Στις 6-8 Νοεμβρίου 2008 στις πόλεις Κομράτ και Τσαντίρ-Λούνγκα της Γκαγκαουζικής Αυτονομίας της Δημοκρατίας της Μολδαβίας
με θέμα: «Ορθοδοξία και ταυτότητα τον Γκαγκαούζων»
Την γραμματεία του συνεδρίου απαρτίζουν οι:
Έδρα Κοινωνικών Επιστημών του Κρατικού Πανεπιστημίου του Κομράτ(KDU)
Υπηρεσία Τύπου της Εκτελεστικής Επιτροπής
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΙΑΣ (Gagauz Yeri)
ΚΡΑΤΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ ΚΟΜΡΑΤ
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Στις 6-8 Νοεμβρίου 2008 στις πόλεις Κομράτ και Τσαντίρ-Λούνγκα της Γκαγκαουζικής Αυτονομίας της Δημοκρατίας της Μολδαβίας διοργανώνεται το διεθνές επιστημονικό συνέδριο:
«Ορθοδοξία και ταυτότητα τον Γκαγκαούζων»
Η συμπροεδρεύοντες της οργανωτικής επιτροπής του συνέδριου είναι οι:
Γιαννιόγλου Β. Φ. Εκτελεστική Επιτροπή της Γκαγκαουζίας (Gagauz Yeri)
Δεσπότης Ανατόλιος Επισκοπή Καχούλ & Κομράτ
Φεντότοβα Λ. Β. Κρατικό Πανεπιστήμιο του Κομράτ (KDU)
Την οργανωτική επιτροπή απαρτίζουν οι:
Τοπάλ Σ. Μ. Εκτελεστική Επιτροπή της Γκαγκαουζίας (Gagauz Yeri)
Κουρόγλου Σ. Σ. Κρατικό Πανεπιστήμιο του Κομράτ (KDU)
Κέλες Π. ΝΤ. Περιφέρεια Κομράτ της Επισκοπής Καχούλ & Κομράτ
Την γραμματεία του συνεδρίου απαρτίζουν οι:
Έδρα Κοινωνικών Επιστημών του Κρατικού Πανεπιστημίου του Κομράτ (KDU)
Υπηρεσία Τύπου της Εκτελεστικής Επιτροπής
Αγαπητοί συνάδελφοι!
Η ίδρυση στις 23 Δεκεμβρίου 1994 της γκαγκαουζικής κρατικής οντότητας, στη μορφή εδαφικής αυτονομίας ως συστατικό της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, δια της κοινοβουλευτικής, δημοκρατικής οδού, αποτέλεσε προηγούμενο στον μετασοβιετικό κόσμο και έναν από τους παράγοντες σταθερότητας στην περιοχή, δρώντας σημαντικά στην πολιτική, οικονομική και ιστορικο-πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής και των λαών που κατοικούν στην Γκαγκαουζία (Gagauz Yeri). Οι Γκαγκαούζοι, αποτελώντας τουρκόφωνη εθνοτική ομάδα που ομολογεί τον χριστιανισμό (ορθοδοξία), επιδεικνύουν τεράστιο ενδιαφέρον για την εθνική τους ιστορία και για τις απαρχές της θρησκείας τους, η οποία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εθνοδιαμορφωτικά συστατικά της γκαγκαουζικής ολότητας.
Συμμετέχοντας εσείς προσωπικά ή κάποιος από τους συναδέλφους σας στο σχετικό με το εν λόγω ζήτημα συνέδριο, στο τοπικό ή στο γενικό θεολογικό πλαίσιο, θα μας δείξετε μεγάλη τιμή. Σας παρακαλούμε μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου 2008 να δηλώσετε συμμετοχή, να γνωστοποιήσετε το θέμα και να συμπληρώσετε την αίτηση για εξέταση από την οργανωτική επιτροπή. Συμπληρωματικές πληροφορίες και προϋποθέσεις για τα κείμενα των ανακοινώσεων θα σταλούν στις 22 Σεπτεμβρίου 2008.
Το υλικό του συνεδρίου προγραμματίζεται να εκδοθεί. Την υποδοχή και την παραμονή των συμμετεχόντων θα αναλάβει η Εκτελεστική Επιτροπή της Γκαγκαουζίας.
Παρακαλούμε να στείλετε το θέμα της ανακοίνωσης και την αίτηση συμμετοχής σε
ηλεκτρονική μορφή στις διευθύνσεις:
Κομράτ – fedotovar@ mail.ru
Κομράτ – eg: gazeta@ mail.ru
Κισινιόβ – kuroglos.@ mail.ru
Τα ονόματα που θα συμμετέχουν από Ελλλάδα στο συνέδριο στην Γκαγκαουζία
είναι:
1) π. Χρυσόστομος Μαίδώνης ( πρωτοσύγκελος Ι. Μ. Ιερισσού )
Τίτλος θέματος: «Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ, Ο ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΟΣ ΑΓΙΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΩΜΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΖΙΧΝΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
2) π. Κωνσταντίνος Βλέτσης (Ι.Μ.Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως -Θεσσαλονίκη).
Τίτλος θέματος: « Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ. ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ »
3) κ. Τρίτος Μιχαήλ καθηγητής εκκλησιαστικής ιστορίας Α.Π.Θ.
Τίτλος θέματος: «Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΔΟΒΡΟΥΤΣΑΣ ΩΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΤΟΥ ΑΠ. ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ Η ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ»
4) κ. Νιχορίτης Κωνσαντίνος καθηγητής Βαλκανικών σπουδών Φλώρινας
Τίτλος θέματος: «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΗ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ»
5) κ. Ταπούρης Νικόλαος γεωλόγος – ερευνητής
-πρόεδρος συλλόγου φίλων της Γκαγκαουζίας
Τίτλος θέματος: «Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ. ΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»
6) κ. Πράντζος Βάιος μηχανικός καθηγητής ΑΤΕΙΘ Θεσσαλονίκης
Πρόεδρος συλλόγου Εξωτερικής Ιεραποστολής ο Μέγας Βασίλειος με σημαντικότατη δράση στην Αφρική και εν μέρει στα Βαλκάνια. θα κάνει ανακοίνωση στο συνέδριο για τις δράσεις του συλλόγου τους και για την δυνατότητα βοήθειας στην Γκαγκαουζία.
7) κ. Οικονόμου Γεώργιος πρόεδρος συλλόγου Βυζαντινών μελετών.
8) κ. Garbali Δημήτριος επι πτυχίω φοιτητής Θεολογίας στο Α.Π.Θ.
γκαγκαούζος από την Μολδαβία
Μεταφραστής-στο-συνέδριο.
- κ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΖΑΡΙΔΙΣ: οδοντίατρος (γκαγκαούζος Ελλάδος)
Τίτλος θέματος: «ΟΙ ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΟΙ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: ΚΑΤΑΓΩΓΗ, ΕΝΤΑΞΗ
ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ,
ΤΟΥΡΚΟΦΩΝΙΑ. ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ-
ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (19ος – 20ος ΑΙΩΝΑΣ)»
- π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΣΟΜΠΑΝΙΔΗΣ:ιερέας Ι.Μ. Δυδυμοτύχου (γκαγκαούζος Ελλάδος)
Τίτλος θέματος:«Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΩΝ»
- κ. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Χημικός μηχανικός (γκαγκαούζος Ελλάδος)
Τίτλος θέματος: «ΟΙ ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ: ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΑΠΟΨΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ, ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΦΩΝΙΑ ΤΟΥΣ, ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΟΥΣ ΤΗΣ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ»
- κ. Αγγελίδης Σωκράτης: καθηγητής γλωσσολογίας στην Γεωργία και Ρωσίαομογενής από Γεωργία.Επιστημονικός συνεργάτης στο Κέντρο Μαύρης θάλασσας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης.
Τίτλος θέματος: « Σχετικά με την γκαγκαουζική - Τουρανική διάλεκτο των Γκαγκαούζων της Βαλκανικής και την ομοιότητα με την Τουρανική διάλεκτο που ομιλούν οι έλληνες της Γεωργίας και της Ουκρανίας »
- κ. ΝΙΚΟΣ ΛΟΥΚΑ: Φυσικός – ερευνητής γκαγκαουζικής ιστορίας
Τίτλος θέματος:
«ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΓΚΑΓΚΑΟΥΖΩΝ ΤΗΣ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ»
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
π. Κωνσταντίνος Βλέτσης
(Ι.Μ.Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως)
Η πρόσφατη σύναξη των Ορθοδόξων προκαθημένων των αυτοκεφάλων Εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη (Οκτώβριος 2008) έδειξε για μια ακόμη φορά που στηρίζεται η ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών: στην τέλεση της Θ. Ευχαριστίας ξεπερνιούνται οι ανθρώπινες ασθένειες που φορτώνονται άνθρωποι και θεσμοί στο διάβα της ιστορίας αυτής για να μεταμορφωθούν σε προσφορά αναίμακτης θυσίας στον εν Τριάδι Θεό. Σε αυτήν την ευχαριστιακή σύναξη δεν έχουν πια θέση ό,τι χωρίζει τον κόσμο αυτό, αλλά μόνο ό,τι ενώνει μπορεί να χωρέσει στην φιλάνθρωπη αγάπη του ενσαρκωμένου Θεού, ο οποίος περιμένει να αποθέσει ο άνθρωπος ό,τι τον βαραίνει για να μπορέσει να ανοιχτεί στο όραμα της Βασιλείας του Θεού και να προγευτεί αυτή τη χαρά στο κοινό ποτήριο της ζωής, μεταλαμβάνοντας των θείων δώρων που πλούσια παρέχει η αγάπη του Θεού μας σε όσους μετά φόβου πίστεως και αγάπης προσέρχονται για να πάρουν μέρος στη τράπεζα του Κυρίου.
Η Εκκλησία ιδρύεται μέσα από το σωτηριώδες έργο του Θεού στον κόσμο: προετοιμάζεται με την εκλογή του λαού του Θεού στην Παλαιά διαθήκη, καθοδηγείται από το προφητικό κήρυγμα για να γνωρίσει στο πρόσωπο του Σαρκωμένου, σταυρωθέντος και αναστημένου Κυρίου την αληθινή εικόνα του Θεού, την οποία με την έλευση και τον φωτισμό του Παρακλήτου καλούνται να μιμηθούν οι άνθρωποι στη ζωή τους. Έτσι μπορούν τώρα να γίνουν όχι μόνο οι ίδιοι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού», αλλά και να εικονίσουν στην κοινωνία της σύναξής τους τον εν Τριάδι Θεό, αφού η Εκκλησία αντανακλά την κοινωνία των Προσώπων της αγίας Τριάδος.
Οι τελευταίοι λόγοι του αναστημένου Ιησού, πριν την ανάληψή του, καλούν ακριβώς τους μαθητές να συνεχίσουν το έργο της σωτηριώδους οικονομίας ανοίγοντάς το σε ολόκληρο τον κόσμο: Ματθ. 28,19-20: «πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, 20 διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Οι μαθητές του έχουν τη διαβεβαίωση ότι στη συνέχιση του έργου του εν Τριάδι Θεού δεν θα είναι μόνοι τους: «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.» (Μτ 28, 20). Η Εκκλησία γεύεται εν Πνεύματι αγίω την παρουσία του σταυρωθέντος και αναστημένου Κυρίου στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας που συνέστησε ο ίδιος στο τελευταίο δείπνο με τους μαθητές του: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Όπως έδειξε ο απόστολος των Εθνών στην Α΄ επιστολή του στους Κορίνθιους, η συμμετοχή στο σώμα του Κυρίου που προσφέρεται θυσία στο μυστήριο της αναιμάκτου θυσίας είναι ακριβώς που κάνει και τους Χριστιανούς να αποτελούν σώμα Χριστού: 1 Κορ. 10,17: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν, οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν». Αυτή η κοινωνία στο ένα σώμα του Χριστού πρέπει να βρίσκει και την αντανάκλασή της στα μέλη που ενώνονται στο σώμα αυτό. Έτσι ο ίδιος ο απόστολος των Εθνών συνεχίζοντας λίγο παρακάτω στην ίδια επιστολή του στους Κορίνθιους μας υπενθυμίζει: 1 Κορ. 12, 12-14: «Καθάπερ γὰρ τὸ σῶμα ἕν ἐστιν καὶ μέλη πολλὰ ἔχει, πάντα δὲ τὰ μέλη τοῦ σώματος πολλὰ ὄντα ἕν ἐστιν σῶμα, οὕτως καὶ ὁ Χριστός· 13 καὶ γὰρ ἐν ἑνὶ πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἓν σῶμα ἐβαπτίσθημεν, εἴτε Ἰουδαῖοι εἴτε Ἕλληνες, εἴτε δοῦλοι εἴτε ἐλεύθεροι, καὶ πάντες ἓν πνεῦμα ἐποτίσθημεν. 14 καὶ γὰρ τὸ σῶμα οὐκ ἔστιν ἓν μέλος ἀλλὰ πολλά.»
Το γεγονός της Πεντηκοστής αποτελεί τη φανέρωση της Εκκλησίας στον κόσμο. Πολύ γρήγορα το μήνυμα της Αναστάσεως θα ξεπεράσει τα στενά όρια του ιουδαϊκού λαού για να ανοιχτεί σε όλα τα έθνη. Ο απ. Παύλος και οι συνεργάτες του μετά το τέλος του πρώτου ιεραποστολικού ταξιδιού στην Κύπρο και τη ΝΑ Μικρά Ασία κατέθεσαν το βίωμά τους στην εκκλησία της Αντιόχειας, «ο Θεός άνοιξε την πόρτα της σωτηρίας και στα έθνη» (Βλ. Πράξεις 11,1). Το ξεπέρασμα αυτό δε θα γίνει βέβαια χωρίς δυσκολίες, αφού θα έπρεπε να ερμηνευτούν από την αρχή τώρα όλα τα γεγονότα της πρώτης/παλαιάς διαθήκης του Θεού με το λαό του, θα πρέπει να διαπιστωθεί ποια ισχύ έχουν οι διατάξεις του Μωσαϊκού νόμου και θα πρέπει συν τω χρόνω να βρεθούν εκείνες οι κανονικές διατάξεις που θα διαφυλάξουν το σώμα από τη διάσπαση.
Η απόφαση της αποστολικής συνόδου υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της Εκκλησίας. Καθένας, ανεξάρτητα από την καταγωγή του, μπορεί να γίνει «μέλος του σώματος του ζώντος Χριστού», της Εκκλησίας, με μόνη προϋπόθεση τη μη τήρηση των ειδωλολατρικών συνηθειών. Οι διατάξεις του μωσαϊκού νόμου περί περιτομής δεν μπορούν να έχουν πια την παλιά τους ισχύ για τον νέο λαό του Θεού, που συγκροτείται από Ιουδαίους και Χριστιανούς. Εξίσου σημαντική ήταν πάντως για την ζωή της Εκκλησίας η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη λήψη των αποφάσεων. Όπως καταγράφουν οι Πράξεις συγκλήθηκε όλο το σώμα των πιστών (Πρ. 28,22) το οποίο ακριβώς στην σύναξή του αυτή διεκδικεί να ερμηνεύσει αυθεντικά το θέλημα του Θεού:«ἔδοξεν γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ καὶ ἡμῖν..» (Πράξ. 15,28). Αυτή η διαδικασία της συνοδικής απόφασης θα αποτελέσει έκτοτε το πρότυπο για την λήψη αποφάσεων στην Εκκλησία κάθε φορά που οι ανάγκες και οι προκλήσεις καθιστούσαν απαραίτητη την περιχαράκωση της διδασκαλίας σε ασφαλείς όρους (όπως λεγόταν οι αποφάσεις των συνόδων), δηλαδή σε αποκρυσταλλωμένα δόγματα.
Με βάση λοιπόν την απόφαση αυτή ο απόστολος των εθνών Παύλος, ξεκινά τα υπόλοιπα ιεραποστολικά του ταξίδια για να κηρύξει στα έθνη. Η διάδοση του Χριστιανισμού στη Μ. Ασία και η ίδρυση τοπικών εκκλησιών ανάγονται άμεσα στο ίδιο μεγάλο απόστολο των Εθνών αλλά και σε άλλους αποστόλους όπως τον Ανδρέα, Ιωάννη, Φίλιππο, Λουκά κ.α. Κατά την αποστολική εποχή (1ος αιώνας) κηρύχτηκε ο Χριστιανισμός στις επαρχίες του Ελλαδικού χώρου, όπου και ιδρύθηκαν ζωντανές τοπικές εκκλησίες (Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Κόρινθος, Νικόπολη, Δυρράχιο …). Από τα παράλια της Μ. Ασίας διαδόθηκε ο Χριστιανισμός και στα ενδότερα μέρη της, όπως την Καππαδοκία, αλλά και μέχρι τον μακρινό στον Πόντο, κατά την πρώιμη μεταποστολική εποχή. Με αργότερους ρυθμούς εδραιώθηκε το ευαγγέλιο στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου καθώς και στη Μοισία, Δακία, Δαλματία, Ραιτία, Παννονία, Νορικό. Ο Χριστιανισμός είχε κηρυχθεί ήδη στις παραθαλάσσιες πόλεις του Εύξεινου Πόντου και της Κριμαίας από τον απ. Ανδρέα. Το χριστιανισμό δέχτηκαν και οι Γότθοι της Κριμαίας που εκπροσωπήθηκαν και στην Α΄ Οικουμενική σύνοδο από τον επίσκοπο Γοτθίας Θεόφιλο.
Στην Ιταλία ο Χριστιανισμός συνδέθηκε με τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, οι οποίοι θα μαρτυρήσουν για την πίστη τους στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τη Ρώμη.[1]
Η διάδοση του Χριστιανισμού πάντως προχώρησε με αργότερους ρυθμούς από ότι στην Εγγύς Ανατολή και την Ελλάδα (με ένα μέρος των Βαλκανίων). Δεν θα πρέπει πάντως να λησμονήσουμε ότι το αποστολικό κήρυγμα έφθασε στους πρώτους μεταποστολικούς αιώνες μέχρι και αυτή τη μακρινή Ινδία. [2]
Η αναμέτρηση θρησκείας και φιλοσοφίας που προκάλεσε η εμφάνιση των μεγάλων αιρέσεων από τη μια, η νίκη του χριστιανισμού από την άλλη, έκαμε πάλι πολύ επίκαιρο κι ένα άλλο ζήτημα, το θέμα των σχέσεων ελληνικής παιδείας και χριστιανισμού. Στο θέμα τούτο έδωσαν τώρα οι ορθόδοξοι Πατέρες την πιο συγκροτημένη απάντηση, που επιτρέπει μέσα στο χριστιανικό πνεύμα τη συνοικείωση πολύτιμων στοιχείων της ελληνικής παιδείας. Όσο κι αν αναγνωρίζουν όμως οι χριστιανοί ότι η ελληνική παιδεία έχει πολλά μόνιμα και χρήσιμα στοιχεία, την ίδια ώρα αισθάνονται σαν επιταγή να ανυψώσουν το δικό τους πνευματικό οικοδόμημα με τρόπο τόσο άρτιο, ώστε να ικανοποιεί όλες τις εφέσεις της ψυχής, στα ελληνικά να αντιτάξουν τα χριστιανικά γράμματα, να δώσουν ολοκληρωμένη χριστιανική παιδεία.
Μέσα σε τούτα τα πλαίσια κινήθηκε το χριστιανικό πνεύμα τον 4ον αιώνα, τονωμένο από τη νίκη και δυναμωμένο από την πίστη. Αυτές οι τάσεις το κέντριζαν, και δημιούργησε, εδώ μάλιστα στην ελληνική Ανατολή, έργα που επιτρέπουν να ονομάζουμε τον αιώνα τούτο χρυσούν αιώνα των Χριστιανικών Γραμμάτων. Το σπουδαιότερο κέντρο στη θαυμαστή τούτη άνθηση ήταν η Καππαδοκία, γιατί οι τρεις Καππαδόκες, ο Βασίλειος και οι δυο Γρηγόριοι, (ο θεολόγος και ο Νύσσης) αναδείχτηκαν, όπως θα δούμε, οι μεγάλοι διδάσκαλοι του χριστιανικού πνεύματος και του χριστιανικού λόγου. Υπήρξαν αληθινοί καταυγάζοντες φωστήρες και έδωσαν την αποφασιστική χριστιανική στροφή και λύση στα μεγάλα προβλήματα που ανέκυψαν από τη νίκη του χριστιανισμού.
Εκκλησιαστικά εξετάζοντας τη Καππαδοκία διακρίνουμε δύο περιόδους: τη πρώτη μέχρι της Δ Οικουμενικής Συνόδου (451) και τη δεύτερη από του 451 και εφεξής μέχρι σήμερα. Κατά τη πρώτη η Καππαδοκία αποτελούσε μία Εκκλησία υπό τον Μητροπολίτη και Πατριάρχη Καισαρείας στον οποίο υπαγόταν και η Αρμενία. Κατά δε τη δεύτερη περίοδο αφενός αποσπάστηκαν τα Τύανα και αποτέλεσαν ίδια Εκκλησία υπαγχθείσα αργότερα στην Εκκλησία Ικονίου, αφετέρου δε με απόφαση της Δ Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα υπάχθηκε ο ανεξάρτητος θρόνος της Καισαρείας υπό τον Αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινούπολης.** ( Καππαδοκικά ιδιώματα (Καραμανλήδικα) λέγονται μέχρι σήμερα ιδιώματα που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι της περιοχής και που είναι ένας κατακερματισμός ελληνικών λέξεων μέσα σε τουρκικά ιδιώματα και ήταν πολύ φυσικό αυτό να συμβεί μετά την κυριαρχία τουρκικών φύλλων στην περιοχή).
Οι νέοι λαοί της Ευρώπης, όπως οι Φράγκοι, αλλά και οι Σλάβοι θα δεχτούν το ευαγγελικό μήνυμα από τον 6ο /7ο αιώνα και μετά. Έτσι το κήρυγμα του ευαγγελίου στη μεγάλη Μοραβία τον Θ΄ θα συνδεθεί άμεσα με το έργο των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου. Δυστυχώς όμως με την επέκταση του ιεραποστολικού έργου και την ίδρυση νέων εκκλησιών άρχισε να φουντώνει και ο ανταγωνισμός μεταξύ των παλαιοτέρων εκκλησιών ποια εκκλησιαστική δικαιοδοσία θα είναι υπεύθυνη σε ποιες περιοχές. Έτσι το έργο των δύο Θεσσαλονικέων αδελφών θα βρει την αντίδραση των εκκλησιαστικών ηγεμόνων της Βαυαρίας, οι οποίες με σημείο αναφοράς τους την Εκκλησία της Ρώμης θα φέρουν όχι λίγα προσκόμματα στο έργο της ιεραποστολής των σλαυικών φύλων από το Βυζάντιο.[3] Ωστόσο παρά τις αντιδράσεις των Φράγκων επισκόπων ο Κύριλλος θα μεταφράσει ολόκληρη την Αγία Γραφή στη Σλαβική γλώσσα και θα αγωνιστεί για την χρήση της τοπικής γλώσσας (παλαιοσλαβικής) στην τέλεση της θείας λειτουργίας.[4]
Η ιεραποστολική δραστηριότητα στη Ρωσία είχε ξεκινήσει τον Θ΄ αι και το αποφασιστικότερο βήμα για την επικράτηση του Χριστιανισμού έγινε με το βάπτισμα της μεγάλης ηγεμονίδας του Κιέβου Όλγας (957) και του ηγεμόνα Βλαδιμήρου (988). Το έργο των βυζαντινών ιεραποστόλων ήταν δυσχερέστατο, αλλά η αφιέρωσή τους στη διάδοση του κηρύγματος του ευαγγελίου υπήρξε εντυπωσιακή.
