Ήδη από την επομένην ημέραν της λήξεως της Συνόδου της Κρήτης εδόθησαν τα τελικά κείμενα εις την δημοσιότητα. Το γεγονός αυτό έχει παραπλανήσει κάποιους εις το να ασχολούνται με τα ίδια τα κείμενα. Ιδιαιτέρως εις το κείμενον των διαχριστιανικών σχέσεων εδόθη τόσον πριν την Σύνοδον όσον και μετά από αυτήν μεγάλη έμφασις. Η αποκλειστική αυτή ενασχόλησις καταντά ματαία διότι: η επομένη παρομοία Σύνοδος, η οποία ήδη ετοιμάζεται και η οποία δεν θα περιλαμβάνη κείμενον δια τους αιρετικούς και σχισματικούς, δεν αποτελεί προώθησιν του οικουμενισμού; Δεν εισάγει την αντικανονικότητα εις την Εκκλησίαν;
Εξ αρχής ο Ο.Τ. ενέμεινεν εις την γραμμήν ότι η Σύνοδος αυτή έπρεπε να ματαιωθή διότι: α) η συγκεκριμένη θεματολογία δεν συνιστούσε επαρκή αιτίαν γενικώς δια σύγκλησιν οιασδήποτε Συνόδου, διότι επρόκειτο δια λελυμένα ζητήματα, πλην εκείνου της «Διασποράς», δια το οποίον όμως είχον αναγγείλει ότι δεν θα υπάρξη καμία μεταβολή, β) η Σύνοδος συνεκλήθη με απολύτως αντικανονικά κριτήρια (π.χ. αποκλεισμός των Αυτονόμων Εκκλησιών, αποκλεισμός Επισκόπων από τας Αυτοκεφάλους Εκκλησίας, αποστέρησις ψήφου, υποτυπώδες δικαίωμα λόγου, υποχρεωτική ομοφωνία κ.α.) και γ) από τους ορισθέντας ως «αντιπροσώπους» πλείστοι διεκρίνοντο δια τα οικουμενιστικά τους φρονήματα, αλλά κανείς δεν διεκρίνετο δια την αγιότητά του.
Τοιουτοτρόπως δυστυχώς και παρά τας προειδοποιήσεις η σύγκλησις της Συνόδου ωδήγησεν εις τα εξής τραγικά αποτελέσματα: α) τέσσερις Τοπικαί Εκκλησίαι δεν συμμετείχαν (μεταξύ των οποίων: το παλαίφατον Πατριαρχείον της Αντιοχείας, της «μητρός των χριστιανών», και το Πατριαρχείον της Ρωσίας, πέμπτον της Πενταρχίας των Πατριαρχών κατά συνοδικόν γράμμα του Πατριαρχείου Κων/πόλεως) με αποτέλεσμα να προκληθή ένα άτυπον σχίσμα εις την Ορθοδοξίαν. β) Αι αντιπροσωπίαι απεδέχθησαν άλλα από εκείνα, δια τα οποία είχον λάβει εντολήν, δρούσαι έτσι παρανόμως χωρίς να εκπροσωπούν πλέον κανένα. γ) Πέντε εκ των συμμετεχόντων Επισκόπων να μη συνυπογράψουν ένα κείμενον (πρόκειται δια τους Μητροπολίτας: Ναυπάκτου, Μόρφου, Λεμεσού, Μπάτσκας και Μαυροβουνίου) προκαλούντες εσωτερικά προβλήματα εις τας Αυτοκεφάλους Εκκλησίας των. Βεβαίως, δια την Σύνοδον η διαφωνία τους δεν θεωρείται σημαντική καθώς κατά τον Κανονισμόν «η διαφωνία καταχωρίζεται εις τα Πρακτικά…η αξιολόγησις των διαφωνιών αυτών είναι πλέον εσωτερικόν ζήτημα της εις ην ανήκουν αυτοκεφάλου Εκκλησίας». δ) Απερρίφθησαν όλαι αι εισηγήσεις Εκκλησιών και Ιερών Μονών ακόμη και εκείνη της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους! Βεβαίως, αι τροποποιήσεις δεν θα ωφέλουν τελικώς εις ουδέν, ωστόσο η απόρριψις αυτή κατέδειξε μεγάλην υποτίμησιν και απαξίωσιν. ε) Η Σύνοδος κατέληξεν όργανο διοικήσεως της Εκκλησίας από τους «πρώτους» και από τον «πρώτον» των «πρώτων», επιβολής δηλ. «πρωτείου» εις την Εκκλησίαν και στ) η εμπλοκή των ΗΠΑ, ως παρεδέχθη το Πατριαρχείον Κων/πόλεως, και ο αποκλεισμός των αραβοφώνων (όλαι αι Εκκλησίαι εγνώριζον ότι το Πατριαρχείον Αντιοχείας δεν είχεν υπογράψει τον κανονισμόν συγκλήσεως, αλλά αδιαφόρησαν) μετέτρεψε την Σύνοδον εις όργανον πολιτικής και γεωπολιτικής, το οποίον θα ενεργοποιήση νέας εξελίξεις.
Τα κείμενα της Συνόδου
Μετά από τα προαναφερθέντα έχει νόημα να ασχοληθή κανείς με τα κείμενα; Ουσιαστικώς όχι. Ωστόσο θα αφιερώσωμεν ολίγον χώρον δια την σφαιρικήν ενημέρωσιν των αναγνωστών.
Κατ’ αρχάς να υπενθυμίσωμεν ότι τα τελικά κείμενα δεν έχουν μεγάλας διαφοράς, προς τα κείμενα τα οποία υπεβλήθησαν. Το γεγονός πάντως ότι προσήλθαν όλοι εις μίαν Συνοδον με προκατασκευασμένα κείμενα, τα οποία εγνωστοποιήθησαν μόλις τρεις μήνας πριν, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Μάλιστα, συμφώνως προς τον κανονισμόν «το τελικόν Μήνυμα της Συνόδου, το οποίον θα προετοιμασθή εν σχεδίω υπό Πανορθοδόξου Ειδικής Επιτροπής μίαν εβδομάδα προ της συγκλήσεως αυτής» εδόθη πράγματι έτοιμον εις τους Προκαθημένους! Επίσης, να προσθέσωμεν ότι όποιος αναγνώσει όλα τα κείμενα από αρχής μέχρι τέλους όπως και το μήνυμα και την εγκύκλιον της Συνόδου της Κρήτης θα παρατηρήση ότι πρόκειται περί εκθέσεων ιδεών, ουδέν καίριον προσθέτουν ούτε λύνουν κάποιο πρόβλημα, με περιορισμένην, μάλιστα, χρήσιν χωρίων εκ της Παλαιάς Διαθήκης και των Πατέρων της Εκκλησίας.
Αναγνώρισις των αιρετικών ως Εκκλησιών;
Η τελική διατύπωσις εις το επίμαχον κείμενον δια τας διαχριστιανικάς σχέσεις ήτο η ακόλουθος: «η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών». Η φράσις κατά πολλούς είναι αμφίσημος, ώστε να αφήνη εις την κάθε πλευράν περιθώρια ερμηνείας της κατά το δοκούν. Όμως είναι δυνατόν να υπάρχη διάστασις μεταξύ ιστορίας και πραγματικότητος; Είναι δυνατόν Συνοδος να καταντά συνέλευσις ιστορικών επιστημόνων;
Παρ’ όλα αυτά κατά τη γνώμην μας η συγκεκριμένη διατύπωσις δεν έχει καμίαν σημασίαν εφ’ όσον εις άλλα σημεία του κειμένου χρησιμοποιείται ολοκάθαρα ο όρος Εκκλησία: «διότι αι μη Ορθόδοξοι Εκκλησίαι και Ομολογίαι… όλοι οι Χριστιανοί… εις τον διηρημένον χριστιανικόν κόσμον…». Μάλιστα και εις το κανονισμόν της Συνόδου λαμβάνονται μέτρα δια την «κατάλληλον πληροφόρησιν των παρισταμένων Παρατηρητών των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών…» και υπάρχει και παράγραφος που επιγράφεται ως «Παρατηρηταί άλλων χριστιανικών Εκκλησιών».
Καλυτέρα επιβεβαίωσις δι’ αυτό είναι η απουσία ανάγκης Ορθοδόξου κατηχήσεως των αιρετικών. Συμφώνως προς την εγκύκλιον της Συνόδου αποστολή είναι «Ο επανευαγγελισμός του λαού του Θεού εις τας συγχρόνους εκκοσμικευμένας κοινωνίας, ως επίσης και ο ευαγγελισμός όσων εισέτι δεν εγνώρισαν τον Χριστόν, αποτελούν αδιάλειπτον χρέος της Εκκλησίας», αλλά όχι των αιρετικών.
