταρχο; Γιατὶ δὲν τὴν ἀρνήθηκε στὸ Σαμαρείτη Λεπρό; Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης παραπονέθηκε στὸ Χριστό, γιατὶ κάποιος ἄλλος ποὺ δὲν ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν μαθητῶν ἔβγαζε δαιμόνια στὸ ὄνομά Του: «διδάσκαλε, εἴδομεν τινα ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτὸν ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ ὑμῖν: Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· μὴ κωλύετε αὐτόν (Μάρκ. 9, 38, 29). Εἶναι δυνατὸν κάποιος ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ τὸ Χριστὸ νὰ βγάζει δαιμόνια καὶ νὰ κάνει θαύματα ἐπικαλούμενος τὸν Ἰησοῦ; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾶ καταφατικά. Αὐτὸ γιὰ μᾶς σήμερα δὲ σημαίνει τίποτα σὲ σχέση μὲ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀνήκουν στὴ δική μας «αὐλή», ὅπως μᾶς λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος;
3. Ἡ ἀπολεσθεῖσα ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Μία, αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανικὸς κόσμος σήμερα δὲν εἶναι διχασμένος κατὰ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν». Εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ ὀντολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχει σωρευτικὰ τὶς ἰδιότητες τοῦ νὰ εἶναι μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική, ὥστε νὰ εἶναι Μία καὶ ταυτόχρονα Καθολικὴ καὶ ἀντίστροφα ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία νὰ εἶναι μόνο Μία, καὶ ἄλλο πρᾶγμα τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς νὰ ὑπάρχουν ἐκτὸς τῶν κανονικῶν της πλαισίων χριστιανικὲς ὁμάδες, αὐτὲς ποὺ ἀποκαλοῦμε σήμερα ὡς ἑτερόδοξες.
Ἡ ἑνότητα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας δὲ θίγεται ἀπὸ τὴ διαίρεση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπισημαίνει: «οἶμαι προσήκειν μίαν ταύτην εἶναι σπουδὴν τοῖς γνησίως καὶ ἀληθινῶν δουλεύουσι τῷ Κυρίῳ, τὸ ἐπαναγαγεῖν πρὸς ἕνωσιν τὰς Ἐκκλησίας τὰς πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἀπ᾽ ἀλλήλων διατμηθείσας» (P.G. 32, 528B).
Ὁ Πατριάρχης Ταράσιος στὸν «Ἀπολογητικόν» πρὸς τὸ λαὸ λόγο του πρὶν ἀπὸ τὴ χειροτονία του σὲ Πατριάρχη εἶπε: «ὁρῶ καὶ βλέπω τὴν ἐπὶ τὴν πέτραν Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν τεθεμελιωμένην ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχισμένην νῦν· καὶ διῃρημένην, καὶ ἡμᾶς ἄλλοτε ἄλλως λαλοῦντας, καὶ τοὺς τῆς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανοὺς ἑτέρως».
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς φθάνοντας στὴ σύνοδο τῆς Φερράρας ἐπέδωσε στὸν πάπα ἐπιστολή, ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει: «...σήμερον τὰ τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη, πολλοῖς πρότερον χρόνοις διεσπασμένα τε καὶ διερρηγμένα, πρὸς τὴν ἀλλήλων ἐπείγεται ἕνωσιν· οὐ γὰρ ἀνέχεται ἡ κεφαλὴ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἐφεστάναι διῃρημένῳ τῷ σώματι...». (Ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ἀποκαλεῖ μάλιστα τὴ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ὡς ἀδελφὴ Ἐκκλησία).
Καὶ μόνο ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ ἀποσπάσματα, ἐνῶ θὰ μποροῦσαν νὰ καταγραφοῦν καὶ ἄλλα, προκύπτει ὅτι ἡ διάσπαση, ἡ κατάτμηση ἢ ἡ διάρρηξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ποὺ ἀποτελεῖ ὀδυνηρὸ πραγματικὸ γεγονὸς δὲ θίγει τὴν ὀντολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει Μία. Μία δὲ εἶναι αὐτὴ ποὺ μπορεῖ νὰ διαφυλάσσει καὶ διαφυλάσσει γενομένης τῆς διάσπασης, τὴν ἀποστολικότητα καὶ τὴν καθολικότητα τῆς ἀλήθειας.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτό, τὴν κατάφαση δηλ. τῆς πραγματικότητας τῆς διάτμησης, ἀμφότερα τὰ παραπάνω χωρία μᾶς εἰσάγουν καὶ σὲ ἕνα περαιτέρω προβληματισμό.
Πῶς μπορεῖ ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς νὰ χαρακτηρίζουν τὰ διεσπασμένα τμήματα τοῦ σώματος ὡς Ἐκκλησίες καὶ ὁ Πατριάρχης Ταράσιος νὰ ὁμιλεῖ γιά «ὁμοπίστους», νὰ προσδιορίζει δὲ τὸ σκοπὸ τῶν Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὸ «ἵνα τὴν τῶν ἐκκλησιῶν διάστασιν ἀποσεισάμενοι, τὰ διεζευγμένα πρὸς ἕνωσιν ἐφελκύσωμεν...;» Πῶς μπορεῖ νὰ λέγεται ὅτι στὰ διεσπασμένα τμήματα ἡ κεφαλὴ εἶναι μία, δηλ. ὁ Χριστός; Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες πέρα ἀπὸ τὴ μία Ἐκκλησία ποὺ αὐτονόητα ἐμεῖς σήμερα θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
4. Ἐκκλησία καὶ Ἐκκλησίες
Εἶναι δεδομένο καὶ ἀπολύτως κατανοητὸ ὅτι γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ Ἐκκλησία ἔξω ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, θὰ πρέπει νὰ ὑπερβεῖ κανεὶς τὴν ἀντίληψη τῆς ἀποκλειστικότητας καὶ νὰ παραδεχθεῖ τὴν ὕπαρξη τῆς χάριτος καὶ τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἐκτὸς αὐτῆς. Μὲ ἄλλα λόγια τίθεται τὸ ἐρώτημα, ἐὰν στὶς διατετμημένες καὶ ἀποσχισθεῖσες ὁμάδες μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν μυστήρια, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος. Οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀποκλειστικότητας ἀρνούμενοι τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ἀπαντοῦν κατηγορηματικὰ ἀρνητικὰ στὸ θέμα αὐτό, μιλώνας μεταξὺ ἄλλων καὶ γιὰ ταύτιση τῶν κανονικῶν μὲ τὰ χαρισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ πιὸ εὔκολο πρᾶγμα βεβαίως στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι νὰ δώσει κανεὶς τὴν ἀπάντηση ποὺ δίνουν οἱ ὁπαδοὶ τῆς ἀποκλειστικότητας. Ἡ ἀπάντηση ὅμως αὐτὴ ἔρχεται νὰ ἀποκρουστεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν παράδοση τῶν Πατέρων μας τὴν καταγεγραμμένη στὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους καὶ στοὺς ἱεροὺς κανόνες. Ἐξ ἀρχῆς βεβαίως θὰ πρέπει νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξης χάριτος ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας δὲ σημαίνει ἀπὸ μόνη τὴν ὕπαρξη σωστικῆς χάριτος ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Εὔκολα κατανοεῖ κανεὶς ὅτι, ἐὰν ἡ ἀδιαμφισβήτητη ἐνέργεια τοῦ Λόγου στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν σωστική, δὲν θὰ χρειαζόταν ἡ ἐνσάρκωσή Του καὶ ἡ κάθοδός Tου στὸν Ἅδη. Κατὰ συνέπεια ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκτὸς Ἐκκλησίας μὲ ἀπόρριψη τῆς ἀντίληψης τῆς ἀποκλειστικότητας, ἡ ἀναγνώριση τοῦ ὑπαρκτοῦ μυστηρίου ἢ μυστηρίων ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀναγνώριση σωστικῆς δύναμης αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ἢ αὐτῶν τῶν μυστηρίων εἶναι ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα βεβαίως εἶναι συναφῆ, δὲν παύουν ὅμως νὰ εἶναι καὶ διαφορετικά. Γιὰ τὸν ὅλο προβληματισμὸ ἀξίζει νὰ ὑπογραμμιστοῦν τὰ ἑξῆς σημεῖα, ἀφορμὴ γιὰ τὰ ὁποῖα δίνουν τὰ πρακτικὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς μόνης ἁρμοδίας νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ θέμα.
Εἶναι ἀδιαμφισβήτητο ὅτι οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες, ὅταν ἐθέσπισαν τοὺς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ συγκεκριμένες κατηγορίες αἱρετικῶν τὶς ἔκαναν ἀποδεκτὲς στὴν Ἐκκλησία χωρὶς ἐκ νέου βάπτισμα, «ἐκαινοτόμησαν» σὲ σχέση μὲ τὴν ἀποκλειστικὴ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ποὺ σὲ ὅλες καὶ χωρὶς διάκριση τὶς περιπτώσεις ἐπέβαλλε τὸν ἀναβαπτισμό.
Ὅταν δὲ περαιτέρω διαβάζει κάποιος τὰ πρακτικὰ τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκπλήσσεται, ἰδίως ὅταν ἐμφορεῖται ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τῆς ἀποκλειστικότητας, γιὰ τὰ ἑξῆς: Εἶναι δεδομένο ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Α´ καὶ Γ´ Συνεδρίας τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι κατ᾽ αὐτὲς οἱ ἐπίσκοποι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπέδωσαν τὸ λίβελλο τῆς μετανοίας τους καὶ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία ἐγκαταλείποντας τὴν κακοδοξία τους νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία, τὸ αἴτημά τους ἐγένετο ἀποδεκτὸ καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἀνεγνωρίσθη τὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρίσμα, ἀλλὰ τοὺς ἀναγνωρίστηκε καὶ ἡ ἀρχιερωσύνη τους ποὺ εἶχαν λάβει κατὰ τὴν παραμονή τους στὴν κακοδοξία καὶ μάλιστα ἀδιάφορα ἀπὸ τὸ ἐρώτημα, ἐὰν οἱ χειροτονήσαντες αὐτοὺς εἶχαν λάβει τὴ δική τους χειροτονία, καθ᾽ ὃν χρόνον εὑρίσκοντο στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία ἢ εἶχαν ἤδη περιπέσει στὴν κακοδοξία.
Γιὰ τὸ θέμα περί «τῶν ζητουμένων δύο κεφαλαίων... περὶ τῶν προσερχομένων ἐξ αἱρέσεων τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ καὶ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν χειροτονηθέντων» ἐλήφθη μετὰ ἀπὸ διεξοδικὴ συζήτηση καὶ ἀνάγνωση κειμένων ἀπὸ μεγάλους ἐκλησιαστικοὺς Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος (ἐπιστ. πρὸς Ρουφινιακό) ὁ Μ. Βασίλειος (ἐπιστολὴ πρὸς Νικοπολίτας) καὶ χρήσεις ἐκ τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, δοθείσης ἑρμηνείας στὰ κείμενα αὐτά, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα, ἡ κάτωθι ἀπόφασις: «...ἡ ἁγία σύνοδος ἀπεφήνατο, ὅτι τοὺς προσερχομένους ἐκ τῆς αἱρέσεως, ἀκολουθοῦσα τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἡμῶν, προσδέχεσθαι χρή, ἐὰν ἑτέρα αἰτία οὐκ ἐκβάλλῃ τοὺς τοιούτους ἐκ τῆς ἱερατικῆς τάξεως». Κατὰ συνέπεια οἱ πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀνεγνώρισαν χωρὶς τὴν ὑποχρέωση τῆς ἐπανάληψης καὶ τὸ βάπτισμα καὶ τὴ χειροτονία τῶν εὑρισκομένων στὴν κακοδοξία, προσερχομένων στὴν Ἐκκλησία.
Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα τίθενται στοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἀποκλειστικότητας τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα:
• Μὲ ποιό δικαίωμα καὶ ποίᾳ ἐξουσίᾳ οἱ πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔκαναν δεκτοὺς τοὺς εἰκονομάχους, χωρὶς νὰ ἀπαιτήσουν οὔτε βάπτισμα, οὔτε χρίσμα; Ποιούς ἱεροὺς κανόνες ἐφήρμοσαν γιὰ νὰ προβοῦν στὴν (κατ᾽ οἰκονομία) ἀναγνώριση αὐτῶν τῶν μυστηρίων ποὺ τελέστηκαν κατὰ τὴν περίοδο κατὰ τὴν ὁποία βαπτίζοντες καὶ βαπτιζόμενοι, χρίοντες καὶ χριόμενοι εὑρίσκοντο στὴν κακοδοξία; Ἀσφαλῶς οἱ πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν μποροῦσαν νὰ στηριχθοῦν σὲ κανένα κανόνα, γιατὶ οἱ κανόνες ποὺ προβλέπουν τὴν εἰσδοχὴ τῶν ρητῶς ἀναφερομένων αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν προηγοῦνται χρονικὰ καὶ ἱστορικὰ τῆς ἐποχῆς τῶν Εἰκονομάχων. Τί ἔπραξαν κατὰ συνέπεια, οἱ Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς συνόδου; Ἑρμήνευσαν προφανῶς τὴν προγενέστερη κανονικὴ παράδοση ἀναζητώντας τὸ «νοῦ» καὶ τὸ σκοπό της, τὴν ἑρμήνευσαν καὶ τὴν ἐφήρμοσαν ἀναλογικὰ καὶ διασταλτικά.
Ποιός μποροῦσε νὰ ἐμποδίσει τοὺς Πατέρες ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα, ὅταν ἡ Ἐκκλησία συνέρχεται ἐν συνόδῳ, ἀπὸ τὸ νὰ λάβουν μιὰ τέτοια ἀπόφαση ποὺ νὰ ἀντιμετωπίζει νέα πραγματικότητα, ὥστε νὰ καλυφθεῖ ἕνα «κανονικὸ κενό»; Κατὰ συνέπεια, ποιός μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει σήμερα τὴν Ἐκκλησία συνερχομένη ἐν συνόδῳ νὰ ἀντιμετωπίσει μιὰ νέα πραγματικότητα;
Ἡ σύγχρονη πραγματικότητα ἀσφαλῶς καὶ εἶναι νέα, διότι οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας σήμερα Χριστιανοὶ δὲν εἶναι οὔτε Μανιχαῖοι οὔτε Οὐαλεντιανοί, οὔτε Μαρκιωνιστές, οὔτε Σαβελλιανοί, οὔτε Μοντανιστές, οὔτε Παυλικιανοί, οὔτε Εὐνομιανοί, μὴ ἀποδεχόμενοι τὴν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας σήμερα Χριστιανοὶ δὲν εἶναι οὔτε Ἀρειανοί, οὔτε Ναυατιανοί, οὔτε Ἀπολλιναριστές. Ἐὰν οἱ ἱεροὶ κανόνες ἀναγνωρίζουν τὸ βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα τῶν Νεστοριανῶν, τῶν Εὐτυχιανιστῶν καὶ τῶν Σεβηριανῶν μὲ βαρύτατες χριστολογικὲς κακοδοξίες, ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας σήμερα μπορεῖ νὰ εἶναι αὐστηρότερη;
Ὁ Θεόδωρος Στουδίτης παρέχει σαφέστατη τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὅρου αἱρετικός: «...Τὸ δὲ εἰρηκέναι σε, μὴ διακρῖναι τὸν κανόνα, ἀλλ᾽ ὁριστικῶς ἀποφάναι, τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, ἢ βαπτισθέντας, οὔτε κληρικοὺς δυνατόν, οὔτε πιστούς· ὅτι αἱρετικοὺς ὁ ἀποστολικὸς κανὼν ἐκείνους, ἔφη, τοὺς μὴ εἰς ὄνομα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος βαπτισθέντας καὶ βαπτίζοντας. Καὶ τοῦτο ἐκ θείας φωνῆς τοῦ μεγάλου Βασιλείου διδασκόμεθα».
Ἐξ ἴσου σημαντικὰ εἶναι ὅσα ἐπισημαίνει περαιτέρω: «Εἰ δὲ φαίης· Καὶ πῶς λέγονται αἱρετικοὶ καὶ οὗτος καὶ πάντες οἱ μεταγενέστεροι; Τοῦτο λέγομεν καὶ νοοῦμεν· οἱ μὲν πρῶτοι κυρίως αἱρετικοί, διὰ τὸ εἰς αὐτὸ τὸ καίριον τῆς τριαδικῆς ἡμῶν πίστεως ἠσεβηκέναι. Οἱ δὲ δεύτεροι κατὰ κατάχρησιν, καὶ ὡς ἐκ τῶν πρώτων παρηγμένοι· ὁμολογοῦντες δ᾽ ὅμως εἰς Τριάδα καὶ πιστεύειν καὶ βαπτίζειν ἐν ἰδιώματι οἰκείῳ τῆς ἑκάστης ὑποστάσεως, καὶ οὐχὶ μιᾶς τῶν τριῶν ὑπαρχούσης· κἂν ἐν ἄλλοις ᾑρέτιζον».
Δὲ θὰ πρέπει καὶ δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα ἡ Ἐκκλησία σήμερα νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴ νέα πραγματικότητα καὶ νὰ εἰπεῖ ξεκάθαρα σὲ ποιοὺς ἀπὸ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένους ἀναγνωρίζει, ὅ,τι ἀναγνωρίζει, ἐὰν ἀναγνωρίχει, ὅταν μάλιστα ἡ νέα πραγματικότητα εἶναι τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς ἐποχῆς τῆς θεσπίσεως τῶν ἱερῶν κανόνων; Ὁ σύγχρονος χριστιανικὸς κόσμος, συνολικὰ θεωρούμενος, οὔτε τὶς βαρύτατες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀσπάζεται, οὔτε ἐχθρικῶς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διάκειται, οὔτε προσηλυτισμὸ ἀσκεῖ, οὔτε ἔχει καταδικασθεῖ συνοδικά, ὅπως ἐπιβάλλει ὁ στ´ κανόνας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπιζητᾶ εἶναι ὁ διάλογος, ὁ ὁποῖος ἀναμφισβήτητα ἀντιμετωπίζει δυσκολίες καὶ μάλιστα σοβαρές, γιατὶ ἡ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὴν ἀποξένωση καὶ μὲ τὴ δική μας εὐθύνη δὲν ὑπερβαίνεται μὲ μία ἢ δύο συναντήσεις τὸ χρόνο -ἐὰν γίνονται καὶ αὐτές.
Ἀναμφισβήτητη εἶναι ἀντίθετα ἡ ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκήθηκε καὶ ἀσκεῖται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη σκέψη στὸν ὑπόλοιπο χριστιακὸ κόσμο μέσα στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, δηλ. μιᾶς πορείας ἀγάπης -πάντοτε ἐν ἀληθείᾳ- γιὰ τὴ συνάντησή μας μὲ τοὺς ἄλλους, ὅπως αὐτὸ ἐμφαίνεται καὶ σὲ κείμενα ἐπίσημα καὶ στὴ σκέψη μεμονωμένων Θεολόγων.
Δὲν ἦταν π.χ. εὔκολο πρᾶγμα γιὰ ἕνα Ρωμαιοκαθολικό, μὲ κυρίαρχη τὴν περὶ Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας ἀντίληψη, οὔτε τὴν Πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν νὰ ἀποδέχεται, μὲ ὅ,τι αὐτὸ περαιτέρω σημαίνει, οὔτε τὴν καθολικότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναγνωρίζει, γιὰ νὰ ἀναχθοῦμε ἐνδεικτικὰ στὸ κείμενο τῆς Ραβέννας καὶ ἄλλα κείμενα ποὺ ἀποτελοῦν καρπὸ αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Εἶναι, λοιπόν, προφανὲς ὅτι τὰ σύγχρονα δεδομένα εἶναι τελείως διαφορετικὰ καὶ κατὰ συνέπεια διαφορετικὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων, τῶν ὁποίων ἡ πίστη κατὰ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια ἀποτελεῖ κακοδοξία.
• Οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀποκλειστικότητας ἐκτὸς τοῦ ὅτι θὰ πρέπει πειστικὰ νὰ ἀπαντήσουν, πῶς ἡ ὑπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο προεδρευομένη Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀσκηθείσης οἰκονομίας ἀποδέχεται προσδιορίζουσα τὴ σχέση της μὲ μιὰ ἐντελῶς νέα κακοδοξία τὸ βάπτισμα, τὸ χρίσμα καὶ τὴν ἱερωσύνῃ τῶν εἰκονομάχων προσερχομένων στὴν Ὀρθοδοξία, χωρὶς προγενέστερο κανονικὸ ἔρεισμα, ἀλλὰ ἑρμηνευομένου τοῦ «νοός» τῶν προγενεστέρων ἱ. κανόνων, οἱ ὁποῖοι βεβαίως οὐδέποτε προβλέπουν σωρευτικὰ τὴν ἀναγνώριση τριῶν μυστηρίων (βαπτίσματος, χρίσματος καὶ ἱερωσύνης), ὥστε τὰ μυστήρια αὐτὰ νὰ μὴ τελοῦνται ἐκ νέου, ἀναγνωρισθείσης τῆς ἐγκυρότητας αὐτῶν, ἀκόμα καὶ ὅταν αὐτὰ τελέστηκαν ἀπὸ αἱρετικοὺς καὶ μὴ ἔχοντας ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου κατ᾽ αὐτοῦ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ σὲ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα περισσότερο θεμελιῶδες: Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ ἕνα -κατ᾽ αὐτούς- ἀνυπόστατο μυστήριο ὑποστατό, ὅταν ἀκολουθήσει ἡ προσέλευση στὴν Ἐκκλησία;
῾Η συνήθης ἀπάντηση εἶναι, ὅτι στὴν περίπτωση προσέλευσης στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες 1 καὶ 47 τοῦ Μ. Βασιλείου ἡ Οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατὸν νὰ μεταβάλει τὸ ἀνυπόστατο σὲ ὑποστατό. Ἔτσι ἐδῶ τὸ ἐρώτημα μετατίθεται στό, πῶς ἡ Ἐκκλησία σὲ ἕνα γεγονὸς στὸ ὁποῖο ἡ ἴδια κατ᾽ ἀρχὴν καὶ καθ᾽ ἑαυτὸ δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι τελεῖται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴ συνέχεια τὸ ἀποδέχεται ὡς ἐγκύρως τελεσθὲν στὴν περίπτωση προσεύλεσης στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία.
Εἶναι ἡ ὁμολογία καὶ μόνο τῆς ὀρθῆς πίστης; Ἐὰν συνέβαινε μόνον αὐτό, τότε οἱ κατηχούμενοι ὅλων τῶν αἰώνων δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ βαπτίζωνται, γιὰ νὰ καταστοῦν μὲ τὸν τρόπο μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ πρὶν τὸ βάπτισμα καὶ ὡς προϋπόθεση γιὰ τὸ βάπτισμα διαθέτουν τὴν ὀρθὴ πίστη. Πῶς μπορεῖ ἕνα μυστήριο ποὺ τελέστηκε ἀπὸ ἕνα αἱρετικὸ ἐπίσκοπο ποὺ δὲ διαθέτει ἀποστολικὴ διαδοχή, ὡς εὑρισκόμενος στὴν αἵρεση, νὰ ἀποκτᾶ διὰ μαγείας ἐγκυρότητα καὶ νὰ μὴ τελεῖται ἐκ νέου ἐγκύρως; Μήπως ὑπάρχει στὶς περιπτώσεις αὐτὲς μιὰ ad hoc μὴ δηλούμενη ἀναγνώριση τοῦ μυστηρίου;
Ἐνῶ βεβαίως ἡ μαγεία δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα, ἀνατρέχει κανεὶς στὸν 1. κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ διαβάσει εἶναι ὅτι τὸ βάπτισμα ποὺ τελέστηκε ἀπὸ αἱρετικοὺς ἀναγνωρίζεται κατ᾽ οἰκονομία, ἐνῶ εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἐπίσημα παραπέμπει στὴν ἔννοια αὐτή. Αὐτὸ μόνο ἀναγράφεται, χωρίς νὰ παρέχεται καμιὰ ἄλλη ἑρμηνεία. Τὸ παράδοξο δὲν ἑρμηνεύεται. Ἁπλῶς ὀφείλει, ἢ μᾶλλον φαίνεται νὰ εἶναι ὑποχρεωμένος κάποιος, νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀκριβῶς ἐκεῖ ποὺ προηγουμένως τὴν ἠρνεῖτο.
Εἶναι εὔκολο νὰ κατανοήσει κανεὶς ὅτι ἡ μὴ ἐπανάληψη τοῦ βαπτίσματος γίνεται «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν» ἢ τὴ φράση, «Ἐάν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτος (δηλ. ὁ ἀναβαπτισμός), πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καί τοῖς οἰκονομήσασι τὰ καθ᾽ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον;» Πῶς μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει κανεὶς τὴ φράση τοῦ Μ. Βασιλείου στὸν ἴδιο κανόνα, προκειμένου περὶ τοῦ βαπτίσματος τῶν Καθαρῶν, «ὅτι δεῖ τῷ ἔθει τῷ καθ᾽ ἑκάστην χώραν ἕπεσθαι, διὰ τὸ διαφόρως ἐνδιενεχθῆναι περὶ τοῦ βαπτίσματος αὐτῶν»;
Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν γίνεται διὰ μαγείας; Γίνεται θαυματουργικά; Γίνεται ἀναγνωριζόμενον σὲ συγκεκριμένες περιπτώσεις ὡς προϋπάρχον, γιὰ νὰ διευκολυνθοῦν οἱ πολλοὶ νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία; Ἡ ἑκάστοτε τηρουμένη πρακτικὴ ἀποτελεῖ ἔθος ἢ ἅπτεται τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ παραβιάζεται;
Ἐὰν γίνει δεκτὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἦταν ἀνυπόστατο ἢ ἄκυρο ἰσχυροποιεῖται καὶ ζωοποιεῖται διὰ τῆς εἰσόδου στὴν Ἐκκλησία, τότε ἀποδίδεται στὴ Θεία Χάρη, διὰ τῆς ὁποίας τελοῦνται τὰ μυστήρια, ἀναδρομικὴ ἰσχὺ καὶ ἐνέργεια(!), ἐφ᾽ ὅσον δὲν ἐπαναλαμβάνεται τὸ βάπτισμα. Ἡ Θεία Χάρις ὅμως εἴτε δὲν ὑπάρχει, εἴτε ὑπάρχει καὶ εἶναι ἀπολύτως ἐνεργός. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τὴν στὸν Ἱ. Αὐγουστίνο στηριζόμενη καὶ μετέπεια ὑπὸ τῆς σχολαστικῆς Θεολογίας προβληθεῖσα διάκριση τῶν μυστηρίων σὲ invalida (ἄκυρα) καὶ illicita (παράνομα), σὲ ἐνεργὰ καὶ ἀνενεργά.
Σὲ κάθε ὅμως περίπτωση ἡ ἄσκηση Οἰκονομίας ὑπὸ τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ ὑπὸ τῶν πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων σημαίνει ὅτι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς δὲν παραβιάζεται ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. ὑποδηλώνει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ὡς ἔθος χαρακτηριζόμενη ἀποκλειστικὴ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης δὲν ἀνήκει στὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὸ λέγουν οἱ Ἐκκλησιαστικοί μας Πατέρες καὶ μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ ὁ Ἱ. Φώτιος: «Ἔπειτα δὲ τότε τὰς οἰκονομίας ὁ ὀρθὸς λόγος μεταχειρίζεται, ὅτε τὸ δόγμα τῆς εὐσεβείας οὐδὲν παραβλάπτεται». Καὶ ἀλλοῦ ὁ Ἱ. Φώτιος ἐπισημαίνει: «Μέχρι γὰρ τούτου τὰ τῆς οἰκονομίας ὁ ὀρθὸς λόγος ἀνέχεται, μέχρις ἂν οὐδὲν καινοτομεῖται τῶν τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων». Ἐὰν οἱ παραπάνω προτάσεις τοῦ Ἱ. Φωτίου, εἶναι σωστές - καὶ εἶναι ἀσφαλῶς σωστές, τότε ποῦ ἀναφέρεται ἡ ὑπὸ τοῦ Μ. Βασιλείου ἀσκούμενη Οἰκονομία;
Εἶναι λοιπὸν μιὰ ἡ θεώρηση περὶ αὐτομάτου μεταβολῆς τοῦ ἀνυποστάτου σὲ ὑποστατό, στὴν περίπτωση εἰσόδου στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἱκανοποιητική; Δὲν ἐμφανίζεται τότε ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς Καρθαγένης συνεπέστερος ἀνάμεσα στὶς θεολογικές του θέσεις καὶ στὴν πρακτικὴ ποὺ υἱοθέτησε; Ἐὰν συνέβαινε ὅμως αὐτό, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπεδέχθη τὶς ἐκκλησιολογικές του θεωρήσεις;
Θὰ μποροῦσε κανεὶς στὸ σημεῖο αὐτό, γιὰ νὰ γίνει μιὰ νοηματικὴ παρένθεση, νὰ ἐπαναλάβει αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος λέγει στὸν 21. Κανόνα του στὴν ὁριοθέτηση μεταξὺ πορνείας καὶ μοιχείας: «Τούτων δὲ ὁ λόγος οὐ ῥᾴδιος· ἡ δὲ συνήθεια οὕτω κεκράτηκεν».
Στὸν τελευταῖο αὐτὸ κανόνα ὁ Μ. Βασίλειος ἀκολουθώντας τὶς κοινωνικὲς ἀντιλήψεις τοῦ καιροῦ του καὶ τὴν τότε κρατικὴ νομοθεσία θεσμοθετεῖ σὲ ἱερὸ κανόνα τὴν ἄνιση μεταχείρηση μεταξὺ ἄνδρα καὶ γυναίκας λέγοντας ὅτι ἡ μὲν γυναῖκα τελεῖ μοιχεία εἴτε ἡ συνεύρεση γίνεται μὲ παντρεμένο εἴτε μὲ ἀνύπαντρο ἄνδρα, ἐνῶ ὁ ἄνδρας τελεῖ μοιχεία, μόνο ἐὰν ἡ συνεύρεση γίνει μὲ παντρεμένη γυναῖκα. Θὰ μποροῦσε ποτὲ ἡ Ἐκκλησία σήμερα νὰ ὑποστηρίξει τὴν ἰσχὺ καὶ τὸ κῦρος αὐτοῦ τοῦ κανόνα;
«Τούτων δὲ ὁ λόγος οὐ ῥᾴδιος». Θὰ ἀναφερθεῖ, ἐνδεικτικὰ ἀκόμα ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἡ -σὲ ἄλλη συνάφεια βεβαίως- παραδοξότητα. Στὸν θ´ κανόνα τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαβάζει κανείς: «Πάντα τὰ μειρακιώδη ἀθύρματα, καὶ μανιώδη βακχεύματα, τὰ ψευδοσυγράμματα, τὰ κατὰ τῶν σεπτῶν εἰκόνων γινόμενα, δέον δοθῆναι τῷ ἑπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως, ἵνα ἀποτεθῶσι μετὰ τῶν λοιπῶν αἱρετικῶν βιβλίων...». Σημειωτέον ἐδῶ, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ Βαλσαμών, γιὰ τὰ αἱρετικὰ συγγράμματα «οἱ νόμοι δὲ καίεσθαι ταῦτα ἐπιτρέπουσι... Ταὐτόν ἐστιν τὸ καυθῆναι καὶ τὸ ἀποτεθῆναι ἐν τῷ ἐπισκοπείῳ...».
Τί πρέπει νὰ κάνει λοιπὸν σήμερα ἡ Ἐκκλησία, νὰ προτρέπει τοὺς πιστούς της νὰ ἀναζητοῦν τὰ βιβλία «τῶν αἱρετικῶν» καὶ νὰ παραδίδωνται αὐτὰ στὸν Ἐπίσκοπο;
Τί πρέπει νὰ κάνουν, ὅσοι θεωροῦν τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὡς σύγχρονους αἱρετικούς, νὰ καταστρέφουν καὶ νὰ καίουν τὰ βιβλία τους καὶ τὰ βιβλιοπωλεῖα τους; Ἢ μήπως θὰ πρέπει «τὰ ψευδῶς ὑπὸ τῶν ἀληθείας ἐχθρῶν συμπλασθέντα μαρτυρολόγια... πυρὶ παραδίδοσθαι», σύμφωνα μὲ τὸν 63. κανόνα τῆς Πενθέκτης; Εἶναι δυνατὸ σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ παρομοίου περιεχομένου κανόνες νὰ ἀντιμετωπίζει τὸ σύγχρονο κόσμο ποὺ ζῆ μὲ ἕνα διαφορετικὸ ἀξιακὸ σύστημα σὲ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ κοσμοείδωλο ἀπὸ αὐτὸ τῆς καταγραφῆς τῶν ἱερῶν κανόνων;
Εἶναι δυνατὸν ἱεροὶ κανόνες μὲ τέτοιο περιεχόμενο νὰ διεκδικοῦν σήμερα τὴν αὐθεντία καὶ τὸ κῦρος τῶν δογματικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Μὲ τέτοιους καὶ ἄλλους παρομοίου καὶ ἀναλόγου περιεχομένου κανόνες ἀπευθυνόμαστε σήμερα στὴ σύγχρονη κοινωνία, προκειμένου ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐπιτελέσει τὸ σωτηριῶδες της ἔργο;
Τὰ ἐλάχιστα αὐτὰ παραδείγματα ἀρκοῦν γιὰ νὰ καταδείξουν ὅτι ναὶ μὲν οἱ ἱεροὶ κανόνες ἐξετέθηκαν ἀπὸ τίς «σάλπιγγες τοῦ Πνεύματος», μόνο ποὺ τὸ Πνεῦμα σήμερα ἠχεῖ διαφορετικά. Δύσκολα μπορεῖ σήμερα κάποιος νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι ἱεροὶ κανόνες μὲ τέτοιο περιεχόμενο, ὅπως ἐνδεικτικὰ κατεγράφη στὶς δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις, μποροῦν νὰ ἀσκήσουν τὴ θεραπευτική τους λειτουργία προάγοντας τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα «πρὸς ψυχῶν θεραπείαν καὶ ἰατρείαν παθῶν». Τὸ νὰ ξαναδοῦμε τοὺς ἱεροὺς κανόνες ποὺ τόσο κακοποιοῦνται στὶς ἡμέρες μας προβαίνοντας στὴ δέουσα ἀνακάθαρση ἀποτελεῖ ἐπείγουσα ἀναγκαιότητα ποὺ ὁπωσδήποτε χρειάζεται τὴν πανορθόδοξη συναίνεση. Ὁ συγκυριακὸς χαρακτήρας τῶν ἱερῶν κανόνων εἶναι ὅμως ἀδιαμφισβήτητος.
• Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὸ πῶς θεωρεῖ κανεὶς τοὺς ἱεροὺς κανόνες γενικῶς -μὲ ἀφετηρία τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν κανόνων ποὺ συγκεκριμένα ἀναφέρονται στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία κατονομάζοντας τοὺς συγκεκριμένους αἱρετικοὺς ποὺ γίνονται δεκτοὶ χωρὶς βάπτισμα ἢ χωρὶς βάπτισμα καὶ χρίσμα, κατὰ πολὺ περισσότερο, ὅταν οἱ σύγχρονοι ἑτερόδοξοι γιὰ τοὺς λόγους ποὺ προαναφέρθηκαν δὲν μποροῦν νὰ ἐμπίπτουν στὶς κατηγορίες τῶν αἱρετικῶν ποὺ αὐτοὶ περιλαμβάνουν- εἶναι ἐπιβεβλημένο καὶ ἀπὸ τὰ πράγματα ἀναγκαῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὑπερβαίνουσα τὴν ἀποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, νὰ ἀποφανθεῖ, ἐὰν ἀναγνωρίζει μυστήρια ἐκτὸς αὐτῆς, ποιὰ εἶναι αὐτὰ καὶ ποίων ἑτεροδόξων συγκεκριμένα τὰ μυστήρια ἀναγνωρίζονται, ἐὰν ἀναγνωρίζονται. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ σύνολό της οὐδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους. Αὐτονόητα ὁ προβληματισμὸς αὐτὸς ὀφείλει νὰ ἑστιαστεῖ πρωτίστως στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, τὸ εἰσαγωγικὸ μυστήριο σὲ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνδεχομένως ἀναγνωρισθεῖ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας μιᾶς τέτοιας κοινότητας δὲ θίγει σὲ τίποτα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ διατηρεῖ τὴν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια αὐτὴ τίποτα δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὀνομάσουμε αὐτὲς τὶς χριστιανικὲς κοινότητες Ἐκκλησία, ὅπως τὸ κάνει ἄλλωστε καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς στὰ χωρία ποὺ ἀνωτέρω ἐπισημάνθηκαν ἢ οἱ πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ κάνουν λόγο γιά Ἐκκλησία τῶν «πονηρευομένων», ὄχι ἁπλᾶ ἐξ αἰτίας τῆς κακοδοξίας τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ κυρίως ἐξ αἰτίας τῆς ἐχθρότητας καὶ τῶν δολίων μέσων ποὺ χρησιμοποιοῦσαν κατὰ τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι τυχαῖο καὶ θεολογικὰ δὲ σημαίνει τίποτα ἡ ἀπάντηση τοῦ Πατριάρχη Ταρασίου, ὅταν θὰ χρειαστεῖ νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς χειροτονίας τοῦ Ἀνατολίου, τοῦ Προέδρου τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος εἶχε χειροτονηθεῖ παρουσίᾳ τοῦ εὐτυχοῦς «ὑπὸ Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς»; ῾Η ἀπάντηση εἶναι: «....ἐκ Θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία». Ἐὰν ἡ περίπτωση τοῦ Ἀνατολίου δὲν εἶναι πειστική, πῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει κανεὶς τὴν περίπτωση τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας ποὺ χειροτονήθηκε ἀπὸ Ἀρειανούς ἢ τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων ποὺ ἐπίσης χειροτονήθηκε ἀπὸ Ἀρειανούς; Πῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ἐπίσκοποι ποὺ μετεῖχαν στὴ Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Μακεδόνιο καὶ Εὐδόξιο; Πῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπίσκοποι ποὺ εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀλεξανδρείας Πέτρο Μογγό, μονοφυσίτη αἱρετικό, ὁ ὁποῖος ἐφόνευσε τὸν κανονικὸ ποιμένα τῆς Ἀλεξάνδρειας Προτέριο, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε καθαιρέσει τὸν Πέτρο, ἔγιναν δεκτοὶ στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία καὶ μάλιστα ὡς ἐπίσκοποι; Πῶς μπορεῖ καὶ στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἡ χειροτονία νὰ θεωρηθεῖ «ἐκ Θεοῦ» καὶ νὰ γίνει ἀποδεκτή;
Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ προσδώσει ἐκκλησιαστικὸ χαρακτῆρα σὲ μιὰ συγκεκριμένη κοινότητα ποὺ δὲν ἀνήκει στὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀναγνωρίζοντας πρωτίστως στὰ μέλη της βάπτισμα; Αὐτὸ ἀσφαλῶς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει μόνο ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ, οἱ ἐπίσκοποι ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁρατὲς κεφαλὲς τῶν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν ὁποίων ἐκφράζουν τὸ φρόνημα, οἱ ἔχοντες τὴν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» καὶ οἱ κατέχοντες «τὰς κλεῖς» τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἡ Ἐκκλησία ὑπὸ τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνερχομένη θέτοντας σταθερὰ κριτήρια, ἀποτιμώντας πρωτίστως τὴν ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη. Ἡ Ἐκκλησία δὲ δεσμεύεται ἀπὸ κανονικὲς ρυθμίσεις ποὺ ἀναφέρονται σὲ δογματικὲς ἀποκλίσεις ἄλλων ἐποχῶν, προφανῶς δὲν ἀναφέρονται στὶς σύγχρονες ἐκτὸς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χριστιανικὲς κοινότητες ποὺ οὐδέποτε συνοδικὰ ἐπισήμως ἔχουν καταδικασθεῖ, ἔχουν ποιμαντικὸ χαρακτῆρα καὶ ποιμαντικὴ σκοπιμότητα, ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ λόγου δὲν παρουσιάζουν πάντα μιὰ ἑνιαία καὶ σταθερὴ στάση ἀπέναντι στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένους, ὅπως κατωτέρω θὰ καταδειχθεῖ. Οἱ ἱεροὶ κανόνες οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἀπολυτοποιοῦνται ὡς πρὸς τὸ κῦρος καὶ τὴν ἰσχύ τους. Δὲν ἐντάσσονται στὴ σωτηριώδη δογματικὴ ἐμπειρία καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελοῦν ἐκφρασή της ποὺ λειτουργεῖ μὲ διαφορετικὸ τρόπο στὴν ἑκάστοτε συγκυρία ὡς μέσο γιὰ τὴ σωτηρία στὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ἔζησε χωρὶς κανόνες, ἐπιτελῶντας στὸν κόσμο τὸ σωτηριολογικό της ἔργο. Ἡ Ἐκκλησία ἀσφαλῶς ὑπέρκειται τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ δὲν ὑπόκειται σ᾽ αὐτούς. Ἐκτὸς τούτου οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἐπίσημα καὶ μὲ συνοδική της ἀπόφαση -ἀνεξάρτητα ἀπὸ προσωπικὲς γνῶμες- κήρυξε expressis verbis ὅλα καὶ χωρὶς διάκριση τὰ ἐκτὸς αὐτῆς τελούμενα μυστήρια ὡς ἐντελῶς ἀνυπόστατα καὶ δὲν οἰκειοποιήθηκε τὸ ἀξίωμα: «Salus extra Ecclesiam non est». Αὐτὸ ὑποδηλώνει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Πενθέκτη χαρακτηρίζει τὶς ἐκκλησιολογικὲς θεωρήσεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ὡς «ἔθος». Δὲν ἐγνώριζε ὁ Μ. Βασίλειος τὶς ἐκκλησιολογικὲς θεωρήσεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ὅταν λέγει ὅτι «δεῖ τῷ ἔθει τῷ καθ᾽ ἑκάστην χώραν ἕπεσθαι»; Ἁπλῆ ἀνάγνωση τοῦ πρώτου κανόνα ἀρκεῖ γιὰ τὴν ἀπάντηση.
Μὲ βάση αὐτὰ τὰ δεδομένα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀναγνώριση τοῦ ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος ἑτεροδόξων, ὅταν πρωτίστως ἀποστῆ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἀποκλειστικότητας. Ἡ ἀποκλειστικότητα δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μόνο μιὰ Ἐκκλησία ποὺ ξεπερνᾶ τὴ στατικότητά της, τῆς ὁποίας τὸ πλήρωμα αὐξάνει στὴ γνώση τῆς ἀλήθειας ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, μπορεῖ νὰ συλλάβη τὴν οἰκουμενικότητα τῆς διάστασης τῆς ἐνανθρώπισης καὶ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσδιορίσει μὲ σαφήνεια καὶ τὴν ἀπαιτούμενη διάκριση συγκεκριμένες της ἐκφάνσεις σὲ συγκεκριμένες περιπτώσεις, ἀντιμετωπίζοντας τὴ σύγχρονη πραγματικότητα.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἐξ ἄλλου καὶ ἡ σχετικὴ ἐπὶ τοῦ θέματος τοποθέτηση τοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα: «Ἀλλ᾽ ἐὰν τὰ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν ἢ σχισματικῶν τελούμενα εἶναι ἄκυρα καὶ κατ᾽ ἀκρίβειαν δέον νὰ ἐπαναλαμβάνωνται, δὲν δυνάμεθα ὅμως νὰ χαρακτηρίσωμεν αὐτὰ πάντῃ ἀνυπόστατα». Περαιτέρω ἐπισημαίνει: «Εἶναι ἀτελῆ καὶ παραμεμορφωμένα, καθ᾽ ὃ μέτρον καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ διδασκαλία αὐτοῦ ἔχει παραμορφωθεῖ παρὰ τοῖς τελεσιουργοῖς καὶ μεταλαμβάνουσι τούτων ἢ τὸ κῦρος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει καταληθῆ ὑπ᾽ αὐτῶν». Ἀφοῦ τὰ ἐκτὸς Ἐκκλησίας τελούμενα μυστήρια εἶναι οὐχί «πάντῃ ἀνυπόστατα», ἄρα διαθέτουν κάποια ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτὰ καὶ κατ᾽ ἐπέκταση ἔγκυρα. Στηριζόμενος κανεὶς στὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ διωρωτᾶται, τί ἐμποδίζει σήμερα τὴν Ἐκκλησία νὰ ἀποδεχθεῖ κατὰ περίπτωση τὰ μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων ὡς οὐχί «πάντῃ ἀνυπόστατα»; Εἶναι ὅμως δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Καθηγητὴς Π. Τρεμπέλας, τὰ οὐχί «πάντῃ ἀνυπόστατα» μυστήρια νὰ τὰ θεωρεῖ ἄκυρα; Ἡ Θεία Χάρις δηλ. εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ λειτουργεῖ ἀκύρως; Ἡ Θεία Χάρις εἴτε ὑπάρχει καὶ εἶναι ἐνεργός, εἴτε δὲν ὑπάρχει.
Θὰ εἶναι ὅμως ἡ ἀναγνώριση γιὰ συγκεκριμένες περιπτώσεις τοῦ μὴ ἀνυποστάτου τοῦ βαπτίσματος κάτι τὸ ἐντελῶς καινούργιο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἀσφαλῶς καὶ δὲ θὰ εἶναι κάτι τὸ καινούργιο. Στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑποχρεώνει στὸ «ἀναβαπτίζεσθαι» δὲν ἀναγνωρίζει προϋπάρχον βάπτισμα; Πῶς ὑποκαθίσταται ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ βαπτίσματος, μαγικῶς ἢ θαυματουργικῶς; Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἀριστηνοῦ στὸ 47. κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείουποὺ μᾶς προσγειώνει περισσότερο ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀνάλογα κείμενα στὴν πραγματικότητα: «Πλὴν ὁ ἕβδομος κανὼν τῆς ἐν Λαοδικείᾳ συνόδου καὶ ὁ ἕβδομος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ ὁ ηε´ (95.) τῆς ἐν Τρούλλῳ ἕκτης συνόδου, τῶν Ναυατιανῶν, καὶ Καθαρῶν, καὶ Τεσσαρασκαιδεκατιτῶν τὸ βάπτισμα δέχεται προσερχομένων τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ ἀναθεματιζόντων πᾶσαν αἵρεσιν καὶ τὴν ἑαυτῶν». Ὅταν λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία «δέχεται τὸ βάπτισμα», δὲν τὸ ἀναγνωρίζει ὡς προϋπάρχον; Ἤ, μήπως δέχεται τὸ βάπτισμα ἐξ αἰτίας τῆς προσέλευσης στὴν Ἐκκλησία ἀποδίδοντας στὴ Θεία Χάρη ποὺ τὸ τελεῖ ἀναδρομικὴ ἰσχύ; Ἤ, μήπως ἡ ὀρθὴ πίστη καθιστᾶ πλέον περιττὸ τὸ βάπτισμα; Εἶναι προφανές ὅτι στὰ δύο τελευταῖα ρητορικὰ ἐρωτήματα ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική.
Στοὺς νεώτερους αἰῶνες σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς κάθε μίας χωριστὰ τελοῦνται μικτοὶ γάμοι ὀρθοδόξων μὲ σύγχρονους ἑτεροδόξους. Ἡ τέλεση μικτοῦ γάμου δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σημαίνει ad hoc ἀναγνώριση βαπτίσματος. Διαφορετικὰ ἡ τέλεση ἑνὸς τέτοιου γάμου δὲ θὰ ἦταν ἐφικτή. Εἶναι ἀντιφατικὸ καὶ ἀδιανόητο νὰ τελεῖται γάμος ὀρθοδόξων μὲ ἑτεροδόξους καὶ νὰ θεωρεῖται ἡ ἑτερόδοξη πλευρὰ ὅτι στερεῖται βαπτίσματος. Ἡ τέλεση μικτῶν γάμων εἶναι ἕνας παγιωμένος στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση θεσμὸς καὶ τὸ πρόβλημα ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίας ποὺ τοὺς τελοῦν, ἀλλὰ στοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἀποκλειστικότητας ποὺ εἴτε ὡς ἐπίσκοποι ἐκδίδουν τὶς σχετικὲς ἄδειες γάμου, εἴτε ὡς πρεσβύτεροι τοὺς ἱερολογοῦν, συμπροσευχόμενοι μάλιστα μὲ τοὺς ἑτεροδόξους «αἱρετικούς».
Δὲν ἀποτελεῖ ἡ τέλεση μικτοῦ γάμου συμπροσευχή; Θὰ ἦταν εὐχῆς ἔργο, οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀποκλειστικότητας ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ ἀποκτήσουν τὴ δέουσα συνέπεια πεποιθήσεων καὶ πράξεων, νὰ ἀναγνώσουν καὶ τὸν θ´ κανόνα τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας ποὺ κατόπιν ὑποβληθείσης σ᾽ αὐτόν ἐρωτήσεως ἀσφαλῶς ἐπιτρέπει τὴν παρουσία «ἀρειανῶν ἢ ἄλλων αἱρετικῶν» στὴ Θ. Λειτουργία μέχρι τοῦ ἀσπασμοῦ καὶ τῆς Ἀναφορᾶς καὶ ἑρμηνεύει τὴν ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» καὶ στοὺς ἄλλους κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὴ συμπροσευχή, παρότι αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ συμπεριλαμβάνουν αὐτονόητα καὶ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους.
Διαφορετικὰ ἡ ἀντίφαση μεταξὺ τῶν ἱερῶν κανόνων ποὺ ἐπικυρώθηκαν ὅλοι ἀπὸ τὸ 2ο κανόνα τῆς Πενθέκτης εἶναι προφανής.
Ἡ τέλεση μικτῶν γάμων στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες συνιστᾶ μιὰ σιωπηρὴ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων, ἐνῶ οἱ παλινδρομήσεις ποὺ ἑνίοτε παρουσιάζονται στὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὴν ἀπαγόρευσή τους δείχνει ὅτι ἡ ἀντιμετώπισή τους δὲν εἶχε θεολογικὰ κριτήρια, διότι ἐὰν αὐτὰ συνέτρεχαν ἀπαγορευτικά, δὲ θὰ εἶχαν ποτὲ συναφθεῖ μικτοὶ γάμοι, ἀλλὰ κριτήρια συγκυριακὰ προσδιοριζόμενα ἀπὸ ἱστορικὲς παραμέτρους καὶ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ποιότητα τῆς στάσης τῶν ἑτεροδόξων ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτὸ δὲν καταδεικνύεται ἱστορικὰ ἀπὸ τὴν ἀτυχῆ προσπάθεια τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου νὰ ἐπιβάλει τὸ 1755 τὸν ἀναβαπτισμὸ τῶν Λατίνων, παρὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Μεγάλης Συνόδου τοῦ 1484 στὴν Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀπαιτεῖτο μόνο Χρίσμα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Μεγάλη Σύνοδος τοῦ 1484 ἐρύθμισε αὐστηρότερα τὴν εἰσδοχὴ τῶν Μονοφυσιτῶν ἀπαιτήσασαι ἀντὶ τοῦ λιβέλλου, ὅπως ὅριζε ὁ 95. κανὼν τῆς Πενθέκτης, τὴν τέλεση καὶ χρίσματος.
Παράλληλα τὸ γεγονὸς ὅτι μετὰ ἀπὸ Πανορθόδοξες ἀποφάσεις διεξάγεται θεολογικὸς διάλογος μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, Λουθηρανούς, Ἀγγλικανούς, Μεταρρυθμισμένους, Παλαιοκαθολικοὺς καὶ Προχαλκηδο-νίους συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ αὐτοὺς ὁ μικτὸς γάμος εἶναι δυνατὸς καὶ ὑπάρχει σιωπηρὴ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματός τους καὶ ἐκκλησιολογικὴ ἀναγνώριση τῶν κοινοτήτων τους, ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ ἀνωτέρω ἀνεπτύχθη καὶ δὲν καταργεῖ ἢ ἀμφισβητεῖ τὴν καθολικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος οὐδόλως κατ᾽ ἀνάγκη σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς καὶ ἀναγνώριση ἄλλων μυστηρίων, παρότι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ προβεῖ σὲ κάτι τέτοιο ἐν Συνόδῳ, μὴ ὑπαρχούσης ἀσφαλῶς τῆς δυνατότητας γιὰ πληρότητα τῆς κοινωνίας διὰ τῆς Θ. Εὐχαριστίας, καθ᾽ ὅσον χρόνο θὰ ὑπάρχουν διαφορὲς περὶ τὴν πίστη.
Ἐκτιμᾶται ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἀγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ὀφείλει νὰ προσδιορίσει τὶς κοινότητες τῶν ἑτεροδόξων μὲ τὶς ὁποῖες διεξάγεται ὁ διάλογος, ὅπως τὸ ἔκανε ἡ ἀπόφαση τῆς Γ´ Προσυνοδικῆς Διάσκεψης τοῦ 1986, προσδιορίζοντας αὐτονόητα ταυτόχρονα -ὄχι συγκεκαλυμμένα, ἀλλὰ ξεκάθαρα- καὶ τὶς κοινότητες τῶν ἑτεροδόξων, στὶς ὁποῖες προφανῶς ἀναγνωρίζει ἐκκλησιολογικὴ ὑπόσταση καὶ τὶς θεωρεῖ ὡς Ἐκκλησίες πάντα ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ προαναφέρθη, κάτι τὸ ὁποῖο προφανῶς ὅμως ἐμπεριέχει τὴν ἁπλῆ ἀναγνώριση τῆς ἱστορικῆς τους ὕπαρξης. Γιὰ ὅσες χριστιανικὲς κοινότητες δὲ συμβαίνει αὐτό, τὸ κείμενο κάνει λόγο γιὰ Ὁμολογίες, μὲ τὶς ὁποῖες μπορεῖ μὲν νὰ ὑπάρχει ἢ νὰ ἀρχίσει διάλογος, δὲν τοὺς ἀναγνωρίζεται ὅμως ἐκκλησιαστικός χαρακτήρας.
5. Οἱ κανόνες 7 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ 95 τῆς Πενθέκτης καὶ ὁ ποιμαντικός τους χαρακτήρας.
Στὴν § 20 τοῦ κειμένου γίνεται λόγος γιὰ τὶς προοπτικὲς τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες ποὺ προσδιορίζονται ἐπὶ τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεων ποὺ θέτουν οἱ κανόνες 7 τῆς Β´ Οἰκ. Συνόδου καὶ 95 τῆς Πενθέκτης. Κατ᾽ ἀρχήν, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ προοπτικές, γίνεται ἀναφορὰ σὲ κάτι ποὺ ἀφορᾶ στὸ μέλλον καὶ ἡ προοπτικὴ τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι μία καὶ μοναδική: Ἡ ἑνότητα στὴν πίστη ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ὅπως ὑποδηλώνει καὶ ἡ § 3 τοῦ κειμένου καὶ ἡ ἐπίτευξη αὐτῆς συνιστᾶ τὸ σκοπὸ τῶν θεολογικῶν διαλόγων. Γι᾽ αὐτὸ ἡ λέξις «προοπτικαί» θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε τεθεῖ καὶ στὸν ἑνικὸ ἀριθμό. Ἄλλωστε, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ἡ § 12 τοῦ κειμένου στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους δὲν ὑπάρχει διαφοροποίησις σκοποῦ, «διότι ὁ σκοπὸς εἶναι ἐνιαῖος εἰς πάντας τοὺς διαλόγους».
