Συλλογίσου αγαπητέ, ότι παρακινούμενοι ημείς από τον προφήτην Δαυίδ όπου λέγει να αγαλλώμεθα εις την ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου.«αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή» (Ψαλμ. ριζ' 23) έχομεν χρέος εν πρώτοις να συγχαρώμεν τον Ιησούν Χριστόν, ο Οποίος εις την χαρμόσυνόν Του Ανάστασιν απέκτησε πάλιν με κέρδος άπειρον όλα εκείνα όπου είχε χάσει εις το πάθος Του. Τέσσαρα πράγματα είχε χάσει τότε: την χαράν, την ωραιότητα, την τιμήν και την ζωήν. Τώρα δε όπου ανέστη ανέλαβε την ζωήν, αλλά τι λογής ζωήν; Μίαν ζωήν όπου εθανάτωσε τελείως τον θάνατον και δια τούτο θέλει είναι δια πάντα ζωή μοναχή, χωρίς να φοβήται να λάβη άλλην μίαν φοράν θάνατον.«Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκ έτι αποθνήσκει.θάνατος αυτού ουκ έτι κυριεύει» (Ρωμ. στ' 9).
Ανέλαβε την τιμήν και εξουσίαν, επειδή Εκείνος ο ίδιος όπου προ ολίγου ελογίζετο ολιγώτερον παρά άνθρωπος και εκαταφρονείτο χειρότερον παρά ένας σκώληξ, τώρα ανασταίνεται και αρχίζει να βασιλεύη εν τω ουρανώ και εν τη γη. Δια τούτο και έλεγε μετά την Ανάστασιν.«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη' 18). Ανέλαβε την χαράν, επειδή διερράγησαν πλέον τα μεσότοιχα όπου εκρατούσαν πρότερον εκείνο το πέλαγος της χαράς εις μόνον το ανώτερον μέρος τη ψυχής του Κυρίου και τώρα, όλον το πλήρωμα της χαράς εκείνης όπου εκρατείτο τριαντατρείς χρόνους, έτρεξεν εις το να κατακλύση τας κατωτέρας δυνάμεις της ψυχής και τα μέλη του Λυτρωτού.
Δια τούτο και όταν ανέστη από τον τάφον, ο πρώτος λόγος όπου έβγαλεν από το άγιον στόμα Του, ήτο δηλωτικός ταύτης Του της χαράς: «και ιδού ο Ιησούς απήντησεν αυταίς λέγων χαίρετε» (Ματθ. κη' 9). Ανέλαβε και την ωραιότητα και την δόξαν, διότι Εκείνος όπου ήτο χθές και προχθές άμορφος, άδοξος, ανίδεος, τώρα ανέστη εκ του μνήματος, ωσάν ένας νυμφίος από τον θάλαμόν του: όλος ωραιότατος, όλος δεδοξασμένος, όλος ηλιόμορφος, επειδή η χάρις και η δόξα του αναστηθέντος σώματος του Χριστού είναι τόσον υπερβολική, όπου εις τον ουρανόν αυτή θέλει είναι η ανωτάτη μακαριότης της ψυχής και του σώματος και όλων των αισθήσεών μας. Και θέλει είναι αρκετή να ειδοποιήση εις όλους τους μακαρίους, τόσον αγγέλους όσον και ανθρώπους ένα Παράδεισον, εις τον οποίον έχουν να ευφραίνωνται αχόρταστα εις πάντας τους αιώνας. Θέλεις να το καταλάβης καλλίτερα; Σχημάτισαι με τον νουν σου ένα ήλιον τόσον λαμπρόν, όπου με το φως του να σκεπάζη μυριάδας ηλίους, καθώς και ούτος ο αισθητός ήλιος σκεπάζει όλους τους αστέρας.
Τώρα ένας ήλιος τόσον λαμπρός, βέβαια ήθελεν είναι ένα μικρόν κάρβουνον συγκρινόμενος με το ένδοξον σώμα του Ιησού, το οποίον με την υπερβολικήν λάμψιν του θέλει καταρροφήσει την λάμψιν τόσων μυριάδων μακαρίων σωμάτων των Αγίων, από τα οποία το κάθε ένα θέλει είναι λαμπρότερον από τούτον τον ήλιον, ως γέγραπται: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτού» (Ματθ. ιγ' 43), όπου το, «ως», δεν δηλοί ομοίωσιν, αλλ υπεροχήν, ήγουν λάμψουσιν υπέρ τον ήλιον, καθώς ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος και αύτη είναι η δόξα εκείνη και ωραιότης όπου εζητούσεν ο Χριστός με τόσην παρακάλεσιν από τον ουράνιόν του Πατέρα προ του πάθους Του, λέγων: «δόξασόν με πάτερ παρά σεαυτώ τη δόξη, η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοί» (Ιω. ιζ' 5).