Εις αυτά οφείλουν να προστεθούν και άλλα δευτερεύοντα από το κείμενον των διαχριστιανικών σχέσεων όπως: α) ότι γίνεται λόγος δια αποκατάστασιν και όχι επιστροφήν: «αποκαταστάσεως της ενότητος των εις Χριστόν πιστευόντων… αποκατάστασιν της ενότητος μετά των άλλων Χριστιανών εν τη Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία… με αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». β) ότι ευρισκόμεθα εις αναζήτησιν και όχι κατοχήν της αληθείας: «επί τω τέλει της αναζητήσεως, βάσει της αληθείας της πίστεως και της παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών… προς την κοινήν κατανόησιν της παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας (σημ: άνευ αναφοράς εις «καθολικού κύρους» συνόδους!). γ) δίδεται η εντύπωσις ότι έχουν και οι αιρετικοί μυστήρια: «…αποσαφηνίσεως του όλου εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ’ αυταίς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης και αποστολικής διαδοχής… την αναζήτησιν των κοινών στοιχείων της χριστιανικής πίστεως»
Επικύρωσις των διαλόγων
Εις το κείμενον δια τας διαχριστιανικάς σχέσεις η απόφασις είναι οι διάλογοι να συνεχισθούν με κάθε τίμημα χωρίς να δύναται να τους σταματήση κανείς, διότι υπάρχει η δέσμευσις της ομοφωνίας. Συγκεκριμένως: «Εν η περιπτώσει τοπική τις Εκκλησία ήθελεν αποφασίσει να μη ορίση εκπροσώπους αυτής εις τινα διάλογον η συνέλευσιν διαλόγου, εάν η απόφασις αύτη δεν είναι πανορθόδοξος, ο διάλογος συνεχίζεται… Εν περιπτώσει αδυναμίας υπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικής διαφοράς ο θεολογικός διάλογος δύναται να συνεχίζηται…» Ενώ δια την περάτωσιν ενός διαλόγου απαιτείται «έκθεσιν προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, ο οποίος, εν συμφωνία και μετά των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, κηρύσσει την λήξιν του διαλόγου…» δια «ομοφωνίας πασών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών».
Μία εξόφθαλμος αντίφασις είναι ότι ενώ «Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι Γεωργίας και Βουλγαρίας απεχώρησαν εκ του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών… Η Ορθόδοξος Εκκλησία απεδέχθη προθύμως την απόφασιν του Π.Σ.Ε. να ανταποκριθή εις το αίτημά της περί συστάσεως Ειδικής Επιτροπής δια την Ορθόδοξον συμμετοχήν εις το Π.Σ.Ε.»! Δια ποίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν γίνεται λόγος, όταν απουσιάζουν δύο Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι;
«Σκοπός του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών δεν είναι να διαπραγματεύεται ενώσεις μεταξύ των Εκκλησιών, όπερ δύναται να γίνη μόνον υπό των Εκκλησιών, ενεργουσών εξ ιδίας πρωτοβουλίας, αλλά να φέρη τας Εκκλησίας εις ζώσαν επαφήν προς αλλήλας… αξιόλογον βήμα εις την Οικουμενικήν Κίνησιν δια την προσέγγισιν των χριστιανών… δια πράξεων αμοιβαίας κατανοήσεως». Εκτός του ότι επικυρώνεται ως επιδιωκόμενον αγαθόν ο λαϊκός οικουμενισμός υποκρύπτεται κάτι πολύ περισσότερον επιζήμιον: η ιδρυματοποίησις της Εκκλησίας! Η Εκκλησία δεν νοείται ως η μοναδική πραγματικότης και μόνη σωτηρία του ματαίου τούτου κόσμου, αλλά ως ένα καθίδρυμα καλών έργων πλησίον άλλων καθιδρυμάτων καλών έργων. Απόλυτος σχετικοποίησις του τι εστί Εκκλησία!