Ὅταν διαβάζει κανεὶς τοὺς κανόνες 7 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Συνόδου ἀντιλαμβάνεται ὅτι οἱ κανόνες αὐτοὶ ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένες κατηγορίες αἱρετικῶν ὁμάδων, οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατὸν νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία κατὰ διαφορετικοὺς τρόπους, εἴτε διὰ τοῦ (ἀνα)βαπτισμοῦ, μὴ ἀναγνωριζομένου τοῦ βαπτίσματος ποὺ ἔλαβαν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκόμενοι, εἴτε διὰ χρίσματος μὴ ἐπαναλαμβανομένου τοῦ βαπτίσματος, εἴτε ἁπλῶς διὰ λιβέλλου. Βεβαίως σὲ σχετικὴ συνάφεια εὑρίσκονται καὶ ἄλλοι Κανόνες, ὅπως ὁ 8´ τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς, ποὺ κάνει λόγο γιὰ τοὺς καθαρούς (Ναυατιανούς), οἱ ὁποῖοι ἐγίνοντο δεκτοὶ δι᾽ ἐγγράφου ὁμολογίας, ἐνῶ οἱ κληρικοί τους δὲν ἐχειροτονοῦντο ἐκ νέου (ἀρκούσης τῆς χειροθεσίας), ὁ 19. κανόνας τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς ποὺ κάνει λόγο γιὰ Παυλικιανοὺς (τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως / Μοναρχιανιστές) ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀναβαπτίζωνται, ὁ κανὼν 7 τῆς Λαοδίκειας ποὺ ὁρίζει ὅτι οἱ Ναυατιανοὶ (Φωτεινιανοί – Τεσσαρεσκαιδεκατίτες) θὰ ἔπρεπε νὰ γίνωνται δεκτοὶ διὰ χρίσματος, ὁ κανὼν 8 τῆς Λαοδίκειας ποὺ ἐπιβάλλει τὸν ἀναβαπτισμὸ τῶν Φρυγῶν (Μοντανιστῶν), ὁ Κανὼν 66 τῆς Καρθαγένης ποὺ μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρεται στοὺς Δονατιστὲς ποὺ ἐγίνοντο δεκτοὶ μόνο δι᾽ ἐγγράφου ὁμολογίας («ἐπινεύσαντος καὶ ἐνηχήσαντος τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ἐπιλεξάμεθα ἠπίως καὶ εἰρηνικῶς διαπράξασθαι μετὰ τῶν μνημονευθέντων ἀνθρώπων»), ὁ 1. κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου ποὺ ἐπιβάλλει γιὰ τοὺς Μανιχαίους, τοὺς Οὐαλεντινιανούς, τοὺς Μαρκιωνιστὲς καὶ Πεπουζηνοὺς τὸ βάπτισμα, γιὰ τοὺς Καθαροὺς (Ἐγκρατίτες, Ἀποτακτίτες, Ὑδροπαραστάτες) τὸ βάπτισμα, ἐνῶ ταυτόχρονα μέσα σὲ πνεῦμα οἰκονομίας δέχεται ὅτι οἱ Ἐγκρατίτες, παρότι παραχάραξαν τὴν παράδοση τοῦ βαπτίσματος («ἐπεχείρησαν λοιπόν, ἰδίῳ προκαταλαμβάνειν βαπτίσματι, ὅθεν καὶ τὴν συνήθειαν τὴν ἑαυτῶν παρεχάραξαν»), μπορεῖ νὰ γίνωνται δεκτοὶ μόνο διὰ Χρίσματος, ὅπως αὐτὸ ἐγίνετο στὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας καὶ τέλος ὁ Κανὼν 47 τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπου ὁ ἴδιος διορθούμενος, ὁρίζει ὅτι οἱ Ἐγκρατίτες (Ναυατιανοί) πρέπει νὰ ἀναβαπτίζωνται. Θεωρεῖ δὲ ὅτι γιὰ τὴν ἀμφιλεγόμενη αὐτὴ πρακτικὴ θὰ πρέπει νὰ συνέλθει σύνοδος γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ ὁ ἀναβαπτισμός τους. Παρότι μιὰ τέτοια σύνοδος δὲ συνῆλθε ποτέ, ὁ δεύτερος κανόνας τῆς Πενθέκτης ἐπικύρωσε καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου ποὺ ἐπιβάλλουν διαφορετικὴ ρύθμιση γιὰ τὸ ἴδιο θέμα. Πῶς ὅμως ὁ Μ. Βασίλειος στὸν 1. κανόνα του ἐνδίδει στό «ἔθος» ποὺ ἐτηρεῖτο στὴν Ἀσία καὶ ἀπαλλάσσει τοὺς Ἐγκρατίτες ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση τοῦ βαπτίσματος, ἐὰν γίνει ἀποδεκτὸ ὅτι ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει Ἅγ. Πνεῦμα καὶ συνεπῶς δὲν ὑπάρχει καὶ βάπτισμα; Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητας τοῦ βαπτίσματος ἐπαφίεται στὴν ἀναγνώριση ἢ ὄχι ἑνὸς ἐθίμου;
Ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ἀνάγνωση τῶν προαναφερθέντων κανόνων μπορεῖ κανεὶς νὰ συναγάγει τὰ ἑξῆς συμπεράσματα:
• Ἡ βαρύτητα τῆς πλάνης τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων ἀποτελεῖ θεμελιῶδες κριτήριο -ὄχι βεβαίως τὸ ἀποκλειστικό- γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (π.χ. Μοναρχιανιστές, Μαρκιωνιστές, Μοντανιστές).
• Γιὰ τὴν ἴδια κατηγορία τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων ὁμάδων ἐπιβάλλεται διαφορετικὴ ρύθμιση. Ἐνῶ ὁ 8. Κανόνας τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κάνει δεκτοὺς τοὺς Καθαροὺς μόνο δι᾽ ἐγγράφου ὁμολογίας (ἀναγνωρίζοντας μάλιστα τὴ χειροτονία ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὴ σχισματική τους ὁμάδα), ὁ 8. Κανὼν τῆς Λαοδίκειας ποὺ κάνει δεκτοὺς διὰ χρίσματος. Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Πῶς μποροῦν οἱ κανόνες νὰ ἐπιβάλλουν διαφορετικὴ ρύθμιση γιὰ τὸ ἴδιο θέμα; Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος, ἐνῶ στὸν πρῶτο του κανόνα ὑποχρεώνει τοὺς Ἐγκρατίτες (Καθαρούς) νὰ τελέσουν ἐκ νέου Βάπτισμα, στὸν ἴδιο κανόνα γιὰ λόγους οἰκονομίας καὶ ἀκολουθώντας τὸ ἔθιμο ποὺ ἴσχυε στὴν Ἀσία τοὺς κάνει δεκτοὺς μόνο μὲ χρίσμα, παρότι παρεχάραξαν τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Μὲ ἕνα ἄλλο κανόνα (47) ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιβάλλει τὸν ἀναβαπτισμὸ τῶν Ἐγκρατιτῶν, ἐνῶ ταυτόχρονα ὁ ἴδιος δὲν ἀποδίδει στὴν προσωπική του γνώμη ἀπόλυτο κῦρος, ἀφοῦ ἐπιζητᾶ τὴ σύγκληση συνόδου, γιὰ νὰ ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ ἐκείνη ἡ τελευταία του ἄποψη. Τίθεται τὸ ἐρώτημα: Δικαιοῦται ἕνας μεγάλος ἐκκλησιαστικὸς Πατέρας νὰ ἀλλάζει γνώμη γιὰ τὸ ἴδιο θέμα; Γιατὶ ζητᾶ νὰ ἀποφασίσει συνοδικὰ ἡ Ἐκκλησία καὶ δὲν ἐπιζητᾶ νὰ ἐπιβάλει τὴ δική του γνώμη; Ἐὰν ἔτσι σκέφτεται ὁ Μ. Βασίλειος, τὶ θὰ πρέπει νὰ κάνει ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα; Δικαιοῦται νὰ προβάλει τὴ γνώμη του ὡς ἀλάθητο κανόνα;
Μὲ τὰ δεδομένα αὐτὰ προκύπτει ἕνα ἀσφαλὲς συμπέρασμα: Ἡ Ἐκκλησία σὲ διαφορετικοὺς χρόνους ἔκρινε ὅτι εἶχε τὴν ἐξουσία νὰ ρυθμίζει τὴ σχέση της μὲ τὶς ἐκτὸς αὐτῆς αἱρετικὲς ἢ σχισματικὲς ὁμάδες, ἐπιβάλλοντας κάθε φορὰ τὴ δέουσα στὴν περίπτωση ρύθμιση μὲ προέχοντα κάθε φορὰ τὸ ποιμαντικὸ σωτηριολογικὸ σκοπό της.
Μήπως τὸ ἴδιο συμπέρασμα δὲν προκύπτει καὶ ἀπὸ τοὺς κανόνες 7 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ 95 τῆς Πενθέκτης;
Σύμφωνα μὲ τὸν 7. Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ Ἀρειανοί, οἱ Μακεδονιανοί, οἱ Ναυατιανοί (Καθαροί), οἱ Τεσσαρεσκαιδεκατίτες καὶ οἱ Ἀπολλιναριστὲς γίνονται δεκτοὶ στὴν Ἐκκλησία διὰ Χρίσματος. Ἐδῶ παρατηρεῖ κανεὶς μιὰ ἐκπλήσσουσα ἰσοπέδωση μεταξὺ Ἀρειανῶν, Μακεδονιανῶν καὶ Ἀπολλιναριστῶν ποὺ εἶχαν ὑποπέσει σὲ σοβαρὲς τριαδολογικὲς καὶ χριστολογικὲς κακοδοξίες μὲ τοὺς Καθαροὺς καὶ Τεσσαρεσκαιδεκατίτες ποὺ δὲν ἑόρταζαν τὸ Πάσχα ἡμέρα Κυριακὴ ἢ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐδέχοντο σὲ κοινωνία τοὺς πεπτωκότες καὶ τοὺς διγάμους. Πῶς μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ αὐτὴ ἡ ἰσοπέδωση καὶ ἐξομοίωση; Κατὰ τὸν ἴδιο κανόνα 7 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς οἱ Εὐνομιανοί (ἀκραῖοι Ἀρειανοί), οἱ Μοντανιστὲς καὶ οἱ Σαβελλιανοὶ ὑποχρεοῦνται σὲ βάπτισμα. Ἀπὸ τὶς δύο κατηγορίες ποὺ διακρίνει ὁ κανόνας 7 (μὲ ἐξαίρεση τοὺς Καθαροὺς καὶ τοὺς Τεσσαρεσκαιδεκατίτες) ὁ κανόνας ρυθμίζει τὴ σχέση του μὲ αὐτὲς λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψιν τὴ βαρύτητα τῆς κακοδοξίας, τὴ βαρύτερη πλάνη στὴν τριαδολογική τους διδασκαλία. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου οἱ εὐνομιακοὶ ἐντάσσονται σ᾽ αὐτὴ τὴν κατηγορία καὶ ὄχι διότι δὲν τηροῦσαν τὸν τύπο τοῦ βαπτίσματος.
Σύμφωνα μὲ τὸν 95. Κανόνα τῆς Πενθέκτης οἱ Ἀρειανοί, οἱ Μακεδονιανοί, οἱ Ναυατιανοί (Καθαροί), οἱ Τεσσαρεσκαιδεκατίτες καὶ οἱ Ἀπολλιναριστὲς γίνονται δεκτοὶ διὰ λιβέλλου καὶ χρίσματος. Μιὰ δεύτερη κατηγορία, ὅπως οἱ Παυλιανιστές, οἱ Εὐνομιανοί, οἱ Μοντανιστές, οἱ Μανιχαϊστές, οἱ Οὐαλεντιανοὶ καὶ οἱ Μαρκιωνιστὲς ὑποχρεοῦνται σὲ βάπτισμα. Οἱ Νεστοριανοί, οἱ Εὐτυχιανοί, οἱ Διοσκορῖται, οἱ Σευηριανοὶ καὶ οἱ Μονοθελῆτες γίνονται δεκτοὶ ἁπλῶς διὰ λιβέλλου.
Παρατηρητέα ἐδῶ ὄχι μόνο ἡ διαφορετικὴ ἀντιμετώπιση τῶν Καθαρῶν ποὺ ὑποχρεοῦνται σὲ χρίσμα, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸν 8. κανόνα τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γίνονται δεκτοὶ ἁπλῶς διὰ λιβέλλου, ἀλλὰ ἡ ἐπιεικέστατη μεταχείριση τῶν ὀπαδῶν σοβαροτάτων χριστολογικῶν κακοδοξιῶν, ὅπως οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσίτες καὶ οἱ Μονοθελῆτες σὲ σχέση μὲ τὴ δυσμενέστερη μεταχείριση τῶν Καθαρῶν καὶ τῶν Τεσσαρεσκαιδεκατιῶν. Πῶς δικαιολογεῖται αὐτό; Πῶς μπορεῖ νὰ δικαιολογήσει κάποιος τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ὀπαδοὶ σοβαρῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων, ὅπως οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσίτες καὶ οἱ Μονοθελῆτες, γίνονται δεκτοὶ ὡς παρασυνάγωγοι σύμφωνα με τὴν τριμερῆ διάκριση τοῦ Μ. Βασιλείου στὸν 1. κανόνα του γιὰ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας σὲ αἱρετικούς, σχισματικοὺς καὶ παρασυναγώγους, ἀπαιτεῖται δηλ. μόνο ὁ λίβελλος; Πῶς παραθεωροῦνται καὶ ὑποβαθμίζονται οἱ ἀποφάσεις τριῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ κατεδίκασαν τὴν κακοδοξία τῶν ἀνωτέρω;
Εὔλογα διερωτᾶται περαιτέρω κανείς, γιατὶ θεωροῦνται ἐπιεικέστερα οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Εὐτυχοῦς, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε γιὰ μία φύση τοῦ Χριστοῦ «μετὰ τὴν ἕνωση», οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Διοσκόρου Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας καὶ δυσμενέστερα ὁ πρόδρομός τους Ἀπολλινάριος; Εἶναι διαφορετικὸ τὸ νὰ μιλᾶς γιὰ μία φύση τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν ἕνωση (Εὐτυχής) ἀπὸ τὸ νὰ μιλᾶς γιὰ τὴν ἔλλειψη τῆς λογικῆς ψυχῆς στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ (Ἀπολλινάριος), ὥστε νὰ ἀντιμετωπίζεσαι διαφορετικά; Δὲ ναρκοθετεῖται καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι διαφορετικὸ νὰ ἀποδέχεσαι ὄχι πραγματικὴ ἕνωση, ἀλλὰ συνάφεια τῶν φύσεων, ὄχι ἕνα, ἀλλὰ δύο πρόσωπα (δύο πρόσωπα – δύο υἱούς) ἑνωμένα «ταυτότητι γνώμης» καὶ ἠθικὴ προκοπὴ τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἔκανε ὁ Νεστόριος, ἀπὸ τὸ νὰ δέχεσαι ὅτι ὁ Χριστὸς ἔλαβε ἄψυχο σῶμα (Ἄρειος); Δὲν ἀποτελοῦν καὶ τὰ δύο σοβαρότατες κακοδοξίες, διὰ τῶν ὁποίων καταργεῖται ἡ δυνατότητα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι τὸ ἴδιο νὰ ἀποστερεῖς τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ φυσικό της θέλημα ποὺ κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ στὴ συνέχεια τὴ σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (649) καὶ τὴν ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ ἀποτελεῖ ἱκανότητα - ἰδιότητα τῆς φύσεως πηγάζουσα καὶ ἀπορρέουσα ἀπὸ αὐτή, μὲ τὸ νὰ σφάλλεις γιὰ τὴν ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἢ νὰ ἀποδέχεσαι τὶς θέσεις τῶν Καθαρῶν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πεπτωκότων; Ἐπειδὴ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ποὺ νὰ εἶναι πειστικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ προανεφέρθη καὶ συνάγεται ἀβίαστα ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ 95. Κανόνα:
Ἡ Ἐκκλησία λαμβάνουσα σοβαρὰ ὑπ᾽ὄψιν της τὴν ἑκάστοτε συγκυρία οἰκονομεῖ στὸ πλαίσιο τῆς ποιμαντικῆς της πρόνοιας τὴ σχέση της μὲ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκομένους κατὰ διαφορετικοὺς τρόπους, χωρὶς ἀκόμα καὶ ὁ βαθμὸς τῆς κακοδοξίας νὰ ἀποτελεῖ τὸ ἀποκλειστικὸ καὶ ἀπόλυτο κριτήριο, ἔχουσα τὴν πρὸς τοῦτο ἐξουσία καὶ ἀναζητοῦσα κατὰ περίπτωση τὴ δέουσα λύση.
Τί προσφέρουν ὅμως αὐτοὶ οἱ δύο κανόνες (7. τῆς Β´ Οἰκ. καὶ 95 τῆς Πενθέκτης) σὲ μᾶς σήμερα (χωρὶς νὰ ἀγνοοῦνται οἱ ἄλλοι σχετικοὶ κανόνες καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ πράξη) καὶ γιατὶ ἀναφέρονται στὸ κείμενο, ἐνῶ ἀφοροῦν τοὺς προσερχομένους ἀπὸ τὴν αἵρεση ἢ τὸ σχίσμα στὴν Ἐκκλησία ὁμάδων ποὺ δὲν ὑπάρχουν σήμερα (μὲ ἐξαίρεση κυρίως τοὺς Προχαλκηδόνιους); Τὸ τελευταῖο δεδομένο ἐπιβάλλει νὰ ἀναζητηθεῖ ὁ «νοῦς» τῶν κανόνων καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ μποροῦν νὰ γίνουν οἱ κάτωθι παρατηρήσεις – διαπιστώσεις, λαμβανομένων ὑπ᾽ ὄψιν καὶ ἄλλων ἐπισημάνσεων τοῦ κειμένου:
• Ἀνήκει στὴν ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ρυθμίζει τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς ἐκτὸς τῶν κανονικῶν της ὁρίων Χριστιανοὺς κατὰ τὴν κρίση της, ἔχουσα τὴν ἐξουσία καὶ τὴν ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα ὡς πρὸς αὐτό.
• Οἱ κανόνες ἐξυπηρετοῦν μέσα σὲ πνεῦμα φιλανθρωπίας τὴ σωτηριολογικὴ προοπτικὴ τῶν ἐκτὸς αὐτῆς, οὐδέποτε ὅμως expressis verbis τὴν ἀρνοῦνται, ὅταν αὐτοὶ παραμένουν ἐκτὸς τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴ βεβαία καὶ ἀσφαλῆ ὁδὸ σωτηρίας. Ἄλλωστε, ὅπως διαβεβαίωσε ὁ Χριστός, «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Πατρός μου πολλαὶ μοναί εἰσι» (Ἰω. 14, 2). ῾Η μὴ σωτηρία τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων ἀπετέλεσε διδασκαλία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως καὶ τῆς Ὀρθόδοξης.
• Ἡ βαρύτητα τῆς ἀπόκλισης ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα θεμελιῶδες κριτήριο γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς ποιότητας καὶ τοῦ εἴδους τῶν σχέσεων αὐτῶν, χωρὶς ὅμως ἀπολυτοποιούμενο νὰ εἶναι τὸ μοναδικό, ἐμφιλοχωρούντων καὶ ἄλλων παραγόντων ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἑκάστοτε ἱστορικὴ συγκυρία. Ὀφείλει νὰ γίνει συνειδητὸ καὶ κατανοητὸ ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες, σὲ διαφορετικὲς ἱστορικὲς περιόδους θεσπισμένοι, ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς μιᾶς αἰώνιας ἀλήθειας, ἡ ἔκφραση ὅμως αὐτὴ δὲν εἶναι ἑνιαία στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας ποικίλουσα κατὰ τὶς χρονικὲς συγκυρίες.
• Οἱ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκόμενοι ἑτερόδοξοι ποικίλοντες ὡς πρὸς τὴ βαρύτητα τῆς ἀπόκλισης, ἀφοῦ καταστεῖ ἡ εὐχαριστιακὴ μαζί τους κοινωνία δυνατὴ μετὰ τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους των τῆς κοινῆς πίστεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, εἴτε σήμερα κεῖνται «ἐγγύς», εἴτε κεῖνται «μακράν», ὅταν θὰ ὁμολογοῦν μαζί μας τὴν κοινὴ πίστη, θὰ ἀνήκουν στὴ μία καὶ καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς πάντα νὰ ἀπαιτηθεῖ οὔτε βάπτισμα, οὔτε χρίσμα.
• Ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ -αὐτὸ μᾶς ὑποδεικνύει καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Μ. Βασιλείου- καὶ μόνον αὐτὴ ἔχει τὴν ἀποκλειστικὴ ἐξουσία, τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ἁρμοδιότητα ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς κανονικὲς ρυθμίσεις ποὺ ἄλλωστε δὲν ἀφοροῦν τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους νὰ ἀναγνωρίσει ἢ μὴ τὸ ὑποστατὸ μυστηρίων συγκεκριμένων κατηγοριῶν ἑτεροδόξων καὶ πρίν ἀκόμα τὴν ὁμολογία τῆς κοινῆς πίστεως, ἐὰν αὐτὴ αὐτὸ κρίνει. Τὸ δικαίωμα αὐτὸ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐρείδεται -ἀναγκαία ἡ ἐπανάληψη- στὴν ἴδια τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ ἐρύθμισε τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς.
• Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, χωρὶς φυσικὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κανόνας ποὺ νὰ ἀναφέρεται στοὺς εἰκονομάχους, τοὺς ἔκανε δεκτοὺς χωρὶς βάπτισμα καὶ χρίσμα, μόνο μὲ τὴν ἀπόδοση ἐκ μέρους τους τῆς ὁμολογίας τῆς ὀρθῆς πίστεως. Ποίᾳ ἐξουσίᾳ ἐγένετο αὐτό;
• Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος –χωρὶς κανονικὸ ἔρεισμα- ἔκανε δεκτοὺς στὴν Ἐκκλησία εἰκονομάχους ἐπισκόπους χωρὶς νὰ ζητήσει τὴν ἐπανάληψη ὄχι μόνο τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος, ἀλλὰ οὔτε τῆς χειροτονίας. Ἔγιναν μάλιστα καὶ ἐπίσκοποι δεκτοὶ ποὺ εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπὸ ἐπισκόπους ποὺ δὲ διέθεταν ἀποστολικὴ διαδοχή, ἡ ὁποία -κατὰ τὴ γνώμη τῆς ἀποκλειστικῆς Ἐκκλησιολογίας- διακόπτεται σὲ ὅποιον εὑρίσκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Πῶς δικαιολογεῖται ἡ εὑρεῖα χρήση τῆς Οἰκονομίας; Ποίᾳ ἐξουσίᾳ ἐγένετο αὐτό;
• Ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὸν 8. κανόνα δὲν ἔκανε μόνο δεκτοὺς στὴν Ἐκκλησία χωρὶς βάπτισμα τοὺς καθαρούς, ἀλλὰ ἀναγνώρισε καὶ τὴ χειροτονία ποὺ εἶχαν λάβει οἱ κληρικοί τους, ὅταν εὑρίσκοντο στὴ σχισματικὴ ὁμάδα. Δικαιολογεῖται καὶ ἐδῶ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς εὑρείας χρήσεως τῆς Οἰκονομίας;
• Σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο 8. Κανόνα τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ ἐκ τῶν καθαρῶν προσερχόμενοι ἐπίσκοποι, γίνονται μὲν δεκτοὶ ὡς ἐπίσκοποι, ἀλλά, ἐὰν στὸν ἴδιο τόπο ὑπάρχει ἄλλος ἐπίσκοπος κανονικός, τότε, ἐὰν μὲν συμφωνεῖ ὁ τελευταῖος, ὁ προσερχόμενος στὴν Ἐκκλησία ἐπίσκοπος διατηρεῖ τὸ ἀξίωμα (τιμή) τοῦ Ἐπισκόπου, χωρὶς νὰ ἔχει διοικητικὴ ἐξουσία, ἐὰν ὅμως δὲ συμφωνεῖ, γίνεται δεκτὸς καὶ ὡς πρεσβύτερος. Ποίᾳ ἐξουσίᾳ ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε αὐτὲς τὶς παράξενες ρυθμίσεις, ἐὰν δὲ τὸ ἔκανε ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ; Εἶναι δυνατὸν ἡ γνώμη ἑνὸς ἐπισκόπου νὰ καθορίζει τὸ ἐὰν κάποιος ἔχει τὴ χάρη τῆς ἱερωσύνης ἢ τῆς ἀρχιερωσύνης μὲ κριτήριο τὴ δική του διάθεση; Ποιὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο ἔχει καὶ ἡ τελευταία αὐτὴ ρύθμιση; Ἐὰν δὲν ἰσχύει τὸ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, τότε ἡ ρύθμιση εἶναι ἀδικαιολόγητη παντελῶς ἀκατανόητη, θεολογικὰ ἕωλη καὶ πολὺ ἁπλᾶ παράλογη. Εἶναι δυνατὸν ὁ βαθμὸς τῆς ἱερωσύνης ἑνὸς κληρικοῦ νὰ προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν προσωπικὴ κρίση ἑνός (τοῦ ἐπισκόπου);
• Πλὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, οἱ ὑπόλοιπες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τελοῦν μικτοὺς γάμους μὲ συγκεκριμένες ὁμάδες ἑτεροδόξων. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἄκαμπτης στάσης εἶναι τὸ θλιβερὸ γεγονός, οἱ γεωργιανοὶ πιστοὶ νὰ προσφεύγουν στὶς ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες -ἰδιαίτερα στὸ ἐξωτερικό- γιὰ νὰ τελέσουν θρησκευτικό γάμο. Εἶναι δυνατὸ νὰ γίνωνται χιλιάδες παρόμοιοι γάμοι ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη καὶ νὰ μὴ γίνεται δεκτὸ τὸ βάπτισμα τοῦ ἑτεροδόξου ποὺ τελεῖ γάμο μὲ Ὀρθόδοξο; Ἐὰν συμβαίνει αὐτό, τότε πῶς μπορεῖ νὰ γίνεται αὐτὸς ὡς γάμος; Ἐὰν ὅμως γίνει δεκτὸ τὸ βάπτισμα, δὲ γίνεται δεκτὴ μιὰ ἄλλη Ἐκκλησία, ἐκτὸς τῆς Καθολικῆς, ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ προαναφέρθη;
Σὲ τελευταία ἀνάλυση ἡ μέλλουσα Σύνοδος θὰ προσδώσει, ἐὰν αὐτὸ κρίνει, μείζονα κανονικότητα σὲ ἀποφάσεις τῶν κατὰ τόπους αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μέχρι σήμερα τελοῦν μικτοὺς γάμους μὲ βάση κατάλογο ποὺ διαθέτει ἀπὸ μόνη της ἑκάστη ἐξ αὐτῶν, στὸν ὁποῖο ἀναγράφονται οἱ κατηγορίες τῶν ἑτεροδόξων, μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἡ δυνατὴ ἡ σύναψη γάμου.
Αὐτὸ δὲ φαίνεται νὰ προκρίνει καὶ τὸ ἄλλο κείμενο ποὺ ὑποβάλλεται στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο πρὸς ἔγκριση, ὅπου κατ᾽ οἰκονομία ἐπιτρέπει τὸ γάμο μὲ ἑτεροδόξους, ἐὰν αὐτοὶ πρὸ τοῦ γάμου δηλώσουν ὅτι προτίθενται νὰ βαπτίσουν τὰ ἐκ τοῦ γάμου τέκνα τους ὀρθόδοξα, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα 72 τῆς Πενθέκτης, στὸν ὁποῖο παραπέμπει, ἕνας τέτοιος γάμος κατ᾽ ἀκρίβεια ἀπαγορεύεται. Εἶναι δυνατὸ μιὰ τέτοια δήλωση ποὺ εὔλογα μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλει κανείς, ἐὰν θὰ τηρηθεῖ στὴν πράξη, νὰ μεταβάλει τὸ βάπτισμα τοῦ ἑτεροδόξου ἀπὸ ἀνυπόστατο σὲ ὑποστατό, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ γίνει ὁ γάμος; Τὶ γίνεται στὶς περιπτώσεις, ὅπου εἴτε ἐκ φυσικῆς ἀδυναμίας ἢ ἐκ βουλήσεως τῶν συζύγων δὲν ὑπάρξουν τέκνα ἐκ τοῦ γάμου; Εἶναι ἀναγκαία καὶ χρήσιμη ἡ παραπομπὴ στὸν 72. κανόνα τῆς Πενθέκτης, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει χωρὶς διάκριση τὸ γάμο μὲ ὁποιοδήποτε ἐκτὸς Ἐκκλησίας αἱρετικό, ὅταν μάλιστα οἱ σημερινοὶ ἑτερόδοξοι δὲν ταυτίζονται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων;
Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἡ ᾽Εκκλησία ἐν συνόδῳ καὶ ὄχι ἐν γηπέδῳ ἔχουσα τὴν πρὸς τοῦτο ἐξουσία ὀφείλει μὲ σαφήνεια νὰ προσδιορίσει τὶς συγκεκριμένες κατηγορίες ἑτεροδόξων, στὶς ὁποῖες ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα, ἐὰν θεωρεῖ ὅτι πρέπει νὰ πράξει τοῦτο.
6. Θεολογικοὶ Διάλογοι – Συνοδικὸς Θεσμὸς καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας
Ἕνα ἄλλο σημεῖο, τὸ ὁποῖο τελευταῖα ἐπικρίθηκε, τοῦ κειμένου εἶναι ἡ § 22, ἡ ὁποία καταδικάζει κάθε διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἄτομα ἢ ὁμάδες μὲ τὴν πρόφαση τῆς προάσπισης τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ἐπικρίνεται ἐντονότερα ἡ δεύτερη πρόταση τῆς ἰδίας παραγράφου ποὺ ἐπισημαίνει ὅτι ἡ διατήρηση τῆς γνήσιας ὀρθόδοξης πίστης διασφαλίζεται μόνο ἀπὸ τὸ συνοδικὸ σύστημα ποὺ ἀνέκαθεν στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸν ἀρμόδιο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔσχατο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Σχετικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀντίρρηση ὅτι στὴ σύνοδο μετέχει ἕνας περιορισμένος ἀριθμὸς ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία.
Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν τελευταία ἔνσταση θὰ πρέπει κανεὶς νὰ τονίσει ὅτι θέμα οὐσίας καὶ μάλιστα θεμελιῶδες ἀποτελεῖ τὸ περιεχόμενο τῶν ἀποφάσεών της καὶ ὄχι ὁ ἀριθμὸς τῶν συνέδρων. Εἶναι σημαντικὸ στὴ σύνοδο αὐτή, γιὰ νὰ εἶναι Πανορθόδοξος, νὰ μετέχουν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ κάποια ἀπουσιάζει ἢ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μετέχουν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αὐτὸ δὲν ἀπομειώνει τὴν κανονικότητά της, οὔτε αἴρει τὴν δεσμευτικότητα τῶν ἀποφάσεών της. Δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖ κανεὶς ὅτι κατὰ τὴ Β´ Οἰκουμενικὴ ἀπουσίαζε ἐντελῶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία οὔτε κἂν εἶχε κληθεῖ νὰ συμμετάσχει, ἡ δὲ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας ἔλαβε μέρος στὶς ἐργασίες της κατὰ τὰ δεύτερη φάση τῆς συνόδου, αὐτὸ ὅμως δὲν ἐμπόδισε τὴν καθιέρωση τῆς Οἰκουμενικότητας τῆς Συνόδου στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση.
Εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅτι οἱ πλείονες τῶν ἐπισκόπων προήρχοντο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ παρίστατο ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἐκπροσώπων ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα Πατριαρχεῖα, οἱ ὁποῖοι καὶ κατέθεταν τὴν ἄποψη τῶν Ἐκκλησιῶν τους. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία ἐκλήθησαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ὅταν ἀπὸ αὐτὴ εἰσήχθη τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν παρόντες 3 ἐπίσκοποι ἀπὸ κάθε ἐπαρχία, ὅταν δὲ μὲ τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ καθιερώθη ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας ἦταν ἀναγκαία ἡ συμφωνία τῶν 5 Πατριαρχείων ὡς ἀπαραίτητος ὅρος κανονικῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου. Μέ τόν τρόπο αὐτό συνεκλήθη ἡ Ε´, ἡ ΣΤ´ καὶ ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ δὲν ἀναγνώρισε τὴ σύνοδο τῆς Ἱέρειας, γιατί μεταξύ ἄλλων δὲν εἶχε συγκληθεῖ κανονικά: «Πῶς δ᾽ αὖ μεγάλη καί οἰκουμενική, ἥν οὔτε ἐδέξαντο, οὔτε συνεφώνησαν οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν πρόεδροι, ἀλλ᾽ ἀναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; οὐκ ἔσχε συνεργόν τὸν τηνικαῦτα τῆς Ρωμαίων πάπαν, ἢ τοὺς περὶ αὐτὸν ἱερεῖς, οὔτε διὰ τοποτηρητῶν αὐτοῦ, οὔτε δι᾽ ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς, καθὼς νόμος ἐστὶ ἐπὶ ταῖς συνόδοις».
Ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας συνέβη καὶ κατὰ τὴν πολυπληθῆ σύνοδο τῶν ἐτῶν 879/80, ἡ ὁποία προβάλλεται ἀπὸ πολλοὺς καὶ εὔλογα ὡς ἡ ὀγδόη οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα καὶ ἀπὸ τοὺς ἐνθέρμους ὀπαδοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποκλειστικότητας. Στὴν προεδρευομένη ἀπὸ τὸν ἱερὸ Φώτιο αὐτὴ σύνοδο ἦσαν παρόντες ὁ «Παῦλος καὶ Εὐγένιος καὶ Πέτρος, οἱ ἁγιώτατοι τοποτηρηταὶ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης», ὁ «Βασίλειος ὁ θεοφιλέστατος μητροπολίτης Μαρτυρουπόλεως καὶ τοποτηρητὴς τῆς Ἀντιόχειας», ὁ «Κοσμᾶς ὁ θεοσεβέστατος πρεσβύτερος καὶ ἀποκρισιάριος ᾽Αλεξανδρείας» καὶ ὁ «Ἠλίας ὁ θεοσεβέστατος πρεσβύτερος καὶ τοποτηρητὴς Ἱεροσολύμων». Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἱ. Φωτίου σύμφωνα καὶ μὲ τὴ δήλωση τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης γίνεται σύμφωνα μὲ τή «συναίνεσιν τοῦ ἁγιωτάτου ἀποστολικοῦ καὶ οἰκουμενικοῦ ἡμῶν πάπα Ἰωάννου, καὶ συναινέσει τῆς ἁγίας Κωνσταντινοπολιτῶν Ἐκκλησίας καὶ συμφωνίᾳ τῶν τοποτηρητῶν τῶν ἑτέρων πατριαρχικῶν θρόνων, καὶ συνεπιψηφίσει τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς Συνόδου». Εἶναι προφανὲς ὅτι γιὰ τὴ λήψη τῆς ἀπόφασης ἦταν ἀναγκαία ἡ συναίνεση ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινου-πόλεως καὶ τῶν ἄλλων τεσσάρων Πατριαρχείων, τὰ ὁποῖα ἦσαν παρόντα διὰ τῶν «τοποτηρητῶν» τους.
Αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸ ἀσφαλὲς συμπέρασμα ὅτι εἶναι ὀρθὴ ἡ θέση τοῦ Κανονισμοῦ τῆς Συνόδου γιὰ συγκεκριμένο ἀριθμὸ ἐκπροσώπων ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία στὴ Σύνοδο, ὅπως εἶναι ὀρθὴ καὶ ἡ ρύθμιση ὅτι κάθε Ἐκκλησία ἔχει μία καὶ μόνη ψῆφο, ὅπως αὐτὸ ξεκάθαρα προκύπτει ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους στὸ πλαίσιο τῆς Πενταρχίας. Μὲ ἄλλα λόγια μέσα στὸ πνεῦμα τῆς λειτουργίας τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας ἀποδίδεται καὶ σωστὰ ἰδιαίτερη σημασία στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας, σήμερα μάλιστα ποὺ ὑπάρχουν ὄχι πέντε, ἀλλὰ 14 ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Οἱ ἐνδεχόμενες ἐσωτερικὲς διαφωνίες σὲ μιὰ κατὰ τόπους αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ὀφείλει νὰ ἐπιλυθεῖ στὸ ἐσωτερικὸ τοπικὸ ἐπίπεδο, ἡ ἄποψή της ὅμως ὀφείλει νὰ εἶναι ἐνιαία. Ἡ σύνοδος δὲ συγκαλεῖται γιὰ νὰ λύσει ἐσωτερικὲς διαφωνίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφασίσει ὁμόφωνα καὶ σὲ διορθόδοξο ἐπίπεδο, ὅ,τι ἤθελε ἀποφασίσει. Εἶναι δὲ προφανὲς ὅτι οἱ ἀποφάσεις της θὰ δεσμεύουν καὶ τοὺς διαφωνοῦντες εἴτε μετέχουν στὴ σύνοδο, εἴτε ὄχι, δεδομένου ὅτι δεσμεύεται σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία.
Ἐπειδὴ δὲ εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὅλοι ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴν ἀνόθευτη διατήρηση τῆς ὀρθόδοξης πίστης, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ οἰκειοποιοῦνται κάποιοι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους, εἶναι ἀδιανόητος ὁ οἱοσδήποτε διαφωνῶν νὰ ἀποπειραθεῖ νὰ διασπάσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς Καρθαγένης, ὁ ὁδηγηθεὶς στὸ μαρτύριο ὁμολογώντας τὴ χριστιανική του πίστη ἀπέναντι στὴν τότε κρατικὴ ἐξουσία, παρὰ τὶς θεμελιώδεις ἐκκλησιολογικές του διαφοροποιήσεις ἀπέναντι στὸ Ρώμης Στέφανο, δὲν ἀπέκοψε τὴν κοινωνία μὲ αὐτόν. Ἄλλωστε τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῶν αἱρέσεων τῆς πρώτης χιλιετίας δὲν ἦταν μόνο ἡ κακοδοξία, ἀλλὰ ἡ ἀποκοπή τους ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κριτήριο εἶναι πρωτίστως καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐκκλησιολογικό. Ἀντίθετα, στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἔγιναν καὶ γίνονται ἀνεκτὲς κακοδοξίες εἴτε σὲ ἀτομικό, εἴτε σὲ συλλογικώτερο ἐπίπεδο, χωρὶς οὔτε ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀποκόψει τοὺς κακοδόξους ἀπὸ τὸ σῶμα της, οὔτε ἐκεῖνοι νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ αὐτό. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ κείμενο ἀποφαίνεται ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε διαφωνία δὲν ἀποτελεῖ λόγο διάσπασης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας.
Ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ἀνάγεται ἀκόμα καὶ προγενέστερα ἀπὸ τὴ σύγκληση τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καθιέρωσε τὸ Μητροπολιτικὸ Σύστημα καὶ θεσμοθέτησε τὴν ἐπαρχιακὴ σύνοδο μὲ συμμετοχὴ τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας. «Μετεξέλιξη» αὐτοῦ τοῦ θεσμοῦ ἀπετέλεσαν ἡ μείζων Σύνοδος, ἡ τοπικὴ σύνοδος, ἡ Σύνοδος τῆς Διοικήσεως, στὸ πλαίσιο τοῦ Ἐξαρχικοῦ συστήματος ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης (Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος), ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος (στὰ πλαίσια τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἡ ἐνδημοῦσα σύνοδος), ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, καὶ οἱ Πανορθόδοξες Σύνοδοι κατὰ τὴ β´ χιλιετία.
Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς μορφὲς Συνόδων συνεζητοῦντο θέματα δογματικά, διοικητικά, ἐνῶ ἐνίοτε ἀσκοῦντο καὶ δικαστικὲς ἁρμοδιότητες. Εἶναι δεδομένο ὅτι κατὰ τὴ συζήτηση δογματικῶν κυρίως θεμάτων ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνοδικὴ λειτουργία διεσφάλιζε τὴν αὐθεντικότητα τῆς πίστης, ὅταν στὴ συνέχεια οἱ ἀποφάσεις της ἐγίνοντο δεκτὲς ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ὅταν ἡ διαχρονικὴ συλλογικὴ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἀπέρριπτε τὶς ἀποφάσεις της, οἱ σύνοδοι ὡς ληστρικὲς (latrocinium) δὲν εἶχαν κανένα κῦρος.
Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ συντρέχει ἢ νὰ μὴ συντρέχει τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 καὶ δὲν ἑστιάζεται σὲ μεμονωμένες προσωπικὲς ἀπόψεις. Ἔτσι ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση δὲν ἀπεδέχθη τὸ κῦρος τῆς συνόδου στὴν Ἔφεσο (449) ἀλλὰ αὐτῆς στὴ Χαλκηδόνα (451), δὲν ἀπεδέχθη τὸ κῦρος τῆς συνόδου τῶν ἐτῶν 869/70, ἀλλὰ αὐτῆς τοῦ 879/80, δὲν ἀπεδέχθη τὸ κῦρος τῆς συνόδου στὴν Ἰέρεια (754), ἀλλὰ αὐτῆς τῆς Νικαίας (787). Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύνοδος τῶν ἐτῶν 869/70 συνεκλήθη ὡς οἰκουμενικὴ καὶ αὐτεκατενοεῖτο ὡς οἰκουμενικὴ δὲ σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίστηκε ὡς οἰκουμενικὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τῆς Ἀνατολῆς. (Γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς εἶναι ἡ 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος).
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἅγ. Μάξιμος θεωρεῖ τὴ σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ στὴ Ρώμη ποὺ συνεκλήθη ὡς οἰκουμενικὴ (649), παρὰ τὴν ὀρθοδοξία τῶν ἀποφάσεών της κατὰ τοῦ Μονοενεργητισμοῦ - Μονοθελητισμοῦ, δὲν κατέστησε τὴ σύνοδο αὐτὴ Οἰκουμενική. Οἰκουμενικὴ (ΣΤ´) κατὰ τῆς κακοδοξίας τοῦ Μονοενεργητισμοῦ - Μονοθελητισμοῦ εἶναι ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὰ ἔτη 680-681. Ὅταν λοιπὸν τὸ κείμενο τονίζει τὴ σημασία τῆς λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος στὴν Ἐκκλησία ὑπενθυμίζει κάτι τὸ θεμελιῶδες. Ὅταν δὲ δὲν ἀναγράφει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀποφάσεών της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα ὀρθῶς τὸ πράττει, διότι ἡ ὁποιαδήποτε σύνοδος συνεκλήθη καὶ συγκαλεῖται, ὀφείλει αὐτονόητα νὰ ἐκφράζει τὸ ὅλο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα.
Καμιὰ σύνοδος δὲν συνεκλήθη στὴν Ἐκκλησία ἐκ προοιμίου ἀναφέροντας ὅτι τὸ κῦρος τῶν ἀποφάσεών της τελεῖ ὑπὸ τὴν αἴρεση τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀποφάσεών της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ἡ ἀποδοχὴ ἢ μὴ κρίνεται στὴν πορεία τοῦ χρόνου. Αὐτὸ φαίνεται νὰ τὸ ἔχουν ὑπ᾽ ὄψιν τους οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου ποὺ δὲν ἔχουν ἀσφαλῶς τὴν πρόθεση νὰ περιθωριοποιήσουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐκφράσουν. Ἐὰν στὴν § 11 ἐπισημαίνεται ἡ ἀνάγκη τῆς πληροφορήσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πλρώματος γιὰ τὴν πορεία τῶν θεολογικῶν διαλόγων καὶ ἐκ τῆς πληροφορήσεως κατ᾽ ἀνάγκη θὰ προκύψει μιὰ γόνιμη συζήτηση ποὺ ἀσφαλῶς θὰ ἐπηρεάσει τὴν πορεία τοῦ διαλόγου, εἶναι αὐτονόητο κατὰ μείζονα λόγο ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου θὰ καταστοῦν ἀντικείμενο μιᾶς παρόμοιας διαδικασίας καὶ ἡ ἀποδοχη τῶν ἀποφάσεών της θὰ γίνει, ἐὰν καὶ ἐπειδὴ ἐκφράζει στὴν πορεία τοῦ χρόνου τὴ συλλογικὴ συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
7. Ἡ Ἐκκλησία τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἡ § 5 τοῦ κειμένου ἐπισημαίνει ὅτι σκοπὸς τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ τῇ βάσει τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἑτεροδόξους θὰ καταστεῖ δυνατή, ὅταν γίνει ἀποδεκτὴ ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὡς ἀρχαία Ἐκκλησία ὁρίζεται ἡ περίοδος τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ἱστορικὰ καλύπτει τοὺς πρώτους 8 αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ συνέπεια δὲν περιλαμβάνει μὲ μιὰ πρώτη θεώρηση τὴ Θεολογία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅπως αὐτὴ κατεγράφη στὶς συνόδους τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν ΙΔ´ αἰῶνα κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἀντιησυχαστικῶν ἐρίδων καὶ ἰδιαίτερα τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1351. Εἶναι ὅμως κοινὸς τόπος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν στὸ Θεό, ἡ διδασκαλία περὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν, ἡ περὶ Χάριτος διδασκαλία καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς κατὰ χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς μετοχῆς του στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν τὴ ραχοκοκαλιὰ τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ὁριοθετοῦσα καὶ προσδιορίζουσα τὴ μεταξὺ Θεολογίας καὶ Οἰκονομίας διάκριση στὴ δογματική της διδασκαλία. Ἡ ὁμολογία τῆς κοινῆς πίστης μὲ τοὺς ἑτεροδόξους δὲ θὰ εἶναι πλήρης, ὅταν παραθεωρηθεῖ ἡ διδασκαλία αὐτή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μὲ τὶς λέξεις «Πίστη καὶ Παράδοση» τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συμπεριλαμβάνει καὶ τὴ διδασκαλία περὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν καὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν στὸ Θεό.
Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση διατρέχει καὶ διαπερνᾶ τὴν ὅλη δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε ἡ διδασκαλία αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ «ἀνακάλυψη» τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου, διατρέχει τὴν πρὸ αὐτοῦ πατερικὴ σκέψη καὶ συνιστᾶ θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ συνέπεια στὴν ἔκφραση τοῦ κειμένου γιὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς κοινῆς πίστεως «βάσει τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» ὀφείλει νὰ νοηθεῖ καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου συστηματικῶς ἐκτεθεῖσα πατερικὴ Θεολογία, παρότι αὐτὴ δὲν εἶναι καταγεγραμμένη στὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πρὸς τοῦτο διευκολύνει ἡ § 2 τοῦ κειμένου γιὰ τὴν περὶ ἑνότητος ἀντίληψη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού «ἐκφράζεται διὰ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς πατερικῆς παραδόσεως καὶ βιοῦται μέχρι σήμερον ἐν αὐτῇ.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀποστολὴ καὶ τὴν ὑποχρέωσιν ἵνα μεταδίδῃ καὶ κηρύττῃ πᾶσαν τὴν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ καὶ τῇ Ἱερᾷ Παραδόσει ἀλήθειαν, ἥτις καὶ προσδίδει τῇ Ἐκκλησίᾳ τὸν καθολικὸν αὐτῆς χαρακτῆρα». Καθολικότητα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς τὴν πατερικὴ παράδοση γιὰ τὴ μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν στὸ Θεὸ διάκριση ποὺ συνιστᾶ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Κατὰ συνέπεια ἑνότητα στὴν πίστη μὲ τοὺς ἑτεροδόξους δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ χωρὶς νὰ γίνει δεκτὴ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ ἡ πρὸ αὐτοῦ σχετικὴ πατερικὴ διδασκαλία.
8. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ τὸ Π.Σ.Ε
Τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ὁ μεγαλύτερος διαχριστιανικὸς ὀργανισμός, ὅπου τὰ μέλη του καλοῦνται νὰ συμβάλουν στὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν μὲ μία κοινὴ πίστη καὶ μία Θ. Εὐχαριστία, νὰ προωθήσουν τὴν κοινή τους παρουσία στὴ διακονία τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου, νὰ δώσουν κοινὴ μαρτυρία στὴν Ἱεραποστολὴ μὲ τὴν ὑπέρβαση τοῦ μεταξύ τους ἀνταγωνισμοῦ καὶ τοῦ προσηλυτισμοῦ, νὰ ἐργαστοῦν ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τὴ διαφύλαξη τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης στὸν κόσμο. Τὸ πρὸς ἐπικύρωση παραπεμπόμενο κείμενο ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση ὡς «μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας», ἡ ὁποία δύναται αὐτὴ καί μόνη νὰ ὁδηγήσει στὴν ἑνότητα. Μετέχουσα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στὸ διεθνῆ αὐτὸ ὀργανισμό παραμένει πιστὴ στὴν ἐκκλησιολογική της αὐτοσυνειδησία καί «εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» (§ 8). Ἡ συμμετοχή της στὸ Π.Σ.Ε. δὲ σημαίνει ὅτι ἀποδέχεται τὴν ἰδέα τῆς ἰσότητας τῶν Ὁμολογιῶν. Θεωρεῖ δηλ. ἑαυτὴν ὡς τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, πρᾶγμα ποὺ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ χαρακτηρίζει μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., στὸ δικό της κείμενο, ὡς ὁμολογίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσφαλῶς καὶ δὲν εὑρίσκεται ἐκκλησιολογικὰ στὸ ἴδιο ἐπίπεδο. Δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας «ὥς τινα διομολογιακὴν προσαρμογήν», ἀλλὰ ὡς ἑνότητα πίστεως ποὺ βιώνεται μέσα σ᾽ αὐτή (§8). Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ θέσεις αὐτὲς δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν σχέση οὔτε μὲ τὴ θεωρία τῶν κλάδων, οὔτε μὲ τὴ θεωρία τῆς περιεκτικότητας.
Ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε. τὰ μέλη του νὰ ὁμολογοῦν πίστη στὴν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναγνωρίζουν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Σωτῆρα. Τὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. χαρακτηρίζονται ὡς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες. Εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ κείμενο χαρακτηρίζει ὑπὸ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια ὡς Ἐκκλησία τὰ ὀλίγα ἐκεῖνα μέλη του, πάντοτε ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ ἐξετέθη ἀνωτέρω, ἡ ὁποία δὲν αἴρει τὴν καθολικότητα τῆς Μίας (ὀρθόδοξης) Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα καὶ μετὰ τῶν ὁποίων διεξάγει θεολογικὸ διάλογο. Οἱ ὑπόλοιπες χριστιανικὲς κοινότητες χαρακτηρίζονται ὡς Ὁμολογίες καὶ προφανῶς σ᾽ αὐτὲς δὲν ἀναγνωρίζεται ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας.
Τὸ κείμενο παραπέμπει στὴ σύσταση μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καὶ Συναινέσεως, οἱ ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ἐντάχθηκαν στὸ Καταστατικὸ καὶ στὸν Κανονισμὸ λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε., στὴ δήλωση τοῦ Toronto (1950) καὶ ἀξιολογεῖ τὰ ὑπὸ τῆς εἰδικῆς ἐπιτροπης «Πίστις καὶ Τάξις» ἐκδιδόμενα κείμενα.
• Ὅταν μὲ τὴ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Νέο Δελχί (1961) ἄλλαξε ἡ διαδικασία προετοιμασίας καὶ ἀποδοχῆς κοινῶν κειμένων καὶ καταργήθηκε ἡ δυνατότητα γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ὑποβάλλουν χωριστὲς δηλώσεις γιὰ τὰ κείμενα αὐτά, εὔλογα προκλήθηκε ἀναταραχὴ στὸν ὀρθόδοξο κόσμο καὶ ἠγέρθησαν ἀντιδράσεις. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν ἀπέμενε ἔτσι ἄλλη δυνατότητα ἀπὸ τὸ νὰ υἱοθετήσουν τὴν ἀμφίσημη ἢ περιεκτικὴ γλῶσσα τῶν ἐκδιδομένων κειμένων, γι᾽ αὐτὸ συνέχιζαν νὰ καταθέτουν τὶς δικές τους Δηλώσεις γιὰ τὰ διάφορα θεολογικὰ θέματα, ἐνῶ ἤδη ἀπὸ τὸ 1981 (Σόφια) ζήτησαν τὴν ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μὲ τὸ Π.Σ.Ε. Ἀπόλυτα ξεκάθαρη ἦταν ἡ ὀρθόδοξη στάση στὸ κείμενο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ κίνησις» τῆς Γ´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986) γιὰ τὸ θέμα: «Ἀποτελεῖ ὅμως γεγονὸς ὅτι μία οὐσιαστικὴ Ὀρθόδοξος μαρτυρία καὶ ἡ ἰδιαιτέρα αὐτῆς θεολογικὴ συμβολὴ θὰ ἀποδυναμωθοῦν, ἐὰν δὲν ἀνευρεθοῦν ἐντὸς τοῦ Π.Σ.Ε. αἱ ἀναγκαῖαι ἐκεῖναι προϋποθέσεις, αἱ ὁποῖαι θὰ παράσχουν εἰς τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τὴ δυνατότητα νὰ ἐνεργήσουν ἰσοτίμως πρὸς τὰ λοιπὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἰδίας αὐτῶν ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητος, τοῦθ᾽ ὅπερ δὲ συμβαίνει πάντοτε, λόγῳ τῆς τε δομῆς καὶ τῶν τὴν λειτουργίαν τοῦ Π.Σ.Ε. διεπουσῶν διαδικασιακῶν ἀρχῶν». Μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνῆλθε τὸ 1988 Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀπεφάσισε τὴ μὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων σὲ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὶς ψηφοφορίες, ἐνῶ πρὶν τὴ Γ´ Συνέλευση στὸ Χαράρε (1999, Ζιμπάμπουε) ὑπεβλήθη τὸ αἴτημα γιὰ τὴν ἐπανεξέταση τῶν σχέσεων Ὀρθοδόξων καὶ Π.Σ.Ε. Συνέπεια αὐτῶν ἦταν νὰ συσταθεῖ εἰδικὴ ἐπιτροπὴ (Special Commission) γιὰ νὰ ἐξετάσει τὰ ὀρθόδοξα αἰτήματα. Ἡ εἰδικὴ αὐτὴ ἐπιτροπὴ κατέληξε σὲ σημαντικὲς προτάσεις μεταξὺ τῶν ὁποίων, ἡ καθιέρωση αὐστηροτέρων κριτηρίων γιὰ τὴν ἀποδοχὴ νέων μελῶν στὸ Π.Σ.Ε., τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀρχῆς τῆς ὁμοφωνίας (consensus) κατὰ ἀποδοχὴ κειμένων, ἐνῶ ἐξασφαλίστηκε ἡ ὀρθόδοξη συμμετοχὴ κατὰ 25% σὲ ὅλα τὰ ὄργανα τοῦ ΠΣΕ. Οἱ προτάσεις αὐτὲς ἔγιναν δεκτὲς ἀπὸ τὴ Γ´ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Porto Alegre (Βραζιλία, 2006) ἐνσωματώθηκαν στὸ καταστατικό του, ἐνῶ παράλληλα ἀποφασίστηκε ἡ Σύσταση «Μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καὶ Συναινέσεως» (Permanent Committee of Collaboration and Consensus) ποὺ ἔχει ὡς κύριο ἔργο καταστατικά, διαδικαστικά, θέματα συμμετοχῆς καὶ ἐξέτασης νέων ὑποψηφιοτήτων, σύμφωνα μὲ τὶς πάγιες ἀπαιτήσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Στὸ ἔργο αὐτῆς τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ μπορεῖ νὰ διασφαλίζει τὶς ἀπαιτήσεις τῶν Ὀρθοδόξων παραπέμπει τὸ κείμενο.