Το όραμα της χριστιανικής Ευρώπης είχε πλέον θεμελιωθεί με την οριστική μεταστροφή των ανατολικών Σλάβων στο Χριστιανισμό. Εν τω μεταξύ η Ανατολή άρχισε να συρρικνώνεται εξαιτίας της αποκοπής σημαντικών χριστιανικών εδαφών μετά τις χριστολογικές έριδες του 5ου και 6ου αιώνα, τα οποία θα γίνουν έτσι εύκολη λεία στη δυναμική επέκταση του Ισλάμ από τον 7ο και 8ο αιώνα. Ουσιαστικά η ζωή των Χριστιανικών Εκκλησιών θα περιστραφεί από τον 9ο αιώνα γύρω από τα δύο ισχυρά κέντρα, τη Ρώμη για τη Δύση και την Κωνσταντινούπολη για την ανατολή, τα οποία είχαν ήδη αναπτύξει ένα πολύ ισχυρό ιεραποστολικό έργο. Ακριβώς όμως το έργο αυτό της ιεραποστολής έμελλε να γίνει η αφορμή για να διχαστεί και να διασπαστεί εν τέλει η ενότητα της χριστιανικής εκκλησίας, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση.
Πίσω όμως από τις διαμάχες για τον έλεγχο της ιεραποστολής κρύβονταν, εκτός από τα συμφέροντα των δύο μεγάλων δυνάμεων στο τέλος της πρώτης και στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, των Φράγκων στη Δύση και των Βυζαντινών στην Ανατολή, και δύο διαφορετικά εκκλησιαστικά συστήματα δόμησης της εκκλησίας. Η εκκλησία της Ρώμης από τους πρώτους αιώνες του χριστιανικού βίου απολάμβανε των πρωτείων τιμής, αφού ήταν η πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους, αλλά και επειδή μαρτύρησαν ανάμεσα σε πολλούς άλλους μάρτυρες και οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Αυτή η «προκαθημένη της αγάπης», όπως την αποκαλούσε ο θεοφόρος Ιγνάτιος ήδη στις αρχές του 2ου αιώνα θα διεκδικήσει σταδιακά τον απόλυτο έλεγχο της εκκλησιαστικής ζωής, αξιώνοντας οι αποφάσεις των παπών να έχουν τελεσίδικη εγκυρότητα στη ζωή της Εκκλησίας. Οι απαιτήσεις αυτές θα γνωρίσουν μια πρώτη κορύφωση στην εποχή του Μ. Φωτίου, τον οποίο μια σύνοδος της Ρώμης το 869 θα καθαιρέσει, απαιτώντας πλήρη υπακοή στον πάπα. Η συγκέντρωση αυτή της εκκλησιαστικής ισχύος στη Ρώμη αντανακλούσε, συν τοις άλλοις και την ιδιαίτερη εκκλησιαστική κατάσταση στη Δύση, όπου δεν είχαν αναπτυχθεί άλλα μεγάλα εκκλησιαστικά κέντρα σε αντίθεση με την Ανατολή, η οποία από την αρχή του χριστιανικού βίου είχε να δείξει μια πλειάδα πόλεων με άμεση αποστολική ίδρυση και με ανθηρό εκκλησιαστικό βίο.
Έτσι οι αποφάσεις στην Ανατολή έπρεπε για να έχουν πραγματική αξία και ισχύ να βρίσκουν σύμφωνα όλα τα μεγάλα εκκλησιαστικά κέντρα. Εκτός από την Κωνσταντινούπολη, η οποία από τον 4 αιώνα θα παίξει καθοριστικό ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα ως νέα Ρώμη και πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (ή τουλάχιστο του ανατολικού της κομματιού από τον Ιουστιανό και μετά), πρέπει να μνημονευθούν τα αρχαία πατριαρχεία της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και αργότερα των Ιεροσολύμων (από την 4η οικουμενική και μετά). Αυτό οδήγησε στην και σε μια θεωρητική ανάπτυξη και κατοχύρωση του συνοδικού συστήματος: νέες εκκλησίες που ιδρύονταν αποκτούσαν σχετική αυτοδυναμία, προσαρμοζόμενες στις νέες γεωγραφικές και πολιτικές καταστάσεις. Η κάθε περιοχή γνώριζε φυσικά τον δικό της πρώτο τη τάξει, αυτός όμως σύμφωνα και με τον 34ο «κανόνα των αποστόλων» (έργο όμως που χρονολογείται στον 4ο αιώνα) δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς τη συναίνεση των πολλών, όπως φυσικά και οι πολλοί δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν χωρίς τον πρώτο. Στην αλληλοπεριχώρηση αυτή των εκκλησιαστικών θεσμών και αξιωμάτων φανερωνόταν τα ποικίλα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος και οικοδομούνταν με σύνεση το έργο του Θεού στην κάθε τοπική εκκλησία. Η κάθε τοπική εκκλησία είχε πάντως τη συνείδηση ότι αποτελεί πλήρη εκκλησία, που μπορεί να συνάξει και να μεταδώσει στα μέλη της τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος μέσα από την μυστηριακή και πνευματική ζωή. Απλά η πίστη της κάθε τοπικής εκκλησίας θα έπρεπε να βρίσκεται σε συμφωνία με την πίστη όλων των άλλων τοπικών/αυτοκεφάλων εκκλησιών, ώστε να εξασφαλίζεται η καθολικότητα (και έτσι και η οικουμενικότητα) της Εκκλησίας. Κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής ήταν πάντα η ευχαριστιακή σύναξη γύρω από την οποία δένονταν όλα τα υπόλοιπα μυστήρια της Εκκλησίας. Αυτή είναι η βασική αρχή της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας όπως την διατύπωσε στα μέσα του 20ου αιώνα ο μεγάλος Ρώσος θεολόγος Νικολάι Αφανάσιεφ. Φυσικά η τέλεση της ευχαριστίας δεν ήταν ένα απομονωμένο γεγονός, αλλά το κέντρο μιας πλούσιας εκκλησιαστικής εμπειρίας που επεκτεινόταν με τα έργα της αγάπης και αλληλεγγύης στην καθημερινότητα των πιστών της. Ο επίσκοπος ως προεστώς της σύναξης της τοπικής εκκλησίας διασφάλιζε σε αγαστή συνεργασία με τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι προίσταντο των ενοριακών ευχαριστιακών συνάξεων την ενότητα κάθε τοπικής εκκλησίας και ήταν το πρόσωπο που θα την συνέδεε με την καθολική έκφραση της εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Η εκκλησιαστική αυτή δομή και συγκρότηση των επιμέρους αυτοκεφάλων εκκλησιών ήταν άγνωστη στη Δύση, η οποία συγκροτούνταν με κριτήριο την αναφορά στον επίσκοπο της Ρώμης. Το σύστημα αυτό, θα οδηγήσει σταδιακά, συνεπικουρούντων και άλλων παραγόντων, στην αντίληψη για το πρωτείο εξουσίας του πάπα Ρώμης. Ο Αφανάσιεφ ονομάζει αυτή την αντίληψη η οποία εξαρτούσε την εκκλησιαστικότητα μιας τοπικής εκκλησίας από τη σύνδεσή της με το πρόσωπο του Πάπα ως ουνιβερσαλιστική (universalismus) εκκλησιολογία. H σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αυτές εκκλησιολογικές αντιλήψεις θα γνωρίσει την κορύφωσή της από τον 11ο αιώνα, για να οδηγηθούν έτσι οι σχέσεις των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης στην διάσπαση (σχίσμα του 1054). Η κατοχύρωση των σχετικών διατάξεων ως δογμάτων της Δυτικής (Ρωμαιοκαθολικής) εκκλησίας θα γίνει πάντως πολύ αργότερα (1870 στην πρώτη Βατικανή σύνοδο), πράγμα που καθιστά μέχρι σήμερα, μαζί με την αλλοίωση του συμβόλου της πίστεως (με την προσθήκη του Filioque) αδύνατη την ευχαριστιακή κοινωνία των Εκκλησιών Δύσης και Ανατολής.
Η Ανατολή κράτησε τον θησαυρό της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας μέσα από πολύ αντίξοες ιστορικές συνθήκες (όπως η επέκταση του Ισλάμ στην Ανατολή και στα Βαλκάνια μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, την επιδρομή των Τατάρων στη Ρωσσία (13ος-15ος αιώνας) και αργότερα το αθειστικό καθεστώς της Σοβιετικής ένωσης κοκ.), ως θησαυρό της παράδοσής της, που μέχρι σήμερα μπορεί να διασφαλίζει την ενότητα και την συνεργασία των επι μέρους αυτοκεφάλων εκκλησιών. Μάλιστα ευδοκία θεία οι Ορθόδοξες εκκλησίες δεν έχουν μόνο την κοινή αυτή εκκλησιαστική δομή, αλλά και την ίδια Θ. Λειτουργία (του αγ. Ιωνάννου Χρυσοστόμου και του Μ.Βασιλείου), αλλά και όλο το άλλο πλήθος των μυστηριακών πράξεων (και εδώ δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και την υμνολογία), που μέχρι σήμερα μπορούν να μεταφέρουν στους πιστούς τους με τρόπο πειστικό το αίσθημα της ενότητας.
Φυσικά δεν πρέπει να αποκοπή αυτή η εκκλησιολογική δομή από το σύνολο των κανόνων και διατάξεων που ρυθμίζουν από τα καθημερινά μέχρι τα μεγάλα και σημαντικά της ζωής των Εκκλησιών. Έτσι είναι ανάγκη το κανονικό δίκαιο - το οποίο στο βασικό του κορμό, όπως αυτός θεσπίσθηκε στη σύνοδο Πενθέκτη ( Trullanum) το 691/92, παραμένει η βάση της εκκλησιαστικής τάξης- να βρίσκει τον τρόπο να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες, που δημιουργούνται όταν στην ιστορία τα πράγματα μεταβάλλονται. Η εμπειρία και η ιστορία των Ορθοδόξων Εκκλησιών μπορεί να είναι πολύτιμος οδηγός στον δρόμο αυτό. Πάνω από όλα όμως η κοινή βίωση του μυστηρίου της ενότητας γύρω από τη τέλεση της Θείας Ευχαριστίας είναι αυτή που μπορεί να εγγυηθεί με τον καλύτερο τρόπο την ενότητα και την αγάπη των Ορθοδόξων Εκκλησιών μας. Στην τέλεση της αναιμάκτου θυσίας πιστοποιείται για μια ακόμη φορά το αποστολικό φρόνημα της Εκκλησίας μας όπως βεβαιώνεται στις πράξεις των Αποστόλων 2,42:.»ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς».
Αυτή η προσμονή (προσκαρτερία) της κοινής γεύσης των δωρεών του Θεού γύρω από την ευχαριστιακή σύναξη ας μας συνοδεύει μέχρι της συντελείας του αιώνος αμήν.
Η διάδοση χριστιανισμού στα Βαλκάνια κατά την πρώιμη και την ύστερη περίοδο
Νιχορίτης Κωνσταντίνος
Καθηγητής βαλκανικών σπουδών
Πανεπιστημίου Φλώρινας
Η Ιουδαία την εποχή του Χριστού ζούσε με το όραμα του ερχομού του αναμενόμενου Μεσσία, που θα ελευθέρωνε οριστικά τον «Περιούσιο» Λαό από την μακρόχρονη δουλεία σε ξένους κατακτητές.
Η αντίληψη αυτή είχε επικρατήσει και στους μαθητές του Ιησού όχι μόνο πριν από την ανάστασή του (Матей Ματθ. 20, 21) αλλά και ύστερα από αυτήν. Τούτο μαρτυρείται από την ερώτηση που υπέβαλαν στον Χριστό: «Κύριε, έφθασε άραγε η ώρα να αποκαταστήσεις τη βασιλεία του Ισραήλ;» (Πραξ. 1, 6). Όταν όμως οι μαθητές έζησαν την εμπειρία της Πεντηκοστής, με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, τότε μόνον κατάλαβαν πόσο λάθος ήταν μια τέτοια αντίληψη. Τότε πλέον κατάλαβαν ότι ο Μεσσίας δεν ήρθε για ένα συγκεκριμένο λαό, τον Εβραϊκό, ούτε για μια συγκεκριμένη μορφή ελευθερίας, την πολιτική.
Το μήνυμα του Χριστού αφορούσε όλους: «Είτε Ιουδαίους είτε μη Ιουδαίους, είτε δούλους είτε ελεύθερους όλοι γίναμε… ένα σώμα» (Α΄ Κορ. Коринф. 12, 13), όπως το ερμήνευσε ο Απ. Παύλος. Γι’ αυτό ακριβώς είχε προηγηθεί και η εντολή του αναστημένου Χριστού στους Μαθητές: «Θα λάβετε δύναμη, όταν θα έρθει το Άγιο Πνεύμα σ’ εσάς, και θα γίνετε μάρτυρες δικοί μου, στην Ιερουσαλήμ, σ’ όλη την Ιουδαία… και ως τα πέρατα της γης». (Деяния Πραξ. 1, 8)._
Μία Legenda μας ομιλεί για την αποστολική δράση του αγίου Ανδρέα στην χερσόνησο του Αίμου. Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ανδρέας πραγματοποίησε μια μακρότατη αποστολική διαδρομή. Περιελάμβανε τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, όλες τις παραευξείνιες περιοχές, το Βυζάντιο, τη Θράκη, την Μακεδονία, την Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Αχαΐα. Έτσι σε διάφορες μαρτυρίες η αποστολική δράση και διδαχή του σημειώνεται στη Νίκαια της Βιθυνίας, στη Νικομήδεια και στη Χαλκηδόνα στη Προποντίδα, στις πόλεις του ποντιακού ελληνισμού Σινώπη, Σαμψούντα και Τραπεζούντα , στη Σκυθία ( σημερινή νότια Ρωσία), στη Κριμαία και μέχρι τον Καύκασο, στην Ουκρανία στο Δνείπερο ποταμό, στη σημερινή Ρουμανία. Για το αποστολικό του έργο στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας απεκλήθη « Απόστολος των Ελλήνων».
Ο άγιος Ανδρέας συνοδεύει στον Ιησού Χριστό και τους πρώτους μη Ιουδαίους, και μάλιστα Έλληνες, προσκυνητές. Και είναι ο ίδιος ο Ιησούς που επισημαίνει « ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου» (Τώρα ήλθε η Previewώρα για δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου) (Иоан Ιωαν. 12, 23), καταδεικνύοντας ότι έτσι (μέσω των αλλοεθνών Ελλήνων και της γλώσσας τους που ακόμα τότε κυριαρχεί στην Ανατολική Μεσόγειο) το κήρυγμά του διαρρηγνύει τα στενά πλαίσια της Ιουδαίας κι ανοίγεται στην οικουμενικότητα .
Ο Απόστολος Ανδρέας είναι ο ιδρυτής και της Εκκλησίας του Βυζαντίου. Επ’ αυτής θα ανυψωθεί αργότερα, με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, το ομώνυμο Πατριαρχείο και ο τεράστιος ρόλος του στο ανατολικό θρησκευτικό δόγμα. Ο Απόστολος Ανδρέας είναι για την ορθόδοξη ανατολή ό,τι ο Απόστολος Πέτρος για τη Ρώμη και το καθολικό δόγμα.
Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Οι πρώτοι καρποί της διάδοσης του ευαγγελίου στα Βαλκάνια είναι συνδεδεμένοι με το όνομα του αποστόλου Παύλου και των δικών του μαθητών και συνεργατών. Αποτέλεσμα των ιεραποστολικών τους δράσεων είναι η δημιουργία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων – εκκλησιών σε Μακεδονία, Ιλλυρικό και Αχαΐα. Είναι γνωστό σε όλους το βάπτισμα από τον απόστολο Παύλο της πρώτης Ευρωπαίας χριστιανής της αγίας Λυδίας στους Φιλίππους (κοντά στη Ν. Ζίχνη στην περιοχή Σερρών).
Οι εν Ελλάδι εκκλησίες των Αθηνών της Κορίνθου, της Θεσσαλονίκης, των Φιλίππων, της Βέροιας κ.ά. έγιναν κέντρα διάδοσης του χριστιανικού κηρύγματος και της χριστιανικής παιδείας. Πολύ γρήγορα οι μαθητές των αποστόλων και οι στενοί τους συνεργάτες ίδρυσαν και χριστιανικές κοινότητες στην ενδοβαλκανική χώρα (ενδοχώρα της Βαλκανικής). Σύμφωνα με μία Legeda, στην Φιλιππούπολη έγινε επίσκοπος ο Ερμάς και στην Βεροίας (Stara Zagora) ο μαθητής του αποστόλου Παύλου Κάρπος. Ως πρώτος μητροπολίτης Οδησσού (Βάρνας), αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην επιστολή του προς Ρωμαίους, ο Αμπλίας. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Οκτωβρίου; και Ηράκλειας ο Άμβλιος, ο οποίος μαρτύρησε (мъченик).
Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους.
Ο Άγιος απόστολος Στάχυς ήταν ένας από τους Εβδομήκοντα αποστόλους. Το 38 ο απόστολος Ανδρέας ο πρωτόκλητος τον προχείρισε πρώτο επίσκοπο Βυζαντίου, της μετέπειτα Κωνσταντινούπολης. Είναι αυτός τον οποίο χαιρετά ο απόστολος Παύλος στην αποφώνηση της προς Ρωμαίους επιστολής, με τα λόγια "ασπάσασθε [...] Στάχυν τον αγαπητόν μου". Κατά τον συναξαριστή, ο Άγιος Στάχυς έκτισε ναό στην περιοχή της Αργυρούπολης, η οποία βρισκόταν κοντά στην Κωνσταντινούπολη και εκεί δίδασκε το ποίμνιο του. Χρημάτισε επίσκοπος Βυζαντίου επί 16 χρόνια, κηρύττοντας με ζήλο το Ευαγγέλιο και βαπτίζοντας ειδωλολάτρες στην πίστη του Χριστού. Αναπαύθηκε ειρηνικά το 54. Διάδοχός του υπήρξε ο επίσης Άγιος Ονήσιμος. Η μνήμη του εορτάζεται 31 Οκτωβρίου μαζί με τους αποστόλους Απελλή, Αμπλία, Ουρβανό, Νάρκισσο και Αριστόβουλο και στις 4 Ιανουαρίου οπότε τελείται η Σύναξη των Εβδομήκοντα Αποστόλων.
Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα.
Τον ΙΙο αι. ήταν γνωστά ως επισκοπικά κέντρα οι πόλεις της Μαύρης Θάλασσας Δελβετό (πλησίον του Μπουργκάς) και Αγχίαλος. Το έτος 90 μ.χ. συνατούμε τους επισκόπους Δελβετού Ελιό Πούμπλιο Ιούλιο και Σωτά να αγωνίζονται κατά του Μοντανισμού. Κατά τον prof. Todor Sabev, είναι πολύ λογικό να υποθέσει κανείς ότι υπήρχαν και στα βόρεια της Βάρνας χριστιανικές κοινότητες κατοικημένες από Έλληνες.
Κατά την περίοδο του ΙΙ-IV αι. συναντούμε την ανάδειξη χριστιανικών κέντρων στην Νότια Μυσία και συγκεκριμένα: η Μαρσιανόπολις (βόρεια της Βάρνας όπου βρίσκεται σήμερα ο ποταμός Devnja), η Δωροστόλ (σημερινή Σιλίστρα) η μικρή Σκυθία (σημερινή Νοτία Ντομπρουτζά) κ.α. Κατά τον Τερτυλιανό το κήρυγμα του ευαγγελίου εισήλθε και στους Δάκες, Σαρματούς και Σκύθες. Τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται και από τα πρώτα μαρτυρολόγια (Martyrorogija).
Στην ταχεία διάδοση του Χριστιανισμού συνετέλεσαν και οι πιο κάτω παράγοντες: Το καλό οδικό και επικοινωνιακό δίκτυο, οι εμπορικοί οδοί, κόμβοι και κέντρα, επίσης τα πνευματικά κέντρα και η ευρεία διάδοση της ελληνικής και της λατινική γλώσσας. Ειδικότερα οι εξελληνισμένοι λαοί έγιναν ευκολότερα χριστιανοί, λόγω της διάδοσης της νέας θρησκείας μέσω της ελληνικής γλώσσας. Τέλος το μήνυμα του ευαγγελίου διαδόθηκε πιο εύκολα στα παράλια του Πόντου και της Ελλάδος παρά στα ενδότερα.
Η επικράτηση του Χριστιανισμού
Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που είδε ευνοϊκά την εξάπλωση του χριστιανισμού και που φρόντισε για την αύξηση της δύναμής του. Ο Κωνσταντίνος αποφασίζει ότι η ανανέωση που χρειαζόταν η αυτοκρατορία και η νέα θρησκεία που εξαπλωνόταν ταχύτατα, είχαν ανάγκη από μία νέα πρωτεύουσα και το 330 μ.Χ. μετέφερε την έδρα της αυτοκρατορίας στην πόλη που εκείνος έκτισε, τη Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη.
Με την μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη, τα Βαλκάνια και ειδικά η Θράκη αποτελούν το περιβόλι της Πόλης. Η καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, οδήγησε στον εκχριστιανισμό όλων των λαών των Βαλκανίων.
Το έτος 313 με το διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας πλέον γίνεται ελευθέρα η διάδοση του ευαγγελίου και ενισχύθηκε μέσα στα θρακικά φύλλα. Ο άγιος Νικήτας Ρεμενσιάνσκι (366-414) διέδοσε τον χριστιανισμό στους Σκύθες, Γκέτες και στο αγροίκο θρακικό φύλλο τους Βέσους που κατοικούσαν βόρεια της Φιλιππούπολης στον σημερινό ποταμό Μαρίτσα (Εύρο). Κατά τον ιερό (Blazhen) Ιερώνυμο (342-420) «Οι τερατόμορφοι Βέσοιμ οι οποίοι έκαναν ανθρωποθυσίες αντικατέστησαν το τρίξιμο των δοντιών τους και την μανία τους (θυμό) με χριστιανικούς ύμνους».
Αυτά τα στοιχεία μας ομιλούν για τη διάδοση του χριστιανικού κηρύγματος στην Χερσόνησο του Αίμου. Παντού υπήρχαν εκκλησίες, δημιουργήθηκαν επισκοπές όπως της Σαρδικής, της Φιλιππουπόλεως, της Nish Ναησού, του Συρμίου, της Μαρσιανουπόλεως, της Τραιανουπόλεως της Μαρωνίας κ.ά που έλαβαν μέρος στις οικουμενικές (Vselenski ) και τοπικές (mestni sahbori) Συνόδους, όπως η Σύνοδος της Σαρδικής (343). Άλλη μαρτυρία για τη διάδοση του χριστιανισμού την πρώιμη περίοδο στη χερσόνησο της Βαλκανικής είναι οι αρχαιολογικές ανασκαφές και οι παλαιοχριστιανικοί ναοί σε Βασιλικό ρυθμό, όπως και Ροτόντα. Συγκεκριμένα στη Σόφια, στη Μεσημβρία, στην Οδησσό (Βάρνα), στη Δωροστόλ, στην Μαρσιανούπολη, στην Φιλιππούπολη κ.ά.
Μετά το θάνατο του M. Κωνσταντίνου οι περισσότεροι αυτοκράτορες ήταν χριστιανοί, ή τουλάχιστον ήταν ευνοϊκοί απέναντι στο χριστιανισμό εκτός από τον Ιουλιανό (361 μ.Χ.-363 μ.Χ.) που προσπάθησε να σταματήσει την εξάπλωση του χριστιανισμού και να αναβιώσει την αρχαία θρησκεία, προσπάθεια που εγκαταλείφθηκε μετά το θάνατό του σε εκστρατεία κατά των Περσών. Τελικά, ο Θεοδόσιος Α' αναγνώρισε το χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία του κράτους
.
Ρουμανία
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας έχει αποστολικές ρίζες, η θεμελίωσή της έγινε με το ιεραποστολικό έργο του Αποστόλου Ανδρέα, ο οποίος κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου και στην πρώην ρωμαϊκή περιοχή Μικρά Σκυθία, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στον ποταμό Δούναβη και το δυτικό μέρος της Μαύρης Θάλασσας, η σημερινή Δοβρουτσά ( νότιο-ανατολικό μέρος της Ρουμανίας ).
Tον 8ο αι. ασπάστηκαν τον χριστιανισμό οι Βλαχο-Ρινχίνοι και οι Σαγουδάτοι κατά τον Τόντορ Σάμπεβ
Ο εκχριστιανισμός των σλαβικών φύλλων
Το Βυζάντιο επιχείρησε πολλές φορές να εκχριστιανίσει τους Σλάβους της ενδοχώρας συγκεκριμένα επί Κωνσταντίνου του Β΄ και Ιουλιανού του Β΄ από τα μέσα του 7ου και επί αυτοκρατορίας του Νικηφόρου του Α΄ (8ος- 9ος αι.) και Βασιλείου του Α΄ του Μακεδώνος (867-886).
Βούλγαροι
O Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται μεταξύ των Βουλγάρων σχεδόν αμέσως μετά την εγκατάστασή τους μέσα στα όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο χώρο συγκροτήσεως του νέου κράτους (μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου) η εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είχε οργανωμένο δίκτυο μητροπόλεων επισκοπών και ενοριών που δεν εξαρθρώθηκε αμέσως μετά την κυριαρχία των πρωτοβουλγάρων στην περιοχή. Εκτός τούτου μέσα στα όρια του αρτισύστατου Βουλγαρικού κράτους δεν υπήρχαν μόνο πρωτοβούλγαροι και Σλάβοι, αλλά και Βυζαντινοί Χριστιανοί, τους οποίου φυσικά δεν εξολόθρευαν οι Βούλγαροι και αφού είχαν ανάγκη και από εργατικά χέρια και από φόρους.
Έχουμε περιπτώσεις ηγεμόνων όπως του Τέλεριγγ (770-777) που ζήτησε άσυλο στο Βυζάντιο, επί Λέοντος Δ΄ (775-780). Ο αυτοκράτορας του παραχώρησε τον τίτλο του πατρικίου και του έδωσε για σύζυγο τη ξαδέλφη της συζύγου του Ειρήνης. Ο Τέλεριγγ ασπάστηκε τον χριστιανισμό με το όνομα Θεοφύλακτος.
Σημαντικό ρόλο στη διάδοση του χριστιανισμού διαδραμάτισαν οι βυζαντινοί αιχμάλωτοι. Οι βούλγαροι ηγεμόνες στις επιδρομές τους μέσα στο Βυζάντιο συνελάμβαναν πολυάριθμους χριστιανούς αιχμαλώτους και τους οδηγούσαν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Κλασσική είναι η περίπτωση του χάνου Κρούμου (803-814). Το Σεπτέμβριο του 813, μετά από ολιγόμηνη πολιορκία κατέλαβε την Ανδριανούπολη και οδήγησε τους κατοίκους της στη Βουλγαρία προς τη μεριά του Δούναβη. Οι Βούλγαροι εκχριστιανίσθηκαν επί Βοριδος το 864, όταν ήταν αυτοκράτορας ο Μιχαήλ ο τρίτος και πατριάρχης ο Φώτιος.
O Mέγας Φώτιος όταν ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο η δικαιοδοσία του προς βορρά ορίετο (συνόρευε) από τη Mακεδονία, τη Θράκη και τη Kριμαία, ενώ όταν απομακρύνθηκε από τον θρόνο η ιεραποστολική του παρουσία εκτεινόταν από την κεντρική Eυρώπη μέχρι τη Bαλτική και τον Bόλγα».
H συμβολή του μεγαλόπνοου πατριάρχη στην ιεραποστολική αυτή έκρηξη του Oικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία σφραγίσθηκε κυρίως με το έργο των φωτιστών των Σλάβων Θεσσαλονικέων αδελφών Kωνσταντίνου Kυρίλλου και Mεθοδίου, υπήρξε συγκλονιστική όχι μόνο για την επιλογή των εμπνευσμένων προσώπων, αλλά και για τη μοναδική εναρμόνιση του οικουμενικού ιεραποστολικού σχεδιασμού με τη διαχρονική αποστολική συνείδηση της Eκκλησίας. O σχεδιασμός αυτός ήταν δικό του έργο. Oι συνεργοί του ανέλαβαν και εκπλήρωσαν με εκπληκτική συνέπεια τον πολύπλοκο αυτό ιεραποστολικό σχεδιασμό. Aυτή ήταν η συνείδηση της Eκκλησίας.
Το 863 με αυτοκράτορα τον Μιχαήλ Γ΄ και Πατριάρχη τον Φώτιο, εστάλησαν στη Μοραβία, που βρισκόταν κάπου στην περιοχή της σημερινής Πράγας, οι Θεσσαλονικείς αδελφοί οι άγιοι Κύριλλος και ο Μεθόδιος και δημιούργησαν το σλαβικό αλφάβητο. Η ζωή τους στη Μοραβία εξαιτίας της παρέμβασης των δυτικών εκκλησιαστικών παραγόντων δεν ήταν καθόλου εύκολη. Όταν πέθανε ο Κύριλλος και αργότερα, μετά 16 χρόνια, ο Μεθόδιος (885), οι μαθητές τους διώχτηκαν από τον Δυτικό επίσκοπο Νίτρας Wiching. Άλλοι βασανίστηκαν και άλλοι πουλήθηκαν σε Εβραίους. Όσοι ήσαν δάσκαλοι φυλακίστηκαν σε αυστηρή απομόνωση. Φράγκοι στρατιώτες τους ελευθέρωσαν. Οι περισσότεροι από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν από το ηγεμόνα Βόρη της Βουλγαρίας για να διδάξουν το λαό.
Η ιεραποστολή για τον εκχριστιανισμό των Ρώσων έγινε τμηματικά. Η πρώτη προσπάθεια έγινε πάλι από τον Πατριάρχη Φώτιο γύρω στο 867. Η δεύτερη αποδίδεται στους Ρώσους εμπόρους που έφθαναν μέχρι το Βυζάντιο και είχαν εκχριστιανιστεί. Το 945 υπήρχε ήδη στο Κίεβο κοινότητα Ρώσων Χριστιανών. Στη συνέχεια η ηγεμονίδα Όλγα βαφτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 957-960. Τέλος στον εγγονό της Βλαδίμηρο, ηγεμόνα του Κιέβου, οφείλεται το μαζικό βάπτισμα των κατοίκων του Κιέβου το 988.
Με το βάπτισμα των Ρώσων το Βυζάντιο ολοκλήρωσε την ιεραποστολική του διαδρομή και εμπιστεύθηκε την σκυτάλη στους καινούργιους δρομείς της πίστης. Η Ρωσία για αιώνες συνέχισε ακούραστα την ίδια διαδρομή, ώσπου άλλοι παράγοντες απαγόρευσαν το θείο δρόμο. Τότε η σκυτάλη επέστρεψε στην Ελλάδα και αυτή τη δέχτηκε. Το μέλλον είναι άγνωστο, αλλά η Ελπίδα είναι μεγάλη.
Βυζάντιο -Ρωμανία
Ο όρος Έλληνας κατά τη Βυζαντινή περίοδο επειδή υπονοούσε εκείνον που λάτρευε ακόμη τους αρχαίους θεούς, και άρα ήταν κακόφημος και ταυτισμένος με παράνομες θρησκευτικές ιδέες και απιστία προς το κράτος, οι ελληνόφωνοι πολίτες της Αυτοκρατορίας προτίμησαν την ταυτότητα του «Ρωμαίου» αντί του «Έλληνα» ως σίγουρο καταφύγιο στους καιρούς που άλλαζαν. Έτσι ελληνόφωνοι «Ρωμαίοι» κατοικούσαν την Αυτοκρατορία μέχρι την πτώση της τον δέκατο πέμπτο αιώνα
Το όνομα Ρωμανία άρχισε να σημαίνει αποκλειστικά το Βυζάντιο, την Ανατολική Αυτοκρατορία. Είναι αληθές ότι οι Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι σπάνια μεταχειρίστηκαν τη λέξη αυτή για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Παρά ταύτα τα παραδείγματα είναι άφθονα από τον ΙΑ' αιώνα όπου οι Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης στις εμπορικές συνθήκες που υπέγραφαν με άλλες χώρες χρησιμοποιούσαν τον όρο Ρωμανία.
Η μοναδική βάση επάνω στην οποία στηρίζεται ο πνευματικός και κοινωνικός βίος των λαών της Βαλκανικής είναι η Ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Η διδαχή της, όπως αυτή μετουσιώθηκε και σε καθημερινή πρακτική, θεμελίωσε και σφράγισε ανεξίτηλα τον πολιτισμό αυτών των λαών. Υπήρξε καθοριστικός παράγων της ιστορικής πορείας τους, αρχικά ως κορυφαίος πνευματικός - πολιτιστικός συντελεστής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, στη συνέχεια δε μοναδικός συνεκτικός κρίκος των χριστιανών υποδούλων της Οθωμανικής επικράτειας.
Οι Έλληνες συνυπήρχαν με αλλόγλωσσες Ορθόδοξες κοινότητες στον ευρύτατο βαλκανικό χώρο από το Μοριά μέχρι τον Δούναβη και από την Τεργέστη μέχρι το Βουκουρέστι, ''με κοινό πολιτισμικό πλαίσιο την Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και την παρακαταθήκη των ελληνικών γραμμάτων,'' όπως εκφράζονταν συνθετικά από τους μεγάλους λογίους και διδασκάλους του Γένους και τα σημαντικά σχολεία που λειτουργούσαν.
Τα αρχαία φύλλα Θράκες, Δάκες, Σκύθες κ.ά. εκχριστιανίσθηκαν κα συνάμα (ταυτόχρονα) εξελληνίσθηκαν και εντάχτηκαν στη Βυζαντινή κοινοπολιτεία. Κατόπιν με την είσοδο του Ισλάμ στα Βαλκάνια δαιτηρήθηκε η ρωμαίικη συνείδησή τους.
Ο επιφανής Ρουμάνος ιστορικός N. Jorga, παίρνοντας αφορμή από την ζωηρή πνευματική δραστηριότητα του Ελληνισμού στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, θα τις χαρακτηρίσει, σε μια σημαντική του μελέτη, ως ''Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο''(Byzance aprts Byzance).
Για την περίπτωση των Γκαγκαούζων θα ήθελα να εκφράσω τα εξής: στις περιπτώσεις που δεν έχουμε αποδεικτικά στοιχεία, γραπτές αποδείξεις, ντοκουμέντα, ανατρέχουμε στην παράδοση. Όπως στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι πηγές είναι δύο η Αγία Γραφή και η Ιερή Παράδοση (svetoto-sveshtenoto, pisanije i svenoto predanie) η πρώτη αποτελεί την γραπτή απόδειξη και η δεύτερη την άγραφη. Δηλαδή αυτήν που τη ζούμε μέχρι σήμερα χωρίς να την έχουμε καταγράψη. Στην περίπτωση των Γκαγκαούζων ανατρέχουμε στην έρευνα και τη μελέτη της λαϊκής παράδοσης. Στα ήθη και τα έθιμα, στις αρχές και τις αξίες που είναι διαχρονικές.
Οποιαδήποτε εκδοχή και αν γίνει αποδεχτή, ομιλούμε για ένα φύλλο παλαιό, αρχαίο που δέχθηκε τον χριστιανισμό από τους αποστολικούς χρόνους. Στη ροή των πολιτικών και κοσμοϊστορικών μεταβολών δέχθηκε τη μεταφορά του, διατήρησε την πίστη του και όχι τη γλώσσα του. Ίσως να είναι και μία εκδοχή στο να μην εκσλαβιστεί ή εκρουμανιστεί. Παρέμειναν ρωμιοί στην πίστη και το απέδειξαν στην προσήλωση τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στη διαμάχη του με τη βουλγαρική Εξαρχία. Εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και ακολούθησαν τον «Μόσχοβο» δηλαδή τον ομόδοξο ρωσικό στρατό κατά των Τούρκων.
Η προσωπικότητα του Δημητρίου του Βιτακιώτη μας λέει πολλά.
Από τη θέση αυτή, θα ήθελα να κάνω μερικές προτάσεις, οι οποίες αν υλοποιηθούν, θα δώσουν τη δυνατότητα να αρχίσει η καταγραφή της άγραφης ιστορίας των λαών της Βαλκανικής Ορθοδοξίας, η οποία μέχρι στιγμής περιέχεται στις προσωπικές εμπειρίες του κάθε ειδικού, που για τον άλφα η βήτα λόγο δεν ανήκει στα εκάστοτε συστήματα, που επιθυμούν κατά περιόδους, άλλοτε τη συνεργασία με τους γείτονες και άλλοτε την αντιπαλότητα.
Θα πρέπει να προσδιορισθούν διαχρονικά οι «ΚΟΙΝΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ.
Σήμερα στα Α.Ε.Ι. πρέπει να υπάρξουν ανάλογες έδρες που να μπορέσουν να βγάλουν ειδικούς, οι οποίοι να καλλιεργήσουν αυτό που μας ενώνει και να συνεισφέρουν θετικά, ακόμη και σ’ αυτό που μας χωρίζει.
Ένας αγιορείτης Γέροντας (Starec) είπε το εξής: «Ότι μα ενώνει είναι από το Θεό, ενώ ότι μας χωρίζει είναι από τον Διάβολο».
Μία λαϊκή ρήση επίσης μας λέει: «καλυτερα να τα εχεισ καλα με το ΓΕΙΤΟΝΑ ΠΑΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΓΓΕΝΗ» ΠΟΛΛΩ ΔΕ ΜΑΛΛΟΝ, ΟΤΑΝ Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΤΥΧΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΣΟΥ».
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω τα εξής:
Παραφράζοντας τους στίχους της μελωδίας που λέει ότι: «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, αλλά η αγάπη μένει»,
θα μπορέσουμε να πούμε «Ο κόσμος με τα εκάστοτε πολιτικά συστήματα έρχεται και παρέρχεται, αλλά η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ παραμένει.
Церковный путь во времени.
Единство Православной Церкви
в совершении Божественной Евхаристии.
Прот. Константин Влетцис
(Митрополия Неаполеос и Ставрополеос)
Недавний собор православных представителей автокефальных Церквей в Стамбуле (Октябрь 2008) еще раз показал, на что опирается единство Православных Церквей, и совершении Божественной Евхаристии проходят человеческие болезни, которыми загружаются люди и законы в историческом движении, что бы преобразоваться в преподношение бескровной жертвы Триединому Богу. В этом Евхаристическом соборе нет больше место тому, что разделяет этот мир, и только объединяющее может вместится в человеколюбие Бога, который ждет, что бы человек отказался от угнетения, что бы смог открыться видению Царства Божьего и предвкусить эту радость с общей чашей жизни, причащаясь Божественных Даров, которые обильно предоставляет любовь нашего Бога тем, кто со страхом веры и любви приходит к столу Господню.
Церковь строится благодаря спасительному помыслу Бога Отца на земле, подготавливается избранием народа Божьего в Ветхом Завете, направляется пророческой, чтобы узнала в лице Вочеловечившегося, распятого и воскресшего Господа настоящий образ Бога, которому призваны подрожать люди в своей жизни с приходом и просвещением Параклита, Святого Духа. Таким образом, могут стать сходны не только по образу и подобию Божьему, но и изобразить в единении своего общества Триединого Бога, так как Церковь отображает общение Лиц Святой Троицы.
Последние слова воскресшего Иисуса, перед своим вознесением, призывают как раз учеников продолжать дело спасительного промысла, открывая его всему миру:
Матф.: 28. 19-20 “… идите, научите все народы, крестя их во имя Отца и сына и Святого Духа, 20 Уча их соблюдать все что Я повелел вам…” Ученики Его убеждены, что в продолжении промысла триединого Бога не будут одни: “и се, Я с вами до скончания века..” (Матф. 28.20). Через Святого Духа Церковь вкушает присутствие распятого и Воскресшего господа в Таинстве Божественной Евхаристии, которое установил сам на последнем вечере со своими учениками : “ядущий Мою Плоть и пьющий Мою Кровь, во Мне пребывает и Я в нем.” Как показал апостол народов в своем первом послании к Коринфянам, соучастие в Плоти Господа, которое придается жертвой в Таинстве бескровного жертвоприношения, собирает всех христиан в Тело Христа : 1 Кор. 10. 17 :
“Один хлеб, и мы многие одно тело; ибо все причащаемся от одного хлеба: это приобщение в единое Тело Христа, должно отображаться на членах составляющих это Тело, так тот же апостол народов, продолжая в том же послании к Коринфянам, напоминает нам: 1 Кор. 12. 12-14”… “Ибо, как тело одно, но имеет многие члены, и все члены одного тела, хотя их и много, составляют одно тело, - так и Христос. 13 Ибо все мы одним Духом крестились в одно тело, Иудеи или Эллины, рабы или свободные, и все напоены одним Духом. 14 Тело же не из одного члена, но из многих.”
Событие Пятидесятницы указывает явление Церкви в Мир. Очень быстро извещение об Воскресение перейдет узкие границы Иудейского народа, что бы открылось се, для всего народа. Апостол Павел и все его помощники, после окончания первой миссионерской поездки на Кипр и в Малую Азию отдали свою жизнь в Антиохискую Церковь, «Господь открыл двери спасения и другим народам» (см. Деяние 11,1). Эти все явления, конечно же не пройдут без проблем, так как должны были истолковать заново все те происшествия первого Ветхого Завета Бога и Его народом, должны убедить какую силу имеет весь тот Моисеевский Закон, который сохраняет Тело от разделения.
Решение Апостольского Синода было установлено, для позднего похода Церкви.
Каждый, не зависимо от его происхождения, может быть «членом тела живого Христа», Церкви, с одним условием, что бы только не соблюдал идололатрические привычки. Порядки Моисеевского закона о обрезании, не могут быть Иудеев и Христиан. Так же очень важным для жизни Церкви был процесс принятие решений, как пишет в Деяниях Апостольских, созывалось все тело верующих (Деяние 15, 28). Этот процесс синодального решения явится прототипом для принятия решения в церкви, каждый раз, как нужды и провокации вызывали нужным ограждение учения в безопасные границы, т.е. в кристаллизованные догматы.
На основании такого решения апостол народов Павел, начинает свои последующие миссионерские путешествия для проповеди народам. Распространение Христианства в Малой Азии и основание поместных церквей являются не только великого Апостола Народов, но и других Апостолов, как Андрея, Иоанна, Филиппа, Луки и др.. В апостольскую эпоху (1й Век). Христианство распространилось и на Элладской земле, где создались живые поместные церкви. (Филипийская, Салоникийская, Коринфийская, Никополийская, Дирракийская и др.). От побережья Малой Азии Христианство передалось и в ее в глубь, как в Каппадокии, и даже до дальнего Понда в раннюю посапостольскую эпоху. Чуть попозже упрочнилось евангелие и на островах Эгейской и Ионического морей, так же и в Миссии, Дакии, Дамнатии, Рэтии, Паннонии и в Норико. Христианство распространилось уже в прибрежных городах Черного Моря и в Крыму апостолом Андреем. Христианство приняли и Готы Крыма, которых представил на 1 Вселенском Соборе епископ Готский Феофил. В Италии Христианство связалось апостолами Петром и Павлом, которые пострадают за свою веру в столице Римской империи. В Риме всеобщее же распространение Христианство продвигалось более замедленным темпами, чем на ближнем Востоке, и в Греции. Не должны забывать и то, что апостольская проповедь в первых посапостольских веках дошла и до дальней Индии.
Пересмотрение религии и философии, которое вызвалось появлением больших ересей с одной стороны и победа Христианства с другой, подняло своевременно еще один вопрос о связи греческого образования и христианства. На этот вопрос православные отцы сразу дали собранный ответ, который позволит совместность важным элементам греческого образования благодаря христианскому духу. Но насколько бы не принимали христиане, что греческое образование имеет много постоянных и полезных данных, все равно в тоже самое время чувствует как бы приказом возвысить свое духовное строительство таким ценным способом, что бы удовлетворить все апелляции души, противопоставить христианскую грамоту греческой грамоте, дать совершенное христианское образование.
Внутри этих рамок двигался христианский дух 4го Века, подчеркнутой победой и укрепление верой. Это положение сконцентрировали его, и создались, в основном на греческом Востоке, работы которые позволяют назвать этот век Золотым Веком Христианской Грамоты. Важнейшим центром этого чудесного процветания была Каппадокия, потому что три Каппадокийца, Василий и два Григория (Богослов и Нисский), стали великими учителями христианского духа и христианского слова. Они были настоящими светилами и дали решительный поворот и решение большим проблемам, которые появились при победе христианства.
Изучая Каппадокию с церковной стороны, различаем два периода: Первый до 4 Вселенского Собора (451) и второй с 451 года до наших дней. В первый период Каппадокия составляла одну церковь под Митрополитом и Патриархом Кесарийским, которому подчинялась и Армянская. Во второй период, с одной стороны разделились Рианы, которая имела церковь, позже подчинившуюся Ионикиской церкви, с другой стороны автономны Кесарийский, решением 4 Вселенского Собора в Халкидоне подчинился Архиепископу Константинопольскому.
(Каппадокиские отличия до сих пор называются отличия КАРАМАЛИДИКА!!, которые используются местными жителями и которые являются раздроблением греческих слов сквозь Турецкие отличия, и это вполне естественно, после турецкого господства в этой области ).
Новые народы Европы, как Франки и Славяне принят Евангельскую весть с 6-7 века и дальше. Так проповедь Евангелия Маравии в 9 Веке непосредственно свяжется с делом Салоникийских братьев Кирилла и Мефодия. Но к сожалению с расширению миссионерского дела и с созданием новых церквей разгорелась и борьба за церковную юрисдикцию между старыми церквями, кто станет ответственной за новые области. Таким образом дела двух Салоникийских братьев противостоят церковные предводители Баварии, которые, ссылаясь на Римскую Церковь, создадут не мало помех миссионерскому делу Византии, среди Славянских племен. Но, не смотря на противодействия Франков, Кирилл переведет все Священное писание на Славянский язык, и будет бороться за использование местного Старославянского языка в «совершении Божественной Литургии».
Миссионерская деятельность в России началась еще в 9 Веке, и окончательным шагом для Христианского господства стало крещение великой Княгини Киевской Ольги (957) и Князя Владимира (988). Дело Византийских миссионеров было трудным, но их преданность к распространению Евангельской проповеди была впечатляющей.
Взгляд христианской Европы был уже основан с окончательным переходам Восточных Славян в христианство. В то же самое время Восток начал увядать, по причине разделений христианских территорий, после христологических споров в 5х и 6х Веках. Которые станут легкой добычей при динамичной расширении, Ислама с 7 – 8 го Века. Определенно жизнь христианских церквей с 9 го Века сосредоточится вокруг 2х сильных центров, Рима на Западе и Константинополя на Востоке, которые уже развили сильную миссионерскую деятельность. Но и это дело миссионерства в конечном итоге последовало причиной раскола единства христианских церквей между Востоком и Западом. За эеими гонками за контролем миссионерства, кроме выгод двух больших сил, Франков на Западе и Византийцев на Востоке, в конце первого и в начале второго тысячелетия, скрывались и две различные церковные системы построения церквей.
Римская церковь с первых веков христианской жизни пользовалась Первенством по среди других Церквей, так была столицей римского государства, и еще потому что среди других мучеников там приняли мучение апостолы Петр и Павел. Эта «Устроительница Любви», как называл ее Игнатий Богоносец уже с начала 2го века, будет стремится к совершенному захвату контроля над церковной жизнью, добиваясь, чтоб решения Папы были неоспоримо важными в жизни Церкви. Эти требования встанут на вершину в первый раз в эпоху Фотия Великого, которого Римский синод 869ого предаст запрету, требуя от него полного повиновения Папе. Сосредоточенность этой церковной мощи в Риме отражалась там , где не были развиты другие большие церковные центры в противоположность с Востоком, который от начала христианской жизни имел целую сеть городов, непосредственно связанных с апостольской деятельностью и имеющих цветущую церковную жизнь.
Таким образом, решения на Востоке, чтобы имели настоящую ценность и силу должны были быть приняты всеми большими церковными центрами. Кроме Константинополя, которая с 4-го века сыграет важную роль в церковных делах как новый Рим и как столица Римской империи (хотя бы восточной её части от Иустиниана и дальше), должны быть упомянуты древние патриархии Александрии, Антиохи и позже Иерусалима (с 4-го Вселенского Синода и дальше). Это повело и к теоретическому прогрессу и установлению синодальной системы: новые церкви при образовании получали соответствующую силу, внедряясь в новые географические и политические положения. Каждая область, естественно, имела своего Первого, но он по 34му апостольскому канону (работа относится к 4му веку), не мог ничего сделать без собрания многих, также как и многие не могли продолжить что то без Первого. В этом взаимоограничении церковных законов и достоинств проявлялись различные дары Святого Духа и последовательно строили промысел Божий в каждой поместной церкви. Каждая поместная церковь, однако же, имела осознанность, что составляет целую церковь, может созывать и передавать своим членам дары Святого Духа через таинство и духовную жизнь. Просто вера каждой поместной церкви должна находится в согласии с верой всех других поместных и автокефальных церквей, чтобы обеспечить соборность Церкви. Центром церковной жизни был всегда евхаристический собор вокруг которого вязались все оставшиеся таинства Церкви. Это главное начало евхаристической церковности, которую в середине 20го века изложил великий русский богослов Николай Афанасьев. Совершение таинства не было единственным фактом, но центром богатого церковного опыта, который распространялся с делами любви и делами взаимовыгодными в повседневности верующих. Епископ, как предводитель синода поместной церкви, обеспечивает сотрудничество с пастырями, которые управляют евхаристическим собором приходов. И было лицо, которое связывалось с соборным выражением церковного опыта.
Такой церковный строй и построение автокефальных церквей было неизвестным для Запада, которое сохранялось, ссылаясь на епископа Римского. Эта система поведёт постепенно к понятию о первенстве власти Папы Римского. Афанасьев называет это понятие, которое делает воцерковление поместной церкви зависимым от связи её с лицом Папы, как универсальная церковность. Столкновение между двумя этими церковными понятиями достигнет своей вершины с 11го века, чтобы связи Церквей Востока и Запада распались бы (раскол 1054). Установление своеобразных положений как догматов Западной Римокатолической церкви будет намного позже (1870 – Первый Ватиканский собор), дело которое до сегодняшних дней вместе с изменениями символа веры (добавление Filioque), делает бессильным евхаристическое общения Церковного Запада и Востока.
Восток сохранил сокровище евхаристической церковности несмотря на тяжелые исторические условия (как например распространение Ислама на востоке и на Балканах до начала 20го века и вторжение татар в Россию 13-15 век.) до сегодняшнего дня может сохранить единство и сотрудничество автокефальных церквей. Также Православные Церкви не имеют только общую церковную структуру, но и общую Божественную Литургию ( Иоанна Златоуста и Василия Великого), но и вся другая масса таинственных деяний (здесь не должны забыть про имнологию), которые до сегодняшнего дня могут передать верующим чувство единения путём давления.
Церковная структура, естественно, не должна расколоться от общих канонов и постановлений, которые регулируют повседневное и самое важное в жизни церкви. Таким образом Каноническое Право – которое, как оно принялось в Пенфектском синоде 691-92, в важности ствола остаётся основанием церковного порядка - должно найти способ приспособления к условиям, которые образуются тогда, когда в истории происходят изменения. Опыт и история Православных Церквей может быть драгоценным путеводителем на этом пути. Но превыше всего общий образ жизни таинства единения вокруг совершения Божественной Евхаристии является такой, который может гарантировать лучший способ единства и любви между Православными церквами. В совершении бескровной жертвы ещё раз проявляется апостольская мудрость нашей Церкви, как уточняется в Деяниях 2,42: « и они постоянно пребывали в учении апостолов, в общении и преломлении хлеба и в молитвах »
Это ожидание общего вкушения даров Божиих при евхаристии пусть нас не покидает до скончания веков……
Константинос Георгиевич Нихоритис, проф.Д-р фил. наукы.
Распространение христианства на Балканах
в ранний и поздний период
Иудея в эпоху Христа жила мечтою прихода ожидаемого Мессии, который должен был освободить избранный народ от многовекового рабства чужеземных поработителей.
Это миропонимание сохранилось и у учеников Христа не только до его Воскресения (Матфей, 20, 21), но и после него. Об этом свидетельствует вопрос, заданный ими Христу: «Господи, настал ли час восхождения на царство Израилево» (Деяния, 1, 6). Когда же ученики прожили Пятидесятый день с сошествием Святого Духа, только тогда они поняли насколько ошибочно их мнение. Только тогда они осознали, что Мессия пришёл не только для одного конкретного, еврейского, народа, но для конкретного образа свободы - политики.
Слова Христа, по трактовке святого Павла, касались всех: «Или иудеи, или не иудеи, или рабы, или свободные - все мы стали… одним телом» (A`Коринф.12, 13). Этому как раз и посвящён предшествующий наказ воскресшего Христа своим ученикам: «Вы получите силу, когда снизойдёт на вас Святой Дух, и вы станете моими свидетелями в Иерусалиме, во всей Иудее … и на краю Ойкумены» (Деяния, 1, 8).
Одно из преданий повествует нам об апостольской деятельности на Балканском полуострове святого Андрея. После Пятидесятницы апостол Андрей осуществил большой протяжённости апостольский путь, включающий в себя Малую Азию, Понт, всё Причерноморье, Византию, Фракию, Македонию, Фессалию, Эпир и Ахайю. Его апостольский труд и учение отмечается в Никее (Вифиния), Никомидие и Халкидоне (Мраморное море), в городах понтийского эллинизма - Синопе, Сампсунде и Трапезунде, - на территории Скифии (современный юг России), в Крыму – вплоть до Кавказа, в Украине (на реке Днепре), в современной Румынии. За свою апостольскую миссию в разных уголках Греции он был назван Апостолом Эллинов.
Именно святой Андрей привёл к Христу первых не иудеев паломников, которые были эллинами. И сам Иисус отмечает, что «пришло время для прославления Сына Человеческого» (Иоанн, 12, 23), доказывая тем самым, что через другую нацию – эллинскую – и посредством её языка, который в то время пока ещё господствовал в Восточном Средиземноморье, Его проповедь рассекает узкие пределы Иудеи и выходит ко всему миру.
Апостол Андрей является и основателем церкви Византии, которая впоследствии, с основанием Константинополя, возвеличит одноимённый Патриархат и его гигантскую роль в восточной религиозной догме. Апостол Андрей для восточного православия является тем, кем был Пётр для католицизма.
Распространение христианства на Балканах
Первые плоды распространения христианства на Балканах были связаны с именем апостола Павла, его учеников и единомышленников. Результатом их иероапостольской деятельности было создание первых христианских общин – церквей в Македонии, Иллирии и Ахайе. Всем известно, что крещённая Павлом первая христианка в Европе была Лидия из города Филиппы (недалеко от Н. Зихни в районе Серрес).
Греческие церкви в Афинах, в Коринфе, в Салониках, в Филиппах, в Верии и т.д. стали центрами распространения христианского благовествования и христианского воспитания. Очень быстро ученики апостолов и их близкие единомышленники создали христианские общины во внутренней части Балкан. Согласно одному из преданий в Филиппуполи епископом стал Ермас, а в Верии (Стара Загора) ученик апостола Павла – Карп. Первым митрополитом Одессы (Варна) , как сообщает апостол Павел в своём Послании к Ромеям,был Амблиас, память которого празднуется 31 октября, и мученик Амблиас Гераклейский.
Святые Стахис, Аппелий, Амблиас, Урбан, Нарцисс и Аристовулос относились к 70-и апостолам Господа. Они внесли неоценимый вклад в миссионерский труд, проповедуя до конца своей жизни Евангелие. Святые Амблиас, Урбан и Нарцисс были удостоены чести свидетельствовать славе Христа. Апеллий, епископ Гераклеи, упокоился после того, как привёл в христианство многих людей.
Святой Стахис был одним из 70-и апостолов. В 38 году Андрей Первозванный рукоположил его первым епископом Византии, а впоследствии Константинополя. Это именно его приветствует апостол Павел при провозглашении Послания к Ромеям словами: «приветствую […] Стахи, возлюбленный мною». За время своего жития святой Стахис построил храм в районе Аргирополя, расположенного недалеко от Константинополя, где и обучал свою паству. Он служил епископом Византии на протяжении 16 лет, проповедуя Евангелие со рвением, обращая в христианскую веру язычников. Упокоился святой в 54 году. Его преемником стал святой Онисим, память которого отмечается 31 октября вместе с апостолами Апеллием, Амблиа, Урбаном, Нарциссом и Аристовуллом., а также 4 января, когда празднуется Собрание 70 апостолов.
Святые Амблиас и Урбан были рукоположены также апостолом Андреем епископами Одиссополя и Македонии соответственно. Обоих святых постигла мученическая смерть со стороны язычников по той причине, что они низвергали их идолов.
Во II веке в качестве известных епископских центров стали города на Чёрном море – Делвет (недалеко от Бургаса) и Ангиялос. В 90 году встречаем епископов Делвета Элия Публия Юлия и Сота, сражающихся против монтанизма. По мнению профессора Тодора Сабева вполне логично предположить, что и севернее Варны существовали христианские общины, населённые эллинами.
В период II-IV веков мы уже наблюдаем воздвижение христианских центров на юге Мисии и конкретно в Марсианополе (севернее Варны, где сегодня протекает река Денья), в Доростоле (современная Силистра) и в маленькой Скифии (современная южная Домбруджа) и т.д. В эпоху Тертильяна христианская проповедь дошла и до даков, сарматов и скифов, о чём говорят и первые свидетельства.
Скорому распространению христианства способствовали следующие факторы: хорошая дорожная сеть, торговые пути, пересечение дорог и поселения, а также духовные центры и широкое распространение греческого и латинского языков. Особенно легко принимали христианскую веру исламизированные народы в связи с распространением новой религии на основе греческого языка. Евангельское слово получило быстрое распространение, в особенности, на побережье Понта и Греции, нежели внутри страны.
Торжество христианства
Константин Великий был первым Римским императором, который благосклонно отнёсся к распространению христианства, и, более того, позаботился об укреплении его силы. Константин решил, что его империя и столь быстро распространяющаяся новая религия нуждаются в новой столице, поэтому в 330 году он перенёс центр своей империи в город, который построил, – в Новый Рим, или Константинополь.
С переносом столицы Римской империи в Константинополь, Балканы и в особенности Фракия стали близлежащими районами Константинополя. Утверждение христианства в качестве официальной религии привело к христианизации всех народов на Балканах.
В 313 году на основе Медиоланского приказа (интикта) о веротерпимости распространение евангельского слова становится свободным, что привело к его укреплению среди фракийских народов. Святой Никита Ременсьянский (366-414 гг.) передал христианство скифам, готам и даже невежественному фракийскому народу Весов, проживающего севернее Филиппуполи (современная река Марица (Евро). По словам Блаженного Иеронима (342-420гг.), «чудовищнообразные Весы, которые приносили людей в жертву, заменили свой гнев и скрежет зубов христианскими гимнами».
Именно эти свидетельства нам говорят о распространении христианской веры на Балканском полуострове. Везде основывались церкви, были созданы епископаты – такие, как Сардикский епископат, епископат Филиппуполи, Ниш Наису, Сирмиу, Марсианополя, Трайянополя Маронии и др., которые приняли участие во Вселенских и местных Соборах, в частности в Соборе Сардикии (343 г.). Другим свидетельством о распространении христианства на Балканах являются археологические раскопки и раннехристианские церкви в стиле базилики, также как и ротонды. Конкретно, в Софии, в Месимврии, в Одессе (Варна), Доростоле, в Марсианополе, в Филиппуполи и т.д.
После смерти Константина большинство императоров были христианами, или, по крайней мере, благожелательно относились к христианской вере, за исключением Юлиана (361-363 гг.), который попытался остановить распространение христианства и вернуть прежнюю религию. Эта попытка была пресечена после его смерти, нкаступившей во время военного похода против персов. В конечном итоге, Феодосий Первый признал христианство в качестве официальной религии своего государства.
Румыния
Православная церковь Румынии имела миссионерские корни, поскольку её основал своим священным трудом апостол Андрей, возвестивший евангельское слово и в районе, бывшем когда-то под властью римлян, - маленькой Скифии, расположенной между рекой Дунай и западной частью Чёрного моря, современная Добруча (юго-восточная часть Румынии).
По мнению, Теодора Сабева, в VIII веке христианство приняли влахи-ринхины и сагудаты.
Христианизация славянских народов
Византия неоднократно пыталась христианизировать славян, проживающих во внутренней части, особенно во времена Константина Второго и Юлиана Второго – с середины VII века, ещё со времён правления императора Никифора Первого ( VIII- IX вв.), и вплоть до периода правления Василия Первого Македонского (867-886 гг.).
Болгария
Христианство получило распространение среди болгар сразу после их размещения в пределах Византийской империи. Нельзя не учитывать того факта, что на территории создававшегося нового государства между Дунаем и Балканским полуостровом Константинопольская церковь обладала хорошо организованной сетью митрополий, епископатов и приходов, не распавшейся сразу после господства в этом регионе протоболгар. Кроме того, в рамках сложившегося Болгарского государства проживали не только протоболгарские и славянские народы, но жили и византийцы-христиане, которых, естественно, не подвергали истреблению, поскольку нуждались и в рабочих руках, и в оплате налогов.
Есть случаи, когда князья, в частности Телеринг (770-777 гг.), попросил убежища у Византийского императора Леонтия Четвёртого (775-780гг.). Император предоставил ему титул патриция и дал в жёны двоюродную сестру своей супруги Ирины. Телеринг принял христианскую веру, получив при крещении имя Феофилакта.
Значительную роль в распространении христианства сыграли византийские пленники. Болгарские князья во время своих нашествий на Византию забирали в рабство многочисленных христианских пленников и вывозили их во внутреннюю часть Болгарии. Классическим примером служит случай с ханом Крумом (803-814 гг.), когда он в сентябре 813 года, после полумесячной осады захватил Андрианополь и увёл с собой его жителей в Болгарию – к Дунаю.
Болгары приняли христианство при Борисах в 864 году, когда правил император Михаил Третий и патриарх Фотий.
Когда Великий Фотий взошёл на патриарший престол, его полномочия на севере доходили до Македонии, Фракии и Крыма. Когда же он отошёл от патриаршего титула, его иероапостольская деятельность простиралась от Центральной Европы до Балтики и Волги.
Вклад великого патриарха в расцвет иероапостольской деятельности Вселенского патриархата, которая была отмечена особенно просветительским трудом равноапостольных братьев из Солуни (современный город Салоники) –(Константином) Кириллом и Мефодием, был потрясающим не столько сделанным им выбором столь одухотворённых личностей, сколько из-за его исключительной гармонизации Вселенского иероапостольского проекта с современной церковной мыслью. Этот проект был его творением. Его же единомышленники взяли на себя осуществление многогранного иероапостолького труда с удивительной последовательностью. Таково было сознание церкви.
В 863 году император Михаил Третий и патриарх Фотий послали в Моравию, находящейся в районе современной Праги, двух братьев из Солуни - Кирилла и Мефодия, которые и создали славянский алфавит. В связи с вмешательством западных представителей церкви, жизнь равноапостольных братьев в Моравии была не так уж и легка. Когда умер Кирилл, а затем, спустя 16 лет Мефодий (885 год), их ученики были изгнаны из Моравии западным епископом Нитрасом Вичингом, другие же или были подвержены пыткам, или же проданы евреям. Всех учителей заключили в темницы в суровом единении. Спасли их франкские солдаты. Многие из них затем были использованы князем Борисом для обучения болгарского населения.
Христианизация русского народа прошла постепенно. Первая попытка была предпринята опять-таки патриархом Фотием около 867 года. Вторая попытка причисляется русским купцам, достигших Византии, где они приняли христианскую веру. В 945 году в Киеве уже существовала христианская община. В дальнейшем великая княгиня Ольга была окрещена в Константинополе ориентировочно в 957-960 гг. И, наконец, благодаря её внуку Владимиру в 988 году произошло массовое крещение жителей Киева.
С принятием христианства на Руси Византия завершила свой иероапостольский путь, передав эстафету новым гонцам веры. Россия на протяжении веков неустанно продолжала тот же путь, пока другие факторы не преградили Божественный путь. Тогда эстафета вновь была передана Греции, и она её приняла.
Будущее неизвестно, но Надежда – велика!
Византия – “Ромения” - Греция
Слово «эллин» в византийские времена, поскольку было сопряжено с теми, кто поклонялся античным богам, отождествлялось с незаконным вероисповеданием и неверностью по отношению к государству. Поэтому грекоязычные граждане Византийской империи предпочли слово «ромеи» вместо «эллины» в качестве надёжного убежища в переменчивости времён. Так, грекоязычные «ромеи» жили в империи вплоть до её падения в пятнадцатом веке.
Наименования «Ромения» начали связывать исключительно с Византией. Это правда, что сами Византийские историки и летописцы редко использовали данное слово по отношению к Византии, но, несмотря на это, есть очень много примеров, когда императоры Константинополя IV века при подписании торговых соглашений с другими странами использовали именно слово «Ромения».
Единственная основа, на которой зиждется духовная и общественная жизнь балканских народов является христианская православная вера. Учение её, с учётом происшедших изменений в ходе жизни, заложило фундамент культуры этих народов, оставив на ней свой неизгладимый след. Оно сыграло определяющую роль в истории этих народов: с самого начала в качестве культурно-духовного компонента Византийской империи, а потом в качестве единственного связующего звена с христианским порабощённым народом Османской империи.
Греки жили рядом с другими иноязычными православными народами на широком балканском пространстве от Мории до Дуная и от Триеста до Бухареста «единым культурным пространством православной церковной традиции и запасом греческой письменности», как выражались известные учителя Нации значимых действующих образовательных учреждений.
Древние племена фракийцев, даков, скифов и др. были христианизированы и параллельно эллинизированы, войдя в Византийское социально-государственное устройство. Позднее с приходом ислама на Балканы у них сохранилось сознание «ромеев».
Выдающийся румынский историк Н. Йорга, беря в пример животворящую силу духовной деятельности эллинизма в придунайских княжествах, напишет об этом в своём труде «Византия после Византии».
В случае гагаузов я бы хотел сказать следующее: когда у нас на руках нет явных доказательств письменных документов, мы обращаемся к традиции. Как и в Православной Церкви, у которой два источника: Священное писание и Священное предание. Первый из них представляет письменное доказательство, в то время как второе – устное. То есть то, которым мы живём по сей день без его переложения на письме. На примере гагаузов мы прибегаем к исследованию и изучению именно народной традиции, нравов и обычаев, принципы и ценности которых сохранились до наших дней.
Какой бы вариант мы не приняли, в любом случае мы говорим о древнем народе, принявшем христианство ещё в апостольские времена. В ходе политических и мировых исторических изменений этот народ приял и перемены, сохранив веру, но не язык. Возможно, это был один из выходов, чтобы не подвергнуться «славянизации» или «румынизации». Они остались «ромеями» в своей вере, что доказали преданностью к Вселенскому патриархату в борьбе с Болгарским экзархатом. Они стали членами «Филики Этерия» и последовали «Мосхово», то есть единоверному русскому войску в борьбе против османов.
Личность Димитрия Витакьоти говорит нам о многом.
Именно с этой точки зрения мне бы хотелось внести несколько предложений, которые в случае их реализации положат начало для записи «устной» истории народов балканского православия, истории, которая по сегодняшний день заключена в личном опыте каждого специалиста, по каким-то причинам не относящемуся ко всякого рода системам, направленных периодически то к сотрудничеству с соседями, то к противоборству.
Надо определить временные общие стабильные точки, которые нас объединяют.
Сегодня в ВУЗах должны существовать соответствующие кафедры, могущие заняться развитием того, что нас объединяет и внести положительный вклад в то, что нас разделяет. Один старец со Святой горы сказал: «То, что нас объединяет – от Бога, а то, что нас разъединяет – от Дьявола».
Народное же изречение говорит: «Лучше быть в хороших отношениях с соседом, чем с родственником», и тем паче, если твой сосед - родственник.
И напоследок. Перефразировав слова песни «правительства рушатся, но любовь остаётся», мы могли бы сказать, что «мир со всеми политическими системами приходит и уходит, но ПРАВОСЛВАИЕ остаётся!».
[1] Στην Γαλλία το κήρυγμα του ευαγγελίου συνδέθηκε με το αποστολικό κήρυγμα του Λαζάρου και των αδελφών του Μαρίας και Μάρθας στη Μασσαλία, στην Αρελάτη, στο Λούγδουνο κ.α. Στην Ισπανία αναφέρονται ήδη από το Β΄ αι οργανωμένες τοπικές εκκλησίες, ενώ στις Βρεττανικές νήσους οι πρώτες τοπικές εκκλησίες ιδρύθηκαν τον Γ΄ αι.
[2] Από την Παλαιστίνη διαδόθηκε ο Χριστιανισμός και στην Αραβία που άκμασε ιδιαίτερα τον Γ΄ αι. Από το τέλος του Β΄ αι οργανώθηκαν χριστιανικές κοινότητες στις σημαντικές πόλεις της Μεσοποταμίας, της Παρθίας και της Περσίας. Στη Συρία ο Χριστιανισμός είχε ήδη από την αποστολική εποχή ισχυρά ερείσματα. Μεγάλη διάδοση είχε το ευαγγέλιο του Χριστού στην Κοίλη Συρία και την Ανατολική Συρία, όπου σύμφωνα με την παράδοση το ευαγγέλιο κηρύχτηκε από τον απόστολο Θωμά και Θαδδαίο. Στην Αίγυπτο το ευαγγέλιο κηρύχτηκε από τον απόστολο Μάρκο, που οργάνωσε την τοπική εκκλησία της Αλεξάνδρειας και φρόντισε για την ιεραποστολή της ευρύτερης περιοχής της Αιγύπτου, της Λιβύης και της Πεντάπολης. Το Β΄ αι το ευαγγέλιο είχε εδραιωθεί στη Β. Αφρική, που πιστοποιείται από το πλήθος των μαρτύρων.
[3] Περί το 862 μ.Χ. έφτασε στην Κων/πολη η πρεσβεία του ηγεμόνα της Μοραβίας Ραστισλάβου, που εκτός από πολιτική υποστήριξη ζήτησε την αποστολή βυζαντινών ιεραποστόλων στη Μοραβία. Το έργο ανατέθηκε από τον πατριάρχη Φώτιο στον Κύριλλο και στο Μεθόδιο που γνώριζαν τη σλαβική γλώσσα και μπορούσαν να αναλάβουν το έργο της ιεραποστολής. Ο Κωνσταντίνος (Κύριλλος) επινόησε το γλαγολιτικό αλφάβητο. Με τη βοήθεια του Μεθοδίου και των μαθητών του μετέφρασε στη νέα γραπτή σλαβική γλώσσα τις λειτουργικές περικοπές της Αγίας Γραφής και τα κύρια λειτουργικά βιβλία.
[4] Η διάδοση του Χριστιανισμού στη Βουλγαρία είχε ήδη ξεκινήσει την εποχή της εικονομαχίας, όχι όμως με οργανωμένη αποστολή. Τον Θ΄ αι ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Βόρις και οι βογιάροι δέχτηκαν το Χριστιανισμό. Η ιεραποστολή στη Βουλγαρία πέρασε πολλές περιπέτειες. Υπήχθη στη δυτική και φραγγική ιεραποστολή. Τελικά οι Βούλγαροι ζήτησαν την οριστική υπαγωγή της εκκλησίας τους στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού θρόνου. Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Σερβία με οργανωμένη ιεραποστολική δράση επί Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα.