ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 21η Ιουνίου 2016
Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΗ;
ΝΕΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟΦ. ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΒΥΔΟΥ κ. ΚΥΡΙΛΛΟ
Δεν είχαμε σκοπό να ασχοληθούμε εκ νέου με το μακροσκελέστατο, (38 σελίδων), άρθρο του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου με τίτλο «Εμπιστεύομαι την Εκκλησία». Ωστόσο επειδή ο κατά τα άλλα αγαπητός και σεβαστός Θεοφιλέστατος, (στο εξής Θ.Α.Κ.), θεώρησε αναγκαίο να απαντήσει στον σχολιασμό μας, υπακούοντας στην προτροπή του Σεβασμιωτάτου μας και ζητώντας τις ευχές του, θα μπούμε και πάλι στον κόπο να δώσουμε νέες εξηγήσεις, και απαντήσεις, αλλά και να θέσουμε ερωτήματα.
Θεοφιλέστατε Άγιε Ἀβύδου,
Γράφετε: «Ο συντάκτης της δικής σας απάντησης δεν είναι ο εν Χριστώ αδελφός Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας, αλλά ούτε καν - εξ ολοκλήρου η εν μέρει - εσείς». Κατ’ αρχήν ξεκαθαρίζουμε ότι κανένα κείμενο, είτε του Γραφείου Αιρέσεων, είτε άλλου Γραφείου της Ιεράς Μητροπόλεως δεν δημοσιεύεται χωρίς την έγκριση του Σεβασμιωτάτου. Αυτό σημαίνει ότι τα πολυάριθμα μέχρι σήμερα δημοσιευθέντα κείμενα του Γραφείου μας, (που ανήκουν εξ’ ολοκλήρου στους συντάκτες του Γραφείου και σε κανέναν άλλον), προτού δημοσιευθούν, περνούν από το «ψιλό κόσκινο» του Σεβασμιωτάτου, υφίστανται τροποποιήσεις και βελτιώσεις και έτσι παίρνουν την τελική τους μορφή. Επομένως η κάθε κριτική που ασκείται εναντίον των κειμένων του Γραφείου μας, στρέφεται κατ’ ουσίαν εναντίον του Σεβασμιωτάτου.
Παρά κάτω γράφετε: «Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω, όσα έγραψα και ασφαλώς και κυρίως δεν προτίθεμαι να ανατρέψω πρόταση – πρόταση το δικό σας κείμενο». Θεοφιλέστατε είναι αντιφατικό και ανακόλουθο εσείς μεν να μην προτίθεστε, η μάλλον να μην τολμάτε, να ανατρέψετε το κείμενό μας «πρόταση – πρόταση», και παράλληλα να μέμφεστε το Γραφείο μας επειδή δεν απήντησε λεπτομερώς «πρόταση – πρόταση» σε όλα τα σημεία του άρθρου σας, αλλά μόνο στα κυριότερα και ουσιωδέστερα. Τολμήστε λοιπόν, να ανατρέψετε εκείνα τα σημεία του άρθρου σας τα οποία σχολιάσαμε. Το περιμένουμε με αγωνία, όχι μόνον εμείς, αλλά και όλος ο πιστός λαός του Θεού!
Για να σας βοηθήσουμε στο εγχείρημά σας, σας υπενθυμίζουμε:
1. Επισημάνατε ότι ο χριστιανικός κόσμος «μετά από μια δεύτερη χιλιετία διχασμού, αμοιβαίας αποξένωσης και αλλοτρίωσης στον τελευταίο κυρίως αιώνα της δεύτερης χιλιετίας αισθάνθηκε την ανάγκη του διαλόγου και της προσέγγισης». Σχολιάσαμε: «Η Ορθοδοξία, πιστή στην ταυτότητά της και στην αδιάκοπη ποιμαντική της πράξη απέναντι στους εξερχομένους από τους κόλπους της αιρετικούς και σχισματικούς, αμέσως μετά το σχίσμα του 1054 και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα διεξήγαγε σειρά θεολογικών διαλόγων μαζί τους, μεριμνώντας για την επιστροφή τους στην εν Χριστώ Αλήθεια». Πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπήρξε αποξένωση όπως ισχυρίζεστε. Τι απαντάτε εσείς σ’ αυτό: Απολύτως τίποτα. Τι έχετε να μας πείτε για τους συγχρόνους Διαλόγους; Έχουν χρεοκοπήσει ναι, η όχι; Είναι ορθόδοξα τα κείμενα του Balamand, της Ραβένας, του Πόρτο Αλέγκρε, και του Πουσάν, ναι η όχι;
2. Παρά κάτω γράφετε: «όταν διαλέγεσαι με αυτούς που κάποιοι καλούν αιρετικούς, κάποιοι άλλοι τους καλούν ετεροδόξους, ουσιαστικά βάζεις ανάχωμα…». Σχολιάσαμε: «Οι σύγχρονοι Διάλογοι που γίνονται εδώ και πολλές δεκαετές πόσο ‘ανάχωμα’ επέφεραν στην προσηλυτιστική δράση του Παπισμού μέσω της Ουνίας, η των προτεσταντών στις Ορθόδοξες χώρες»; Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
3. Παρά κάτω γράφετε: «Καλείσαι και μπορείς να αντιμετωπίσεις από κοινού τις προκλήσεις του κόσμου της αθεΐας και η αντιμετώπιση είναι για προφανείς λόγους αποτελεσματικώτερη». Σχολιάσαμε: «Η αίρεση είναι κατά τον άγιο [Γρηγόριο τον Παλαμά] ένα δεύτερο είδος αθεΐας. Πως λοιπόν μπορεί σήμερα η Ορθοδοξία να αντιμετωπίσει ‘από κοινού, [με τους αθέους, παπικούς], τις προκλήσεις του κόσμου της αθεΐας’; Αυτό είναι αδύνατο διότι ο δαίμονας της αθεΐας δεν καταπολεμείται και δεν αντιμετωπίζεται με άλλο δαίμονα, τον δαίμονα της αιρέσεως». Τι απαντάτε εσείς σ’ αυτό: Απολύτως τίποτα.
4. Παρά κάτω αρχίζετε να σχολιάζετε το κείμενο: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Στο σχολιασμό του άρθρου 22 αναφέρετε ότι «η γνησιότητα της Ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται …δια της Εκκλησίας αποφαινομένης εν συνόδω, δια της λειτουργίας του συνοδικού συστήματος που αποτελούσε στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας και αποτελεί μέχρι σήμερα τον αρμόδιο κριτή περί των θεμάτων πίστεως». Δεν επισημαίνετε δηλαδή κανένα λάθος στη διατύπωση του άρθρου 22. Σχολιάσαμε: «Το άρθρο 22 είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένο, ώστε να προδικάζει το αλάθητο των αποφάσεων της μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Θεωρεί, ότι ‘η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν περί των θεμάτων της πίστεως’. Στο άρθρο αυτό παραγνωρίζεται το ιστορικό γεγονός, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία έσχατο κριτήριο είναι η γρηγορούσα δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία στο παρελθόν επεκύρωσε, η θεώρησε ληστρικές ακόμη και Οικουμενικές Συνόδους. Το συνοδικό σύστημα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανιστικά την ορθότητα της ορθοδόξου πίστεως. Αυτό γίνεται μόνο, όταν οι συνοδικοί Επίσκοποι έχουν μέσα τους ενεργοποιημένο το Άγιο Πνεύμα και την Υποστατική Οδό, τον Χριστό, οπότε ως συν-οδικοί είναι στην πράξη και «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι». Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
5. Παρά κάτω γράφετε: «Η μαρτυρία και ο διάλογος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το λοιπό χριστιανικό κόσμο δίδεται και οφείλει να δίδεται επί τη βάσει της αποστολικής παραδόσεως και πίστεώς μας», συμφωνώντας απολύτως με την διατύπωση του άρθρου 24. Σχολιάσαμε: «Μπορούμε να πούμε ότι στους μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους η Ορθόδοξη Εκκλησία έδωσε την μαρτυρία ‘της αποστολικής παραδόσεως και πίστεώς μας; Τι μαρτυρούν τα κείμενα του Balamand κ.λ.π. τα οποία μνημονεύσαμε προηγουμένως;». Ποια είναι η απάντησή σας στον σχολιασμό μας αυτό; Καμία.