Υπεράσπισις των άλλων θρησκειών
Κάποιοι θεωρούν μέγα ατόπημα ότι η Σύνοδος επεκύρωσε τους διαθρησκειακούς διαλόγους ως αναφέρεται εις την εγκύκλιον: «Ο ειλικρινής διαθρησκειακός διάλογος συμβάλλει εις την ανάπτυξιν αμοιβαίας εμπιστοσύνης, εις την προώθησιν της ειρήνης και της καταλλαγής». Όμως τελικώς απεκαλύφθη ότι επεδιώκετο κάτι σπουδαιότερον: η υπεράσπισις των άλλων θρησκειών! Αυτό είναι καταφανές από προσεκτικήν ανάγνωσιν της εγκυκλίου: «…δικαιώματος εκάστου πιστού να τελή ακωλύτως από οιανδήποτε κρατικήν παρέμβασιν τα θρησκευτικά του καθήκοντα, καθώς και της ελευθερίας δημοσίας διδασκαλίας της θρησκείας και των προϋποθέσεων λειτουργίας των θρησκευτικών κοινοτήτων… Αι εκρήξεις φονταμενταλισμού εις τους κόλπους των θρησκειών κινδυνεύουν να οδηγήσουν εις την επικράτησιν της απόψεως ότι ο φονταμενταλισμός ανήκει εις την ουσίαν του θρησκευτικού φαινομένου… (Η Σύνοδος) καταγγέλλει την καταστροφήν ναών, θρησκευτικών συμβόλων και μνημείων πολιτισμού». Απορούμεν: είναι έργον Ορθοδόξου Συνόδου να κατοχυρώνη το «θρησκευτικόν φαινόμενον»; Η αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας είναι ότι αποτελεί μίαν θρησκείαν; Πρέπει να καταδείξη ότι καμία θρησκεία δεν περιέχει εγγενώς τας ακρότητας; Δεν θα ήτο αρκετόν (αν και το θεωρούμεν περιττόν) η καταδίκη απλώς των πολέμων; Διατί κόπτονται τόσον κάποιοι δια την υπεράσπισιν του ψεύδους;
Ατομικαί υπερεξουσίαι του Πατριάρχου Κων/πόλεως
Όσον και να διατείνεται ο Πατριάρχης ότι δεν είναι ο «Πάπας της Ανατολής», αν και επρόκειτο μόνον δια μίαν αποστροφήν του λόγου του, η Σύνοδος αυτή, λειτουργούσα ως Σύνοδος Προκαθημένων, εδραιώνει την γενικήν ψευδοθεωρίαν περί «πρώτων» και «πρώτου των πρώτων». Όμως και αι αποφάσεις της ενίσχυσαν προσωπικώς τον Πατριάρχην ως ρυθμιστήν και κριτήν υπεράνω των Εκκλησιών. Σχετικώς είχομεν προειδοποιήσει τους Ιεράρχας προ της Συνόδου εις το φ. 2117/ 20.05.2016.
Εις το κείμενον δια τας διαχριστιανικάς σχέσεις σχετικώς με Εκκλησίας που δεν επιθυμούν την συμμετοχήν των εις τους διαλόγους προβλέπεται ότι «η Εκκλησία η αι Εκκλησίαι αύται κοινοποιούν εγγράφως την άρνησιν αυτών εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και εις πάσας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας κατά τα πανορθοδόξως ισχύοντα. Κατά την πανορθόδοξον διαβούλευσιν ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναζητεί την ομόφωνον συναίνεσιν των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών». Από την μίαν πλευράν της ζυγαριάς ο Πατριάρχης, από την άλλην αι Εκκλησίαι! Ούτε καν η Σύνοδος του Πατριαρχείου, αλλά ο ίδιος αυτοπροσώπως!
Εις το κείμενον δια την «διασποράν» γράφεται ότι «Σύστασις νέας, κατάτμησις η κατάργησις υφισταμένης Επισκοπικής Συνελεύσεως η συγχώνευσις δύο η περισσοτέρων τοιούτων γίνεται μετ’ απόφασιν της Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών κατόπιν αιτήσεως Εκκλησίας τινός η του Προέδρου Επισκοπικής τινός Συνελεύσεως προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην». Επίσης, «Εις ζητήματα γενικωτέρου ενδιαφέροντος, απαιτούντα, κατ’ απόφασιν της Επισκοπικής Συνελεύσεως, πανορθόδοξον αντιμετώπισιν ο πρόεδρος αυτής έχει την αναφοράν αυτού εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην». Η αναφορά επομένως ολοκλήρου της διασποράς περνάει εις τας χείρας του Πατριάρχου!
