Πλησιάζει ὁ χρόνος πού θά συνέλθη στήν Κρήτη ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά νά συζητήση πάνω στά ἕξι κείµενα πού ἔχουν προετοιµασθῆ στίς Προσυνοδικές Συνδιασκέψεις, καθώς ἐπίσης νά δώση ἕνα µήνυµα ἑνότητας µεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Αὐτόν τόν καιρό ἔχουν γραφῆ πολλά κείµενα ἀπό εἰδικούς καί µή, ἀπό ἁρµοδίους καί µή, πάνω στό µεγάλο αὐτό γεγονός. ∆υστυχῶς, ὅπως ἔχω σηµειώσει καί σέ ἄλλο κείµενό µου, σέ µερικές ἐκδηλώσεις βλέπουµε ὅτι ἀναµειγνύεται ἡ θεολογία µέ τήν πολιτική, ἤ µᾶλλον καλύτερα, διάφοροι ἐκκλησιαστικοί παράγοντες ἐµπλέκονται ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τους στίς ἐπιδιώξεις τῶν πολιτικῶν, καθώς ἐπίσης καί οἱ πολιτικοί χρησιµοποιοῦν διαφόρους ἐκκλησιαστικούς παράγοντες, προκειµένου νά περάσουν τά σχέδιά τους µέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Βέβαια, ἡ Σύνοδος τοῦ 1872 στήν Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τόν ἐθνοφυλετισµό ὡς αἵρεση, ἀλλά δυστυχῶς ὁ ἐθνοφυλετισµός χρησιµοποιεῖ ὡς ὄχηµα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία µέ ποικίλα ἀποτέλεσµατα.
Στίς ἡµέρες µας τό µεγαλύτερο µέρος τῆς συζητήσεως γίνεται γιά τό κατά πόσον θά συµµετάσχουν στήν Σύνοδο ὅλες οἱ δεκατέσσερεις Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τί συνέπειες θά προκληθοῦν ἀπό τήν ἀπουσία µερικῶν Ἐκκλησιῶν καί ὄχι τόσο γιά τό περιεχόµενο τῶν κειµένων καί τῶν διορθώσεων πού πρέπει νά γίνουν.
Μέ ἀπόφαση τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά εἶµαι µέλος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης αὐτῆς Συνόδου καί µέ διακατέχει ὑψηλό αἴσθηµα εὐθύνης ἔναντι τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί τῆς ἰδίας τῆς ἱστορίας. Μέ ἀπασχολεῖ σοβαρῶς τό θέµα τῶν ἀποφάσεων πού θά λάβη ἡ Σύνοδος αὐτή καί κυρίως καί πρό παντός γιά τά ὅσα θά ἐπακολουθήσουν.
Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι οἱ Σύνοδοι τελικά ἐνεκρίθησαν ἀπό τήν θεολογική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ὁ σωµατικός ὀργανισµός τοῦ ἀνθρώπου κρατᾶ τά στοιχεῖα τῶν τροφῶν πού χρειάζεται καί ἀποβάλλει τά µή χρειαζούµενα στοιχεῖα, τό ἴδιο γίνεται καί µέ τόν Θεανθρώπινο ὀργανισµό τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία µέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἐπικυρώνει τήν ἀλήθεια ἑνός γεγονότος ἤ τήν ἀπορρίπτει.
Ὡς µέλος τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου θά ἤθελα νά ἐκφράσω ἕναν λόγο, πρίν τήν ἔναρξη τῆς Συνόδου. ∆έν θά ἀναφερθῶ ἐδῶ γιά τούς λόγους πού µέ ὁδήγησαν στό νά ἀποδεχθῶ αὐτήν τήν πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά συµµετάσχω στήν Σύνοδο, πράγµα πού θά τό κάνω ἀργότερα, ἀλλά θά διατυπώσω µερικές σκέψεις µου.
1. Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Συνόδου
Μέ λύπη παρακολουθῶ µερικές ἀπό τίς ἀπόψεις πού διατυπώνονται ὅτι, δηλαδή, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἡ µοναδική Σύνοδος πού γίνεται κατά τήν διαρρεύσασα δεύτερη χιλιετία τοῦ Χριστιανισµοῦ. Ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἡ πρώτη Μεγάλη Σύνοδος µετά τό «Σχίσµα» πού ἔγινε τό 1054, ἐνῶ ἡ ἀκοινωνησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Παλαιᾶς Ρώµης ἔγινε τό 1009 µέ τήν εἰσαγωγή τοῦ Filioque, ἄλλοι λένε ὅτι θά συνέλθη ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος µετά ἀπό 1200 ἤ 1300 χρόνια, δηλαδή ἀπό τό ἔτος 787 πού συνῆλθε ἡ Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδος, καί ἄλλοι τολµοῦν νά ποῦν καί µάλιστα ἐπισήµως ὅτι θά εἶναι ἡ Η΄ Οἰκουµενική Σύνοδος!
Ἡ βάση αὐτῆς τῆς νοοτροπίας εἶναι ὅτι δῆθεν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τό ἔτος 787 µέχρι σήµερα παραµένει σέ πνευµατική ὕπνωση, σέ ἕνα πνευµατικό ἀλτσχάϊµερ, ὅτι ὅλο αὐτό τό διάστηµα ἦταν µιά «νεκρή», «ὑπνώτουσα», «µουσειακή» Ἐκκλησία.
Μιά τέτοια ἀντίληψη ὄχι µόνον ἀποτελεῖ ὕβρη στούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού ἐµφανίσθηκαν καί δίδαξαν κατά τήν διάρκεια τῆς δεύτερης χιλιετίας, ἀλλά εἶναι καί ὑπονόµευση τῆς ἴδιας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι διαρκής Σύνοδος καί εἶναι τό ἀληθινό καί ζωντανό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Οἰκουµενικές Σύνοδοι κατά βάση ἀσχολήθηκαν µέ δογµατικούς ὅρους καί διοικητικούς καί ποιµαντικούς Κανόνες, ὅπως τό βλέπουµε στά Πρακτικά τους. Ἐνῶ ὅταν διαβάσουµε τά κείµενα πού βρίσκονται πρός ἐπεξεργασία καί τελική ἔγκριση ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, δέν µποροῦµε νά διακρίνουµε ποιοί εἶναι οἱ ὅροι καί ποιοί εἶναι οἱ Κανόνες. Ἐάν θεωρηθῆ ὅτι οἱ ἐπί µέρους παράγραφοι τοῦ κειµένου θεωροῦνται ὡς Κανόνες, τότε ἀπαιτεῖται διεξοδική συζήτηση γιά τό ἐάν αὐτοί οἱ «κανόνες» συντονίζονται στήν κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἀνατρέπουν τήν βάση καί τήν καρδιά τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας.
Τό πρόβληµα, ὅµως, εἶναι ὅτι ἐάν θεωρηθῆ, κακῶς κατά τήν γνώµη µου, ὅτι αὐτή ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι συνέχεια τῆς Ζ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, τότε κακοποιεῖται σέ µεγάλο βαθµό ἡ ὀρθόδοξη ἀλήθεια. Γιατί στό διάστηµα αὐτό συνῆλθαν Μεγάλες καί Οἰκουµενικές Σύνοδοι καί ἄλλες λαµπρές Σύνοδοι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδή ὅλης τῆς τότε Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἐπελήφθησαν σοβαρῶν θεµάτων καί ἀντιµετώπισαν µεγάλα θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήµατα.