Με τα οποία λόγια δείχνει ότι εζήτει και ήθελε να εξαπλωθή η δόξα της θεότητός Του δια να δοξάση πληρέστατα και την ανθρωπότητά Του, επειδή χωρίς αυτήν την δόξαν και ωραιότητα της ανθρωπότητος του Ιησού Χριστού κανένας δεν ηδύνατο να γίνη δεκτικός της του Θεού δόξης και μακαριότητος και ακολούθως κανένας δεν ηδύνατο να γίνη ποτέ μακάριος, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος. Διότι η ανθρωπότης του Θεού Λόγου εστάθη ωσάν ένα μεθόριον ανάμεσα εις τον Κτίστην και εις τα λοιπά κτίσματα και πέρνουσα αυτή εις τον εαυτόν της όλον το πλήρωμα της του Θεού δόξης και μακαριότητος το συγκερνά τρόπον τινά και ούτω δια μέσου εαυτής μεταδίδει την δόξαν ταύτην και μακαριότητα εις όλους τους μακαρίους αγγέλους τε και ανθρώπους. Αλλ όχι καθώς αυτή την λαμβάνει από τον Θεόν άκρατον, διότι είναι αδύνατον να την δεχθή έτσι άκρατον, κανένα κτίσμα ψιλόν.αλλά συγκεκραμένην και μετριωτέραν δια να γίνωνται ταύτης δεκτικοί οι μακάριοι τόσον οι άγγελοι όσον και οι άνθρωποι.
Ότι μεν ουν οι άγγελοι λαμβάνουσι την δόξαν και μακαριότητα δια μέσου του αναστάντος Ιησού Χριστού, μάρτυς ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος λέγων, ότι αι τάξεις των Αγγέλων μετέχουσι της του Ιησού φωτοδοσίας, όχι με εικόνας τινάς αλλά με πρώτην μετουσίαν της γνώσεως, των θεουργικών αυτού φώτων1. Και ο σοφός Θεοδώρητος ο Κύρου λέγει: «μετά την σάρκωσιν ώφθη (ο Θεός) και τοις αγγέλοις ουκ εν ομοιώματι της δόξης αλλ αληθεί και ζώντι χρησάμενος ως περιβολή της σαρκός τω καλύμματι» (Διάλογ. α'. κατά Ευτυχ.). Μάλιστα δε ο άγιος Ισαάκ λέγων ότι προ της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού δεν ήτο δυνατόν εις τους αγγέλους να έμβουν εις τα υψηλότερα μυστήρια της θεότητος. Ότε δε εσαρκώθη ο Λόγος ηνοίχθη αυτοίς θύρα εν τω Ιησού. (Λόγος πδ'. σελ. 478). Και πάλιν: «και αυτή η πρώτη τάξις θαρρούσα λέγει ότι ουκ αφ εαυτής, αλλά διδάσκαλον έχει τον μεσίτην Ιησούν εκείνον, υφ ου υποδέχεται και τοις κάτω επιδίδωσιν» (αυτόθ. 477). Ότι δε και οι μακάριοι άγιοι δια μέσου της ανθρωπότητος του Ιησού βλέπουσι την δόξαν του Θεού, εδήλωσεν ο Κύριος ειπών: «Πάτερ ους δέδωκάς μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν». Και δεν στέκει έως εδώ αλλά προσθέτει: «ην δέδωκάς μοι» δια να φανερώση με τούτο την δόξαν όπου εδόθη εις την ανθρωπότητά Του (βλ. Ιω. ιζ' 24).
Ω δόξαις! Ω λαμπρότηταις! Ω μεγαλεία της Αναστάσεως του Κυρίου! Όντως αύτη είναι η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος. Διότι την μεν δευτέραν και τρίτην ημέραν εποίησε το πρωτόγονον εκείνο φως και την τετάρτην και πέμπτην και έκτην και εβδόμην εποίησεν τον εν τη δ' ημέρα γενόμενον ήλιον. Την δε Κυριακήν και πρώτην ταύτην ημέραν, και εν τη κοσμογενεσία, μόνος ο Κύριος αμέσως εποίησεν εκ του μη όντος εις το είναι (το γαρ εν αυτή γεγονός φως ουχί από το πρωί, αλλά από μεσημβρίας ήρξατο, κατά τους Θεολόγους) και τώρα πάλιν μόνος ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός ταύτην εποίησεν από του μνήματος ως από ορίζοντος αναστάς. Και αυτή η Κυριακή, τώρα μεν είναι εικών του μέλλοντος αιώνος.τότε δε έχει να ήναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών2.
«Όντως αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» (Ψαλμ. ριζ' 23). Οι εχθροί Του δαίμονες, ο εχθρός Του θάνατος, ο εχθρός Του η αμαρτία, ο εχθρός Του άδης, οι εχθροί Του Ιουδαίοι οι τούτον σταυρώσαντες και μισούντες Αυτόν. Όντως εκινδύνευε το καράβι να πνιγή και να πλέη δεν ηδύνατο όπου ερρίφθη ο Ιωνάς εις την θάλασσαν και κατεπόθη από το κήτος. Καράβι είναι ο κόσμος όπου δεν ηδύνατο να υπάγη εμπρός εις το αγαθόν. Θάλασσα είναι τα πάθη και αι θλίψεις του κόσμου. Ιωνάς ο Χριστός, κήτος ήτον ο θάνατος και ο άδης. Ερρίφθη ο Χριστός εις την θάλασσαν και τα πάθη. Κατεπόθη από τον θάνατον και τον άδην. Και επειδή η ζωοποιός θεότης δεν εχωρίσθη ούτε από το νεκρωθέν σώμα το κείμενον εις τον τάφον ούτε από την ψυχήν την καταβάσαν εις άδην δια τούτο ενέκρωσε και τον άδην και ανέστη τριήμερος και ούτως ο κόσμος όπου εκινδύνευε διεσώθη «ώσπερ γαρ ην Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, ούτως έσται ο υιος του ανθρώπου εν τη καρδία της γης τρεις ημέρας και τρεις νύκτας» (Ματθ. ιβ' 40).
Τώρα εσύ αδελφέ, είναι δυνατόν να μελετήσης ταύτας τας αληθείας, και να μη γεμίση από χαράν η καρδία σου δια την ανωτάτην ευδαιμονίαν και δόξαν, εις την οποίαν βλέπεις πως έφθασεν ο Λυτρωτής σου δια της Αναστάσεως, όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το πανάγιον σώμα Του; Όθεν επιθύμησαι να έχης όλαις ταις χαραίς των αγγέλων και όλων των Αγίων όπου συνέστησαν σήμερον και ελευθερώθησαν από τον άδην, δια να συγχαρής με αυτάς τον αναστάντα Δεσπότην, και δια να ευφρανθής με όλην σου την καρδίαν εις την νέαν ταύτην χαράν και δόξαν και νίκην Του, στοχαζόμενος πως η ιδική Του χαρά είναι και χαρά ιδική σου. Η ιδική Του δόξα είναι και δόξα ιδική σου και η ιδική Του νίκη είναι και νίκη ιδική σου. Και απλώς όσα Αυτός προνόμια και αξιώματα έλαβε δια της Αναστάσεώς Του, όλα ταύτα γίνονται και ιδικά σου δια της προς Αυτόν πίστεως και θερμής αγάπης. Εκείνου ως κεφαλής και εσένα ως μέλους. Εκείνου ως Πατρός και εσένα ως υιού. Εκείνου ως αρχιστρατήγου και βασιλέως και εσένα ως στρατιώτου και βασιλευομένου. Εκείνου ως φιλουμένου και εσένα ως φιλούντος.επειδή η αγάπη έχει φυσικόν ιδίωμα να κοινοποιή τα των φίλων κατά την παροιμίαν.«τα των φίλων κοινά». Και καθώς χθές και προχθές εκοινωνήσατε εις τα Πάθη και την θλίψιν του Κυρίου δια της πίστεως και αγάπης έτσι και σήμερον είναι δίκαιον να κοινωνήσετε εις την χαράν Αυτού και δόξαν και Ανάστασιν, «καθώς κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασι χαίρετε ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης Αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι» (Α' Πέτρ. δ' 13).
Και αν ο Αβραάμ προτήτερα από τρεις χιλιάδας χρόνους είδε την ημέραν ταύτην της Αναστάσεως του Σωτήρος και εχάρη, όταν έλαβε ζωντανόν τον υιόν του καθώς είπεν ο Κύριος: «Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και είδε και εχάρη». (Ιωάν. η' 56). Πως εσύ να μη χαρής αδελφέ εις την ημέραν ταύτην του Κυρίου, εις την οποίαν η φθορά μετεβλήθη εις αφθαρσίαν, ο θάνατος εις ζωήν, ο ακάνθινος στέφανος εις ρόδα και άνθη, ο κάλαμος, η λόγχη, οι ήλοι, ο Σταυρός και τα λοιπά όργανα του Πάθους και της ατιμίας, έγιναν όργανα δόξης και απαθείας; Πως να μη ευφρανθής εις την ημέραν ταύτην, εις την οποίαν οι μεν εν ουρανώ άγγελοι αγάλλονται απολαβόντες και αυτοί δια της Αναστάσεως την σωτηρίαν; Ήγουν την τελείαν ατρεψίαν και ακινησίαν εις το κακόν, ην ουκ είχον πρότερον, καθώς ο θεολόγος Γρηγόριος τούτο δηλοί εις το Πάσχα λέγων: «σήμερον σωτηρία τω κόσμω, όσος τε ορατός και όσος αόρατος» και ο τούτου σχολιαστής ερμηνεύει Νικήτας3.
Οι εν τω άδη Προπάτορες ευφραίνονται, οι εν τοις μνημείοις εγείρονται, οι εν τη γη Απόστολοι χαίρουσι, και ο ίδιος άδης πανηγυρίζει με όλα ομού τα επίγεια και ουράνια και άλλο δεν ακούεται εις κάθε μέρος, παρά το «Χριστός Ανέστη!». Πως εσύ να μην αγαλλιάσης εις την ημέραν ταύτην της αγαλλιάσεως, ήτις είναι των εορτών Εορτή και Πανήγυρις των πανηγύρεων κατά τον θεολόγον Γρηγόριον; Έαρ της Εκκλησίας μεταξύ των καιρών. Ήλιος μεταξύ των αστέρων, χρυσός μεταξύ των μετάλλων και βασιλίς, μεταξύ όλων των ημερών του ενιαυτού. Ήξευρε γαρ ότι αν δεν χαρής πνευματικώς εις όλα ταύτα τα υπερφυσικά χαρίσματα της του Χριστού Αναστάσεως, είναι κακόν σημάδι δια λόγου σου, πως δεν αγαπάς τον αναστάντα Χριστόν και ακολούθως πως δεν είσαι αληθινός Χριστιανός, αλλά ξένος του Χριστού και αλλότριος, διότι δεν συγχαίρεσαι εις την χαράν και δόξαν του Κυρίου σου.
Δια τούτο άναψαι αδελφέ την καρδίαν σου με μίαν φλόγα αγάπης προς τον αναστάντα Χριστόν, ευφραινόμενος εις την ευδαιμονίαν και εις το ιδικόν του καλόν περισσότερον, παρά όπου ήθελες ευφρανθή αν ήτο ιδικόν σου. Και επειδή σήμερον έγιναν καινούργια όλα τα πάντα, ως λέγει ο Παύλος: «τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β' Κορ. ε' 17): καινός ο τάφος, καιναί αι σινδόνες, καινή η Ανάστασις του Κυρίου. Καινοί οι αναστάντες Προπάτορες και Δίκαιοι, καινός ο ουρανός, καινή η γη. Ψάλλε και εσύ ακολούθως καινά άσματα καθώς σε προστάζει ο Δαβίδ: «άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν». (Ψαλμ. ρμθ' 1). Και συλλογίζου καινούργιους λογισμούς. Κάμνε έργα καινούργια, ζήσαι ζωήν καινούργιαν και αξίαν της του Χριστού καινής Αναστάσεως. Εσύ όταν εβαπτίσθης, συναπέθανες και συνεταφιάσθης μαζί με τον Χριστόν εις την αγίαν κολυμβήθραν και συνανεστήθης μαζί με Αυτόν και υπεσχέθης να ζήσης μίαν καινούργιαν ζωήν, ως λέγει ο Παύλος «συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον ίνα ως περ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ' 4). Λοιπόν, εντράπου πως έως τώρα παρέβης την υπόσχεσιν αυτήν και έζησες μίαν ζωήν παλαιάν και διεφθαρμένην και από της σήμερον και εις το εξής αποφάσισαι να ανακαινίσης την πρώτην εκείνην υπόσχεσιν όπου έδωκες εις το άγιον Βάπτισμα και να ζήσης μίαν άλλην καινούργιαν ζωήν, όχι με τρυφάς και ξεφαντώματα και χορούς και τραγούδια. Όχι με φιληδονίας και φιλοδοξίας, όχι με φιλαργυρίας και άλλας αμαρτίας. Διότι αυτά είναι της φθαρτής ζωής του παλαιού ανθρώπου, τον οποίον εκδύθης εις το Βάπτισμα και όποιος ταύτα εργάζεται, έχει να αποθάνη «ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν» (Ρωμ. η' 13). Αλλά με την παρθενίαν και αφθαρσίαν του σώματος, με την καθαρότητα και απάθειαν της ψυχής. Με την πνευματικήν γνώσιν και θεωρίαν του νοός και με τας λοιπάς ζωοποιούς αρετάς και καλά έργα, τα οποία είναι της νέας ζωής του καινού ανθρώπου και της Αναστάσεως του Χριστού, ο Οποίος αφ ου ανέστη, έζησε μίαν νέαν ζωήν, ελευθέραν έως και από τα αδιάβλητα πάθη της φύσεως, πείναν δηλ. και δίψαν και ψύχραν και τα λοιπά.
