Η παρούσα εργασία είναι αποτέλεσμα προσευχής και μελέτης, επί των τελικών κειμένων της λεγομένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (εις το εξής ΑκΜΣ). Παραδίδουμε στο λαό του Θεού προς κρίσιν και ενημέρωσιν, το α´ μέρος της, ενώ συντόμως θα ολοκληρωθεί και το β´ μέρος αποκλειστικώς αναφερόμενο στο έκτο κείμενο της εν λόγω συνόδου, αυτό περί των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τους εκτός αυτής ετεροδόξους.
Εισαγωγή
Έχοντας ολοκληρωθεί οι εργασίες της λεγομένης ΑκΜΣ, άμεσα εξεδόθησαν και τα τελικά της κείμενα, οπότε και παρεδόθησαν στο ορθόδοξο κριτήριο του λαού του Θεού, ούτως ώστε να κριθούν επί ορθοδοξία η κακοδοξία. Ο αγιορειτικός μοναχισμός καλείται να τοποθετηθεί επ᾽ αυτής, μετά της δεούσης προσοχής, λαμβάνων υπ᾽όψιν τόσο την κρισιμότητα της στιγμής όσο και τη σημασία που η σύνοδος θα έχει για τη ζωή της Εκκλησίας. Συν Θεώ και υπό το αγλαόν φως της χιλιοχρόνου ορθοδόξου ομολογιακής αγιορειτικής παραδόσεως, με το παρόν κείμενο2 θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τα σημεία εκείνα που χρήζουν προσοχής, βάσει των οποίων θα αξιολογηθεί και σύνολη η σύνοδος, το εάν δηλαδή είναι επομένη τοις αγίοις πατράσι η όχι.
Η διαχρονική εμπέδωσις και βίωσις της αποστολικής Παραδόσεως συνιστά πρώτιστα εμπειρικό-χαρισματικό γεγονός και ενώ διακρίνεται σε θεωρία και πράξη, εν τούτοις συναπαρτίζει το όλον της αγιοπνευματικής μαρτυρίας του αενάως ιερουργουμένου Ευαγγελίου του Χριστού. Συνέχεια της αποστολικής Παραδόσεως δεν νοείται έξω και πέρα από τα όρια που τα αυθεντικά εκμαγεία του Πνεύματος, οι θεοφόροι Πατέρες έθεσαν. Ήδη κατά το 4ο αιώνα, και ενώ η Εκκλησία εχειμάζετο όχι απλώς υπό μιας ακόμη αιρέσεως, διότι έως τότε δεκάδες αιρέσεων ήδη είχαν αναφανεί, αλλά κυριολεκτικώς υπό μιας λαίλαπας πελωρίων διαστάσεων, όπου έφτασε την παρουσία των ορθοδόξων να περιορίζεται κυριολεκτικά σε μία χούφτα ανθρώπων, “ευρέθη άνθρωπος από Θεού” ο οποίος, “ έστη ανά μέσον των τεθνηκότων και των ζώντων και εκόπασεν η θραύσις” (Αριθμ. 16,48)· και αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος, ο στύλος και το εδραίωμα της αληθούς πίστεως των ορθοδόξων. Στα δογματικά του κείμενα, καθώς και στις πολυάριθμες επιστολές του επεσήμαινε διαρκώς τον αποστολικό και σωτηριώδη χαρακτήρα της Παραδόσεως και την εμμονή σ᾽αυτήν3, που αποτελεί και τη μοναδική εγγύηση της “εκ δυνάμεως εις δύναμιν” αγιοπνευματικής πορείας συνόλου της επί της γης Εκκλησίας.
Όντας αδύνατον να αναπτυχθεί εδώ το μείζον και κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα του αρρήκτου συνδέσμου αγιότητος και αγιοπνευματικής μαρτυρίας και Παραδόσεως, καθίσταται σαφές ότι θεολογικές θέσεις, απ᾽ όπου και αν προέρχονται αυτές, ακόμη και από γενικές συνόδους, κρίνονται αποκλειστικά και μόνον υπό το φως της διαχρονικής αποστολικοπαραδότου αγιοπνευματικής μαρτυρίας των θεοφόρων αγίων Πατέρων, των μόνων αυθεντικών εκφραστών, λόγω και έργω, των αποστολοδέκτων πυρίνων γλωσσών της Πεντηκοστής. Οφείλει εδώ να τονισθεί η βαθεία αλήθεια της Εκκλησίας: Αγία Παράδοσις και αγιασμός είναι στοιχεία αλληλένδετα, καθώς ο αγιασμός εκάστου συντελείται αποκλειστικώς εν τω πλαισίω της Ιεράς Παραδόσεως.
Ο χαρακτήρ και το κύρος της ΑκΜΣ
Βάσει του προσυμπεφωνημένου κανονισμού της ΑκΜΣ στο Σαμπεζύ, άρθρο 13 παράγραφος 2, οι υπογεγραμμένες αποφάσεις της ΑκΜΣ έχουν ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΚΥΡΟΣ. Τι σημαίνει αυτό; Απλά ότι είναι υποχρεωτικές για όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, ως θα συνέβαινε εάν ήταν τω όντι Οικουμενική η ΑκΜΣ. Παρότι οι ίδιοι οι διοργανωτές της ΑκΜΣ, προεξάρχοντος του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου (προστεθέντος, διαρκούντος της συνόδου, και του Αλεξανδρείας Θεοδώρου) αρνούνται -πλέον- τον χαρακτηρισμό “Οικουμενικής” επί της ΑκΜΣ, λόγω της μη συμμετοχής της (ψευδο)εκκλησίας της Ρώμης(!), παρ᾽όλα ταύτα και μόνη η αναφορά περί του υποχρεωτικού των αποφάσεών της προσδίδει, και συμφώνως προς τα ορθοδόξως κρατούντα, οικουμενικόν κύρος.
Παρενθετικώς, αξίζει να τονισθεί ότι εξαρχής ο χαρακτήρας της ΑκΜΣ προσδιοριζόταν ως οικουμενικός. Η ίδια η ιδέα περί συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου, αποτελεί απότοκο του καταστροφικού για την ορθόδοξο ενότητα, αποκληθέντος “Πανορθοδόξου Συνεδρίου” του γενομένου εν Κωνσταντινουπόλει κατά το έτος 1923, υπό την προεδρία του κατεγνωσμένου ως μασόνου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μελετίου του Δ´#.4 Το όραμα της οικουμενικής συνεχίστηκε μετ᾽ επιτάσεως και υπό του πατριάρχου Αθηναγόρα, ο οποίος επανειλημμένως αναφερόταν ρητώς στην ανάγκη συγκλήσεως· ενδεικτικά στην εγκύκλιο του 1951 εξήγγειλε την πρόθεση συγκλήσεως «Μεγάλης Οικουμενικής Συνόδου», όταν η χρονική στιγμή θα εκρίνετο κατάλληλος5. Εδώ να προστεθεί, ότι η ονομασία της συνόδου ως Αγίας και Μεγάλης, χρησιμοποιήθηκε μ᾽ευθεία αναφορά στο τρόπο που οι Οικουμενικές σύνοδοι κατά το παρελθόν ονόμαζαν εαυτές· ήταν οι επόμενες που τελικά τους απέδιδαν τελεσιδίκως οικουμενικόν κύρος6.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί και κάτι ακόμα. Η λεγομένη ΑκΜΣ, δια στόματος αρχιερέων και λοιπών συμμετασχόντων, μετά το πέρας των εργασιών της (δεν τολμήθηκε πριν), απεκλήθη ως “η Β´ Βατικανή σύνοδος” της Ορθοδοξίας, ως το αντίστοιχο δηλαδή της τελευταίας οικουμενικής συνόδου (21ης) του παπισμού, η οποία δημιούργησε τεράστιες αναταράξεις στους κόλπους του, επιφέροντας αλλαγές τέτοιας σημασίας7, ώστε να χαρακτηρισθεί, εκ των ιδίων των πρωταγωνιστών της, ως τέμνουσα την ιστορία της “εκκλησίας” στην εποχή πριν και μετά την σύνοδο. Αυτό που είναι ενδιαφέρον και μας αναγκάζει να κάνουμε αναφορά στην σύνοδο του παπισμού είναι οι μεθοδολογικές ομοιότητες της ΑκΜΣ προς αυτήν. Έτσι “για την σύγκληση μιας Πανορθοδόξου Συνόδου, είναι ευρέως γνωστό πως ο τρόπος εργασίας της Β´ Βατικάνειας Συνόδου χρησίμευσε κατά κάποιον τρόπο ως πρότυπο για τις διαδικασίες αυτές.”8. Πράγματι, η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή, οι Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, η διαρκής Γραμματεία για την Προπαρασκευή της Συνόδου, καθώς τέλος ο τρόπος ετοιμασίας και επεξεργασίας των κειμένων της ΑκΜΣ, ΟΛΑ απηχούν το τρόπο λειτουργίας της Β´ Βατικανής9.