6. Παρά κάτω, στα συμπεράσματά σας, γράφετε: «Η περί αποκλειστικότητας της Εκκλησίας διδασκαλία δεν αποτελεί δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Σχολιάσαμε: «Η θεωρία αυτή της ‘μη αποκλειστικότητος’ βέβαια δεν είναι καινούργια, αλλά έχει τις ρίζες της στους Ρώσους θεολόγους της Διασποράς Π. Ευδοκίμωφ και Ν. Μπερντιάεφ και αργότερα στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο». Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
7. Σχετικά με το θέμα αυτό θεωρούμε αναγκαίο να προσθέσουμε στο σημείο αυτό μια πολύ σημαντική παρατήρηση του πρωτ. π. Πέτρου Χιρς, Διδάκτορος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. σε κάποια ομιλία του στη «Διάκειο Σχολή Λαού Πατρών», στις 18.5.2016. Ο ως άνω κληρικός, βαθύς γνώστης των αποφάσεων της Β΄ Βατικανής Συνόδου, (1962-65), επισημαίνει την απόλυτη ταύτιση της νέας εκκλησιολογικής διδασκαλίας που υιοθετήθηκε από την εν λόγω Σύνοδο στο Διάταγμα Lumen Gentium, με την περί εκκλησίας αντίληψη, όπως αυτή εκφράζεται στο προσυνοδικό κείμενο: «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Στο Διάταγμα LumenGentium εγκαταλείπεται η απόλυτη και αποκλειστική ταύτιση της Εκκλησίας του Χριστού με την Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία», όπως είχε παραδοσιακά καθιερωθεί και διεκήρυσσε το επί αιώνες στις παπικές εγκυκλίους, και αντικαθίσταται με την δήλωση ότι: «Η εκκλησία του Χριστού ενυπάρχει (subsistitin) στην Καθολική Εκκλησία». Ο Λατινικός όρος «subsistitin» ουσιαστικά εισάγει και αποδέχεται εκκλησιαστικότητα, έστω και ατελή, στις εκτός της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας» εκκλησιαστικές κοινότητες. Αυτό σημαίνει ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί εισάγουν την «μη αποκλειστικότητα», την οποία εσείς Θεοφιλέστατε, τόσο ένθερμα υποστηρίζετε, ταυτιζόμενος, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεσθε, μ’ αυτούς. Το τραγικό είναι ότι η ίδια αντίληψη εκφράζεται, με μια διαφορετική διατύπωση βέβαια, και στο προσυνοδικό κείμενο: «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας…»: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Ουσιαστικά το προσυνοδικό κείμενο αντιγράφει την Β΄ Βατικανή.
8. Παρά κάτω ισχυρίζεστε ότι η περί αποκλειστικότητας της Εκκλησίας διδασκαλία αποτελεί προσωπική αντίληψη του Αγ. Κυπριανού Καρθαγένης, την οποία αργότερα η Εκκλησία δεν απεδέχθη δια του 95ου κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής: «Επειδή προφανώς οι αντιλήψεις του Αγ. Κυπριανού που διακηρύσσουν την αποκλειστικότητα δεν εγένοντο δεκτές από την Εκκλησία, οι ιεροί κανόνες με σαφήνεια προσδιορίζουν, πότε το βάπτισμα ως ανυπόστατο χρειάζεται να γίνει, όταν κανείς προσέρχεται στην Εκκλησία, πότε απαιτείται χρίσμα και πότε απαιτείται μόνο ο λίβελλος». Σχολιάσαμε: «Παραθεωρεί όμως το γεγονός [ο Θ.Α.Κ.] ότι οι θέσεις του αγίου Κυπριανού δεν είναι ιδικές του προσωπικές θέσεις, αλλά έγιναν αποδεκτές από τρεις τοπικές Συνόδους της Αφρικής, (το Φθινόπωρο του 255 με 31 επισκόπους, την Άνοιξη του 256 με 71 επισκόπους, και τον Σεπτέμβριο του 256 με 85 επισκόπους). Οι τοπικές αυτές Σύνοδοι, ακολουθώντας τους Αποστολικούς Κανόνες 46, 47, 50 και 68, εδογμάτισαν ότι όλα τα ‘μυστήρια’ των αιρετικών είναι εντελώς ανυπόστατα. Η Σύνοδος της Καρχηδόνος, (255 μ.Χ.), στην απόφασή της τονίζει ότι ακολουθεί την πάγια μέχρι τότε εκκλησιαστική παράδοση: ‘ου πρόσφατον γνώμην, ουδέ νυν ηδρασμένην προσφέρομεν, αλλά την πάλαι υπό των προγενεστέρων ημών μετά πάσης ακριβείας και επιμελείας δεδοκιμασμένην’, και αποφαίνεται: ‘μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω της καθολικής Εκκλησίας, ενός όντος βαπτίσματος και εν μόνη τη καθολική Εκκλησία υπάρχοντος’. Εάν λοιπόν θεωρήσουμε ότι οι δογματικές αποφάσεις των τοπικών Συνόδων της Αφρικής δεν έγιναν καθολικώς αποδεκτές από την Εκκλησία, διότι εκφράζουν μια ‘εκκλησιαστική συγκυρία του 3ου αιώνος’ και ένα απλό ‘έθος’, τότε κατ’ ανάγκην θα πρέπει να θεωρήσουμε και τους Αποστολικούς Κανόνες 46, 47, 50 και 68, ως τέτοιους, δηλαδή ως μη καθολικά αποδεκτούς, πράγμα άτοπον. Διότι οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες δεν αφήνουν κανένα περιθώριο να θεωρήσουμε τα μυστήρια των αιρετικών ως υποστατά καθ’ εαυτά και έγκυρα. Αλλά και τους Ιερούς Κανόνες του Μεγ. Βασιλείου 1 και 47, θα πρέπει επίσης να θεωρήσουμε ως μη καθολικά αποδεκτούς, διότι και αυτοί, (όπως και οι παρά πάνω αναφερθέντες αποστολικοί) εκφράζουν την ‘αποκλειστικότητα’, επειδή και αυτοί είναι απόλυτα σύμφωνοι με τις δογματικές αποφάσεις των τοπικών Συνόδων της Αφρικής». Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
9. Παρά κάτω γράφετε: «Η Ορθόδοξη Θεολογία θεωρεί ότι η Χάρις του Θεού μπορεί να πνέει και έξω από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας και αυτό είναι σύμφωνο με τη βιβλική και πατερική διδασκαλία». «Είναι δεδομένο και απολύτως κατανοητό ότι για να μπορεί να γίνει λόγος για Εκκλησία έξω από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, θα πρέπει να υπερβεί κανείς την αντίληψη της αποκλειστικότητας και να παραδεχθεί την ύπαρξη της χάριτος και την πνοή του Αγίου Πνεύματος εκτός αυτής. Με άλλα λόγια τίθεται το ερώτημα, εάν στις διατετμημένες και αποσχισθείσες ομάδες μπορεί να υπάρχουν μυστήρια, αρχής γενομένης από του βαπτίσματος». Σχολιάσαμε: «Το άγιο Πνεύμα επειδή ακριβώς είναι το ‘Πνεύμα της αληθείας’, γνωρίζουμε ότι πνέει μόνο προς την κατεύθυνση του Χριστού, σύμφωνα με τον λόγον Του: ‘εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν’ (Ιω. 16,14). Αυτό σημαίνει ότι Εκείνο μας οδηγεί στην Εκκλησία, διότι Αυτή είναι ‘στύλος και εδραίωμα της αληθείας’ (Α΄ Τιμ.3,15). Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Κορνηλίου (βλ. Πράξεις 10,1-43)… Είναι φανερό επομένως ότι η με τέτοιο τρόπο και για τέτοιο σκοπό πνοή του αγίου Πνεύματος στους εκτός της εκκλησίας, με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ότι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενεργεί στα μυστήρια των αιρετικών και παρέχει σωτήρια αποτελέσματα. Κατ’ επέκτασιν είναι αδύνατον να γίνει λόγος ‘για Εκκλησία έξω από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία’, διότι απλούστατα δεν ενεργεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος στα μυστήρια των αιρετικών. Η πνοή του αγίου Πνεύματος στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, (στους πατριάρχες και προφήτες), δεν είχε σωτηριολογικό χαρακτήρα, αλλά προπαρασκευαστικό για την προετοιμασία της ανθρωπότητος στην εν Χριστώ σωτηρία. Αν αυτή έσωζε τότε θα ήταν περιττή, ίσως και ανόητη η σάρκωση του Θεού Λόγου». Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