• Ἡ Δήλωση τοῦ Toronto (1950), στὴν ὁποία ἐπίσης παραπέμπει τὸ κείμενο ἀποτιμώντας αὐτὸ θετικὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ 4 κεφάλαια: Τὸ πρῶτο περιλαμβάνει τὴν εἰσαγωγή, ὅπου περιέχεται ἡ ἀπόφασις τῆς Α´ Γενικῆς Συνελεύσεως στὸ Ἄμστερνταμ (1948) ποὺ ἀναφέρεται στὴ φύση τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ δεύτερο ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἀναγκαιότητα μιᾶς νέας Δηλώσεως, τὸ τρίτο ὅπου ἀποσαφηνίζεται τό τί δὲν εἶναι τὸ Π.Σ.Ε. καὶ τὸ τέταρτο ποὺ περιέχει βασικὲς ἀρχὲς τοῦ Π.Σ.Ε. Τὸ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ γίνει Ὑπέρ - Ἐκκλησία. Δὲν διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν υἱοθετεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ υἱοθετήσει τὶς ἐκκλησιολογικὲς ἀντιλήψεις κάποιου μέλους του. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ποτὲ τὸ ὄργανο μιᾶς συγκεκριμένης Ὁμολογίας. Ταυτόχρονα δὲν ἀξιώνει ἀπὸ μιὰ Ἐκκλησία νὰ ἐγκαταλείψει τὴ δική της ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση. Τὸ νὰ ἀποτελεῖ μιὰ Ἐκκλησία - Ὁμολογία μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲ συνεπάγεται ὅτι υἱοθετεῖ μιὰ συγκεκριμένη καὶ εἰδικὴ διδασκαλία γιὰ τὴ φύση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Κάθε Ἐκκλησία - Ὁμολογία μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ δική της ἀντίληψη γιὰ τὶς προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια τῆς ὀντολογικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Ἀντίθετα, τὸ Π.Σ.Ε. ἐπιδιώκει νὰ φέρει τὶς Ἐκκλησίες - Ὁμολογίες σὲ μιὰ ζῶσα ἐπαφὴ μεταξύ τους, ἀφοῦ ἀναγνωρίζουν ὡς κεφαλὴ τὸ Χριστό. Οἱ Ἐκκλησίες – μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπὶ τῇ βάσει τῆς Κ.Δ. θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Μία. Ἐπειδὴ δὲ ἕκαστον μέλος -αὐτονόητα- πιστεύει ὅτι συνιστᾶ τὴ Μία Ἐκκλησία, τὸ Π.Σ.Ε. ζητᾶ ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία «νὰ πράξῃ ὅ,τι δυνατόν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία ἐκδηλωθῇ ἐν τῇ μοναδικότητί της».
Περιορίζεται ἡ ἀναφορά μας στὸ σημεῖο τῆς Δήλωσης ποὺ γίνεται ἀντικείμενο κριτικῆς, μιὰ κριτικὴ ποὺ γίνεται κατ᾽ ἐπέκταση καὶ στὸ κείμενο ποὺ προσάγεται ἀπὸ τὴν Ε´ Προσυνοδικὴ στὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο πρὸς ἔγκριση καὶ ἐπικύρωση. Αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη παράγραφος τῆς τρίτης ἑνότητας τοῦ τετάρτου κεφαλαίου τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto: «Αἱ Ἐκκλησίαι – μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον (more inclusive) ἢ τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας. Ἐντεῦθεν καὶ ζητοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς ζῶσαν ἐπαφὴν μετὰ τῶν ἐκτὸς τῶν ἰδίων τάξεων αἵτινες ὁμολογοῦν τὴν κοινότητα τοῦ Χριστοῦ». Ἡ πρόταση αὐτὴ ἑρμηνεύεται ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. ἀξιώνει νὰ ἐμπεριέχει τὴν κάθε Ἐκκλησία καὶ κατὰ συνέπεια καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ εἶναι τελείως ἐσφαλμένη προκύπτει κατ᾽ ἀρχὴν ἀπὸ τὴν πρώτη πρόταση τῆς α´ ἑνότητας τοῦ τρίτου κεφαλαίου, ὅπου ἐπισημαίνεται: «Τὸ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι ὁμοσπονδία Ἐκκλησιῶν», ἕνα τμῆμα τῆς ὁποίας θὰ ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ ἔχει τὴ δική της Ἐκκλησιολογία καὶ ἀσφαλῶς δικαιοῦται νὰ τὴν ἔχει καὶ νὰ τὴν ὁμολογεῖ. Αὐτὸ ἐπισημαίνει καὶ ἡ δ´ ἑνότητα τοῦ τρίτου κεφαλαίου ποὺ ἀναφέρει ὅτι ἡ συμμετοχὴ στὸ Π.Σ.Ε. δὲ σχετικοποιεῖ τὶς ἐκκλησιολογικὲς θεωρήσεις τῶν μελῶν του. Τὸ Π.Σ.Ε. δὲν ἀποδέχεται ὅτι «Τὸ ἀποτελεῖν μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. συνεπάγεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τις θεωρεῖ τὴν ἰδίαν αὐτῆς περὶ Ἐκκλησίας ἀντίληψιν ὡς σχετικὴν ἁπλῶς». Ἡ δ´ ἑνότητα τοῦ τρίτου κεφαλαίου ποὺ οἱ ἐπικριτὲς τοῦ κειμένου δὲ θέλουν νὰ διαβάσουν ἐπισημαίνει ὅτι: «... τὸ εἶναι μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ θεωρῇ τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας – μέλη ὡς Ἐκκλησίαν ἐν τῇ πλήρει καὶ ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως». Ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν θεωρεῖ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ὡς Ἐκκλησίες «ἐν τῇ πλήρει καὶ ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως», πῶς μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ ἡ Ὑπέρ -Ἐκκλησία ἢ ἡ Ὁμοσπονδία τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ὁποίας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ ἦταν μέλος;
Τί σημαίνει λοιπὸν πραγματικὰ ἡ ἔκφραση ὅτι «τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον ἢ τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτοῦ Ἐκκλησίας»; Τὸ ἐξηγεῖ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο, ὅταν λέγει ὅτι ὑπάρχουν Χριστιανοὶ extra muros, δηλ. ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς (Ὀρθοδόξου γιὰ μᾶς) Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτὸ λάθος; Ἐὰν εἶναι αὐτὸ λάθος, τότε εἶναι λάθος καὶ ἡ περὶ σπερματικοῦ λόγου διδασκαλία τοῦ Ἁγ. ᾽Ιουστίνου ποὺ μιλάει γιὰ τοὺς πρὸ Χριστοῦ Χριστιανούς. Μήπως ἔκανε λάθος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ποὺ μιλάει γιὰ τούς «ἐκτὸς τῆς αὐλῆς», στὸ χωρίο ποὺ ἀνεφέρθη ἀνωτέρω στὴ δεύτερη ἑνότητα τοῦ κειμένου μας. Ἐκτιμᾶται ὅτι ὁ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἐνεργὸς συντάκτης τοῦ ὅλου κειμένου τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Toronto π. Γ. Φλωρόφσκυ θὰ πρέπει νὰ εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν του αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου ἢ κάποιο ἀνάλογο πατερικὸ κείμενο. Γιατί διαμαρτυρόμαστε ὅταν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἑρμηνεύουν συσταλτικὰ καὶ περιοριστικὰ τὴν ἔκφραση τῆς Β´ Βατικανῆς καὶ τῆς Declaratio Dominus Jesus (2000) ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «subsistit in» (στή) Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία; Γενικώτερα, τὸ νὰ θέλει νὰ περιορίζει κάποιος τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος ἀποτελεῖ Ὀρθοδοξία ἢ ἀφροσύνη;
• Εἶναι σημαντικὸ νὰ ὑπογραμμιστεῖ ἡ ἀξιολόγηση τοῦ κειμένου στὸ θεολογικὸ ἔργο τῆς ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» ἀπὸ τὴ συγχώνευση τῆς ὁποίας μὲ τὴ διαχριστιανικὴ κίνηση «Ζωὴ καὶ Ἐργασία», ἡ ὁποία ἠσχολεῖτο μὲ κοινωνικὰ θέματα, προέκυψε τὸ Π.Σ.Ε. Στὸ ἔργο τῆς ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» ἐντάσσεται καὶ τὸ κείμενο «Ἡ Ἐκκλησία: πρὸς ἕνα κοινὸ ὅραμα» (The Church: toward a common vision), τὸ ὁποῖο ἔχει σταλεῖ πρὸς τὶς Ἐκκλησίες προκειμένου αὐτὲς νὰ ἐκφέρουν τὴ γνώμη τους γι᾽ αὐτό, νὰ τὸ υἱοθετήσουν ἢ νὰ τὸ ἀπορρίψουν. Ἐξ ὅσων εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι γνωστό, μέχρι τώρα καμμιά ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἐκφέρει τὴ γνώμη της. Ἐκφέροντας μιὰ γενικὴ θεώρηση τῶν κειμένων τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στὸ ὑπὸ ἐπικύρωση κείμενο ἀξιολογοῦν θετικὰ τὶς προσπάθειες τῆς ἐπιτροπῆς καὶ τὸ θεολογικό της ἔργο. Εἶναι ὅμως σημαντικὴ ἡ ἐπιφύλαξη ποὺ καταχωρεῖται στὴν 21. παράγραφο: «... ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διὰ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως». Ἡ λέξη «ἐπιφυλάξεις» εἶναι μιὰ εὐγενικὴ λέξη ποὺ ὑποδηλώνει τὴν ἀντίρρηση καὶ τὴ διαφωνία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σὲ θεολογικὲς θέσεις ποὺ καταγράφονται στὰ κείμενα αὐτά. Τίθεται κατὰ συνέπεια εὔλογα τὸ ἐρώτημα, γιατί Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὑπογράφουν τὰ κείμενα αὐτά, ἀφοῦ διατηροῦν τὶς ἐπιφυλάξεις τους; Τὸ βέβαιο σὲ κάθε περίπτωση εἶναι ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἔχουν δεσμευτικὸ χαρακτῆρα, δὲν ἔχουν συζητηθῆ στὶς συνόδους τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τὰ ἀγνοεῖ παντελῶς. Ἡ μεθόδευση θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς νὰ εἶναι διαφορετική. Τὸ σοβαρὸ μειονέκτημα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ τὴ σοβαρή της ἀδυναμία, εἶναι ὅτι διεξάγεται χωρὶς στὸν ὅλο προβληματισμό της νὰ μετέχει τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ πιθανολογεῖ κανεὶς μὲ βεβαιότητα ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ ἀγνοοῦνται ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸ ἐπισκοπικὸ σῶμα στὴν πλειοψηφία του, ἀφεθέντα σὲ περιορισμένο κύκλο ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μὲ δική τους εὐθύνη ἢ εὐθύνη τῶν Ἐκκλησιῶν τους δὲν πληροφοροῦν γιὰ τὸ ἔργο τους καὶ δὲν τοὺς ζητεῖται νὰ παράσχουν τὴν πληροφορία τους.
Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ αὐτὸ ἀξιολογώντας κανεὶς τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὸ κείμενο γιὰ τὸ Π.Σ.Ε. καὶ τὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση, ἐὰν μὲν εἶναι Ὀρθόδοξος, μπορεῖ στὶς γραμμὲς αὐτοῦ τοῦ κειμένου νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία του. Ἐὰν δὲν εἶναι ὀρθόδοξος θὰ παραμείνει ἀνικανοποίητος καὶ ἴσως ἐκφράσει μάλιστα μελλοντικὰ τὴν ἀπογοήτευσή του. Ἡ τελευταία αὐτὴ ἐπισήμανση ὑποδηλώνει ὅτι τὸ κείμενο ἐκφράζει τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση.
9. Συμπερασματικὲς Θεωρήσεις
Προβαίνοντας σὲ μιὰ γενικὴ ἀξιολόγηση τοῦ ὅλου κειμένου ποὺ παραπέμπεται πρὸς ἔγκριση ὑπὸ τὸν τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον» μπορεῖ κανεὶς νὰ καταλήξει στὰ ἑξῆς συμπεράσματα:
1. Στὸ κείμενο ἐκφράζεται ἡ Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
2. Ἡ περὶ ἀποκλειστικότητας τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ σχετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης στὴν ὁποία ἀποδίδεται τοπικὴ ἰσχὺ καὶ χαρακτηρίζεται ὡς ἔθος ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μας καὶ ἀπὸ τὸν β´ κανόνα τῆς Πενθέκτης αὐτὸ ἀκριβῶς ὑποδηλοῖ. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κυπριανὸς Καρθαγένης παρὰ τὶς ἀποκλειστικὲς ἐκκλησιολογικές του θεωρήσεις δὲ διανοήθηκε νὰ διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸ Ρώμης Στέφανο, ὁ ὁποῖος δὲν υἱοθετοῦσε τὶς ἀπόψεις του.
3. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία θεωρεῖ ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ πνέει καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία.
4. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἐξομοιώνει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς κοινότητες, στὶς ὁποῖες ἐλλείπει ἡ καθολικότητα τῆς πίστης. Οἱ χριστιανικὲς αὐτὲς κοινότητες, παρὰ τὸν ἐκκλησιαστικό τους χαρακτῆρα, δὲν ἀποτελοῦν τὴν «πλήρη» Ἐκκλησία, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ἡ δήλωση τοῦ Toronto. Κατὰ συνέπεια ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία γι᾽ αὐτὲς δὲν τὶς ἐξομοιώνει μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
5. Οἱ ἱεροὶ κανόνες ποὺ ἀναφέρονται στὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς δὲν υἱοθετοῦν τὴν ἀποκλειστικότητα. Ἐὰν οἱ ἱεροί μας Πατέρες υἱοθετοῦσαν τὴν ἀποκλειστικότητα καὶ τὴ σχετικὴ δογματικὴ διδασκαλία, τότε δὲ θὰ μποροῦσαν κατ᾽ Οἰκονομία νὰ δεχθοῦν στὴν Ἐκκλησία αἱρετικοὺς χωρὶς βάπτισμα ἢ χωρὶς βάπτισμα καὶ Χρίσμα. Οὐδεμία Οἰκονομία χωρεῖ, ὄχι στὴν ἔκφραση, ἀλλὰ στὴν οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν δογμάτων τῆς (Ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας. Κατὰ συνέπεια ἡ ὑπὸ τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀσκηθεῖσα Οἰκονομία δὲν ἀφορᾶ στὴν παραβίαση τοῦ δόγματος, ἀλλὰ κυρίως στὸ γεγονὸς τῆς ἀποδοχῆς μεγάλων ὁμάδων αἱρετικῶν στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς τὴν ἐνδελεχῆ ἐξέταση κάθε ἀτομικῆς περίπτωσης ξεχωριστά (“οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν”). Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διευκολύνετο ἡ εἴσοδος στὴν Ἐκκλησία πλήθους αἱρετικῶν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ἀσφαλῆ καὶ βεβαία ὁδὸ σωτηρίας.
6. Οἱ ἱεροὶ κανόνες στὸ θέμα αὐτὸ δὲν παρουσιάζουν ἑνότητα περιεχομένου καὶ δὲν παρέχουν ἑνιαία θεώρηση γιὰ τὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς ἐκτὸς τῶν κανονικῶν της ὁρίων χριστιανικὲς κοινότητες. Ἡ βαρύτητα τῆς κακοδοξίας δὲν ἀποτελεῖ τὸ ἀποκλειστικὸ κριτήριο γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῶν σχέσεων αὐτῶν, λαμβανομένων ὑπ᾽ ὄψιν καὶ ἄλλων παραγόντων. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ μεγαλύτερη ἐπιείκεια ἀπέναντι σὲ αἱρετικὲς ὁμάδες μὲ βαρύτατες κακοδοξίες σὲ σχέση μὲ τὴν αὐστηρότητα ἀπέναντι σὲ ἁπλῶς σχισματικὲς ὁμάδες. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ ἀποδοχὴ κατὰ τοὺς νεώτερους χρόνους τῶν Προχαλκηδονίων μὲ Χρίσμα, κατὰ παράβαση τοῦ 95. κανόνα τῆς Πενθέκτης ποὺ ἀπαιτεῖ μόνο τὴν ἀπόδοση λιβέλλου.
7. Ἀποκλειστικῶς ἁρμοδία γιὰ νὰ καθορίσει καὶ νὰ προσδιορίσει τὴ σχέση της μὲ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς, ὅπως ὑποδεικνύει καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Μ. Βασιλείου, εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία λειτουργοῦσα ἐν συνόδῳ. Ἐὰν ἡ προσωπικὴ γνώμη τοῦ Μ. Βασιλείου δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ προσδιορίσει τὴν ποιότητα τῶν σχέσεων αὐτῶν, κατὰ πολὺ περισσότερο δὲν τὸ μπορεῖ ἡ ὁποιαδήποτε ἄλλη προσωπικὴ γνώμη. Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀλλὰ καὶ οἱ πρὸ αὐτῆς Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν Ἐκκλησιολογία τοῦ ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ Καρθαγένης, τὸν ὁποῖο μάλιστα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ὡς Ἅγιο.
8. Ὅπως καταδεικνύει καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς συνόδου, οἱ ὁποῖοι μπροστὰ σὲ μιὰ νέα κακοδοξία μὴ δυναμένη ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ἔχει ἀξιολογηθεῖ ἀπὸ προγενέστερες συνοδικὲς δογματικὲς καὶ κανονικὲς ἀποφάσεις δὲν ἐπανέλαβαν, ἀλλὰ ἀνεγνώρισαν τὸ ὑποστατὸ τῶν μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς ἱερωσύνης τελεσθέντων στὴν αἱρετικὴ κοινότητα τῶν Εἰκονομάχων, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ ἀναγνωρίσει ἢ μή -κατὰ τὴν κρίση της- τὸν ἐκκλησιολογικὸ χαρακτήρα τῶν ἐκτὸς αὐτῆς κοινοτήτων τῶν σύγχρονων ἑτεροδόξων.
9. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες σὲ ὁμάδες αἱρετικῶν προσερχομένων στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία ὑποδηλώνει καὶ τὴν ἐκτὸς Ἐκκλησίας πνοὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τῆς ὀρθῆς πίστεως μὴ δυναμένης νὰ ἐντάξει ἀπὸ μόνη της κάποιον στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἡ ὀρθοδοξία δὲν ὁδηγεῖ αὐτόματα στὴν ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία.
10. Ἡ ἐνδεχόμενη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος δὲ σημαίνει κατ᾽ ἀνάγκη ἀναγνώριση καὶ τῶν ἄλλων μυστηρίων. Ἁρμοδία γιὰ νὰ κρίνει περὶ αὐτοῦ εἶναι κάθε φορὰ ἡ Ἐκκλησία, λειτουργοῦσα ἐν συνόδῳ.
11. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ προσδιορίσει, ποιές εἶναι οἱ χριστιανικὲς αὐτὲς κοινότητες, στὶς ὁποῖες ἀναγνωρίζει, ἐὰν ἀναγνωρίζει, ἐκκλησιαστικὸ χαρακτῆρα. Ἀσφαλῶς θὰ εἶναι ἐκεῖνες, στὶς ὁποῖες ἀναγνωρίζεται τὸ βάπτισμα, ὥστε τὰ μέλη αὐτῶν νὰ μποροῦν νὰ τελέσουν μικτὸ γάμο ἢ κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἐκεῖνες μὲ τὶς ὁποῖες εὑρίσκεται σὲ πανορθόδοξο θεολογικὸ διάλογο. Ὡς πρὸς τὸ κεντρικὸ αὐτὸ θέμα ἀπαιτεῖται ἀναγκαίως ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια.
12. Ἡ πολυχρόνια τέλεση μικτῶν γάμων ἀπὸ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποτελεῖ ad hoc ἀναγνώριση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ὁ ἑτερόδοξος. Διαφορετικὰ ἡ σύναψη ἑνὸς τέτοιου γάμου δὲ θὰ ἦταν δυνατή. Ὁ θεσμὸς τῶν μικτῶν γάμων εἶναι ἀποδεκτὸς διαχρονικὰ ἀπὸ τὴ συλλογικὴ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, ἀπὸ τὸν ἔσχατο κριτὴ τῆς ἀληθείας.
13. Ὁ σκοπὸς τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἀναζήτηση στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως ποὺ προσδιορίζει ἡ Ἱερὰ Παράδοσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ διεξαγωγὴ θεολογικῶν διαλόγων ἀνήκει στὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
14. Δυσκολώτερο ἀγώνισμα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ ἰδιαίτερα ἡ συμμετοχή της στὸ Π.Σ.Ε. Ἡ συμμετοχὴ αὐτὴ δὲν καταργεῖ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατανοεῖ τὴ συμμετοχή της στοὺς διεθνεῖς ὀργανισμοὺς ὡς δυνατότητα μαρτυρίας τῆς αὐθεντικότητας τῆς πίστης της.
15. Ὅλες οἱ παραπάνω θέσεις ἀποτελοῦν ἀπόψεις τοῦ συντάκτη τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος πρωτίστως ἐμπιστεύεται τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ὑποδεικνύει ὁ Μ. Βασίλειος. Θὰ ἦταν ὀδυνηρὴ ἀστοχία νὰ ἐπιζητοῦμε νὰ ὑπερβοῦμε τὰ ὅριά μας, ἐμπιστευόμενοι τὴ δική μας ἀλαζονεία ποὺ ὁδηγεῖ μὲ βεβαιότητα στὴν πλάνη.
. PG. 90, 993B (Περὶ ἀγάπης ἑκατοντὰς δευτέρα, λ´).
. PG 120, 805C: «Καλὸν γὰρ πρὸς τὸ καλοθελὲς ὁρῶντας ἡμᾶς, καὶ μᾶλλον ἔνθα μὴ Θεὸς ἢ πίστις τὸ κινδυνευόμενον, νεύειν ἀεὶ πρὸς τὸ εἰρηνικόν τε καὶ φιλάδελφον. Ἀδελφοὶ γὰρ καὶ ἡμῶν οὗτοι, κἂν ἀγροικίας ἢ ἀμαθίας συμβαίνῃ τούτους πολλάκις ἐκπίπτειν τοῦ εἰκότος...». PG 120, 812B: «Καὶ παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω καὶ νοερῶς τῶν σῶν ἁγίων ἐφάπτομαι ποδῶν, ἵνα τοῦ ἄγαν ἀκριβοῦς ἡ θεοειδὴς ἐνδοῦσα μακαριότης σου, συνέλθῃ τοῖς πράγμασιν». PG 120, 813A: «...ἵνα μή, τὸ πᾶν ἐκζητήσαντες, τὸ πᾶν ἀπολέσωμεν...».
. Βλ., ἐνδεικτικά, Ἐπιστ. 69, Le Chanoine Bayard (ed.), Saint Cyprien. Correspondance, Paris 1925, 246: «...nec baptizare omnino eos posse qui non habeant Spiritum Sanctum».
. Βλ., ἐνδεικτικά, Ἐπιστ. 69, Correspondance, 241: «Quod si una est ecclesia quae a Christo diligitur et lauacro eius sola purgatur, quomodo qui in ecclesia non est aut diligi a Christo aut ablui et purgari lauacro eius potest?». Ἐπιστ. 74, Correspondance, 283: «...manifestun est haeresin, quae sponsa Christi non sit nec purgari nec sanctificari lauacro eius possit, filios Deo generare non possit». Epist 75, Correspondance, 294.
. Ἐπιστ. 55, Correspondance, 144: «Manente concordiae uniculo et perseuerante catholicae ecclesiae indiuiduo sacramento, actum suum disponit et dirigit unusquisque episcopus, rationem propositi sui Domino redditurus». Ἐπιστ. 72, Correspondance, 262: «Ceterum scimus quosdam quod semel inbiberint nolle deponere nec propositum suum facile mutare, sed saluo inter collegas pacis et concordiae uinculo quaedam propria que apud se semel sint usurpata retinere».
. Ρ.Π. Β´, 309. (Σύνταγμα θείων καί ἱερῶν κανόνων, ᾽Αθήνησιν 1852, φωτ. Ἀνατύπωσις 1966).
. PG 35, 992 B.
. P. G 94, 812C (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 8).
. PG 7, 889B-890A: «Καὶ διὰ τοῦτο τέσσερις ἐδόθησαν καθολικαὶ διαθῆκαι τῇ ἀνθρωπότητι· μία μὲν τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Νῶε, ἐπὶ τοῦ τόξου· δευτέρα δὲ τοῦ Ἀβραάμ, ἐπὶ τοῦ σημείου τῆς περιτομῆς· τρίτη δὲ ἡ νομοθεσία ἐπὶ τοῦ Μωϋσέως· τέταρτη δὲ ἡ τοῦ Εὐαγγελίου διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
. PG 32, 528B (Ἐπιστ. ΡΙΔ´, Τοῖς ἐν Ταρσῷ περὶ Κυριακόν)
. Mansi 13, 404 A.
. Λίβελλος ὃν ἔδωκεν τῷ βασιλεῖ Ρωμαίων καὶ τῷ Πάπᾳ Λατίνων ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων.., Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἐπισκ. Οἰνόης Ματθαίου (Λαγγῆ), τόμ. Β´, Ἀθῆναι 1994, 628.
. Que supersunt Actorum Graecorum Concilii Florentini, ἔκδ. J. Gill (Concilium Florentinum Documenta et Scriptores. Editum Consilio et Impensis Pontificii Instituti Orientalium Studiorum, Series B, Rom 1953, 52: «...νῦν δὲ βουληθεῖσα ἡ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν εἰρήνην ἀνακαλέσασθαι διὰ τῆς ἀγάπης ἤρξατο τοῦτο ποιεῖν, καὶ αὖθις ἡ ἡμετέρα ἐκκλησία μετὰ τῆς αὐτῆς ἀγάπης προσέδραμε πρὸς τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς...».
. Mansi 13, 404A.
. Mansi 12, 1118 E.
. PG 99, 1052 D.
. PG 99, 1063 AB.
. Ρ. Π. Β´, 181: «Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ᾽ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας· πρὸς δὲ τούτοις, καὶ τοὺς τὴν πίστιν μὲ ὑγιῆ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δὲ καὶ ἀντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόπους».
. Βλ. τὸ β´ μέρος τοῦ κειμένου τοῦ Μονάχου (1982), ὅπου ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία φανερώνεται διὰ τῆς Θείας Εὐαχαριστείας στὴ σύναξη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, τὴν § 52 τοῦ κειμένου τοῦ Νέου Βάλαμο (1988), ὅπου ἡ Πενταρχία ἀναγνωρίζεται ὡς κανονικὰ καθιερωμένος θεσμός, ὁ δὲ ἐπίσκοπος Ρώμης ὡς ὁ πρῶτος τῇ τάξει πατριάρχης τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας καὶ τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας (2007), ὅπου ἐπισημαίνεται ἡ λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ συστήματος στὸ πλαίσιο τῆς Πενταρχίας σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο (§ 42, 43, 44).
. Ρ. Π. Δ´, 91 (Κανὼν 1., «...οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν... Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον, καὶ τοῖς οἰκονομήσασι τὰ καθ᾽ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον»). Ρ. Π. Δ´, 197 (Κανὼν 47, «...εἰ δὲ παρ᾽ ὑμῖν ἀπηγόρευται τὸ τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, ὥσπερ οὖν καὶ παρὰ
῾Ρωμαίοις, οἰκονομίας τινὸς ἕνεκα...»).
. Ρ.Π. Δ´ 91.
. Ρ.Π. Δ´ 89.
. PL 39, 1596. PL 33, 60. B. Sesboüé, Hors de l’Église pas de salut. Histoire d’une formule et problèmes d’interprétation, Paris 2004, 63-65.
. PG 103, 953C.
. PG 103, 956 C.
. Ρ. Π. Δ´, 149: «Ἀνὴρ γυναικὶ συνοικῶν, ἐπειδὰν μὴ ἀρκεσθεὶς τῷ γάμῳ εἰς πορνείαν ἐκπέσῃ, πόρνον κρίνομεν τὸν τοιοῦτον...Οὐ μέντοι ἔχομεν κανόνα τῷ τῆς μοιχείας αὐτὸν ὑπαγαγεῖν ἐγκλήματι, ἐὰν εἰς ἐλευθέραν γάμου ἡ ἁμαρτία γένηται... τούτων δὲ ὁ λόγος οὐ ῥᾴδιος· ἡ δὲ συνήθεια οὕτω κεκράτηκεν».
. Ρ. Π. Β´, 585.
. Ρ. Π. Β´, 587.
. Ρ. Π. Β´, 452.
. Κανὼν 1. τῆς Ζ´ Οἰκ. Συνόδου (Ρ. -Π. Δ´, 556).
. Κανὼν 2 τῆς Πενθέκτης (Ρ. -Π. Δ´, 308).
. Mansi 13, 292 B.
. Mansi 12, 1042 D.
. Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Βιβλ. Β´, κεφ. μγ´ καὶ Ε´, ε´.
. Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Βιβλ. Ε´, κεφ. η´. Σωζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Βιβλ. Δ´ 25.
. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1935, 433 ἑπ. Β. Στεφανίδης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθῆναι 1959, 228, 230. Μεθόδιος, Μητρ. Ἀξώμης, «Περὶ τήν ἐκκλησιαστικὴν Οἰκονομίαν. Ἀπάντησις εἰς καθηγητὰς τῆς Θεολογίας», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος ΝΖ (1975) 343.
. Οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκόμενοι εἶναι γιὰ τὸν Ἅγ. Κυπριανὸ πνευματικὰ νεκροί. De Unitate 5,214. SC 500, 184-186. Ἐπιστολὲς 69, 73, 74 (Correspondance, 230-252, 262-279, 279-288). B. Sesboüé, ὅπ. παρ., 51-54.
. Παν. Τρεμπέλας, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Γ´, Ἀθῆναι 1961, 45-48.
. Συναφῆ εἶναι ὅσα ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος Μητρ. Ἀξώμης Μεθόδιος, ὅπ. παρ., Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος ΝΣΤ´ (1974) 24-25, ἀναγόμενος στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἰερώνυμο (Κοτσώνη): «Ἐνταῦθα δὲ ἀναφέρω τὴν δήλωσιν τὴν γενομένην τὸ 1937 ἐν Ἐδιμβούργῳ τὸ 1937 κατὰ τὸ συνελθὸν ἐκεὶ Συνέδριον Faith and Order, ἔνθα οἱ ἀντιπρόσωποι ἐννά Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν προέβησαν εἰς δήλωσιν, ἥτις μεταξὺ τῶν ἄλλων περιέχει σπουδαιοτάτην ἄποψιν περὶ τῆς θέσεως τῶν ἑτεροδόξων ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας... Διὰ τῆς Δηλώσεως ταύτης, γράφει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰερώνυμος, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἐννέα Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνεγνώριζον τὰς ἑτεροδόξους Ἐκκλησίας ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ». (Ἡ κανονικὴ ἄποψις κ.λπ. σ. 47-48). Καταλήγει δὲ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰερώνυμος, (αὐτόθι σ. 132-135): «Ἐκ τῆς συντομωτάτης ταύτης ἀναδρομῆς εἰς τὰ ὑπὸ τῶν Ἱ. Κανόνων ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου «κατ᾽ ἀκρίβειαν» ὁριζόμενα ἀποδεικνύεται, ὡς ἀπὸ κανονικῆς ἀπόψεως ὀρθὸν τὸ ὑποστηριχθέν, ὅτι ἡ διδασκαλία «περὶ τοῦ ἀκύρου παντὸς ἔξω τῆς Ἐκκλησίας Βαπτίσματος, λίαν ἐνωρὶς ἐγκατελείφθη ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τῆς Ἀνατολῆς... Ἐπίσης δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ ἄποψις, ὅτι ὁσάκις ἀναγνωρίζεται οἱονδήποτε μυστήριον, τελεσθὲν ὑπὸ ἑτεροδόξων, τοῦτο γίνεται μόνον «κατ᾽ οἰκονομίαν, διότι ὑπὸ τῶν ἱερῶν κανόνων σαφῶς ὁρίζεται, ποίων ἑτεροδόξων τὸ βάπτισμα θεωρεῖται «καὶ ἀκρίβειαν» ὡς ἔγκυρον.
. P. Π. Δ´, 199.
. Ρ. Π. Δ´, 336. Ἡ ἀπόκριση εἶναι: «Ἐν τῇ θείᾳ ἀναφορᾷ ὁ διάκονος προφωνεῖ πρὸ τοῦ ἀσπασμοῦ· Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε…». Μέχρι τότε δὲν ὑπάρχει συμπροσευχή;
. Βλ. Φειδάς, Τὸ κῦρος τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καὶ τὸ ζήτημα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, Ὀρθοδοξία (Β´ Περίοδος) 11/2 (2004) 446 ἑπ.
. Ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψη (1986) ἀποτίμησε τοὺς μέχρι τότε διεξαχθέντες διαλόγους μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς, Παλαιοκαθολικούς, τὶς Ἀρχαῖες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες, τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τοὺς Λουθηρανούς, τοὺς Παλαιοκαθολικοὺς καὶ τοὺς Μετερρυθμισμένους.
. Ρ. Π. Β´, 187-188 καὶ 529-531.
. Ρ. Π. Β´, 133.
. Ρ. Π. Β´, 158-159.
. Ρ. Π. Γ´, 176-177.
. Ρ. Π. Γ´, 177-178.
. Ρ. Π. Γ´, 475.
. Ρ. Π. Δ´, 89-92.
. Βλ. ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμώνα στὸν 1. κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, Ρ. Π. Δ´, 94: «Καὶ Ἐγκρατῖται μέν εἰσιν, οἱ τὸν γάμον ἀποβαλλόμενοι, καὶ λέγοντες εἶναι τοῦτον τὸν Σατανᾶ, καὶ ἀπαγορεύοντες πᾶσαν ἐμψυχοφαγίαν· Ναυατιανοί, οἱ καὶ Καθαροὶ λεγόμενοι, ἐκλήθησαν ἀπὸ Ναυάτου τινὸς Ρωμαίου, ἀποβαλλομένους τοὺς διγάμους καὶ μετάνοιαν μὴ δεχομένου. Ὑδροπαραστάται δὲ οἱ ἀντὶ οἴνου, ὕδωρ εἰς τὴν ἀναίμακτον θυσίαν προσφέροντες καὶ τὸν γάμον πορνείαν λέγοντες».
. Ρ. Π. Δ´, 197-198.
. Ρ. Π. Β´, 187-188.
. Ρ. Π. Β´, 529-531.
. Ρ. Π. Δ´, 95: «Παρασυνάγωγοι δέ εἰσιν, οἱ κατακριθέντες ἐπί τισιν πταίσμασιν ἐπίσκοποι, ἢ πρεσβύτεροι, καὶ μετακινηθέντες τῆς λειτουργίας, καὶ μὴ ὑποκύψαντες τοῖς κανόσι, ἀλλ᾽ ἑαυτοὺς αὐθεντικῶς ἐκδικήσαντες τὴν προεδρίαν, καὶ τὴν λειτουργίαν, καὶ θυσιαστήριον πηξάμενοι ἕτερον, καὶ τῆς γνώσεως αὐτῶν γενέσθαι τινὰς παραπείσαντες, ὥστε συνακολουθῆσαι αὐτοῖς, καὶ τὴν καθολικὴν καταλιπεῖν ἐκκλησίαν».
. P. G. 91, 12 CD: «Θέλημά φασιν εἶναι φυσικόν, ἤγουν θέλησιν, δύναμιν τοῦ κατὰ φύσιν ὄντος ὀρεικτικήν· καὶ τῶν οὐσιωδῶς τῇ φύσει προσόντων συνεκτικὴν πάντων ἰδιωμάτων. Τούτῳ γὰρ συνεχομένη φυσικῶς ἡ οὐσία, τοῦ τε εἶναι καὶ ζῆν καὶ κινεῖσθαι κατ᾽ αἴσθησίν τε καὶ νοῦν ὀρέγεται, τῆς οἰκείας ἐφιεμένης φυσικῆς καὶ πλήρους ὀντότητος» (Πρὸς Μαρῖνον τὸν ὁσιώτατον Πρεσβύτερον) P. G 91, 289 BC: «...δύο δὲ αὐτοῦ αἱ φύσεις· δύο αὐτοῦ πάντως καὶ τὰ φυσικὰ θελήματα...οὕτω καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν οὐσιωδῶς προσόντων ταῖς αὐτοῦ φύσεσι θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν». P. G 91, 300CD: «Εἰ γὰρ τὰ φυσικῶς προσόντα ταῖς φύσεσι τοῦ Χριστοῦ, ἰδιώματα αὐτῶν εἶναι λέγετε, φυσικῶς δὲ ἑκατέρᾳ αὐτοῦ φύσει τὸ θέλειν ἐμπέφυκεν, ἄρα μετὰ τῶν ἄλλων φυσικῶν ἰδιωμάτων, καὶ τὰ θελήματα ταῖς φύσεσι συνομολογεῖν ἀναγκασθήσεσθε». P. G 91, 301D: «...ὅτι κατάλληλα πάντως τὰ φυσικὰ θελήματα ταῖς φύσεσιν».
. Βλ. Enchiridion Symbolorum Definitionum et Declarationum de Rebus Fidei et Morum, ed H. Denzinger-P. Hünerman, Herder Barcelona 1999, 1350-1353, ἀρ. 1351: «Firmiter credit, profitetur et praedicat, nullos extra catholicam Ecclesiam exsistentes, non solum paganos, sed nec Iudaeos aut haereticos atque schismaticos, aeternae vitae fieri posse participes, sed in ignem aeternum ituros, ”qui paratus est diabolo et angelis eius” [Mt 25, 41]...» (Σύνοδος Φλωρεντίας/Βούλα Contante Domino τῆς 4.2.1442).
. P. G 103, 953-956 (Φωτίου Βιβλιοθήκη σκζ´). Μεθόδιος, Μητρ. Ἀξώμης, Περὶ τήν «Ἐκκλησιαστικὴν Οἰκονομίαν», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος 56/ Ι-ΙΙ (1974) 23.
. Ρ. Π. Β´, 133: «...Εἰ δὲ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου, ἢ πρεσβυτέου ὄντος, προσέρχονται τινες, πρόδηλον, ὡς ὁ μὲν ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας ἕξει τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου· ὁ δὲ ὀνομαζόμενος παρὰ τοῖς λεγομένοις Καθαροῖς ἐπίσκοπος, τὴν τοῦ ἐπισκόπου τιμὴν ἕξει· πλὴν εἰ μὴ ἄρα δοκοίη τῷ ἐπισκόπῳ, τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματος αὐτὸν μετέχειν. Εἰ δὲ τοῦτο αὐτῷ μὴ ἀρέσκοι, ἐπινοήσει τόπον ἢ χωρεπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου, ὑπὲρ τοῦ ἐν τῷ κλήρῳ ὅλως δοκεῖν εἶναι· ἵνα μὴ ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν».
. Χρυσόστομος, Μητρ. Μύρων (Γέρων Ἐφέσου), Αἱ ἱστορικο-δογματικαί προϋποθέσεις τῆς Ἁγίας Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μνήμη Συνόδου Ἁγίας Β´ Οἰκουμενικῆς (Ἐν Κωνσταντινουπόλει 381), τόμος Α´, Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1983, 132.
. Βλ. Φειδᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α´, Ἀθῆναι 1992, 523.
. PG 20, 1060C: «Ὡς οὖν ἐφοίτα πανταχοῦ τό παράγγελμα, οἷά τινος ἀπὸ νύσσης οἱ πάντες ἔθεον σὺν προθυμίᾳ πάσῃ· ... Ἐπειδὴ οὖν συνῆλθον οἱ πάντες, ἔργον ἤδη Θεοῦ τὸ πραττόμενον ἐθεωρεῖτο». (Εὐσεβίου Καισαρείας, De Vita Constantini).
. E. Schwartz, ACO I, 1, 5, 126: «δύο (ἐνν. ἐπισκόπους) ἑκάστῳ μητροπολίτῃ συνεῖναι...». Ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἐπισκόπων θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀνάμεσα στοὺς «ἐκκρίτους καὶ δυναμένους τὰ τοιαῦτα εἰδέναι ζητήματα» καί τοὺς «ἐπιτηδείους», οἱ ὁποῖοι δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀπόντες. (E. Schwartz, ACO I, 1, 1, 115 καὶ I, 1, 5, 14).
. Mansi 13, 208D.
. Mansi 17a, 489E-492A, 380A.
. Mansi 17a, 508B.
. Γ. Μαρτζέλος, Ἡ ἰδεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ διάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας: Ἡ ἐπικαιρότητα μιᾶς παραδοσιακῆς διάκρισης, στό: Ὀρθόδοξο Δόγμα καὶ θεολογικὸς προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς Θεολογίας Δ´, Θεσσαλονίκη 2011, 373-393.
. Κανὼν στ´ τῆς Α´ Οἰκ. Συνόδου, Ρ-Π. Β´, 128.
. Mansi 16, 37E: «sanctam hunc et universalem synodum».
. PG 91, 137D: «καθὼς αἱ θεόληπτοι καὶ θεσπέσιοι εἰλικρινῶς καὶ πανευσεβῶς ἐξέθεντο ἓξ σύνοδοι, ἐκφαντερικώτατα φάσκοντες τὸ σύμβολον τῆς πίστεως». Fr. Winkelmann, Den monenergetisch-monothelitische Streit, Frankfurt 2001, Nr. 113, 130: «Maximos erweist sich als Vetreter der kirchenpolitischen und theologischen Ansprüche der römischen Kirche. Er nennt in diesem Brief die Lateransynode als VI. Ökumenische Konzil».
. Ὁ Π. Τρεμπέλας, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Β´, Ἀθῆναι 1959, 401-402, ἐπισημαίνει θεωρώντας τὶς συνόδους ὡς τὴν ἀνώτατη στὴν ἐκκλησία ἀρχή (Κεφ. Γ´, 9): «Οὐδεὶς λοιπὸν ἐπὶ μέρους ἐπίσκοπος δύναται νὰ εῖναι ἀποκλειστικῶς φορεὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καὶ νὰ προβάλλῃ ἑαυτὸν ὡς τὴν ἀνωτάτην ἀρχήν. Ἀνωτέρα ἀρχὴ ἐν πάσῃ κατὰ τόπους Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὑπὸ τοῦ συνόλου τῶν ἐπισκόπων αὐτῆς συγκροτουμένη σύνοδος. Ἀνωτάτη δ᾽ ἀρχὴ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος...».
. Αὐτονόητα, ἡ σύγκλιση μὲ τοὺς ἑτεροδόξους συμπεριλαμβάνει τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἐπὶ ἱ. Φωτίου συγκληθείσης συνόδου (879/80) ποὺ ἀπαγορεύει τὴν οἱαδήποτε προσθήκη στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως. Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα ἀναφέρει ὁ Γρ. Λαρεντζάκης, Τὸ Καθῆκον τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ Καταλλαγὴ καὶ ἑνότητα. Ἐξελίξεις καὶ Προοπτικὲς σὲ μεγάλα θέματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ διαλόγου, Θεσσαλονίκη 2014, 177: «Συνεπὲς καὶ ἀκόλουθο βῆμα θὰ ἦταν ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας, ἴσως καὶ εὐαγγελικὲς καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀπὸ κοινοῦ νὰ ἀνακηρύξουν τὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 879/880 ὡς τὴν 8η Οἰκουμενικὴ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, μὲ τὸ κύρος καὶ τὶς συνέπειες τὶς ὁποῖες εἶχαν ἀναγνωρίσει τότε οἱ Ἐκκλησίες Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως».
. Στ. Τσομπανίδης, «Ὑπὲρ τῆς οἰκουμενης». Μελέτες γιὰ τὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ σημερινὸ κόσμο, Θεσσαλονίκη 2014, 637-646. (Ἡ Δήλωση τοῦ Τορόντο (1950). «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν».). Ὀρθοδοξία 25 (1950) 323-332.
. Στ. Τσομπανίδης, ὅπ. παρ. 661 (§ 11 τοῦ κειμένου).
. Βλ. Φειδᾶς, Τὸ ζήτημα τῆς συμπροσευχῆς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, στό: Ἡ συμπροσευχὴ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ παράδοση (Γρ. Λαρεντζάκης, Κ. Σκουτέρης, Βλ. Φειδᾶς), Θεσσαλονίκη 2011, 112.
. Στ. Τσομπανίδης, ὅπ.παρ., 640 (Κεφ. 3, ε´: «Τὸ ἀποτελεῖν μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν συνεπάγεται τὴν ἀποδοχὴν εἰδικῆς διδασκαλίας, ἀφορώσης τὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος).
. Στ. Τσομπανίδης, ὅπ.παρ., 642.
. Στ. Τσομπανίδης, ὅπ.παρ., 643.
. Στ. Τσομπανίδης, ὅπ.παρ., 57: «Στή διατύπωσή της, ἰδίως ὅσον ἀφορᾶ στὸ πρῶτο μέρος τῆς Δήλωσης γιὰ τὸ τί δὲν εἶναι τὸ Π.Σ.Ε., συνέβαλε ἀποφασιστικὰ ἀπὸ ὀρθόδοξη πλευρὰ μὲ τὶς παρεμβάσεις του ὁ π. Γεώργιος Florovsky».
. Congegatio pro doctrina fidei. Declaratio Dominus Iesus de Iesu Christi atque ecclesiae unicitate et universalitate salvific, G. L. Müller (Hg.), Die Heilsuniversalität Christi und der Kirche. Originaltexte und studien der römischen Glaubenskongregation zur Erklärung “Dominus Jesus”, München 2003, 61:
• § 16: «Verbis “subsistit in” Concilium Vaticanum duas voluit doctrinales affirmationes invicem componere: altera ex parte, Christi Ecclesiam non obstantibus christianorum divisionibus, solummodo in Ecclesia Catholica plene existere pergere; ex altera vero inveniri “extra eius compaginem elementa plura santificationis et veritatis”, videlicat in Ecclesiis et Communitatibus ecclesialibus nondum in plena communione cum Ecclesia Catholica».
• § 17. «Unica ergo est Christi Ecclesia, subsistens in Ecclesia Catholica, cuius moderatio spectat ad Petri Successorem et ad Episcopos in communione cum eο».
Πηγή: Ακτίνες
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 6η Ιουνίου 2016
Σύντομη κριτική μελέτη στη δημοσίευση του Θεοφ. Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου, καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με τίτλο: «Εμπιστεύομαι την Εκκλησία».
Δεν χωράει αμφιβολία ότιεν όψει της συγκλήσεως της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» υπάρχει μια κατάθεσις θέσεων και απόψεων σχετικά με το κορυφαίο αυτό θέμα. Οι απόλυτα τεκμηριωμένες εισηγήσεις στην Επιστημονική Ημερίδα για τη Μεγάλη Σύνοδο, που διοργάνωσαν τέσσερις Ιερές Μητροπόλεις τον περασμένο Μαρτίο στον Πειραιά, όπου ομολογητές Επίσκοποι, κορυφαίοι καθηγητές και δογματολόγοι, θεολόγοι κληρικοί και μοναχοί, επεσήμαναν το μεγάλο έλλειμα συνοδικότητος, αλλά και τις τρομερές αδυναμίες και κραυγαλέες αντιφάσεις των προσυνοδικών κειμένων, τα οποία προωθούνται. Τοπικές Εκκλησίες, όπως η Εκκλησία της Βουλγαρίας, της Γεωργίας και της Ουκρανίας, αλλά και το άγιον Όρος με συνοδικές αποφάσεις και ανακοινώσεις των επεσήμαναν κενά, ασάφειες και κακόδοξες διατυπώσεις στα εν λόγω κείμενα και ως εκ τούτου εξέφρασαν ισχυρές επιφυλάξεις και αμφισβητήσεις ως προς την θεολογική ορθότητα αυτών.
Πρόσφατα το φως της δημοσιότητος στο ιστολόγιο «Ρομφαία» είδε η δημοσίευση με τίτλο: «Εμπιστεύομαι την Εκκλησία», του Θεοφ. Επισκόπου Αβίδου κ. Κυρίλλου, (στο εξής Θ.Α.Κ.), καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόκειται για ένα εκτενέστατο κείμενο στο οποίο ο συγγραφέας καταπιάνεται με πολλά θέματα, ιδίως όμως προσπαθεί να υπερασπίσει το διάτρητο προσυνοδικό κείμενο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Στις γραμμές που ακολουθούν θα προσπαθήσουμε με την Χάρη του Θεού να κάνουμε μια σύντομη κριτική μελέτη και να αναφερθούμε στα κυριώτερα σημεία του εν λόγω κειμένου με γνώμονα πάντοτε την Κανονική και Πατερική παράδοση της Εκκλησίας μας.
Παντού σ’ όλο το κείμενο, απ’ την αρχή ως το τέλος κυριαρχεί η γνωστή ξύλινη γλώσσα, που συναντούμε σε παρόμοια κείμενα με τα γνωστά επιχειρήματα, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Ο Θ.Α.Κ. επισημαίνει κατ’ αρχήν το γεγονός ότι ο χριστιανικός κόσμος «μετά από μια δεύτερη χιλιετία διχασμού, αμοιβαίας αποξένωσης και αλλοτρίωσης στον τελευταίο κυρίως αιώνα της δεύτερης χιλιετίας αισθάνθηκε την ανάγκη του διαλόγου και της προσέγγισης» και ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες με τις πατριαρχικές Εγκυκλίους των ετών 1902, 1904, και 1920, προσπάθησαν να «υπερβούν την οδύνη και το σκάνδαλο της διαίρεσης και του διχασμού» του χριστιανικού κόσμου και «να εργαστούν δια της προσευχής και του διαλόγου και για την ενότητα». Παρουσιάζει επίσης τους συγχρόνους διαλόγους ως συνέχεια των διαλόγων των αγίων Πατέρων, (αγίων Μαξίμου του Ομολογητού, Μεγάλου Αθανασίου, Ιερού Χρυσοστόμου, Μεγάλου Βασιλείου), με τους αιρετικούς της εποχής των. Αγνοεί όμως, η αποσιωπά το γεγονός ότι: α) Η Ορθοδοξία, ουδέποτε στην περίοδο μετά το σχίσμα, αρνήθηκε τον διάλογο με τους ετεροδόξους. Όπως επισημαίνει ο ομότεχνός του π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Η Ορθοδοξία, πιστή στην ταυτότητά της και στην αδιάκοπη ποιμαντική της πράξη απέναντι στους εξερχομένους από τους κόλπους της αιρετικούς και σχισματικούς, αμέσως μετά το σχίσμα του 1054 και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα διεξήγαγε σειρά θεολογικών διαλόγων μαζί τους, μεριμνώντας για την επιστροφή τους στην εν Χριστώ Αλήθεια. ….Άλλωστε, ο διάλογος ανήκει στην ουσία του Χριστιανισμού, έχει δε εισαχθεί και εξαγιασθεί από τον ίδιο τον Δημιουργό στον ανθρώπινο βίο. ‘Δεύτε διαλεχθώμεν’ λέγει ο Θεός (Ησ. 1,18) στο πλάσμα του». β) Οι σύγχρονοι Διάλογοι (παρά τις κατ’ αρχήν καλές προθέσεις αυτών που τους προώθησαν), έχουν δυστυχώς σήμερα χρεοκοπήσει. Φθάσαμε στο ελεεινό κατάντημα να διατυπώνουν οι ημέτεροι αντιπρόσωποι σε κείμενα κοινής αποδοχής με τους ετεροδόξους κακόδοξες θέσεις, ξένες προς την πίστη και Παράδοση της Εκκλησίας μας, (βλέπε κείμενα του Balamand, της Ραβένας, του Πόρτο Αλέγκρε, του Πουσάν κ.α.). γ) Οι διάλογοι των αγίων είχαν ομολογιακό χαρακτήρα, γινόταν σε μια έντονη πολεμική ατμόσφαιρα αντιπαραθέσεως, που έφθανε μέχρι θανάτου, και είχε σαν αποτέλεσμα να υφίστανται ποικίλες διώξεις καθαιρέσεις και εξορίες. Αντίθετα στους σημερινούς διαλόγους εκείνο που ενδιαφέρει είναι η κατ’ άνθρωπον και κατά κόσμον ευγένεια, το να μην θίξουμε δήθεν τον άλλον, ο κοσμοπολιτισμός και η ψευτοευγένεια των γαλονιών και όχι το ανδρείο φρόνημα και η παληκαριά των αγίων. δ) Οι διάλογοι των αγίων δεν ήταν ατέρμονες, όπως γίνεται σήμερα. Οι άγιοι Πατέρες ήξεραν να διαλέγονται, αλλά ήξεραν και να σταματούν τον διάλογο, όταν έβλεπαν πεισματική επιμονή στην πλάνη, ακολουθούντες την αποστολική προτροπή: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ.3,10). Επομένως οι σύγχρονοι Διάλογοι κατάντησαν σήμερα να μην έχουν καμιά σχέση με τους Διαλόγους των αγίων Πατέρων.
Παρά κάτω ισχυρίζεται ότι «όταν διαλέγεσαι με αυτούς που κάποιοι καλούν αιρετικούς, κάποιοι άλλοι τους καλούν ετεροδόξους, ουσιαστικά βάζεις ανάχωμα σε οποιαδήποτε προσηλυτιστική διάθεση, διαφορετικά ο διάλογος γίνεται ακόμα πιο δύσκολος, αν όχι αδύνατος. Καλείσαι και μπορείς να αντιμετωπίσεις από κοινού τις προκλήσεις του κόσμου της αθεΐας και η αντιμετώπιση είναι για προφανείς λόγους αποτελεσματικώτερη». Οι σύγχρονοι Διάλογοι που γίνονται εδώ και πολλές δεκαετές πόσο «ανάχωμα» επέφεραν στην προσηλυτιστική δράση του Παπισμού μέσω της Ουνίας, η των προτεσταντών στις Ορθόδοξες χώρες; Κανένα απολύτως. Η Ουνία συνεχίζει να δρα ανενόχλητη με επίσημη μάλιστα αναγνώριση και αθώωση από τους Ορθοδόξους στο Balamand. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, την ίδια ημέρα της επισκέψεως του «Πάπα» Φραγκίσκου στη Λέσβο, στη Ρώμη «εχειροτονείτο» ο Ουνίτης Ισπανός ψευδεπίσκοπος των Αθηνών. O άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς χαρακτηρίζει σε κάποιο λόγο του τους αιρετικούς, (και ως τέτοιους βέβαια θεωρεί και τους παπικούς), ως αθέους, όχι λιγότερο αθέους, από τους σημερινούς νεοπαγανιστές. Η αίρεση είναι κατά τον άγιο ένα δεύτερο είδος αθεΐας. Πως λοιπόν μπορεί σήμερα η Ορθοδοξία να αντιμετωπίσει «από κοινού, [με τους αθέους, παπικούς], τις προκλήσεις του κόσμου της αθεΐας»; Αυτό είναι αδύνατο διότι ο δαίμονας της αθεΐας δεν καταπολεμείται και δεν αντιμετωπίζεται με άλλο δαίμονα, τον δαίμονα της αιρέσεως. Τα περί ηχηρών απαντήσεων «στα οξύτατα σύγχρονα προβλήματα, για τη δικαιοσύνη, για την ειρήνη, για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δεν αξίζει να τα σχολιάσουμε. Αρκει να ρίξει κανείς μόνο μια ματιά στη σύγχρονη παγκόσμια κατάσταση και ιδίως στον πόλεμο στη Συρία, για να διαπιστώσει εάν και κατά πόσον οι μέχρι τώρα γενόμενοι πάμπολλοι διάλογοι έφεραν κάποιο αποτέλεσμα στα «στα οξύτατα σύγχρονα προβλήματα για τη δικαιοσύνη κ.λ.π.».
