«Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον!
οὐρανὸν τὸ Σπήλαιον, θρόνον Χερουβικόν τὴν Παρθένον,
τὴν φάτνην χωρίον ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρnτος, Χριστὸς ὁ Θεός,
ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν»
Πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Μὲ τὰ λόγια ποὺ μόλις διαβάσαμε, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία διὰ τοῦ θεοφθόγγου στόματος τοῦ Ὑμνογράφου τῶν Χριστουγέννων ἀντικρύζει τὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως καὶ τὸ ὁμολογεῖ ὡς παράξενο μυστήριο, ἀσύνηθες καὶ μοναδικὸ.
Καὶ πράγματι τὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ μεταμορφώνεται σὲ οὐρανό, ἡ ταπεινὴ φάτνη γίνεται τόπος φιλοξενίας τοῦ ἀχώρητου Θεοῦ, ἡ Παναγία Παρθένος ἀποδεικνύεται θρόνος ὑποβασταζόμενος ὑπὸ τῶν ἀγγελικῶν χερουβικῶν δυνάμεων. Τὸ ταπεινὸ Βρέφος ποὺ προσκυνοῦμε δὲν εἶναι ἕνα μικρὸ παιδάκι ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ παντέλειος Θεός. Τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε δὲν εἶναι μία ἁπλῆ συνήθης γέννηση, ἀλλὰ ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς ἐνδύεται τὴν ἀνθρώπινη φύση, εἰσέρχεται στὴν ἱστορία καὶ ζεῖ ἀνάμεσά μας• «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη».
Πραγματικὸ μυστήριο! Μέγα ὄντως καὶ παράδοξο! Τὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ ὁμολογεῖ ἡ θεολογία μας, τὸ μαρτυρεῖ ἡ πίστη μας• «ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρὸς πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός;» Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄυλος Θεὸς νὰ λαμβάνει σάρκα, ὁ αἰώνιος Δημιουργὸς νὰ ἀποκτᾶ χρονικότητα, ὁ ἀχώρητος νὰ χωρεῖ μέσα στὰ περιορισμένα ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ τῆς κοσμικῆς κτίσεως.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο μυστήριο. Δίπλα σ’ αὐτὸ λάμπει τὸ μυστήριο τῆς Θεοτόκου, τὸ σημεῖο τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος γεννᾶται μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἀπὸ Παρθένο Μητέρα, ὄχι ἐκ σπέρματος ἀνδρός. Εἶναι «ἀπάτωρ ἐκ Μητρὸς καὶ ἀμήτωρ ἐκ Πατρός». Δηλαδή, δὲν ἔχει πατέρα ὡς ἄνθρωπος, ὅπως δὲν ἔχει καὶ μητέρα ὡς Θεός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ὑμνογράφος ἱστάμενος ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ὁμολογεῖ ὅτι «ῥᾷον σιωπή», δηλαδὴ εἶναι προτιμότερη ἡ σιωπή, καθὼς ἡ γλῶσσα ἀδυνατεῖ νὰ περιγράψει τὸ ὄντως ἀπερίγραπτο μυστήριο.
Ἡ αἴσθηση ὅμως τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς εὐλογημένης ἀπορίας δὲν σταματᾶ ἐδῶ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θεολογικὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σημεῖο τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως, τὸ μυστήριο ἐκφράζεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο, τὸν τόπο, τὶς συνθῆκες καὶ τοὺς ὅρους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἐνδύεται τὴν ἀνθρώπινη σάρκα. Λέγει πάλι ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνoγράφος γιὰ τοὺς μάγους ὅτι αὐτὸ ποὺ τοὺς κατέπληξε δὲν εἶναι οἱ θρόνοι καὶ τὰ σκῆπτρα ἑνὸς ἐπιγείου βασιλέως, ἀλλὰ ἡ ἔσχατη πτωχεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ: «Τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων;». Καὶ ἐδῶ γεννᾶται ἡ νέα ἀπορία: Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ λανθάνει, νὰ κρύβεται, μέσα σὲ μιὰ τέτοια ὑπερβολὴ κενώσεως; Νὰ γεννᾶται κάτω ἀπὸ τὶς πλέον ταπεινὲς συνθῆκες ποὺ μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ ἄνθρωπος; Γιατί κατὰ τὸν ἐρχομό Του, ἀντὶ νὰ φανερώνει, Αὐτὸς νὰ κρύβει τὴ δόξα Του;
«Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα τὸν Ἀδὰμ θεὸν ἀπεργάσηται», ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ καταστήσει κατὰ χάριν θεὸν τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως• τὸ νὰ γίνει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁ καθένας μας χριστόμορφος, θεόμορφος, δηλαδὴ μὲ χαρακτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν τέταρτη αἰτία τοῦ μυστηρίου.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, προσεγγίζοντας τὸ μέγα μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως ἀφ’ ἑνός, καὶ ρίχνοντας μιὰ ματιὰ στὸν πεπτωκότα κόσμο καὶ στὴν ἀλήθεια τῆς στιγματισμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινης φύσεως ἀφ’ ἑτέρου, διερωτᾶται κανεὶς τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ πραγματικότητά μας μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ; Πόσοι ἀπὸ μᾶς τοὺς βαπτισμένους χριστιανούς, τοὺς πιστοὺς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ζοῦμε τὸ πνεῦμα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων καὶ διατηροῦμε στὶς ψυχές μας τὸν πόθο μιᾶς τέτοιας θεϊκῆς προοπτικῆς ἢ ἔστω τὴν πίστη σὲ αὐτὸν τὸν προορισμό μας;
Καὶ ὅμως ἡ ἑορτὴ ἀνακυκλώνεται κατ’ ἔτος γιὰ νὰ μᾶς ἐμπνεύσει πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. Εὐχή μου λοιπὸν καὶ φέτος εἶναι νὰ ἀναβαπτισθοῦμε στὸ φρόνημα καὶ τὸ πνεῦμα τῆς προοπτικῆς μιᾶς ζωῆς γεμάτης ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς χάριτος τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ καὶ Λόγου, ἐμπνευσμένης ἀπὸ τὸν ἱερὸ πόθο τῆς θεϊκῆς προοπτικῆς μας καὶ ἔτσι νὰ προσδοκοῦμε καὶ τὴν ἐπὶ γῆς εἰρήνη Του στὸν κατὰ τὰ ἄλλα ἀποστατημένο κόσμο μας.
Καιρὸς νὰ ξεκολλήσει ὁ νοῦς μας ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου μας καὶ νὰ μετατεθεῖ πρὸς τὴν ἀληθινὴ ζωή μας. Μόνον ἔτσι ἡ ἀσφυξία τοῦ πτωτικοῦ μας κόσμου καὶ τὸ παραλήρημα τῆς ὑφισταμένης κρίσεως θὰ βροῦν τὴ θέση ποὺ τοὺς ἁρμόζει. Μόνον ἔτσι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θὰ καταλάβουμε ποιὰ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποιὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ποιὸς ὁ προορισμὸς μας, ποιὰ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ποιὰ ἡ στέρεη ἐλπίδα.
Σᾶς εὔχομαι
«ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΠΑΝΕΥΦΡΟΣΥΝΑ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΕΝΑ!»
«ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ!»
Μετὰ πολλῆς τῆς ἐν Χριστῷ Ἐνανθρωπήσαντι ἀγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