Τα κριτήρια οικουμενικότητος
κατά την ορθόδοξον κανονικήν παράδοσιν
Ο εξ αρχής προσδιορισμός της ΑκΜΣ ως οικουμενικής (κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία στιγμή προ της συγκλήσεώς της), σε συνάρτηση προς το υποχρεωτικόν δια πάντας των αποφάσεών της, την κατατάσσει επομένως στις συνόδους με απαίτηση οικουμενικού κύρους.
Εφ᾽όσον λοιπόν έχουν έτσι τα πράγματα, ας στραφούμε στον μέγα αγιορείτη και κανονολόγο της Εκκλησίας, όσιο Νικόδημο, για να δούμε τι λέει σχετικά περί των ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ αναγνώρισης μιας συνόδου ως οικουμενικής:
α) η σύνοδος οφείλει να συγκαλείται όχι από κάποιον πατριάρχη αλλά “δια προσταγών Βασιλικών”,κάτι το οποίο σήμερα είναι ανέφικτο και επομένως ανενεργό δίχως περαιτέρω θεολογικές επιπλοκές,
β) πρέπει να γίνεται “ζήτησις περί πίστεως και ακολούθως να εκτίθεται απόφασις και όρος δογματικός”,
γ) οφείλουν, “να ήναι πάντα τα εκτιθέμενα παρ᾽αυτών δο-γματα και οι κανόνες, ορθόδοξα ευσεβή και σύμφωνα ταις Θείαις Γραφαίς, η ταις προλαβούσαις Οικουμενικαίς συνόδοις.” και προσθέτει ο όσιος Νικόδημος το “πολυθρύλητον”, όπως λέει, αξίωμα του αγ. Μαξίμου, ότι: “ Τας γενομένας συνόδους, η ευσεβής πίστις κυροί ”, και πάλιν, “η των δογμάτων ορθότης κρίνει τας συνόδους.”,
δ) τέλος οφείλουν, “να συμφωνήσουν και να αποδεχθούν τα παρά των Οικουμενικών συνόδων διορισθέντα, και κανονισθέντα άπαντες οι ορθόδοξοι Πατριάρχες και Αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε δια της αυτοπροσώπου παρουσίας αυτών, είτε δια των ιδίων τοποτηρητών, η και τούτων απόντων, δια γραμμάτων αυτών.”10.
Τα ανωτέρω οφείλουν να αποτελέσουν τον οδηγό στην τελική αξιολόγηση τόσο περί του οικουμενικού-πανορθοδόξου χαρακτήρα της ΑκΜΣ, όσο και περί του κατά πόσον αποτελεί όντως συνέχεια των προ αυτής Οικουμενικών Συνόδων, κατά την πίστιν.
Κατ᾽αρχάς γεννάται το ερώτημα, εάν και κατά πόσον πληρούται ο όρος απαίτησις του κανονισμού για ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΥΡΟΣ της συνόδου. Η μόνη δυνατή απάντηση είναι ΟΧΙ, και εξηγούμαστε:
Απουσίαζαν ως γνωστόν τέσσερεις τοπικές Εκκλησίες· από αυτό και μόνον αίρεται ο πανορθόδοξος-οικουμενικός χαρακτήρας της11· εδώ να παρατηρήσουμε ότι δια χειλέων επισκοπικών, ελέχθη ότι τούτο δεν συνιστά πρόβλημα καθότι και στη Γ´ Οικουμενική Σύνοδο απουσίαζε η Εκκλησία Αντιοχείας, όμως η Σύνοδος παρ᾽ όλα ταύτα, λειτούργησε ως Οικουμενική! Όπως πάντα οι οικουμενιστές διαστρέφουν την αλήθεια λέγοντας τα πράγματα μισά: η Εκκλησία Αντιοχείας και ο Πατριάρχης της Ιωάννης, έχοντες παρεξηγήσει τη θεολογία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, αντιδρώντας και στη καθαίρεση του Νεστορίου, εδημιούργησαν αντισύνοδο μαζί με άλλους, όντως νεστοριανούς, επισκόπους οι οποίοι αποκήρυξαν τη Συνοδο των αγίων Πατέρων της Εφέσου, κατεδίκασαν τις αποφάσεις της και καθαίρεσαν τον άγιο Κύριλλο και τον επίσκοπο Εφέσου Μέμνωνα! Αντιστοίχως η αγία Σύνοδος έθεσε σε αργία τον Ιωάννη Αντιοχείας και κήρυξε ως ψευδοσύνοδο την σύναξή τους. Τελικά μετά από ένα περίπου χρόνο ελύθησαν οι παρεξηγήσεις και η Αντιόχεια αποδέχθηκε την Σύνοδο της Εφέσου ως όντως Αγία και Οικουμενική. Ουδεμία λοιπόν σχέσις με τα λεχθέντα υπό των οικουμενιστών!
Ο προβληματικός χαρακτήρ
του Κανονισμού της ΑκΜΣ:
αι εκκλησιολογικαί συνέπειαι.
Σε κείμενα που εκυκλοφόρησαν πριν τη σύνοδο υπήρξε πυκνή αναφορά στον πρωτόγνωρο και εξόχως προβληματικό χαρακτήρα του Κανονισμού της συνόδου. Προς απόδοσιν λοιπόν πλήρους εικόνας σχετικά με τη σύνοδο οφείλουμε την παρουσίαση όλων των σχετικών προβληματικών διατάξεων του Κανονισμού της, ώστε να αποδειχθεί και μέσω αυτής ότι η απαίτηση της συνόδου για πανορθόδοξο κύρος καθίσταται αδύνατη.
Εν πρώτοις στο άρθρο 8 παράγραφος 2 ορίζεται κατ᾽ουσίαν η απαγόρευσις ελευθέρας τοποθετήσεως επισκόπων η και αυτών των προκαθημένων των τοπικών Εκκλησιών, επί νέων, μη ομοφώνως συμπεφωνημένων ζητημάτων στις Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Τουτο στη διαχρονική λειτουργία του συνοδικού θεσμού, συνιστά βαρύτατη στρέβλωσή του και ουσιαστικά κατεργάζεται τη φίμωσή του. Σε όλες τις Οικουμενικές συνόδους υπήρχε η πλήρης ελευθερία οιουδήποτε επισκόπου να θέσει ζήτημα προς συζήτηση και επίλυση. Ακολούθως στο 9,3, το οποίο λειτουργεί κατ᾽ ουσίαν ως συνέχεια του 8,2, απαγορεύεται ρητά πάσα παρέμβασης επισκόπου, επί ποινή αφαιρέσεως του λόγου(!), εις “εκτός θέματος” ζήτημα. Εν αντιθέσει, σ᾽όλες τις συνόδους της Εκκλησίας υπήρχε πλήρης ελευθερία λόγου εις πάντας, ακόμη και σε μη επισκόπους, όπως βλέπουμε επί παραδείγματι στη συζήτηση μοναχών και αγίου Ταρασίου (Α´ πράξις Ζ´ Οικουμενικής συνόδου). Επεκτείνονται δε οι ανωτέρω απαγορεύσεις στο 10,3 περί “άσχετων διαλογικών αντιπαραθέσεων” των επισκόπων, ωσάν οι επίσκοποι να μη έχουν επίγνωση της αποστολής τους και του ύψους του λειτουργήματός τους και έτσι να εκτρέπονται -δήθεν- σε διενέξεις “ξένες, αλλά και αντίθετες προς την αποστολήν” της συνόδου, όπως αναφέρεται στο κείμενο!
Στο 11,2 καθορίζεται η απαραίτητος αρχή της “ομόφωνης” αποδοχής των τροπολογιών επί των αρχικών, προσυνοδικά συμπεφωνημένων, κειμένων προς διαμόρφωσιν των τελικών κειμένων, καθώς και η απόρριψις των μη ομοφώνως αποδεκτών τροπολογιών. Οι παρατηρήσεις μας εν συντομία: όπως θ᾽αποδειχθεί κατωτέρω, συγκεκριμένα τελικά κείμενα της συνόδου σχετίζονται αμέσως αλλά και εμμέσως με δο-γματικά ζητήματα πρωταρχικής σημασίας και όχι απλώς διοικητικού η ποιμαντικού χαρακτήρα. Τίθεται το ερώτημα: σε ποία Οικουμενική Σύνοδο σε ζήτημα δογματικό υπήρχε η περίπτωση απορρίψεως δογματικής διατυπώσεως, (“τροπολογίας” κατά την φρασεολογία της συνόδου), και όλα να συνεχίζονταν “κανονικά”; Υπενθυμίζουμε αυτό που ο όσιος Νικόδημος ο αγιορείτης μας είπε ότι συνιστά τον τρίτο όρο-ιδίωμα αληθούς Οικουμενικής συνόδου: το ορθόδοξον των δο-γμάτων της. Είναι δυνατόν επί δογματικού ζητήματος να υπάρχει διαφωνία και να συνεχίζουν οι διαφωνούντες ως να μη συνέβαινε τίποτε; Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η λεγομένη ΑκΜΣ λειτουργούσε ως να ήταν η Βουλή, όπου ψηφίζουν βουλευτές πολιτικών κομμάτων υπέρ η κατά μιας τροπολογίας νόμου του κράτους, και όχι αγιοπνευματική σύναξις ποιμένων ομονοούντων εν πίστει και αληθεία…
Το 12,1 αναφέρεται στα περί της ψηφοφορίας επί των τελικών κειμένων και διαμορφώνει μία πραγματικότητα κατ᾽ επίφασιν συνοδική μεν, εν πράγματι δε πλήρως αντισυνοδική και παντελώς αμάρτυρη στην καθολική, αγιοπνευματική, συνοδική συνείδηση της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, η διαχρονικά ακολουθούμενη πρακτική όλων των συνόδων, Τοπικών η Οικουμενικών, ερειδομένη σ᾽αυτά ταύτα τα θεμέλια της ορθόξοξης Εκκλησιολογίας, ήταν η πλήρης και ομότιμη συμμετοχή των απανταχού επισκόπων, νοουμένων ως ποιμένων και όχι απλώς ως αντιπροσώπων, οι οποίοι εν αληθεία μαρτυρούσαν τη καθολική πίστη, το θεμέλιο δηλαδή επί του οποίου οικοδομήθηκε το Σώμα του Χριστού, η Εκκλησία12. Οι επίσκοποι, ακριβώς λόγω του ομοτίμου της αρχιερατικής τους ιερωσύνης, ψήφιζαν πάντες και δεν ήσαν -δήθεν- εκπροσωπούμενοι από τον πρώτο τους και την ψήφο του. Η νέα αυτή διαδικασία ακύρωσε τη διαχρονική εκκλησιολογική αρχή του ομοτίμου επισκόπου προς επίσκοπον, διαχώρισε κυριαρχικά τους πρώτους, (τους προέδρους δηλαδή των τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών), από τους περί αυτούς επισκόπους, με συνέπεια τη διαμόρφωση δύο τύπων επισκόπων: αφ᾽ ενός του πρώτου και αφ᾽ ετέρου όλων των υπολοίπων, με ουσιαστική διάκριση ο πρώτος να ψηφίζει, αντιπρόσωπος πλέον της Εκκλησίας, ενώ οι υπόλοιποι όχι. Η συνοδικότητα κατ᾽ αυτόν τον τρόπο οδηγήθηκε σε κάτι νέο, το οποίο μετά τη Κρήτη θα λειτουργεί ως παραδεδομένο ιστορικό προηγούμενο που θα καθορίζει πλέον την λειτουργία και όλων των μετέπειτα μεγάλων συνόδων, όπου ήδη έχει αγγελθεί ότι θα υπάρξουν.
Συνυφασμένο με το 12,1 είναι και τα 12,2 και 12,3 στα οποία επεκτείνεται η εκθεμελίωση του επισκοπικού αξιώματος, ορθοδόξως νοουμένου, με συνέπεια την ίδρυση ενός νέου τοιούτου, του επισκόπου-αυλικού. Συγκεκριμένα, για να υπάρξει καταφατική η μη ψήφος επί των τελικών κειμένων, υπό του πρώτου εκάστης τοπικής Εκκλησίας προηγείται εσωτερική ψηφοφορία όλης της αντιπροσωπίας της κάθε τοπικής Εκκλησίας, κατά την οποία δύναται να μη υπάρχει ομοφωνία, και τούτο και επί δογματικών ζητημάτων. Με απλά λόγια δύνανται ένας η και περισσότεροι αρχιερείς να διαφωνήσουν, αλλ᾽ως μειοψηφούντες αποδέχονται την απόφαση, που είναι τελικά απόφαση της πλειοψηφίας! Η αξιολόγηση δε των δαφωνιών, συνιστά πλέον κατά το 12,3 “εσωτερικόν ζήτημα” εκάστης τοπικής Εκκλησίας!
Διαμορφώνεται εκ των πραγμάτων μία νέα εκκλησιολογική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία δύναται (και βάσει του 12,3 νομιμοποιείται) να υπάρχει διαφοροποίηση στο επαρχιακό επίπεδο, αλλά τελικά να επιτυγχάνεται ομοφωνία στο οικουμενικό. Κατ᾽ουσίαν το 12,3 έρχεται σε αντίφαση έως και με αυτό το κείμενο της Ραβέννας, το οποίο εν παρόδω να λε-χθει ότι, εμμέσως πλην σαφώς αποδέχεται και νομιμοποιεί ομοφώνως η σύνοδος της Κρήτης στο έκτο κείμενό της!
Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο της Ραβέννας ασχολούμενο με το θέμα “Πρωτείο και Συνοδικότης” διέβλεπε ότι η συνοδικότης λειτουργεί σε τρία επίπεδα: το τοπικό (local = η περί τον επίσκοπο τοπική Εκκλησία π.χ. ένας επίσκοπος και η περί αυτόν ιερείς13), το επαρχιακό (regional = η σύνοδος των επισκόπων μίας τοπικής Εκκλησίας π.χ. της Ελλάδος) και το οικουμενικό14 (universal = η Οικουμενική Σύνοδος)· σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα υπάρχει πρώτος και σύνοδος (στο τοπικό επίπεδο ως σύνοδος λαμβάνεται -δήθεν- η ευχαριστιακή σύναξη). Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το κείμενο της Ραβέννας είναι εξ επόψεως ορθοδόξου παντελώς απορριπτέο, και οι παραπάνω θέσεις περί της συνοδικότητος εντός του συνολικού νοηματικού πλαισίου του κειμένου επίσης απόβλητες, παρατηρείται ότι το 12,3 του κανονισμού της ΑκΜΣ καταστρέφει την εσωτερική ενότητα των τριών επιπέδων: άλλα δύναται να λέει και να συμφωνεί ο επίσκοπος και η περί αυτόν Εκκλησία της επισκοπής του, άλλα να συμφωνούνται στη σύνοδο στην οποία συμμετέχει, και τέλος στο οικουμενικό επίπεδο, βάσει της επιτευχθείσας ομοφωνίας, αυτός ο επίσκοπος και η περί αυτόν τοπική Εκκλησία, άλλα να αναγκάζεται ν᾽ αποδεχθεί ως καθολική μαρτυρία της αληθείας!
Αυτήν την αλληλοπεριχώρηση των τριών επιπέδων, μα με τρόπο στρεβλό, αντικανονικό και κυριολεκτικά αντισυνοδικό, την είδαμε στην Κρήτη με την επιλεκτική παρουσία επισκόπων (24 για κάθε τοπική Εκκλησία), την διαδικασία εσωτερικής ψηφοφορίας των 24 αντιπροσώπων εκάστης τοπικής Εκκλησίας επί των τελικών κειμένων (το -δήθεν- δεύτερο επίπεδο συνοδικότητος), και τέλος την ομόφωνη ψηφοφορία-αποδοχή των τελικών κειμένων από τους 10 προκαθημένους-πρώτους (το οποίο συνιστά το τρίτο -δήθεν- επίπεδο, το (ψευδο)οικουμενικό). Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι κάποιος μειοψηφών, κατά την εσωτερική ψηφοφορία των επισκοπικών αντιπροσωπιών επίσκοπος, με δεδηλωμένη διαφωνία επί δογματικού ζητήματος15 επί παραδείγματι, να επιστρέφει στην επισκοπή του και να είναι αναγκασμένος να διδάξει τ᾽αντίθετα από αυτά που εδίδασκε προτού αναχωρήσει για τη σύνοδο· αυτό ήταν και το τελικό ζητούμενο του νεοπαγούς τρόπου “ομοφωνίας” επί των τελικών κειμένων, όσον αφορά τη ζωή της κάθε, υπό επίσκοπον, τοπικής (=local) Εκκλησίας.
Περαιτέρω έγκριση των αποφάσεων της ΑκΜΣ δεν προβλέπεται, δηλαδή οι αποφάσεις της είναι τελεσίδικες και όπως ρητώς αναφέρεται στο 13,2 έχουν πλέον πανορθόδοξο κύρος και απλώς κοινοποιούνται στις αυτοκέφαλες τοπικές Εκκλησίες προς ενημέρωσιν του ποιμνίου των Ιερών Μητροπόλεων.
Κλείνοντας την παρουσίαση περί του Κανονισμού της ΑκΜΣ περιοριζόμαστε να δηλώσουμε αυτό που ήδη έχει γίνει σαφές: η σύναξη της Κρήτης δεν πληροί απολύτως κανένα κριτήριο ορθοδόξου συνόδου· οι όροι λειτουργίας της και η διεξαγωγή των εργασιών της που ωδήγησαν και στις σχετικές αποφάσεις της, συγκροτούν ένα αντι-παράδειγμα “συνόδου”, κυριολεκτικά μία αντισύνοδο και δίχως αμφιβολία αυτό που στην εκκλησιαστική γραμματεία χαρακτηρίζεται ως ψευδοσύνοδος. Η επιβολή της παρουσίας μάλιστα ανιέρων, ετεροδόξων, ψευδεπισκόπων τόσο στο άνοιγμα όσο και στο κλείσιμο των εργασιών της συνόδου, κάτι που και αυτό προβλέπεται από τον Κανονισμό της (άρθρο 14), μας σαφηνίζει το γενικό τόνο, τον χαρακτήρα και το σκοπό της συγκεκριμένης συνάξεως.
Σημείωσις Ο.Τ.: Το παρόν κείμενον απέστειλεν αποκλειστικώς εις τον Ο.Τ. ο π. Επιφάνιος και αποτελεί το 1ον μέρος μίας συνολικής εμβριθούς θεολογικής μελέτης δια την Σύνοδον της Κρήτης, η οποία θα δημοσιευθή εις συνεχείας θεματικώς, δια την καλυτέραν προαγωγήν του δημοσίου διαλόγου.
Σημειώσεις:
- Βλ. εφημερίς Ορθόδοξος Τύπος, τ. 2125, 15 Ιουλίου 2016, σελ. 5. 2. Η εξέταση θα αρκεσθεί επί των σημαντικοτέρων και τρόπόν τινα ουσιωδεστέρων. Ο λεπτομερής σχολιασμός-έλεγχος θα απαιτούσε, κατ᾽ανάγκην, την τμηματική εξέταση κατά παράγραφον όλων των συνοδικών κειμένων , κάτι που δεν κρίνεται επί του παρόντος αναγκαίος· άλλως το κείμενο θα κινδύνευε να λάβει διαστάσεις βιβλίου. 3. “ Όσοι γαρ δι εὐστάθειαν τρόπων το της αρχαιότητος σεμνόν του καινοπρεπούς προετίμησαν͵ και απαραποίητον των πατέρων διεφύλαξαν την παράδοσιν͵ … Οι δε διακορείς των συνήθων͵ και των παλαιών ως εώλων κατεπαιρόμενοι͵ ούτοί εισιν οι τας νεωτεροποιίας παραδεχόμενοι͵ ώσπερ επί της εσθήτος οι φιλόκοσμοι την εξηλλαγμένην αεί της κοινής προτιμώντες·”, PG 32, 92CD και πάλιν, “Πιστις δε εστι το πολεμούμενον και κοινός σκοπός άπασι τοις εναντίοις και εχθροίς της υγιαινούσης διδασκαλίας͵ το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως κατασείσαι͵ εκ του την αποστολικήν παράδοσιν εδαφισθείσαν αφανισθήναι.”, ο.π. 112C και τέλος, “Των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων͵ τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν͵ τα δε εκ της των αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν μυστηρίω παρεδεξάμεθα· άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν. Και τούτοις ουδείς αντερεί͵ ουκούν όστις γε κατά μικρόν γουν θεσμών εκκλησιαστικών πεπείραται. Ει γαρ επιχειρήσαιμεν τα άγραφα των εθών ως μη μεγάλην έχοντα την δύναμιν παραιτείσθαι͵ λάθοιμεν αν εις αυτά τα καίρια ζημιούντες το Ευαγγέλιον· μάλλον δε εις όνομα ψιλόν περιιστώντες το κήρυγμα.”, ο.π. 188Α. 4. Βλ. Πρακτικά και Αποφάσεις του εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου 10 Μαΐου-8 Ιουνίου 1923, Αθήναι 1982. Η απόφαση ελήφθει κατά την Η´ συνεδρία, και ως έτος ορίστηκε το 1925, επί τη συμπληρώσει των 1600ων ετών από της συγκλήσεως της Α´ Οικουμενικής Συνόδου το 325. Έγινε δε και πρόταση, όπως διαβάζουμε, “να αποταθώμεν εις τους επισκόπους του χριστιανικού κόσμου συμπεριλαμβανομένων και των καθολικών επισκόπων, ίνα προσέλθωσιν εις την χριστιανικήν ενότητα.” ο.π. σελ 164. Τελικώς η πρόταση ψηφίστηκε να αποτελέσει την ΣΤ´ Απόφαση του Συνεδρίου, ο.π. σελ. 221. Να σημειωθεί ότι κύριο έργο του εν λόγω συνεδρίου ήταν η αλλαγή του εκκλησιαστικού ημερολογίου καθώς και η υιοθέτηση,ανάμεσα στα άλλα, νέων διατάξεων περί νηστείας και μικτών γάμων, στα οποία όπως κατωτέρω θα δειχθεί, η νυν λεγομένη ΑκΜΣ προσέδωσε καθολικό κύρος… 5. Βλ. Brun Maria, Ο αντίκτυπος της Β´ Βατικάνειας Συνόδου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Θεολογία 2/2015, σελ. 222, (η Maria Brun είναι Δρ. Θεολογίας (παπική), πρώην επιστημονική συνεργάτις στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης). Για περαιτέρω μαρτυρίες επί του αρχικώς σχεδιασθέντος οικουμενικού χαρακτήρος της ΑκΜΣ, βλ. πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 52-56. 6. Επί παραδείγματι η Β´ Οικουμενική Σύνοδος επισήμως αναγνωρίσθηκε ως τέτοια από την Δ´ Οικουμενική, ενώ η Ζ´ Οικουμενική τελεσιδίκως αναγνωρίσθηκε από την Η´ Οικουμενική Σύνοδο επί Μ. Φωτίου το 879. 7. Κυρίως ήταν η απόφασή της για την υιοθέτηση του Οικουμενισμού, (μέσω του συνοδικού Διατάγματος Unitatis Redintegratio), ως μεθόδου ενώσεως των “χριστιανών”, καθώς και οι μεγάλες αλλαγές που επέφερε στη λειτουργική ζωή (λειτουργική μεταρρύθμιση). 8. Brun, ο.π. σελ. 231. 9. Αναλυτικά, Brun, .ο.π. σελ. 232-234. 10. Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, Αθήναι 1957, σελ. 118. 11. Επ᾽αυτού σημειώνει ο όσιος Νικόδημος ότι τυχόν ασυμφωνία τινών Πατριαρχών, και τας Οικουμενικάς ποιεί Τοπικάς.” ο.π. σελ. 119. 12. Βλ. Μτ. 16,18. 13. Σύμφωνα με το Ραβέννα 20.
Πηγή: Ορθόδοξος Τύπος