Εις το κείμενον περί αυτονόμου αναφέρεται ότι «Εις τον χώρον της Ορθοδόξου Διασποράς δεν ιδρύονται Αυτόνομοι Εκκλησίαι ει μη μόνον μετά πανoρθόδοξον συναίνεσιν, εξασφαλιζομένην υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου». Εις περίπτωσιν μάλιστα όπου δύο Εκκλησίαι ερίζουν δια την απόδοσιν αυτονόμου «αι εμπλεκόμεναι πλευραί αναφέρονται, ομού η κεχωρισμένως, εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην ίνα ούτος εξεύρη την κανονικήν λύσιν επί του θέματος κατά τα πανορθοδόξως ισχύοντα». Άρα υπεράνω των Τοπικών Εκκλησιών τίθεται ο Πατριάρχης ως πρόσωπον!
Άρνησις δικαιώματος ψήφου
Εις την Σύνοδον απεστερήθησαν οι Επίσκοποι του αναφαιρέτου εκκλησιολογικά θεμελιωμένου δικαιώματός των να έχουν ψήφον. Το απεδέχθησαν άνευ αντιρρήσεως μη αντιλαμβανόμενοι τον υποβιβασμόν τους και την αλλοίωσιν της εκκλησιολογίας. Δια να φανή εναργώς ότι επρόκειτο περί υποβιβασμού ας ανατρέξη κανείς εις το κείμενον περί «διασποράς», όπου οριοθετείται ποίοι έχουν δικαιώματα συμμετοχής εις τας συνελεύσεις: «Οι εφησυχάζοντες και οι επισκεπτόμενοι την Περιοχήν επίσκοποι… δύνανται να προσκληθούν, όπως συμμετάσχουν εις την Συνέλευσιν, αλλά άνευ δικαιώματος ψήφου… Σύμβουλοι επίσης και ειδικοί δύνανται να προσκαλώνται, όπως συμμετάσχουν εις την Επισκοπικήν Συνέλευσιν η εις την Εκτελεστικήν Επιτροπήν, χωρίς δικαίωμα ψήφου». Με αυτούς εξισώθηκαν όσοι μετείχαν εις την Σύνοδον της Κρήτης! Διότι η ψήφος επιφυλάσσεται μόνον δια τους Προκαθημένους τόσον εις την Κρήτην όσον και εις την εκασταχού συγκληθείσαν συνέλευσιν, καθώς αυτή ευρίσκεται «απαρτιζομένη εκ των πρώτων επισκόπων εκάστης Εκκλησίας»!
Το ζήτημα των διπτύχων
Ενώ το ζήτημα των διπτύχων είχε εξαιρεθή από τα θέματα, δια να συζητηθή εις επομένην Σύνοδον υπήρξε μεθόδευσις, δια να επικρατήση η σειρά των διπτύχων του Πατριαρχείου Κων/πόλεως. Εις το κείμενον περί «διασποράς» ορίζεται ότι αι συνελεύσεις «θα προεδρεύωνται υπό του πρώτου εκ των εις την Εκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως υπαγομένων αρχιερέων, ελλείψει δε τούτου συμφώνως προς την τάξιν των Διπτύχων… Πρόεδρος είναι ex officio ο πρώτος των επισκόπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Κατοχυρώνει εμμέσως την σειράν των διπτύχων του Πατριαρχείου Κων/πόλεως, την οποίαν μακροσκοπικά θεμελιώνει εις αυθεντίαν «ex officio»! Επίκλησις της αυτής τάξεως των Διπτύχων γίνεται επανειλημμένως και εις τον κανονισμόν.
Κείμενον που υπάρχει εις την εγκύκλιον δίνει αφορμάς δια περαιτέρω προώθησιν των επιδιώξεων του Πατριαρχείου: «Εις την προσπάθειαν αυτήν (της ιεραποστολής) οφείλουν να συμμετέχουν πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι με τον δέοντα σεβασμόν εις την κανονικήν τάξιν». Ποία είναι η κανονική τάξις; Πλην της Αφρικής όπου το Πατριαρχείον Κων/πόλεως αναγνωρίζει δικαιοδοσίαν του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας δι’ ιεραποστολήν όλη η υπόλοιπος υφήλιος θεωρείται κατά την ερμηνείαν του Πατριαρχείου ως δικαιοδοσία του!
Η «Διασπορά»
Εις το σχετικόν κείμενον αναγράφεται ότι «Διεπιστώθη ωσαύτως ότι κατά την παρούσαν φάσιν δεν είναι εφικτή δι’ ιστορικούς και ποιμαντικούς λόγους η άμεσος μετάβασις εις την αυστηρώς κανονικήν τάξιν της Εκκλησίας… αποφασίζεται, όπως διατηρηθούν αι θεσμοθετηθείσαι υπό της Δ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως Επισκοπικαί Συνελεύσεις». Επομένως, αναγνωρίζεται δια Συνόδου ότι ο θεσμός είναι αντικανονικός! Καίτοι επισημοποιείται η αντικανονικότης αυτού και θεσμοθετείται ως υποχρεωτική η ομοφωνία εις τας αποφάσεις της συνελεύσεως ορίζεται ότι «Αι εργασίαι της Επισκοπικής Συνελεύσεως διεξάγονται συμφώνως προς τας αρχάς της ορθοδόξου συνοδικής παραδόσεως»! Το ίδιο επαναλαμβάνεται μετ’ επιτάσεως εις την εγκύκλιον: «η δε συνεπής λειτουργία αυτών εγγυάται τον σεβασμόν της εκκλησιολογικής αρχής της συνοδικότητος».
Δεν πρόκειται περί αυτοαναιρουμένης αντιφάσεως, αλλά δια κάτι χειρότερον: περί της ιδρυματοποιήσεως της Εκκλησίας! Τι σημαίνει αυτό; Παρά το γεγονός ότι εκπρόσωποι της Συνόδου είπαν ψέγοντες τας απουσιαζούσας Εκκλησίας ότι η Εκκλησία δεν είναι «ομοσπονδία» δια του κειμένου αυτού εισάγεται ακριβώς αυτή η νοοτροπία. Δια να καταστή κατανοητόν παραθέτομεν δύο ακόμη παραδείγματα από το κείμενον.
Μία παράγραφος του κειμένου ενημερώνει ότι «Αι Επισκοπικαί Συνελεύσεις αποβλέπουν εις την διαμόρφωσιν κοινής θέσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί διαφόρων θεμάτων», δηλ. δεν πρόκειται περί μιας θέσεως, αλλά μιας συνισταμένης απόψεων. Μία άλλη παράγραφος σημειώνει ότι «Η συνέλευσις αποτελείται από «ένα Πρόεδρον, ένα η δύο Αντιπροέδρους, ένα Γραμματέα και ένα Ταμία,… Ο Γραμματεύς, ο Ταμίας και οι λοιποί υπεύθυνοι εκλέγονται υπό της Συνελεύσεως, δύνανται δε να μη προέρχωνται εκ του βαθμού των επισκόπων» και η σύγκλησις αυτή δύναται να γίνη «τη εγγράφω και ητιολογημένη αιτήσει του 1/3 των μελών της Συνελεύσεως… Η Εκτελεστική Επιτροπή ευρίσκεται εν απαρτία δια της παρουσίας των 2/3 των μελών αυτής». Αι προϋποθέσεις, λοιπόν, λειτουργίας αυτού του οργάνου είναι κατά το φαίνεσθαι ως σύναξις κατά την ουσίαν ως ένα σωματείον!
Εις αυτά θα ηδύνατο να προστεθή και η άστοχος διατύπωσις της εγκυκλίου της Συνόδου ότι «Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία αποτελείται εκ δεκατεσσάρων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, πανορθοδόξως ανεγνωρισμένων».
Μέλη της Συνόδου θεωρούν ότι ένα πρακτικόν μέτρον που έλαβαν είναι η απαγόρευσις «απόδοσις τίτλων υφισταμένων ήδη εις Αρχιερείς». Το μέτρον αυτό θα προκαλέση μόνον συγκρούσεις εφ’ όσον αι Εκκλησίαι αι οποίαι απουσίαζον δεν θα το δεχθούν, διότι ήδη το Πατριαρχείον Κων/πόλεως έχει τοποθετήσει Αρχιερείς παντού.
Το «αυτόνομον»
Εις το σχετικόν κείμενον η Σύνοδος επικαλείται δια την θεσμοθέτησιν του ζητήματος ότι «Κατά την εφαρμογήν του θεσμού τούτου εις την εκκλησιαστικήν πράξιν διεμορφώθησαν βαθμίδες εξαρτήσεως». Όμως η αυτονομία δεν υπάρχει εις την παράδοσιν της Εκκλησίας καθώς άπασαι αι Τοπικαί Εκκλησίαι ήσαν Αυτοκέφαλοι! Πόσον μάλλον βαθμοί εξαρτήσεως! Πρόκειται περί ενός παραλογισμού αρκεί μόνον να αναλογισθή κανείς ότι υπάρχουν αυτόνομοι, ημιαυτόνομοι και ειδικού καθεστώτος ημιαυτόνομοι Εκκλησίαι…! Το «αυτόνομον» είναι μία αντικανονική πρακτική, η οποία επεκράτησεν από την ύστερην Τουρκοκρατίαν και κατέστη σήμερα επισήμως και με τη βούλλα θεσμός! Το ίδιον είμεθα βέβαιοι ότι θα συμβή και με την «διασποράν» εις μερικά έτη!
Η αντικανονικότης ενυπάρχει, μάλιστα, εις κάθε πτυχήν των αποφάσεων περί αυτονόμου. Δια τον Προκαθήμενον της Αυτονόμου Εκκλησίας προβλέπεται ότι η Εκκλησία που προΐσταται εκφράζεται «δια της συμμετοχής του Πρώτου αυτής εις την Σύνοδον της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας… Η Αυτόνομος Εκκλησία εκφράζεται δια της εξ ης έλαβε την αυτονομίαν αυτής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας… Το όνομα του Πρώτου της Αυτονόμου Εκκλησίας δεν αναγράφεται εις τα Δίπτυχα». Δημιουργούνται, επομένως, επισήμως υπάλληλοι αντικανονικαί σχέσεις εις την Εκκλησίαν, δηλ. Εκκλησίαι αι οποίαι εξαρτώνται από άλλας Εκκλησίας! Αλλά και υπάλληλοι σχέσεις μεταξύ Επισκόπων, εφ’ όσον μόνον ο «Πρώτος» συμμετέχει εις «κανονικήν» Σύνοδον, ενώ αποκλείονται οι υπόλοιποι. Παραλλήλως, δημιουργούνται επισήμως υπάλληλα είδη Συνόδων, καθώς η Σύνοδος της αυτονόμου καταντά υποτυπώδης! Είναι ανήκουστον πάντως Επίσκοπος έστω και αν είναι «προκαθήμενος» να συμμετέχη εις δύο Συνόδους! Υπάρχει πλήρης αλλοίωσις της εκκλησιολογίας!
Ο γάμος
Εις το σχετικόν κείμενον της Συνόδου αναφέρεται ότι «Τα συνάπτοντα πολιτικόν γάμον μέλη της Εκκλησίας πρέπει να αντιμετωπίζωνται μετά ποιμαντικής ευθύνης, η οποία επιβάλλεται, δια να κατανοήσουν την αξίαν του μυστηρίου του γάμου και των εξ αυτού απορρεουσών ευλογιών δι’ αυτούς… Η Εκκλησία πρέπει να καταβάλη πάσας τας δυνατάς ποιμαντικάς προσπαθείας, ώστε τα παρεκκλίνοντα μέλη αυτής εις τοιαύτας μορφάς συμβιώσεως να δυνηθούν να κατανοήσουν την πραγματικήν έννοιαν της μετανοίας και της ευλογημένης υπό της Εκκλησίας αγάπης».
Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά εις τας προγαμιαίας σχέσεις ούτε εις τα επιτίμια. Μάλιστα, δεν επικροτούνται αι αποφάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος και άλλων Εκκλησιών δια απαγόρευσιν συμμετοχής εις μυστήρια και της τελέσεως κηδείας εις τοιαύτας περιπτώσεις.
Το πρόβλημα καθίσταται πλέον περίπλοκον με την διατύπωσιν που περιλαμβάνει η «εγκύκλιος» δια το συγκεκριμένον θέμα: «Η σύγχρονος εκκοσμικευμένη κοινωνία προσεγγίζει τον γάμον με αμιγώς κοινωνιολογικά και πραγματιστικά κριτήρια, θεωρούσα αυτόν ως μίαν απλήν μορφήν σχέσεως, μεταξύ όλων των άλλων, αι οποίαι δικαιούνται εξ ίσου θεσμικής κατοχυρώσεως». Η άποψις ότι δικαιούνται κατοχυρώσεως ανήκει εις τους εκκοσμικευμένους η εκφράζει και θέσιν της Συνόδου;
Επιπροσθέτως εις το κείμενον περί γάμου ενώ αναφέρεται ότι «κατ’ ακρίβειαν απαγορεύεται ο γάμος με ετεροδόξους» εν συνεχεία γράφει ότι «Η δυνατότης εφαρμογής της εκκλησιαστικής οικονομίας ως προς τα κωλύματα γάμου δέον όπως αντιμετωπίζεται υπό της Ιεράς Συνόδου εκάστης αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας». Επομένως, εγκρίνονται πλέον Συνοδικώς οι διαχριστιανικοί γάμοι παρά τας απαγορεύσεις Οικουμενικών Συνόδων! Αφήνεται όμως μετέωρον αν αυτή η οικονομία αφορά μόνον ετεροδόξους η και άλλας περιπτώσεις που αναφέρονται πχ. «κωλύεται κατ’ ακρίβειαν η ιερολόγησις γάμου μετά την μοναχικήν κουράν». Προ της Συνόδου ο Σεβ. Γαλλίας είχε δηλώσει ότι το Πατριαρχείον Κων/πόλεως θα ήτο θετικόν δια δεύτερον γάμον των κληρικών, υπάγεται και αυτός εις την ασαφή διατύπωσιν;
Η νηστεία
Εις το σχετικόν κείμενον μετά τας προ αρκετών ετών σφοδράς αντιδράσεις του Αγίου Όρους είχε αποσυρθή η προτεινομένη μείωσις των ημερών νηστείας. Εθεωρήθη ψευδώς «συμβολή» της Συνόδου (η «καινοτομία») η αναφορά ότι «επαφίεται εις την διάκρισιν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών να καθορίσουν την φιλάνθρωπον οικονομίαν και επιείκειαν, απαλύνουσαι, κατά τας ειδικάς ταύτας περιπτώσεις, το τυχόν «στυφόν» των ιερών νηστειών», καθώς αυτό συνέβαινε πάντοτε εις την Εκκλησίαν π.χ. περίοδοι πολέμων. Επομένως, η Σύνοδος θα καυχάται τώρα ότι της εδόθη η αρμοδιότης και η εξουσία να επικυρώνη (η να απορρίπτη μελλοντικώς) την υπερδισχιλιετή παράδοσιν της Εκκλησίας!
Η αποστολή της Εκκλησίας σήμερον
Δια του κειμένου αυτού ως μας πληροφορεί το μήνυμα της Συνόδου «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος άνοιξε τον ορίζοντά μας στη σύγχρονη πολύμορφη οικουμένη». Επομένως, καλούμεθα οι Ορθόδοξοι να αποδεχθώμεν ότι έως τώρα η Εκκλησία μας ήτο Εκκλησία του παρελθόντος και ευτυχώς ευρέθησαν οι σύγχρονοι «Πατέρες», δια να επικαιροποιήσουν την αποστολήν της Εκκλησίας!
Το κείμενον περιλαμβάνει ζητήματα τα οποία θα εζήλευε και ο Ο.Η.Ε., διότι αναφέρεται εις την βιοηθικήν, τους νέους, την οικονομίαν, την εκκοσμίκευσιν, τον καταναλωτισμόν, την επιστημονικήν έρευναν, τα μέσα ενημερώσεως, την οικολογίαν ακόμα μάλιστα και τας γενετικάς αλλαγάς!
Θα σταθώμεν με υπαινικτικόν σχόλιον εις ένα μόνον σημείον, όπου απεφάσισαν ότι «Καταδικάζονται επίσης πόλεμοι, εμπνεόμενοι υπό εθνικισμού, προκαλούντες εθνοκαθάρσεις, μεταβολάς κρατικών ορίων και κατάληψιν εδαφών». Δηλαδή, δεν «θα πάρουμε την Πόλη»;
Συμπέρασμα
Η Σύνοδος αυτή τόσον εις την σύγκλησίν της όσον και εις τας αποφάσεις της δεν προωθεί μόνον τον οικουμενισμόν, αλλά πρόκειται περί ανατροπής συνόλου της εκκλησιολογίας. Η αντικανονικότης εισάγεται εις κάθε πτυχήν της Εκκλησίας είτε αφορά τας διαπροσωπικάς σχέσεις είτε αφορά εις τους Επισκόπους είτε τας σχέσεις των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Οδηγεί εις την ιδρυματοποίησιν της Εκκλησίας καθιστούσα αυτήν σωματείον κατά την νοοτροπίαν και τελικώς την εκκοσμικεύει. Είναι περισσότερον από βέβαιον ότι ευρισκόμεθα προ σχίσματος εις την Ορθοδοξίαν. Είναι επιβεβλημένον να συγκληθή εκτάκτως η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και να συζητήση δια το Πανορθόδοξον πρόβλημα που προεκάλεσεν η Σύνοδος της Κρήτης.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος