ιε. «…Δεν ξαναπήρε παυσίπονο…»
«Ερχόμαστε στο Μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ εδώ και 15 χρόνια, δύο φορές τουλάχιστον το χρόνο. Μένουμε αρκετά μακριά, στη Νεάπολη Κοζάνης.
Είναι πολλά αυτά που θα μπορούσα να πώ για τον Γέροντα Κύριλλο, τον παππούλη μας.
Το πρώτο θαύμα από τον παππούλη το ζήσαμε, όταν σε κάποιο από τα πρώτα ταξίδια μας στο Μοναστήρι, ο Δημήτρης, ο άντρας μου, του είπε ότι έπασχε από αγκυλοποιητική σπόνδυλο-αρθρίτιδα και ότι υπέφερε από δυνατούς πόνους στην μέση, σε σημείο να χρειάζεται δύο αντιφλεγμονώδη την ημέρα. Ο Γέροντας του είπε: έλα μαζί μου, Δημήτρη.
Τον πήρε, μαζί με τον πατέρα Γαβριήλ και κάποιον άλλο πατέρα, και τον πήγε στο κελλί του. Τον έβαλε να ξαπλώσει μπρούμυτα στο ξύλινο κρεβάτι του, του τράβηξε «τα πάκια» όπως τα έλεγε, και τον ευλόγησε με το χέρι του. Έκτοτε ο Δημήτρης δεν ξαναπήρε παυσίπονο.
Σε άλλο ταξίδι μας στην Μονή ήμασταν προβληματισμένοι, γιατί στις εξετάσεις του Δημήτρη φαινόταν μία σκιά στον πνεύμονα και οι γιατροί μιλούσαν για φυματίωση. «Μή φοβάσαι, Δημήτρη», του είπε, ο Γέροντας. «Λίγο λαδάκι θα πιείς από το καντήλι του Οσίου Δαυίδ, και όλα καλά θα πάνε». Έτσι κι έγινε!
Άλλη πάλι φορά, τον Αύγουστο του 2011, μετά από μία γαστροσκόπηση του Δημήτρη, για έναν έλεγχο ρουτίνας, βρέθηκε ένας όγκος. Άμεση βιοψία, θετική η απάντηση. Φάνηκε πως άρχιζε ο Γολγοθάς μας. Ο χειρούργος συνιστά, όσο πιο γρήγορα, ολική γαστρεκτομή.
Επειδή ο παππούλης μας ήταν άρρωστος και μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία, του τηλεφωνήσαμε, δεν πήγαμε στη Μονή. «Δημήτρη, υπομονή και προσευχή, κι όλα θα πάνε καλά», ήταν η απάντηση του παππούλη.
Πράγματι, έγινε μία πολύ μικρή, μερική γαστρεκτομή και όλα πήγαν, όπως είπε ο παππούλης.
Το τελευταίο «θαύμα» του ο παππούλης μας το έδειξε, όταν κοιμήθηκε. Στον «τελευταίο ασπασμό» είδαμε ότι το χεράκι του ήτανε μαλακό, ευλύγιστο και ζεστό, όπως πάντα, και ότι ήταν ολοζώντανος! Δεν θά τον ξεχάσουμε ποτέ!
Σοφία, σύζ. Δημητρίου Κοσμίδη, Φαρμακοποιός, Νεάπολη Κοζάνης, Φεβρουάριος 2013
ιστ. «Ποιος ήταν ο θεραπευτής; Εμείς ή Εσύ;»
Ο Εντατικολόγος γιατρός κ. Μιχαήλ Παιδονόμος, Διευδυντής της Μονάδος Εντατικής Θεραπείας στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Αθηνών «Γεννηματάς», τον Ιούνιο του 2012, ανέφερε μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Γέροντα Κύριλλε, απευθυνόμαστε σε σένα στο δεύτερο ενικό πρόσωπο, γιατί σίγουρα είσαι εδώ, είσαι στους χώρους της Μονής σου, εδώ που πραγματικά, τύχαμε μιας υπέροχης, σήμερα και χθές, φιλοξενίας. Θελήσαμε, να πούμε λίγα λόγια σε σένα παίρνοντας αυτή την οδυνηρή, κυριολεκτικά, τιμή. Οδυνηρή, από τον πόνο της απώλειας, αλλά και κυριολεκτικά τιμή, σε μας, σε μένα, που δεν θά άξιζα μπροστά στην αγιότητα σου ν’ αρθρώσω μια λέξη.
Μαζί με μένα μιλάει, πιστεύουμε, και όλο το προσωπικό του Νοσοκομείου, όλο το προσωπικό, εκεί πέρα, όπου δεκάδες φορές, μας χάρισες τα πάντα, στην Ουρολογική Κλινική, αρχικά, του Γενικού Κρατικού, στην Μονάδα Εντατικής θεραπείας, αργότερα, που ήταν και μια από τις πιο δύσκολες περιόδους, στον Ευαγγελισμό, στη συνέχεια και όπου αλλού, κατόπιν, εσύ μας δεχόσουν πάντα με την ίδια αγάπη.
Σε θυμόμαστε! Θυμόμαστε, την φυσιογνωμία σου, εκείνη την υπέροχη, με την ευγένεια, την γαλήνη, την ανάταση!
Αγίαζες, κυριολεκτικά, με την παρουσία σου, τον χώρο, εισχωρούσες στο κάθε τι, ευλογούσες τα πάντα. Και εκεί, στην μορφή σου αποτυπωνόταν όλη η πραότητα, η εγκαρτέρηση και η αγάπη.
Με όλη την παρουσία σου ήταν σαν να μας έλεγες: «Στώμεν καλώς»! Και σύ, πάντοτε, στάθηκες καλά!
Κι ακόμη: «άνω σχώμεν τας καρδίας!». Είχες προς τον Ουρανό, πάντοτε, ανοιχτή και στραμμένη την καρδιά. Είχες την καρδιά σου ανοιχτή και είχες όρθια την ψυχή, κατακόρυφο το φρόνημα. Και δεν λύγισες ποτέ!
Εσύ, ο άγιος άνθρωπος, ο άγιος γέροντας, που ήλθε ο πόνος και τόσο πολύμηνος, ενάμισυ χρόνο ολόκληρο και περισσότερο, για να δώσει σε σένα, εκείνη την γονιμοποίηση της ψυχής, που εξασκεί η οδύνη, εκείνη την λυτρωτική δύναμη του πόνου και εκείνο το καθαρτήριο της φωτιάς, το οποίο, δεν το χρειαζόσουν. Από πριν ήσουν άγιος! Αλλά μέσα απ’ αυτή όλη την επώδυνη κυοφορία της συνειδητοποίησης των έννομων, των συμπαντικών, εμείς όλοι, βλέπαμε, να βγαίνει εκείνη η ίδια αρετή που απέπνεε η μορφή σου, το χαμόγελο, που ποτέ, μέσα σε τόση αγωνία και αγώνα, δεν βαρυγκόμησες. Ποτέ, μα, ποτέ!
Και ήταν εκεί, και σ’ αυτό σ’ ευχαριστούμε, που πραγματικά αγίασες τον χώρο της Μονάδας, την Μονάδα μας, όπου κάθε σου βλέμμα, κάθε κίνηση του χεριού σου, κάθε ακινησία του σώματος σου, ήταν εκεί μία λειτουργία, μία θεία λειτουργία, μία ιερουργία, μία μέθεξη!
Ήταν, μία «θεία μετάληψη»! Μεταλαμβάναμε το φως, την ηρεμία και την πραότητα της παρουσίας σου. Ήταν, ακριβώς, μία μυσταγωγία, μία μυσταγωγία, που μας άνοιξε κόσμους, που μας βάθυνε και μας πλάτυνε τις συνειδήσεις. Κάτι που ήταν ασύλληπτο, υπέρμετρο, πανάκριβο δώρο! Κάτι, που, αλήθεια, πολλοί από μας, κι εγώ, που φτωχικά μιλώ, αυτήν την στιγμή σε σένα, θά το πάρουμε μαζί μας, μέχρι το τέλος της ζωής μας, ανεκτίμητη προσφορά σου!
Σ’ ευχαριστούμε! Σ’ ευχαριστούμε!
Δεν μας οφείλεις τίποτε. Λένε, ότι αυτός που φροντίζουμε, αυτός είναι ο οφειλέτης. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν είναι έτσι.
Εμείς σου οφείλουμε το θάρρος και το κουράγιο και την διδαχή, που παίρναμε, που φεύγαμε, πάντα, από εσένα, ανακουφισμένοι.
Ερώτηση: ποιος ήταν ο θεραπευτής; Εμείς ή Εσύ;
Το ξέρουμε, το ξέρουμε τώρα, το ξέραμε και τότε…
Θεραπευτής ήσουν πάντα εσύ! Εμείς παίρναμε την θεραπεία από σένα!
Θυμόμαστε, ακόμη, και κάποιοι -εκτός Μονάδας-, που ερχόντουσαν, νοσηλευτές, γιατροί, προσωπικό του Νοσοκομείου να σε δούν, να πάρουν την ευλογία σου, που φεύγανε μ’ εκείνη την υπέρτατη γαλήνη στην καρδιά!
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί… Ήταν κι άλλοι άνθρωποι, συνάδελφοι εκεί, συνοδοιπόροι στον δύσκολο αγώνα να ανακουφίσουμε τον ανθρώπινο πόνο, που δήλωναν άθεοι ή αγνωστικιστές και που, όμως, σε είχαν νωρίτερα συναντήσει και ερχόντουσαν να δούν τη μορφή σου και να πάρουν την γαλήνη που τόσο την έχουμε ανάγκη.
Θυμάμαι κι εγώ ταπεινός προσκυνητής στο μεγαλείο σου, ακουμπισμένος εκεί, στον πάγκο των νοσηλευτών, ακουμπισμένος, σχεδόν με αδιακρισία, να παρακολουθώ, απέναντι από τους θαλάμους, εκεί στο χώρισμα των θαλάμων 12 και 13, να σε βλέπω, μ’ εκείνη την υπέρτατη γαλήνη. Να ζω με άλλο τρόπο, ακριβώς, αυτή την μέθεξη κι αυτή τη μυσταγωγία. Ακουμπισμένος εκεί, οτόν πάγκο των νοσηλευτών, ναι!, ακουμπισμένος…. Έτσι, το νοιώθαμε, έτσι το ένοιωδα στην ρίζα της ψυχής μου…
Και συ με ταξίδευες, Γέροντα Κύριλλε, από την μία άκρη της ψυχής μου στην άλλη, κι ήταν το πιο μακρινό και ένα από τα πιο σημαντικά ταξίδια που έχω κάνει ποτέ! Από την μία άκρη της ψυχής μου στην άλλη…
Γέροντα Κύριλλε, σ’ αγαπάμε, το ξέρεις!
Κι ήταν μαζί σου, εκεί, ο πατέρας τότε, Γέροντας τώρα Γαβριήλ, και ο π. Νεόφυτος, φύλακες άγγελοι κι ακοίμητοι φρουροί, που πήρανε, τόσο στην καρδιά και στο πρόσωπο τους και στο μέτωπο τους τον πόνο σου, την αγωνία και την ελπίδα και την μάχη που αποτυπώθηκαν στη μορφή τους, στο μέτωπό τους, όλη η δική σου μορφή και παρουσία, έτσι, όπως σ’ εκείνη την ανηφορική οδό του μαρτυρίου, στο μαντήλι της Αγίας Βερονίκης, αποτυπώθηκε η μορφή του Χριστού.
Και ήταν εκεί, και θυμόμαστε και την κάρα του Οσίου Δαβίδ, που ήλθε δύο ή τρεις φορές, να βοηθήσει στην ίασή σου και που επισκέφθηκε και τους άλλους ασθενείς στη Μονάδα.
Θυμόμαστε, τότε, με την παρουσία σου, Γέροντα Κύριλλε, που κυριολεκτικά εκείνο το διάστημα, όπως, -άνθρωποι είμαστε-, είχαμε όλοι ανάμεσα μας, γιατροί, νοσηλευτές, φυσιοθεραπευτές, μεταξύ μας, όλο το προσωπικό, αντιθέσεις, αντιπαραθέσεις, αντεγκλήσεις, διενέξεις, διαφωνίες έντονες, εκείνο το διάστημα που νοσηλευόσουν, να το πούμε διαφορετικά, που μας νοσήλευες, εκείνο το διάστημα των τριών εβδομάδων, όλοι αυτοί οι αρνητικοί παράγοντες, οι αρνητικές εκδηλώσεις, είχαν παύσει και είχαμε γαλήνη και πραότητα και ηρεμία και ευδυκρισία!
Θυμόμαστε μία νοσηλεύτρια από άλλη κλινική, μία φορά που ήλθε και είπε ότι από το θάλαμο που ήσασταν εσείς, Γέροντα Κύριλλε έβγαινε φως και ότι όλη η ατμόσφαιρα, σ’ έκανε να νοιώθεις εκείνη την άλλη ιερότητα της ύπαρξης και της ζωής.
Τώρα πιά, Γέροντα Κύριλλε, βρίσκεσαι σε μία από εκείνες τις υπέροχες Μονές που αιώνες ολόκληρους σου έχει ετοιμασθεί.
Από εκεί επιδαψίλευε, ναι, όλη την ευλογία σου. Μεταλαμπάδευε όλο το φως σου, μέσα από εκείνη την αγιότητα και την ιερουργία, που εμείς την ζήσαμε, παλαιότερα, και στα Νοσοκομεία. Στέλνε τα στην δύσκολη σημερινή ημέρα. Στέλνε τα και αύριο που μπορεί να είναι ακόμα πιο δύσκολα, αλλά έχουμε ελπίδα, έχουμε ελπίδα στον Θεό και τους αγίους και σε σένα!
Τώρα, που είσαι πολίτης του Σύμπαντος, τώρα, που μεθάς και που μαγεύεσαι, τις σιωπηλές ακούγοντας φωνές των ουρανών…
Εσύ μ’ εκείνη την πραότητα, την υπομονή, την ταπεινοφροσύνη, την καλοσύνη και την αγάπη, μ’ εκείνο το χαμόγελο, μ’ εκείνο το βλέμμα που αγκάλιαζε τα πάντα, ήξερες, κυριολεκτικά, να οριοθετείς καταστάσεις, ν’ ανοίγεις δρόμους και να μας δείχνεις τον δρόμο προς την τελείωση.
Γέροντα Κύριλλε, εσένα που έτσι σε γνωρίσαμε, σ’ ευχαριστούμε, σ’ ευγνωμονούμε, σ’ αγαπάμε!
Γι’ αυτό, λοιπόν, πήραμε αυτό το θάρρος και την τιμή και τόλμη ν’ απευθύνουμε λίγα λόγια σε σένα γιατί «εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται», ναι, «κεκράξονται». Γιατί, αν εμείς δεν τα λέγαμε, ναι, θά μιλούσαν, θά φώναζαν τα μόνιτορ, οι αναπνευστήρες, οι οθόνες, εκεί, της τηλεόρασης, τα μηχανήματα, τα φάρμακα, τα κρεβάτια κι ακόμη περισσότερο το κρεβάτι, που σε νοσήλευσε, θά φώναζαν, ίσως και κάποιοι άνθρωποι-εμείς είμαστε πιο σκληροί-. Θα φώναζαν τα άψυχα αντικείμενα που προσπάθησαν να σε θεραπεύσουν, που εσύ τα καθαγίασες προσβλέποντας και προσδοκώντας στον Ύψιστο Πατέρα και την μεγάλη φιλευσπλαγχνία για όλους εμάς, εμάς που θεράπευες. Αυτή την κραυγή τους, μέσα από την άφωνη γλώσσα τους, και τη σιωπή τους, ναι, εγώ την πήρα και την λέω με την δική μου φωνή.
Εσένα που είσαι το ουράνιο τόξο του ουρανού του δικού σου και του δικού μας, σ’ ευχαριστούμε, σ’ ευγνωμονούμε, σε αγαπούμε, εσένα που πρώτος μας αγάπησες.
Γέροντα Κύριλλε, σιωπούμε πλέον και κρατάμε ενός λεπτού σιγή, εις τιμήν και μνήμην σου, απίστευτα πιο άξια από τον οποίο λόγο θά μπορούσε ν’ ακουστεί, ενός λεπτού σιγή με απείρως έκτατη διάρκεια!».
ΠΗΓΗ: http://www.pemptousia.gr