∆ιάβασα ὅτι µερικοί γιά νά ὑποστηρίξουν τίς ἀπόψεις πού παρουσιάζονται στά κείµενα πού τίθενται πρός τελική ψήφιση ἀπό τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χρησιµοποίησαν ἀπόψεις τοῦ ἀειµνήστου δογµατικοῦ θεολόγου Ἰωάννη Καρµίρη. Καλό θά εἶναι νά µελετήση κανείς τούς δύο τόµους τῶν βιβλίων «Τά δογµατικά καί συµβολικά µνηµεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», γιά νά δῆ τόν παλµό καί τήν ζωντάνια τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας µέχρι τόν 19ο αἰώνα. Ἐκεῖ θά διαπιστώση ὅτι µέχρι τόν 19ο αἰώνα ὑπάρχει κατά βάση µιά ἑνιαία γλώσσα στά ἐκκλησιαστικά κείµενα καί ὅτι ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ἄρχισε ἡ διαφοροποίηση.
Θά ἤθελα νά µνηµονεύσω µερικές σηµαντικές Συνόδους µετά τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς παραθεωροῦνται.
Ἡ Σύνοδος τῶν ἐτῶν 879-80 ἐπί Μεγάλου Φωτίου εἶναι µιά µεγάλη Οἰκουµενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα καί ἦταν παρόντες καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ὀρθοδόξου τότε Πάπα καί ὅλοι ἀποδέχθηκαν τίς ἀποφάσεις της. Ἡ Σύνοδος αὐτή συζήτησε γιά τούς δύο τύπους ἐκκλησιολογίας, ἀνατολικῆς καί δυτικῆς, καί κυριάρχησε ἡ ἀνατολική ἐκκλησιολογία, ἐπίσης ἀποφάνθηκε γιά τό πρωτεῖον τοῦ Πάπα καί τήν αἵρεση τοῦ Filioque.
Οἱ Σύνοδοι τοῦ ἔτους 1341-1368 , ἰδιαιτέρως ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1351, συνεκλήθη ἀπό τόν Αὐτοκράτορα µέ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ἡ ὁποία ἀπεφάνθη γιά τό ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ πού ἔλαµψε στό Θαβώρ ἦταν ἄκτιστο καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάµ καί τοῦ Ἀκινδύνου ὅτι ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη οὐσία µέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια, τό γνωστό actus purus, καί ὅτι δῆθεν ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ µέ τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο µέ κτιστές ἐνέργειες. Ἔτσι, στήν πραγµατικότητα ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 κατεδίκασε τήν σχολαστική θεολογία, πού ἐν πολλοῖς ἰσχύει µέχρι σήµερα στόν «Ρωµαιοκαθολικισµό».
Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1484, στήν ὁποία συµµετεῖχαν οἱ Πατριάρχες: Κωνσταντινουπόλεως Συµεών, Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, Ἀντιοχείας ∆ωρόθεος καί Ἱεροσολύµων Ἰωακείµ, ἐχαρακτήρισε τόν ἑαυτό της ὡς Οἰκουµενική, ἀκύρωσε τήν ἑνωτική Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἐξέδωσε Ἀκολουθία, τήν ὁποία συνέταξε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Συµεών, γιά τούς ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἐκ τῶν λατινικῶν αἱρέσεων». Καί ναί µέν ἡ Σύνοδος αὐτή καθιέρωσε νά γίνεται ἡ ἐπιστροφή τῶν Λατίνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά λιβέλλου καί Χρίσµατος, ἐπειδή ἐπικρατοῦσε τότε ὁ καθιερωµένος «τύπος τοῦ Βαπτίσµατος», ἀλλά σαφέστατα στήν Ἀκολουθία πού συνετάγη γιά τήν ἐπιστροφή τῶν Λατίνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γίνεται λόγος γιά τήν αἵρεση τῶν Λατίνων, γιά τά «αἴσχιστα καί ἀλλότρια δόγµατα τῶν Λατίνων», νά ἀποστρέφεται αὐτός πού ἐπέστρεψε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «τελείως καί τάς συνάξεις τῶν Λατίνων ἐν ταῖς αὐτῶν Ἐκκλησίαις» (προφανῶς ἐννοεῖ τούς Ναούς) καί νά ἀναθεµατίση ὅσους τόλµησαν νά προσθέσουν τό Filioque.
Στήν Ἀκολουθία αὐτή γίνεται λόγος γιά Λατίνους καί γιά ἀλλότρια δόγµατα, µεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι τό γνωστό Filioque, δηλαδή ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καί ἡ αἵρεση τοῦ actus purus, ὅτι ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια µέ τήν ἄκτιστη οὐσία στόν Θεό καί, ἑποµένως, ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ µέ τόν κόσµο µέ κτιστές ἐνέργειες.
Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1590 , πού χαρακτήρισε τόν ἑαυτό της «Οἰκουµενική Σύνοδο», καί ἡ συνέχειά της πού εἶναι ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1593, πού χαρακτηρίσθηκε ὡς «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» εἶναι σηµαντικές. Καί οἱ δύο Σύνοδοι εἶναι Σύνοδοι τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἀποφάσισαν νά συναινέσουν στήν ἀνακήρυξη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας σέ Πατριαρχική ἀξία καί τιµή πού εἶχε δοθῆ ὑπό τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου τό 1589 µέ σχετικό Πατριαρχικό Χρυσόβουλο ἤ Τόµο.
Ἡ Συνοδική ἀπόφαση τῶν τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756 ἤτοι τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου, τοῦ Ἀλεξανδρείας Ματθαίου καί τοῦ Ἱεροσολύµων Παρθενίου, ἀναφέρεται στόν ἀναβαπτισµό τῶν ∆υτικῶν πού προσέρχονται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Καί ναί µέν ἡ ἀπόφαση αὐτή δέν ἐπικράτησε γιά πολύ χρονικό διάστηµα, διότι ἡ Ἐκκλησία στήν πράξη ἐπανῆλθε στήν ἀπ΄όφαση τῆς Συνόδου τοῦ 1484, ἀλλά ὅµως δέν καταργήθηκε ποτέ µέ ἄλλη Συνοδική ἀπόφαση.
Εἶναι γνωστόν ὅτι τό θέµα «Ἡ Οἰκονοµία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» πού ἀναφερόταν στήν ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν καί σχισµατικῶν, ὑπῆρχε στήν θεµατολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὅπως φαίνεται στήν Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή πού συνῆλθε τό 1971 στήν Γενεύη. Τελικά ὅµως ἐξέπεσε ἀπό τήν ἡµερήσια διάταξη τῆς Συνόδου καί δέν δόθηκε ἡ δυνατότητα νά ἀποφανθῆ ἐπισήµως ἐπί τοῦ θέµατος αὐτοῦ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Τό ἐρώτηµα λοιπόν εἶναι: Γιατί δέν ἐτέθη τό θέµα αὐτό στήν θεµατολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γιά νά συζητηθῆ µέ θεολογικά ἐπιχειρήµατα τό ἔγκυρο καί ὑποστατό ἤ µή ἔγκυρο καί µή ὑποστατό τοῦ Βαπτίσµατος τῶν αἱρετικῶν καί ἔρχεται τώρα νά ἀντιµετωπισθῆ µέ τρόπο ἔµµεσο;
Ἡ Συνοδική ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848, ἡ ὁποία ὑπογράφεται ἀπό τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύµων µέ τίς Συνόδους τους, χαρακτηρίζει τόν «Παπισµόν» αἵρεση καί τόν παραβάλλει µέ τόν Ἀρειανισµό καί ἀναιρεῖ τίς βασικές λατινικές ἑτεροδιδασκαλίες, ὅπως τό Filioque, τό πρωτεῖον καί τό ἀλάθητον τοῦ Πάπα, καθώς ἐπίσης καί ἄλλες κακοδοξίες πού σχετίζονται µέ τό βάπτισµα καί τά µυστήρια.
Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔτους 1872 στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν φυλετισµό στήν ἐκκλησιαστική ζωή «τοὐτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ». Ὁ φυλετισµός εἶναι «ξένος» πρός τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι «νεωτερική λύµη». Εἶναι σηµαντικό ὅτι στόν ἐπίλογο τοῦ συνοδικοῦ ὅρου ὑπάρχει µιά προσευχή στόν Κύριο ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά διατηρῆ τήν Ἐκκλησία «ἄµωµον καί ἀλώβητον ἀπό πάσης νεωτερικῆς λύµης, ἐρηρεισµένην ἐπί τῷ θεµελίῳ τῶν ἀποστόλων καί τῶν προφητῶν».
Ἀνέφερα µερικές Συνόδους «Οἰκουµενικές», «Ἅγιες καί Μεγάλες» – ὑπάρχουν καί ἄλλες– ἀπό ὅσες ἔγιναν ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουµενική Σύνοδο µέχρι τόν 19ο αἰώνα καί ἔγιναν ἀποδεκτές ἀπό τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα οἱ ἀποφάσεις τῆς Μεγάλης Συνόδου τοῦ 1351 ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ περιελήφθησαν στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», τό ὁποῖο διαβάζεται κατά τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν καί εἰσήχθησαν στά τροπάρια τῆς λατρείας. Τό γεγονός αὐτό συνιστᾶ τήν µεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν συνείδηση καί τίς ἀποφάσεις τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Οἰκουµενική.
Ἐδῶ πρέπει νά ἀναφερθοῦν καί οἱ πολύ σηµαντικές τρεῖς ἀπαντήσεις τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεµίου Β΄ (1576, 1578, 1581) πρός τούς Λουθηρανούς Θεολόγους τοῦ Πανεπιστηµίου τῆς Τυβίγγης. Πρόκειται γιά ἀξιόλογες ἀπαντήσεις πού ἔστειλε ὁ Πατριάρχης Ἱερεµίας συνεργαζόµενος µέ Ὀρθοδόξους Κληρικούς καί λαϊκούς, µεταξύ τῶν ὁποίων περιλαµβάνεται καί ὁ Ναυπάκτου καί Ἄρτης ∆αµασκηνός ὁ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος συγκαταλέγεται µεταξύ τῶν ἁγίων.
Στίς σπουδαῖες αὐτές ἀπαντητικές ἐπιστολές ἀφ' ἑνός µέν ἐκτίθεται ἡ ὀρθόδοξη πίστη, ἀφ' ἑτέρου δέ ἀναιροῦνται οἱ κακοδοξίες τῶν ∆ιαµαρτυροµένων. Στίς ἀπαντήσεις αὐτές διατυπώνεται ἡ Ὀρθόδοξη πίστη βάσει τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά γίνεται προσφυγή στήν διδασκαλία τῆς Σχολαστικῆς θεολογίας. Ἀντιµετωπίζονται πολλά θέµατα, ἐπί τῶν ὁποίων ἐπῆλθε διαφωνία µέ τούς Λουθηρανούς θεολόγους, ἤτοι γιά τήν Ἱερά Παράδοση, τήν Χριστολογία, τό Filioque, τό αὐτεξούσιο, τόν προορισµό, τήν δικαίωση, τόν ἀριθµό τῶν µυστηρίων καί τόν τρόπο τελέσεώς τους, τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, τήν λατρεία, τήν ἐπίκληση τῶν ἁγίων, τίς εἰκόνες καί τά λείψανά τους, τίς νηστεῖες καί διάφορες ἐκκλησιαστικές παραδόσεις.
Οἱ ἀπαντητικές αὐτές ἐπιστολές θεωροῦνται σηµαντικά κείµενα, µνηµονεύονται στά Πρακτικά τῆς Τοπικῆς Συνόδου πού ἔγινε τό 1672 στά Ἱεροσόλυµα ἐπί ∆οσιθέου, καί κατατάχθηκαν µεταξύ τῶν συµβολικῶν βιβλίων τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὕστερα ἀπό ὅλα αὐτά διερωτῶµαι γιά τό πῶς εἶναι δυνατόν ὅλες αὐτές οἱ σηµαντικές Σύνοδοι νά τεθοῦν στό περιθώριο, πρός χάριν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού πρόκειται νά συνέλθη στήν Κρήτη; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχυρίζωνται µερικοί ὅτι ἡ ἐπικείµενη Σύνοδος εἶναι ἡ µοναδική Σύνοδος τῆς δεύτερης χιλιετίας; Πῶς εἶναι δυνατόν καί ἐπιτρεπτόν νά «ποδοπατῆται» ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστική Παράδοση 1.200 χρόνων; Ποιοί ἔδωσαν αὐτήν τήν γραµµή σέ δηµοσιογράφους νά κάνουν λόγο γιά τήν Σύνοδο τῆς χιλιετίας; Ἀπό ποῦ τό γνωρίζουν αὐτό µερικοί δηµοσιογράφοι, οἱ ὁποῖοι µάλιστα δέν ἀσχολοῦνται ἰδιαιτέρως µέ τό ἐκκλησιαστικό ρεπορτάζ;
Τό ἐρώτηµα αὐτό εἶναι πολύ σηµαντικό. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο θεωρῶ ἀναγκαῖο τοὐλάχιστον στό Μήνυµα πού θά ἀποφασισθῆ νά ἐκδοθῆ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, νά ἀναφερθοῦν αὐτές καί ἄλλες Σύνοδοι καί νά φανῆ ἡ συνεχής ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος στήν Ἐκκλησία. ∆έν µποροῦµε νά παίζουµε µέ τά ἐκκλησιαστικά καί δογµατικά ζητήµατα καί τήν ὅλη ἐκκλησιαστική παράδοση.
Ἑποµένως, ὅταν λέγεται ὅτι ἡ ἐπικείµενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά εἶναι ἡ Σύνοδος πού συνέρχεται µετά ἀπό 1200 χρόνια, εἶναι παραπλάνηση, καί στήν πραγµατικότητα παράκαµψη καί παραθεώρηση ὅλων αὐτῶν τῶν Μεγάλων Συνόδων, καί τελικά καταλήγει σέ «προδοσία» τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Πιθανόν ἐπιδιώκεται νά δηµιουργήση µιά νέα ἐκκλησιολογία.
Ἄν δέν ὑπάρχη ἕνας τέτοιος σκοπός, θά πρέπει ὁπωσδήποτε στό Μήνυµα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου νά γίνη µνεία ὅλων τῶν Ἁγίων, Μεγάλων Συνόδων τῆς δεύτερης χιλιετίας. ∆ιαφορετικά θά ἐπιβεβαιωθῆ αὐτή ἡ ὑποψία.
2. Ὁ ∆υτικός Χριστιανισµός
Εἶναι γνωστόν σέ ὅσους παρακολουθοῦν τά ἐκκλησιαστικά πράγµατα καί διαβάζουν τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ὅτι τό 1009 ὁ Πάπας Σέργιος ∆΄ χρησιµοποίησε ἐπισήµως τό Σύµβολο τῆς Πίστεως µέ τήν προσθήκη ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦµα προέρχεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque) καί γι' αὐτό ὁ Πατριάρχης Σέργιος Β΄ διέγραψε τόν Πάπα ἀπό τά δίπτυχα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁπότε ὑπάρχει ἀκοινωνησία. Ἔτσι ἕνα µεγάλο τµῆµα τοῦ Χριστιανισµοῦ ἀποκόπηκε ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Ἀποστολική καί Καθολική Ἐκκλησία.
Στήν συνέχεια, ἀρχές τοῦ 16ου αἰῶνος ἀπό τόν δυτικό αὐτό Χριστιανισµό πού ἀποκόπηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποσχίσθηκαν καί ἀπεκόπησαν ἄλλες ὁµάδες Χριστιανικές, πού ὀνοµάσθηκαν Μεταρρυθµιστές, ∆ιαµαρτυρόµενοι, Προτεστάντες καί προσέλαβαν πολλά ὀνόµατα. Ἔτσι, οἱ αὐθαιρεσίες τοῦ Πάπα εἶχαν ὡς ἀποτέλεσµα νά ἀποσχισθῆ ὁ δυτικός Χριστιανισµός ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί νά διαιρεθοῦν καί µεταξύ τους.
Αὐτό πού ὀνοµάζουµε δυτικό Χριστιανισµό εἶναι ἕνα ἀρρωστηµένο, αἱρετικό σύστηµα, ἀφοῦ ἀποσχίσθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας. Φυσικά, ὅταν κάνουµε λόγο γιά δυτικό Χριστιανισµό, δέν ἐννοοῦµε τούς ἁπλούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στόν Χριστό, προσεύχονται, µελετοῦν τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά τήν δογµατική διδασκαλία τῶν Χριστιανικῶν Κοινοτήτων καί Ὁµολογιῶν. Κατ' ἐπέκταση ὅταν κάνουµε λόγο γιά Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ἐννοοῦµε ὅλους τούς Ὀρθοδοξους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ βαπτίσθηκαν µπορεῖ νά εἶναι ἄθεοι καί ἀδιάφοροι, ἀλλά τήν διδασκαλία, ὅπως καταγράφεται στίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουµενικῶν Συνόδων.
Ἔτσι, τό δογµατικό καί ὁµολογιακό σύστηµα τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισµοῦ εἶναι ἐν πολλοῖς ἀρρωστηµένο καί διέστρεψε ἀκόµη καί τόν κοινωνικό χῶρο τῆς ∆ύσεως. Οἱ µέν Λατίνοι-«Ρωµαιοκαθολικοί» ἔχουν ἀλλοιωθῆ µέ τόν σχολαστικισµό, οἱ δέ Προτεστάντες ἔχουν ἀλλοιωθῆ καί ἀπό µερικές ἀπόψεις τοῦ σχολαστικισµοῦ πού κληρονόµησαν, ἀλλά καί ἀπό τόν ἠθικισµό πού εἰσήγαγαν, ὅπως καί ἀπό τήν µελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς χωρίς τίς ἀπαραίτητες ἑρµηνεῖες τῶν Πατέρων, ὁπότε περιπίπτουν σέ διάφορες πλάνες.
Ὁ σχολαστικισµός, πού ἀναπτύχθηκε στήν ∆ύση ἀπό τούς θεολόγους τῶν Φράγκων, κυρίως µεταξύ 11ου καί 13ου αἰῶνος, ἀνέµειξε τήν χριστιανική πίστη µέ τήν φιλοσοφία, –τό γνωστό analogia entis. Μερικοί σχολαστικοί θεολόγοι χρησιµοποίησαν τίς θεωρίες τοῦ Πλάτωνος καί τῶν Νεοπλατωνικῶν, ἄλλοι τίς θεωρίες τοῦ Ἀριστοτέλη καί ἄλλοι ἔκαναν ἀνάµειξη καί τῶν δύο. Τό σηµαντικό εἶναι ὅτι ἀνέπτυξαν τήν ἄποψη ὅτι ἡ σχολαστική θεολογία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν Πατερική θεολογία καί τήν ὑπερέβη.
Ὁ Προτεσταντικός ἠθικισµός ἀντέκρουσε τίς αὐθαιρεσίες τοῦ σχολαστικισµοῦ καί ἔφθασε σέ ἄλλο ἄκρο, ἔχοντας ὅµως µερικές σχολαστικές ἀπόψεις, ὅπως τόν ἀπόλυτο προορισµό καί τήν θεωρία τῆς ἱκανοποίησης τῆς θείας δικαιοσύνης µέ τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ καί µελετώντας τήν Ἁγία Γραφή µέ τό γωστό analogia fidei.
Πάντως, καί οἱ δύο αὐτές δυτικές παραδόσεις ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τό φεουδαλιστικό σύστηµα πού ἔφεραν οἱ Φράγκοι στήν Εὐρώπη, θεωρώντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας «φεουδάρχης» πού προσβάλλεται µέ τήν ἁµαρτία τοῦ ἀνθρώπου, µέ συνέπεια νά τιµωρήση τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος γιά νά ἐπανέλθη χρειάζεται νά ἱκανοποιήση τόν Θεό!
∆έν ἐπιθυµῶ νά κάνω ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἀλλά νά τονίσω ὅτι ὅλα τά µεταγενέστερα ἰδεολογικά ρεύµατα πού ἀναπτύχθηκαν στήν ∆ύση, ὅπως ὁ ἀνθρωπισµός, ἡ ἀναγέννηση, ὁ διαφωτισµός, ὁ ροµαντισµός, ὁ γερµανικός ἰδεαλισµός, ὁ ὑπαρξισµός, ὁ ψυχολογισµός κλπ. ἦταν µιά ἀντίδραση µέ διαφορετικούς λόγους, στόν δυτικό σχολαστικισµό, ὁ ὁποῖος στηριζόταν στήν παντοδυναµία τῆς λογικῆς καί στόν ἠθικισµό.
Στήν δυτική θεολογία παρατηροῦµε πολλές θεολογικές διαστροφές, πού ἔχουν σχέση µέ τά ρεύµατα πού ἀναφέρθηκαν προηγουµένως. Νά θυµίσω µερικές τέτοιες ἀπό αὐτές. Ὁ Θεός διακρίνεται ἀπό ἰδιοτελῆ εὐδαιµονισµό· διευθύνει τόν κόσµο µέ κτιστά µέσα· εἶναι αἴτιος τοῦ θανάτου· προσβάλλεται ἀπό τήν ἁµαρτία τοῦ ἀνθρώπου· ἡ ἁµαρτία θεωρεῖται ὡς ἀνατροπή τῆς τάξης πού ὑπάρχει στήν δηµουργία· ὁ Θεός προόρισε ποιοί θά σωθοῦν καί ποιοί θά καταδικαστοῦν· ὁ Χριστός µέ τήν σταυρική θυσία ἱκανοποίησε τήν θεία δικαιοσύνη· ὁ Πάπας εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ στήν γῆ· αὐτός ἔχει τήν Ἱερωσύνη τήν ὁποία µεταδίδει στούς ἄλλους ἐπισκόπους καί ἔχει τό ἀλάθητο· οἱ µετανοοῦντες ὀφείλουν νά ἱκανοποιήσουν τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ· ἡ διδασκαλία περί παραδείσου καί κολάσεως εἶναι ὑλιστική κ.ἄ.
Αὐτές οἱ ἀπόψεις στόν θεολογικό χῶρο λέγονται διαστροφές-αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ὅµως ἐπηρέασαν καί τόν κοινωνικό χῶρο. Ἄλλωστε, ὅλες οἱ θεολογικές ἀποκλίσεις ἔχουν καί κοινωνικές συνέπειες. Ἔτσι µπορεῖ νά ἑρµηνευθῆ τό Κράτος τοῦ Βατικανοῦ, καθώς ἐπίσης καί ἡ ταύτιση χριστιανικῆς καί κοσµικῆς ἐξουσίας σέ µερικούς Προτεστάντες. Τό καθεστώς πού ἐπέβαλε ὁ Καλβίνος στήν Γενεύη εἶναι µιά χαρακτηριστική περίπτωση αὐτῆς τῆς νοοτροπίας.
Ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν δέν εἶναι φονταµεναλισµός, συντηρητισµός, φανατισµός. Ἄς διαβάση κανείς πῶς οἱ κοινωνιολόγοι ἑρµηνεύουν τόν δυτικό ἄνθρωπο ὕστερα ἀπό τήν ἐπιρροή πού δέχθηκε ἀπό τόν σχολαστικισµό καί τόν ἠθικισµό.
Μπορῶ νά συστήσω τήν µελέτη τῶν ἀπόψεων τοῦ διάσηµου Κοινωνιολόγου Max Weber ὅπως καταγράφεται στό βιβλίο του: «Ἡ Προτεσταντική ἠθική καί τό πνεῦµα τοῦ Καπιταλισµοῦ». Ἐκεῖ θά διαπιστώση κανείς πῶς ὁ Max Weber περιγράφει ἀνάγλυφα καί παραστατικά τήν ἀγωνία τοῦ δυτικοῦ Χριστιανοῦ νά µάθη ἄν εἶναι προορισµένος ἀπό τόν Θεό νά σωθῆ. Πρόκειται γιά τό ἀµείλικτο δίληµµα ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ἐκλεκτός ἤ καταδικασµένος». Γιατί ἄν δέν εἶναι προορισµένος, τότε δέν χρειάζεται νά ἀγωνίζεται στήν ζωή του νά εἶναι καλός Χριστιανός. Καί τελικά θά µάθη πῶς ὁ δυτικός Χριστιανισµός ἀνέπτυξε τό πνεῦµα τοῦ καπιταλισµοῦ, µέ τόν ἀπόλυτο προορισµό, τόν εὐσεβιστικό ἀτοµισµό, τόν προτεσταντικό ἀσκητισµό, τόν ὠφελιµισµό τοῦ ἐπαγγέλµατος κλπ.
Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία δέν περιέπεσε σέ τέτοιες διαστρεβλώσεις. ∆ιαφύλαξε τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὄχι µόνον τῆς πρώτης χιλιετίας, ἀλλά καί τῆς δεύτερης χιλιετίας, ὅπως τῶν ἁγίων Συµεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί ὅλων τῶν Φιλοκαλικῶν καί Νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα στήν θεολογία αὐτή ἀνδρώθηκαν οἱ τελευταῖοι ἅγιοί µας, ὅπως ὁ ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, πού ἔφερε µιά ἀναγέννηση στήν Ρουµανία καί τήν Ρωσία, ὁ ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Κοσµᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης καί πολλοί ἄλλοι.
Ἑποµένως, τό νά γίνεται προσπάθεια νά τεθοῦν στό περιθώριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς οἱ διδασκαλίες τῶν Πατέρων αὐτῶν, πού εἶναι διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά βρισκόµαστε «ὁµολογιακά» πλησίον τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισµοῦ µέ τά τόσα θεολογικά καί κοινωνικά προβλήµατα, εἶναι ἕνα µεγάλο πρόβληµα. Ἡ παραθεώρηση τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας πού ἐκφράζεται µέσα ἀπό τούς ἁγίους αὐτούς, γιά νά βρεθοῦν µερικά κοινά σηµεῖα µέ τόν δυτικό Χριστιανισµό, εἶναι προδοσία τῆς πίστεως. ∆έν µπορῶ νά βρῶ ἄλλον εὐγενέστερο χαρακτηρισµό.
Ἐπί πλέον, µέ τέτοιον ἀποστεωµένο Χριστιανισµό, ἀποκοµµένο ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς δεύτερης χιλιετίας δέν βοηθoῦµε τούς ἴδιους τούς δυτικούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπογοητευµένοι ἀπό τήν δυτική χριστιανική παράδοση στήν ὁποία µεγάλωσαν καί ἀναζητοῦν τήν ἡσυχαστική παράδοση. Ὅσοι δυτικοί Χριστιανοί γίνονται Ὀρθόδοξοι ἐµπνέονται ἀπό τήν Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν Πατέρων, τίς γραφές τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, τήν διδασκαλία τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων. ∆έν µποροῦµε νά ἀπογοητεύσουµε ὅλους αὐτούς µέ ἀνούσια, ἄγευστα καί ἀναιµικά κείµενα.
3. Ἐκκλησία - Ὀρθοδοξία – Εὐχαριστία
Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη δέν εἶναι ἀφηρηµένη καί δέν παραµένει στίς βιβλιοθῆκες τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν Μονῶν, ἀλλά εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού βιώνεται στά Μυστήρια, ψάλλεται στίς ἱερές ἀκολουθίες, µετέχεται στήν θεία Εὐχαριστία, ἀποκαλύπτεται στήν προσευχή καί στόν ἀσκητικό ἀγώνα. Αὐτή ἡ «θεολογία τῶν γεγονότων» καταγράφεται στά ὁµολογιακά κείµενα καί τίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουµενικῶν Συνόδων.
∆έν ὑπάρχει διάσταση µεταξύ µυστηρίων καί ὁµολογίας, προσευχῆς καί καθηµερινῆς ζωῆς, θείας Λειτουργίας καί Συνοδικῶν ∆ιασκέψεων.
Συνδέεται πολύ στενά τό lex credendi µέ τό lex orandi. Ἄν ὑπάρχη µιά διάσπαση µεταξύ αὐτῶν τῶν δύο, δηλαδή µεταξύ δόγµατος καί λατρείας, εἶναι ἀπόκλιση ἀπό τήν ἀλήθεια. Αὐτό σηµαίνει ὅτι κάθε Συνοδική ἀπόφαση πού ἀντιπαρατίθεται στήν θεολογία τῶν εὐχῶν τῶν Μυστηρίων καί τῶν τροπαρίων εἶναι ἀντορθόδοξη ἀπόφαση.
Ὁ Ἐπίσκοπος πρ. Ἐρζεγοβίνης καί Ζαχουµίου Ἀθανάσιος Γιέφτιτς σέ µιά σηµαντική µελέτη του µέ τίτλο «Ἐκκλησία, Ὀρθοδοξία καί Εὐχαριστία παρά τῷ ἁγίῳ Εἰρηναίῳ» (βλ. Ἀθανασίου Γιέφτιτς, Χριστός ἀρχή καί τέλος, ἐκδ. Ἵδρυµα Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθήνα 1983, σελ. 109 κ.ἑξ.) καταγράφει τόν σύνδεσµο πού ὑπάρχει µεταξύ Ἐκκλησίας, Ὀρθοδοξίας καί Εὐχαριστίας, ὅπως ἀναλύεται ἀπό τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Ἐπίσκοπο Λυῶνος.
Νά θυµίσω ὅτι ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος εἶναι ἕνας Ἀποστολικός Πατέρας πού ἔζησε στήν Λυώνα σέ µιά κρίσιµη περίοδο (140-202) ὅταν ἐξέλιπαν οἱ Ἀπόστολοι καί ἐµφανίσθηκαν οἱ αἱρετικοί Γνωστικοί, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι ἔλαβαν µιά «ἀπόκρυφον γνῶσιν» καί «κρυφά µυστήρια». Ἔτσι, ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος δίδασκε τήν στενή σχέση πού ὑπάρχει µεταξύ Ἐκκλησίας, Ὀρθοδοξίας καί θείας Εὐχαριστίας.
Κατά τόν ἅγιο Εἰρηναῖο ἡ Ἐκκλησία διαφυλάσσει τήν πίστη τῶν Ἀποστόλων. «Ἡ ἀπό τῶν ἀποστόλων παράδοσις, ἡ διά τῶν διαδόχων των πρεσβυτέρων φυλασσοµένη ἐν ταῖς ἐκκλησίαις». Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος δέν χρησιµοποιεῖ τόν ὅρο «Ἐκκλησία» ἤ «Ἐκκλησίαι» γιά τούς Γνωστικούς, παρά µόνον τίς λέξεις «συναγωγή» καί «διδασκαλεῖον». Ἐπίσης, προτρέπει τούς Πρεσβυτέρους νά ὑπακούουν στούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων πού ἔχουν «τό χάρισµα τῆς ἀληθείας ἀσφαλές» καί ὅσοι ἀφίστανται ἀπό αὐτούς τούς χαρακτηρίζει «ὡς αἱρετικούς καί κακογνώµονας ἤ ὡς σχίζοντας (τήν Ἐκκλησία) καί ὑπερηφάνους καί αὐθάδεις».
Ἔπειτα, ἡ Ἐκκλησία συνδέεται στενά µέ τήν Ὀρθοδοξία, τήν ἀληθινή πίστη. Γράφει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος: «ἡ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας κηρυσσοµένη ἀλήθεια», «ἡ ἀπό τῶν ἀποστόλων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ παράδοσις καί τό τῆς ἀληθείας κήρυγµα».
Ἀκόµη ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθοδοξία συνδέονται µέ τήν θεία Εὐχαριστία. Γράφει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος: «Ἡµῶν δέ σύµφωνος ἡ γνώµη τῇ εὐχαριστίᾳ καί ἡ εὐχαριστία πάλιν βεβαιοῖ τήν γνώµην». Οἱ εὐχές τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁµολογοῦν τό µυστήριο τῆς θείας Οἰκονοµίας, δηλαδή τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί τό µυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἑρµηνεύοντας ὅλα αὐτά ὁ Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος Γιέφτιτς παρατηρεῖ:
«Κατά τήν µαρτυρίαν τοῦ Εἰρηναίου εἰς τήν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς του δέν ἦτο δυνατόν νά ὑπάρχη ὁποιοσδήποτε διαχωρισµός ἤ ἀνεξαρτητοποίησις µεταξύ Ἐκκλησίας, εὐχαριστίας καί ὀρθοδοξίας, διότι οὔτε ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς τήν ὀρθοδοξίαν καί τήν εὐχαριστίαν, οὔτε δέ ἡ ὀρθοδοξία χωρίς τήν Ἐκκλησίαν καί τήν εὐχαριστίαν, οὔτε πάλιν ἡ εὐχαριστία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς πίστεώς της. Ὅπως "οἱ ἐκτός τῆς ἀληθείας", δηλ. ἐκτός τῆς ὀρθῆς πίστεως εὑρισκόµενοι, εὑρίσκονται αὐτοµάτως καί ταυτοχρόνως καί "ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας", οὕτω καί τἀνάπαλιν, οἱ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εὑρίσκονται καί ἐκτός τῆς ὀρθοδοξίας (ἐκτός τῆς ἀληθείας) καί ἐκτός τῆς ἀληθοῦς καί θεαρέστου εὐχαριστίας (τῆς κοινωνίας τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ), ἐφ' ὅσον ἡ πίστις εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς ἀληθινῆς παραδόσεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς εὐχαριστιακῆς πράξεως καί συνάξεώς της».
Αὐτή ἡ ἀλήθεια ἔχει µερικές θαυµαστές συνέπειες. Θά καταγραφοῦν µερικές ἀπό αὐτές.
α) «Ἡ µέχρι σήµερον ἐµµονή τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν ὀρθήν πίστιν καί τήν ὀρθήν πρᾶξιν καί ὀρθήν σύναξιν τῶν ἀποστόλων καί τῶν ἀληθινῶν µαθητῶν αὐτῶν, καί ὡς συνέπειαν τούτου ἡ µή ἀναγνώρισις κοινωνίας µέ καµµίαν ἄλλην "ἐκκλησίαν" ἐκτός τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ καλυτέρα ἀπόδειξις τῆς µέχρι τῶν ἡµερῶν µας ἐπιβιώσεως τῆς ἰδίας αὐτῆς περί Ἐκκλησίας συνειδήσεως τοῦ Εἰρηναίου καί γενικῶς ὅλης τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας».
β) «Ὅλαι αἱ οἰκουµενικαί καί τοπικαί σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀπέβλεπον τελικῶς εἰς τόν αὐτόν σκοπόν· τήν διαφύλαξιν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως εἰς τήν πίστιν καί τήν ζωήν καί τήν λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας, καί εἰς τόν ἀποκλεισµόν ἀπό τήν ἐκκλησιαστικήν ἐν τῇ εὐχαριστίᾳ κοινωνίαν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι διαστρέφουν τόν σωτήριον "κανόνα τῆς ἀληθείας", τόν ὁποῖον ἀπό τούς ἀποστόλους καί τούς γνησίους µαθητάς των, τούς πατέρας, παρέλαβεν ἡ Ἐκκλησία. Τοιουτοτρόπως προεφυλάσσετο ἡ σωτηρία τῶν πλασµάτων τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων.
∆ιά τόν λόγον αὐτόν ἀπό τούς πρώτους αἰῶνας µέχρι σήµερον οἱ ὀρθόδοξοι ὑπογραµµίζουν συνεχῶς ὅτι δέν ὑπάρχει σωτηρία ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἐκτός τῆς µετά τοῦ Χριστοῦ ἑνότητος καί κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων καί τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἐν τῇ ὀρθῇ καί ἀληθινῇ πιστει καί τῇ χαρισµατικῇ πράξει καί τῇ εὐχαριστιακῇ συνάξει καί κοινωνίᾳ καί τῇ χάριτι τοῦ Πνεύµατος καί τῶν δώρων αὐτοῦ. Ἡ σωτηρία εἶναι ἕνωσις καί κοινωνία µετά τοῦ Χριστοῦ, ἡ δέ κοινωνία αὐτή πραγµατοποιεῖται µόνον ἐν τῷ σώµατι τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καί συγκεκριµένως ἐν τῇ εὐχαριστιακῇ κοινωνίᾳ τῶν ἐν ἑκάστῃ τοπικῇ ἐκκλησίᾳ ὀρθῶς πιστευόντων εἰς τόν Χριστόν καί εἰλικρινῶς ἡνωµένων πέριξ τῶν ἐπισκόπων ὡς φορέων τῶν "ἀποστολικῶν διαδοχῶν" ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις».
γ) «Ἡ "ἀποστολική διαδοχή" αὐτή τῶν ἐπισκόπων εἶναι διαδοχή (succesio) αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς πληρότητος τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν ἐν τῷ κόσµῳ τοπικῶν ἐκκλησιῶν µετά τοῦ Χριστοῦ καί µεταξύ τῶν ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει, τῇ ἀληθεῖ καί σωτηρίῳ διδασκαλίᾳ, καί ἐν τῇ χάριτι τοῦ Πνεύµατος τοῦ Θεοῦ καί τῷ σώµατι καί αἵµατι τοῦ Χριστοῦ. ∆έν εἶναι ἡ ἀποστολική διαδοχή, κατά τόν Εἰρηναῖον, διαδοχή µόνης τῆς "χειροτονίας", ἀλλά διαδοχή καί συνέχεια ὅλης τῆς οἰκονοµίας τοῦ Θεοῦ τῆς ἐπί τῇ ἀνθρωπότητι γενοµένης, ὅλης δηλαδή τῆς ὑποστάσεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅλης τῆς πληρότητος καί καθολικότητός της».
δ) «Εἰς τήν "οἰκουµενίζουσαν" ἀλλά µή ὀρθοδοξοῦσαν ἐποχήν µας ἡ θεολογική καί ἐκκλησιαστική µαρτυρία αὐτή τοῦ ἱεροµάρτυρος Εἰρηναίου, ἐπισκόπου τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, –εἰς τήν ὁποίαν ἐκυριάρχει ἡ συνείδησις περί ἀδιαιρέτου ἑνότητος τοῦ ἀποστολικοῦ καί καθολικοῦ καί ὀρθοδόξου καί εὐχαριστιακοῦ χαρακτῆρος τῶν τοῦ Θεοῦ ἀνά τόν κόσµον διεσπαρµένων ἐκκλησιῶν– δι' ἡµᾶς τούς Ὀρθοδόξους σηµαίνει πάντοτε τήν ζῶσαν παράδοσιν περί τοῦ µυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἑνότητός της, τῆς ὁποίας παραδόσεως δέν δυνάµεθα νά ἀποµακρυνθῶµεν οὔτε νά τήν ἀλλάξωµεν. Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ἀλλάζοµεν τήν παραδοσιακήν µας συνείδησιν περί Ἐκκλησίας, διότι τοῦτο θά ἐσήµαινε τήν ἀλλαγήν τῆς Ἐκκλησίας, τήν διακοπήν δηλαδή τοῦ ἱστορικοῦ οἰκουµενισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, τήν διακοπήν τῆς ἑνότητός µας καί κοινωνίας µέ τήν ἀποστολικο-πατερικήν Ἐκκλησίαν ὅλων τῶν αἰώνων».
Ἑποµένως, κατά τόν ἅγιο Εἰρηναῖο Ἐπίσκοπο Λυῶνος, δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία χωρίς Ὀρθοδοξία καί θεία Εὐχαριστία· δέν ὑπάρχει Ὀρθοδοξία χωρίς Ἐκκλησία καί θεία Εὐχαριστία· καί δέν ὑπάρχει θεία Εὐχαριστία χωρίς τήν Ἐκκλησία καί τήν Ὀρθοδοξία. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοση πού διατρέχει τήν Ἐκκλησία ἀπό τῶν Ἀποστόλων καί µέχρι σήµερα στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.
4. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι µιά ἀπό τίς δεκατέσσερεις Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Παρέλαβε τήν αὐτοκεφαλία της µέ τόν Συνοδικό-Πατριαρχικό Τόµο τοῦ 1850 καί σέ αὐτήν προσετέθησαν διάφορες κατά καιρούς ἐπαρχίες, ἄλλες κατά ἀφοµοίωση (1866, 1882) καί ἄλλες ἐπιτροπικῶς (1928).
Ὅπως εἶχα καθῆκον µελέτησα τά κείµενα πού εἶχαν προετοιµάσει οἱ ἀντιπρόσωποι ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες καί ὑπεγράφησαν ἀπό τούς Προκαθηµένους. Κατά τήν µελέτη τῶν κειµένων ἀπό τήν ∆ιαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφασίσθηκε νά γίνουν διάφορες ἀλλαγές, ἤτοι διορθώσεις, προσθῆκες µέσα στήν προοπτική τῆς βελτιώσεως τῶν κειµένων. Αὐτό ἔγινε σέ ἕνα πνεῦµα ὁµοψυχίας, ὁµοφωνίας στά περισσότερα καί ἐλάχιστες µειοψηφίες σέ µερικά ἀπό αὐτά, καί µιά πρόταση µέ ἀνοικτή ψηφοφορία.
Ἔτσι προῆλθε ἕνα ἀποτέλεσµα πού ἱκανοποίησε ὅλους τούς Ἱεράρχες, ἀλλά καί ἐκείνους πού ἔµαθαν γιά τήν ἀπόφαση. Στήν συνέχεια θά παρουσιάσω τά κεντρικά σηµεῖα τῆς ἀποφάσεως.
Τό βασικό σηµεῖο εἶναι ὅτι ἐνῶ στό κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» σέ διάφορες παραγράφους γινόταν λόγος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν», αὐτό ἀντικαταστάθηκε µέ τήν φράση: «γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων».
Ἐπίσης, σηµαντικό σηµεῖο εἶναι αὐτό πού ἀναφέρεται στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ στό κείµενο γινόταν λόγος γιά τό ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας «εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ», ἐν τούτοις γινόταν στήν συνέχεια λόγος γιά τήν προσπάθεια νά ἀποκατασταθῆ ἡ ἑνότητα µεταξύ τῶν Χριστιανῶν, ὡσάν νά ἰσχύη ἡ θεωρία τῶν κλάδων. Στό κείµενο ἔγιναν µερικές διορθώσεις, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι «ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ» καί συµµετέχει «εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν» ἤ «τῆς ἀπωλεσθείσης ἑνότητος τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν», καθώς ἐπίσης ὅτι ἐργάζεται ὥστε νά ἔλθη ἐκείνη ἡ ἡµέρα κατά τήν ὁποίαν «ὁ Κύριος θά ἐκπληρώση τήν ἐλπίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί ἐπισυναγωγῆς εἰς αὐτήν πάντων τῶν ἐσκορπισµένων καί γενήσεται µία ποίµνη εἷς ποιµήν».
Ἀκόµη σηµαντικό σηµεῖο εἶναι αὐτό στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά τήν προοπτική «τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καί Κοινοτήτων», οἱ ὁποῖοι διάλογοι «προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαµορφωθείσης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως συµφώνως πρός τούς ἱερούς κανόνας τῶν Οἰκουµενικῶν καί τῶν ὑπό τούτων ἀναγνωριζοµένων Τοπικῶν Συνόδων, ὡς εἶναι οἱ Κανόνες 46, 47 καί 50 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου, ὁ 7 τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς, ὁ 95 τῆς Πενθέκτης, καί ὁ 7 καί 8 τῆς Λαοδικείας».
Ἐπίσης, προσετέθη µιά ἀπαραίτητη διευκρίνιση: «∆ιευκρινίζεται, ὅτι, ὅταν ἐφαρµόζεται ἡ κατ’ οἰκονοµίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων διά Λιβέλλου καί ἁγίου Χρίσµατος, δέν σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσµατος ἤ καί τῶν λοιπῶν µυστηρίων αὐτῶν».
Στήν παράγραφο πού γινόταν λόγος γιά τήν καταδίκη κάθε διάσπασης τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἄτοµα ἤ ὁµάδες καί γιά τήν διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ὁποία διασφαλίζεται διά τοῦ Συνοδικοῦ συστήµατος, προσετέθησαν ὁ 6ος Κανόνας τῆς Β΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καί οἱ 14ος καί 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Οἰκουµενικῆς Συνόδου.
Σέ ἄλλη παράγραφο πού γινόταν λόγος γιά τήν ἀναγκαιότητα τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, χωρίς προκλητικές ἐνέργειες ὁµολογιακοῦ ἀνταγωνισµοῦ, προστέθηκε µέσα σέ παρένθεση ἡ Οὐνία, πράγµα τό ὁποῖο σηµαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν δέχεται τόν ὑποκριτικό αὐτόν τρόπο γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπως τό ἐπαγγέλλεται στήν πράξη ἡ Οὐνία.
Σηµαντική διόρθωση στήν παράγραφο ὅτι οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες «καλοῦνται νά συµβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν», ἔγινε µέ τήν προσθήκη τῆς φράσεως «διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συµβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισµόν».
Γιά τήν συµµετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ) ἔγινε εὐρύτατος λόγος. Ἡ πρόταση τῆς ∆ιαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἦταν νά διαγραφοῦν οἱ σχετικές παράγραφοι πού ἀναφέρονται σέ αὐτό. Κατόπιν ἐντόνου συζητήσεως ἔγινε φανερή ψηφοφορία (διά ἀνατάσεως τῆς χειρός), ἀπό τήν ὁποία προέκυψε ὅτι δεκατρεῖς (13) Ἀρχιερεῖς πρότειναν νά διαγραφοῦν οἱ παράγραφοι αὐτοί, ἑξήντα δύο (62) νά παραµείνουν καί δύο (2) εἶχαν διαφορετικές ἀπόψεις.
Ἔτσι, ἡ πλειοψηφία τῶν Ἱεραρχῶν ἦταν νά παραµείνουν οἱ παράγραφοι αὐτοί στό κείµενο καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συµµετέχει στίς ἐργασίες τοῦ ΠΣΕ σύµφωνα µέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Στήν συζήτηση καί ψηφοφορία ὑπεστήριξα ὅτι θά πρέπει νά παραµείνουµε στό ΠΣΕ ὡς παρατηρητές, ἀλλά αὐτή ἦταν ἡ µοναδική πρόταση.
Παρά ταῦτα στό κείµενο αὐτό ἡ φράση ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στό ΠΣΕ συµβάλλουν «δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων εἰς τήν µαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» διορθώθηκε µέ τήν φράση συµβάλλουν «δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν µειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων καί προβληµάτων».Αὐτό σηµαίνει ὅτι ὁ λόγος συµµετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας µας στό ΠΣΕ εἶναι µόνον γιά κοινωνικούς λόγους καί ὄχι γιά τήν µαρτυρία τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγή τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν.
Στό κείµενο µέ τίτλο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσµῳ», γινόταν λόγος γιά τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί γιά τήν κοινωνία τῶν προσώπων. Παράλληλα ὅµως διαρκῶς γινόταν λόγος καί γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁπότε, χάριν θεολογικῶν λόγων καί ἑνοποιήσεως τοῦ κειµένου ἀντικαταστάθηκε ἡ φράση «ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» µέ τήν φράση «ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου».
Στό κείµενο µέ τίτλο «Τό αὐτόνοµον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ» προσετέθη µία παράγραφος:«Ἐκκλησιαστικαί Ἐπαρχίαι δι' ἅς ἐξεδόθη Πατριαρχικός Τόµος ἤ Πρᾶξις, δέν δύνανται ἵνα αἰτήσωνται τήν χορήγησιν αὐταῖς αὐτονοµίας, διατηρουµένου ἀπαρασαλεύτου τοῦ ὑφισταµένου ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος αὐτῶν».
Σέ µιά ἄλλη παράγραφο τοῦ ἰδίου κειµένου, στό ὁποῖο γινόταν λόγος γιά τήν χορήγηση τῆς Αὐτονοµίας σέ µιά Ἐπαρχία ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία προστέθηκε ἡ φράση «ὁµοφώνως».
Αὐτές ἦταν οἱ βασικές προτάσεις βελτιώσεως τῶν κειµένων ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Θά ἤθελα νά διατυπώσω δύο σκέψεις.
Πρῶτον, µέσα ἀπό αὐτές τίς προσθῆκες καί τίς ἀλλαγές διαφαίνεται µιά παραδοσιακή ἐκκλησιολογία, µέσα στίς δυνατότητες τίς ὁποῖες εἶχε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας µας νά κάνη αὐτό τό ἔργο. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές κατά βάσιν ἦταν ὁµόφωνες καί κανείς δέν µπορεῖ νά ἰσχυρισθῆ ὅτι στήν Ἱεραρχία οἱ «συντηρητικοί» Ἱεράρχες ἐπιβλήθηκαν ἐπί «τῶν προοδευτικῶν» Ἱεραρχῶν!!!
Ὑπῆρξαν βέβαια καί προτάσεις νά ἀποσυρθῆ τελείως τό κείµενο «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσµον» γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία, ἀλλά δέν ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τήν Ἱεραρχία.
∆εύτερον, οἱ ἀποφάσεις αὐτές εἶναι δεσµευτικές γιά τήν Ἐκκλησία µας, διότι ἔγιναν ἀποδεκτές κατά βάσιν ὁµοφώνως. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ ἀντιπροσωπεία µας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο πρέπει νά τίς ὑποστηρίξη γιά νά περάσουν στό κείµενο καί δέν ἔχει δυνατότητα ὑπαναχώρησης.
Συµπέρασµα
Ὕστερα ἀπό τά ἀνωτέρω, καταλήγω στό συµπέρασµα ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, µέ ὅσες Ἐκκλησίες προσέλθουν, θά πρέπει ὁπωσδήποτε στό Μήνυµά της νά ἀναφέρη ρητῶς τίς Οἰκουµενικές καί Μεγάλες Συνόδους, καί νά παύση νά διαδίδεται τό «παραµύθι» πού εἶναι ἀνιστόρητο, ἀθεολόγητο, ἀντιεκκλησιαστικό, ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή συνεκλήθη ὕστερα ἀπό 1200 χρόνια, ἤ ὅτι εἶναι ἡ πρώτη Σύνοδος µετά τό Σχίσµα.
Μέ πολύ σεβασµό, παρακαλῶ ἱκετευτικῶς τούς Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού τελικά θ΄α παραστοῦν, ἰδίως τόν Παναγιώτατο Οἰκουµενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολοµαῖο, ὁ ὁποῖος κοπίασε γιά νά φθάσουν τά πράγµατα ἕως ἐδῶ, νά ἀναφέρουν ρητῶς ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι συνέχεια τῶν Συνόδων τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τῶν Μεγάλων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, τῶν Προκατόχων τους, ἐκ τῶν ὁποίων µερικοί ἐµαρτύρησαν γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. ∆ιαφορετικά θά ὑπάρχη ἕνας ἐπί πλέον λόγος νά ἀπαξιωθῆ στήν συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώµατος ὡς Σύνοδος ἀντιφωτιανή, ἀντιπαλαµική, ἀντιµαρκιανή (Μάρκου Εὐγενικοῦ), ἀντιφιλοκαλική!
Αἰσθάνοµαι ὅτι κατά τήν διάρκεια τῶν Συνεδριάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά ὑπάρξουν Συνοδικοί πού θά αἰσθανθοῦν τήν φωνή τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, τά αἵµατα τῶν Μαρτύρων τῆς πίστεως, τά δάκρυα καί τούς ἀγῶνες τῶν ἀσκητῶν, τούς ἱδρῶτες τῶν ἱεραποστόλων, τήν προσευχή τῶν «τοῦ Χριστοῦ πενήτων», τήν προσδοκία τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ. ∆υστυχεῖς θά εἶναι ὅσοι δέν θά τό αἰσθανθοῦν αὐτό, οὔτε θά τό καταλάβουν.
Ἰούνιος 2016