10. Επίσης χρησιμοποιείτε το χωρίο του αποστόλου Παύλου: «έθνη τα μη νόμον έχοντα, φύσει τα του νόμου ποιή» (Ρωμ. 2,14),για να αποδείξετε ότι τα έθνη, χωρίς να έχουν ως οδηγό τον Μωσαϊκό νόμο, (και φυσικά ούτε τον νόμο του Ευαγγελίου), αλλά μόνον το νόμο της συνειδήσεώς των δεν αποκλείονται από τη δυνατότητα της σωτηρίας.Ωστόσο αν διαβάζατε τι λέει ο απόστολος λίγο παρά κάτω, δεν θα βγάζατε αυτό το επιπόλαιο συμπέρασμα: «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι δια της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού»(Ρωμ.3,23-24). Όλοι αμάρτησαν, Ιουδαίοι και Εθνικοί, και αυτοί που είχαν ως οδηγό τον Μωσαϊκό νόμο και αυτοί που είχαν ως οδηγό τον νόμο της συνειδήσεως. Όλοι στερήθηκαν την δόξα της Βασιλείας των ουρανώνκαι επομένως όλοι δικαιούνται, σώζονται, διά του Ιησού Χριστού, όλοι έχουν ανάγκη της εν Χριστώ απολυτρώσεως. (Βλέπε και ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου στην προς Ρωμαίους επιστολή, Τομ. Α΄ σελ.115-116, Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη»).
11. Παρά κάτω γράφετε: «Η ενότητα της καθολικής Εκκλησίας δε θίγεται από τη διαίρεση του χριστιανικού κόσμου». Και για να στηρίξετε τον ισχυρισμό σας αυτό, επικαλείστε τρία πατερικά χωρία από τον Μέγα Βασίλειο, τον άγιο Ταράσιο και τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό. Με βάση αυτά συμπεραίνετε ότι «η διάσπαση, η κατάτμηση, ή η διάρρηξη του εκκλησιαστικού σώματος που αποτελεί οδυνηρό πραγματικό γεγονός δε θίγει την οντολογική ενότητα της Εκκλησίας που εξακολουθεί να παραμένει Μία». Σχολιάσαμε: «Η αποκοπή των αιρετικών από το σώμα της Εκκλησίας, (και εν προκειμένω των παπικών και προτεσταντών), με κανένα τρόπο δεν προκαλεί ‘διάρρηξη του εκκλησιαστικού σώματος’. Οι αιρετικοί, επειδή ακριβώς καταντούν στην αίρεση εκπίπτουν και παύουν να αποτελούν μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά το εκκλησιαστικό σώμα εξακολουθεί να παραμένει αδιάρρηκτο και μετά την αποκοπή αυτών, επειδή είναι αδύνατον να διαιρεθεί ο Χριστός, ο οποίος είναι η κεφαλή της εκκλησίας. ‘Μεμέρισται ο Χριστός;’ (Α΄ Κορ.1,13), (μπορεί να διαιρεθεί ο Χριστός;), ερωτά ο Παύλος μ’ ένα ρητορικό ερώτημα τους Κορινθίους. Και φυσικά η απάντηση είναι ‘ουδέποτε’. Είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Ταράσιος και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός αγνοούσαν την μεγάλη αυτή αλήθεια που επισημαίνει ο απόστολος, ότι δηλαδή είναι αδύνατον να διαιρεθεί ο Χριστός; Όχι βέβαια». Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
12. Παρά κάτω μπαίνετε σ’ ένα άλλο προβληματισμό, στο πως δηλαδή η Εκκλησία κατά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο έκανε δεκτούς τους επισκόπους «οι οποίοι επέδωσαν το λίβελλο της μετανοίας τους και εξέφρασαν την επιθυμία, εγκαταλείποντας την κακοδοξία τους να προσέλθουν στην Εκκλησία ….. Το αίτημά τους εγένετο αποδεκτό και όχι μόνο τους ανεγνωρίσθη το βάπτισμα και το χρίσμα, αλλά τους αναγνωρίστηκε και η αρχιερωσύνη τους που είχαν λάβει κατά την παραμονή τους στην κακοδοξία…. Με ποιό δικαίωμα και ποία εξουσία οι πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους, χωρίς να απαιτήσουν ούτε βάπτισμα, ούτε χρίσμα; Ποιούς ιερούς κανόνες εφήρμοσαν για να προβούν στην (κατ᾽ οικονομία) αναγνώριση αυτών των μυστηρίων ….;». Σχολιάσαμε: «Οι Πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής δεν έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους απροϋπόθετα, αλλά επειδή εκείνοι μετενόησαν και εξέφρασαν την επιθυμία εγκαταλείποντας την κακοδοξία τους να προσέλθουν στην Εκκλησία». Τι έχετε να πείτε ως προς το γεγονός ότι στο κείμενο «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» πουθενά δεν γίνεται λόγος για μετάνοια και επιστροφή των ετεροδόξων στην Ορθοδοξία; Δεν σας προβληματίζει, τι άραγε μπορεί να σημαίνει αυτή η σιωπή του κειμένου; Τι άλλο μπορεί να σημαίνει, παρά το ότι εδώ επιχειρείται αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων, χωρίς την απαραίτητη προϋπόθεση της μετανοίας και επιστροφής αυτών στην Ορθοδοξία; Και τι νόημα μπορεί να έχει ο όλος προβληματισμός σας όταν το μεν κείμενο «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας…», πουθενά δεν κάνει λόγο για μετάνοια, ενώ οι Πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής έκαναν δεκτούς τους εικονομάχους με την προϋπόθεση της μετανοίας;
13. Παρά κάτω γράφετε: «Τι είναι εκείνο που καθιστά ένα - κατ᾽ αυτούς - [τους οπαδούς της αποκλειστικότητας], ανυπόστατο μυστήριο υποστατό, όταν ακολουθήσει η προσέλευση στην Εκκλησία;». Σχολιάσαμε: «Η απάντηση είναι σαφής. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ! Αυτή είναι η ταμειούχος της Θείας Χάριτος. Αυτή έχει το δεσμείν και λύειν. Το Πνεύμα το άγιο έχει την δύναμη μ’ ένα τρόπο ακατάληπτο σε μας, να μεταβάλει ένα ανυπόστατο μυστήριο σε υποστατό, (με προϋπόθεση βέβαια πάντα την μετάνοια), όπως ακριβώς με τρόπο ακατάληπτο μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί σε Σώμα και Αίμα Χριστού». Πιστεύετε ότι η Εκκλησία αδυνατεί να μεταβάλει ένα ανυπόστατο μυστήριο σε υποστατό, όταν προηγηθεί η μετάνοια και η προσέλευση στην Εκκλησία;
14. Παρά κάτω γράφετε: «Ανεξάρτητα όμως από το πως θεωρεί κανείς τους ιερούς κανόνες γενικώς ….είναι επιβεβλημένο και από τα πράγματα αναγκαίο η Ορθόδοξη Εκκλησία η υπερβαίνουσα την αποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, να αποφανθεί, εάν αναγνωρίζει μυστήρια εκτός αυτής, ποιά είναι αυτά και ποίων ετεροδόξων συγκεκριμένα τα μυστήρια αναγνωρίζονται, εάν αναγνωρίζονται. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της ουδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τις σχέσεις της με τους σύγχρονους ετεροδόξους…..». Σχολιάσαμε: «Η Εκκλησία έχει ήδη αποφανθεί, άπαξ δια παντός, (και δεν χρειάζεται να αποφανθεί εκ νέου), ότι ουδέποτε ανεγνώρισε κανένα μυστήριο των ετεροδόξων-αιρετικών, με όσα αναπτύξαμε προηγουμένως και με βάση τους Ιερούς Κανόνες που αναφέραμε. Ο ισχυρισμός ότι δήθεν ‘η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της ουδέποτε μέχρι σήμερα καθόρισε τις σχέσεις της με τους σύγχρονους ετεροδόξους’ είναι αυθαίρετος και εσφαλμένος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε πάμπολλες Συνόδους μέχρι σήμερα κατεδίκασε τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού, (και κατ’ επέκτασιν του Προστεσταντισμού), αρχής γενομένης από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο το 879. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές: Τις εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδους του 1170, του 1450, του 1722, του 1838, του 1848 και του 1895». Πιστεύετε ότι οι παρά πάνω Σύνοδοι δεν είναι γνήσιες Ορθόδοξοι Σύνοδοι; Μήπως κάποια μεταγενέστερη Σύνοδος τις απεκήρυξε ως ψευδοσυνόδους και ληστρικές; Αν πιστεύετε κάτι τέτοιο να μας το πείτε ξεκάθαρα. Μήπως και οι άγιοι Πατέρες που αναφέρουμε παρά κάτω, (Μέγας Φώτιος, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κλπ.), οι οποίοι ομόφωνα ονομάζουν τους παπικούς αιρετικούς, πλανήθηκαν; Μήπως έγιναν «θύματα του αρχεκάκου όφεως» και δεν το ξέρουμε; Αν πιστεύετε κάτι τέτοιο παρακαλούμε να μας το πείτε ξεκάθαρα.
15. Κατά συνέπεια, με βάση τα όσα είπαμε στην προηγούμενη παράγραφο, (14), ο προβληματισμός που εκφράζετε στη συνέχεια ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία η υπερβαίνουσα την αποκλειστικότητα, προβληματιζόμενη, να αποφανθεί, εάν αναγνωρίζει μυστήρια εκτός αυτής, ποιά είναι αυτά και ποίων ετεροδόξων συγκεκριμένα τα μυστήρια αναγνωρίζονται, εάν αναγνωρίζονται», είναι μετέωρος και ούτε καν έπρεπε να τίθεται. Επίσης ο ισχυρισμός σας ότι εάν αναγνωρισθεί ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας κοινότητας, (π.χ. των παπικών), το γεγονός αυτό «δε θίγει σε τίποτα την Ορθόδοξη Εκκλησία που διατηρεί την αυτοσυνειδησία ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Υπό την έννοια αυτή τίποτα δεν μας εμποδίζει να ονομάσουμε αυτές τις χριστιανικές κοινότητες Εκκλησία,…», είναι πέρα για πέρα εσφαλμένος. Πως είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θίγεται σε τίποτα καθ’ ον χρόνον ανατρέπεται μια σωρία Συνοδικών αποφάσεων που καταδίκασαν τον Παπισμό ως αίρεση; Πως είναι δυνατόν «να ονομάσουμε αυτές τις χριστιανικές κοινότητες Εκκλησία» ανατρέποντας μια Παράδοση 10 αιώνων; Εάν οι ετερόδοξοι είναι Εκκλησία, τότε κακώς οι Άγιοι Πατέρες τους κατεδίκασαν συνοδικώς ως αιρετικούς. Αυτό σημαίνει ότι επλανήθηκαν, δεν απεφάνθησαν εν αγίω Πνεύματι και όχι μόνον δεν πρέπει να τους τιμούμε «ως σάλπιγγες του Πνεύματος», αλλά και να τους αποστρεφόμαστε ως πρόσωπα που προκάλεσαν σχίσματα και διαιρέσεις στην Εκκλησία. Κάνουμε λάθος στις παρά πάνω διατυπώσεις μας; Περιμένουμε μια απάντηση.
16. Παρά κάτω γράφετε σχετικά με το ζήτημα των μικτών γάμων: «Η τέλεση μικτών γάμων στους τελευταίους αιώνες από αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες συνιστά μια σιωπηρή αναγνώριση του βαπτίσματος των ετεροδόξων, ενώ οι παλινδρομήσεις που ενίοτε παρουσιάζονται στο θέμα αυτό με την απαγόρευσή τους δείχνει ότι η αντιμετώπισή τους δεν είχε θεολογικά κριτήρια, διότι εάν αυτά συνέτρεχαν απαγορευτικά, δε θα είχαν ποτέ συναφθεί μικτοί γάμοι, αλλά κριτήρια συγκυριακά προσδιοριζόμενα από ιστορικές παραμέτρους και έχουν σχέση με την ποιότητα της στάσης των ετεροδόξων απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία». Σχολιάσαμε: «Βάσει ποίων Ιερών Κανόνων οι εν λόγω ‘αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες’ προχώρησαν στην νομιμοποίηση και καθιέρωση μικτών γάμων, όταν μάλιστα αυτοί απαγορεύονται ρητώς από αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων; Ο 14ος Κανών της Δ΄ Οικουμενικής ορίζει: ‘Επειδή εν τισιν επαρχίαις συγκεχώρηται τοις αναγνώσταις και ψάλταις γαμείν, ώρισεν η Αγία Σύνοδος, μη εξείν αίτινι αυτών ετερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν ... μήτε μην συνάπτειν (τέκνον) προς γάμον αιρετικώ, η Ιουδαίω, η Έλληνι (ειδωλολάτρη), ει μη άρα επαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εις την ορθόδοξον πίστιν το συναπτόμενον πρόσωπον τω Ορθοδόξω’. Ο 72ος Κανών της Πενθέκτης ορίζει: ‘Μη εξέστωΟρθόδοξον άνδρα αιρετική συνάπτεσθαιγυναικί, μήτε μην αιρετικώανδρί γυναίκα ορθόδοξον συζεύγνυσθαι. Αλλ’ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον, άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον’. (Πρβλ. και 10ον και 31ον της εν Λαοδικεία, και 29ον της εν Καρθαγένη). Το θέμα των μικτών γάμων δεν είναι καινούργιο αλλά υπήρχε εδώ και πολλούς αιώνες στην εκκλησία, η οποία το έλυσε άπαξ δια παντός με τις παρά πάνω διαχρονικού κύρους Συνοδικές αποφάσεις της. Για ποιό λοιπόν λόγο θα πρέπει τώρα η Εκκλησία στην μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, να νομιμοποιήσει ένα παράνομο καθεστώς και να θεσμοθετήσει επίσημα κακώς ειλλημένες συνοδικές αποφάσεις, όταν μάλιστα αυτές οδηγούν σε άλλο μεγάλο κακό, την σιωπηρή αναγνώριση του βαπτίσματος των ετεροδόξων και στην defacto αναγνώριση της βαπτισματικής Θεολογίας;» Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα. Περιμένουμε μια απάντηση.
17. Παρά κάτω καταπιάνεστε με την § 20 του κειμένου όπου «γίνεται λόγος για τις προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες που προσδιορίζονται επί τη βάσει των κανονικών κριτηρίων της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής παραδόσεως που θέτουν οι κανόνες 7 της Β´ Οικουμενικής και 95 της Πενθέκτης». Σχετικά με την § 20 παραθέσαμε μερικά αποσπάσματα από μια πολύ σημαντική μελέτη του πρωτ. π. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου, εφημέριου του Ιερού Ναού αγίου Νικολάου Πατρών, επειδή κατά την γνώμη μας ο π. Αναστάσιος αναλύει το θέμα με μεγάλη επιτυχία και πληρότητα. Τι έχετε να πείτε πάνω στις επισημάνσεις του ως άνω κληρικού; Είναι λανθασμένες; Και αν ναι, που διαπιστώνετε λάθη; Περιμένουμε μια απάντηση.
18. Παρά κάτω καταπιάνεστε με την εκφρασθείσα «αντίρρηση ότι στη σύνοδο μετέχει ένας περιορισμένος αριθμός επισκόπων από κάθε Εκκλησία»: «Είναι σαφές από την ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων ότι οι πλείονες των επισκόπων προήρχοντο από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ παρίστατο ένας μικρός αριθμός εκπροσώπων από τα υπόλοιπα Πατριαρχεία, οι οποίοι και κατέθεταν την άποψη των Εκκλησιών τους. Εκτός από την Α´ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία εκλήθησαν όλοι οι επίσκοποι, όταν από αυτή εισήχθη το Μητροπολιτικό σύστημα στη διοίκηση της Εκκλησίας, ήταν παρόντες 3 επίσκοποι από κάθε επαρχία, όταν δε με την Δ´ Οικουμενική καθιερώθη ο θεσμός της Πενταρχίας, ήταν αναγκαία η συμφωνία των 5 Πατριαρχείων ως απαραίτητος όρος κανονικής συγκλήσεως της Συνόδου». Σχολιάσαμε ότι «παντελώς αμάρτυρος στην Ορθόδοξη Παράδοση αποτελεί ο ισχυρισμός ότι κατά τας Συνόδους προσεκαλούντο πάντοτε μόνον τριμελείς η ολιγομελείς αντιπροσωπείαι εξ εκάστης επαρχίας. Τα ιστορικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με τον αριθμό των συνοδικών μελών, που έλαβαν μέρος κατά τις Οικουμενικές Συνόδους, μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Έτσι ο αριθμός των επισκόπων που έλαβαν μέρος κατά την Α΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ήταν 318, κατά την Β΄ 150, κατά την Γ΄ 200, κατά την Δ΄ 630, κατά την Ε΄ 165, κατά την ΣΤ΄ 289, κατά την Πενθέκτη 240, κατά την Ζ΄ 367, ενώ κατά την Η΄ 383.… Επίσης η ανάπτυξη του μητροπολιτικού συστήματος ουδέποτε ελειτούργησε ουσιαστικά εις βάρος του επισκοπικού αξιώματος. Και τούτο, διότι σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, ο κάθε επίσκοπος κάθε τοπικής Εκκλησίας, και της μικρότερης ακόμη, εκπροσωπεί με το ποίμνιό του ένα ζωντανό μέρος της Καθολικής Εκκλησίας. Η απουσία του όχι μόνο τραυματίζει την ολοκληρία του σώματος του Χριστού, αλλά και στερεί την δυνατότητα να εκφρασθεί από όλους η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποία φαίνεται ότι φοβούνται οι υπεύθυνοι για την προετοιμασία και σύγκληση της Συνόδου…..». Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
19. Παρά κάτω γράφετε: «Καμιά σύνοδος δεν συνεκλήθη στην Εκκλησία εκ προοιμίου αναφέροντας ότι το κύρος των αποφάσεών της τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής των αποφάσεών της από το εκκλησιαστικό πλήρωμα. Η αποδοχή η μη κρίνεται στην πορεία του χρόνου. Αυτό φαίνεται να το έχουν υπ᾽ όψιν τους οι συντάκτες του κειμένου, που δεν έχουν ασφαλώς την πρόθεση να περιθωριοποιήσουν το εκκλησιαστικό πλήρωμα, αλλά να το εκφράσουν». Σχολιάσαμε ότι είναι μεν αληθής ο παρά πάνω ισχυρισμός σας, αλλ’ είναι πάλι «εξ’ ίσου αληθές ότι καμιά Σύνοδος δεν προδίκασε το αλάθητο των αποφάσεών της. Η παράγραφος αυτή είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη, ώστε να αφήνεται αβίαστα να εννοηθεί, ότι η μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει το αλάθητο των αποφάσεών της….. Ο ‘συνοδικός Θεσμός’ δεν είναι υπόθεση μόνο των Επισκόπων, αλλά ολοκλήρου του Σώματος της Εκκλησίας. Οι λοιποί κληρικοί και μοναχοί και λαϊκοί μπορεί να μην ανήκουν στο εν στενή εννοία συνοδικό ‘Σώμα’, εν τούτοις, ακριβώς στα πλαίσια του ‘Συνοδικού Θεσμού’, καλούνται να επικυρώσουν, η να απορρίψουν τις αποφάσεις και συνεκδοχικά ακόμα και την ίδια τη Σύνοδο. Αυτό έχει αποδείξει η ζωή της Εκκλησίας μας. Ο ‘Συνοδικός Θεσμός’ ως συμμετοχή ολόκληρης της Εκκλησίας και ως έκφραση της αλάθητης εκκλησιαστικής συνειδήσεώς Της αποτελεί τον ‘έσχατο κριτή περί των θεμάτων πίστεως’». Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
20. Παρά κάτω γράφετε: «Η § 5 του κειμένου επισημαίνει ότι σκοπός των θεολογικών διαλόγων είναι η ενότητα των Χριστιανών επί τη βάσει της πίστεως και της παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων. Αυτό σημαίνει ότι η ευχαριστιακή κοινωνία με τους ετεροδόξους θα καταστεί δυνατή, όταν γίνει αποδεκτή η πίστη και η παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας. Ως αρχαία Εκκλησία ορίζεται η περίοδος των επτά Οικουμενικών Συνόδων που ιστορικά καλύπτει τους πρώτους 8 αιώνες της Εκκλησίας». Σχολιάσαμε: «Η διατύπωση αυτή πάσχει διότι η πίστη και η παράδοση ‘της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων’ δεν είναι κάτι που το αναζητούμε δια των Διαλόγων. Η πίστη και η παράδοση αυτή είναι δεδομένη και υφίσταται ανόθευτη εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μόνον εντός αυτής. Επομένως η ορθή διατύπωση θα έπρεπε να είναι: ‘Ο σκοπός των θεολογικών διαλόγων είναι η ενότητα των Χριστιανών δια της επιστροφής των ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία διατηρεί την πίστη και την παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων’». Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
21. Παρά κάτω καταπιάνεστε με την θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και τις Συνόδους του 14ου αιώνα και μνημονεύετε εκείνη του έτους 1351, που στη συνείδηση της Εκκλησίας θεωρείται ως η Θ΄ Οικουμενική. Γνωρίζετε ασφαλώς πόσος θόρυβος έγινε και πόσα άρθρα δημοσιεύθηκαν για την ανάγκη αναγνωρίσεως από την μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, των δύο Συνόδων, που θεωρούνται στη συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος ως Οικουμενικές, δηλαδή της Η΄ Οικουμενικής, (879-880), της επί ιερού Φωτίου συγκληθείσης και της Θ΄ Οικουμενικής, (1351), της επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, διότι και οι δύο αυτές Σύνοδοι είχαν όλα τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις των Οικουμενικών Συνόδων και είχαν καταδικάσει συγκεκριμένες αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι τέτοιο ενδεχόμενο δεν προκύπτει από την θεματολογία και τα προσυνοδικά κείμενα. Δεν αγνοείτε επίσης ότι κατά την Διορθόδοξη Επιστημονική Ημερίδα που έγινε τον περασμένο Μάρτιο στον Πειραιά, (23.3.2016), μία από τις εισηγήσεις των ομιλητών αφορούσε ακριβώς το θέμα της αναγνωρίσεως των δύο αυτών Συνόδων. Γνωρίζετε τέλος ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας κατόπιν συνοδικής αποφάσεώς της, (Μάϊος 2015), υπέβαλε πρότασινδι’ επιστολής της προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον (24.7.2015), κοινοποιηθείσα προς όλες τις τοπικές Εκκλησίες, για την αναγνώριση ως Οικουμενικών των ως άνω Συνόδων. Σχετικά με το θέμα αυτό σε σχετική παραπομπή σας αναφέρετε ότι «Αυτονόητα, η σύγκλιση με τους ετεροδόξους συμπεριλαμβάνει την αποδοχή της επί ι. Φωτίου συγκληθείσης συνόδου (879/80) που απαγορεύει την οιαδήποτε προσθήκη στο σύμβολο της Πίστεως». Για το μεγάλο λοιπόν αυτό θέμα για το οποίο τόσος θόρυβος έγινε, δεν θα έπρεπε να έχει κεντρική θέση στο άρθρο σας το θέμα της αναγνωρίσεως της Η΄ Οικουμενικής; Η τοποθέτηση της γνώμης σας σε μια παραπομπή, (με ψιλά γράμματα), όπου είναι πολύ εύκολο να διαφύγει της προσοχής του αναγνώστου, δεν δείχνει προσπάθεια υποβαθμίσεως του θέματος; Σχετικά με το θέμα της αναγνωρίσεως της Θ΄ Οικουμενικής αποφεύγετε να πάρετε θέση και να πείτε ξεκάθαρα την γνώμη σας. Το παρακάμπτετε και αλλάζετε θέμα για να μας πείτε κάτι που το γνωρίζει όλος ο πιστός λαός του Θεού ακόμη και μη θεολόγοι: «Η ησυχαστική παράδοση διατρέχει και διαπερνά την όλη δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας….». Τα παρά πάνω Θεοφιλέστατε είναι γνωστά και δεν χρειαζόταν καθόλου να τα γράψετε. Εκείνο που περίμενε ο κλήρος και ο πιστός λαός από σας, ήταν, να μας πείτε καθαρά και ξάστερα, χωρίς υπεκφυγές και ελιγμούς, ποια είναι η θέση σας πάνω στο καυτό θέμα της αναγνωρίσεως της Θ΄ Οικουμενικής. Πες τε μας λοιπόν ευθέως και χωρίς περιστροφές, έστω και τώρα: Είναι αναγκαία, ναι η όχι, η αναγνώριση της Θ΄ Οικουμενικής από την Σύνοδο της Κρήτης; Περιμένουμε απάντηση.
22. Παρά κάτω καταπιάνεστε με το Π.Σ.Ε., το έργο του, και τον ρόλο και την συμμετοχή του σ’ αυτό των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Γράφετε ότι τα μέλη του Π.Σ.Ε. καλούνται «να προωθήσουν την κοινή τους παρουσία στη διακονία του κοινωνικού έργου, να δώσουν κοινή μαρτυρία στην Ιεραποστολή με την υπέρβαση του μεταξύ αυτών ανταγωνισμού και του προσηλυτισμού, να εργαστούν από κοινού για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη διαφύλαξη της ειρήνης και της δικαιοσύνης στον κόσμο. Το προς επικύρωση παραπεμπόμενο κείμενο αντιλαμβάνεται την παρουσία των Ορθοδόξων στην Οικουμενική κίνηση ως ‘μαρτυρίαν της αληθείας’…». Σχολιάσαμε ότι η εικόνα που μας δίδει τόσο το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» όσο και εσείς σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι ψευδής και επίπλαστη. Κατ’ αρχήν αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό που εμφανίζεται ως υπερεκκλησία, [έστω και αν στο καταστατικό του Π.Σ.Ε. δηλώνεται θεωρητικά το αντίθετο], και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Πάνω στο θέμα αυτό παραθέσαμε την γνώμη του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, ο οποίος θεωρεί αυτή την παράνομη και αντικανονική ένταξη «ανήκουστο προδοσία». Τι απαντάτε εσείς στην παρά πάνω θέση του αγίου; Απολύτως τίποτα. Πιστεύετε ότι έπεσε έξω ο άγιος; Περιμένουμε μια απάντηση. Επίσης παραθέσαμε την γνώμη του αείμνηστου καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Παν. Αθηνών στον τομέα του Κανονικού Δικαίου κυρού Κων. Μουρατίδη. Μήπως και ο συνάδελφός σας καθηγητής έπεσε έξω; Επίσης σχολιάσαμε: «Το προς ψήφιση προσυνοδικό κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. και το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δεν καταδικάζονται, τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε, (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κλπ.) και επί πλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές ομολογίες κλπ.».Τι απαντάτε εσείς στα παρά πάνω; Απολύτως τίποτα. Ποια είναι η θέση σας πάνω στα κείμενα του Πόρτο Αλέγκρε, και του Πουσάν; Είναι Ορθόδοξα; Περιμένουμε απάντηση.
23. Διαπιστώσαμε επίσης αντιφάσεις. Γράφετε: «Η συμμετοχή της [Ορθοδόξου Εκκλησίας] στο Π.Σ.Ε. δε σημαίνει ότι αποδέχεται την ιδέα της ισότητας των Ομολογιών. Θεωρεί δηλαδή εαυτήν ως τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα να χαρακτηρίζει μέλη του Π.Σ.Ε., στο δικό της κείμενο, ως ομολογίες, με τις οποίες ασφαλώς και δεν ευρίσκεται εκκλησιολογικά στο ίδιο επίπεδο». Παρά κάτω γράφετε: «Τα μέλη του Π.Σ.Ε. χαρακτηρίζονται ως Εκκλησίες και Ομολογίες. Είναι προφανές ότι το κείμενο χαρακτηρίζει υπό τα ορθόδοξα κριτήρια ως Εκκλησία τα ολίγα εκείνα μέλη του, πάντοτε υπό την έννοια που εξετέθη ανωτέρω, η οποία δεν αίρει την καθολικότητα της Μίας (ορθόδοξης) Εκκλησίας, των οποίων αναγνωρίζει το βάπτισμα και μετά των οποίων διεξάγει θεολογικό διάλογο». Σχολιάσαμε: «Πως είναι δυνατόν η Ορθόδοξη Εκκλησία από τη μια μεριά να χαρακτηρίζει μέλη του Π.Σ.Ε., στο δικό της κείμενο, ως ομολογίες, ‘με τις οποίες ασφαλώς και δεν ευρίσκεται εκκλησιολογικά στο ίδιο επίπεδο’ και από την άλλη να αναγνωρίζει ‘ως Εκκλησία τα ολίγα εκείνα μέλη του, (ποιά είναι αυτά;)…. των οποίων αναγνωρίζει το βάπτισμα και μετά των οποίων διεξάγει θεολογικό διάλογο’; Και πως είναι δυνατόν να αναγνωρίζει στα ‘ολίγα αυτά μέλη’ εκκλησιαστικότητα και βάπτισμα, καθ’ ον χρόνον αυτά δεν έχουν επιστρέψει στην ορθοδοξία;». Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
24. Παρά κάτω γράφετε: «Το Π.Σ.Ε. δεν είναι και δεν πρέπει ποτέ να γίνει Υπέρ-Εκκλησία. Δεν διαπραγματεύεται ενώσεις μεταξύ των Εκκλησιών….Ταυτόχρονα δεν αξιώνει από μια Εκκλησία να εγκαταλείψει τη δική της εκκλησιολογική θεώρηση». Ωστόσο στη Δήλωση του Τορόντο (§ 2) τονίζεται ρητώς ότι «οι εκκλησίες αναγνωρίζουν ότι το να αποτελεί κάποιος μέλος της εκκλησίας του Χριστού είναι πιο περιεκτικό από το να αποτελεί μέλος της ίδιας του της εκκλησίας». Σχολιάσαμε: «Μπορεί να είναι αποδεκτό από την Ορθόδοξη εκκλησιολογία ότι υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του ένας Ορθόδοξος να είναι μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέλος ‘της Εκκλησίας του Χριστού’; Η ότι ‘η Εκκλησία του Χριστού’ (όπως εννοείται στο Π.Σ.Ε.) υφίσταται πάνω από όλες τις εκκλησίες-μέλη του Π.Σ.Ε;». Συμφωνεί ο παρά πάνω ισχυρισμός σας με την Δήλωση του Τορόντο, η έρχεται σε οξεία αντίθεση και τον ανατρέπει; Τι απαντάτε εσείς στον σχολιασμό μας αυτό; Απολύτως τίποτα.
25. Σχολιάζετε επίσης στην «Απάντησή» σας, (15.6.2016), την ερμηνεία του χωρίου Ιω. 3,8. Γράφετε: «Ερμηνεύετε το χωρίο Ιω. 3,8 ‘το πνεύμα όπου θέλει πνει’, επισημαίνοντας ότι το Αγ. Πνεύμα οδηγεί στο Χριστό. Παραλείπετε κατ’ αρχήν να ερμηνεύσετε και να λάβετε υπ’ όψιν τη φράση (για το Πνεύμα) ‘ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει’. Ποιός όμως σας είπε ότι δικαιούσθε σύμφωνα με την ορθόδοξη και πατερική θεολογία να κάνετε διάκριση μεταξύ της Οικονομίας του Πνεύματος και της Οικονομίας του Λόγου, δεδομένου ότι η εκ της θείας φύσεως απορρέουσα ενέργεια των θείων προσώπων είναι μία και κοινή; Υπάρχει περίπτωση η ενέργεια του Πνεύματος να είναι διαφορετική και διακριτή από την ενέργεια του Λόγου; Τέτοιες θέσεις ευδοκιμούν στο χώρο της Θεολογίας των Θρησκειών από πλουραλιστές ‘Θεολόγους’ που επιζητούν την ισοπέδωση των Θρησκειών. Είναι δυνατόν εσείς - ασυνείδητα και εξ αγνοίας βεβαίως – να συμμαχείτε με τέτοιες θεωρήσεις που διευκολύνουν την Πανθρησκεία; Το χωρίο υποδηλοί ότι η ενέργεια του Πνεύματος, κοινή με αυτή του Πατέρα και του Υιού δεν μπαίνει και δεν περιορίζεται στα ‘καλούπια’ που εσείς θέλετε».
Το πρώτο που εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε σχετικά με την ερμηνεία του εν λόγω χωρίου είναι ότι η φράση του Κυρίου: «το πνεύμα όπου θέλει πνει» δεν αναφέρεται στο άγιο Πνεύμα, αλλά στον άνεμο. Επειδή ο Νικόδημος δεν κατάλαβε τα παραπάνω λόγια του Χριστού: «το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ εστι...», γι’ αυτό του φέρνει το παράδειγμα του ανέμου. (βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας P.G. 73,245). Προσπαθεί με το παράδειγμα αυτό να του εξηγήσει ότι όπως ακριβώς δεν γνωρίζουμε από που ξεκίνησε ο άνεμος και που θα καταλήξει, («ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει»), έτσι ακριβώς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο το άγιο Πνεύμα αναγεννά τον άνθρωπο «άνωθεν», «εξ’ ύδατος και Πνεύματος». Επομένως η φράση σας: «Παραλείπετε κατ’ αρχήν να ερμηνεύσετε και να λάβετε υπ’ όψιν τη φράση (για το Πνεύμα) ‘ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει’», είναι λανθασμένη και δείχνει άγνοια της ερμηνείας του χωρίου, που είναι αδικαιολόγητη για έναν καθηγητή. Η φράση «ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει» δεν αναφέρεται στο άγιο Πνεύμα όπως λανθασμένα νομίζετε, τοποθετώντας τη λέξη Πνεύμα μέσα σε παρένθεση με κεφαλαίο το Π, αλλά στον άνεμο. Γι’ αυτό και στο βιβλικό κείμενο, αν προσέξετε, η λέξη πνεύμα τοποθετείται με μικρό το π. Επίσης και οι άγιοι Πατέρες Κύριλλος Αλεξανδρείας P.G. 73,245 και Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε 13,418-420), με την έννοια του ανέμου κατανοούν τη λέξη «πνεύμα» στα ως άνω χωρία.
26. Στη συνέχεια με λανθασμένη αφετηρία και μη γνωρίζοντας την ερμηνεία των παρά πάνω χωρίων, φυσικό και επόμενο είναι να πέφτετε και σε άλλο, πολύ χοντρό λάθος, που δεν το συναντά κανείς ούτε σε φοιτητές της Θεολογίας. Ποιός σας είπε ότι δικαιούσθε σύμφωνα με την ορθόδοξη και πατερική θεολογία να ταυτίζετε και να συγχέετε την Οικονομία του Πνεύματος με την Οικονομία του Λόγου; Πως μπορεί να ταυτίζεται η Οικονομία του Πνεύματος με την Οικονομία του Λόγου, όταν η ένσαρκη Θεία οικονομία αφορά τον Λόγον και όχι το Πνεύμα; Ο Λόγος είναι Εκείνος που εσαρκώθη, και ως Θεάνθρωπος στη συνέχεια απέθανε και ανέστη και όχι το άγιο Πνεύμα. Προηγείται η Οικονομία του Λόγου και επακολουθεί η οικονομία του αγίου Πνεύματος. Εάν δεν είχε προηγηθεί η Οικονομία του Λόγου δεν θα ήταν δυνατόν να επακολουθήσει η Οικονομία του αγίου Πνεύματος: «συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γαρ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς· εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς» (Ιω. 16,7). Ο ίδιος ο σαρκωμένος Λόγος διακρίνει τον Εαυτό του και το έργο του από το άγιο Πνεύμα και το έργο του: «εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν» (Ιω.14,16), [ο ένας Παράκλητος ο σαρκωμένος Λόγος, ο άλλος Παράκλητος το άγιο Πνεύμα]. «Το έργον ετελείωσα ο δέδωκάςμοι ίνα ποιήσω» (Ιω.17,4) [ο σαρκωμένος Λόγος περατώνει την ένσαρκη Θεία οικονομία]. «και ελθών εκείνος [ο Παράκλητος, το άγιο Πνεύμα], ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως» (Ιω. 16,8). Μετά την περάτωση της Οικονομίας του Λόγου αρχίζει η Οικονομία του Πνεύματος. Το Πνεύμα έχει συγκεκριμένο έργο. Θα έρθει να «ελέγξει»… Ο έλεγχος δεν είναι έργο τουσαρκωμένου Λόγου, αλλά του Πνεύματος. Το ότι η εκ της Θείας Φύσεως απορρέουσα άκτιστη Ενέργεια των Θείων Προσώπων είναι μία και κοινή, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να συγχέονται, ή να ταυτίζονται οι δυο Οικονομίες, όπως ακριβώς δεν μπορούν να συγχέονται η Θεία φύσις με τις Θείες Ενέργειες, ή τα Θεία πρόσωπα με τις Θείες Ενέργειες. Τι να υποθέσουμε για τα παρά πάνω βασικότατα λάθη; Ότι έχουμε άγνοια Θεολογίας ή επηρεασμό από Διαθρησκειακές θεωρίες;
27. Θα κλείσουμε παραθέτοντας αποσπάσματα από σύγγραμμα του μέγιστου θεολόγου και ομολογητή της Εκκλησίας του περασμένου αιώνα, του θεοφώτιστου και χαριτωμένου αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, ο οποίος, δυστυχώς, για σας, έχει τις ίδιες απόψεις με εμάς τους «αιρετικούς». Ότι δηλαδή πρέσβευε και δίδασκε την μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό που πεισματικά αρνούνται οι σύγχρονοι θιασώτες του Οικουμενισμού. Ιδού τι αναφέρει ο θεοφόρος άγιος Ιουστίνος: «Κατά την ενιαίαν στάσιν των Πατέρων και των Συνόδων η Εκκλησία είναι όχι μόνον μία, αλλά και μοναδική, διότι ο εις και μοναδικός Θεάνθρωπος, η Κεφαλή Της, δεν δύναται να έχη πολλά σώματα. Η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, διότι είναι το Σώμα του ενός και μοναδικού Χριστού. Είναι οντολογικώς αδύνατος ο χωρισμός της Εκκλησίας, δια τούτο ποτέ δεν υπήρχε διαίρεσις της Εκκλησίας, αλλά μόνον χωρισμός από την Εκκλησίαν. Κατά τον λόγον του Κυρίου δεν διαιρείται η Άμπελος, αλλά μόνον τα εκουσίως άκαρπα κλήματα εκπίπτουν και ξηραίνονται από την αείζωον Άμπελον (πρβλ. Ιωάν.15,1-6). Εκ της μιας αδιαιρέτου Εκκλησίας του Χριστού εις διαφόρους καιρούς απεσχίσθησαν και απεκόπησαν οι αιρετικοί και οι σχισματικοί, οι οποίοι κατά συνέπειαν έπαυσαν να είναι μέλη της Εκκλησίας και σύσσωμοι του Θεανθρωπίνου Σώματός Της. Τοιούτοι ήσαν πρώτον οι Γνωστικοί, κατόπιν οι Αρειανοί και Πνευματομάχοι, έπειτα οι Μονοφυσίται και Εικονομάχοι και τέλος οι Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάνται και Ουνίται και όλη η άλλη αιρετική και σχισματική λεγεών». (Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 81-82).
Ιδού τι λέει για την εγκυρότητα των μυστηρίων των αιρετικών: «Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, διατυπωθείσα υπό των αγίων Αποστόλων, υπό των αγίων Πατέρων, υπό των αγίων Συνόδων, περί των αιρετικών είναι η εξής: αι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε δύνανται να είναι Εκκλησία. Δια τούτο δεν δύνανται αύται να έχουν άγια Μυστήρια» (όπου. ανωτ. σελ. 228). «Ένεκα τούτου, συμφώνως προς το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και συμφώνως προς ολόκληρον την ορθόδοξον Παράδοσιν, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξιν άλλων μυστηρίων έξω απ᾽ αυτήν, ούτε θεωρεί αυτά ως μυστήρια, έως ότου προσέλθη τις δια της μετανοίας εκ της αιρετικής ‘εκκλησίας’, δηλαδή ψευδοεκκλησίας, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του Χριστού. Μέχρις ότου δε μένει τις έξω από την Εκκλησίαν, μη ηνωμένος μετ᾽ αυτής δια της μετανοίας, μέχρι τότε είναι ούτος δια την Εκκλησίαν αιρετικός και αναποφεύκτως ευρίσκεται εκτός της σωτηριώδους Κοινωνίας (= communio). Διότι ‘τις μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;’ (Β´Κορ.6,14)» (όπου ανωτ. σελ. 230).
Ιδού τι λέει για την διαβόητη Οικουμενική Κίνηση, (Π.Σ.Ε.), για την οποία με τόσα εγκωμιαστικά λόγια ομιλείτε: «Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδία όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, με επί κεφαλής τον Παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν. Το κοινόνευαγγελικόν όνομά των είναι η παναίρεσις» (όπου ανωτ. σελ. 224).
Ιδού πως κατονομάζει ορισμένες από τις πολλές παπικές κακοδοξίες του Παπισμού και του Προτεσταντισμού: «Εξ αυτής δε της παναιρέσεως εγεννήθησαν και γεννώνται συνεχώς άλλαι αιρέσεις: το Filioque, η αποβολή της επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιον των περισσών έργων, η μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της σωτηρίας και ως εκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περί της ζωής, ο παποκαισαρισμός, η ιερά εξέτασις, τα συγχωροχάρτια, ο φόνος του αμαρτωλού δια την αμαρτίαν, ο ιησουητισμός, η σχολαστική, η καζουϊστική, ο μοναρχισμός, ο κοινωνικός ατομικισμός διαφόρων ειδών... Ο Προτεσταντισμός; Είναι το πλέον πιστόν τέκνον του Παπισμού, το οποίον δια της ορθολογιστικής σχολαστικής του πίπτει δια μέσου των αιώνων από την μίαν αίρεσιν εις την άλλην αίρεσιν και πνίγεται συνεχώς εις τα διάφορα δηλητήρια των αιρετικών πλανών του. Προς τούτοις, η παπιστική υψηλοφροσύνη και η “αλάθητος” αφροσύνη βασιλεύει απολυταρχικώς και ερημώνει τας ψυχάς των πιστών του. Κατ᾽ αρχήν έκαστος προτεστάντης είναι ένας ανεξάρτητος πάπας εις όλα τα ζητήματα της πίστεως. Τούτο δε πάντοτε οδηγεί από τον ένα πνευματικόν θάνατον εις τον άλλον· τέλος αυτού του ‘αποθνήσκειν’ δεν υπάρχει, καθ᾽ ότι ο αριθμός των πνευματικών θανάτων του ανθρώπου είναι αναρίθμητος» (όπου ανωτ. σελ. 230).
Τέλος ο πνευματοφόρος και θεωμένος άγιος δίνει και την λύση της διαβόητης «ενώσεως των εκκλησιών», η οποία απέχει παρασάγγας από αυτή των συγχρόνων οικουμενιστών: «Αφού ούτως έχουν τα πράγματα, τότε δια τον παπιστικόν – προτεσταντικόν Οικουμενισμόν με την ψευδοεκκλησίαν του και τον ψευδοχριστιανισμόν του δεν υπάρχει διέξοδος από το αδιέξοδόν του, άνευ ολοψύχου μετανοίας ενώπιον του Θεανθρώπου Χριστού και της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Του. Η μετάνοια είναι το φάρμακον δι᾽ εκάστην αμαρτίαν, φάρμακον δοθέν εις τον άνθρωπον από τον μόνον Φιλάνθρωπον» (όπου ανωτ. σελ. 230).
Τι έχετε να μας απαντήσετε σχετικά με τα παρά πάνω αποσπάσματα; Μήπως και ο μεγάλος αυτός άγιος, ο οποίος συνδύαζε στη ζωή του την αγιότητα με την άριστη γνώση της Θεολογίας ως καθηγητής της Δογματικής, ήταν «πλανεμένος», όπως θεωρείτε εμάς; Εμείς τι περισσότερο, ή τι λιγότερο πρεσβεύουμε από αυτά που πρέσβευε και δίδασκε ο άγιος Ιουστίνος;
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των παραθρησκειών
Πηγή: Ακτίνες