Παρά κάτω αρχίζει να σχολιάζει το επίμαχο κείμενο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόνκόσμον». Στο σχολιασμό του άρθρου 22 αναφέρει ότι «η γνησιότητα της Ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται…διά της Εκκλησίας αποφαινομένης εν συνόδω, δια της λειτουργίας του συνοδικού συστήματος που αποτελούσε στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας και αποτελεί μέχρι σήμερα τον αρμόδιο κριτή περί των θεμάτων πίστεως». Ωστόσο το άρθρο 22 είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένο, ώστε να προδικάζει το αλάθητο των αποφάσεων της μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Σύνοδου. Θεωρεί, ότι «η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατονκριτήν περί των θεμάτων της πίστεως». Στο άρθρο αυτό παραγνωρίζεται το ιστορικό γεγονός, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία έσχατο κριτήριο είναι η γρηγορούσα δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία στο παρελθόν επικύρωσε, η θεώρησε ληστρικές ακόμη και Οικουμενικές Συνόδους. Το συνοδικό σύστημα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανιστικά την ορθότητα της ορθοδόξου πίστεως. Αυτό γίνεται μόνο, όταν οι συνοδικοί Επίσκοποι έχουν μέσα τους ενεργοποιημένο το Άγιο Πνεύμα και την Υποστατική Οδό, τον Χριστό, οπότε ως συν-οδικοί είναι στην πράξη και «επόμενοι τοις αγίοιςπατράσι».
Παρά κάτω λέγει ότι «η μαρτυρία και ο διάλογος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το λοιπό χριστιανικό κόσμο δίδεται και οφείλει να δίδεται επί τη βάσει της αποστολικής παραδόσεως και πίστεώς μας». Μπορούμε να πούμε ότι στους μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους η Ορθόδοξη Εκκλησία έδωσε την μαρτυρία «της αποστολικής παραδόσεως και πίστεώς μας»; Τι μαρτυρούν τα κείμενα του Balamandκ.λ.π. τα οποία μνημονεύσαμε προηγουμένως;
Πριν να μπούμε στο σχολιασμό του κεφαλαίου αυτού πρέπει εκ προοιμίου να τονίσουμε ότι το κείμενο του Θ.Α.Κ. διαποτίζεται εξ’ όλοκλήρου από μια αντορθόδοξηπερί εκκλησίας θεώρηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επιχειρεί δηλαδή ο Θ.Α.Κ. να καταδείξει ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία θα πρέπει να παύσει να διεκδικεί για τον εαυτό της την εκκλησιαστική αποκλειστικότητα, θα πρέπει μ’ άλλα λόγια να παύσει να πιστεύει ότι μόνη αυτή αποτελεί την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, διότι μια τέτοια θεώρηση αποτελεί «αλαζονία». Κατά τον Θ.Α.Κ.: «Η περί αποκλειστικότητας της Εκκλησίας διδασκαλία δεν αποτελεί δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας»! Εισάγεται έτσι η έννοια της υπάρξεως «εκκλησιών», που ενώ δεν βρίσκονται σε κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ωστόσο διαθέτουν, (περισσότερα η λιγότερα), στοιχεία εκκλησιαστικότητος και ως εκ τούτου μετέχουν του μυστηρίου της Εκκλησίας σε διάφορα επίπεδα εκκλησιαστικής πληρότητος, έχουν έγκυρα μυστήρια και παρέχουν σωτηρία. Κατ’ επέκτασιν εισάγεται η έννοια της υπάρξεως ατελών και πλήρων εκκλησιών. Η θεωρία αυτή της «μη αποκλειστικότητος» βέβαια δεν είναι καινούργια, αλλά έχει τις ρίζες της στους Ρώσους θεολόγους της Διασποράς Π. Ευδοκίμωφ και Ν. Μπερντιάεφ και αργότερα στην Β΄Βατικανή Σύνοδο. Όπως μας πληροφορεί ο π. Πέτρος Heers στην περισπούδαστη διατριβή του: «Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β Βατικανής Συνόδου», ο πρώτος εξ’ αυτών διετύπωσε την άποψη: «Γνωρίζουμε που είναι η Εκκλησία, δεν έχουμε όμως την εξουσία να εκφέρουμε κρίση και να ειπούμε που δεν είναι η Εκκλησία». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Ν. Μπερντιάεφ, ο οποίος «ξεχώριζε μια οικουμενική Εκκλησία- η οποία θα κατείχε το πλήρωμα της αληθείας- από την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως ομολογία, φέρουσα κατ’ ανάγκην τα σημεία των ανθρωπίνων περιορισμών. Απ’ αυτή την άποψη η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μεν πιο αληθινή από τις άλλες, πλην όμως η αλήθειά της θα παραμείνει ελλιπής, μέχρις ότου επιτευχθεί το πλήρωμα της οικουμενικής εκκλησίας εν αυτή και πέραν αυτής, πέρα από τα στενά, τωρινά, ομολογιακά όριά της». Ο μεγάλος Ρωμαιοκαθολικός θεολογοςYvesCongar, βαθειά επηρεασμένος από τους παραπάνω Ρώσους θεολόγους, θα αποτυπώσει αργότερα ως προεξάρχων εκκλησιολόγος της Β΄Βατικανής, τη νέα περί εκκλησίας αντίληψη των δύο Ρώσων θεολόγων στα Διατάγματα της Β΄Βατικανής, (Lumen Gentium και Unitatis Redintegratio). Στο δεύτερο εξ’ αυτών αναφέρεται επί λέξει: «Αι διαιρέσεις μεταξύ των Χριστιανών εμποδίζουν την εκκλησίαν να πραγματοποιεί την ιδίαν αυτής πληρότητα της καθολικότητος εις εκείνα εκ των τέκνων αυτής, τα οποία ανήκουν μεν εις αυτήν δια του βαπτίσματος, διΐστανται δε από την πλήρη κοινωνίαναυτής». (UR 4J).
Κατά τον Θ.Α.Κ. η περί αποκλειστικότητας της Εκκλησίας διδασκαλία αποτελεί προσωπική αντίληψη του Αγ. Κυπριανού Καρθαγένης, την οποία αργότερα η Εκκλησία δεν απεδέχθη δια του 95ουκανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής: «Επειδή προφανώς οι αντιλήψεις του Αγ. Κυπριανού που διακηρύσσουν την αποκλειστικότητα δεν εγένοντο δεκτές από την Εκκλησία, οι ιεροί κανόνες με σαφήνεια προσδιορίζουν, πότε το βάπτισμα ως ανυπόστατο χρειάζεται να γίνει, όταν κανείς προσέρχεται στην Εκκλησία, πότε απαιτείται χρίσμα και πότε απαιτείται μόνο ο λίβελλος». Καταφεύγει επίσης,προκειμενου να κατοχυρώσει τον ισχυρισμό του, στη «διδασκαλία του αγίου Ιουστίνου για το σπερματικό Λόγο και την πατερική περί Ασάρκου Λόγου διδασκαλία».
Παραθεωρεί όμως το γεγονός ότι οι θέσεις του αγίου Κυπριανού δεν είναι ιδικές του προσωπικές θέσεις, αλλά έγιναν αποδεκτές από τρεις τοπικές Συνόδους της Αφρικής, (το Φθινόπωρο του 255 με 31 επισκόπους, την Άνοιξη του 256 με 71 επισκόπους, και τον Σεπτέμβριο του 256 με 85 επισκόπους). Οι τοπικές αυτές Σύνοδοι, ακολουθώντας τους Αποστολικούς Κανόνες 46, 47, 50 και 68, εδογμάτισαν ότι όλα τα «μυστήρια» των αιρετικών είναι εντελώς ανυπόστατα. Η Σύνοδος της Καρχηδόνος, (255 μΧ), στην απόφασή της, τονίζει ότι ακολουθεί την πάγια μέχρι τότε εκκλησιαστική παράδοση: «ου πρόσφατονγνώμην, ουδέ νυν ηδρασμένηνπροσφέρομεν, αλλά την πάλαι υπό των προγενεστέρων ημών μετά πάσης ακριβείας και επιμελείας δεδοκιμασμένην», και αποφαίνεται: «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω της καθολικής Εκκλησίας, ενός όντος βαπτίσματος και εν μόνη τη καθολική Εκκλησία υπάρχοντος». Εάν λοιπον θεωρήσουμε ότι οι δογματικές αποφάσεις των τοπικών Συνόδων της Αφρικής δεν έγιναν καθολικώς αποδεκτές από την Εκκλησία, διότι εκφράζουν μια «εκκλησιαστική συγκυρία του 3ου αιώνος» και ένα απλό «έθος», τότε κατ’ ανάγκην θα πρέπει να θεωρήσουμε και τους Αποστολικούς Κανόνες 46, 47, 50 και 68, ως τέτοιους, δηλαδή ως μη καθολικά αποδεκτούς, πράγμα άτοπον. Διότι οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο να θεωρήσουμε τα μυστήρια των αιρετικών ως υποστατά καθ’ εαυτά και έγκυρα. Αλλά και τους Ιερούς Κανόνες του Μεγ. Βασιλείου 1 και 47, θα πρέπει επίσης να θεωρήσουμε ως μη καθολικά αποδεκτούς, διότι και αυτοί, (όπως και οι παρά πάνω αναφερθέντες αποστολικοί) εκφράζουν την «αποκλειστικότητα», επειδή και αυτοί είναι απόλυτα σύμφωνοι με τις δογματικές αποφάσεις των τοπικών Συνόδων της Αφρικής.
Παρά κάτω προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι εσφαλμένη η αντίληψη του αγίου Κυπριανού, ότι στη Μία Εκκλησία του Χριστού και μόνο σ᾽ αυτή μπορεί να υπάρχει Άγιο Πνεύμα, ότι εκτός αυτής δεν μπορεί να υπάρχει Χάρις Θεού, και κατά συνέπεια, ό,τι τελείται εκτός αυτής δεν μπορεί να έχει μυστηριακό χαρακτήρα, γιατί προφανώς όπου δεν υπάρχει Άγιο Πνεύμα, δεν μπορεί να υπάρχουν και μυστήρια,. Και τούτο διότι το Πνεύμα το άγιο δεν ενεργεί μόνο μέσα στην εκκλησία, σύμφωνα με την αντίληψη του αγίου Κυπριανού, αλλά και εκτός αυτής. Επιστρατεύει ορισμένα χωρία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και από ορισμένους αγίους Πατέρες, (άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, άγιο Ιουστίνο, άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό), για να αποδείξει ότι το Πνεύμα το Άγιο είναι παρόν και ενεργεί δια των ακτίστωνενέργειων του και εκτός της Εκκλησίας, τόσο στην εποχή της Παλαιάς όσο και στην εποχή της Καινής Διαθήκης, διότι «το πνεύμα όπου θέλει πνει» (Ιω. 3,8): «Η Ορθόδοξη Θεολογία θεωρεί ότι η Χάρις του Θεού μπορεί να πνέει και έξω από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας και αυτό είναι σύμφωνο με τη βιβλική και πατερική διδασκαλία»!«Είναι δεδομένο και απολύτως κατανοητό ότι για να μπορεί να γίνει λόγος για Εκκλησία έξω από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, θα πρέπει να υπερβεί κανείς την αντίληψη της αποκλειστικότητας και να παραδεχθεί την ύπαρξη της χάριτος και την πνοή του Αγίου Πνεύματος εκτός αυτής. Με άλλα λόγια τίθεται το ερώτημα, εάν στις διατετμημένες και αποσχισθείσες ομάδες μπορεί να υπάρχουν μυστήρια, αρχής γενομένης από του βαπτίσματος». Κατ’ αρχήν εδώ ο Κύριος δεν αναφέρεται στο άγιο Πνεύμα, αλλά στον άνεμο! Αντιθέτως το άγιο Πνεύμα επειδή ακριβώς είναι το Πνεύμα της αληθείας, γνωρίζουμε ότι θέλει να πνέει μόνο προς την κατεύθυνση του Χριστού, σύμφωνα με τον λόγον Του: «εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελείυμίν» (Ιω. 16,14). Αυτό σημαίνει ότι Εκείνο μας οδηγεί στην Εκκλησία, διότι Αυτή είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ.3,15). Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Κορνηλίου (βλ.Πράξεις 10,1-43), στον οποίο πράγματι έπνευσε το Πνεύμα το άγιο καθ’ ον χρόνον δεν είχε ακόμη βαπτιστεί. Έπνευσε μεν, όχι όμως για να τον αφήσει στην πλάνη της ειδωλολατρίας αλλά για να τον οδηγήσει στην εκκλησία δια μέσου του αποστόλου Πέτρου. Κατά παρόμοιο τρόπο είναι δυνατόν να πνεύσει και σε κάποιον ετερόδοξο, όχι όμως για να τον αφήσει στην αίρεση, αλλά για να τον οδηγήσει στην Εκκλησία, στην οποία και μονον υπάρχει η σωτηρία. Είναι φανερό επομένως ότι η με τέτοιο τρόπο και για τέτοιο σκοπό πνοή του αγίου Πνεύματος στους εκτός της εκκλησίας με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενεργεί στα μυστήρια των αιρετικών και παρέχει σωτήρια αποτελέσματα. Κατ’ επέκτασιν είναι αδύνατον να γίνει λόγος «για Εκκλησία έξω από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», (όπως θέλει να συμπεράνει ο Θ.Α.Κ.), διότι απλούστατα δεν ενεργεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος στα μυστήρια των αιρετικών. Η πνοή του αγίου Πνευματος στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκη (στους πατριάρχες και προφήτες) δεν είχε σωτηριολογικό χαρακτήρα, αλλά προπαρασκευαστικό για την προετοιμασία της ανθρωπότητος στην εν Χριστώ της σωτηρία. Αν αυτή έσωζε τότε θα ήταν περιττή, ίσως και ανόητη η σάρκωσή Του Θεού Λόγου!
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. επισημαίνει ότι «Η ενότητα της καθολικής Εκκλησίας δε θίγεται από τη διαίρεση του χριστιανικού κόσμου», η οποία είναι ένα πραγματικό όσο και οδυνηρό γεγονός. Και προκειμένου να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, επικαλείται τρία πατερικά χωρία (από τον Μέγα Βασίλειο, τον άγιο Ταράσιο και τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό). Με βάση αυτά συμπεραίνει ότι «η διάσπαση, η κατάτμηση, ή η διάρρηξη του εκκλησιαστικού σώματος που αποτελεί οδυνηρό πραγματικό γεγονός δε θίγει την οντολογική ενότητα της Εκκλησίας που εξακολουθεί να παραμένει Μία». Εδώ κάνει ένα βαρύτατο λάθος, που δεν δικαιολογείται για ένα καθηγητή Πανεπιστημίου. Η αποκοπή των αιρετικών από το σώμα της Εκκλησίας, (και εν προκειμένω των παπικών και προτεσταντών), με κανένα τρόπο δεν προκαλεί «διάρρηξη του εκκλησιαστικού σώματος». Οι αιρετικοί, επειδή ακριβώς καταντούν στην αίρεση εκπίπτουν και παύουν να αποτελούν μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά το εκκλησιαστικό σώμα εξακολουθεί να παραμένει αδιάρηκτο και μετά την αποκοπή αυτών, επειδή είναι αδύνατον να διαιρεθεί ο Χριστός, ο οποίος είναι η κεφαλή της εκκλησίας. «Μεμέρισται ο Χριστός;» (Α΄ Κορ.1,13), (μπορεί να διαιρεθεί ο Χριστός;), ερωτά ο Παύλος μ’ ένα ρητορικό ερώτημα τους Κορινθίους. Και φυσικά η απάντηση είναι «ουδέποτε». Είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Ταράσιος και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός αγνοούσαν την μεγάλη αυτή αληθεια που επισημαίνει ο απόστολος, ότι δηλαδή είναι αδύνατον να διαιρεθεί ο Χριστός; Όχι βέβαια. Απλώς ο Θ.Α.Κ. δεν μπορεσε να εισχωρήσει στον «νουν» των εν λόγω αγίων Πατέρων και να εννοήσει το βαθύτερο νόημα των παραπάνω πατερικών χωρίων που επικαλείται. Δεν μπόρεσε δηλαδή να εννοήσει ότι όταν οι Άγιοι αυτοί ομιλούν για διαίρεση της Εκκλησίας, (μ’ ένα σχήμα ασφαλώς υπερβολής), δεν εννοούν πραγματική διαίρεση, αλλά είτε την αποκοπήν των αιρετικών από το σώμα της Εκκλησίας,είτε κίνδυνο αποκοπής διαφόρων προσώπων και ομάδων από την Εκκλησία για διάφορες άλλες αιτίες μη δογματική φύσεως. Αν οι παρά πάνω πατέρες πίστευαν ότι η εκκλησία είναι δυνατόν να διαιρεθεί εξ’ αιτίας της αποκοπής των αιρετικών, τότε κακώς καταπολέμησαν τους αιρετικούς και εργάσθηκαν με κάθε τρόπο για την αποκοπή τους από την εκκλησία συνοδικώς, διότι μ’ αυτό τον τρόπο προκαλούσαν διαιρέσεις και σχίσματα μέσα στην εκκλησία και επομένως αμάρταναν βαρύτατα.
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. μπαίνει σ’ ένα άλλο προβληματισμό, στο πως δηλαδή η Εκκλησία κατά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο έκανε δεκτούς τους επισκόπους «οι οποίοι επέδωσαν το λίβελλο της μετανοίας τους και εξέφρασαν την επιθυμία, εγκαταλείποντας την κακοδοξία τους να προσέλθουν στην Εκκλησία». Κατά τον Θ.Α.Κ. «το αίτημά τους εγένετο αποδεκτό και όχι μόνο τους ανεγνωρίσθη το βάπτισμα και το χρίσμα, αλλά τους αναγνωρίστηκε και η αρχιερωσύνη τους που είχαν λάβει κατά την παραμονή τους στην κακοδοξία και μάλιστα αδιάφορα από το ερώτημα, εάν οι χειροτονήσαντες αυτούς είχαν λάβει τη δική τους χειροτονία, καθ᾽ ον χρόνον ευρίσκοντο στην αληθινή Εκκλησία, ή είχαν ήδη περιπέσει στην κακοδοξία». Με βάση το γεγονός αυτό ζητάει από τους οπαδούς της αποκλειστικότητας, (στους οποίους βέβαια δεν ανήκει αυτός), να απαντήσουν: «Με ποιό δικαίωμα και ποία εξουσία οι πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους, χωρίς να απαιτήσουν ούτε βάπτισμα, ούτε χρίσμα; Ποιούς ιερούς κανόνες εφήρμοσαν για να προβούν στην (κατ᾽ οικονομία) αναγνώριση αυτών των μυστηρίων που τελέστηκαν κατά την περίοδο κατά την οποία βαπτίζοντες και βαπτιζόμενοι, χρίοντες και χριόμενοι ευρίσκοντο στην κακοδοξία;». Ο όλος αυτός προβληματισμός του Θ.Α.Κ. τίθεται για να καταδειχθεί στη συνέχεια με ποιόν τρόπο σήμερα η Εκκλησία πρέπει να κάνει δεκτους στην Εκκλησία τους ετεροδόξους.
Κατ’ αρχήν ο Θ.Α.Κ. παραθεωρεί κάτι πολύ βασικό: Στο ότι οι Πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής δεν έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους απροϋπόθετα, αλλά επειδη εκείνοι μετενόησαν και εξέφρασαν την επιθυμία εγκαταλείποντας την κακοδοξία τους να προσέλθουν στην Εκκλησία. Η Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε τα μυστήρια των αιρετικών καθ’ εαυτά, χωρίς δηλαδή την προϋπόθεση της μετανοίας. Το λέμε αυτό και το τονίζουμε, διότι στο κείμενο της Ε΄Προσυνοδικής: «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόνκόσμον» πουθενά δεν γίνεται λόγος για μετάνοια και επιστροφή των ετεροδόξων στην Ορθοδοξία. Η σημερινή τραγική πραγματικότης είναι ότι οι ετερόδοξοι, (Ρωμαιοκαθολικοί, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες), παρά τους επί δεκαετίες μέχρι σήμερα γενομένους Διαλόγους, δεν μετανοούν, αλλά εξακολουθούν να επιμένουν πεισματικά στις πλάνες των. Οι ελάχιστες μεμονομένες περιπτώσεις ετεροδόξων που μετανόησαν και επέστρεψαν στην Ορθοδοξία, δεν επέστρεψαν εξ’ αιτίας των Διαλόγων, αλλ’ εξ’ αιτίας του ιεραποστολικού έργου αγίων Γερόντων, όπως του π. Εφραίμ, πρώην Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Φιλοθέου αγίου Όρους, ο οποίος ορθότατα ως θεοφώτιστος πατήρ, τους έκανε δεκτούς με κανονικό βάπτισμα, διότι όπως είναι γνωστό οι Δυτικοί δεν τηρούν τον απαραίτητο όρο της τριπλής καταδύσεως και αναδύσεως που θέτουν οι Ιεροί Κανόνες 7 της Β΄ Οικουμενικής και 95 της Πενθέκτης.
Παρακάτω θέτει δευτερο ερώτημα: «Τι είναι εκείνο που καθιστά ένα -κατ᾽ αυτούς- [τους οπαδούς της αποκλειστικότητας], ανυπόστατο μυστήριο υποστατό, όταν ακολουθήσει η προσέλευση στην Εκκλησία;». Η απάντηση είναι σαφής. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ! Αυτή είναι η ταμειούχος της Θείας Χάριτος. Αυτή έχει το δεσμείν και λύειν. Το Πνεύμα το άγιο έχει την δύναμη μ’ ένα τρόπο ακατάληπτο σε μας, να μεταβάλει ένα ανυπόστατο μυστήριο σε υποστατό, (με προϋπόθεση βέβαια πάντα την μετάνοια), όπως ακριβώς με τρόπο ακατάληπτο μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Παρά κάτω αναφέρει: «Ανεξάρτητα όμως από το πως θεωρεί κανείς τους ιερούς κανόνες γενικώς ….είναι επιβεβλημένο και από τα πράγματα αναγκαίο η Ορθόδοξη Εκκλησία η υπερβαίνουσα την αποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, να αποφανθεί, εάν αναγνωρίζει μυστήρια εκτός αυτής, ποιά είναι αυτά και ποίων ετεροδόξων συγκεκριμένα τα μυστήρια αναγνωρίζονται, εάν αναγνωρίζονται. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της ουδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τις σχέσεις της με τους σύγχρονους ετεροδόξους. Αυτονόητα ο προβληματισμός αυτός οφείλει να εστιαστεί πρωτίστως στο μυστήριο του βαπτίσματος, το εισαγωγικό μυστήριο σε μια εκκλησιαστική κοινότητα. Το γεγονός ότι ενδεχομένως αναγνωρισθεί ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας κοινότητας δε θίγει σε τίποτα την Ορθόδοξη Εκκλησία που διατηρεί την αυτοσυνειδησία ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Η Εκκλησία έχει ήδη αποφανθεί, άπαξ δια παντός (και δεν χρειάζεται να αποφανθεί εκ νέου), ότι ουδέποτε ανεγνωρισε κανένα μυστήριο των ετεροδόξων-αιρετικών, με όσα αναπτύξαμε προηγουμένως και με βάση τους ιερούς Κανόνες που αναφέραμε. Ο ισχυρισμός ότι δήθεν «η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της ουδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τις σχέσεις της με τους σύγχρονους ετεροδόξους» είναι αυθαίρετος και εσφαλμένος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε πάμπολλες Συνόδους μέχρι σήμερα κατεδίκασε τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού, (και κατ’ επέκτασιν του Προστεσταντισμού), αρχής γενομένης από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο το 879. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές: Τις εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδους του 1170, του 1450, του 1722, του 1838, του 1848 και του 1895. Επίσης ομόφωνα όλοι οι άγιοι Πατέρες μετά το σχίσμα θεωρούν τον Παπισμό ως αίρεση. Αναφέρουμε μερικούς εξ’ αυτών: Ο Μέγας Φωτίος αναφέρει ότι οι Δυτικοί «νόθοις λογισμοίς και παρεγγράπτοις (με παρεισάκτους) λόγοις και θράσους υπερβολή κιβδηλεύειν (να νοθεύσουν) επεχείρησαν» το άγιο Σύμβολο και προσέθεσαν το filioque προ της λέξεως ‘εκπορευόμενον’. Ο αγίος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον πρώτο λόγο του «Περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος» λέγει: «Ούτος τοίνυν ο νοητός και διά τούτο μάλλον επάρατος όφις, [ο διάβολος], δια των αυτώπειθηνίων Λατίνων, περί Θεού καινάς εισφέρει φωνάς, μικράν μεν δοκούσαςέχεινυπαλλαγήν μεγάλων δε κακών αφορμάς…». Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «Ουκούν ως αιρετικούς αυτούς [τους Παπικούς] απεστράφημεν και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν…». Ο αγίος Συμεών Θεσσαλονίκης στο έργο του «Κατά πασών των αιρέσεων» χαρακτηρίζει τους δυτικούς ως αίρεση, που «ανεβλάστησεν εις την Εκκλησίαν ύστερον από την Ζ΄Οικουμενικήν Σύνοδον». Ο αγίοςΝικοδήμος ο αγιορείτης, στα σχόλια του ΜΖ΄ Κανόνα των αγίων αποστόλων, χαρακτηρίζει τους Λατίνους ως αιρετικούς. κ.α. Όσο για την αίρεση του Μονοφυσιτισμού η εκκλησία έχει αποφανθεί ήδη από τον 5ο αιώνα κατά την 4η Οκουμενική Σύνοδο, (451), και σ’ όλες τις μεταγενέστερες Οικουμενικές, ότι πρόκειται περί αιρέσεως. Κατά συνέπεια ο προβληματισμός που εκφράζει ο Θ.Α.Κ. ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία η υπερβαίνουσα την αποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, να αποφανθεί, εάν αναγνωρίζει μυστήρια εκτός αυτής, ποιά είναι αυτά και ποίων ετεροδόξων συγκεκριμένα τα μυστήρια αναγνωρίζονται, εάν αναγνωρίζονται», είναι μετέωρος και ούτε καν έπρεπε να τίθεται. Επίσης ο ισχυρισμός ότι εάν αναγνωρισθεί ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας κοινότητας, (των Παπικών κ.λ.π.), το γεγονός αυτό «δε θίγει σε τίποτα την Ορθόδοξη Εκκλησία που διατηρεί την αυτοσυνειδησία ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Υπό την έννοια αυτή τίποτα δεν μας εμποδίζει να ονομάσουμε αυτές τις χριστιανικές κοινότητες Εκκλησία,…», είναι πέρα για πέρα εσφαλμένος. Πως είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θίγεται σε τίποτα καθ’ ον χρόνον ανατρέπεται μια σωρία Συνοδικών αποφάσεων που καταδίκασαν τον Παπισμό ως αίρεση; Πως είναι δυνατόν «να ονομάσουμε αυτές τις χριστιανικές κοινότητες Εκκλησία» ανατρέποντας μια Παράδοση 10 αιώνων; Εάν οι ετερόδοξοι είναι Εκκλησια, τότε κακώς οι Άγιοι Πατέρες τους κατεδίκασαν συνοδικώς ως αιρετικούς. Αυτό σημαίνει ότι επλανήθηκαν, δεν απεφάνθησαν εν αγίωΠνεύματι και όχι μόνον δεν πρέπει να τους τιμούμε «ως σάλπιγγες του Πνεύματος», αλλά και να τους αποστρεφόμαστε ως πρόσωπα που προκάλεσαν σχίσματα και διαιρέσεις στην Εκκλησία.
Παρά κάτω καταπιάνεται με το ζήτημα των μικτών γάμων: «Η τέλεση μικτών γάμων στους τελευταίους αιώνες από αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες συνιστά μια σιωπηρή αναγνώριση του βαπτίσματος των ετεροδόξων, ενώ οι παλινδρομήσεις που ενίοτε παρουσιάζονται στο θέμα αυτό με την απαγόρευσή τους δείχνει ότι η αντιμετώπισή τους δεν είχε θεολογικά κριτήρια, διότι εάν αυτά συνέτρεχαν απαγορευτικά, δε θα είχαν ποτέ συναφθεί μικτοί γάμοι, αλλά κριτήρια συγκυριακά προσδιοριζόμενα από ιστορικές παραμέτρους και έχουν σχέση με την ποιότητα της στάσης των ετεροδόξων απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία».
Εδώ ο όλος προβληματισμός τίθεται σε λάθος βάση. Ερωρώμε τον Θ.Α.Κ.: Βάσει ποίων Ιερών Κανόνων οι εν λόγω «αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες» προχώρησαν στην νομιμοποίηση και καθιέρωση μικτών γάμων, όταν μάλιστα αυτοί απαγορεύονται ρητώς από αποφάσεις Οικυμενικών Συνόδων; Ο 14ος Κανών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει: «Επειδή εν τισιν επαρχίαις συγκεχώρηται τοις αναγνώσταις και ψάλταις γαμείν, ώρισεν η Αγία Σύνοδος, μη εξείν αίτινι αυτών ετερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν ... μήτε μην συνάπτειν (τέκνον) προς γάμον αιρετικώ, η Ιουδαίω, η Έλληνι (ειδωλολάτρη), ει μη άρα επαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εις την ορθόδοξον πίστιν το συναπτόμενον πρόσωπον τω Ορθοδόξω». Ο 72ος Κανών της Πενθέκτης ορίζει: «Μη εξέστω Ορθόδοξον άνδρα αιρετική συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μην αιρετικώ ανδρί γυναίκα ορθόδοξον συζεύγνυσθαι. Αλλ’ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον, άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον». (Πρβλ. και 10ον και 31ον της εν Λαοδικεία, και 29ον της εν Καρθαγένη). Το θέμα των μικτών γάμων δεν είναι καινούργιο αλλά υπήρχε εδώ και πολλούς αιώνες στην εκκλησία, η οποία το έλυσε άπαξ διά παντός με τις παρά πάνω διαχρονικού κύρους Συνοδικές αποφάσεις της. Για ποιό λοιπόν λόγο θα πρέπει τώρα η Εκκλησία στην μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, να νομιμοποιήσει ένα παράνομο καθεστώς και να θεσμοθετήσει επίσημα κακώς ειλλημένες συνοδικές αποφάσεις, όταν μάλιστα αυτές οδηγούν σε άλλο μεγάλο κακό, την σιωπηρή αναγνώριση του βαπτίσματος των ετεροδόξων και στην defacto αναγνώριση της βαπτισματικής Θεολογίας;
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. καταπιάνεται με την § 20 του κειμένου όπου «γίνεται λόγος για τις προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες που προσδιορίζονται επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως που θέτουν οι κανόνες 7 της Β´ Οικ. Συνόδου και 95 της Πενθέκτης». Γύρω από την παράγραφο αυτή του κειμένου της Ε΄Προσυνοδικής έχει γράψει μια πολύ σημαντική μελέτη ο πρωτ. π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, εφημέριος του Ιερού Ναού αγίου Νικολάου Πατρών, από την οποία και θα μεταφέρουμε ορισμένα αποσπάσματα. Ο π. Αναστάσιος αναλύει το θέμα με τέτοια επιτυχία, ώστε να δίδει πειστικές απαντήσεις και επομένως δεν χρειάζεται κανένα περαιτέρω σχόλιο από μας.
1. Η διατύπωση της § 20 διακρίνεται για γενικότητα και ασάφεια, η οποία δε συνάδει με τη σοβαρότητα και το συνοδικό κύρος πανορθοδόξου αποφάσεως. Είναι άκρως αναγκαίο να προσδιοριστεί επακριβώς τι εννοείται υπό τους όρους «προοπτικές» και «κανονικά κριτήρια». Η ασαφής αυτή διατύπωση επιτρέπει πολλαπλές αναγνώσεις και (παρ)ερμηνείες, που μόνο προβλήματα δημιουργούν.
2. Η § 20 εντάσσεται στην ενότητα του Κειμένου περί του Π.Σ.Ε. Συνεπώς, όταν αναφέρεται σε «άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες» περιλαμβάνει τις περισσότερες από 345 Κοινότητες-μέλη του Π.Σ.Ε. και δεν περιορίζεται μόνο στις έξι με τις οποίες διεξάγει η Εκκλησία μας διμερείς θεολογικούς διαλόγους. Τονίζουμε και πάλι ότι οι «Εκκλησίες»-μέλη του Π.Σ.Ε. είναι ετερόκλητες από θεολογικής απόψεως, (από Νεστοριανούς και Μονοφυσίτες μέχρι και Κουάκερους, Στρατό της Σωτηρίας, νεοπροτεστάντες, πεντηκοστιανούς, freeChurchesκ.ο.κ.)!
3. Η § 20 αναφέρεται στους «θεολογικούς διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας» με Κοινότητες που βρίσκονται εκτός αυτής. Εν τούτοις, ενώ επικαλείται την «ήδη διαμορφωμένη εκκλησιαστική παράδοση», δε μνημονεύει τους κανόνες που αναφέρονται στις προϋποθέσεις και τη διαδικασία, την οποία ανέκαθεν τηρούσε η Εκκλησία όταν ερχόταν σε διάλογο με αιρετικούς και σχισματικούς. Σημειώνουμε ότι μόνο η Σύνοδος της Καρθαγένης, (419 μΧ), έχει συντάξει 18 κανόνες που εντάσσονται στην προβληματική αυτή. Κανέναν όμως δε μνημονεύει το Κείμενο. Αντ’ αυτών, επικαλείται ως «ήδη διαμορφωμένη εκκλησιαστική παράδοση» για τους «θεολογικούς διαλόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας» μόνο τον Στ-95, (ο οποίος επαναλαμβάνει ολόκληρο τον Β-7). Όμως οι Β-7 και Στ-95 δεν αναφέρονται στους «θεολογικούς διαλόγους», η στην «αποκατάσταση της ενότητας» ορισμένων Κοινοτήτων με την Εκκλησία, αλλά στον τρόπο ένταξης στην Εκκλησία, (με τη χρήση της ακρίβεια η της οικονομίας), μεμονωμένων αιρετικών που μετανοημένοι αρνούνται την αίρεση και επιθυμούν να φύγουν απ’ αυτή, εντασσόμενοι στην Ορθοδοξία. Το κείμενο του Στ-95 (και του Β-7) είναι απολύτως σαφές: «Τους προστιθεμένους τη ορθοδοξία, και τη μερίδι των σωζομένων από αιρετικών, δεχόμεθα κατά την υποτεταγμένηνακολουθίαν τε και συνήθειαν», και πιο κάτω, «πάντας τους απ αὐτῶν θέλοντας προστίθεσθαι τη ορθοδοξία». Αλλά ακόμα και στο σημείο αυτό υστερεί σοβαρά το κείμενο, διότι, ενώ για τον τρόπο εισδοχής των αιρετικών υπάρχουν αρκετοί κανόνες (Α-8, -19, Αποστ-46, -47, 50, -68, Λαοδ-7, -8, Αγ. Κυπριανού, Μ. Βασιλ-1, -5, -20, -47), το Κείμενο περιορίζεται μόνο στον Στ-95 (που περιλαμβάνει και τον Β-7).
4. Είναι αξιοσημείωτη η φράση των κανόνων «Τους προστιθεμένους τη ορθοδοξία, και τη μερίδι των σωζομένων από αιρετικών». Η «μερίς των σωζομένων» ταυτίζεται με την «Ορθοδοξία», διαφοροποιείται και αντιδιαστέλλεται προς αυτή «των αιρετικών»! Με άλλα λόγια, οι αιρετικοί πριν ενταχθούν στην Ορθοδοξία, όσο βρίσκονταν στην αίρεση, δεν ανήκαν στη «μερίδα των σωζομένων»! Συνεπώς, η Εκκλησία απεφάνθη εν ταις Β΄ και ΣΤ΄ΟικουμενικαίςΣυνόδοις ότι δεν επιτρέπεται ταύτιση της «μερίδος των σωζομένων» με αυτή «των αιρετικών», ούτε οποιοσδήποτε συσχετισμός τους! Επίσης, η Εκκλησία, ακόμα και σε αυτούς τους κανόνες που εκφράζουν την φιλάνθρωπη κατ’ οικονομία πράξη της, διακηρύσσει ότι η «μερίδα των σωζομένων» ταυτίζεται με «την ορθοδοξία» και όχι με τους «αιρετικούς». Το του Αγ. Κυπριανού «εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» έχει συνοδική - δύο Οικουμενικών Συνόδων - αποδοχή και επικύρωση, και μάλιστα, σε κανόνα που θεσμοθετεί και την κατ’ οικονομία πράξη! Συνεπώς, για τη Β΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικές Συνόδους δεν υπάρχει κανένα περιθώριο διαφοροποιήσεως μεταξύ των «κανονικών και χαρισματικών ορίων» της Εκκλησίας, αναφορικά με την παροχή σωτηρίας!
5. Οι Β-7 και Στ-95, παρά το διαφορετικό τρόπο στην εισδοχή των «αιρετικών» και την ομαδοποίηση των Κοινοτήτων τους σε δύο η τρεις κατηγορίες, εν τούτοις, όλες τις εκτός Εκκλησίας Κοινότητες συλλήβδην τις χαρακτηρίζουν ως «αιρέσεις». Δυστυχώς, το Προσυνοδικό Κείμενο, παρά το γεγονός ότι επικαλείται τους κανόνες αυτούς, εν τούτοις πουθενά δεν χαρακτηρίζει, όπως είδαμε, τις εκτός της Ορθοδοξίας Κοινότητες ως «αιρέσεις».
6. Για την εισδοχή των αιρετικών στην Εκκλησία, για τους οποίους προβλέπεται χρήση της κατ’ οικονομία πράξεως, οι κανόνες που επικαλείται το Κείμενο απαιτούν: α) ρητή και κατηγορηματική άρνηση δια λιβέλου των αιρετικών διδασκαλιών και της ίδιας της αιρετικής κοινότητας στην οποία υπάγονταν πριν, β) πλήρη αποδοχή της πίστεως «ως φρονεί η αγία του Θεού καθολική και αποστολική εκκλησία», γ) αναθεματισμό των αιρεσιαρχών των αιρετικών Κοινοτήτων στις οποίες μέχρι τώρα υπάγονταν, των «εξάρχων των τοιούτων αιρέσεων» και δ) αναθεματισμό όλων όσοι αποδέχονται τις αιρετικές διδασκαλίες αυτών. Τίποτα από τα ανωτέρω, καμία από τις προϋποθέσεις των ιερών Κανόνων δεν προβλέπονται στο Κείμενο της Ε΄ Π.Π.Δ.!
Πάγια διδασκαλία της Εκκλησίας μας που συναρτάται άμεσα με την ίδια την αυτοσυνειδησία της και, συνεπώς, με τις πλέον θεμελιώδεις εκκλησιολογικές αρχές της, είναι ότι τα μυστήρια στο σύνολό τους διακονούν το βασικό μυστήριο της Εκκλησίας και την εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι, μόνο μέσα στη «γνήσια και αληθινή Εκκλησία τελεσιουργούνται τα μυστήρια και μόνο δια μέσου αυτής λειτουργούν σωστά και σωστικά για τον άνθρωπο». Για το λόγο αυτό είναι εντελώς αδιανόητο για την Εκκλησία να υφίστανται έγκυρα και χαριτόβρυτα μυστήρια που να προσφέρουν σωτηρία εκτός Αυτής, στους σκοτεινούς χώρους των αιρέσεων και των σχισμάτων. Αυτή η βασική δογματική-εκκλησιολογική διδασκαλία εντάχθηκε πολύ νωρίς στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας μας με τους Αποστολικούς Κανόνες, που κατηγορηματικά αρνούνται την ύπαρξη μυστηρίων εκτός της Εκκλησίας, παρέχοντας μάλιστα με σύντομες φράσεις και την απαραίτητη θεολογική αιτιολόγηση. Άμεση πρακτική συνέπεια της εκκλησιολογικής αυτής θέσης ήταν ότι, όταν κάποιος αιρετικός μετανοούσε και επιθυμούσε να ενταχθεί στην Εκκλησία, η Εκκλησία τον βάπτιζε ανεξάρτητα από το αν αυτός είχε “βαπτιστεί”, στην αίρεση στην οποία μέχρι τότε ανήκε.
Στην εκκλησιαστική πράξη παρουσιάζεται μία διαφοροποίηση στον τρόπο εισδοχής των «προστιθεμένων τη ορθοδοξία»: α) Από τη μία πλευρά έχουμε τους οικουμενικού κύρους Αποστ-46, -47, -50 και -68, τον Κυπρ-1 και τους δύο κανόνες του Μ. Βασιλείου (1ο και 47ο), οι οποίοι, εκθέτοντας τις βασικές εκκλησιολογικές θεολογικές αρχές της Εκκλησίας, αρνούνται κατηγορηματικά το βάπτισμα και τα λοιπά μυστήρια των αιρετικών, και επιτάσσουν τον (ανα)βαπτισμό των προσερχομένων στην Ορθοδοξία, και β) τους Β-7, Στ-95 και μερικώς οι Βασιλ-1, και 47, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις δίνουν τη δυνατότητα εισδοχής των πρώην αιρετικών στην Εκκλησία μόνο με λίβελλο και χρίσμα. Πως συνδυάζονται όμως οι δύο αντικρουόμενες, φαινομενικά, πρακτικές; Και γιατί η ΣΤ΄εν Τρούλλω επικύρωσε τους «αντιφατικούς» αυτούς κανόνες; Ο κανόνας του Αγ. Κυπριανού, οι Αποστολικοί και οι του Μ. Βασιλείου είναι σαφές ότι καθορίζουν τα θεολογικά κριτήρια προσέγγισης του ζητήματος αυτού. Σύμφωνα λοιπόν με τους επικυρωμένους από τις Οικουμενικές Συνόδους κανόνες, η Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε ως έγκυρο το βάπτισμα των αιρετικών, ως παρέχον σώζουσα Θεία Χάρη που συγχωρεί αμαρτίες, αναγεννά τον βαπτιζόμενο και τον εντάσσει στο Σώμα του Χριστού, διότι εκτός της Εκκλησίας δεν ενεργεί η τελετουργική των μυστηρίων Χάρις του Αγ. Πνεύματος. Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς και οι Οικουμενικές Σύνοδοι ομογνωμούν απολύτως στο σημείο αυτό. Η έντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης, (Αγ. Κυπριανού –Αγ. Στεφάνου), διεσάφησε πλήρως το θέμα! Και για τον λόγο αυτό η Πενθέκτη δεν επικύρωσε τις απόψεις του πάπα Αγ. Στεφάνου, αλλά προσέδωσε οικουμενικό κύρος στον Κυπρ-1 και τους συναφείς με αυτόν κανόνες, εντάσσοντάς τους στους επικυρωμένους κανόνες Τοπικών Συνόδων και Αγ. Πατέρων: ουσιαστικά θέλησε να περιβάλει με οικουμενικό κύρος τη θεολογία-εκκλησιολογία του κανόνος.
Ο Μ. Βασίλειος, που συμφωνεί και επαυξάνει τη θεολογική προσέγγιση της Συνόδου του Αγ. Κυπριανού, εξηγεί και το γιατί η Εκκλησία δέχεται τους προσερχομένους από ορισμένες αιρέσεις χωρίς να τους βαπτίζει. Δεν πρόκειται περί θεολογικών, αλλά καθαρά περί ποιμαντικών λόγων. Ο Μ. Βασίλειος συναινεί να μη βαπτίζονται οι προσερχόμενοι από ορισμένες αιρέσεις, πρακτική που εφαρμοζόταν σε Εκκλησίες της Μ. Ασίας η της Ρώμης «οικονομίας ένεκα των πολλών», (Βασιλ-1), η «οικονομίας τινός ένεκα» (Βασιλ-47), όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. Επίσης, ο ίδιος, ενώ υπεραμύνεται της θεολογικής ακρίβειας, προτείνει και την κατ’ οικονομία πράξη «εάν μέντοι μέλλη τη καθόλου οικονομία εμπόδιον έσεσθαι τούτο, πάλιν τω έθει χρηστέον και τοις οικονομήσασι τα καθ’ ημάς Πατράσιν ακολουθητέον. Υφορώμαι γαρ μήποτε, ως βουλόμεθα οκνηρούς αυτούς περί το βαπτίζεινποιήσαι, εμποδίσωμεν τοις σωζομένοις δια το της προτάσεως αυστηρόν». Αντιδιαστέλλεται, λοιπόν, η θεολογική ακρίβεια («το της προτάσεως αυστηρόν»), από την ποιμαντική οικονομία («το έθος των πατέρων»). Με άλλα λόγια, η Εκκλησία, χρησιμοποιώντας τη θεολογική ακρίβεια σε όλους τους τόνους, αποφαίνεται ότι δεν υφίσταται έγκυρο βάπτισμα στην αίρεση. Αξιοποιώντας όμως την ποιμαντική οικονομία, υποδέχεται όσους μετανοημένοι αρνούνται την αίρεση και προσέρχονται στην Εκκλησία μόνο με την τέλεση του ιερού Χρίσματος και τη Θ. Μετάληψη και όχι δια του τριπλού μυστηρίου της Χριστιανικής μυήσεως (Βάπτισμα-Χρίσμα-Θ. Ευχαριστία), όπως προβλέπει η κατ’ ακρίβεια πράξη. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, απαιτείται ρητή άρνηση και αναθεματισμός των αιρέσεων, των αιρετικών διδασκαλιών, ακόμα και των «εξάρχων των αιρέσεων».
Η κατ’ οικονομία εκκλησιαστική πράξη έλαβε και συνοδική επικύρωση με τους Β-7 και Στ-95. Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι ούτε οι κανόνες αυτοί ούτε ο Μ. Βασίλειος προβάλλουν κάποια θεολογική αιτιολογία που να ακυρώνει τους κανόνες που εκφράζουν τη θεολογική ακρίβεια. Ενώ οι κανόνες που απορρίπτουν το αιρετικό «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη, η πολύ αναλυτική θεολογική αιτιολόγηση, οι κανόνες που προτείνουν την οικονομία στην εισδοχή των πρώην αιρετικών δεν προβάλουν καμία θεολογική αιτιολόγηση. Είναι κατ’ οικονομία. Αυτό και μόνο αρκεί. Η μόνη αιτιολόγηση προέρχεται από τον Μ. Βασίλειο: «οικονομίας ένεκα των πολλών… Εάν μέντοι μέλλη τη καθόλου οικονομία εμπόδιον έσεσθαι τούτο. Υφόρομαι γαρ μήποτε, ως βουλόμεθα οκνηρούς αυτούς περί το βαπτίζειν ποιήσαι, εμποδίσωμεν τοις σωζομένοις διά το της προτάσεως αυστηρόν» (Βασιλ-1). Κανένας θεολογικός-εκκλησιολογικός λόγος δεν προβάλλεται. Μόνο η ποιμαντική ανάγκη της σωτηρίας δια της μετοχής στη ζωή της Εκκλησίας, εφ’ όσον ο άνθρωπος έχει μετανοήσει και φύγει από την αίρεση. Ο Αγ. Κύριλλος είναι επιγραμματικός επ’ αυτού: «καν είδης συντρέχοντας νυν τη ορθή πίστει αμνησικάκει περί των παρελθόντων… οικονομίας ένεκα, μη ακριβολογούμενος σφόδρα περί τους μεταγιγνώσκοντας… ταύτα γράφω ου τισι χαριζόμενος, αλλ’ ειδώς, ότι καλή μάλλον εν τούτοις η οικονομία».
Επίσης, ούτε ο Μ. Βασίλειος ούτε οι ιεροί Κανόνες ούτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι προσπαθούν στην κατ’ οικονομία πράξη να θεμελιώσουν επιχειρήματα για να ακυρώσουν βασικές εκκλησιολογικές αρχές (ανυπαρξία τελεσιουργικής των μυστηρίων Θ. Χάριτος στην αίρεση, ανυπαρξία ιερών Μυστηρίων εκτός Εκκλησίας, διάκριση Εκκλησίας-αίρεσης, αλήθειας-πλάνης κ.ο.κ.). Ποτέ! Όπως στη σημερινή εκκλησιαστική πράξη η κατ’ οικονομία δυνατότητα τελέσεως αεροβαπτίσματος από Ορθόδοξη νοσηλεύτρια δεν υπονοεί ότι η νοσηλεύτρια έχει την ειδική ιερωσύνη, η ότι μπορεί να τελέσει κατ’ οικονομία και άλλα μυστήρια, έτσι για την εκκλησιαστική μας παράδοση με την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, με κανένα τρόπο δεν αναγνωρίζονται τα μυστήρια των αιρετικών! Είναι, άλλωστε, αδιανόητο η οικονομία του αεροβαπτίσματος να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικός λόγος για τη διεκδίκηση της ιερωσύνης των γυναικών. Κατά τον ίδιο τρόπο ήταν αδιανόητο για τους Πατέρες οι αιρετικοί να διεκδικήσουν εγκυρότητα των «μυστηρίων» τους, όπως γίνεται σήμερα στην Οικουμενική Κίνηση! Είναι σαφής επ’ αυτού η απόφαση της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής (1971), η οποία στο κείμενο «Η οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» εύστοχα σημειώνει: «Η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία αποβλέπει…α) εις την διατήρησιν κατά πρώτον και κύριονλόγον της εαυτής πίστεως και διδασκαλίας τελείως ανοθεύτου και ανεπηρεάστου εκ της κατ’ οικονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αυτής προς τους έξω. “Διότι ου συγχωρεί συγκατάβασις εις τα της ορθοδόξου πίστεως, και τότε τας οικονομίας ο ορθός λόγος μεταχειρίζεται, ότε το δόγμα της ευσεβείας ουδέν παραβλάπτεται”». Δηλαδή η κατ’ οικονομία πράξη για την εισδοχή πρώην αιρετικών δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικό προηγούμενο για την τροποποίηση, ουδέ στο ελάχιστο, της πίστης και της διδασκαλίας της Εκκλησίας, αναφορικά με την αυτοσυνειδησία της και την “εκκλησιαστικότητα” των ετεροδόξων! Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Γέρων Εφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης), (Πρόεδρος της Γ΄ Π.Π.Δ.), σημειώνει απ’ αυτού: «άλλο είναι το θέμα της κατ’ αρχήν και εξ αντικειμένου αναγνώρισης των μυστηρίων των αιρετικών και σχισματικών καθ’ εαυτά και άλλη είναι η περίπτωση της εισδοχής των μεταστρεφομένων στην ορθοδοξία ετεροδόξων με τα μυστήρια που έχουν δεχθεί στην ετερόδοξη εκκλησία, από την οποία προέρχονται». Επίσης ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας σε Συνέδριο για τους Ιερούς Κανόνες, (Βόλος, 10.5.2014), δήλωνε κατηγορηματικά ότι η κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας να μην αναβαπτίζει τους προσερχομένους από ορισμένες αιρέσεις «δεν συνεπάγετο και την αυτόματη αναγνώριση της εγκυρότητος των μυστηρίων, του βαπτίσματος και του χρίσματος των αιρετικών ή των σχισματικών … Η κατ’ οικονομία αποδοχή της επιστροφής των αιρετικών δεν συνεπάγεται αυτόματα την αναγνώριση ή την κοινωνία μετά των αιρετικών και μάλιστα εν τοις μυστηρίοις».
Τέλος, ας προσέξουμε ότι ουδέποτε η Εκκλησία χρησιμοποίησε την οικονομία για να αφήσει τον άνθρωπο στην πλάνη και την αίρεση, αποκοιμίζοντάς τον ότι δήθεν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να παραμένει στην πλάνη… Αυτό δεν είναι ποιμαντική οικονομία, αλλά απάνθρωπη συμπεριφορά και ασυγχώρητη κατά του Αγίου Πνεύματος βλασφημία! Διαβάζοντας το Κείμενο της Ε΄ Π.Π.Δ. δε μπορούμε, δυστυχώς, να συναντήσουμε όλη αυτή την πλούσια προβληματική της Εκκλησίας μας: την φιλάνθρωπη διπλή πρακτική και αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ ακρίβειας και οικονομίας με μοναδικό σκοπό τη σωτηρία του ανθρώπου! Αντίθετα, έχουμε μία πρόχειρη και γενικόλογη προσέγγιση, η οποία αφήνει πολλά ερωτηματικά και προπαντός οδηγεί σε σκοτεινές θεολογικές ατραπούς.
Όπως ήδη επισημάναμε, στους κανόνες που αναφέρει η § 20 του Κειμένου (Β-7 και Στ-95), θεσμοθετούνται με απόφαση Οικουμενικών Συνόδων και οι δύο ποιμαντικές πράξεις της Εκκλησίας στην εισδοχή των πρώην αιρετικών: και η κατ’ ακρίβεια και η κατ’ οικονομία. Η κατ’ ακρίβεια πράξη απαιτεί την τέλεση του μυστηρίου του Βαπτίσματος και του συνημμένου σ’ αυτό Μυστηρίου του Χρίσματος, στα πλαίσια της Θ. Ευχαριστίας, ενώ η κατ’ οικονομία πράξη την τέλεση μόνο του μυστηρίου του Χρίσματος, η και μόνο της Θ. Ευχαριστίας. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως απαιτείται ρητή άρνηση και αναθεματισμός των αιρέσεων, των αιρετικών διδασκαλιών, ακόμα και των «εξάρχων των αιρέσεων». Μελετώντας με προσοχή τους κανόνες που αναφέρει η § 20 του Κειμένου (Β-7 και Στ-95) μπορούμε να διακρίνουμε με ποια κανονικά κριτήρια η Εκκλησία, δια των Οικουμενικών Συνόδων, επέτρεψε την κατ’ ακρίβεια, η την κατ’ οικονομία πράξη στην εισδοχή των αιρετικών:
1. Δεν αποτελεί κριτήριο για τη χρήση της οικονομίας η εχθρότητα, η η φιλική διάθεση της αιρέσεως, της αιρετικής Κοινότητας προς την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Δυστυχώς, ορισμένοι στον οικουμενικό χώρο, για να δικαιολογήσουν την ανατροπή της εκκλησιαστικής τάξεως με τη χρήση της οικονομίας, προτάσσουν ως επιχείρημα ότι παλαιότερα η Εκκλησία τηρούσε την ακρίβεια στην εισδοχή των αιρετικών, (βάπτισμα), διότι υπήρχε πολλή εχθρότητα από τους αιρετικούς, ενώ στην εποχή μας [με τις «νέες ιστορικές συνθήκες» (§4), «νέες μορφές», «νέες συνθήκες», «νέες προκλήσεις» (§ 24)] οι σχέσεις με τις ετερόδοξες Κοινότητες είναι πλέον φιλικές και, συνεπώς, επιβάλλεται η χρήση της οικονομίας! Είναι προφανές ότι η επιχειρηματολογία αυτή αποδεικνύεται εντελώς αυθαίρετη χωρίς ιστορική, η κανονική βάση ! Θα έλεγα ότι ακριβώς το αντίθετο έχουμε, ειδικά μάλιστα με τον Β-7: Οι Αρειανοί και οι Πνευματομάχοι, στην εποχή της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήταν άσπονδοι εχθροί των Ορθοδόξων και δημιουργούσαν πάρα πολλά και σοβαρότατα προβλήματα στην Εκκλησία. Και όμως η Εκκλησία με τον Β-7 προτείνει την κατ’ οικονομία πράξη, (λίβελο και χρίσμα), και όχι την αυστηρότητα της ακρίβειας, (βάπτισμα)! Από τους κανόνες και την εν γένει πράξη της Εκκλησίας προκύπτει ότι, ανεξάρτητα από τη φιλική, η εχθρική διάθεση της αιρετικής Κοινότητας, αυτό που προσέχει και απαιτεί η Εκκλησία για να χορηγήσει την οικονομία είναι η μετάνοια του συγκεκριμένου ανθρώπου, του πρώην αιρετικού! Δεν ενδιαφέρει την Εκκλησία η αιρετική Κοινότητα, αλλά ο άνθρωπος. Αποδέκτης της φιλάνθρωπης οικονομικής ενέργειας της Εκκλησίας δεν είναι η εμμένουσα στην αίρεση και πλάνη Κοινότητα, αλλά ο μετανοημένος αιρετικός που έφυγε από την πλάνη και αναζητά την Ορθοδοξία, αυτός που επιθυμεί να μπει στον «οίκο του Πατρός» του.
2. Δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο ο βαθμός αποκλίσεως από την πίστη της Εκκλησίας. Βέβαια οι κανόνες αναφέρονται και συνεκτιμούν και την πίστη των αιρετικών (μιλούν για «τους υιοπατορίαν δοξάζοντας, και έτεράτινα χαλεπά ποιούντας»). Εν τούτοις, η πίστη των αιρετικών και η εγγύτητά της προς την πίστη της Εκκλησίας δεν είχε για τις Συνόδους πρωταρχική σημασία στην εφαρμογή της οικονομίας. Η Εκκλησία εφαρμόζει την οικονομία (με λίβελο και χρίσμα) στις σοβαρές αντιτριαδικές αιρέσεις των Αρειανών (ειδωλολάτρες χαρακτηρίζονται στην Ζ΄ Οικουμενική) και των Πνευματομάχων με τις αυστηρές καταδίκες και αναθεματισμούς από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους. Την ίδια οικονομία εφαρμόζει και στους «Καθαρούς και Αριστερούς, και τους Τεσσαρακαδεκατίτας» με τους οποίους δεν υπήρχαν θεολογικές διαφορές στα βασικά δόγματα της πίστεως, αλλά μόνο σε θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και λατρείας (πχ. οι Τεσσαρακαιδεκατίτες εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του Νισσάν, οι Καθαροί δεν αποδέχονταν το β γάμο και τη μετάνοια στους πεπτωκότες). Αντίθετα, ενώ στους Αρειανούς εφαρμοζόταν η οικονομία (λίβελο, χρίσμα), στους ομοπίστους με αυτούς Ευνομιανούςετηρείτο η ακρίβεια (βάπτισμα) διότι αυτοί βάπτιζαν με μία μόνο κατάδυση! Όπως είπαμε, τους Καθαρούς, οι οποίοι, κατά τον Ζωναρά, «ου περί την πίστιν εσφάλλοντο, αλλ’ εις μισαδελφίαν, και άρνησιν μετανοίας τοις παραπεπτωκόσι και επιστρέφουσι», τους δέχονταν με λίβελο και χρίσμα ενώ τους καταδικασμένους από Οικουμενικές Συνόδους Νεστοριανούς, Ευτυχιανιστάς και Σεβηριανούς και τους εκ των ομοίων αιρέσεων μόνο με λίβελο, χωρίς χρίσμα. Αξίζει να επισημάνουμε την άποψη του Μ. Βασιλείου, (κανόνας 47ος, επικυρωμένος από Οικουμενικές Συνόδους), σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει να εφαρμοστεί η οικονομία αλλά η ακρίβεια του (ανα)βαπτισμού ακόμα και σε αιρετικούς οι οποίοι δεν έχουν αλλοιώσει το δόγμα της Αγ. Τριάδος και τηρούν την τριαδική επίκληση στο βάπτισμα «Μη γαρ λεγέτωσαν, ότι εις Πατέρα και Υιόν και άγιον Πνεύμα εβαπτίσθημεν», εφ’ όσον αυτοί διαφοροποιούνται από την αλήθεια της Εκκλησίας για τον γάμο και τη δημιουργία του Θεού. Αν, όμως, κάποιοι, λέει ο Μ. Βασίλειος, θα ήθελαν να εφαρμόσουν την οικονομία, αυτό θα πρέπει να γίνει κατόπιν συνοδικής αποφάσεως (Βασιλ-47).
3. Κριτήριο ασφαλώς δεν ήταν για τους Πατέρες η αναγνώριση του δικού μας βαπτίσματος εκ μέρους των αιρετικών. Ο Μ. Βασίλειος, που σέβεται και τηρεί την ακρίβεια αλλά, παράλληλα, προτείνει και την οικονομία, είναι κατηγορηματικός: «Ει δε εκείνοι φυλάσσουσι το ημέτερον βάπτισμα, τούτο ημάς μη δυσωπείτω· ου γαρ αντιδιδόναιαυτοίς υπεύθυνοι χάριν εσμέν, αλλά δουλεύειν ακριβεία κανόνων» (Βασιλ-1).
4. Από τους Κανόνες δεν προκύπτει πουθενά ότι για την άσκηση οικονομίας στην εισδοχή των αιρετικών αποτελούσε κριτήριο η ύπαρξη αποστολικής διαδοχής στις αιρετικές Κοινότητες. Ο Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος θεωρεί απαραίτητο στοιχείο για τη διαφύλαξη της αποστολικής διαδοχής την Ορθόδοξη Πίστη: «Το μεν ομόγνωμον και ομόθρονον· το δε αντίδοξον και αντίθρονον· και η μεν [διαδοχή στην προεδρία] προσηγορίαν, η δε [διαδοχή στην ευσέβεια] αλήθειαν έχει διαδοχής. Ου γαρ [διάδοχος] . . . ο ταναντία δοξάζων, αλλ’ ο της αυτής πίστεως· ει μη ούτω τις λέγοι διάδοχον, ως νόσον υγιείας, και φωτός σκότος, και ζάλην γαλήνης, και συνέσεως έκστασιν». Για την Ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπως αυτή ρητά έχει εκφραστεί δια των Οικουμενικών Συνόδων με την επικύρωση των Ιερών Κανόνων, στην αίρεση και το σχίσμα δεν διατηρείται η Αποστολική διαδοχή, δεν έχουν οι αιρετικοί αποστολική διαδοχή. Οι επικυρωμένοι από Οικουμενικές Συνόδους Κανόνες, ο Αποστ-68 και της Συνόδου Καρχηδόνος (258 μΧ, του Αγ. Κυπριανού), δεν αναγνωρίζουν την ιερωσύνη στην αίρεση και, συνεπώς, δεν μπορεί να υφίσταται Αποστολική Διαδοχή. Μάλιστα ο Λαοδ-8 προτείνει την εφαρμογή της ακρίβειας του βαπτίσματος στους εκ των της αιρέσεως των Φρυγώνπροσερχομένους, διότι οι κληρικοί που τους “βάπτισαν” δεν άνηκαν στον πραγματικό αλλά «εν κλήρωνομιζομένω» και, συνεπώς, δε μπορούσαν να βαπτίσουν πραγματικά.
Κατηγορηματικός, όμως, προς την διακοπή της Αποστολικής Διαδοχής στην αίρεση και το σχίσμα είναι ο Μ. Βασίλειος στον επικυρωμένο από Οικουμενικές Συνόδους 1ο Κανόνα του: «οι δε της Εκκλησίας αποστάντες ουκ έτι έσχον την χάριν του αγίου Πνεύματος εφ’ἑαυτούς, επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν. Οι μεν γαρ πρώτοι αναχωρήσαντες, παρά των Πατέρων έσχον τας χειροτονίας και δια της επιθέσεως των χειρών αυτών είχον το χάρισμα το πνευματικόν. Οι δε, απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύνατο χάριν Πνεύματος αγίου ετέροιςπαρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασι· διό ως παρά λαϊκών βαπτιζομένους τους, παρ αὐτῶνεκέλευσαν, ερχομένους επί την Εκκλησίαν, τω αληθινώ βαπτίσματι τω της Εκκλησίας ανακαθαίρεσθαι». Και συνεχίζει ακριβώς αμέσως: «Επειδή δε όλως έδοξέτισι των κατά την Ασίαν, οικονομίας ένεκα των πολλών, δεχθήναι αυτών το βάπτισμα, έστω δεκτόν»! Δηλαδή, παρά την κατηγορηματική του θέση ότι δεν υπάρχει αποστολική διαδοχή διότι αυτή έχει διακοπή με το σχίσμα και τη διάσταση με την Εκκλησία, ο Μέγας Πατήρ και Οικουμενικός Διδάσκαλος δε δυσκολεύεται να προτείνει, αν υπάρχει ανάγκη, τη χρήση οικονομίας. Και μην ξεχνάμε ότι η θεολογία και η πρακτική αυτή του Μ. Βασιλείου, με την επικύρωσή της από Οικουμενικές Συνόδους, είναι πλέον η θεολογία και η πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας!
5. Όπως προκύπτει από την προσεκτική μελέτη των Ιερών Κανόνων που επικαλείται η § 20 του Κειμένου (Β-7 και Στ-95), το μοναδικό κριτήριο για τη χορήγηση της οικονομίας στην εισδοχή των αιρετικών που έχει ρητά καταγραφεί στους συγκεκριμένους Ιερούς Κανόνες (Β-7 και Στ-95), είναι, τουλάχιστον, η τήρηση του ακριβούς βαπτιστικού τύπου των τριών καταδύσεων και αναδύσεων. Είναι σαφείς οι κανόνες: στους Ευνομιανούς, μία από τις αρειανικές παρατάξεις, δε χορηγείται ο κατ’ οικονομίαν τρόπος εισδοχής στην Εκκλησία (λίβελος, χρίσμα) που παρέχεται στους λοιπούς Αρειανούς, διότι, όπως εξηγούν οι κανόνες Β-7 και Στ-95, οι Ευνομιανοί είναι «οι εις μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι». Η Εκκλησία δίνει πολύ μεγάλη σημασία στην ακριβή τήρηση των τριών καταδύσεων. Το καθοριστικό ερώτημα για τη σημερινή πράξη είναι: Για τους Λατίνους, οι οποίοι μετά την εν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δεν τηρούν όχι μόνο την τριπλή αλλά ούτε καν τη μία κατάδυση των Ευνομιανών, και απλώς βρέχουν το τριχωτό μέρος της κεφαλής με λίγες σταγόνες νερό, μπορούμε να επικαλούμαστε τους Β-7 και Στ-95 για να δικαιολογήσουμε σήμερα ως γενικό κανόνα εφαρμοζόμενο σε όλους την κατ’ οικονομία πράξη για την εισδοχή τους στην Ορθοδοξία; Όταν η Εκκλησία, στους ίδιους τους κανόνες που θεσμοθετούν την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, ορίζει ρητά ότι δεν μπορεί αυτή την οικονομία να την εφαρμόσει στους «εις μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους», μπορούμε εμείς να την εφαρμόσουμε στους Λατίνους οι οποίοι δεν τηρούν ούτε τη μία κατάδυση; Οι Κολλυβάδες Άγιοι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς (Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Αγ. Αθαν. Πάριος, Κων. Οικονόμου, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Ευστρ. Αργέντης, Ευγ. Βούλγαρης, Χριστόφορος Αιτωλός, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος, οι Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄, Σωφρόνιος Β΄, και Προκόπιος) είναι κατηγορηματικά αντίθετοι! και προτείνουν την κατ’ ακρίβεια πράξη της βαπτίσεως των Λατίνων και, συνεκδοχικά, και των λοιπών Δυτικών. Στο αυτό πνεύμα οι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής, Κωνσταντινουπόλεως Ε΄, Αλεξανδρείας Ματθαίος και Ιερουσαλήμ Παρθένιος, στον περίφημο όρο του 1755 αποφαίνονται: «τη τε δευτέρα και πενθέκτη αγίαις οικουμενικαίς συνόδοις, διαταττομέναις τους μη βαπτιζομένους εις τρεις αναδύσεις, και καταδύσεις, και εν εκάστη των καταδύσεων μίαν επίκλησιν των θείων υποστάσεων επιβοώντας, αλλ’ άλλως πως βαπτιζομένους, ως αβαπτίστους προσδέχεσθαι, τη ορθοδοξία προσιόντας».
6. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα: η Εκκλησία ενεργώντας φιλανθρώπως για τη σωτηρία των ανθρώπων τηρεί σε κάθε εποχή, ανάλογα με τις συνθήκες, και την ακρίβεια και την οικονομία. Πάντοτε, όταν επικαλείται την ακρίβεια, η αιτιολογία είναι ουσιαστικά θεολογική-εκκλησιολογική. Αντίθετα, όταν εφαρμόζει την κατ οικονομία πράξη, δε φαίνεται να πολυπραγμονεί και να αναλύει το ζήτημα αυτό. Χωρίς καμμία αιτιολόγηση αποφαίνεται έχουσα κυριαρχικό δικαίωμα στην εφαρμογή ακρίβειας, η οικονομίας. Η Εκκλησία την ακρίβεια την αιτιολογεί πλήρως, διότι εκεί θεολογεί. Και εμείς από σεβασμό οφείλουμε να ακολουθούμε η, έστω κι αν θέλουμε να ασκήσουμε το νου μας στην αναζήτηση κάποιων λύσεων σε ερωτήματα που εμείς οι ίδιοι θέτουμε, ας μην προσπαθούμε να θεωρούμε τα δικά μας ιδεολογήματα, η προβληματισμούς ως θεολογία της Εκκλησίας μας. Είναι δικοί μας προβληματισμοί, όχι η Θεολογία των Αγίων και της Εκκλησίας μας!
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. καταπιάνεται κατ’ αρχήν με την εκφρασθείσα «αντίρρηση ότι στη σύνοδο μετέχει ένας περιορισμένος αριθμός επισκόπων από κάθε Εκκλησία»: «Είναι σαφές από την ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων ότι οι πλείονες των επισκόπων προήρχοντο από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ παρίστατο ένας μικρός αριθμός εκπροσώπων από τα υπόλοιπα Πατριαρχεία, οι οποίοι και κατέθεταν την άποψη των Εκκλησιών τους. Εκτός από την Α´ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία εκλήθησαν όλοι οι επίσκοποι, όταν από αυτή εισήχθη το Μητροπολιτικό σύστημα στη διοίκηση της Εκκλησίας, ήταν παρόντες 3 επίσκοποι από κάθε επαρχία, όταν δε με την Δ´ Οικουμενική καθιερώθη ο θεσμός της Πενταρχίας ήταν αναγκαία η συμφωνία των 5 Πατριαρχείων ως απαραίτητος όρος κανονικής συγκλήσεως της Συνόδου».
Κατ’ αρχήν παντελώς αμάρτυρος στην Ορθόδοξη Παράδοση αποτελεί ο ισχυρισμός ότι κατά τας Συνόδους προσεκαλούντο πάντοτε μόνον τριμελείς η ολιγομελείς αντιπροσωπείαι εξ εκάστης επαρχίας. Τα ιστορικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με τον αριθμό των συνοδικών μελών, που έλαβαν μέρος κατά τις Οικουμενικές Συνόδους, μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Έτσι ο αριθμός των επισκόπων που έλαβαν μέρος κατά την Α΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ήταν 318, κατά την Β΄ 150, κατά την Γ΄ 200, κατά την Δ΄ 630, κατά την Ε΄ 165, κατά την ΣΤ΄ 289, κατά την Πενθέκτη 240, κατά την Ζ΄ 367, ενώ κατά την Η΄ 383. Η αντιπροσώπευση, βεβαίως ίσχυε, αλλά μόνον σε περίπτωση αδυναμίας κάποιων Επισκόπων, η Πατριαρχών να παραβρεθούν στη Σύνοδο. Ο αείμνηστος καθηγητής της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί σχετικώς ότι «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι ήσαν μεγάλαι συνελεύσεις επί το αυτό των εξ’ απάσης της χριστιανικής Οικουμένης επισκόπων της Εκκλησίας, προς κοινήνσυνδιάσκεψιν και απόφανσιν επί σοβαρών δογματικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων, αναφερομένων εις ολόκληρον την Εκκλησίαν, υφ’ ης ανεγνωρίζοντο και εγένοντο δεκταί αι λαμβανόμεναι αποφάσεις». Επίσης η ανάπτυξη του μητροπολιτικού συστήματος ουδέποτε ελειτούργησε ουσιαστικά εις βάρος του επισκοπικού αξιώματος. Και τούτο, διότι σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, ο κάθε επίσκοπος κάθε τοπικής Εκκλησίας, και της μικρότερης ακόμη, εκπροσωπεί με το ποίμνιό του ένα ζωντανό μέρος της Καθολικής Εκκλησίας. Η απουσία του όχι μόνο τραυματίζει την ολοκληρία του σώματος του Χριστού, αλλά και στερεί την δυνατότητα να εκφρασθεί από όλους η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποία φαίνεται ότι φοβούνται οι υπεύθυνοι για την προετοιμασία και σύγκληση της Συνόδου. Δεν δικαιολογείται από κανένα κριτήριο, ούτε ποιμαντικό, ούτε εκκλησιολογικό η συμμετοχή μόνον εικοσιτεσσάρων Επισκόπων από κάθε εκκλησία, πράγμα που προσβάλλει και την ισότητα των Επισκόπων, αλλά και δημιουργεί ερωτηματικά για τα κριτήρια επιλογής των Επισκόπων, που θα μετάσχουν. Μήπως είναι μειωμένης επισκοπικής ευθύνης και αξίας οι επίσκοποι που δεν θα μετάσχουν στη Σύνοδο και που αποτελούν την μεγάλη πλειονότητα στις περισσότερες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες; Ποιός γνωρίζει και ποιός θα μεταφέρει στη Σύνοδο τις σκέψεις, τις εκτιμήσεις και τις αντιδράσεις των ποιμνίων τους; Παρέλκει βεβαίως να τονιστεί το γεγονός, ότι στις Ορθόδοξες Συνόδους, εκτός των επισκόπων συμμετείχαν και κληρικοί κατωτέρων βαθμών, όπως Καθηγούμενοι, Αρχιμανδρίτες, Ιερείς, Μοναχοί, καθώς και ο πιστός λαός. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι η επικείμενη Σύνοδος θα είναι μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς Ορθοδόξους. Είναι προφανές ότι με τον αντιπαραδοσιακό αυτό τρόπο της δι’ αντιπροσώπων συγκροτήσεως της Συνόδου αποφεύγεται η πιθανότητα κάποιοι επίσκοποι να αντιδράσουν σε αποφάσεις της Συνόδου που θα είναι ανατρεπτικές της Παραδόσεως, η κάποια Τοπική Εκκλησία να έχει μεγαλύτερη δύναμη στην λήψη των αποφάσεων, λόγω μεγαλυτέρου αριθμού Επισκόπων.
Παντελώς αμάρτυρη στην Ορθόδοξη Παράδοση και γι’ αυτό απαράδεκτη, είναι και η απόφαση, ότι κάθε Εκκλησία διαθέτει μία ψήφο. Το ορθόν είναι ότι κάθε επίσκοπος διαθέτει μία ψήφο και όχι κάθε Τοπική Εκκλησία. Παραλλήλως και η αρχή της ομοφωνίας κινείται και αυτή μέσα σε αντιπαραδοσιακά πλαίσια. Η παραδοσιακή τακτική λήψεως αποφάσεων σε μία Σύνοδο είναι η κανονική αρχή, που ορίζει ότι για τα μη δογματικής φύσεως ζητήματα ισχύει «η των πλειόνων ψήφος κρατείτω» (ΣΤ Κανὼν της Α Ἁγίας Οικουμενικής Συνόδου).
Κατόπιν αυτών ευλόγως τίθενται τα ερωτήματα: Βάσει ποιών Ιερών Κανόνων, η βάσει ποίων συνοδικών αποφάσεων οι Προκαθήμενοι των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, κατά την Σύναξη, που πραγματοποίησαν στο Φανάρι, (6-9 Μαρτίου 2014), εθεώρησαν εαυτούς αρμοδίους δια να λάβουν τις ανωτέρω καινοφανείς και ξένες προς την Ορθόδοξη Παράδοση αποφάσεις; Οι ανωτέρω αυθαίρετες αποφάσεις των Προκαθημένων δεν έρχονται άραγε εις ευθεία αντίθεση με τον ΛΔ΄Ἀποστολικὸ Κανόνα ο οποίος ορίζει: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης…Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι»;
Σχολιάζει επίσης ο Θ.Α.Κ. την παράγραφο 22 που επισημαίνει ότι «η διατήρηση της γνήσιας ορθόδοξης πίστης διασφαλίζεται μόνο από το συνοδικό σύστημα που ανέκαθεν στην Εκκλησία αποτελεί τον αρμόδιο, αλλά και τον έσχατο κριτή περί των θεμάτων της πίστεως»: «Καμιά σύνοδος δεν συνεκλήθη στην Εκκλησία εκ προοιμίου αναφέροντας ότι το κύρος των αποφάσεών της τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής των αποφάσεών της από το εκκλησιαστικό πλήρωμα. Η αποδοχή η μη κρίνεται στην πορεία του χρόνου. Αυτό φαίνεται να το έχουν υπ᾽ όψιν τους οι συντάκτες του κειμένου που δεν έχουν ασφαλώς την πρόθεση να περιθωριοποιήσουν το εκκλησιαστικό πλήρωμα, αλλά να το εκφράσουν»! Είναι βέβαια αληθές ότι «καμιά σύνοδος δεν συνεκλήθη στην Εκκλησία εκ προοιμίου αναφέροντας ότι το κύρος των αποφάσεών της τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής των αποφάσεών της από το εκκλησιαστικό πλήρωμα», είναι όμως εξ’ ίσου αληθές ότι καμιά Σύνοδος δεν προδίκασε το αλάθητο των αποφάσεών της. Η παράγραφος αυτή είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη, ώστε να αφήνεται αβίαστα να εννοηθεί, ότι η μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει το αλάθητο των αποφάσεών της. Με την εσφαλμένη αυτή διατύπωση οι συντάκτες του κειμένου παραγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία έσχατο κριτήριο είναι η γρηγορούσα δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία στο παρελθόν επεκύρωσε, η θεώρησε ληστρικές ακόμη και Οικουμενικές Συνόδους. Το συνοδικό σύστημα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανιστικά την ορθότητα της ορθοδόξου πίστεως. Αυτό γίνεται μόνο, όταν οι συνοδικοί Επίσκοποι έχουν μέσα τους ενεργοποιημένο το Άγιο Πνεύμα και την Υποστατική Οδό, το Χριστό δηλαδή, όποτε ως συν-οδικοί είναι στην πράξη και «επόμενοι τοις αγίοιςπατράσι». Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι ο «συνοδικός Θεσμός» δεν είναι υπόθεση μόνο των Επισκόπων, αλλά ολοκλήρου του Σώματος της Εκκλησίας: οι λοιποί κληρικοί και μοναχοί και λαϊκοί μπορεί να μην ανήκουν στο εν στενή εννοία συνοδικό «Σώμα», εν τούτοις, ακριβώς στα πλαίσια του «συνοδικού θεσμού», καλούνται να επικυρώσουν, η να απορρίψουν τις αποφάσεις και συνεκδοχικά ακόμα και την ίδια τη Σύνοδο. Αυτό έχει αποδείξει η ζωή της Εκκλησίας μας. Ο «συνοδικός θεσμός» ως συμμετοχή ολόκληρής της Εκκλησίας και ως έκφραση της αλάθητης εκκλησιαστικής συνειδήσεώς Της αποτελεί τον «έσχατο κριτή περί των θεμάτων πίστεως».
Στη ζωή της Εκκλησίας έχουμε πάμπολλες περιπτώσεις απλών πιστών και μεμονομένων αγίων Πατέρων που αγωνίστηκαν μόνοι τους εναντίον πατριαρχών και ψευτοσυνόδων! Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος ως απλός μοναχός, αγωνίστηκε μόνος του μέχρι θανάτου υπέρ της «γνησίας ορθοδόξου πίστεως». Τι να πούμε και για τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, ο οποίος ήρθε σε αντίθεση με το αλλοτριωμένο «συνοδικό σύστημα» της εποχής του και αρνήθηκε την κοινωνία με τους Γραικολατίνους «Ορθοδόξους», τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τους ομόφρονές του επισκόπους;
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. ξεκινά με την επισήμανση: «Η § 5 του κειμένου επισημαίνει ότι σκοπός των θεολογικών διαλόγων είναι η ενότητα των Χριστιανών επί τη βάσει της πίστεως και της παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Αυτό σημαίνει ότι η ευχαριστιακή κοινωνία με τους ετεροδόξους θα καταστεί δυνατή, όταν γίνει αποδεκτή η πίστη και η παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας. Ως αρχαία Εκκλησία ορίζεται η περίοδος των επτά Οικουμενικών Συνόδων που ιστορικά καλύπτει τους πρώτους 8 αιώνες της Εκκλησίας». Ωστόσο η διατύπωση αυτή πάσχει διότι η πίστη και η παραδόση «της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων» δεν είναι κάτι που το αναζητούμε δια των Διαλόγων. Η πίστη και η παράδοση αυτή είναι δεδομενη και υφίσταται ανόθευτη εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μόνον εντός αυτής. Επομένως η ορθή διατύπωση θα έπρεπε να είναι: «Ο σκοπός των θεολογικών διαλόγων είναι η ενότητα των Χριστιανών δια της επιστροφής των ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία διατηρεί την πίστη και την παραδόση της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων».
Παρά κάτω καταπιάνεται με την θεολογία του αγίου Γργορίου του Παλαμά και τις Συνόδους του 14ου αιώνα και ιδιαιτέρα με εκείνη του έτους 1351, που στη συνείδηση της Εκκλησίας θεωρείται ως η Θ΄ Οικουμενική. Και επειδη δεν θέλει να ομολογήσει το μεγάλο συνοδικό κενό που δημιουργείται από την μη αναγνώριση ως Θ΄ Οικουμενικής της επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, (1351), συγκληθείσης Συνόδου από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, (για την ανάγκη αναγνωρίσεως ως Η΄ Οικουμενικής της επί ιερού Φωτίου [879-880] συγκληθείσης ούτε καν γίνεται λόγος), καταφεύγει σ’ ένα ψευτοεπιχείρημα: «Η ησυχαστική παράδοση διατρέχει και διαπερνά την όλη δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άλλωστε η διδασκαλία αυτή δεν αποτελεί «ανακάλυψη» του Αγ. Γρηγορίου, διατρέχει την προ αυτού πατερική σκέψη και συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της Ιεράς Παραδόσεως της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας». Εφ’ όσον η θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά «διατρέχει την προ αυτού πατερική σκέψη και συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της Ιεράς Παραδόσεως» τότε ήταν περιττές οι Σύνοδοι του 14ου αιώνα (1341-1351). Ερωτώμε τον Θ.Α.Κ.: Η θεολογία του αγίου Μαξίμου του ομολογητού ήταν μια «ανακάλυψη» δική του; Δεν «διέτρεχε την προ αυτού πατερική σκέψη και δεν συνιστούσε θεμελιώδες στοιχείο της Ιεράς Παραδόσεως»; Ασφαλώς και «διέτρεχε», όπως επίσης δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν «ανακάλυψη» δική του. Και όμως (!), η Εκκλησία έκρινε ότι θα έπρεπε να επικυρώσει την διδασκαλία του με την σύγκληση της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η δε επόμενη Ζ΄Οικουμενικη θεώρησε αναγκαίο να μνημονεύσει και να επικυρώσει όλες τις προγενέστερες Οικουμενικές μαζί με την ΣΤ΄ Οικουμενική. Έπρεπε λοιπον κατά παρόμοιο τρόπο και στην προκειμένη περίπτωση η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος να αναγνωρίσει επίσημα και συνοδικά την Σύνοδο του 1351, ως Θ΄ Οικουμενική, διότι οι αποφάσεις της Θ΄ Οικουμενικής και η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν είναι καταγεγραμμένες στις δογματικές αποφάσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Το ίδιο ακριβώς έπρεπε να κάνει και για την Η΄ Οικουμενική την επί ιερού Φωτίου (879-880) συγκληθείσα.
Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. καταπιάνεται με το Π.Σ.Ε. το έργο του, και τον ρόλο και την συμμετοχή του σ’ αυτό των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Κατά τον Θ.Α.Κ. τα μέλη του Π.Σ.Ε. καλούνται «να προωθήσουν την κοινή τους παρουσία στη διακονία του κοινωνικού έργου, να δώσουν κοινή μαρτυρία στην Ιεραποστολή με την υπέρβαση του μεταξύ τους ανταγωνισμού και του προσηλυτισμού, να εργαστούν από κοινού για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη διαφύλαξη της ειρήνης και της δικαιοσύνης στον κόσμο. Το προς επικύρωση παραπεμπόμενο κείμενο αντιλαμβάνεται την παρουσία των Ορθοδόξων στην Οικουμενική κίνηση ως ‘μαρτυρίαν της αληθείας’…».
Ωστόσο η εικόνα που μας δίδει τόσο το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόνκόσμον» όσο και ο Θ.Α.Κ. σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι ψευδής και επίπλαστη. Κατ’ αρχήν αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό που εμφανίζεται ως υπερεκκλησία και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Πάνω στο θέμα αυτό ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντονΘεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήνμετοχήν και συμπερίληψιν εις το Π.Σ.Ε; Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία». Ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Παν. Αθηνών στον τομεα του Κανονικού Δικαίου κυρός Κων. Μουρατίδης παρατηρεί σχετικώς: «Η αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς Παραδόσεως συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το ΠαγκόσμιονΣυνοθύλευμα των Αιρέσεων συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το συνοθύλευμα των αιρέσεων του Π.Σ.Ε. προσκρούει «α πριόρι» και εξ’ απόψεως αρχής εις τεράστια και τουτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια, προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως της Μιας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας. Διότι αλλεπάληλλα και βεβαίως αναπάντητα παραμένουν εν προκειμένω τα ερωτήματα: Πως συμβιβάζεται η υπό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας διεκδικουμένη αποκλειστική υπ’ αυτής ταύτησις μετά της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας προς την συμμετοχήν αυτής εις το Π.Σ.Ε;…Πως είναι δυνατόν η μία αγία Εκκλησία του Χριστού να συμμετέχη ως μέλος, να εντάσσεται μετά των άλλων αιρέσεων ισοτίμως και εκ πολλών απόψεων να τίθεται εις απείρως μειονεκτικωτέρανθέσιν έναντι των αιρέσεων, εις ένα κανονισμόν και να υποτάσσεται εις τας αποφάσεις της πλειοψηφίας των αιρετικών; Πως είναι δυνατόν η Μία, Αγία Εκκλησία να μετέχει ενός οργανισμού, εντός του οποίου να συνεργάζεται μεθ’ αιρετικών, να συμπροσεύχεται μετ’ αυτών και να λαμβάνει θέσιν από κοινού μετ’ αυτών ως εκπροσώπων της Χριστιανικής Πίστεως εις τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητος;». Ουδείς σήμερα μπορεί να αμφισβητήσει, (ακόμη και από εκείνους που με ενθουσιασμό ομιλούν υπέρ του Π.Σ.Ε.), ότι η θεολογική ταυτότης του Π.Σ.Ε. είναι σαφώς προτεσταντική τα δε κείμενα, που συντάσσονται στα παγκόσμια Συνέδρια του Π.Σ.Ε. έχουν σαφώς προτεσταντική σφραγίδα. Η αρχική δυνατότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών να διακηρύσσουν με κοινή δήλωση, ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, απαγορεύτηκε μετά την Γ΄ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Νέο Δελχί το 1961, και επιβλήθηκε η άποψη να συντάσσονται και να υπογράφονται κείμενα κοινής αποδοχής από Ορθοδόξους και Προτεστάντες. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε, όπως φαίνεται από την 70ετη ιστορία του. Επομένως η δήθεν «μαρτυρία της αληθείας», που υποτίθεται ότι θα προσέφεραν οι Ορθοδοξες Εκκλησίες στις προτεσταντικές ομολογίες προκαλούν τουλάχιστον θυμηδία. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίηση των ομολογιών -μελών του μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το προς ψήφησηΠροσυνοδικό κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. και το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δεν καταδικάζονται, τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε, (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάνκ.λ.π.) και επί πλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως intercommunion, διαθρησκειακέςσυμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές ομολογίες κ.λ.π. Επομένως ο ισχυρισμός του Θ.Α.Κ. ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία στο διεθνή αυτό οργανισμό παραμένει πιστή στην εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία και εις την διδασκαλίαν της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων» είναι, με βάση τα όσα ελέχθησαν προηγουμένως, πέρα για πέρα ψευδής.
Πέραν αυτών το κείμενο του Θ.Α.Κ. παρουσιάζει και αντιφάσεις. Στην πρώτη παράγραφο λέγει: «Η συμμετοχή της [Ορθοδόξου Εκκλησίας] στο Π.Σ.Ε. δε σημαίνει ότι αποδέχεται την ιδέα της ισότητας των Ομολογιών. Θεωρεί δηλαδή εαυτήν ως τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα να χαρακτηρίζει μέλη του Π.Σ.Ε., στο δικό της κείμενο, ως ομολογίες, με τις οποίες ασφαλώς και δεν ευρίσκεται εκκλησιολογικά στο ίδιο επίπεδο». Παρά κάτω αναφέρει: «Τα μέλη του Π.Σ.Ε. χαρακτηρίζονται ως Εκκλησίες και Ομολογίες. Είναι προφανές ότι το κείμενο χαρακτηρίζει υπό τα ορθόδοξα κριτήρια ως Εκκλησία τα ολίγα εκείνα μέλη του, πάντοτε υπό την έννοια που εξετέθη ανωτέρω, η οποία δεν αίρει την καθολικότητα της Μίας (ορθόδοξης) Εκκλησίας, των οποίων αναγνωρίζει το βάπτισμα και μετά των οποίων διεξάγει θεολογικό διάλογο». Πως είναι δυνατόν η Ορθόδοξη Εκκλησία από τη μια μεριά να χαρακτηρίζει μέλη του Π.Σ.Ε., στο δικό της κείμενο, ως ομολογίες, «με τις οποίες ασφαλώς και δεν ευρίσκεται εκκλησιολογικά στο ίδιο επίπεδο» και από την άλλη να αναγνωρίζει «ως Εκκλησία τα ολίγα εκείνα μέλη του, (ποιά είναι αυτά;)…. των οποίων αναγνωρίζει το βάπτισμα και μετά των οποίων διεξάγει θεολογικό διάλογο»; Και πως είναι δυνατόν να αναγνωρίζει στα «ολίγα αυτά μέλη» εκκλησιαστικότητα και βάπτισμα, καθ’ ον χρόνον αυτά δεν έχουν επιστρέψει στην ορθοδοξία;
Παρά κάτω ο Θ.Α.Κ. κάνει λόγο για την Δήλωση του Τορόντο. Στη δήλωση αυτή (§ 2) τονίζεται ρητώς ότι «οι εκκλησίες αναγνωρίζουν ότι το να αποτελεί κάποιος μέλος της εκκλησίας του Χριστού είναι πιο περιεκτικό από το να αποτελεί μέλος της ίδιας του της εκκλησίας». Μπορεί να είναι αποδεκτό από την Ορθόδοξη εκκλησιολογία ότι υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του ένας Ορθόδοξος να είναι μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέλος «της Εκκλησίας του Χριστού»; Η ότι «η Εκκλησία του Χριστού» (όπως εννοείται στο Π.Σ.Ε.) υφίσταται πάνω από όλες τις εκκλησίες-μέλη του Π.Σ.Ε; Και μόνο η παρά πάνω δήλωση του Τορόντο, (πέρα από άλλες κατά καιρούς δηλώσεις, διακηρύξεις του Π.Σ.Ε.) ανατρέπει και κονιορτοποιεί όσα παρά κάτω ισχυρίζεται ο Θ.Α.Κ.: «Το Π.Σ.Ε. δεν είναι και δεν πρέπει ποτέ να γίνει Υπέρ - Εκκλησία. Δεν διαπραγματεύεται ενώσεις μεταξύ των Εκκλησιών…. Ταυτόχρονα δεν αξιώνει από μια Εκκλησία να εγκαταλείψει τη δική της εκκλησιολογική θεώρηση».
Ας αναφέρουμε στο σημείο αυτό προκειμένου να γίνει εναργέστερη η αναληθής εικόνα που μας δίδει τόσο το προσυνοδικό κείμενο όσο και το κείμενο του Θ.Α.Κ. περί του Π.Σ.Ε. τα όσα έγιναν αμοιβαίως απόδεκτά και υπεγράφησαν από Ορθοδόξους και Προτεστάντες στην 9η και 10η Γενική Συνελεύση του Π.Σ.Ε. στο PortoAlegre της Βραζιλίας το 2006 και στο Πουσάν της Νοτίου Κορέας το Νοέμβριο του 2013, αντίστοιχα. Στην πρώτη, (9η), Συνέλευση έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: 1) «Είμαστε μια αδελφότητα Εκκλησιών», λέγει το κείμενο, «που ομολογούν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα σύμφωνα με τις Γραφές και για τον λόγο αυτό επιζητούμε να εκπληρώσουμε την κοινή μας κλήση, να συμμετέχουμε στη δόξα του ενός Θεού του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Επομένως δεν είμαστε μόνον εμείς οι Ορθόδοξοι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως ομολογούμε στο Σύμβολον της Πίστεως, αλλά όλες μαζί οι 340 ψευδοεκκλησίες του Π,.Σ.Ε. 2) «Κάθε Εκκλησία εκπληρώνει την καθολικότητά της όταν είναι σε κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες». Επομένως για να εκπληρώσουμε εμείς οι Ορθόδοξοι την καθολικότητά μας είναι απαραίτητο να είμαστε σε κοινωνία με αυτές τις ψευδοεκκλησίες. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου Παύλου: «τις κοινωνία φωτί προς σκότος» (Β.Κορ.6,14) δεν ισχύει πλέον για τους Οικουμενιστές. 3) «Η πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε από τους αποστόλους είναι μία, όπως ακριβώς ένα είναι και το Σώμα του Χριστού. Παρά ταύτα είναι θεμιτό η πίστη αυτή να διατυπώνεται με διαφορετικούς τρόπους». Δηλαδή οι ποικίλλες αιρετικές διδασκαλίες των Προτεσταντών θεωρούνται ως διαφορετικοί τρόποι εκφράσεως της ιδίας πίστεως και ως ποικιλλία των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. 4) «Το ότι όλοι μας από κοινού ανήκουμε στο Χριστό δια του Βαπτίσματος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δίνει την δυνατότητα στις Εκκλησίες και τις καλεί να συμβαδίσουν ακόμη και όταν διαφωνούν». Αυτό δηλαδή που οριοθετεί την Εκκλησία δεν είναι η κοινή ορθή πίστις και η αποστολική παράδοσις, αλλά το Βάπτισμα. Σε άλλο σημείο διατυπώνεται: «υπάρχουν μερικοί που δεν χρησιμοποιούν νερό στην ιεροτελεστία του Βαπτίσματος, αλλά μετέχουν στην πνευματική εμπειρία της εν Χριστώ ζωής». Η εντολή δηλαδή του Χριστού προς τους μαθητές του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» δεν σημαίνει τίποτε για τους Οικουμενιστές και δεν είναι ανάγκη να εφαρμόζεται.
Στη δεύτερη, (10η), Συνέλευση και συγκεκριμένα στο επίσημο κείμενο «Δήλωσις Ενότητος» (Unity Statement), έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: (α) ότι και η Ορθόδοξος Εκκλησία μετά των λοιπών «εκκλησιών» πρέπει να μετανοήση δια την διάσπασιν των χριστιανών, (β) ότι η Εκκλησία, ούσα Σώμα Χριστού, δεν διέπεται παρά ταύτα αναγκαίως υπό δογματικής ομοφωνίας, ούτε και εν αυτή τη αποστολική εποχή, (γ) ότι υφίσταται νυν αόρατος εκκλησιαστική ενότης του χριστιανισμού και προσδοκάται η ορατή ενότης της Μιας Εκκλησίας, (δ) ότι η προσευχή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού «ίνα πάντες ώσιν εν», δεν έχει εκπληρωθή, αλλἀπόκειται εις ημάς το καθήκον τούτο, (ε) ότι η Εκκλησία δύναται να εμπλουτισθή και ωφεληθή εκ των χαρισμάτων των ετεροδόξων, (στ) ότι είμεθα υπόλογοι έναντι του Θεού, αν δεν επιδιώκωμεν διαρκώς την χριστιανικήν ενότητα προς όφελος της έξωθεν καλής μαρτυρίας, (ζ) ότι ο Θεός «πάντοτε μας εκπλήσσει» και ότι η Εκκλησία προοδεύει εις την επίγνωσιν του θείου θελήματος, (η) ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν νέοι τρόποι προσεγγίσεως των θεολογικών διαφωνιών και (θ) ότι η ενότης της Εκκλησίας είναι αλληλένδετος μετά της ενότητος της ανθρωπότητος και της κτίσεως.
Συνοψίζοντας τα παρά πάνω, συμπεραίνουμε ότι δεν υπάρχει ίσως μεγαλύτερη απομείωση από αυτή της αρνήσεως της «αποκλειστικότητας» της Εκκλησίας μας, δηλαδή της αρνήσεως ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και ότι εξω από αυτήν υπάρχουν μόνον αιρέσεις και σχίσματα. Η προσπάθεια του Θ.Α.Κ. να προβάλλει τα δικά του ιδεολογήματα, η προβληματισμούς ως θεολογία της Εκκλησίας και να οικοδομήσει μια νέα Εκκλησιολογία, (την Εκκλησιολογία της μη «αποκλειστικότητος») πάνω στην Οικονομία της Εκκλησίας, δεν έχει κανένα έρεισμα και δεν μπορεί να δικαιωθεί με κανένα τρόπο από την όλη Κανονική και Πατερική μας Παράδοση. Ουδέποτε η Εκκλησία χρησιμοποίησε την οικονομία για να αφήσει τον άνθρωπο στην πλάνη και την αίρεση, αποκοιμίζοντάς τον ότι δήθεν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να παραμένει στην πλάνη.
Κατ’ ακολουθίαν και η προσπάθειά του να δικαιώσει την μέλλουσα Αγία και Μεγάλη Συνοδο τόσο ως προς τον τρόπο οργανώσεώς της, όσο και ως προς την θεματολογία της υπήρξε πέρα για πέρα ανεπιτυχής. Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και ότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήροςπροσυνοδικά κείμενα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η εν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας. Ωστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί να οριοθετήσει διαφορετικά την μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις, ότι η εν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και να την εδραιώσει. Ωστόσο, οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.
Ευδοκίμωφ, “L’ Orthodoxie”, εκδ. Delachaux et Niestle, Neuchatel 1959, σ. 343.
Fameree Joseph, “Orthodox Influeceοn the Roman Catholic Theologian Yves Congar, σ.412-413.
Επιστολήιγ, βιβλίοα, κεφ.η, PG 102,725D
Ι. Καρμίρη, «Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία», σελ.353-362.
«Κατά πασών των αιρέσεων», κεφ.Θ΄, στο: Συμεών, αρχιεπ. Θεσσαλονίκης, «Τα άπαντα», Ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης Δ΄ εκδόσεως, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, σελ.32-40
Αγ. Κυρίλλου, επιστολή 57, «ΜαξίμωδιακόνωΑντιοχεί»PG 77,320-321.
ΕυλόγιοςΑλεξ. PG 103, 953
Μητροπολίτου Εφέσου, Χρυσοστόμου (Κωνσταντινίδη), Η αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 184.
Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος), «Εκκλησιολογική θεώρηση των Ιερών Κανόνων», στο Συνέδριο «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις», Βόλος, 8-11.5.2014 (από το λεπτό 18:11 έως 19:58 της εισηγήσεως).
Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο, εκδ. Τήνος Αθήνα 1996, σ. 26-28, 49, 7275.
Αναλυτικότερα για τη στάση των Κολλυβάδων Πατέρων και συγγραφέων της εποχής στην ενδιαφέρουσα μελέτη του πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο, εκδ. Τήνος Αθήνα 1996.
«Όρος της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας συσταίνων μεν το θεόθεν δοθέν άγιον βάπτισμα, καταπτύων δε τα άλλως γενόμενα των αιρετικών βαπτίσματα», στο Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο, εκδ. Τήνος Αθήνα 1996, σ. 128, Ελ. Γιαννακοπούλου, Ο αναβαπτισμός των αιρετικών 1453-1756), Σταθμοί έρευνας και πράξης (ιστορικοκανονική θεώρηση), Αθήνα 2009, σ. 88.
Τὰδογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ.1, Ἀθήνα 1960, σέλ. 105-106.
Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, σελ. 224
Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σελ. 18-19.
Περιοδ. Θεοδρομία, τεύχ. 1, Ιανουάριος- Μάρτιος 2008, ο.π. σελ. 133-137.
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 5 (σ. 3) καί παράγραφος 14 (σ. 6).
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 4 (σ. 2), παράγραφος 7 (σ. 4) καί παράγραφος 10 (σ. 5)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 14 (σ.6καί 7) καί παράγραφος 16 (σ. 7)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 7 (σ. 3 καί 4) καί παράγραφος 15 (σ. 7)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 3 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 2) καί παράγραφος 15 (σ. 7)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 2 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 3), παράγραφος 11 (σ. 5) καί παρ. 14 (σ. 6)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 6 (σ. 3), παράγραφος 8 (σ. 4), παράγραφος 9 (σ. 4) καίὑποσημ. 1 (σ. 8)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 15 (σ. 7)
Συνημμένον Α΄, παράγραφος 13 (σ. 6) καί παράγραφος 9 (σ. 4)
..................................................................................................................................................................
……ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΒΥΔΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ……
Αβύδου Κύριλλος: ''Εμπιστεύομαι την Εκκλησία''
Του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου - romfea.gr
Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον
Εἰσαγωγικὰ
Εἶναι κοινὸς τόπος ὅτι ὁ χριστιανικὸς κόσμος μετὰ ἀπὸ μιὰ περίοδο κοινῆς πορείας χιλίων ἐτῶν, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ δεύτερη χιλιετία διχασμοῦ, ἀμοιβαίας ἀποξένωσης καὶ ἀλλοτρίωσης, στὸν τελευταῖο κυρίως αἰῶνα τῆς δεύτερης χιλιετίας αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη τοῦ διαλόγου καὶ τῆς προσέγγισης μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν ἐπανάκτηση τῆς ἀπολεσθείσας κοινωνίας στὴν πίστη. Εἶναι ἐπίσης κοινὸς τόπος ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἐνεργοποιήθηκαν πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ μετὰ ἀπὸ τὶς πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904, καὶ 1920. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς θεωροῦσαν καὶ θεωροῦν χρέος τους, προσευχόμενες «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καὶ πιστὲς στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν", νὰ ἐργαστοῦν διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ διαλόγου καὶ γιὰ τὴν ἑνότητα, νὰ ἀναζητήσουν τὴν πορεία πρὸς τὴν εἰρήνη καὶ τὴν καταλλαγή, νὰ ὑπερβοῦν τὴν ὀδύνη καὶ τὸ σκάνδαλο τῆς διαίρεσης καὶ τοῦ διχασμοῦ.
Ἡ ὀρθόδοξη πλευρὰ ποὺ ἐκινεῖτο καὶ κινεῖται στὴ διάσταση τοῦ ὀρθοῦ φρονήματος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἀγωνίζεται νὰ ἐκπληρώσει στὴν πράξη τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Ὁ τέλειος ἐν ἀγάπῃ καὶ εἰς ἄκρον ἀπαθείας ἐλθών, οὐκ ἐπίσταται διαφορὰν ἰδίου καὶ ἀλλοτρίου, ἢ ἰδίας καὶ ἀλλοτρίας, ἢ πιστοῦ καὶ ἀπίστου, ἢ δούλου καὶ ἐλευθέρου, ἢ ὅλως ἄρσενος καὶ θηλείας· ἀλλ᾽ ἀνώτερος τῆς τῶν παθῶν τυραννίδος γενόμενος, καὶ εἰς τὴν μίαν φύσιν τῶν ἀνθρώπων ἀποβλε-πόμενος, πάντα ἐξ ἴσον θεωρεῖ, καὶ πρὸς πάντας ἴσως διάκειται».
Γιὰ νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ ἀποδέχεσαι τὸν ἄλλο, νὰ ὑπερβαίνεις τὴν ἀδιαφορία, τὸ φανατισμὸ καὶ τὸ μίσος πρὸς τὸν ἄλλο, τὸ λέγει πολὺ ξεκάθαρα ὁ Ἅγ. Μάξιμος, πρέπει νὰ εἶσαι «ἀνώτερος τῆς τῶν παθῶν τυραννίδος». Χρειάζεται νὰ θυμηθεῖ κανεὶς ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ τὰ λέγει κάποιος ποὺ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ φρόνημα, δηλ. τὴν αὐθεντικὴ καὶ ἀληθινὴ ζωή, διώχτηκε βάναυσα ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία τοῦ καιροῦ του; Δὲν ἔκανε ὁ Ἅγ. Μάξιμος διάλογο μὲ τὴν κακοδοξία τῆς ἐποχῆς του; Καὶ μόνο ἡ συζήτηση μὲ τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη Πύρρο πέρα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐπιστολῶν του εἶναι δεῖγμα καὶ ἀπόδειξη τῆς στάσης του ἀπέναντι στὸ μεῖζον τότε πρόβλημα. Τὸ ἴδιο δὲν ἔκανε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συζητώντας μὲ Ἀρειανούς, Ἀνομοίους, Εὐνομιανούς, Πνευματομάχους; Ὅλοι αὐτοὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι διὰ μέσω τῶν αἰώνων, ἀναδειχθέντες πνευματοφόροι πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲ διεῖδαν ποτὲ τὸ μάταιο τοῦ ἐγχειρήματος τοῦ διαλόγου, δὲν ἐγκατέλειψαν τὴν προσδοκία καὶ τὴν ἐλπίδα, δὲν αἰσθάνθηκαν κόπωση ἀπὸ τὴ μὴ εὐόδωση τῶν προσπαθειῶν τους.
Ἀσφαλῶς καὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα κινούμενες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες αἰσθάνθηκαν τὴν ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ᾽60 νὰ πορευτοῦν αὐτὲς τὴν πορεία τῆς συνάντησης μὲ τὸ λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, μετὰ ἀπὸ τὶς γνωστὲς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων στὴ Ρόδο καὶ τὸ Σαμπεζὺ τῆς Ἑλβετίας. Εἶναι σαφὴς καὶ ἀδιαμφισβήτητη ἡ ἀξία αὐτῆς τῆς πρωτοβουλίας.
Μεταξὺ ἄλλων ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καλεῖται νὰ δώσει τὴ δική της μαρτυρία τῆς δικῆς της παράδοσης, τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης, τῆς ἀποκεκαλυμμένης τοῦ Θεοῦ ἀλήθειας, τῆς καταγεγραμμένης στὴ Βίβλο καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους καὶ ἑρμηνευόμενης ἀπὸ τοὺς ἐκκλησια-στικοὺς πατέρες, μὲ ἀλάθητο ἔσχατο κριτήριο τὴ διαχρονικὴ συλλογικὴ συνείδηση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ. Ὅταν διαλέγεσαι μὲ αὐτοὺς ποὺ κάποιοι καλοῦν αἱρετικούς, κάποιοι ἄλλοι τοὺς καλοῦν ἑτεροδόξους, οὐσιαστικὰ βάζεις ἀνάχωμα σὲ ὁποιαδήποτε προσηλυτιστικὴ διάθεση, διαφορετικὰ ὁ διάλογος γίνεται ἀκόμα πιὸ δύσκολος, ἂν ὄχι ἀδύνατος. Καλεῖσαι καὶ μπορεῖς νὰ ἀντιμετωπίσεις ἀπὸ κοινοῦ τὶς προκλήσεις τοῦ κόσμου τῆς ἀθεΐας καὶ ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι γιὰ προφανεῖς λόγους ἀποτελεσματικώτερη.
Ἐπιζητᾶς νὰ δώσεις μιὰ πιὸ ἠχηρὴ ἀπάντηση στὰ ὀξύτατα σύγχρονα προβλήματα, γιὰ τὴ δικαιοσύνη, γιὰ τὴν εἰρήνη, γιὰ τὸ σεβασμὸ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, γιὰ τὰ οἰκολογικὰ προβλήματα, τὰ προβλήματα βιοηθικῆς ποὺ ὡς ποιμένες χειριζόμαστε πολλὲς φορὲς μὲ τόση ἀνευθυνότητα, ἀπερισκεψία καὶ ἄγνοια, καταστάσεις ἀσύγγνωστες γιὰ Ποιμένες. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὰ ζητᾶς νὰ ἀνακαλύψεις στὸν ἄλλο τὸν ἑαυτό σου καὶ κάθε φορὰ ποὺ τὸ ἀποτυγχάνεις αὐτό, ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νὰ ἀναζητήσεις καὶ τὴ δική σου εὐθύνη, νὰ συναισθανθεῖς τὴν δική σου ὑπαιτιότητα ἐγκαταλείποντας τὴν ἀλαζονεία τῆς αὐτοδικαίωσης.
Ἐάν, γιὰ παράδειγμα, ὁ Μιχαὴλ Κηρουλάριος πρὶν τὸ ἀνάθεμα στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ἄκουγε τὶς σοφὲς ὑποδείξεις τοῦ Πέτρου Ἀντιοχείας καὶ κατόρθωνε νὰ διακρίνει τὴν οὐσία ἀπὸ τὰ «συμβεβηκότα» καὶ τὰ οὐσιώδη ἀπὸ τὰ ἐπουσιώδη, ἡ βιαία καὶ παρορμητική του ἀντίδραση θὰ εἶχε ἀποφευχθεῖ καὶ ἡ πορεία τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου θὰ ἦταν ἴσως σήμερα διαφορετική.
Ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ θὰ προσαχθοῦν πρὸς συζήτηση καὶ ἐπικύρωση στὴν προκείμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξο Σύνοδο τὸν προσεχῆ Ἰούνιο μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης (Σαμπεζύ, 10-15 Ὀκτωβρίου 2015) ἀφορᾶ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, ἕνα κείμενο στὸ ὁποῖο συμπεριελήφθησαν καὶ τὰ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως ποὺ ἀποτελοῦσαν ἰδιαίτερο κείμενο σύμφωνα μὲ τὴν Γ´ Προσυνοδικὴ Συνδιάσκεψη (28 Ὀκτωβ. - 6 Νοεμβρ. 1986).
Τὸ κείμενο ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἱδρυθεῖσα μέσα στὴν ὁποία διαφυλάσσεται ἡ καθολικότητα, δηλ. ἡ πληρότητα καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀποκεκαλυμμένης στὸν κόσμο ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. (§ 1). Τὸ πόσο σημαντικὴ εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ καθολικότητα καὶ ἡ ἀποστολικότητα τῆς πίστης καταδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν § 5, ὅπου ἐπισημαίνεται ὅτι οἱ θεολογικοὶ διάλογοι ὀφείλουν νὰ διεξάγωνται γιὰ νὰ ἀναζητηθεῖ ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ ᾽Ορθόδοξη Ἐκκλησία δὲ διαφοροποιεῖται καὶ ἀποτελεῖ συνέχειά της.
Τὸ ζήτημα τῆς διατήρησης τῆς αὐθεντικότητας τῆς πίστης εἶναι θεμελιῶδες καὶ σοβαρό, ὥστε νὰ ἐπισημαίνεται στὸ κείμενο (§ 22) ὅτι ἡ γνησιότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται ὄχι ἀπὸ κάποιο μεμονωμένο πρόσωπο ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ καὶ τὸ φορέα τοῦ ἀλαθήτου, ἀλλὰ διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀποφαινομένης ἐν συνόδῳ, διὰ τῆς λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ποὺ ἀποτελοῦσε στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα τὸν ἁρμόδιο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων πίστεως. Ἡ ὑψίστη σημασία ποὺ ἀποδίδεται ἀπὸ τὸ κείμενο στὴν καθολικότητα τῆς πίστεως καταδεικνύεται ἀπὸ τὴν καταληκτήριο § 24, ὅπου ἐπίσης τονίζεται ὅτι ἡ μαρτυρία καὶ ὁ διάλογος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὸ λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο δίδεται καὶ ὀφείλει νὰ δίδεται «ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ πίστεώς μας».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλλει κανεὶς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία αὐτοκατανοεῖται σήμερα ὡς ἡ Μία, Καθολικὴ Ἐκκλησία ποὺ ἔχει ὡς κεφαλὴ τὸ Χριστὸ καὶ κατέχει τὸ πλήρωμα καὶ συνιστᾶ τὸ «ἑδραίωμα» τῆς ἀλήθειας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀσφαλῶς καὶ μὲ βεβαιότητα ἀρνητική.
2. Ἡ Μία Ἐκκλησία καὶ ἡ ἀντίληψη περὶ ἀποκλειστικότητας
Εἶναι γνωστὴ ἡ ἀντίληψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης ὅτι στὴ Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ μόνο σ᾽ αὐτὴ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ῞Αγιο Πνεῦμα. Κατὰ συνέπεια ἐκτὸς αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει χάρις Θεοῦ, κατὰ συνέπεια, ὅ,τι τελεῖται ἐκτὸς αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μυστηριακὸ χαρακτῆρα, γιατὶ προφανῶς ὅπου δὲν ὑπάρχει Ἅγ. Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν καὶ μυστήρια.
Μὲ δεδομένες τὶς ἀποσχιστικὲς κινήσεις τοῦ Φηλικισσίμου, τοῦ Νοβατιανοῦ καὶ τοῦ Μαξίμου ποὺ ἐτάραξαν στὴν ἐποχή του τὴν Ἐκκλησία τῆς Καρθαγένης καὶ τῆς Ρώμης, ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς δὲν ἀνεγνώριζε οὔτε τὸ βάπτισμα ποὺ ἐτελεῖτο στὶς ὁμάδες αὐτές, ὅταν κάποιος ἀπὸ τὰ μέλη ἤθελε νὰ εἰσέλθει στὴν κανονικὴ καὶ ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Κατὰ συνέπεια ἦταν ἀναγκαῖος ὁ ἀναβαπτισμὸς.
Οἱ θέσεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ γιὰ τὸ θέμα εἶναι διάχυτες σὲ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του. Δὲν προβληματίζει ὅμως σὲ ἕνα ὑπέρμαχο τῆς ἀκρίβειας ἡ θεώρηση ὅτι ὁ Ρώμης Στέφανος θὰ μποροῦσε νὰ διατηρήσει τὴν ἀντίληψή του γιὰ τὴ μὴ ἀναγκαιότητα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, δὲν ἦταν ὅμως αὐτὸ ἀναγκαῖο νὰ ὁδηγήσει στὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας μεταξὺ Ρώμης καὶ Καρθαγένης;
Ἦταν ἢ δὲν ἦταν οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης προϊὸν τῆς κρίσιμης κατὰ τὰ μέσα τοῦ 3. αἰώνα ἐκκλησιαστικῆς συγκυρίας; Ἐὰν δὲν ἦταν, τότε γιατί ἡ Πενθέκτη ποὺ ἐπικυρώνει στὸ δεύτερο κανόνα της τοὺς κανόνες προγενεστέρων οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων καὶ κανόνες ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων λέγει γιὰ τὸν κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ: «ἔτι μὴν καὶ τὸν ὑπὸ Κυπριανοῦ, τοῦ γενομένου ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἄφρων χώρας καὶ μάρτυρος, καὶ τῆς κατ᾽ αὐτὸν συνόδου ἐκτεθέντα κανόνα, ὃς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων κανόνων τόποις, καὶ μόνον, κατὰ τὸ παραδοθὲν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε».
Ἐὰν ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει βάπτισμα, τότε γιατί ὁ κανόνας εἶχε μόνο τοπικὴ ἰσχύ; Ἐὰν ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει βάπτισμα, μπορεῖ τὸ ὑποχρεωτικὸ βάπτισμα γιὰ τὴ θεολογικὴ ἀντίληψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ νὰ χαρακτηρίζεται ἔτσι ἁπλᾶ ὡς «ἔθος»; Μπορεῖ οἱ δογματικὲς θεωρήσεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ἐὰν πράγματι εἶναι δογματικές, νὰ χαρακτηρίζωνται ἁπλᾶ ὡς «ἔθος», πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι κάποιοι ἄλλοι καὶ ἀλλοῦ μποροῦν νὰ ἀκολουθοῦν ἕνα διαφορετικό «ἔθος»;
Ἐπειδὴ προφανῶς οἱ ἀντιλήψεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ποὺ διακηρύσσουν τὴν ἀποκλειστικότητα δὲν ἐγένοντο δεκτὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οἱ ἱεροὶ κανόνες μὲ σαφήνεια προσδιορίζουν, πότε τὸ βάπτισμα ὡς ἀνυπόστατο χρειάζεται νὰ γίνει, ὅταν κανεὶς προσέρχεται στὴν Ἐκκλησία, πότε ἀπαιτεῖται χρῖσμα καὶ πότε ἀπαιτεῖται μόνο ὁ λίβελλος.
Μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χάρις Θεοῦ ἐκτὸς Ἐκκλησίας; Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπισημαίνει χαρακτηριστικά: «Ἐκεῖνος καὶ πρὸ τῆς ἡμετέρας αὐλῆς, ἦν ἡμέτερος· εἰσεποίει γὰρ ἡμῖν ὁ τρόπος. Ὥστε γὰρ πολλοὶ τῶν ἡμετέρων οὐ μεθ᾽ ἡμῶν εἰσι, οὓς ὁ βίος ἀλλοτριοῖ τοῦ κοινοῦ σώματος· οὕτω πολλοὶ τῶν ἔξωθεν πρὸς ἡμῶν, ὅσοι τῷ τρόπῳ τὴν πίστιν φθάνουσι, καὶ δέονται τοῦ ὀνόματος, τὸ ἔργον ἔχοντες».
Ἐκτὸς δὲ τούτου, τὰ σημεῖα τῆς ὑπέρβασης τῆς Ἰουδαϊκῆς καὶ χριστιανικῆς ἀποκλειστικότητας εἶναι περαιτέρω πολλά. Ἐὰν ἀποδεχθοῦμε τὴν ἀποκλειστικότητα, πῶς μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰουστίνου γιὰ τὸ σπερματικὸ Λόγοι καὶ τὴν πατερικὴ περὶ Ἀσάρχου Λόγου διδασκαλία; Πῶς μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἐνώχ, ὁ Μελχισεδὲκ καὶ ὁ Ἰὼβ δὲν ἀνῆκαν στὀν Ἰσραηλιτικὸ λαό, ἐν τούτοις ἐγνώριζαν τὸν ἀληθινὸ Θεό; Τί σημαίνει ἡ φράση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὰ Λύστρα «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν (ὁ Θεός) ἀγαθοποιῶν...»;
Ἐὰν ἡ δημιουργία καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τότε τί σημαίνει ἡ φράση τοῦ Ἀπ. Παύλου πρὸς τοὺς Ἀθηναίους «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν»; Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «...κατὰ πάντα ὅμοιον τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υϊῷ, ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ δι᾽ Υἱοῦ μεταδιδόμενον καὶ μεταλαμβανόμενον ὑπὸ πάσης τῆς κτίσεως καὶ δι᾽ ἑαυτοῦ κτίζον καὶ οὐσιοῦν τὰ σύμπαντα καὶ ἁγιάζον καὶ συνέχον...».
Τί σημαίνει ἡ φράση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη: «Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον;» Τί σημαίνει ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Εἰρηναίου γιὰ τὶς 4 Διαθῆκες ποὺ συνῆψε ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὴ μὲ τὸ Νῶε, αὐτὴ μὲ τὸν Ἀβραάμ, αὐτὴ μὲ τὸ Μωϋσῆ καὶ ἡ καινὴ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἀρνήθηκε τὴ Χάρη του στὴ Χαναναία; Γιατὶ δὲν τὴν ἀρνήθηκε στὸ Ρωμαῖο Ἑκατόνταρχο; Γιατὶ δὲν τὴν ἀρνήθηκε στὸ Σαμαρείτη Λεπρό; Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ Ἰωάννης παραπονέθηκε στὸ Χριστό, γιατὶ κάποιος ἄλλος ποὺ δὲν ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν μαθητῶν ἔβγαζε δαιμόνια στὸ ὄνομά Του: «διδάσκαλε, εἴδομεν τινα ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτὸν ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ ὑμῖν: Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· μὴ κωλύετε αὐτόν (Μάρκ. 9, 38, 29). Εἶναι δυνατὸν κάποιος ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ τὸ Χριστὸ νὰ βγάζει δαιμόνια καὶ νὰ κάνει θαύματα ἐπικαλούμενος τὸν Ἰησοῦ; Ὁ Χριστὸς ἀπαντᾶ καταφατικά. Αὐτὸ γιὰ μᾶς σήμερα δὲ σημαίνει τίποτα σὲ σχέση μὲ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀνήκουν στὴ δική μας «αὐλή», ὅπως μᾶς λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος;
3. Ἡ ἀπολεσθεῖσα ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Μία, αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανικὸς κόσμος σήμερα δὲν εἶναι διχασμένος κατὰ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν». Εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ ὀντολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔχει σωρευτικὰ τὶς ἰδιότητες τοῦ νὰ εἶναι μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική, ὥστε νὰ εἶναι Μία καὶ ταυτόχρονα Καθολικὴ καὶ ἀντίστροφα ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία νὰ εἶναι μόνο Μία, καὶ ἄλλο πρᾶγμα τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς νὰ ὑπάρχουν ἐκτὸς τῶν κανονικῶν της πλαισίων χριστιανικὲς ὁμάδες, αὐτὲς ποὺ ἀποκαλοῦμε σήμερα ὡς ἑτερόδοξες.
Ἡ ἑνότητα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας δὲ θίγεται ἀπὸ τὴ διαίρεση τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ὁ Μ. Βασίλειος ἐπισημαίνει: «οἶμαι προσήκειν μίαν ταύτην εἶναι σπουδὴν τοῖς γνησίως καὶ ἀληθινῶν δουλεύουσι τῷ Κυρίῳ, τὸ ἐπαναγαγεῖν πρὸς ἕνωσιν τὰς Ἐκκλησίας τὰς πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἀπ᾽ ἀλλήλων διατμηθείσας» (P.G. 32, 528B).
Ὁ Πατριάρχης Ταράσιος στὸν «Ἀπολογητικόν» πρὸς τὸ λαὸ λόγο του πρὶν ἀπὸ τὴ χειροτονία του σὲ Πατριάρχη εἶπε: «ὁρῶ καὶ βλέπω τὴν ἐπὶ τὴν πέτραν Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν τεθεμελιωμένην ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχισμένην νῦν· καὶ διῃρημένην, καὶ ἡμᾶς ἄλλοτε ἄλλως λαλοῦντας, καὶ τοὺς τῆς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανοὺς ἑτέρως».
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς φθάνοντας στὴ σύνοδο τῆς Φερράρας ἐπέδωσε στὸν πάπα ἐπιστολή, ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει: «...σήμερον τὰ τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη, πολλοῖς πρότερον χρόνοις διεσπασμένα τε καὶ διερρηγμένα, πρὸς τὴν ἀλλήλων ἐπείγεται ἕνωσιν· οὐ γὰρ ἀνέχεται ἡ κεφαλὴ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἐφεστάναι διῃρημένῳ τῷ σώματι...». (Ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ἀποκαλεῖ μάλιστα τὴ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ὡς ἀδελφὴ Ἐκκλησία).
Καὶ μόνο ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ ἀποσπάσματα, ἐνῶ θὰ μποροῦσαν νὰ καταγραφοῦν καὶ ἄλλα, προκύπτει ὅτι ἡ διάσπαση, ἡ κατάτμηση ἢ ἡ διάρρηξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ποὺ ἀποτελεῖ ὀδυνηρὸ πραγματικὸ γεγονὸς δὲ θίγει τὴν ὀντολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει Μία. Μία δὲ εἶναι αὐτὴ ποὺ μπορεῖ νὰ διαφυλάσσει καὶ διαφυλάσσει γενομένης τῆς διάσπασης, τὴν ἀποστολικότητα καὶ τὴν καθολικότητα τῆς ἀλήθειας.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτό, τὴν κατάφαση δηλ. τῆς πραγματικότητας τῆς διάτμησης, ἀμφότερα τὰ παραπάνω χωρία μᾶς εἰσάγουν καὶ σὲ ἕνα περαιτέρω προβληματισμό.
Πῶς μπορεῖ ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς νὰ χαρακτηρίζουν τὰ διεσπασμένα τμήματα τοῦ σώματος ὡς Ἐκκλησίες καὶ ὁ Πατριάρχης Ταράσιος νὰ ὁμιλεῖ γιά «ὁμοπίστους», νὰ προσδιορίζει δὲ τὸ σκοπὸ τῶν Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὸ «ἵνα τὴν τῶν ἐκκλησιῶν διάστασιν ἀποσεισάμενοι, τὰ διεζευγμένα πρὸς ἕνωσιν ἐφελκύσωμεν...;» Πῶς μπορεῖ νὰ λέγεται ὅτι στὰ διεσπασμένα τμήματα ἡ κεφαλὴ εἶναι μία, δηλ. ὁ Χριστός; Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες πέρα ἀπὸ τὴ μία Ἐκκλησία ποὺ αὐτονόητα ἐμεῖς σήμερα θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
4. Ἐκκλησία καὶ Ἐκκλησίες
Εἶναι δεδομένο καὶ ἀπολύτως κατανοητὸ ὅτι γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ Ἐκκλησία ἔξω ἀπὸ τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, θὰ πρέπει νὰ ὑπερβεῖ κανεὶς τὴν ἀντίληψη τῆς ἀποκλειστικότητας καὶ νὰ παραδεχθεῖ τὴν ὕπαρξη τῆς χάριτος καὶ τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἐκτὸς αὐτῆς. Μὲ ἄλλα λόγια τίθεται τὸ ἐρώτημα, ἐὰν στὶς διατετμημένες καὶ ἀποσχισθεῖσες ὁμάδες μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν μυστήρια, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος. Οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀποκλειστικότητας ἀρνούμενοι τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος καὶ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ἀπαντοῦν κατηγορηματικὰ ἀρνητικὰ στὸ θέμα αὐτό, μιλώνας μεταξὺ ἄλλων καὶ γιὰ ταύτιση τῶν κανονικῶν μὲ τὰ χαρισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ πιὸ εὔκολο πρᾶγμα βεβαίως στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι νὰ δώσει κανεὶς τὴν ἀπάντηση ποὺ δίνουν οἱ ὁπαδοὶ τῆς ἀποκλειστικότητας. Ἡ ἀπάντηση ὅμως αὐτὴ ἔρχεται νὰ ἀποκρουστεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν παράδοση τῶν Πατέρων μας τὴν καταγεγραμμένη στὶς Οἰκουμενικὲς συνόδους καὶ στοὺς ἱεροὺς κανόνες. Ἐξ ἀρχῆς βεβαίως θὰ πρέπει νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξης χάριτος ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας δὲ σημαίνει ἀπὸ μόνη τὴν ὕπαρξη σωστικῆς χάριτος ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
Εὔκολα κατανοεῖ κανεὶς ὅτι, ἐὰν ἡ ἀδιαμφισβήτητη ἐνέργεια τοῦ Λόγου στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν σωστική, δὲν θὰ χρειαζόταν ἡ ἐνσάρκωσή Του καὶ ἡ κάθοδός Tου στὸν Ἅδη. Κατὰ συνέπεια ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ πνοῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκτὸς Ἐκκλησίας μὲ ἀπόρριψη τῆς ἀντίληψης τῆς ἀποκλειστικότητας, ἡ ἀναγνώριση τοῦ ὑπαρκτοῦ μυστηρίου ἢ μυστηρίων ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀναγνώριση σωστικῆς δύναμης αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ἢ αὐτῶν τῶν μυστηρίων εἶναι ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα βεβαίως εἶναι συναφῆ, δὲν παύουν ὅμως νὰ εἶναι καὶ διαφορετικά. Γιὰ τὸν ὅλο προβληματισμὸ ἀξίζει νὰ ὑπογραμμιστοῦν τὰ ἑξῆς σημεῖα, ἀφορμὴ γιὰ τὰ ὁποῖα δίνουν τὰ πρακτικὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ἱεροὶ κανόνες καὶ ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς μόνης ἁρμοδίας νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ θέμα.
Εἶναι ἀδιαμφισβήτητο ὅτι οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες, ὅταν ἐθέσπισαν τοὺς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ συγκεκριμένες κατηγορίες αἱρετικῶν τὶς ἔκαναν ἀποδεκτὲς στὴν Ἐκκλησία χωρὶς ἐκ νέου βάπτισμα, «ἐκαινοτόμησαν» σὲ σχέση μὲ τὴν ἀποκλειστικὴ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ποὺ σὲ ὅλες καὶ χωρὶς διάκριση τὶς περιπτώσεις ἐπέβαλλε τὸν ἀναβαπτισμό.
Ὅταν δὲ περαιτέρω διαβάζει κάποιος τὰ πρακτικὰ τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκπλήσσεται, ἰδίως ὅταν ἐμφορεῖται ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τῆς ἀποκλειστικότητας, γιὰ τὰ ἑξῆς: Εἶναι δεδομένο ἀπὸ τὰ Πρακτικὰ τῆς Α´ καὶ Γ´ Συνεδρίας τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι κατ᾽ αὐτὲς οἱ ἐπίσκοποι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπέδωσαν τὸ λίβελλο τῆς μετανοίας τους καὶ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία ἐγκαταλείποντας τὴν κακοδοξία τους νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία, τὸ αἴτημά τους ἐγένετο ἀποδεκτὸ καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἀνεγνωρίσθη τὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρίσμα, ἀλλὰ τοὺς ἀναγνωρίστηκε καὶ ἡ ἀρχιερωσύνη τους ποὺ εἶχαν λάβει κατὰ τὴν παραμονή τους στὴν κακοδοξία καὶ μάλιστα ἀδιάφορα ἀπὸ τὸ ἐρώτημα, ἐὰν οἱ χειροτονήσαντες αὐτοὺς εἶχαν λάβει τὴ δική τους χειροτονία, καθ᾽ ὃν χρόνον εὑρίσκοντο στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία ἢ εἶχαν ἤδη περιπέσει στὴν κακοδοξία.
Γιὰ τὸ θέμα περί «τῶν ζητουμένων δύο κεφαλαίων... περὶ τῶν προσερχομένων ἐξ αἱρέσεων τῇ ἁγίᾳ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ καὶ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν χειροτονηθέντων» ἐλήφθη μετὰ ἀπὸ διεξοδικὴ συζήτηση καὶ ἀνάγνωση κειμένων ἀπὸ μεγάλους ἐκλησιαστικοὺς Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος (ἐπιστ. πρὸς Ρουφινιακό) ὁ Μ. Βασίλειος (ἐπιστολὴ πρὸς Νικοπολίτας) καὶ χρήσεις ἐκ τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, δοθείσης ἑρμηνείας στὰ κείμενα αὐτά, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα, ἡ κάτωθι ἀπόφασις: «...ἡ ἁγία σύνοδος ἀπεφήνατο, ὅτι τοὺς προσερχομένους ἐκ τῆς αἱρέσεως, ἀκολουθοῦσα τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἡμῶν, προσδέχεσθαι χρή, ἐὰν ἑτέρα αἰτία οὐκ ἐκβάλλῃ τοὺς τοιούτους ἐκ τῆς ἱερατικῆς τάξεως». Κατὰ συνέπεια οἱ πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀνεγνώρισαν χωρὶς τὴν ὑποχρέωση τῆς ἐπανάληψης καὶ τὸ βάπτισμα καὶ τὴ χειροτονία τῶν εὑρισκομένων στὴν κακοδοξία, προσερχομένων στὴν Ἐκκλησία.
Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα τίθενται στοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἀποκλειστικότητας τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα:
• Μὲ ποιό δικαίωμα καὶ ποίᾳ ἐξουσίᾳ οἱ πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔκαναν δεκτοὺς τοὺς εἰκονομάχους, χωρὶς νὰ ἀπαιτήσουν οὔτε βάπτισμα, οὔτε χρίσμα; Ποιούς ἱεροὺς κανόνες ἐφήρμοσαν γιὰ νὰ προβοῦν στὴν (κατ᾽ οἰκονομία) ἀναγνώριση αὐτῶν τῶν μυστηρίων ποὺ τελέστηκαν κατὰ τὴν περίοδο κατὰ τὴν ὁποία βαπτίζοντες καὶ βαπτιζόμενοι, χρίοντες καὶ χριόμενοι εὑρίσκοντο στὴν κακοδοξία; Ἀσφαλῶς οἱ πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν μποροῦσαν νὰ στηριχθοῦν σὲ κανένα κανόνα, γιατὶ οἱ κανόνες ποὺ προβλέπουν τὴν εἰσδοχὴ τῶν ρητῶς ἀναφερομένων αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν προηγοῦνται χρονικὰ καὶ ἱστορικὰ τῆς ἐποχῆς τῶν Εἰκονομάχων. Τί ἔπραξαν κατὰ συνέπεια, οἱ Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς συνόδου; Ἑρμήνευσαν προφανῶς τὴν προγενέστερη κανονικὴ παράδοση ἀναζητώντας τὸ «νοῦ» καὶ τὸ σκοπό της, τὴν ἑρμήνευσαν καὶ τὴν ἐφήρμοσαν ἀναλογικὰ καὶ διασταλτικά.
Ποιός μποροῦσε νὰ ἐμποδίσει τοὺς Πατέρες ἀπὸ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα, ὅταν ἡ Ἐκκλησία συνέρχεται ἐν συνόδῳ, ἀπὸ τὸ νὰ λάβουν μιὰ τέτοια ἀπόφαση ποὺ νὰ ἀντιμετωπίζει νέα πραγματικότητα, ὥστε νὰ καλυφθεῖ ἕνα «κανονικὸ κενό»; Κατὰ συνέπεια, ποιός μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει σήμερα τὴν Ἐκκλησία συνερχομένη ἐν συνόδῳ νὰ ἀντιμετωπίσει μιὰ νέα πραγματικότητα;
Ἡ σύγχρονη πραγματικότητα ἀσφαλῶς καὶ εἶναι νέα, διότι οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας σήμερα Χριστιανοὶ δὲν εἶναι οὔτε Μανιχαῖοι οὔτε Οὐαλεντιανοί, οὔτε Μαρκιωνιστές, οὔτε Σαβελλιανοί, οὔτε Μοντανιστές, οὔτε Παυλικιανοί, οὔτε Εὐνομιανοί, μὴ ἀποδεχόμενοι τὴν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας σήμερα Χριστιανοὶ δὲν εἶναι οὔτε Ἀρειανοί, οὔτε Ναυατιανοί, οὔτε Ἀπολλιναριστές. Ἐὰν οἱ ἱεροὶ κανόνες ἀναγνωρίζουν τὸ βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα τῶν Νεστοριανῶν, τῶν Εὐτυχιανιστῶν καὶ τῶν Σεβηριανῶν μὲ βαρύτατες χριστολογικὲς κακοδοξίες, ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας σήμερα μπορεῖ νὰ εἶναι αὐστηρότερη;
Ὁ Θεόδωρος Στουδίτης παρέχει σαφέστατη τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὅρου αἱρετικός: «...Τὸ δὲ εἰρηκέναι σε, μὴ διακρῖναι τὸν κανόνα, ἀλλ᾽ ὁριστικῶς ἀποφάναι, τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, ἢ βαπτισθέντας, οὔτε κληρικοὺς δυνατόν, οὔτε πιστούς· ὅτι αἱρετικοὺς ὁ ἀποστολικὸς κανὼν ἐκείνους, ἔφη, τοὺς μὴ εἰς ὄνομα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος βαπτισθέντας καὶ βαπτίζοντας. Καὶ τοῦτο ἐκ θείας φωνῆς τοῦ μεγάλου Βασιλείου διδασκόμεθα».
Ἐξ ἴσου σημαντικὰ εἶναι ὅσα ἐπισημαίνει περαιτέρω: «Εἰ δὲ φαίης· Καὶ πῶς λέγονται αἱρετικοὶ καὶ οὗτος καὶ πάντες οἱ μεταγενέστεροι; Τοῦτο λέγομεν καὶ νοοῦμεν· οἱ μὲν πρῶτοι κυρίως αἱρετικοί, διὰ τὸ εἰς αὐτὸ τὸ καίριον τῆς τριαδικῆς ἡμῶν πίστεως ἠσεβηκέναι. Οἱ δὲ δεύτεροι κατὰ κατάχρησιν, καὶ ὡς ἐκ τῶν πρώτων παρηγμένοι· ὁμολογοῦντες δ᾽ ὅμως εἰς Τριάδα καὶ πιστεύειν καὶ βαπτίζειν ἐν ἰδιώματι οἰκείῳ τῆς ἑκάστης ὑποστάσεως, καὶ οὐχὶ μιᾶς τῶν τριῶν ὑπαρχούσης· κἂν ἐν ἄλλοις ᾑρέτιζον».
Δὲ θὰ πρέπει καὶ δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα ἡ Ἐκκλησία σήμερα νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴ νέα πραγματικότητα καὶ νὰ εἰπεῖ ξεκάθαρα σὲ ποιοὺς ἀπὸ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένους ἀναγνωρίζει, ὅ,τι ἀναγνωρίζει, ἐὰν ἀναγνωρίχει, ὅταν μάλιστα ἡ νέα πραγματικότητα εἶναι τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς ἐποχῆς τῆς θεσπίσεως τῶν ἱερῶν κανόνων; Ὁ σύγχρονος χριστιανικὸς κόσμος, συνολικὰ θεωρούμενος, οὔτε τὶς βαρύτατες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀσπάζεται, οὔτε ἐχθρικῶς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διάκειται, οὔτε προσηλυτισμὸ ἀσκεῖ, οὔτε ἔχει καταδικασθεῖ συνοδικά, ὅπως ἐπιβάλλει ὁ στ´ κανόνας τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπιζητᾶ εἶναι ὁ διάλογος, ὁ ὁποῖος ἀναμφισβήτητα ἀντιμετωπίζει δυσκολίες καὶ μάλιστα σοβαρές, γιατὶ ἡ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὴν ἀποξένωση καὶ μὲ τὴ δική μας εὐθύνη δὲν ὑπερβαίνεται μὲ μία ἢ δύο συναντήσεις τὸ χρόνο -ἐὰν γίνονται καὶ αὐτές.
Ἀναμφισβήτητη εἶναι ἀντίθετα ἡ ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκήθηκε καὶ ἀσκεῖται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη σκέψη στὸν ὑπόλοιπο χριστιακὸ κόσμο μέσα στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κίνησης, δηλ. μιᾶς πορείας ἀγάπης -πάντοτε ἐν ἀληθείᾳ- γιὰ τὴ συνάντησή μας μὲ τοὺς ἄλλους, ὅπως αὐτὸ ἐμφαίνεται καὶ σὲ κείμενα ἐπίσημα καὶ στὴ σκέψη μεμονωμένων Θεολόγων.
Δὲν ἦταν π.χ. εὔκολο πρᾶγμα γιὰ ἕνα Ρωμαιοκαθολικό, μὲ κυρίαρχη τὴν περὶ Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας ἀντίληψη, οὔτε τὴν Πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν νὰ ἀποδέχεται, μὲ ὅ,τι αὐτὸ περαιτέρω σημαίνει, οὔτε τὴν καθολικότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναγνωρίζει, γιὰ νὰ ἀναχθοῦμε ἐνδεικτικὰ στὸ κείμενο τῆς Ραβέννας καὶ ἄλλα κείμενα ποὺ ἀποτελοῦν καρπὸ αὐτοῦ τοῦ διαλόγου. Εἶναι, λοιπόν, προφανὲς ὅτι τὰ σύγχρονα δεδομένα εἶναι τελείως διαφορετικὰ καὶ κατὰ συνέπεια διαφορετικὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων, τῶν ὁποίων ἡ πίστη κατὰ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια ἀποτελεῖ κακοδοξία.
• Οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀποκλειστικότητας ἐκτὸς τοῦ ὅτι θὰ πρέπει πειστικὰ νὰ ἀπαντήσουν, πῶς ἡ ὑπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο προεδρευομένη Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀσκηθείσης οἰκονομίας ἀποδέχεται προσδιορίζουσα τὴ σχέση της μὲ μιὰ ἐντελῶς νέα κακοδοξία τὸ βάπτισμα, τὸ χρίσμα καὶ τὴν ἱερωσύνῃ τῶν εἰκονομάχων προσερχομένων στὴν Ὀρθοδοξία, χωρὶς προγενέστερο κανονικὸ ἔρεισμα, ἀλλὰ ἑρμηνευομένου τοῦ «νοός» τῶν προγενεστέρων ἱ. κανόνων, οἱ ὁποῖοι βεβαίως οὐδέποτε προβλέπουν σωρευτικὰ τὴν ἀναγνώριση τριῶν μυστηρίων (βαπτίσματος, χρίσματος καὶ ἱερωσύνης), ὥστε τὰ μυστήρια αὐτὰ νὰ μὴ τελοῦνται ἐκ νέου, ἀναγνωρισθείσης τῆς ἐγκυρότητας αὐτῶν, ἀκόμα καὶ ὅταν αὐτὰ τελέστηκαν ἀπὸ αἱρετικοὺς καὶ μὴ ἔχοντας ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου κατ᾽ αὐτοῦ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ σὲ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα περισσότερο θεμελιῶδες: Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ ἕνα -κατ᾽ αὐτούς- ἀνυπόστατο μυστήριο ὑποστατό, ὅταν ἀκολουθήσει ἡ προσέλευση στὴν Ἐκκλησία;
῾Η συνήθης ἀπάντηση εἶναι, ὅτι στὴν περίπτωση προσέλευσης στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες 1 καὶ 47 τοῦ Μ. Βασιλείου ἡ Οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατὸν νὰ μεταβάλει τὸ ἀνυπόστατο σὲ ὑποστατό. Ἔτσι ἐδῶ τὸ ἐρώτημα μετατίθεται στό, πῶς ἡ Ἐκκλησία σὲ ἕνα γεγονὸς στὸ ὁποῖο ἡ ἴδια κατ᾽ ἀρχὴν καὶ καθ᾽ ἑαυτὸ δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι τελεῖται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴ συνέχεια τὸ ἀποδέχεται ὡς ἐγκύρως τελεσθὲν στὴν περίπτωση προσεύλεσης στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία.
Εἶναι ἡ ὁμολογία καὶ μόνο τῆς ὀρθῆς πίστης; Ἐὰν συνέβαινε μόνον αὐτό, τότε οἱ κατηχούμενοι ὅλων τῶν αἰώνων δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ βαπτίζωνται, γιὰ νὰ καταστοῦν μὲ τὸν τρόπο μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ πρὶν τὸ βάπτισμα καὶ ὡς προϋπόθεση γιὰ τὸ βάπτισμα διαθέτουν τὴν ὀρθὴ πίστη. Πῶς μπορεῖ ἕνα μυστήριο ποὺ τελέστηκε ἀπὸ ἕνα αἱρετικὸ ἐπίσκοπο ποὺ δὲ διαθέτει ἀποστολικὴ διαδοχή, ὡς εὑρισκόμενος στὴν αἵρεση, νὰ ἀποκτᾶ διὰ μαγείας ἐγκυρότητα καὶ νὰ μὴ τελεῖται ἐκ νέου ἐγκύρως; Μήπως ὑπάρχει στὶς περιπτώσεις αὐτὲς μιὰ ad hoc μὴ δηλούμενη ἀναγνώριση τοῦ μυστηρίου;
Ἐνῶ βεβαίως ἡ μαγεία δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα, ἀνατρέχει κανεὶς στὸν 1. κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ διαβάσει εἶναι ὅτι τὸ βάπτισμα ποὺ τελέστηκε ἀπὸ αἱρετικοὺς ἀναγνωρίζεται κατ᾽ οἰκονομία, ἐνῶ εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἐπίσημα παραπέμπει στὴν ἔννοια αὐτή. Αὐτὸ μόνο ἀναγράφεται, χωρίς νὰ παρέχεται καμιὰ ἄλλη ἑρμηνεία. Τὸ παράδοξο δὲν ἑρμηνεύεται. Ἁπλῶς ὀφείλει, ἢ μᾶλλον φαίνεται νὰ εἶναι ὑποχρεωμένος κάποιος, νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀκριβῶς ἐκεῖ ποὺ προηγουμένως τὴν ἠρνεῖτο.
Εἶναι εὔκολο νὰ κατανοήσει κανεὶς ὅτι ἡ μὴ ἐπανάληψη τοῦ βαπτίσματος γίνεται «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν» ἢ τὴ φράση, «Ἐάν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτος (δηλ. ὁ ἀναβαπτισμός), πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καί τοῖς οἰκονομήσασι τὰ καθ᾽ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον;» Πῶς μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει κανεὶς τὴ φράση τοῦ Μ. Βασιλείου στὸν ἴδιο κανόνα, προκειμένου περὶ τοῦ βαπτίσματος τῶν Καθαρῶν, «ὅτι δεῖ τῷ ἔθει τῷ καθ᾽ ἑκάστην χώραν ἕπεσθαι, διὰ τὸ διαφόρως ἐνδιενεχθῆναι περὶ τοῦ βαπτίσματος αὐτῶν»;
Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν γίνεται διὰ μαγείας; Γίνεται θαυματουργικά; Γίνεται ἀναγνωριζόμενον σὲ συγκεκριμένες περιπτώσεις ὡς προϋπάρχον, γιὰ νὰ διευκολυνθοῦν οἱ πολλοὶ νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία; Ἡ ἑκάστοτε τηρουμένη πρακτικὴ ἀποτελεῖ ἔθος ἢ ἅπτεται τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ παραβιάζεται;
Ἐὰν γίνει δεκτὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἦταν ἀνυπόστατο ἢ ἄκυρο ἰσχυροποιεῖται καὶ ζωοποιεῖται διὰ τῆς εἰσόδου στὴν Ἐκκλησία, τότε ἀποδίδεται στὴ Θεία Χάρη, διὰ τῆς ὁποίας τελοῦνται τὰ μυστήρια, ἀναδρομικὴ ἰσχὺ καὶ ἐνέργεια(!), ἐφ᾽ ὅσον δὲν ἐπαναλαμβάνεται τὸ βάπτισμα. Ἡ Θεία Χάρις ὅμως εἴτε δὲν ὑπάρχει, εἴτε ὑπάρχει καὶ εἶναι ἀπολύτως ἐνεργός. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τὴν στὸν Ἱ. Αὐγουστίνο στηριζόμενη καὶ μετέπεια ὑπὸ τῆς σχολαστικῆς Θεολογίας προβληθεῖσα διάκριση τῶν μυστηρίων σὲ invalida (ἄκυρα) καὶ illicita (παράνομα), σὲ ἐνεργὰ καὶ ἀνενεργά.
Σὲ κάθε ὅμως περίπτωση ἡ ἄσκηση Οἰκονομίας ὑπὸ τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ ὑπὸ τῶν πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων σημαίνει ὅτι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς δὲν παραβιάζεται ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. ὑποδηλώνει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ὡς ἔθος χαρακτηριζόμενη ἀποκλειστικὴ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης δὲν ἀνήκει στὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὸ λέγουν οἱ Ἐκκλησιαστικοί μας Πατέρες καὶ μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ ὁ Ἱ. Φώτιος: «Ἔπειτα δὲ τότε τὰς οἰκονομίας ὁ ὀρθὸς λόγος μεταχειρίζεται, ὅτε τὸ δόγμα τῆς εὐσεβείας οὐδὲν παραβλάπτεται». Καὶ ἀλλοῦ ὁ Ἱ. Φώτιος ἐπισημαίνει: «Μέχρι γὰρ τούτου τὰ τῆς οἰκονομίας ὁ ὀρθὸς λόγος ἀνέχεται, μέχρις ἂν οὐδὲν καινοτομεῖται τῶν τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων». Ἐὰν οἱ παραπάνω προτάσεις τοῦ Ἱ. Φωτίου, εἶναι σωστές - καὶ εἶναι ἀσφαλῶς σωστές, τότε ποῦ ἀναφέρεται ἡ ὑπὸ τοῦ Μ. Βασιλείου ἀσκούμενη Οἰκονομία;
Εἶναι λοιπὸν μιὰ ἡ θεώρηση περὶ αὐτομάτου μεταβολῆς τοῦ ἀνυποστάτου σὲ ὑποστατό, στὴν περίπτωση εἰσόδου στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἱκανοποιητική; Δὲν ἐμφανίζεται τότε ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς Καρθαγένης συνεπέστερος ἀνάμεσα στὶς θεολογικές του θέσεις καὶ στὴν πρακτικὴ ποὺ υἱοθέτησε; Ἐὰν συνέβαινε ὅμως αὐτό, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπεδέχθη τὶς ἐκκλησιολογικές του θεωρήσεις;
Θὰ μποροῦσε κανεὶς στὸ σημεῖο αὐτό, γιὰ νὰ γίνει μιὰ νοηματικὴ παρένθεση, νὰ ἐπαναλάβει αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος λέγει στὸν 21. Κανόνα του στὴν ὁριοθέτηση μεταξὺ πορνείας καὶ μοιχείας: «Τούτων δὲ ὁ λόγος οὐ ῥᾴδιος· ἡ δὲ συνήθεια οὕτω κεκράτηκεν».
Στὸν τελευταῖο αὐτὸ κανόνα ὁ Μ. Βασίλειος ἀκολουθώντας τὶς κοινωνικὲς ἀντιλήψεις τοῦ καιροῦ του καὶ τὴν τότε κρατικὴ νομοθεσία θεσμοθετεῖ σὲ ἱερὸ κανόνα τὴν ἄνιση μεταχείρηση μεταξὺ ἄνδρα καὶ γυναίκας λέγοντας ὅτι ἡ μὲν γυναῖκα τελεῖ μοιχεία εἴτε ἡ συνεύρεση γίνεται μὲ παντρεμένο εἴτε μὲ ἀνύπαντρο ἄνδρα, ἐνῶ ὁ ἄνδρας τελεῖ μοιχεία, μόνο ἐὰν ἡ συνεύρεση γίνει μὲ παντρεμένη γυναῖκα. Θὰ μποροῦσε ποτὲ ἡ Ἐκκλησία σήμερα νὰ ὑποστηρίξει τὴν ἰσχὺ καὶ τὸ κῦρος αὐτοῦ τοῦ κανόνα;
«Τούτων δὲ ὁ λόγος οὐ ῥᾴδιος». Θὰ ἀναφερθεῖ, ἐνδεικτικὰ ἀκόμα ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἡ -σὲ ἄλλη συνάφεια βεβαίως- παραδοξότητα. Στὸν θ´ κανόνα τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαβάζει κανείς: «Πάντα τὰ μειρακιώδη ἀθύρματα, καὶ μανιώδη βακχεύματα, τὰ ψευδοσυγράμματα, τὰ κατὰ τῶν σεπτῶν εἰκόνων γινόμενα, δέον δοθῆναι τῷ ἑπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως, ἵνα ἀποτεθῶσι μετὰ τῶν λοιπῶν αἱρετικῶν βιβλίων...». Σημειωτέον ἐδῶ, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ Βαλσαμών, γιὰ τὰ αἱρετικὰ συγγράμματα «οἱ νόμοι δὲ καίεσθαι ταῦτα ἐπιτρέπουσι... Ταὐτόν ἐστιν τὸ καυθῆναι καὶ τὸ ἀποτεθῆναι ἐν τῷ ἐπισκοπείῳ...».
Τί πρέπει νὰ κάνει λοιπὸν σήμερα ἡ Ἐκκλησία, νὰ προτρέπει τοὺς πιστούς της νὰ ἀναζητοῦν τὰ βιβλία «τῶν αἱρετικῶν» καὶ νὰ παραδίδωνται αὐτὰ στὸν Ἐπίσκοπο;
Τί πρέπει νὰ κάνουν, ὅσοι θεωροῦν τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὡς σύγχρονους αἱρετικούς, νὰ καταστρέφουν καὶ νὰ καίουν τὰ βιβλία τους καὶ τὰ βιβλιοπωλεῖα τους; Ἢ μήπως θὰ πρέπει «τὰ ψευδῶς ὑπὸ τῶν ἀληθείας ἐχθρῶν συμπλασθέντα μαρτυρολόγια... πυρὶ παραδίδοσθαι», σύμφωνα μὲ τὸν 63. κανόνα τῆς Πενθέκτης; Εἶναι δυνατὸ σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ παρομοίου περιεχομένου κανόνες νὰ ἀντιμετωπίζει τὸ σύγχρονο κόσμο ποὺ ζῆ μὲ ἕνα διαφορετικὸ ἀξιακὸ σύστημα σὲ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ κοσμοείδωλο ἀπὸ αὐτὸ τῆς καταγραφῆς τῶν ἱερῶν κανόνων;
Εἶναι δυνατὸν ἱεροὶ κανόνες μὲ τέτοιο περιεχόμενο νὰ διεκδικοῦν σήμερα τὴν αὐθεντία καὶ τὸ κῦρος τῶν δογματικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Μὲ τέτοιους καὶ ἄλλους παρομοίου καὶ ἀναλόγου περιεχομένου κανόνες ἀπευθυνόμαστε σήμερα στὴ σύγχρονη κοινωνία, προκειμένου ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐπιτελέσει τὸ σωτηριῶδες της ἔργο;
Τὰ ἐλάχιστα αὐτὰ παραδείγματα ἀρκοῦν γιὰ νὰ καταδείξουν ὅτι ναὶ μὲν οἱ ἱεροὶ κανόνες ἐξετέθηκαν ἀπὸ τίς «σάλπιγγες τοῦ Πνεύματος», μόνο ποὺ τὸ Πνεῦμα σήμερα ἠχεῖ διαφορετικά. Δύσκολα μπορεῖ σήμερα κάποιος νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι ἱεροὶ κανόνες μὲ τέτοιο περιεχόμενο, ὅπως ἐνδεικτικὰ κατεγράφη στὶς δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις, μποροῦν νὰ ἀσκήσουν τὴ θεραπευτική τους λειτουργία προάγοντας τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα «πρὸς ψυχῶν θεραπείαν καὶ ἰατρείαν παθῶν». Τὸ νὰ ξαναδοῦμε τοὺς ἱεροὺς κανόνες ποὺ τόσο κακοποιοῦνται στὶς ἡμέρες μας προβαίνοντας στὴ δέουσα ἀνακάθαρση ἀποτελεῖ ἐπείγουσα ἀναγκαιότητα ποὺ ὁπωσδήποτε χρειάζεται τὴν πανορθόδοξη συναίνεση. Ὁ συγκυριακὸς χαρακτήρας τῶν ἱερῶν κανόνων εἶναι ὅμως ἀδιαμφισβήτητος.
• Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὸ πῶς θεωρεῖ κανεὶς τοὺς ἱεροὺς κανόνες γενικῶς -μὲ ἀφετηρία τὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν κανόνων ποὺ συγκεκριμένα ἀναφέρονται στὴν εἰσδοχὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία κατονομάζοντας τοὺς συγκεκριμένους αἱρετικοὺς ποὺ γίνονται δεκτοὶ χωρὶς βάπτισμα ἢ χωρὶς βάπτισμα καὶ χρίσμα, κατὰ πολὺ περισσότερο, ὅταν οἱ σύγχρονοι ἑτερόδοξοι γιὰ τοὺς λόγους ποὺ προαναφέρθηκαν δὲν μποροῦν νὰ ἐμπίπτουν στὶς κατηγορίες τῶν αἱρετικῶν ποὺ αὐτοὶ περιλαμβάνουν- εἶναι ἐπιβεβλημένο καὶ ἀπὸ τὰ πράγματα ἀναγκαῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὑπερβαίνουσα τὴν ἀποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, νὰ ἀποφανθεῖ, ἐὰν ἀναγνωρίζει μυστήρια ἐκτὸς αὐτῆς, ποιὰ εἶναι αὐτὰ καὶ ποίων ἑτεροδόξων συγκεκριμένα τὰ μυστήρια ἀναγνωρίζονται, ἐὰν ἀναγνωρίζονται. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ σύνολό της οὐδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους. Αὐτονόητα ὁ προβληματισμὸς αὐτὸς ὀφείλει νὰ ἑστιαστεῖ πρωτίστως στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, τὸ εἰσαγωγικὸ μυστήριο σὲ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνδεχομένως ἀναγνωρισθεῖ ὁ ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας μιᾶς τέτοιας κοινότητας δὲ θίγει σὲ τίποτα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ διατηρεῖ τὴν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια αὐτὴ τίποτα δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὀνομάσουμε αὐτὲς τὶς χριστιανικὲς κοινότητες Ἐκκλησία, ὅπως τὸ κάνει ἄλλωστε καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς στὰ χωρία ποὺ ἀνωτέρω ἐπισημάνθηκαν ἢ οἱ πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ κάνουν λόγο γιά Ἐκκλησία τῶν «πονηρευομένων», ὄχι ἁπλᾶ ἐξ αἰτίας τῆς κακοδοξίας τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ κυρίως ἐξ αἰτίας τῆς ἐχθρότητας καὶ τῶν δολίων μέσων ποὺ χρησιμοποιοῦσαν κατὰ τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι τυχαῖο καὶ θεολογικὰ δὲ σημαίνει τίποτα ἡ ἀπάντηση τοῦ Πατριάρχη Ταρασίου, ὅταν θὰ χρειαστεῖ νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς χειροτονίας τοῦ Ἀνατολίου, τοῦ Προέδρου τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος εἶχε χειροτονηθεῖ παρουσίᾳ τοῦ εὐτυχοῦς «ὑπὸ Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς»; ῾Η ἀπάντηση εἶναι: «....ἐκ Θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία». Ἐὰν ἡ περίπτωση τοῦ Ἀνατολίου δὲν εἶναι πειστική, πῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει κανεὶς τὴν περίπτωση τοῦ Μελετίου Ἀντιοχείας ποὺ χειροτονήθηκε ἀπὸ Ἀρειανούς ἢ τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων ποὺ ἐπίσης χειροτονήθηκε ἀπὸ Ἀρειανούς; Πῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ἐπίσκοποι ποὺ μετεῖχαν στὴ Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Μακεδόνιο καὶ Εὐδόξιο; Πῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπίσκοποι ποὺ εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀλεξανδρείας Πέτρο Μογγό, μονοφυσίτη αἱρετικό, ὁ ὁποῖος ἐφόνευσε τὸν κανονικὸ ποιμένα τῆς Ἀλεξάνδρειας Προτέριο, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε καθαιρέσει τὸν Πέτρο, ἔγιναν δεκτοὶ στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία καὶ μάλιστα ὡς ἐπίσκοποι; Πῶς μπορεῖ καὶ στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἡ χειροτονία νὰ θεωρηθεῖ «ἐκ Θεοῦ» καὶ νὰ γίνει ἀποδεκτή;
Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ προσδώσει ἐκκλησιαστικὸ χαρακτῆρα σὲ μιὰ συγκεκριμένη κοινότητα ποὺ δὲν ἀνήκει στὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀναγνωρίζοντας πρωτίστως στὰ μέλη της βάπτισμα; Αὐτὸ ἀσφαλῶς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει μόνο ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ, οἱ ἐπίσκοποι ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁρατὲς κεφαλὲς τῶν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν ὁποίων ἐκφράζουν τὸ φρόνημα, οἱ ἔχοντες τὴν ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν» καὶ οἱ κατέχοντες «τὰς κλεῖς» τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἡ Ἐκκλησία ὑπὸ τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνερχομένη θέτοντας σταθερὰ κριτήρια, ἀποτιμώντας πρωτίστως τὴν ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη. Ἡ Ἐκκλησία δὲ δεσμεύεται ἀπὸ κανονικὲς ρυθμίσεις ποὺ ἀναφέρονται σὲ δογματικὲς ἀποκλίσεις ἄλλων ἐποχῶν, προφανῶς δὲν ἀναφέρονται στὶς σύγχρονες ἐκτὸς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χριστιανικὲς κοινότητες ποὺ οὐδέποτε συνοδικὰ ἐπισήμως ἔχουν καταδικασθεῖ, ἔχουν ποιμαντικὸ χαρακτῆρα καὶ ποιμαντικὴ σκοπιμότητα, ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ λόγου δὲν παρουσιάζουν πάντα μιὰ ἑνιαία καὶ σταθερὴ στάση ἀπέναντι στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένους, ὅπως κατωτέρω θὰ καταδειχθεῖ. Οἱ ἱεροὶ κανόνες οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἀπολυτοποιοῦνται ὡς πρὸς τὸ κῦρος καὶ τὴν ἰσχύ τους. Δὲν ἐντάσσονται στὴ σωτηριώδη δογματικὴ ἐμπειρία καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελοῦν ἐκφρασή της ποὺ λειτουργεῖ μὲ διαφορετικὸ τρόπο στὴν ἑκάστοτε συγκυρία ὡς μέσο γιὰ τὴ σωτηρία στὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ἔζησε χωρὶς κανόνες, ἐπιτελῶντας στὸν κόσμο τὸ σωτηριολογικό της ἔργο. Ἡ Ἐκκλησία ἀσφαλῶς ὑπέρκειται τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ δὲν ὑπόκειται σ᾽ αὐτούς. Ἐκτὸς τούτου οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἐπίσημα καὶ μὲ συνοδική της ἀπόφαση -ἀνεξάρτητα ἀπὸ προσωπικὲς γνῶμες- κήρυξε expressis verbis ὅλα καὶ χωρὶς διάκριση τὰ ἐκτὸς αὐτῆς τελούμενα μυστήρια ὡς ἐντελῶς ἀνυπόστατα καὶ δὲν οἰκειοποιήθηκε τὸ ἀξίωμα: «Salus extra Ecclesiam non est». Αὐτὸ ὑποδηλώνει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Πενθέκτη χαρακτηρίζει τὶς ἐκκλησιολογικὲς θεωρήσεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ὡς «ἔθος». Δὲν ἐγνώριζε ὁ Μ. Βασίλειος τὶς ἐκκλησιολογικὲς θεωρήσεις τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ὅταν λέγει ὅτι «δεῖ τῷ ἔθει τῷ καθ᾽ ἑκάστην χώραν ἕπεσθαι»; Ἁπλῆ ἀνάγνωση τοῦ πρώτου κανόνα ἀρκεῖ γιὰ τὴν ἀπάντηση.
Μὲ βάση αὐτὰ τὰ δεδομένα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀναγνώριση τοῦ ὑποστατοῦ τοῦ βαπτίσματος ἑτεροδόξων, ὅταν πρωτίστως ἀποστῆ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἀποκλειστικότητας. Ἡ ἀποκλειστικότητα δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μόνο μιὰ Ἐκκλησία ποὺ ξεπερνᾶ τὴ στατικότητά της, τῆς ὁποίας τὸ πλήρωμα αὐξάνει στὴ γνώση τῆς ἀλήθειας ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο, μπορεῖ νὰ συλλάβη τὴν οἰκουμενικότητα τῆς διάστασης τῆς ἐνανθρώπισης καὶ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ προσδιορίσει μὲ σαφήνεια καὶ τὴν ἀπαιτούμενη διάκριση συγκεκριμένες της ἐκφάνσεις σὲ συγκεκριμένες περιπτώσεις, ἀντιμετωπίζοντας τὴ σύγχρονη πραγματικότητα.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἐξ ἄλλου καὶ ἡ σχετικὴ ἐπὶ τοῦ θέματος τοποθέτηση τοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα: «Ἀλλ᾽ ἐὰν τὰ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν ἢ σχισματικῶν τελούμενα εἶναι ἄκυρα καὶ κατ᾽ ἀκρίβειαν δέον νὰ ἐπαναλαμβάνωνται, δὲν δυνάμεθα ὅμως νὰ χαρακτηρίσωμεν αὐτὰ πάντῃ ἀνυπόστατα». Περαιτέρω ἐπισημαίνει: «Εἶναι ἀτελῆ καὶ παραμεμορφωμένα, καθ᾽ ὃ μέτρον καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ διδασκαλία αὐτοῦ ἔχει παραμορφωθεῖ παρὰ τοῖς τελεσιουργοῖς καὶ μεταλαμβάνουσι τούτων ἢ τὸ κῦρος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει καταληθῆ ὑπ᾽ αὐτῶν». Ἀφοῦ τὰ ἐκτὸς Ἐκκλησίας τελούμενα μυστήρια εἶναι οὐχί «πάντῃ ἀνυπόστατα», ἄρα διαθέτουν κάποια ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτὰ καὶ κατ᾽ ἐπέκταση ἔγκυρα. Στηριζόμενος κανεὶς στὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ διωρωτᾶται, τί ἐμποδίζει σήμερα τὴν Ἐκκλησία νὰ ἀποδεχθεῖ κατὰ περίπτωση τὰ μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων ὡς οὐχί «πάντῃ ἀνυπόστατα»; Εἶναι ὅμως δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Καθηγητὴς Π. Τρεμπέλας, τὰ οὐχί «πάντῃ ἀνυπόστατα» μυστήρια νὰ τὰ θεωρεῖ ἄκυρα; Ἡ Θεία Χάρις δηλ. εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ λειτουργεῖ ἀκύρως; Ἡ Θεία Χάρις εἴτε ὑπάρχει καὶ εἶναι ἐνεργός, εἴτε δὲν ὑπάρχει.
Θὰ εἶναι ὅμως ἡ ἀναγνώριση γιὰ συγκεκριμένες περιπτώσεις τοῦ μὴ ἀνυποστάτου τοῦ βαπτίσματος κάτι τὸ ἐντελῶς καινούργιο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Ἀσφαλῶς καὶ δὲ θὰ εἶναι κάτι τὸ καινούργιο. Στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑποχρεώνει στὸ «ἀναβαπτίζεσθαι» δὲν ἀναγνωρίζει προϋπάρχον βάπτισμα; Πῶς ὑποκαθίσταται ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ βαπτίσματος, μαγικῶς ἢ θαυματουργικῶς; Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἀριστηνοῦ στὸ 47. κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείουποὺ μᾶς προσγειώνει περισσότερο ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀνάλογα κείμενα στὴν πραγματικότητα: «Πλὴν ὁ ἕβδομος κανὼν τῆς ἐν Λαοδικείᾳ συνόδου καὶ ὁ ἕβδομος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ ὁ ηε´ (95.) τῆς ἐν Τρούλλῳ ἕκτης συνόδου, τῶν Ναυατιανῶν, καὶ Καθαρῶν, καὶ Τεσσαρασκαιδεκατιτῶν τὸ βάπτισμα δέχεται προσερχομένων τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ ἀναθεματιζόντων πᾶσαν αἵρεσιν καὶ τὴν ἑαυτῶν». Ὅταν λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία «δέχεται τὸ βάπτισμα», δὲν τὸ ἀναγνωρίζει ὡς προϋπάρχον; Ἤ, μήπως δέχεται τὸ βάπτισμα ἐξ αἰτίας τῆς προσέλευσης στὴν Ἐκκλησία ἀποδίδοντας στὴ Θεία Χάρη ποὺ τὸ τελεῖ ἀναδρομικὴ ἰσχύ; Ἤ, μήπως ἡ ὀρθὴ πίστη καθιστᾶ πλέον περιττὸ τὸ βάπτισμα; Εἶναι προφανές ὅτι στὰ δύο τελευταῖα ρητορικὰ ἐρωτήματα ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητική.
Στοὺς νεώτερους αἰῶνες σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τῆς κάθε μίας χωριστὰ τελοῦνται μικτοὶ γάμοι ὀρθοδόξων μὲ σύγχρονους ἑτεροδόξους. Ἡ τέλεση μικτοῦ γάμου δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σημαίνει ad hoc ἀναγνώριση βαπτίσματος. Διαφορετικὰ ἡ τέλεση ἑνὸς τέτοιου γάμου δὲ θὰ ἦταν ἐφικτή. Εἶναι ἀντιφατικὸ καὶ ἀδιανόητο νὰ τελεῖται γάμος ὀρθοδόξων μὲ ἑτεροδόξους καὶ νὰ θεωρεῖται ἡ ἑτερόδοξη πλευρὰ ὅτι στερεῖται βαπτίσματος. Ἡ τέλεση μικτῶν γάμων εἶναι ἕνας παγιωμένος στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση θεσμὸς καὶ τὸ πρόβλημα ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίας ποὺ τοὺς τελοῦν, ἀλλὰ στοὺς ὀπαδοὺς τῆς ἀποκλειστικότητας ποὺ εἴτε ὡς ἐπίσκοποι ἐκδίδουν τὶς σχετικὲς ἄδειες γάμου, εἴτε ὡς πρεσβύτεροι τοὺς ἱερολογοῦν, συμπροσευχόμενοι μάλιστα μὲ τοὺς ἑτεροδόξους «αἱρετικούς».
Δὲν ἀποτελεῖ ἡ τέλεση μικτοῦ γάμου συμπροσευχή; Θὰ ἦταν εὐχῆς ἔργο, οἱ ὀπαδοὶ τῆς ἀποκλειστικότητας ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ ἀποκτήσουν τὴ δέουσα συνέπεια πεποιθήσεων καὶ πράξεων, νὰ ἀναγνώσουν καὶ τὸν θ´ κανόνα τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας ποὺ κατόπιν ὑποβληθείσης σ᾽ αὐτόν ἐρωτήσεως ἀσφαλῶς ἐπιτρέπει τὴν παρουσία «ἀρειανῶν ἢ ἄλλων αἱρετικῶν» στὴ Θ. Λειτουργία μέχρι τοῦ ἀσπασμοῦ καὶ τῆς Ἀναφορᾶς καὶ ἑρμηνεύει τὴν ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» καὶ στοὺς ἄλλους κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὴ συμπροσευχή, παρότι αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ συμπεριλαμβάνουν αὐτονόητα καὶ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους.
Διαφορετικὰ ἡ ἀντίφαση μεταξὺ τῶν ἱερῶν κανόνων ποὺ ἐπικυρώθηκαν ὅλοι ἀπὸ τὸ 2ο κανόνα τῆς Πενθέκτης εἶναι προφανής.
Ἡ τέλεση μικτῶν γάμων στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες συνιστᾶ μιὰ σιωπηρὴ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων, ἐνῶ οἱ παλινδρομήσεις ποὺ ἑνίοτε παρουσιάζονται στὸ θέμα αὐτὸ μὲ τὴν ἀπαγόρευσή τους δείχνει ὅτι ἡ ἀντιμετώπισή τους δὲν εἶχε θεολογικὰ κριτήρια, διότι ἐὰν αὐτὰ συνέτρεχαν ἀπαγορευτικά, δὲ θὰ εἶχαν ποτὲ συναφθεῖ μικτοὶ γάμοι, ἀλλὰ κριτήρια συγκυριακὰ προσδιοριζόμενα ἀπὸ ἱστορικὲς παραμέτρους καὶ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ποιότητα τῆς στάσης τῶν ἑτεροδόξων ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτὸ δὲν καταδεικνύεται ἱστορικὰ ἀπὸ τὴν ἀτυχῆ προσπάθεια τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου νὰ ἐπιβάλει τὸ 1755 τὸν ἀναβαπτισμὸ τῶν Λατίνων, παρὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Μεγάλης Συνόδου τοῦ 1484 στὴν Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀπαιτεῖτο μόνο Χρίσμα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Μεγάλη Σύνοδος τοῦ 1484 ἐρύθμισε αὐστηρότερα τὴν εἰσδοχὴ τῶν Μονοφυσιτῶν ἀπαιτήσασαι ἀντὶ τοῦ λιβέλλου, ὅπως ὅριζε ὁ 95. κανὼν τῆς Πενθέκτης, τὴν τέλεση καὶ χρίσματος.
Παράλληλα τὸ γεγονὸς ὅτι μετὰ ἀπὸ Πανορθόδοξες ἀποφάσεις διεξάγεται θεολογικὸς διάλογος μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, Λουθηρανούς, Ἀγγλικανούς, Μεταρρυθμισμένους, Παλαιοκαθολικοὺς καὶ Προχαλκηδο-νίους συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ αὐτοὺς ὁ μικτὸς γάμος εἶναι δυνατὸς καὶ ὑπάρχει σιωπηρὴ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματός τους καὶ ἐκκλησιολογικὴ ἀναγνώριση τῶν κοινοτήτων τους, ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ ἀνωτέρω ἀνεπτύχθη καὶ δὲν καταργεῖ ἢ ἀμφισβητεῖ τὴν καθολικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος οὐδόλως κατ᾽ ἀνάγκη σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς καὶ ἀναγνώριση ἄλλων μυστηρίων, παρότι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ προβεῖ σὲ κάτι τέτοιο ἐν Συνόδῳ, μὴ ὑπαρχούσης ἀσφαλῶς τῆς δυνατότητας γιὰ πληρότητα τῆς κοινωνίας διὰ τῆς Θ. Εὐχαριστίας, καθ᾽ ὅσον χρόνο θὰ ὑπάρχουν διαφορὲς περὶ τὴν πίστη.
Ἐκτιμᾶται ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἀγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ὀφείλει νὰ προσδιορίσει τὶς κοινότητες τῶν ἑτεροδόξων μὲ τὶς ὁποῖες διεξάγεται ὁ διάλογος, ὅπως τὸ ἔκανε ἡ ἀπόφαση τῆς Γ´ Προσυνοδικῆς Διάσκεψης τοῦ 1986, προσδιορίζοντας αὐτονόητα ταυτόχρονα -ὄχι συγκεκαλυμμένα, ἀλλὰ ξεκάθαρα- καὶ τὶς κοινότητες τῶν ἑτεροδόξων, στὶς ὁποῖες προφανῶς ἀναγνωρίζει ἐκκλησιολογικὴ ὑπόσταση καὶ τὶς θεωρεῖ ὡς Ἐκκλησίες πάντα ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ προαναφέρθη, κάτι τὸ ὁποῖο προφανῶς ὅμως ἐμπεριέχει τὴν ἁπλῆ ἀναγνώριση τῆς ἱστορικῆς τους ὕπαρξης. Γιὰ ὅσες χριστιανικὲς κοινότητες δὲ συμβαίνει αὐτό, τὸ κείμενο κάνει λόγο γιὰ Ὁμολογίες, μὲ τὶς ὁποῖες μπορεῖ μὲν νὰ ὑπάρχει ἢ νὰ ἀρχίσει διάλογος, δὲν τοὺς ἀναγνωρίζεται ὅμως ἐκκλησιαστικός χαρακτήρας.
5. Οἱ κανόνες 7 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ 95 τῆς Πενθέκτης καὶ ὁ ποιμαντικός τους χαρακτήρας.
Στὴν § 20 τοῦ κειμένου γίνεται λόγος γιὰ τὶς προοπτικὲς τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες ποὺ προσδιορίζονται ἐπὶ τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεων ποὺ θέτουν οἱ κανόνες 7 τῆς Β´ Οἰκ. Συνόδου καὶ 95 τῆς Πενθέκτης. Κατ᾽ ἀρχήν, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ προοπτικές, γίνεται ἀναφορὰ σὲ κάτι ποὺ ἀφορᾶ στὸ μέλλον καὶ ἡ προοπτικὴ τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι μία καὶ μοναδική: Ἡ ἑνότητα στὴν πίστη ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ὅπως ὑποδηλώνει καὶ ἡ § 3 τοῦ κειμένου καὶ ἡ ἐπίτευξη αὐτῆς συνιστᾶ τὸ σκοπὸ τῶν θεολογικῶν διαλόγων. Γι᾽ αὐτὸ ἡ λέξις «προοπτικαί» θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε τεθεῖ καὶ στὸν ἑνικὸ ἀριθμό. Ἄλλωστε, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ἡ § 12 τοῦ κειμένου στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους δὲν ὑπάρχει διαφοροποίησις σκοποῦ, «διότι ὁ σκοπὸς εἶναι ἐνιαῖος εἰς πάντας τοὺς διαλόγους».
Ὅταν διαβάζει κανεὶς τοὺς κανόνες 7 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Συνόδου ἀντιλαμβάνεται ὅτι οἱ κανόνες αὐτοὶ ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένες κατηγορίες αἱρετικῶν ὁμάδων, οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατὸν νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία κατὰ διαφορετικοὺς τρόπους, εἴτε διὰ τοῦ (ἀνα)βαπτισμοῦ, μὴ ἀναγνωριζομένου τοῦ βαπτίσματος ποὺ ἔλαβαν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκόμενοι, εἴτε διὰ χρίσματος μὴ ἐπαναλαμβανομένου τοῦ βαπτίσματος, εἴτε ἁπλῶς διὰ λιβέλλου. Βεβαίως σὲ σχετικὴ συνάφεια εὑρίσκονται καὶ ἄλλοι Κανόνες, ὅπως ὁ 8´ τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς, ποὺ κάνει λόγο γιὰ τοὺς καθαρούς (Ναυατιανούς), οἱ ὁποῖοι ἐγίνοντο δεκτοὶ δι᾽ ἐγγράφου ὁμολογίας, ἐνῶ οἱ κληρικοί τους δὲν ἐχειροτονοῦντο ἐκ νέου (ἀρκούσης τῆς χειροθεσίας), ὁ 19. κανόνας τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς ποὺ κάνει λόγο γιὰ Παυλικιανοὺς (τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως / Μοναρχιανιστές) ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀναβαπτίζωνται, ὁ κανὼν 7 τῆς Λαοδίκειας ποὺ ὁρίζει ὅτι οἱ Ναυατιανοὶ (Φωτεινιανοί – Τεσσαρεσκαιδεκατίτες) θὰ ἔπρεπε νὰ γίνωνται δεκτοὶ διὰ χρίσματος, ὁ κανὼν 8 τῆς Λαοδίκειας ποὺ ἐπιβάλλει τὸν ἀναβαπτισμὸ τῶν Φρυγῶν (Μοντανιστῶν), ὁ Κανὼν 66 τῆς Καρθαγένης ποὺ μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρεται στοὺς Δονατιστὲς ποὺ ἐγίνοντο δεκτοὶ μόνο δι᾽ ἐγγράφου ὁμολογίας («ἐπινεύσαντος καὶ ἐνηχήσαντος τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ἐπιλεξάμεθα ἠπίως καὶ εἰρηνικῶς διαπράξασθαι μετὰ τῶν μνημονευθέντων ἀνθρώπων»), ὁ 1. κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου ποὺ ἐπιβάλλει γιὰ τοὺς Μανιχαίους, τοὺς Οὐαλεντινιανούς, τοὺς Μαρκιωνιστὲς καὶ Πεπουζηνοὺς τὸ βάπτισμα, γιὰ τοὺς Καθαροὺς (Ἐγκρατίτες, Ἀποτακτίτες, Ὑδροπαραστάτες) τὸ βάπτισμα, ἐνῶ ταυτόχρονα μέσα σὲ πνεῦμα οἰκονομίας δέχεται ὅτι οἱ Ἐγκρατίτες, παρότι παραχάραξαν τὴν παράδοση τοῦ βαπτίσματος («ἐπεχείρησαν λοιπόν, ἰδίῳ προκαταλαμβάνειν βαπτίσματι, ὅθεν καὶ τὴν συνήθειαν τὴν ἑαυτῶν παρεχάραξαν»), μπορεῖ νὰ γίνωνται δεκτοὶ μόνο διὰ Χρίσματος, ὅπως αὐτὸ ἐγίνετο στὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας καὶ τέλος ὁ Κανὼν 47 τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅπου ὁ ἴδιος διορθούμενος, ὁρίζει ὅτι οἱ Ἐγκρατίτες (Ναυατιανοί) πρέπει νὰ ἀναβαπτίζωνται. Θεωρεῖ δὲ ὅτι γιὰ τὴν ἀμφιλεγόμενη αὐτὴ πρακτικὴ θὰ πρέπει νὰ συνέλθει σύνοδος γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ ὁ ἀναβαπτισμός τους. Παρότι μιὰ τέτοια σύνοδος δὲ συνῆλθε ποτέ, ὁ δεύτερος κανόνας τῆς Πενθέκτης ἐπικύρωσε καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου ποὺ ἐπιβάλλουν διαφορετικὴ ρύθμιση γιὰ τὸ ἴδιο θέμα. Πῶς ὅμως ὁ Μ. Βασίλειος στὸν 1. κανόνα του ἐνδίδει στό «ἔθος» ποὺ ἐτηρεῖτο στὴν Ἀσία καὶ ἀπαλλάσσει τοὺς Ἐγκρατίτες ἀπὸ τὴν ὑποχρέωση τοῦ βαπτίσματος, ἐὰν γίνει ἀποδεκτὸ ὅτι ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει Ἅγ. Πνεῦμα καὶ συνεπῶς δὲν ὑπάρχει καὶ βάπτισμα; Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητας τοῦ βαπτίσματος ἐπαφίεται στὴν ἀναγνώριση ἢ ὄχι ἑνὸς ἐθίμου;
Ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ἀνάγνωση τῶν προαναφερθέντων κανόνων μπορεῖ κανεὶς νὰ συναγάγει τὰ ἑξῆς συμπεράσματα:
• Ἡ βαρύτητα τῆς πλάνης τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων ἀποτελεῖ θεμελιῶδες κριτήριο -ὄχι βεβαίως τὸ ἀποκλειστικό- γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (π.χ. Μοναρχιανιστές, Μαρκιωνιστές, Μοντανιστές).
• Γιὰ τὴν ἴδια κατηγορία τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων ὁμάδων ἐπιβάλλεται διαφορετικὴ ρύθμιση. Ἐνῶ ὁ 8. Κανόνας τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κάνει δεκτοὺς τοὺς Καθαροὺς μόνο δι᾽ ἐγγράφου ὁμολογίας (ἀναγνωρίζοντας μάλιστα τὴ χειροτονία ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὴ σχισματική τους ὁμάδα), ὁ 8. Κανὼν τῆς Λαοδίκειας ποὺ κάνει δεκτοὺς διὰ χρίσματος. Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Πῶς μποροῦν οἱ κανόνες νὰ ἐπιβάλλουν διαφορετικὴ ρύθμιση γιὰ τὸ ἴδιο θέμα; Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος, ἐνῶ στὸν πρῶτο του κανόνα ὑποχρεώνει τοὺς Ἐγκρατίτες (Καθαρούς) νὰ τελέσουν ἐκ νέου Βάπτισμα, στὸν ἴδιο κανόνα γιὰ λόγους οἰκονομίας καὶ ἀκολουθώντας τὸ ἔθιμο ποὺ ἴσχυε στὴν Ἀσία τοὺς κάνει δεκτοὺς μόνο μὲ χρίσμα, παρότι παρεχάραξαν τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Μὲ ἕνα ἄλλο κανόνα (47) ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος ἐπιβάλλει τὸν ἀναβαπτισμὸ τῶν Ἐγκρατιτῶν, ἐνῶ ταυτόχρονα ὁ ἴδιος δὲν ἀποδίδει στὴν προσωπική του γνώμη ἀπόλυτο κῦρος, ἀφοῦ ἐπιζητᾶ τὴ σύγκληση συνόδου, γιὰ νὰ ἐπικυρωθεῖ ἀπὸ ἐκείνη ἡ τελευταία του ἄποψη. Τίθεται τὸ ἐρώτημα: Δικαιοῦται ἕνας μεγάλος ἐκκλησιαστικὸς Πατέρας νὰ ἀλλάζει γνώμη γιὰ τὸ ἴδιο θέμα; Γιατὶ ζητᾶ νὰ ἀποφασίσει συνοδικὰ ἡ Ἐκκλησία καὶ δὲν ἐπιζητᾶ νὰ ἐπιβάλει τὴ δική του γνώμη; Ἐὰν ἔτσι σκέφτεται ὁ Μ. Βασίλειος, τὶ θὰ πρέπει νὰ κάνει ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα; Δικαιοῦται νὰ προβάλει τὴ γνώμη του ὡς ἀλάθητο κανόνα;
Μὲ τὰ δεδομένα αὐτὰ προκύπτει ἕνα ἀσφαλὲς συμπέρασμα: Ἡ Ἐκκλησία σὲ διαφορετικοὺς χρόνους ἔκρινε ὅτι εἶχε τὴν ἐξουσία νὰ ρυθμίζει τὴ σχέση της μὲ τὶς ἐκτὸς αὐτῆς αἱρετικὲς ἢ σχισματικὲς ὁμάδες, ἐπιβάλλοντας κάθε φορὰ τὴ δέουσα στὴν περίπτωση ρύθμιση μὲ προέχοντα κάθε φορὰ τὸ ποιμαντικὸ σωτηριολογικὸ σκοπό της.
Μήπως τὸ ἴδιο συμπέρασμα δὲν προκύπτει καὶ ἀπὸ τοὺς κανόνες 7 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ 95 τῆς Πενθέκτης;
Σύμφωνα μὲ τὸν 7. Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ Ἀρειανοί, οἱ Μακεδονιανοί, οἱ Ναυατιανοί (Καθαροί), οἱ Τεσσαρεσκαιδεκατίτες καὶ οἱ Ἀπολλιναριστὲς γίνονται δεκτοὶ στὴν Ἐκκλησία διὰ Χρίσματος. Ἐδῶ παρατηρεῖ κανεὶς μιὰ ἐκπλήσσουσα ἰσοπέδωση μεταξὺ Ἀρειανῶν, Μακεδονιανῶν καὶ Ἀπολλιναριστῶν ποὺ εἶχαν ὑποπέσει σὲ σοβαρὲς τριαδολογικὲς καὶ χριστολογικὲς κακοδοξίες μὲ τοὺς Καθαροὺς καὶ Τεσσαρεσκαιδεκατίτες ποὺ δὲν ἑόρταζαν τὸ Πάσχα ἡμέρα Κυριακὴ ἢ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐδέχοντο σὲ κοινωνία τοὺς πεπτωκότες καὶ τοὺς διγάμους. Πῶς μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ αὐτὴ ἡ ἰσοπέδωση καὶ ἐξομοίωση; Κατὰ τὸν ἴδιο κανόνα 7 τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς οἱ Εὐνομιανοί (ἀκραῖοι Ἀρειανοί), οἱ Μοντανιστὲς καὶ οἱ Σαβελλιανοὶ ὑποχρεοῦνται σὲ βάπτισμα. Ἀπὸ τὶς δύο κατηγορίες ποὺ διακρίνει ὁ κανόνας 7 (μὲ ἐξαίρεση τοὺς Καθαροὺς καὶ τοὺς Τεσσαρεσκαιδεκατίτες) ὁ κανόνας ρυθμίζει τὴ σχέση του μὲ αὐτὲς λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψιν τὴ βαρύτητα τῆς κακοδοξίας, τὴ βαρύτερη πλάνη στὴν τριαδολογική τους διδασκαλία. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου οἱ εὐνομιακοὶ ἐντάσσονται σ᾽ αὐτὴ τὴν κατηγορία καὶ ὄχι διότι δὲν τηροῦσαν τὸν τύπο τοῦ βαπτίσματος.
Σύμφωνα μὲ τὸν 95. Κανόνα τῆς Πενθέκτης οἱ Ἀρειανοί, οἱ Μακεδονιανοί, οἱ Ναυατιανοί (Καθαροί), οἱ Τεσσαρεσκαιδεκατίτες καὶ οἱ Ἀπολλιναριστὲς γίνονται δεκτοὶ διὰ λιβέλλου καὶ χρίσματος. Μιὰ δεύτερη κατηγορία, ὅπως οἱ Παυλιανιστές, οἱ Εὐνομιανοί, οἱ Μοντανιστές, οἱ Μανιχαϊστές, οἱ Οὐαλεντιανοὶ καὶ οἱ Μαρκιωνιστὲς ὑποχρεοῦνται σὲ βάπτισμα. Οἱ Νεστοριανοί, οἱ Εὐτυχιανοί, οἱ Διοσκορῖται, οἱ Σευηριανοὶ καὶ οἱ Μονοθελῆτες γίνονται δεκτοὶ ἁπλῶς διὰ λιβέλλου.
Παρατηρητέα ἐδῶ ὄχι μόνο ἡ διαφορετικὴ ἀντιμετώπιση τῶν Καθαρῶν ποὺ ὑποχρεοῦνται σὲ χρίσμα, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸν 8. κανόνα τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γίνονται δεκτοὶ ἁπλῶς διὰ λιβέλλου, ἀλλὰ ἡ ἐπιεικέστατη μεταχείριση τῶν ὀπαδῶν σοβαροτάτων χριστολογικῶν κακοδοξιῶν, ὅπως οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσίτες καὶ οἱ Μονοθελῆτες σὲ σχέση μὲ τὴ δυσμενέστερη μεταχείριση τῶν Καθαρῶν καὶ τῶν Τεσσαρεσκαιδεκατιῶν. Πῶς δικαιολογεῖται αὐτό; Πῶς μπορεῖ νὰ δικαιολογήσει κάποιος τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ὀπαδοὶ σοβαρῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων, ὅπως οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσίτες καὶ οἱ Μονοθελῆτες, γίνονται δεκτοὶ ὡς παρασυνάγωγοι σύμφωνα με τὴν τριμερῆ διάκριση τοῦ Μ. Βασιλείου στὸν 1. κανόνα του γιὰ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας σὲ αἱρετικούς, σχισματικοὺς καὶ παρασυναγώγους, ἀπαιτεῖται δηλ. μόνο ὁ λίβελλος; Πῶς παραθεωροῦνται καὶ ὑποβαθμίζονται οἱ ἀποφάσεις τριῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ κατεδίκασαν τὴν κακοδοξία τῶν ἀνωτέρω;
Εὔλογα διερωτᾶται περαιτέρω κανείς, γιατὶ θεωροῦνται ἐπιεικέστερα οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Εὐτυχοῦς, ὁ ὁποῖος μιλοῦσε γιὰ μία φύση τοῦ Χριστοῦ «μετὰ τὴν ἕνωση», οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Διοσκόρου Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Σευήρου Ἀντιοχείας καὶ δυσμενέστερα ὁ πρόδρομός τους Ἀπολλινάριος; Εἶναι διαφορετικὸ τὸ νὰ μιλᾶς γιὰ μία φύση τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν ἕνωση (Εὐτυχής) ἀπὸ τὸ νὰ μιλᾶς γιὰ τὴν ἔλλειψη τῆς λογικῆς ψυχῆς στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ (Ἀπολλινάριος), ὥστε νὰ ἀντιμετωπίζεσαι διαφορετικά; Δὲ ναρκοθετεῖται καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι διαφορετικὸ νὰ ἀποδέχεσαι ὄχι πραγματικὴ ἕνωση, ἀλλὰ συνάφεια τῶν φύσεων, ὄχι ἕνα, ἀλλὰ δύο πρόσωπα (δύο πρόσωπα – δύο υἱούς) ἑνωμένα «ταυτότητι γνώμης» καὶ ἠθικὴ προκοπὴ τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἔκανε ὁ Νεστόριος, ἀπὸ τὸ νὰ δέχεσαι ὅτι ὁ Χριστὸς ἔλαβε ἄψυχο σῶμα (Ἄρειος); Δὲν ἀποτελοῦν καὶ τὰ δύο σοβαρότατες κακοδοξίες, διὰ τῶν ὁποίων καταργεῖται ἡ δυνατότητα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι τὸ ἴδιο νὰ ἀποστερεῖς τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ φυσικό της θέλημα ποὺ κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ στὴ συνέχεια τὴ σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (649) καὶ τὴν ΣΤ´ Οἰκουμενικὴ ἀποτελεῖ ἱκανότητα - ἰδιότητα τῆς φύσεως πηγάζουσα καὶ ἀπορρέουσα ἀπὸ αὐτή, μὲ τὸ νὰ σφάλλεις γιὰ τὴν ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἢ νὰ ἀποδέχεσαι τὶς θέσεις τῶν Καθαρῶν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πεπτωκότων; Ἐπειδὴ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ποὺ νὰ εἶναι πειστικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ προανεφέρθη καὶ συνάγεται ἀβίαστα ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ 95. Κανόνα:
Ἡ Ἐκκλησία λαμβάνουσα σοβαρὰ ὑπ᾽ὄψιν της τὴν ἑκάστοτε συγκυρία οἰκονομεῖ στὸ πλαίσιο τῆς ποιμαντικῆς της πρόνοιας τὴ σχέση της μὲ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς εὑρισκομένους κατὰ διαφορετικοὺς τρόπους, χωρὶς ἀκόμα καὶ ὁ βαθμὸς τῆς κακοδοξίας νὰ ἀποτελεῖ τὸ ἀποκλειστικὸ καὶ ἀπόλυτο κριτήριο, ἔχουσα τὴν πρὸς τοῦτο ἐξουσία καὶ ἀναζητοῦσα κατὰ περίπτωση τὴ δέουσα λύση.
Τί προσφέρουν ὅμως αὐτοὶ οἱ δύο κανόνες (7. τῆς Β´ Οἰκ. καὶ 95 τῆς Πενθέκτης) σὲ μᾶς σήμερα (χωρὶς νὰ ἀγνοοῦνται οἱ ἄλλοι σχετικοὶ κανόνες καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ πράξη) καὶ γιατὶ ἀναφέρονται στὸ κείμενο, ἐνῶ ἀφοροῦν τοὺς προσερχομένους ἀπὸ τὴν αἵρεση ἢ τὸ σχίσμα στὴν Ἐκκλησία ὁμάδων ποὺ δὲν ὑπάρχουν σήμερα (μὲ ἐξαίρεση κυρίως τοὺς Προχαλκηδόνιους); Τὸ τελευταῖο δεδομένο ἐπιβάλλει νὰ ἀναζητηθεῖ ὁ «νοῦς» τῶν κανόνων καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ μποροῦν νὰ γίνουν οἱ κάτωθι παρατηρήσεις – διαπιστώσεις, λαμβανομένων ὑπ᾽ ὄψιν καὶ ἄλλων ἐπισημάνσεων τοῦ κειμένου:
• Ἀνήκει στὴν ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ρυθμίζει τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς ἐκτὸς τῶν κανονικῶν της ὁρίων Χριστιανοὺς κατὰ τὴν κρίση της, ἔχουσα τὴν ἐξουσία καὶ τὴν ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα ὡς πρὸς αὐτό.
• Οἱ κανόνες ἐξυπηρετοῦν μέσα σὲ πνεῦμα φιλανθρωπίας τὴ σωτηριολογικὴ προοπτικὴ τῶν ἐκτὸς αὐτῆς, οὐδέποτε ὅμως expressis verbis τὴν ἀρνοῦνται, ὅταν αὐτοὶ παραμένουν ἐκτὸς τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴ βεβαία καὶ ἀσφαλῆ ὁδὸ σωτηρίας. Ἄλλωστε, ὅπως διαβεβαίωσε ὁ Χριστός, «ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Πατρός μου πολλαὶ μοναί εἰσι» (Ἰω. 14, 2). ῾Η μὴ σωτηρία τῶν ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένων ἀπετέλεσε διδασκαλία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως καὶ τῆς Ὀρθόδοξης.
• Ἡ βαρύτητα τῆς ἀπόκλισης ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα θεμελιῶδες κριτήριο γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς ποιότητας καὶ τοῦ εἴδους τῶν σχέσεων αὐτῶν, χωρὶς ὅμως ἀπολυτοποιούμενο νὰ εἶναι τὸ μοναδικό, ἐμφιλοχωρούντων καὶ ἄλλων παραγόντων ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἑκάστοτε ἱστορικὴ συγκυρία. Ὀφείλει νὰ γίνει συνειδητὸ καὶ κατανοητὸ ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες, σὲ διαφορετικὲς ἱστορικὲς περιόδους θεσπισμένοι, ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς μιᾶς αἰώνιας ἀλήθειας, ἡ ἔκφραση ὅμως αὐτὴ δὲν εἶναι ἑνιαία στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας ποικίλουσα κατὰ τὶς χρονικὲς συγκυρίες.
• Οἱ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκόμενοι ἑτερόδοξοι ποικίλοντες ὡς πρὸς τὴ βαρύτητα τῆς ἀπόκλισης, ἀφοῦ καταστεῖ ἡ εὐχαριστιακὴ μαζί τους κοινωνία δυνατὴ μετὰ τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους των τῆς κοινῆς πίστεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, εἴτε σήμερα κεῖνται «ἐγγύς», εἴτε κεῖνται «μακράν», ὅταν θὰ ὁμολογοῦν μαζί μας τὴν κοινὴ πίστη, θὰ ἀνήκουν στὴ μία καὶ καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς πάντα νὰ ἀπαιτηθεῖ οὔτε βάπτισμα, οὔτε χρίσμα.
• Ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ -αὐτὸ μᾶς ὑποδεικνύει καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Μ. Βασιλείου- καὶ μόνον αὐτὴ ἔχει τὴν ἀποκλειστικὴ ἐξουσία, τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ἁρμοδιότητα ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς κανονικὲς ρυθμίσεις ποὺ ἄλλωστε δὲν ἀφοροῦν τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους νὰ ἀναγνωρίσει ἢ μὴ τὸ ὑποστατὸ μυστηρίων συγκεκριμένων κατηγοριῶν ἑτεροδόξων καὶ πρίν ἀκόμα τὴν ὁμολογία τῆς κοινῆς πίστεως, ἐὰν αὐτὴ αὐτὸ κρίνει. Τὸ δικαίωμα αὐτὸ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐρείδεται -ἀναγκαία ἡ ἐπανάληψη- στὴν ἴδια τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ ἐρύθμισε τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς.
• Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, χωρὶς φυσικὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κανόνας ποὺ νὰ ἀναφέρεται στοὺς εἰκονομάχους, τοὺς ἔκανε δεκτοὺς χωρὶς βάπτισμα καὶ χρίσμα, μόνο μὲ τὴν ἀπόδοση ἐκ μέρους τους τῆς ὁμολογίας τῆς ὀρθῆς πίστεως. Ποίᾳ ἐξουσίᾳ ἐγένετο αὐτό;
• Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος –χωρὶς κανονικὸ ἔρεισμα- ἔκανε δεκτοὺς στὴν Ἐκκλησία εἰκονομάχους ἐπισκόπους χωρὶς νὰ ζητήσει τὴν ἐπανάληψη ὄχι μόνο τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος, ἀλλὰ οὔτε τῆς χειροτονίας. Ἔγιναν μάλιστα καὶ ἐπίσκοποι δεκτοὶ ποὺ εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπὸ ἐπισκόπους ποὺ δὲ διέθεταν ἀποστολικὴ διαδοχή, ἡ ὁποία -κατὰ τὴ γνώμη τῆς ἀποκλειστικῆς Ἐκκλησιολογίας- διακόπτεται σὲ ὅποιον εὑρίσκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Πῶς δικαιολογεῖται ἡ εὑρεῖα χρήση τῆς Οἰκονομίας; Ποίᾳ ἐξουσίᾳ ἐγένετο αὐτό;
• Ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὸν 8. κανόνα δὲν ἔκανε μόνο δεκτοὺς στὴν Ἐκκλησία χωρὶς βάπτισμα τοὺς καθαρούς, ἀλλὰ ἀναγνώρισε καὶ τὴ χειροτονία ποὺ εἶχαν λάβει οἱ κληρικοί τους, ὅταν εὑρίσκοντο στὴ σχισματικὴ ὁμάδα. Δικαιολογεῖται καὶ ἐδῶ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς εὑρείας χρήσεως τῆς Οἰκονομίας;
• Σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο 8. Κανόνα τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ ἐκ τῶν καθαρῶν προσερχόμενοι ἐπίσκοποι, γίνονται μὲν δεκτοὶ ὡς ἐπίσκοποι, ἀλλά, ἐὰν στὸν ἴδιο τόπο ὑπάρχει ἄλλος ἐπίσκοπος κανονικός, τότε, ἐὰν μὲν συμφωνεῖ ὁ τελευταῖος, ὁ προσερχόμενος στὴν Ἐκκλησία ἐπίσκοπος διατηρεῖ τὸ ἀξίωμα (τιμή) τοῦ Ἐπισκόπου, χωρὶς νὰ ἔχει διοικητικὴ ἐξουσία, ἐὰν ὅμως δὲ συμφωνεῖ, γίνεται δεκτὸς καὶ ὡς πρεσβύτερος. Ποίᾳ ἐξουσίᾳ ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε αὐτὲς τὶς παράξενες ρυθμίσεις, ἐὰν δὲ τὸ ἔκανε ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ; Εἶναι δυνατὸν ἡ γνώμη ἑνὸς ἐπισκόπου νὰ καθορίζει τὸ ἐὰν κάποιος ἔχει τὴ χάρη τῆς ἱερωσύνης ἢ τῆς ἀρχιερωσύνης μὲ κριτήριο τὴ δική του διάθεση; Ποιὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο ἔχει καὶ ἡ τελευταία αὐτὴ ρύθμιση; Ἐὰν δὲν ἰσχύει τὸ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, τότε ἡ ρύθμιση εἶναι ἀδικαιολόγητη παντελῶς ἀκατανόητη, θεολογικὰ ἕωλη καὶ πολὺ ἁπλᾶ παράλογη. Εἶναι δυνατὸν ὁ βαθμὸς τῆς ἱερωσύνης ἑνὸς κληρικοῦ νὰ προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν προσωπικὴ κρίση ἑνός (τοῦ ἐπισκόπου);
• Πλὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, οἱ ὑπόλοιπες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τελοῦν μικτοὺς γάμους μὲ συγκεκριμένες ὁμάδες ἑτεροδόξων. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἄκαμπτης στάσης εἶναι τὸ θλιβερὸ γεγονός, οἱ γεωργιανοὶ πιστοὶ νὰ προσφεύγουν στὶς ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες -ἰδιαίτερα στὸ ἐξωτερικό- γιὰ νὰ τελέσουν θρησκευτικό γάμο. Εἶναι δυνατὸ νὰ γίνωνται χιλιάδες παρόμοιοι γάμοι ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη καὶ νὰ μὴ γίνεται δεκτὸ τὸ βάπτισμα τοῦ ἑτεροδόξου ποὺ τελεῖ γάμο μὲ Ὀρθόδοξο; Ἐὰν συμβαίνει αὐτό, τότε πῶς μπορεῖ νὰ γίνεται αὐτὸς ὡς γάμος; Ἐὰν ὅμως γίνει δεκτὸ τὸ βάπτισμα, δὲ γίνεται δεκτὴ μιὰ ἄλλη Ἐκκλησία, ἐκτὸς τῆς Καθολικῆς, ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ προαναφέρθη;
Σὲ τελευταία ἀνάλυση ἡ μέλλουσα Σύνοδος θὰ προσδώσει, ἐὰν αὐτὸ κρίνει, μείζονα κανονικότητα σὲ ἀποφάσεις τῶν κατὰ τόπους αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μέχρι σήμερα τελοῦν μικτοὺς γάμους μὲ βάση κατάλογο ποὺ διαθέτει ἀπὸ μόνη της ἑκάστη ἐξ αὐτῶν, στὸν ὁποῖο ἀναγράφονται οἱ κατηγορίες τῶν ἑτεροδόξων, μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἡ δυνατὴ ἡ σύναψη γάμου.
Αὐτὸ δὲ φαίνεται νὰ προκρίνει καὶ τὸ ἄλλο κείμενο ποὺ ὑποβάλλεται στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο πρὸς ἔγκριση, ὅπου κατ᾽ οἰκονομία ἐπιτρέπει τὸ γάμο μὲ ἑτεροδόξους, ἐὰν αὐτοὶ πρὸ τοῦ γάμου δηλώσουν ὅτι προτίθενται νὰ βαπτίσουν τὰ ἐκ τοῦ γάμου τέκνα τους ὀρθόδοξα, ἐνῶ σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα 72 τῆς Πενθέκτης, στὸν ὁποῖο παραπέμπει, ἕνας τέτοιος γάμος κατ᾽ ἀκρίβεια ἀπαγορεύεται. Εἶναι δυνατὸ μιὰ τέτοια δήλωση ποὺ εὔλογα μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλει κανείς, ἐὰν θὰ τηρηθεῖ στὴν πράξη, νὰ μεταβάλει τὸ βάπτισμα τοῦ ἑτεροδόξου ἀπὸ ἀνυπόστατο σὲ ὑποστατό, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ γίνει ὁ γάμος; Τὶ γίνεται στὶς περιπτώσεις, ὅπου εἴτε ἐκ φυσικῆς ἀδυναμίας ἢ ἐκ βουλήσεως τῶν συζύγων δὲν ὑπάρξουν τέκνα ἐκ τοῦ γάμου; Εἶναι ἀναγκαία καὶ χρήσιμη ἡ παραπομπὴ στὸν 72. κανόνα τῆς Πενθέκτης, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει χωρὶς διάκριση τὸ γάμο μὲ ὁποιοδήποτε ἐκτὸς Ἐκκλησίας αἱρετικό, ὅταν μάλιστα οἱ σημερινοὶ ἑτερόδοξοι δὲν ταυτίζονται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων;
Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἡ ᾽Εκκλησία ἐν συνόδῳ καὶ ὄχι ἐν γηπέδῳ ἔχουσα τὴν πρὸς τοῦτο ἐξουσία ὀφείλει μὲ σαφήνεια νὰ προσδιορίσει τὶς συγκεκριμένες κατηγορίες ἑτεροδόξων, στὶς ὁποῖες ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα, ἐὰν θεωρεῖ ὅτι πρέπει νὰ πράξει τοῦτο.
6. Θεολογικοὶ Διάλογοι – Συνοδικὸς Θεσμὸς καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας
Ἕνα ἄλλο σημεῖο, τὸ ὁποῖο τελευταῖα ἐπικρίθηκε, τοῦ κειμένου εἶναι ἡ § 22, ἡ ὁποία καταδικάζει κάθε διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἄτομα ἢ ὁμάδες μὲ τὴν πρόφαση τῆς προάσπισης τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ἐπικρίνεται ἐντονότερα ἡ δεύτερη πρόταση τῆς ἰδίας παραγράφου ποὺ ἐπισημαίνει ὅτι ἡ διατήρηση τῆς γνήσιας ὀρθόδοξης πίστης διασφαλίζεται μόνο ἀπὸ τὸ συνοδικὸ σύστημα ποὺ ἀνέκαθεν στὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸν ἀρμόδιο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔσχατο κριτὴ περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Σχετικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀντίρρηση ὅτι στὴ σύνοδο μετέχει ἕνας περιορισμένος ἀριθμὸς ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία.
Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν τελευταία ἔνσταση θὰ πρέπει κανεὶς νὰ τονίσει ὅτι θέμα οὐσίας καὶ μάλιστα θεμελιῶδες ἀποτελεῖ τὸ περιεχόμενο τῶν ἀποφάσεών της καὶ ὄχι ὁ ἀριθμὸς τῶν συνέδρων. Εἶναι σημαντικὸ στὴ σύνοδο αὐτή, γιὰ νὰ εἶναι Πανορθόδοξος, νὰ μετέχουν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ κάποια ἀπουσιάζει ἢ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μετέχουν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αὐτὸ δὲν ἀπομειώνει τὴν κανονικότητά της, οὔτε αἴρει τὴν δεσμευτικότητα τῶν ἀποφάσεών της. Δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖ κανεὶς ὅτι κατὰ τὴ Β´ Οἰκουμενικὴ ἀπουσίαζε ἐντελῶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία οὔτε κἂν εἶχε κληθεῖ νὰ συμμετάσχει, ἡ δὲ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας ἔλαβε μέρος στὶς ἐργασίες της κατὰ τὰ δεύτερη φάση τῆς συνόδου, αὐτὸ ὅμως δὲν ἐμπόδισε τὴν καθιέρωση τῆς Οἰκουμενικότητας τῆς Συνόδου στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση.
Εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅτι οἱ πλείονες τῶν ἐπισκόπων προήρχοντο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ παρίστατο ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἐκπροσώπων ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα Πατριαρχεῖα, οἱ ὁποῖοι καὶ κατέθεταν τὴν ἄποψη τῶν Ἐκκλησιῶν τους. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία ἐκλήθησαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ὅταν ἀπὸ αὐτὴ εἰσήχθη τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν παρόντες 3 ἐπίσκοποι ἀπὸ κάθε ἐπαρχία, ὅταν δὲ μὲ τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ καθιερώθη ὁ θεσμὸς τῆς Πενταρχίας ἦταν ἀναγκαία ἡ συμφωνία τῶν 5 Πατριαρχείων ὡς ἀπαραίτητος ὅρος κανονικῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου. Μέ τόν τρόπο αὐτό συνεκλήθη ἡ Ε´, ἡ ΣΤ´ καὶ ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἡ Ζ´ Οἰκουμενικὴ δὲν ἀναγνώρισε τὴ σύνοδο τῆς Ἱέρειας, γιατί μεταξύ ἄλλων δὲν εἶχε συγκληθεῖ κανονικά: «Πῶς δ᾽ αὖ μεγάλη καί οἰκουμενική, ἥν οὔτε ἐδέξαντο, οὔτε συνεφώνησαν οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν πρόεδροι, ἀλλ᾽ ἀναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; οὐκ ἔσχε συνεργόν τὸν τηνικαῦτα τῆς Ρωμαίων πάπαν, ἢ τοὺς περὶ αὐτὸν ἱερεῖς, οὔτε διὰ τοποτηρητῶν αὐτοῦ, οὔτε δι᾽ ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς, καθὼς νόμος ἐστὶ ἐπὶ ταῖς συνόδοις».
Ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας συνέβη καὶ κατὰ τὴν πολυπληθῆ σύνοδο τῶν ἐτῶν 879/80, ἡ ὁποία προβάλλεται ἀπὸ πολλοὺς καὶ εὔλογα ὡς ἡ ὀγδόη οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα καὶ ἀπὸ τοὺς ἐνθέρμους ὀπαδοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποκλειστικότητας. Στὴν προεδρευομένη ἀπὸ τὸν ἱερὸ Φώτιο αὐτὴ σύνοδο ἦσαν παρόντες ὁ «Παῦλος καὶ Εὐγένιος καὶ Πέτρος, οἱ ἁγιώτατοι τοποτηρηταὶ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης», ὁ «Βασίλειος ὁ θεοφιλέστατος μητροπολίτης Μαρτυρουπόλεως καὶ τοποτηρητὴς τῆς Ἀντιόχειας», ὁ «Κοσμᾶς ὁ θεοσεβέστατος πρεσβύτερος καὶ ἀποκρισιάριος ᾽Αλεξανδρείας» καὶ ὁ «Ἠλίας ὁ θεοσεβέστατος πρεσβύτερος καὶ τοποτηρητὴς Ἱεροσολύμων». Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἱ. Φωτίου σύμφωνα καὶ μὲ τὴ δήλωση τοῦ ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης γίνεται σύμφωνα μὲ τή «συναίνεσιν τοῦ ἁγιωτάτου ἀποστολικοῦ καὶ οἰκουμενικοῦ ἡμῶν πάπα Ἰωάννου, καὶ συναινέσει τῆς ἁγίας Κωνσταντινοπολιτῶν Ἐκκλησίας καὶ συμφωνίᾳ τῶν τοποτηρητῶν τῶν ἑτέρων πατριαρχικῶν θρόνων, καὶ συνεπιψηφίσει τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς Συνόδου». Εἶναι προφανὲς ὅτι γιὰ τὴ λήψη τῆς ἀπόφασης ἦταν ἀναγκαία ἡ συναίνεση ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινου-πόλεως καὶ τῶν ἄλλων τεσσάρων Πατριαρχείων, τὰ ὁποῖα ἦσαν παρόντα διὰ τῶν «τοποτηρητῶν» τους.
Αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸ ἀσφαλὲς συμπέρασμα ὅτι εἶναι ὀρθὴ ἡ θέση τοῦ Κανονισμοῦ τῆς Συνόδου γιὰ συγκεκριμένο ἀριθμὸ ἐκπροσώπων ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία στὴ Σύνοδο, ὅπως εἶναι ὀρθὴ καὶ ἡ ρύθμιση ὅτι κάθε Ἐκκλησία ἔχει μία καὶ μόνη ψῆφο, ὅπως αὐτὸ ξεκάθαρα προκύπτει ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους στὸ πλαίσιο τῆς Πενταρχίας. Μὲ ἄλλα λόγια μέσα στὸ πνεῦμα τῆς λειτουργίας τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας ἀποδίδεται καὶ σωστὰ ἰδιαίτερη σημασία στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας, σήμερα μάλιστα ποὺ ὑπάρχουν ὄχι πέντε, ἀλλὰ 14 ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Οἱ ἐνδεχόμενες ἐσωτερικὲς διαφωνίες σὲ μιὰ κατὰ τόπους αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ὀφείλει νὰ ἐπιλυθεῖ στὸ ἐσωτερικὸ τοπικὸ ἐπίπεδο, ἡ ἄποψή της ὅμως ὀφείλει νὰ εἶναι ἐνιαία. Ἡ σύνοδος δὲ συγκαλεῖται γιὰ νὰ λύσει ἐσωτερικὲς διαφωνίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφασίσει ὁμόφωνα καὶ σὲ διορθόδοξο ἐπίπεδο, ὅ,τι ἤθελε ἀποφασίσει. Εἶναι δὲ προφανὲς ὅτι οἱ ἀποφάσεις της θὰ δεσμεύουν καὶ τοὺς διαφωνοῦντες εἴτε μετέχουν στὴ σύνοδο, εἴτε ὄχι, δεδομένου ὅτι δεσμεύεται σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία.
Ἐπειδὴ δὲ εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὅλοι ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴν ἀνόθευτη διατήρηση τῆς ὀρθόδοξης πίστης, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ οἰκειοποιοῦνται κάποιοι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους, εἶναι ἀδιανόητος ὁ οἱοσδήποτε διαφωνῶν νὰ ἀποπειραθεῖ νὰ διασπάσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς Καρθαγένης, ὁ ὁδηγηθεὶς στὸ μαρτύριο ὁμολογώντας τὴ χριστιανική του πίστη ἀπέναντι στὴν τότε κρατικὴ ἐξουσία, παρὰ τὶς θεμελιώδεις ἐκκλησιολογικές του διαφοροποιήσεις ἀπέναντι στὸ Ρώμης Στέφανο, δὲν ἀπέκοψε τὴν κοινωνία μὲ αὐτόν. Ἄλλωστε τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῶν αἱρέσεων τῆς πρώτης χιλιετίας δὲν ἦταν μόνο ἡ κακοδοξία, ἀλλὰ ἡ ἀποκοπή τους ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κριτήριο εἶναι πρωτίστως καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐκκλησιολογικό. Ἀντίθετα, στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἔγιναν καὶ γίνονται ἀνεκτὲς κακοδοξίες εἴτε σὲ ἀτομικό, εἴτε σὲ συλλογικώτερο ἐπίπεδο, χωρὶς οὔτε ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀποκόψει τοὺς κακοδόξους ἀπὸ τὸ σῶμα της, οὔτε ἐκεῖνοι νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ αὐτό. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ κείμενο ἀποφαίνεται ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε διαφωνία δὲν ἀποτελεῖ λόγο διάσπασης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας.
Ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος ἀνάγεται ἀκόμα καὶ προγενέστερα ἀπὸ τὴ σύγκληση τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καθιέρωσε τὸ Μητροπολιτικὸ Σύστημα καὶ θεσμοθέτησε τὴν ἐπαρχιακὴ σύνοδο μὲ συμμετοχὴ τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας. «Μετεξέλιξη» αὐτοῦ τοῦ θεσμοῦ ἀπετέλεσαν ἡ μείζων Σύνοδος, ἡ τοπικὴ σύνοδος, ἡ Σύνοδος τῆς Διοικήσεως, στὸ πλαίσιο τοῦ Ἐξαρχικοῦ συστήματος ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης (Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος), ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος (στὰ πλαίσια τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἡ ἐνδημοῦσα σύνοδος), ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, καὶ οἱ Πανορθόδοξες Σύνοδοι κατὰ τὴ β´ χιλιετία.
Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς μορφὲς Συνόδων συνεζητοῦντο θέματα δογματικά, διοικητικά, ἐνῶ ἐνίοτε ἀσκοῦντο καὶ δικαστικὲς ἁρμοδιότητες. Εἶναι δεδομένο ὅτι κατὰ τὴ συζήτηση δογματικῶν κυρίως θεμάτων ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνοδικὴ λειτουργία διεσφάλιζε τὴν αὐθεντικότητα τῆς πίστης, ὅταν στὴ συνέχεια οἱ ἀποφάσεις της ἐγίνοντο δεκτὲς ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ὅταν ἡ διαχρονικὴ συλλογικὴ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἀπέρριπτε τὶς ἀποφάσεις της, οἱ σύνοδοι ὡς ληστρικὲς (latrocinium) δὲν εἶχαν κανένα κῦρος.
Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ χρόνο καὶ δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ συντρέχει ἢ νὰ μὴ συντρέχει τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016 καὶ δὲν ἑστιάζεται σὲ μεμονωμένες προσωπικὲς ἀπόψεις. Ἔτσι ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση δὲν ἀπεδέχθη τὸ κῦρος τῆς συνόδου στὴν Ἔφεσο (449) ἀλλὰ αὐτῆς στὴ Χαλκηδόνα (451), δὲν ἀπεδέχθη τὸ κῦρος τῆς συνόδου τῶν ἐτῶν 869/70, ἀλλὰ αὐτῆς τοῦ 879/80, δὲν ἀπεδέχθη τὸ κῦρος τῆς συνόδου στὴν Ἰέρεια (754), ἀλλὰ αὐτῆς τῆς Νικαίας (787). Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύνοδος τῶν ἐτῶν 869/70 συνεκλήθη ὡς οἰκουμενικὴ καὶ αὐτεκατενοεῖτο ὡς οἰκουμενικὴ δὲ σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίστηκε ὡς οἰκουμενικὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τῆς Ἀνατολῆς. (Γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς εἶναι ἡ 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος).
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἅγ. Μάξιμος θεωρεῖ τὴ σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ στὴ Ρώμη ποὺ συνεκλήθη ὡς οἰκουμενικὴ (649), παρὰ τὴν ὀρθοδοξία τῶν ἀποφάσεών της κατὰ τοῦ Μονοενεργητισμοῦ - Μονοθελητισμοῦ, δὲν κατέστησε τὴ σύνοδο αὐτὴ Οἰκουμενική. Οἰκουμενικὴ (ΣΤ´) κατὰ τῆς κακοδοξίας τοῦ Μονοενεργητισμοῦ - Μονοθελητισμοῦ εἶναι ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὰ ἔτη 680-681. Ὅταν λοιπὸν τὸ κείμενο τονίζει τὴ σημασία τῆς λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος στὴν Ἐκκλησία ὑπενθυμίζει κάτι τὸ θεμελιῶδες. Ὅταν δὲ δὲν ἀναγράφει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀποφάσεών της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα ὀρθῶς τὸ πράττει, διότι ἡ ὁποιαδήποτε σύνοδος συνεκλήθη καὶ συγκαλεῖται, ὀφείλει αὐτονόητα νὰ ἐκφράζει τὸ ὅλο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα.
Καμιὰ σύνοδος δὲν συνεκλήθη στὴν Ἐκκλησία ἐκ προοιμίου ἀναφέροντας ὅτι τὸ κῦρος τῶν ἀποφάσεών της τελεῖ ὑπὸ τὴν αἴρεση τῆς ἀποδοχῆς τῶν ἀποφάσεών της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ἡ ἀποδοχὴ ἢ μὴ κρίνεται στὴν πορεία τοῦ χρόνου. Αὐτὸ φαίνεται νὰ τὸ ἔχουν ὑπ᾽ ὄψιν τους οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου ποὺ δὲν ἔχουν ἀσφαλῶς τὴν πρόθεση νὰ περιθωριοποιήσουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐκφράσουν. Ἐὰν στὴν § 11 ἐπισημαίνεται ἡ ἀνάγκη τῆς πληροφορήσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πλρώματος γιὰ τὴν πορεία τῶν θεολογικῶν διαλόγων καὶ ἐκ τῆς πληροφορήσεως κατ᾽ ἀνάγκη θὰ προκύψει μιὰ γόνιμη συζήτηση ποὺ ἀσφαλῶς θὰ ἐπηρεάσει τὴν πορεία τοῦ διαλόγου, εἶναι αὐτονόητο κατὰ μείζονα λόγο ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου θὰ καταστοῦν ἀντικείμενο μιᾶς παρόμοιας διαδικασίας καὶ ἡ ἀποδοχη τῶν ἀποφάσεών της θὰ γίνει, ἐὰν καὶ ἐπειδὴ ἐκφράζει στὴν πορεία τοῦ χρόνου τὴ συλλογικὴ συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
7. Ἡ Ἐκκλησία τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἡ § 5 τοῦ κειμένου ἐπισημαίνει ὅτι σκοπὸς τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ τῇ βάσει τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἑτεροδόξους θὰ καταστεῖ δυνατή, ὅταν γίνει ἀποδεκτὴ ἡ πίστη καὶ ἡ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ὡς ἀρχαία Ἐκκλησία ὁρίζεται ἡ περίοδος τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ἱστορικὰ καλύπτει τοὺς πρώτους 8 αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ συνέπεια δὲν περιλαμβάνει μὲ μιὰ πρώτη θεώρηση τὴ Θεολογία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὅπως αὐτὴ κατεγράφη στὶς συνόδους τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν ΙΔ´ αἰῶνα κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἀντιησυχαστικῶν ἐρίδων καὶ ἰδιαίτερα τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1351. Εἶναι ὅμως κοινὸς τόπος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν στὸ Θεό, ἡ διδασκαλία περὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν, ἡ περὶ Χάριτος διδασκαλία καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς κατὰ χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς μετοχῆς του στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν τὴ ραχοκοκαλιὰ τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ὁριοθετοῦσα καὶ προσδιορίζουσα τὴ μεταξὺ Θεολογίας καὶ Οἰκονομίας διάκριση στὴ δογματική της διδασκαλία. Ἡ ὁμολογία τῆς κοινῆς πίστης μὲ τοὺς ἑτεροδόξους δὲ θὰ εἶναι πλήρης, ὅταν παραθεωρηθεῖ ἡ διδασκαλία αὐτή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μὲ τὶς λέξεις «Πίστη καὶ Παράδοση» τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συμπεριλαμβάνει καὶ τὴ διδασκαλία περὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν καὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν στὸ Θεό.
Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση διατρέχει καὶ διαπερνᾶ τὴν ὅλη δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε ἡ διδασκαλία αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ «ἀνακάλυψη» τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου, διατρέχει τὴν πρὸ αὐτοῦ πατερικὴ σκέψη καὶ συνιστᾶ θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ συνέπεια στὴν ἔκφραση τοῦ κειμένου γιὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς κοινῆς πίστεως «βάσει τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» ὀφείλει νὰ νοηθεῖ καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου συστηματικῶς ἐκτεθεῖσα πατερικὴ Θεολογία, παρότι αὐτὴ δὲν εἶναι καταγεγραμμένη στὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πρὸς τοῦτο διευκολύνει ἡ § 2 τοῦ κειμένου γιὰ τὴν περὶ ἑνότητος ἀντίληψη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού «ἐκφράζεται διὰ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς πατερικῆς παραδόσεως καὶ βιοῦται μέχρι σήμερον ἐν αὐτῇ.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀποστολὴ καὶ τὴν ὑποχρέωσιν ἵνα μεταδίδῃ καὶ κηρύττῃ πᾶσαν τὴν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ καὶ τῇ Ἱερᾷ Παραδόσει ἀλήθειαν, ἥτις καὶ προσδίδει τῇ Ἐκκλησίᾳ τὸν καθολικὸν αὐτῆς χαρακτῆρα». Καθολικότητα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς τὴν πατερικὴ παράδοση γιὰ τὴ μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν στὸ Θεὸ διάκριση ποὺ συνιστᾶ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Κατὰ συνέπεια ἑνότητα στὴν πίστη μὲ τοὺς ἑτεροδόξους δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ χωρὶς νὰ γίνει δεκτὴ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ ἡ πρὸ αὐτοῦ σχετικὴ πατερικὴ διδασκαλία.
8. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ τὸ Π.Σ.Ε
Τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ὁ μεγαλύτερος διαχριστιανικὸς ὀργανισμός, ὅπου τὰ μέλη του καλοῦνται νὰ συμβάλουν στὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν μὲ μία κοινὴ πίστη καὶ μία Θ. Εὐχαριστία, νὰ προωθήσουν τὴν κοινή τους παρουσία στὴ διακονία τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου, νὰ δώσουν κοινὴ μαρτυρία στὴν Ἱεραποστολὴ μὲ τὴν ὑπέρβαση τοῦ μεταξύ τους ἀνταγωνισμοῦ καὶ τοῦ προσηλυτισμοῦ, νὰ ἐργαστοῦν ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τὴ διαφύλαξη τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης στὸν κόσμο. Τὸ πρὸς ἐπικύρωση παραπεμπόμενο κείμενο ἀντιλαμβάνεται τὴν παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση ὡς «μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας», ἡ ὁποία δύναται αὐτὴ καί μόνη νὰ ὁδηγήσει στὴν ἑνότητα. Μετέχουσα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στὸ διεθνῆ αὐτὸ ὀργανισμό παραμένει πιστὴ στὴν ἐκκλησιολογική της αὐτοσυνειδησία καί «εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» (§ 8). Ἡ συμμετοχή της στὸ Π.Σ.Ε. δὲ σημαίνει ὅτι ἀποδέχεται τὴν ἰδέα τῆς ἰσότητας τῶν Ὁμολογιῶν. Θεωρεῖ δηλ. ἑαυτὴν ὡς τὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, πρᾶγμα ποὺ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ χαρακτηρίζει μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., στὸ δικό της κείμενο, ὡς ὁμολογίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσφαλῶς καὶ δὲν εὑρίσκεται ἐκκλησιολογικὰ στὸ ἴδιο ἐπίπεδο. Δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας «ὥς τινα διομολογιακὴν προσαρμογήν», ἀλλὰ ὡς ἑνότητα πίστεως ποὺ βιώνεται μέσα σ᾽ αὐτή (§8). Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ θέσεις αὐτὲς δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν σχέση οὔτε μὲ τὴ θεωρία τῶν κλάδων, οὔτε μὲ τὴ θεωρία τῆς περιεκτικότητας.
Ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιὰ τὴ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ Π.Σ.Ε. τὰ μέλη του νὰ ὁμολογοῦν πίστη στὴν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναγνωρίζουν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Σωτῆρα. Τὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. χαρακτηρίζονται ὡς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες. Εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ κείμενο χαρακτηρίζει ὑπὸ τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια ὡς Ἐκκλησία τὰ ὀλίγα ἐκεῖνα μέλη του, πάντοτε ὑπὸ τὴν ἔννοια ποὺ ἐξετέθη ἀνωτέρω, ἡ ὁποία δὲν αἴρει τὴν καθολικότητα τῆς Μίας (ὀρθόδοξης) Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζει τὸ βάπτισμα καὶ μετὰ τῶν ὁποίων διεξάγει θεολογικὸ διάλογο. Οἱ ὑπόλοιπες χριστιανικὲς κοινότητες χαρακτηρίζονται ὡς Ὁμολογίες καὶ προφανῶς σ᾽ αὐτὲς δὲν ἀναγνωρίζεται ἐκκλησιαστικὸς χαρακτήρας.
Τὸ κείμενο παραπέμπει στὴ σύσταση μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καὶ Συναινέσεως, οἱ ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ἐντάχθηκαν στὸ Καταστατικὸ καὶ στὸν Κανονισμὸ λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε., στὴ δήλωση τοῦ Toronto (1950) καὶ ἀξιολογεῖ τὰ ὑπὸ τῆς εἰδικῆς ἐπιτροπης «Πίστις καὶ Τάξις» ἐκδιδόμενα κείμενα.
• Ὅταν μὲ τὴ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Νέο Δελχί (1961) ἄλλαξε ἡ διαδικασία προετοιμασίας καὶ ἀποδοχῆς κοινῶν κειμένων καὶ καταργήθηκε ἡ δυνατότητα γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ὑποβάλλουν χωριστὲς δηλώσεις γιὰ τὰ κείμενα αὐτά, εὔλογα προκλήθηκε ἀναταραχὴ στὸν ὀρθόδοξο κόσμο καὶ ἠγέρθησαν ἀντιδράσεις. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν ἀπέμενε ἔτσι ἄλλη δυνατότητα ἀπὸ τὸ νὰ υἱοθετήσουν τὴν ἀμφίσημη ἢ περιεκτικὴ γλῶσσα τῶν ἐκδιδομένων κειμένων, γι᾽ αὐτὸ συνέχιζαν νὰ καταθέτουν τὶς δικές τους Δηλώσεις γιὰ τὰ διάφορα θεολογικὰ θέματα, ἐνῶ ἤδη ἀπὸ τὸ 1981 (Σόφια) ζήτησαν τὴν ἀναθεώρηση τῶν σχέσεων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μὲ τὸ Π.Σ.Ε. Ἀπόλυτα ξεκάθαρη ἦταν ἡ ὀρθόδοξη στάση στὸ κείμενο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ κίνησις» τῆς Γ´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986) γιὰ τὸ θέμα: «Ἀποτελεῖ ὅμως γεγονὸς ὅτι μία οὐσιαστικὴ Ὀρθόδοξος μαρτυρία καὶ ἡ ἰδιαιτέρα αὐτῆς θεολογικὴ συμβολὴ θὰ ἀποδυναμωθοῦν, ἐὰν δὲν ἀνευρεθοῦν ἐντὸς τοῦ Π.Σ.Ε. αἱ ἀναγκαῖαι ἐκεῖναι προϋποθέσεις, αἱ ὁποῖαι θὰ παράσχουν εἰς τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τὴ δυνατότητα νὰ ἐνεργήσουν ἰσοτίμως πρὸς τὰ λοιπὰ μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἰδίας αὐτῶν ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητος, τοῦθ᾽ ὅπερ δὲ συμβαίνει πάντοτε, λόγῳ τῆς τε δομῆς καὶ τῶν τὴν λειτουργίαν τοῦ Π.Σ.Ε. διεπουσῶν διαδικασιακῶν ἀρχῶν». Μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνῆλθε τὸ 1988 Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀπεφάσισε τὴ μὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων σὲ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὶς ψηφοφορίες, ἐνῶ πρὶν τὴ Γ´ Συνέλευση στὸ Χαράρε (1999, Ζιμπάμπουε) ὑπεβλήθη τὸ αἴτημα γιὰ τὴν ἐπανεξέταση τῶν σχέσεων Ὀρθοδόξων καὶ Π.Σ.Ε. Συνέπεια αὐτῶν ἦταν νὰ συσταθεῖ εἰδικὴ ἐπιτροπὴ (Special Commission) γιὰ νὰ ἐξετάσει τὰ ὀρθόδοξα αἰτήματα. Ἡ εἰδικὴ αὐτὴ ἐπιτροπὴ κατέληξε σὲ σημαντικὲς προτάσεις μεταξὺ τῶν ὁποίων, ἡ καθιέρωση αὐστηροτέρων κριτηρίων γιὰ τὴν ἀποδοχὴ νέων μελῶν στὸ Π.Σ.Ε., τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀρχῆς τῆς ὁμοφωνίας (consensus) κατὰ ἀποδοχὴ κειμένων, ἐνῶ ἐξασφαλίστηκε ἡ ὀρθόδοξη συμμετοχὴ κατὰ 25% σὲ ὅλα τὰ ὄργανα τοῦ ΠΣΕ. Οἱ προτάσεις αὐτὲς ἔγιναν δεκτὲς ἀπὸ τὴ Γ´ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Porto Alegre (Βραζιλία, 2006) ἐνσωματώθηκαν στὸ καταστατικό του, ἐνῶ παράλληλα ἀποφασίστηκε ἡ Σύσταση «Μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καὶ Συναινέσεως» (Permanent Committee of Collaboration and Consensus) ποὺ ἔχει ὡς κύριο ἔργο καταστατικά, διαδικαστικά, θέματα συμμετοχῆς καὶ ἐξέτασης νέων ὑποψηφιοτήτων, σύμφωνα μὲ τὶς πάγιες ἀπαιτήσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Στὸ ἔργο αὐτῆς τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ μπορεῖ νὰ διασφαλίζει τὶς ἀπαιτήσεις τῶν Ὀρθοδόξων παραπέμπει τὸ κείμενο.
• Ἡ Δήλωση τοῦ Toronto (1950), στὴν ὁποία ἐπίσης παραπέμπει τὸ κείμενο ἀποτιμώντας αὐτὸ θετικὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ 4 κεφάλαια: Τὸ πρῶτο περιλαμβάνει τὴν εἰσαγωγή, ὅπου περιέχεται ἡ ἀπόφασις τῆς Α´ Γενικῆς Συνελεύσεως στὸ Ἄμστερνταμ (1948) ποὺ ἀναφέρεται στὴ φύση τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ δεύτερο ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἀναγκαιότητα μιᾶς νέας Δηλώσεως, τὸ τρίτο ὅπου ἀποσαφηνίζεται τό τί δὲν εἶναι τὸ Π.Σ.Ε. καὶ τὸ τέταρτο ποὺ περιέχει βασικὲς ἀρχὲς τοῦ Π.Σ.Ε. Τὸ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ γίνει Ὑπέρ - Ἐκκλησία. Δὲν διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν υἱοθετεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ υἱοθετήσει τὶς ἐκκλησιολογικὲς ἀντιλήψεις κάποιου μέλους του. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ποτὲ τὸ ὄργανο μιᾶς συγκεκριμένης Ὁμολογίας. Ταυτόχρονα δὲν ἀξιώνει ἀπὸ μιὰ Ἐκκλησία νὰ ἐγκαταλείψει τὴ δική της ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση. Τὸ νὰ ἀποτελεῖ μιὰ Ἐκκλησία - Ὁμολογία μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲ συνεπάγεται ὅτι υἱοθετεῖ μιὰ συγκεκριμένη καὶ εἰδικὴ διδασκαλία γιὰ τὴ φύση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Κάθε Ἐκκλησία - Ὁμολογία μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ δική της ἀντίληψη γιὰ τὶς προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια τῆς ὀντολογικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας. Ἀντίθετα, τὸ Π.Σ.Ε. ἐπιδιώκει νὰ φέρει τὶς Ἐκκλησίες - Ὁμολογίες σὲ μιὰ ζῶσα ἐπαφὴ μεταξύ τους, ἀφοῦ ἀναγνωρίζουν ὡς κεφαλὴ τὸ Χριστό. Οἱ Ἐκκλησίες – μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπὶ τῇ βάσει τῆς Κ.Δ. θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Μία. Ἐπειδὴ δὲ ἕκαστον μέλος -αὐτονόητα- πιστεύει ὅτι συνιστᾶ τὴ Μία Ἐκκλησία, τὸ Π.Σ.Ε. ζητᾶ ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία «νὰ πράξῃ ὅ,τι δυνατόν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία ἐκδηλωθῇ ἐν τῇ μοναδικότητί της».
Περιορίζεται ἡ ἀναφορά μας στὸ σημεῖο τῆς Δήλωσης ποὺ γίνεται ἀντικείμενο κριτικῆς, μιὰ κριτικὴ ποὺ γίνεται κατ᾽ ἐπέκταση καὶ στὸ κείμενο ποὺ προσάγεται ἀπὸ τὴν Ε´ Προσυνοδικὴ στὴν Πανορθόδοξο Σύνοδο πρὸς ἔγκριση καὶ ἐπικύρωση. Αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη παράγραφος τῆς τρίτης ἑνότητας τοῦ τετάρτου κεφαλαίου τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto: «Αἱ Ἐκκλησίαι – μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον (more inclusive) ἢ τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας. Ἐντεῦθεν καὶ ζητοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς ζῶσαν ἐπαφὴν μετὰ τῶν ἐκτὸς τῶν ἰδίων τάξεων αἵτινες ὁμολογοῦν τὴν κοινότητα τοῦ Χριστοῦ». Ἡ πρόταση αὐτὴ ἑρμηνεύεται ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. ἀξιώνει νὰ ἐμπεριέχει τὴν κάθε Ἐκκλησία καὶ κατὰ συνέπεια καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ εἶναι τελείως ἐσφαλμένη προκύπτει κατ᾽ ἀρχὴν ἀπὸ τὴν πρώτη πρόταση τῆς α´ ἑνότητας τοῦ τρίτου κεφαλαίου, ὅπου ἐπισημαίνεται: «Τὸ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι ὁμοσπονδία Ἐκκλησιῶν», ἕνα τμῆμα τῆς ὁποίας θὰ ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποὺ ἔχει τὴ δική της Ἐκκλησιολογία καὶ ἀσφαλῶς δικαιοῦται νὰ τὴν ἔχει καὶ νὰ τὴν ὁμολογεῖ. Αὐτὸ ἐπισημαίνει καὶ ἡ δ´ ἑνότητα τοῦ τρίτου κεφαλαίου ποὺ ἀναφέρει ὅτι ἡ συμμετοχὴ στὸ Π.Σ.Ε. δὲ σχετικοποιεῖ τὶς ἐκκλησιολογικὲς θεωρήσεις τῶν μελῶν του. Τὸ Π.Σ.Ε. δὲν ἀποδέχεται ὅτι «Τὸ ἀποτελεῖν μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. συνεπάγεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τις θεωρεῖ τὴν ἰδίαν αὐτῆς περὶ Ἐκκλησίας ἀντίληψιν ὡς σχετικὴν ἁπλῶς». Ἡ δ´ ἑνότητα τοῦ τρίτου κεφαλαίου ποὺ οἱ ἐπικριτὲς τοῦ κειμένου δὲ θέλουν νὰ διαβάσουν ἐπισημαίνει ὅτι: «... τὸ εἶναι μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ θεωρῇ τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας – μέλη ὡς Ἐκκλησίαν ἐν τῇ πλήρει καὶ ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως». Ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν θεωρεῖ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ὡς Ἐκκλησίες «ἐν τῇ πλήρει καὶ ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως», πῶς μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ ἡ Ὑπέρ -Ἐκκλησία ἢ ἡ Ὁμοσπονδία τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ὁποίας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ ἦταν μέλος;
Τί σημαίνει λοιπὸν πραγματικὰ ἡ ἔκφραση ὅτι «τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον ἢ τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτοῦ Ἐκκλησίας»; Τὸ ἐξηγεῖ τὸ ἴδιο τὸ κείμενο, ὅταν λέγει ὅτι ὑπάρχουν Χριστιανοὶ extra muros, δηλ. ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς (Ὀρθοδόξου γιὰ μᾶς) Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτὸ λάθος; Ἐὰν εἶναι αὐτὸ λάθος, τότε εἶναι λάθος καὶ ἡ περὶ σπερματικοῦ λόγου διδασκαλία τοῦ Ἁγ. ᾽Ιουστίνου ποὺ μιλάει γιὰ τοὺς πρὸ Χριστοῦ Χριστιανούς. Μήπως ἔκανε λάθος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ποὺ μιλάει γιὰ τούς «ἐκτὸς τῆς αὐλῆς», στὸ χωρίο ποὺ ἀνεφέρθη ἀνωτέρω στὴ δεύτερη ἑνότητα τοῦ κειμένου μας. Ἐκτιμᾶται ὅτι ὁ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἐνεργὸς συντάκτης τοῦ ὅλου κειμένου τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Toronto π. Γ. Φλωρόφσκυ θὰ πρέπει νὰ εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν του αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου ἢ κάποιο ἀνάλογο πατερικὸ κείμενο. Γιατί διαμαρτυρόμαστε ὅταν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἑρμηνεύουν συσταλτικὰ καὶ περιοριστικὰ τὴν ἔκφραση τῆς Β´ Βατικανῆς καὶ τῆς Declaratio Dominus Jesus (2000) ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «subsistit in» (στή) Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία; Γενικώτερα, τὸ νὰ θέλει νὰ περιορίζει κάποιος τὴν πνοὴ τοῦ Πνεύματος ἀποτελεῖ Ὀρθοδοξία ἢ ἀφροσύνη;
• Εἶναι σημαντικὸ νὰ ὑπογραμμιστεῖ ἡ ἀξιολόγηση τοῦ κειμένου στὸ θεολογικὸ ἔργο τῆς ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» ἀπὸ τὴ συγχώνευση τῆς ὁποίας μὲ τὴ διαχριστιανικὴ κίνηση «Ζωὴ καὶ Ἐργασία», ἡ ὁποία ἠσχολεῖτο μὲ κοινωνικὰ θέματα, προέκυψε τὸ Π.Σ.Ε. Στὸ ἔργο τῆς ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» ἐντάσσεται καὶ τὸ κείμενο «Ἡ Ἐκκλησία: πρὸς ἕνα κοινὸ ὅραμα» (The Church: toward a common vision), τὸ ὁποῖο ἔχει σταλεῖ πρὸς τὶς Ἐκκλησίες προκειμένου αὐτὲς νὰ ἐκφέρουν τὴ γνώμη τους γι᾽ αὐτό, νὰ τὸ υἱοθετήσουν ἢ νὰ τὸ ἀπορρίψουν. Ἐξ ὅσων εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι γνωστό, μέχρι τώρα καμμιά ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἐκφέρει τὴ γνώμη της. Ἐκφέροντας μιὰ γενικὴ θεώρηση τῶν κειμένων τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στὸ ὑπὸ ἐπικύρωση κείμενο ἀξιολογοῦν θετικὰ τὶς προσπάθειες τῆς ἐπιτροπῆς καὶ τὸ θεολογικό της ἔργο. Εἶναι ὅμως σημαντικὴ ἡ ἐπιφύλαξη ποὺ καταχωρεῖται στὴν 21. παράγραφο: «... ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διὰ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως». Ἡ λέξη «ἐπιφυλάξεις» εἶναι μιὰ εὐγενικὴ λέξη ποὺ ὑποδηλώνει τὴν ἀντίρρηση καὶ τὴ διαφωνία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σὲ θεολογικὲς θέσεις ποὺ καταγράφονται στὰ κείμενα αὐτά. Τίθεται κατὰ συνέπεια εὔλογα τὸ ἐρώτημα, γιατί Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὑπογράφουν τὰ κείμενα αὐτά, ἀφοῦ διατηροῦν τὶς ἐπιφυλάξεις τους; Τὸ βέβαιο σὲ κάθε περίπτωση εἶναι ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἔχουν δεσμευτικὸ χαρακτῆρα, δὲν ἔχουν συζητηθῆ στὶς συνόδους τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τὰ ἀγνοεῖ παντελῶς. Ἡ μεθόδευση θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς νὰ εἶναι διαφορετική. Τὸ σοβαρὸ μειονέκτημα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ τὴ σοβαρή της ἀδυναμία, εἶναι ὅτι διεξάγεται χωρὶς στὸν ὅλο προβληματισμό της νὰ μετέχει τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ πιθανολογεῖ κανεὶς μὲ βεβαιότητα ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ ἀγνοοῦνται ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸ ἐπισκοπικὸ σῶμα στὴν πλειοψηφία του, ἀφεθέντα σὲ περιορισμένο κύκλο ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μὲ δική τους εὐθύνη ἢ εὐθύνη τῶν Ἐκκλησιῶν τους δὲν πληροφοροῦν γιὰ τὸ ἔργο τους καὶ δὲν τοὺς ζητεῖται νὰ παράσχουν τὴν πληροφορία τους.
Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ αὐτὸ ἀξιολογώντας κανεὶς τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὸ κείμενο γιὰ τὸ Π.Σ.Ε. καὶ τὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση, ἐὰν μὲν εἶναι Ὀρθόδοξος, μπορεῖ στὶς γραμμὲς αὐτοῦ τοῦ κειμένου νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία του. Ἐὰν δὲν εἶναι ὀρθόδοξος θὰ παραμείνει ἀνικανοποίητος καὶ ἴσως ἐκφράσει μάλιστα μελλοντικὰ τὴν ἀπογοήτευσή του. Ἡ τελευταία αὐτὴ ἐπισήμανση ὑποδηλώνει ὅτι τὸ κείμενο ἐκφράζει τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση.
9. Συμπερασματικὲς Θεωρήσεις
Προβαίνοντας σὲ μιὰ γενικὴ ἀξιολόγηση τοῦ ὅλου κειμένου ποὺ παραπέμπεται πρὸς ἔγκριση ὑπὸ τὸν τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον» μπορεῖ κανεὶς νὰ καταλήξει στὰ ἑξῆς συμπεράσματα:
1. Στὸ κείμενο ἐκφράζεται ἡ Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
2. Ἡ περὶ ἀποκλειστικότητας τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ σχετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης στὴν ὁποία ἀποδίδεται τοπικὴ ἰσχὺ καὶ χαρακτηρίζεται ὡς ἔθος ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μας καὶ ἀπὸ τὸν β´ κανόνα τῆς Πενθέκτης αὐτὸ ἀκριβῶς ὑποδηλοῖ. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κυπριανὸς Καρθαγένης παρὰ τὶς ἀποκλειστικὲς ἐκκλησιολογικές του θεωρήσεις δὲ διανοήθηκε νὰ διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸ Ρώμης Στέφανο, ὁ ὁποῖος δὲν υἱοθετοῦσε τὶς ἀπόψεις του.
3. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία θεωρεῖ ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ πνέει καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία.
4. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἐξομοιώνει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς κοινότητες, στὶς ὁποῖες ἐλλείπει ἡ καθολικότητα τῆς πίστης. Οἱ χριστιανικὲς αὐτὲς κοινότητες, παρὰ τὸν ἐκκλησιαστικό τους χαρακτῆρα, δὲν ἀποτελοῦν τὴν «πλήρη» Ἐκκλησία, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ἡ δήλωση τοῦ Toronto. Κατὰ συνέπεια ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία γι᾽ αὐτὲς δὲν τὶς ἐξομοιώνει μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
5. Οἱ ἱεροὶ κανόνες ποὺ ἀναφέρονται στὶς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς δὲν υἱοθετοῦν τὴν ἀποκλειστικότητα. Ἐὰν οἱ ἱεροί μας Πατέρες υἱοθετοῦσαν τὴν ἀποκλειστικότητα καὶ τὴ σχετικὴ δογματικὴ διδασκαλία, τότε δὲ θὰ μποροῦσαν κατ᾽ Οἰκονομία νὰ δεχθοῦν στὴν Ἐκκλησία αἱρετικοὺς χωρὶς βάπτισμα ἢ χωρὶς βάπτισμα καὶ Χρίσμα. Οὐδεμία Οἰκονομία χωρεῖ, ὄχι στὴν ἔκφραση, ἀλλὰ στὴν οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν δογμάτων τῆς (Ὀρθοδόξου) Ἐκκλησίας. Κατὰ συνέπεια ἡ ὑπὸ τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀσκηθεῖσα Οἰκονομία δὲν ἀφορᾶ στὴν παραβίαση τοῦ δόγματος, ἀλλὰ κυρίως στὸ γεγονὸς τῆς ἀποδοχῆς μεγάλων ὁμάδων αἱρετικῶν στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς τὴν ἐνδελεχῆ ἐξέταση κάθε ἀτομικῆς περίπτωσης ξεχωριστά (“οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν”). Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διευκολύνετο ἡ εἴσοδος στὴν Ἐκκλησία πλήθους αἱρετικῶν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν ἀσφαλῆ καὶ βεβαία ὁδὸ σωτηρίας.
6. Οἱ ἱεροὶ κανόνες στὸ θέμα αὐτὸ δὲν παρουσιάζουν ἑνότητα περιεχομένου καὶ δὲν παρέχουν ἑνιαία θεώρηση γιὰ τὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς ἐκτὸς τῶν κανονικῶν της ὁρίων χριστιανικὲς κοινότητες. Ἡ βαρύτητα τῆς κακοδοξίας δὲν ἀποτελεῖ τὸ ἀποκλειστικὸ κριτήριο γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῶν σχέσεων αὐτῶν, λαμβανομένων ὑπ᾽ ὄψιν καὶ ἄλλων παραγόντων. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ μεγαλύτερη ἐπιείκεια ἀπέναντι σὲ αἱρετικὲς ὁμάδες μὲ βαρύτατες κακοδοξίες σὲ σχέση μὲ τὴν αὐστηρότητα ἀπέναντι σὲ ἁπλῶς σχισματικὲς ὁμάδες. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ ἀποδοχὴ κατὰ τοὺς νεώτερους χρόνους τῶν Προχαλκηδονίων μὲ Χρίσμα, κατὰ παράβαση τοῦ 95. κανόνα τῆς Πενθέκτης ποὺ ἀπαιτεῖ μόνο τὴν ἀπόδοση λιβέλλου.
7. Ἀποκλειστικῶς ἁρμοδία γιὰ νὰ καθορίσει καὶ νὰ προσδιορίσει τὴ σχέση της μὲ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς, ὅπως ὑποδεικνύει καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Μ. Βασιλείου, εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία λειτουργοῦσα ἐν συνόδῳ. Ἐὰν ἡ προσωπικὴ γνώμη τοῦ Μ. Βασιλείου δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ προσδιορίσει τὴν ποιότητα τῶν σχέσεων αὐτῶν, κατὰ πολὺ περισσότερο δὲν τὸ μπορεῖ ἡ ὁποιαδήποτε ἄλλη προσωπικὴ γνώμη. Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀλλὰ καὶ οἱ πρὸ αὐτῆς Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν Ἐκκλησιολογία τοῦ ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ Καρθαγένης, τὸν ὁποῖο μάλιστα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ὡς Ἅγιο.
8. Ὅπως καταδεικνύει καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς συνόδου, οἱ ὁποῖοι μπροστὰ σὲ μιὰ νέα κακοδοξία μὴ δυναμένη ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ἔχει ἀξιολογηθεῖ ἀπὸ προγενέστερες συνοδικὲς δογματικὲς καὶ κανονικὲς ἀποφάσεις δὲν ἐπανέλαβαν, ἀλλὰ ἀνεγνώρισαν τὸ ὑποστατὸ τῶν μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς ἱερωσύνης τελεσθέντων στὴν αἱρετικὴ κοινότητα τῶν Εἰκονομάχων, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ ἀναγνωρίσει ἢ μή -κατὰ τὴν κρίση της- τὸν ἐκκλησιολογικὸ χαρακτήρα τῶν ἐκτὸς αὐτῆς κοινοτήτων τῶν σύγχρονων ἑτεροδόξων.
9. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες σὲ ὁμάδες αἱρετικῶν προσερχομένων στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία ὑποδηλώνει καὶ τὴν ἐκτὸς Ἐκκλησίας πνοὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τῆς ὀρθῆς πίστεως μὴ δυναμένης νὰ ἐντάξει ἀπὸ μόνη της κάποιον στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἡ ὀρθοδοξία δὲν ὁδηγεῖ αὐτόματα στὴν ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία.
10. Ἡ ἐνδεχόμενη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος δὲ σημαίνει κατ᾽ ἀνάγκη ἀναγνώριση καὶ τῶν ἄλλων μυστηρίων. Ἁρμοδία γιὰ νὰ κρίνει περὶ αὐτοῦ εἶναι κάθε φορὰ ἡ Ἐκκλησία, λειτουργοῦσα ἐν συνόδῳ.
11. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ προσδιορίσει, ποιές εἶναι οἱ χριστιανικὲς αὐτὲς κοινότητες, στὶς ὁποῖες ἀναγνωρίζει, ἐὰν ἀναγνωρίζει, ἐκκλησιαστικὸ χαρακτῆρα. Ἀσφαλῶς θὰ εἶναι ἐκεῖνες, στὶς ὁποῖες ἀναγνωρίζεται τὸ βάπτισμα, ὥστε τὰ μέλη αὐτῶν νὰ μποροῦν νὰ τελέσουν μικτὸ γάμο ἢ κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἐκεῖνες μὲ τὶς ὁποῖες εὑρίσκεται σὲ πανορθόδοξο θεολογικὸ διάλογο. Ὡς πρὸς τὸ κεντρικὸ αὐτὸ θέμα ἀπαιτεῖται ἀναγκαίως ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια.
12. Ἡ πολυχρόνια τέλεση μικτῶν γάμων ἀπὸ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποτελεῖ ad hoc ἀναγνώριση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ὁ ἑτερόδοξος. Διαφορετικὰ ἡ σύναψη ἑνὸς τέτοιου γάμου δὲ θὰ ἦταν δυνατή. Ὁ θεσμὸς τῶν μικτῶν γάμων εἶναι ἀποδεκτὸς διαχρονικὰ ἀπὸ τὴ συλλογικὴ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση, ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, ἀπὸ τὸν ἔσχατο κριτὴ τῆς ἀληθείας.
13. Ὁ σκοπὸς τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἀναζήτηση στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως ποὺ προσδιορίζει ἡ Ἱερὰ Παράδοσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ διεξαγωγὴ θεολογικῶν διαλόγων ἀνήκει στὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
14. Δυσκολώτερο ἀγώνισμα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ ἰδιαίτερα ἡ συμμετοχή της στὸ Π.Σ.Ε. Ἡ συμμετοχὴ αὐτὴ δὲν καταργεῖ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατανοεῖ τὴ συμμετοχή της στοὺς διεθνεῖς ὀργανισμοὺς ὡς δυνατότητα μαρτυρίας τῆς αὐθεντικότητας τῆς πίστης της.
15. Ὅλες οἱ παραπάνω θέσεις ἀποτελοῦν ἀπόψεις τοῦ συντάκτη τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος πρωτίστως ἐμπιστεύεται τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ὑποδεικνύει ὁ Μ. Βασίλειος. Θὰ ἦταν ὀδυνηρὴ ἀστοχία νὰ ἐπιζητοῦμε νὰ ὑπερβοῦμε τὰ ὅριά μας, ἐμπιστευόμενοι τὴ δική μας ἀλαζονεία ποὺ ὁδηγεῖ μὲ βεβαιότητα στὴν πλάνη.
. PG. 90, 993B (Περὶ ἀγάπης ἑκατοντὰς δευτέρα, λ´).
. PG 120, 805C: «Καλὸν γὰρ πρὸς τὸ καλοθελὲς ὁρῶντας ἡμᾶς, καὶ μᾶλλον ἔνθα μὴ Θεὸς ἢ πίστις τὸ κινδυνευόμενον, νεύειν ἀεὶ πρὸς τὸ εἰρηνικόν τε καὶ φιλάδελφον. Ἀδελφοὶ γὰρ καὶ ἡμῶν οὗτοι, κἂν ἀγροικίας ἢ ἀμαθίας συμβαίνῃ τούτους πολλάκις ἐκπίπτειν τοῦ εἰκότος...». PG 120, 812B: «Καὶ παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω καὶ νοερῶς τῶν σῶν ἁγίων ἐφάπτομαι ποδῶν, ἵνα τοῦ ἄγαν ἀκριβοῦς ἡ θεοειδὴς ἐνδοῦσα μακαριότης σου, συνέλθῃ τοῖς πράγμασιν». PG 120, 813A: «...ἵνα μή, τὸ πᾶν ἐκζητήσαντες, τὸ πᾶν ἀπολέσωμεν...».
. Βλ., ἐνδεικτικά, Ἐπιστ. 69, Le Chanoine Bayard (ed.), Saint Cyprien. Correspondance, Paris 1925, 246: «...nec baptizare omnino eos posse qui non habeant Spiritum Sanctum».
. Βλ., ἐνδεικτικά, Ἐπιστ. 69, Correspondance, 241: «Quod si una est ecclesia quae a Christo diligitur et lauacro eius sola purgatur, quomodo qui in ecclesia non est aut diligi a Christo aut ablui et purgari lauacro eius potest?». Ἐπιστ. 74, Correspondance, 283: «...manifestun est haeresin, quae sponsa Christi non sit nec purgari nec sanctificari lauacro eius possit, filios Deo generare non possit». Epist 75, Correspondance, 294.
. Ἐπιστ. 55, Correspondance, 144: «Manente concordiae uniculo et perseuerante catholicae ecclesiae indiuiduo sacramento, actum suum disponit et dirigit unusquisque episcopus, rationem propositi sui Domino redditurus». Ἐπιστ. 72, Correspondance, 262: «Ceterum scimus quosdam quod semel inbiberint nolle deponere nec propositum suum facile mutare, sed saluo inter collegas pacis et concordiae uinculo quaedam propria que apud se semel sint usurpata retinere».
. Ρ.Π. Β´, 309. (Σύνταγμα θείων καί ἱερῶν κανόνων, ᾽Αθήνησιν 1852, φωτ. Ἀνατύπωσις 1966).
. PG 35, 992 B.
. P. G 94, 812C (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 8).
. PG 7, 889B-890A: «Καὶ διὰ τοῦτο τέσσερις ἐδόθησαν καθολικαὶ διαθῆκαι τῇ ἀνθρωπότητι· μία μὲν τοῦ κατακλυσμοῦ τοῦ Νῶε, ἐπὶ τοῦ τόξου· δευτέρα δὲ τοῦ Ἀβραάμ, ἐπὶ τοῦ σημείου τῆς περιτομῆς· τρίτη δὲ ἡ νομοθεσία ἐπὶ τοῦ Μωϋσέως· τέταρτη δὲ ἡ τοῦ Εὐαγγελίου διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
. PG 32, 528B (Ἐπιστ. ΡΙΔ´, Τοῖς ἐν Ταρσῷ περὶ Κυριακόν)
. Mansi 13, 404 A.
. Λίβελλος ὃν ἔδωκεν τῷ βασιλεῖ Ρωμαίων καὶ τῷ Πάπᾳ Λατίνων ὁ Ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικὸς ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων.., Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἐπισκ. Οἰνόης Ματθαίου (Λαγγῆ), τόμ. Β´, Ἀθῆναι 1994, 628.
. Que supersunt Actorum Graecorum Concilii Florentini, ἔκδ. J. Gill (Concilium Florentinum Documenta et Scriptores. Editum Consilio et Impensis Pontificii Instituti Orientalium Studiorum, Series B, Rom 1953, 52: «...νῦν δὲ βουληθεῖσα ἡ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν εἰρήνην ἀνακαλέσασθαι διὰ τῆς ἀγάπης ἤρξατο τοῦτο ποιεῖν, καὶ αὖθις ἡ ἡμετέρα ἐκκλησία μετὰ τῆς αὐτῆς ἀγάπης προσέδραμε πρὸς τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς...».
. Mansi 13, 404A.
. Mansi 12, 1118 E.
. PG 99, 1052 D.
. PG 99, 1063 AB.
. Ρ. Π. Β´, 181: «Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ᾽ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας· πρὸς δὲ τούτοις, καὶ τοὺς τὴν πίστιν μὲ ὑγιῆ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δὲ καὶ ἀντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόπους».
. Βλ. τὸ β´ μέρος τοῦ κειμένου τοῦ Μονάχου (1982), ὅπου ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία φανερώνεται διὰ τῆς Θείας Εὐαχαριστείας στὴ σύναξη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, τὴν § 52 τοῦ κειμένου τοῦ Νέου Βάλαμο (1988), ὅπου ἡ Πενταρχία ἀναγνωρίζεται ὡς κανονικὰ καθιερωμένος θεσμός, ὁ δὲ ἐπίσκοπος Ρώμης ὡς ὁ πρῶτος τῇ τάξει πατριάρχης τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας καὶ τὸ κείμενο τῆς Ραβέννας (2007), ὅπου ἐπισημαίνεται ἡ λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ συστήματος στὸ πλαίσιο τῆς Πενταρχίας σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο (§ 42, 43, 44).
. Ρ. Π. Δ´, 91 (Κανὼν 1., «...οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν... Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον, καὶ τοῖς οἰκονομήσασι τὰ καθ᾽ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον»). Ρ. Π. Δ´, 197 (Κανὼν 47, «...εἰ δὲ παρ᾽ ὑμῖν ἀπηγόρευται τὸ τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, ὥσπερ οὖν καὶ παρὰ
῾Ρωμαίοις, οἰκονομίας τινὸς ἕνεκα...»).
. Ρ.Π. Δ´ 91.
. Ρ.Π. Δ´ 89.
. PL 39, 1596. PL 33, 60. B. Sesboüé, Hors de l’Église pas de salut. Histoire d’une formule et problèmes d’interprétation, Paris 2004, 63-65.
. PG 103, 953C.
. PG 103, 956 C.
. Ρ. Π. Δ´, 149: «Ἀνὴρ γυναικὶ συνοικῶν, ἐπειδὰν μὴ ἀρκεσθεὶς τῷ γάμῳ εἰς πορνείαν ἐκπέσῃ, πόρνον κρίνομεν τὸν τοιοῦτον...Οὐ μέντοι ἔχομεν κανόνα τῷ τῆς μοιχείας αὐτὸν ὑπαγαγεῖν ἐγκλήματι, ἐὰν εἰς ἐλευθέραν γάμου ἡ ἁμαρτία γένηται... τούτων δὲ ὁ λόγος οὐ ῥᾴδιος· ἡ δὲ συνήθεια οὕτω κεκράτηκεν».
. Ρ. Π. Β´, 585.
. Ρ. Π. Β´, 587.
. Ρ. Π. Β´, 452.
. Κανὼν 1. τῆς Ζ´ Οἰκ. Συνόδου (Ρ. -Π. Δ´, 556).
. Κανὼν 2 τῆς Πενθέκτης (Ρ. -Π. Δ´, 308).
. Mansi 13, 292 B.
. Mansi 12, 1042 D.
. Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Βιβλ. Β´, κεφ. μγ´ καὶ Ε´, ε´.
. Σωκράτης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Βιβλ. Ε´, κεφ. η´. Σωζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Βιβλ. Δ´ 25.
. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1935, 433 ἑπ. Β. Στεφανίδης, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθῆναι 1959, 228, 230. Μεθόδιος, Μητρ. Ἀξώμης, «Περὶ τήν ἐκκλησιαστικὴν Οἰκονομίαν. Ἀπάντησις εἰς καθηγητὰς τῆς Θεολογίας», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος ΝΖ (1975) 343.
. Οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας εὑρισκόμενοι εἶναι γιὰ τὸν Ἅγ. Κυπριανὸ πνευματικὰ νεκροί. De Unitate 5,214. SC 500, 184-186. Ἐπιστολὲς 69, 73, 74 (Correspondance, 230-252, 262-279, 279-288). B. Sesboüé, ὅπ. παρ., 51-54.
. Παν. Τρεμπέλας, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Γ´, Ἀθῆναι 1961, 45-48.
. Συναφῆ εἶναι ὅσα ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος Μητρ. Ἀξώμης Μεθόδιος, ὅπ. παρ., Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος ΝΣΤ´ (1974) 24-25, ἀναγόμενος στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἰερώνυμο (Κοτσώνη): «Ἐνταῦθα δὲ ἀναφέρω τὴν δήλωσιν τὴν γενομένην τὸ 1937 ἐν Ἐδιμβούργῳ τὸ 1937 κατὰ τὸ συνελθὸν ἐκεὶ Συνέδριον Faith and Order, ἔνθα οἱ ἀντιπρόσωποι ἐννά Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν προέβησαν εἰς δήλωσιν, ἥτις μεταξὺ τῶν ἄλλων περιέχει σπουδαιοτάτην ἄποψιν περὶ τῆς θέσεως τῶν ἑτεροδόξων ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας... Διὰ τῆς Δηλώσεως ταύτης, γράφει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰερώνυμος, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἐννέα Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνεγνώριζον τὰς ἑτεροδόξους Ἐκκλησίας ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς σώματος τοῦ Χριστοῦ». (Ἡ κανονικὴ ἄποψις κ.λπ. σ. 47-48). Καταλήγει δὲ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰερώνυμος, (αὐτόθι σ. 132-135): «Ἐκ τῆς συντομωτάτης ταύτης ἀναδρομῆς εἰς τὰ ὑπὸ τῶν Ἱ. Κανόνων ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου «κατ᾽ ἀκρίβειαν» ὁριζόμενα ἀποδεικνύεται, ὡς ἀπὸ κανονικῆς ἀπόψεως ὀρθὸν τὸ ὑποστηριχθέν, ὅτι ἡ διδασκαλία «περὶ τοῦ ἀκύρου παντὸς ἔξω τῆς Ἐκκλησίας Βαπτίσματος, λίαν ἐνωρὶς ἐγκατελείφθη ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τῆς Ἀνατολῆς... Ἐπίσης δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ ἄποψις, ὅτι ὁσάκις ἀναγνωρίζεται οἱονδήποτε μυστήριον, τελεσθὲν ὑπὸ ἑτεροδόξων, τοῦτο γίνεται μόνον «κατ᾽ οἰκονομίαν, διότι ὑπὸ τῶν ἱερῶν κανόνων σαφῶς ὁρίζεται, ποίων ἑτεροδόξων τὸ βάπτισμα θεωρεῖται «καὶ ἀκρίβειαν» ὡς ἔγκυρον.
. P. Π. Δ´, 199.
. Ρ. Π. Δ´, 336. Ἡ ἀπόκριση εἶναι: «Ἐν τῇ θείᾳ ἀναφορᾷ ὁ διάκονος προφωνεῖ πρὸ τοῦ ἀσπασμοῦ· Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε…». Μέχρι τότε δὲν ὑπάρχει συμπροσευχή;
. Βλ. Φειδάς, Τὸ κῦρος τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καὶ τὸ ζήτημα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, Ὀρθοδοξία (Β´ Περίοδος) 11/2 (2004) 446 ἑπ.
. Ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψη (1986) ἀποτίμησε τοὺς μέχρι τότε διεξαχθέντες διαλόγους μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς, Παλαιοκαθολικούς, τὶς Ἀρχαῖες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες, τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, τοὺς Λουθηρανούς, τοὺς Παλαιοκαθολικοὺς καὶ τοὺς Μετερρυθμισμένους.
. Ρ. Π. Β´, 187-188 καὶ 529-531.
. Ρ. Π. Β´, 133.
. Ρ. Π. Β´, 158-159.
. Ρ. Π. Γ´, 176-177.
. Ρ. Π. Γ´, 177-178.
. Ρ. Π. Γ´, 475.
. Ρ. Π. Δ´, 89-92.
. Βλ. ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμώνα στὸν 1. κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, Ρ. Π. Δ´, 94: «Καὶ Ἐγκρατῖται μέν εἰσιν, οἱ τὸν γάμον ἀποβαλλόμενοι, καὶ λέγοντες εἶναι τοῦτον τὸν Σατανᾶ, καὶ ἀπαγορεύοντες πᾶσαν ἐμψυχοφαγίαν· Ναυατιανοί, οἱ καὶ Καθαροὶ λεγόμενοι, ἐκλήθησαν ἀπὸ Ναυάτου τινὸς Ρωμαίου, ἀποβαλλομένους τοὺς διγάμους καὶ μετάνοιαν μὴ δεχομένου. Ὑδροπαραστάται δὲ οἱ ἀντὶ οἴνου, ὕδωρ εἰς τὴν ἀναίμακτον θυσίαν προσφέροντες καὶ τὸν γάμον πορνείαν λέγοντες».
. Ρ. Π. Δ´, 197-198.
. Ρ. Π. Β´, 187-188.
. Ρ. Π. Β´, 529-531.
. Ρ. Π. Δ´, 95: «Παρασυνάγωγοι δέ εἰσιν, οἱ κατακριθέντες ἐπί τισιν πταίσμασιν ἐπίσκοποι, ἢ πρεσβύτεροι, καὶ μετακινηθέντες τῆς λειτουργίας, καὶ μὴ ὑποκύψαντες τοῖς κανόσι, ἀλλ᾽ ἑαυτοὺς αὐθεντικῶς ἐκδικήσαντες τὴν προεδρίαν, καὶ τὴν λειτουργίαν, καὶ θυσιαστήριον πηξάμενοι ἕτερον, καὶ τῆς γνώσεως αὐτῶν γενέσθαι τινὰς παραπείσαντες, ὥστε συνακολουθῆσαι αὐτοῖς, καὶ τὴν καθολικὴν καταλιπεῖν ἐκκλησίαν».
. P. G. 91, 12 CD: «Θέλημά φασιν εἶναι φυσικόν, ἤγουν θέλησιν, δύναμιν τοῦ κατὰ φύσιν ὄντος ὀρεικτικήν· καὶ τῶν οὐσιωδῶς τῇ φύσει προσόντων συνεκτικὴν πάντων ἰδιωμάτων. Τούτῳ γὰρ συνεχομένη φυσικῶς ἡ οὐσία, τοῦ τε εἶναι καὶ ζῆν καὶ κινεῖσθαι κατ᾽ αἴσθησίν τε καὶ νοῦν ὀρέγεται, τῆς οἰκείας ἐφιεμένης φυσικῆς καὶ πλήρους ὀντότητος» (Πρὸς Μαρῖνον τὸν ὁσιώτατον Πρεσβύτερον) P. G 91, 289 BC: «...δύο δὲ αὐτοῦ αἱ φύσεις· δύο αὐτοῦ πάντως καὶ τὰ φυσικὰ θελήματα...οὕτω καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν οὐσιωδῶς προσόντων ταῖς αὐτοῦ φύσεσι θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν». P. G 91, 300CD: «Εἰ γὰρ τὰ φυσικῶς προσόντα ταῖς φύσεσι τοῦ Χριστοῦ, ἰδιώματα αὐτῶν εἶναι λέγετε, φυσικῶς δὲ ἑκατέρᾳ αὐτοῦ φύσει τὸ θέλειν ἐμπέφυκεν, ἄρα μετὰ τῶν ἄλλων φυσικῶν ἰδιωμάτων, καὶ τὰ θελήματα ταῖς φύσεσι συνομολογεῖν ἀναγκασθήσεσθε». P. G 91, 301D: «...ὅτι κατάλληλα πάντως τὰ φυσικὰ θελήματα ταῖς φύσεσιν».
. Βλ. Enchiridion Symbolorum Definitionum et Declarationum de Rebus Fidei et Morum, ed H. Denzinger-P. Hünerman, Herder Barcelona 1999, 1350-1353, ἀρ. 1351: «Firmiter credit, profitetur et praedicat, nullos extra catholicam Ecclesiam exsistentes, non solum paganos, sed nec Iudaeos aut haereticos atque schismaticos, aeternae vitae fieri posse participes, sed in ignem aeternum ituros, ”qui paratus est diabolo et angelis eius” [Mt 25, 41]...» (Σύνοδος Φλωρεντίας/Βούλα Contante Domino τῆς 4.2.1442).
. P. G 103, 953-956 (Φωτίου Βιβλιοθήκη σκζ´). Μεθόδιος, Μητρ. Ἀξώμης, Περὶ τήν «Ἐκκλησιαστικὴν Οἰκονομίαν», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος 56/ Ι-ΙΙ (1974) 23.
. Ρ. Π. Β´, 133: «...Εἰ δὲ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου, ἢ πρεσβυτέου ὄντος, προσέρχονται τινες, πρόδηλον, ὡς ὁ μὲν ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας ἕξει τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου· ὁ δὲ ὀνομαζόμενος παρὰ τοῖς λεγομένοις Καθαροῖς ἐπίσκοπος, τὴν τοῦ ἐπισκόπου τιμὴν ἕξει· πλὴν εἰ μὴ ἄρα δοκοίη τῷ ἐπισκόπῳ, τῆς τιμῆς τοῦ ὀνόματος αὐτὸν μετέχειν. Εἰ δὲ τοῦτο αὐτῷ μὴ ἀρέσκοι, ἐπινοήσει τόπον ἢ χωρεπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου, ὑπὲρ τοῦ ἐν τῷ κλήρῳ ὅλως δοκεῖν εἶναι· ἵνα μὴ ἐν τῇ πόλει δύο ἐπίσκοποι ὦσιν».
. Χρυσόστομος, Μητρ. Μύρων (Γέρων Ἐφέσου), Αἱ ἱστορικο-δογματικαί προϋποθέσεις τῆς Ἁγίας Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μνήμη Συνόδου Ἁγίας Β´ Οἰκουμενικῆς (Ἐν Κωνσταντινουπόλει 381), τόμος Α´, Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1983, 132.
. Βλ. Φειδᾶς, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α´, Ἀθῆναι 1992, 523.
. PG 20, 1060C: «Ὡς οὖν ἐφοίτα πανταχοῦ τό παράγγελμα, οἷά τινος ἀπὸ νύσσης οἱ πάντες ἔθεον σὺν προθυμίᾳ πάσῃ· ... Ἐπειδὴ οὖν συνῆλθον οἱ πάντες, ἔργον ἤδη Θεοῦ τὸ πραττόμενον ἐθεωρεῖτο». (Εὐσεβίου Καισαρείας, De Vita Constantini).
. E. Schwartz, ACO I, 1, 5, 126: «δύο (ἐνν. ἐπισκόπους) ἑκάστῳ μητροπολίτῃ συνεῖναι...». Ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἐπισκόπων θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀνάμεσα στοὺς «ἐκκρίτους καὶ δυναμένους τὰ τοιαῦτα εἰδέναι ζητήματα» καί τοὺς «ἐπιτηδείους», οἱ ὁποῖοι δὲ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀπόντες. (E. Schwartz, ACO I, 1, 1, 115 καὶ I, 1, 5, 14).
. Mansi 13, 208D.
. Mansi 17a, 489E-492A, 380A.
. Mansi 17a, 508B.
. Γ. Μαρτζέλος, Ἡ ἰδεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ διάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας: Ἡ ἐπικαιρότητα μιᾶς παραδοσιακῆς διάκρισης, στό: Ὀρθόδοξο Δόγμα καὶ θεολογικὸς προβληματισμός. Μελετήματα δογματικῆς Θεολογίας Δ´, Θεσσαλονίκη 2011, 373-393.
. Κανὼν στ´ τῆς Α´ Οἰκ. Συνόδου, Ρ-Π. Β´, 128.
. Mansi 16, 37E: «sanctam hunc et universalem synodum».
. PG 91, 137D: «καθὼς αἱ θεόληπτοι καὶ θεσπέσιοι εἰλικρινῶς καὶ πανευσεβῶς ἐξέθεντο ἓξ σύνοδοι, ἐκφαντερικώτατα φάσκοντες τὸ σύμβολον τῆς πίστεως». Fr. Winkelmann, Den monenergetisch-monothelitische Streit, Frankfurt 2001, Nr. 113, 130: «Maximos erweist sich als Vetreter der kirchenpolitischen und theologischen Ansprüche der römischen Kirche. Er nennt in diesem Brief die Lateransynode als VI. Ökumenische Konzil».
. Ὁ Π. Τρεμπέλας, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Β´, Ἀθῆναι 1959, 401-402, ἐπισημαίνει θεωρώντας τὶς συνόδους ὡς τὴν ἀνώτατη στὴν ἐκκλησία ἀρχή (Κεφ. Γ´, 9): «Οὐδεὶς λοιπὸν ἐπὶ μέρους ἐπίσκοπος δύναται νὰ εῖναι ἀποκλειστικῶς φορεὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καὶ νὰ προβάλλῃ ἑαυτὸν ὡς τὴν ἀνωτάτην ἀρχήν. Ἀνωτέρα ἀρχὴ ἐν πάσῃ κατὰ τόπους Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὑπὸ τοῦ συνόλου τῶν ἐπισκόπων αὐτῆς συγκροτουμένη σύνοδος. Ἀνωτάτη δ᾽ ἀρχὴ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος...».
. Αὐτονόητα, ἡ σύγκλιση μὲ τοὺς ἑτεροδόξους συμπεριλαμβάνει τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἐπὶ ἱ. Φωτίου συγκληθείσης συνόδου (879/80) ποὺ ἀπαγορεύει τὴν οἱαδήποτε προσθήκη στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως. Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα ἀναφέρει ὁ Γρ. Λαρεντζάκης, Τὸ Καθῆκον τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ Καταλλαγὴ καὶ ἑνότητα. Ἐξελίξεις καὶ Προοπτικὲς σὲ μεγάλα θέματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ διαλόγου, Θεσσαλονίκη 2014, 177: «Συνεπὲς καὶ ἀκόλουθο βῆμα θὰ ἦταν ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας, ἴσως καὶ εὐαγγελικὲς καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀπὸ κοινοῦ νὰ ἀνακηρύξουν τὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 879/880 ὡς τὴν 8η Οἰκουμενικὴ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, μὲ τὸ κύρος καὶ τὶς συνέπειες τὶς ὁποῖες εἶχαν ἀναγνωρίσει τότε οἱ Ἐκκλησίες Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως».
. Στ. Τσομπανίδης, «Ὑπὲρ τῆς οἰκουμενης». Μελέτες γιὰ τὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ σημερινὸ κόσμο, Θεσσαλονίκη 2014, 637-646. (Ἡ Δήλωση τοῦ Τορόντο (1950). «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν».). Ὀρθοδοξία 25 (1950) 323-332.
. Στ. Τσομπανίδης, ὅπ. παρ. 661 (§ 11 τοῦ κειμένου).
. Βλ. Φειδᾶς, Τὸ ζήτημα τῆς συμπροσευχῆς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, στό: Ἡ συμπροσευχὴ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ παράδοση (Γρ. Λαρεντζάκης, Κ. Σκουτέρης, Βλ. Φειδᾶς), Θεσσαλονίκη 2011, 112.
. Στ. Τσομπανίδης, ὅπ.παρ., 640 (Κεφ. 3, ε´: «Τὸ ἀποτελεῖν μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν συνεπάγεται τὴν ἀποδοχὴν εἰδικῆς διδασκαλίας, ἀφορώσης τὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος).
. Στ. Τσομπανίδης, ὅπ.παρ., 642.
. Στ. Τσομπανίδης, ὅπ.παρ., 643.
. Στ. Τσομπανίδης, ὅπ.παρ., 57: «Στή διατύπωσή της, ἰδίως ὅσον ἀφορᾶ στὸ πρῶτο μέρος τῆς Δήλωσης γιὰ τὸ τί δὲν εἶναι τὸ Π.Σ.Ε., συνέβαλε ἀποφασιστικὰ ἀπὸ ὀρθόδοξη πλευρὰ μὲ τὶς παρεμβάσεις του ὁ π. Γεώργιος Florovsky».
. Congegatio pro doctrina fidei. Declaratio Dominus Iesus de Iesu Christi atque ecclesiae unicitate et universalitate salvific, G. L. Müller (Hg.), Die Heilsuniversalität Christi und der Kirche. Originaltexte und studien der römischen Glaubenskongregation zur Erklärung “Dominus Jesus”, München 2003, 61:
• § 16: «Verbis “subsistit in” Concilium Vaticanum duas voluit doctrinales affirmationes invicem componere: altera ex parte, Christi Ecclesiam non obstantibus christianorum divisionibus, solummodo in Ecclesia Catholica plene existere pergere; ex altera vero inveniri “extra eius compaginem elementa plura santificationis et veritatis”, videlicat in Ecclesiis et Communitatibus ecclesialibus nondum in plena communione cum Ecclesia Catholica».
• § 17. «Unica ergo est Christi Ecclesia, subsistens in Ecclesia Catholica, cuius moderatio spectat ad Petri Successorem et ad Episcopos in communione cum eο».