Έτσι και εσύ ως συναναστηθείς τω Χριστώ δια της πίστεως, χρεωστείς να ζήσης ελεύθερος καν από τα διαβεβλημένα πάθη και αμαρτίας και να φυλάττης καθαράν αυτήν την νέαν ζωήν όπου σου εχάρισεν ο Χριστός και μη σε πλανήση ο διάβολος λέγωντάς σου εις αυτάς τας αγίας ημέρας: τώρα είναι Ανάστασις και λαμπρά και τρώγε, πίνε, ευφραίνου, ξεφάντωνε. Διότι λέγει ο θείος Χρυσόστομος, ότι αν και ο καιρός της νηστείας επέρασεν, αλλ ο καιρός της εγκρατείας είναι πάντοτε με ημάς και μάλιστα, διότι η αγία Πεντηκοστή είναι οπίσω και μας προσμένει και πρέπει να καθαριζώμεθα εις τας ημέρας ταύτας, δια να λάβωμεν εις την ψυχήν μας τον ερχομόν και την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, καθώς και η Εκκλησία ούτω ψάλλει: «νέαν και καινήν πολιτείαν παρά Χριστού μεμαθηκότες, ταύτην μέχρι τέλους φυλάττειν, διαφερόντως πάντως σπουδάσωμεν, όπως Αγίου Πνεύματος την παρουσίαν απολαύωμεν.» Όθεν είπε και ο μέγας Βασίλειος «πως ημάς η Πεντηκοστή υποδέξεται, ούτω του Πάσχα καθιβρυσθέντος, η Πεντηκοστή του Πνεύματος έσχε του αγίου την εναγή και πάσι γνωρίμην επιδημίαν.συ δε προλαβών σεαυτόν, οικητήριον του αντικειμένου εποίησας Πνεύματος, εγένου ναός ειδώλων, αντί του γενέσθαι ναός Θεού δια της ενοικήσεως του Πνεύματος του Αγίου και επεσσάσω την αράν του προφήτου ειπόντος εκ προσώπου του Θεού.«ότι στρέψω τας εορτάς αυτών εις πένθος» (Αμώς στ' 16)» (Εν τω τέλει του «Κατά μεθυόντων» λόγου).
Ευχαρίστησε τον Κύριον δια τα χαρίσματα όπου σου εχάρισε δια μέσου της Αναστάσεώς Του και μάλιστα διότι σε έκαμε με την Ανάστασίν Του καινούργιον αντί παλαιού «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β' Κορ. ε' 17). Και επειδή κατά τους νηπτικούς και θεοσόφους Πατέρας, τρεις είναι αι αναστάσεις όπου ενεργούνται μυστικώς και ηθικώς εις τον άνθρωπον, η μία του σώματος, η άλλη της ψυχής και άλλη του νοός4. Η μία της αρετής ήτις κατορθούται δια της πρακτικής φιλοσοφίας, η άλλη του λόγου, ήτις κατορθούται δια της των όντων θεωρίας και πνευματικής γνώσεως και άλλη της υπέρ λόγον σιγής, ήτις κατορθούται δια της αρπαγής προς Θεόν. Παρακάλεσαι τον σήμερον αναστάντα Κύριον να ενεργήση εις τον εαυτόν σου δια της Χάριτός Του αυτάς τας τρεις αναστάσεις και να ζωοποιήση το σώμά σου όπου ενεκρώθη από την εμπάθειαν, την ψυχήν σου όπου ενεκρώθη από την ηδυπάθειαν, και τον νουν σου τον νεκρωθέντα από την προσπάθειαν.
Και ούτω ζωοποιήσας αυτά τα τρία μέρη δια της απαθείας, να σε αξιώση να αναστηθής από εδώ μαζί με Αυτόν, όχι δια ψιλής πίστεως, αλλά δια πείρας και νοεράς αισθήσεως, ώστε να λέγης κατά αλήθειαν και όχι με λόγον μόνον το : «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν άγιον Κύριον». Και να βασιλεύη και να ζη ο Χριστός μόνος εις εσένα και εσύ αντιστρόφως να βασιλεύεσαι και να ζής εις μόνον τον Χριστόν, κατά την παραγγελίαν όπου σου δίδει ο Απόστολος: «ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β' Κορ. ε' 15).
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι έχομεν χρέος δεύτερον να συγχαρώμεν με την Παναγίαν Παρθένον, ήτις όταν είδε τον θείον Υιόν Της όπου ανέστη, εγέμισε παρευθύς από τόσην μεγάλην χαράν όση ήτο μεγάλη και η περασμένη θλίψις όπου εδοκίμασεν εις τα Πάθη Του. Οι πόνοι Αυτής και αι θλίψεις μετρούνται από την γνώσιν όπου είχε της απείρου αξιότητος του ενσαρκωμένου Λόγου, και από την αγάπην όπου είχεν εις Αυτόν, όχι μόνον ως Θεόν ομού, και ως γέννημα των σπλάγχνων Της, αλλά και ως Μονογενή Αυτής Υιόν και ως μόνη ούσα Μήτηρ Αυτού χωρίς πατρός, τα οποία όλα δεν άφιναν την αγάπην Της να μοιρασθή εις άλλα πράγματα, αλλά την επολλαπλασίαζαν εις μόνον τον γλυκύν Της Υιόν. Όθεν επειδή και Τον εγνώριζε περισσότερον, Τον ηγάπα και περισσότερον, παρά όπου Τον εγνώριζαν και Τον ηγάπων όλοι οι άγγελοι εις τον ουρανόν, λοιπόν ακόλουθον είναι να ειπούμεν, ότι η Παναγία Παρθένος έπαθεν εις το Πάθος του Υιού Της περισσότερον από εκείνο όπου έπαθαν όλα ομού τα κτίσματα. Και ότι η λύπη Της δεν ευρίσκει άλλην παρόμοιαν δια να συγκριθή πάρεξ την λύπην όπου εδοκίμασεν ο ηγαπημένος Της Ιησούς. «Και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. β' 35).
Αφ ου όμως Αυτή πρώτη επήγε κατά το μεσονύκτιον δια να θεωρήση τον τάφον του Υιού Της.και αφ ου δι Αυτήν και μόνην έγινεν ο σεισμός και Αρχάγγελος Γαβριήλ ο συνήθης διακονητής και τροφεύς και Ευαγγελιστής Της4 κατέβη από τους ουρανούς και εκύλισε την πέτραν από την πόρταν του τάφου και εκάθητο επάνω εις αυτήν αστραπόμορφος και χιονοειδέστατος: «Άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού, προσελθών απεκύλισε τον λίθον από της θύρας και εκάθητο επάνω αυτού.ην δε η ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών». (Ματθ. κη' 2).Αφ ου λέγω κατέβη ο θείος Γαβριήλ.ω, πως μετετράπη ευθύς εις υπερβολικήν χαράν η υπερβολική Της λύπη! Ω πόσον ηγαλλίασε το πνεύμα Της, όταν είδεν, ότι δι Αυτήν μόνην ανοίχθη ο τάφος του Υιού Της! (Καθώς γαρ δια την Θεοτόκον ανοίχθησαν εις τους ανθρώπους τα ουράνια και τα επίγεια, έτσι και δια την Θεοτόκον ανοίχθη ο ζωοποιός Τάφος του Κυρίου).ως λέγει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος: «εμοί δε δοκεί και δι Αυτήν πρώτην τον ζωηφόρον εκείνον ανοιγήναι τάφον.δι Αυτήν γαρ πρώτην και δι Αυτής πάντα ημίν ηνέωκται, όσα επί του Ουρανού άνω και όσα επί της γης κάτω». (Λόγ. εις την Κυριακήν των Μυροφόρων).
Και όταν Αυτή πρώτη εθεώρησε την Ανάστασιν του Υιού Της! Ω πόσον ευφράνθη, όταν πλησιάζουσα εις τον αγαπητόν Της Ιησούν επίασε με άκραν ευλάβειαν και αγάπην τους αγίους Του πόδας και τους επροσκύνησε! Και όταν είδε γεμάτα απο θείον φως και από της Αναστάσεως τα μέλη του γλυκυτάτου Της Υιού, τα οποία προ ολίγου ήσαν όλα καταξεσχισμένα.όλα άτιμα και ανίδεα! Μάλιστα δε εξαιρέτως πόσον εχάρη, όταν ήκουσεν από το θείον στόμα του Υιού Της τον χαροποιόν εκείνον λόγον όπου Της είπε το, «χαίρε». Μολονότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει, ότι ήτο μαζί Της και η Μαγδαληνή Μαρία και επίασε και αυτή τους πόδας του Κυρίου και το «χαίρε» και αυτή ήκουσε, με σκοπόν δια να μη αμφιβάλλεται η Ανάστασις του Κυρίου μαρτυρουμένη από μόνην την θείαν Μητέρα Του δια την φυσικήν οικειότητα, ως ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (μετά Ξανθοπούλου εν τω συναξαρίω του Πάσχα) αποδεικνύει τούτο ισχυρώς. (Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων). Και λοιπόν ποίος νους ημπορεί να καταλάβη τι λογής τελειότης αγάπης και χαράς απέρασεν αναμεταξύ της Θεοτόκου και του Χριστού, αναμεταξύ μιας τοιαύτης Μητρός και ενός τοιούτου Υιού;
Όθεν αν η Θεοτόκος ήναι φυσική μεν Μήτηρ του Χριστού, θετή δε και πνευματική μήτηρ όλων των Χριστιανών και τοιαύτη μήτηρ, ώστε όπου, καθώς ο Χριστός μας παραγγέλλει να μη καλέσωμεν πατέρα εις την γην, επειδή κυρίως ένας είναι ο Πατήρ μας ο επουράνιος «και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης.εις γαρ εστιν ο Πατήρ υμών ο εν τοις Ουρανοίς» (Ματθ. κγ' 9). Έτσι έχομεν δίκαιον να ειπούμεν, και ότι ημείς μητέρα άλλην κυρίως δεν έχομεν, ει μη την Θεοτόκον6. Αν λέγω η Θεοτόκος ήναι μήτηρ των Χριστιανών, χρεωστείς και συ αδελφέ ως Χριστιανός και υιος της Παρθένου να συγχαρής εις την μεγάλην ταύτην χαράν Της. Διότι, ανίσως και εις καιρόν της τόσης Της ευτυχίας, εάν δεν ήθελες συγχαρή με την Παναγίαν, βέβαια έχεις να φανής ανάξιος της αγάπης Της. Και εάν φανής ανάξιος της αγάπης Της, έχεις να φανής ανάξιος δια να δεχθής υπό κάτω εις την Σκέπην Της, και εάν Αύτη η κοινή μήτηρ δεν σε δεχθή υπό την Σκέπην Της αλλοίμονον εις εσέ! ποία ελπίς πλέον θέλει μένει δια την σωτηρίαν σου; Επειδή Αυτή είναι η μήτηρ της ελεημοσύνης και δια μέσου των χειρών Αυτής περνούν όλαι αι του Θεού χάριτες, τόσον εν τω ουρανώ, όσον και εν τη γη. τόσον εις τους αγγέλους, όσον και εις τους ανθρώπους.
Αυτή μόνη γαρ μεθόριον γενομένη αναμεταξύ του Θεού και των κτισμάτων, λαμβάνει από την Τρισήλιον Θεαρχίαν όλας τας υπερφυσικάς δωρεάς και χαρίσματα και τα μεταδίδει ως φιλανθρωποτάτη Βασίλισσα εις όλας τας τάξεις των αγγέλων και των ανθρώπων, κατά την αναλογίαν της αγάπης όπου έχουν προς Αυτήν, ώστε Αυτή μόνη είναι και ο ταμιούχος εν ταυτώ και ο χορηγός του πλούτου της Θεότητος και χωρίς την μεσιτείαν αυτής, δεν δύναται να πλησιάση τινάς εις τον Θεόν, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, καθώς περί Αυτής υψηγορεί ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος εν τω α' λόγω των Εισοδίων7.
Όθεν ακολούθως και αι πρεσβείαι της Θεοτόκου ηθέλησεν ο Κύριος, να είναι νόμοι απαράβατοι, δια να γίνεται παρ Αυτού έλεος και ευσπλαγχνία εις εκείνους, δια τους οποίους πρεσβεύει: «στόμα δε ανοίγει σοφώς και νομοθέσμως, η δε ελεημοσύνη αυτής ανέστησε τα τέκνα αυτής και επλούτησαν» (Παροιμ. κθ' 26). Και ο άγιος Γερμανός «ουδέ γαρ ενδέχεταί Σε ποτέ παρακουσθήναι.επειδή πειθαρχεί Σοι κατά πάντα, και δια πάντα, και εν πάσιν ο Θεός, ως αληθινή Αυτού αχράντω Μητρί» (Λόγ. εις την Κοίμησιν). Συγχαίρου λοιπόν εξ όλης σου της καρδίας με Αυτήν την Δέσποιναν του Ουρανού και της γης, της χαράς το δοχείον επειδή εις Αυτήν πρώτην εδόθη η χαρά και προ της Αναστάσεως εις τον Ευαγγελισμόν Της, και μετά την Ανάστασιν σήμερον. Συγχαίρου με την Θεοτόκον, καθώς την συγχαίρεται και όλη η του Χριστού Εκκλησία εις χίλια μέρη των ασματικών τροπαρίων Της ψάλλουσα εις Αυτήν χαρμοσύνως και πανηγυρικώς, τώρα μεν «ο άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, αγνή Παρθένε χαίρε και πάλιν εώ χαίρε.ο Σός Υιος ανέστη τριήμερος εκ τάφου», τώρα δε «Συ δε αγνή τέρπου Θεοτόκε, εν τη εγέρσει του τόκου Σου» και ποτέ μεν «Αναστάντα κατιδούσα σόν Υιόν και Θεόν, χαίροις συν Αποστόλοις, Θεοχαρίτωτε αγνή», ποτέ δε «την γαρ εν τω πάθει σου μητρικώς πάντων υπεραλγήσασαν, έδει και τη δόξη της σαρκός Σου, υπερβαλλούσης απολαύσαι χαράς». Τι λέγω; Συγχαίρου με την Θεοτόκον, καθώς την συγχαίρεται και αυτή όλη η άλογος και αναίσθητος κτίσις και χαίρει εις την Ανάστασιν του Υιού Της και Την δωροφορεί με όλα τα κάλλιστα και εξαίρετα δώρα και χάριτας του έαρος και της γλυκυτάτης ανοίξεως.
Και δεν βλέπεις και μόνος με τους οφθαλμούς σου, πως τώρα ο ουρανός είναι διαυγέστερος; ο κύκλος της Σελήνης είναι λαμπρότερος και αργυροειδέστερος, και όλος ο χορός των αστέρων φαίνεται καθαρώτερος; Δεν βλέπεις πως τώρα η γη είναι στεφανωμένη με τα πολυποίκιλά της χορτάρια, με τα ανοιγμένα διάφορα δένδρα της και με τα ποικιλόχροα και ευωδέστατα άνθη και ρόδα της, τα οποία άλλα μεν ευγήκαν τελείως από τους κάλυκάς των και παρρησιάζουν εις τους ορώντας την ροδόπνοον χάριν τους άλλα δε εβγήκαν ολίγον και άλλα ακόμη ευρίσκονται εις τους κάλυκάς των μέσα ωσάν εις νυμφικόν θάλαμον; Δεν ακούεις με τα αυτιά σου την συμφωνίαν και εναρμόνιον μουσικήν όπου τώρα κάμνουν με τα γλυκυτάτας φωνάς των επάνω εις τα χρυσοπράσινα και δασύφυλλα δένδρα αι αηδόνες, αι χελιδόνες, αι τρυγόνες, οι κόσσυφοι, οι κόκκυγες, αι πέρδικες, αι κίσσαι, αι φάσσαι, οι σπίνοι και όλα τα λοιπά ωδικά όρνεα και πουλιά και πως συνερίζονται να νικήση ένα το άλλο με τα ποικιλόφθογγα και γοργογλυκόστρεπτα αυτών κελαδήματα; Και πως κατασκευάζουν τόσον τεχνικά τας φωλέας των και τα μεν θηλυκά κάθηνται και πυρώνουν τα αυγά μέσα εις αυτάς, τα δε αρσενικά πετούν τριγύρω και κελαδούν γλυκύτατα; Δεν βλέπεις πως τώρα αι βρύσες τρέχουν καθαρώτερα; Πως οι ποταμοί λυθέντες από τους χειμερίους πάγους ρέουσι πλουσιώτερα και ποτίζουν όπου περνούν της γης το πρόσωπον; Πως τα περιβόλια ευωδιάζουν;
Πως το χορτάρι κόπτεται; Πως τα μικρά και τρυφερά αρνάκια πηδούν και χορεύουν επάνω εις τους χλοηφόρους κάμπους και τα χωράφια; Δεν βλέπεις πως αι φιλόπονοι μέλισσαι τώρα ευγαίνουσαι από τα κοφφίνιά των βομβούσιν ηδύτατα και πετούν τριγύρω εις τους λειμώνας και περιβόλια και κλέπτουν τα άνθη και πλάττουσι τα κηρία των, βάνουσαι τας ευθείας γραμμάς αντίθετα εις τας γωνίας δια περισσοτέραν ασφάλειαν εν ταυτώ και κάλλος του έργου των και το γλυκύτατον μέλι κατασκευάζουσι; Δεν βλέπεις πως τώρα οι άνεμοι ησυχάζουσι; Πως αι γλυκείαι αύραι των ζεφύρων πνέουσι; Πως η θάλασσα είναι γαληνιαία και ήρεμος; Πως οι ναύται ταξιδεύουν άφοβα και πως οι δελφίνες συμπεριπατούν ομού με τα πλοία φυσώντες και κολυμβώντες γλυκύτατα και ξεπροβοδίζουν τους ναύτας με ευθυμίαν; Δεν βλέπεις πως τώρα οι γεωργοί, τα βόδια ζεύξαντες τέμνουσι την γην με το άροτρον και με τας καλάς ελπίδας των καρπών, όλοι είναι πασίχαροι;
Πως οι ποιμένες και βουκόλοι κατασκευάζοντες σύριγγας και συραύλια μέσα εις τα δένδρα περνούσι την άνοιξιν και πως οι αλιείς και ψαράδες τα δίκτυα και τους γρίπους εις την θάλασσαν ρίπτοντες, τα βγάνουν τώρα γεμάτα από ψάρια; Δεν βλέπεις πως τώρα όλα τα ορατά κτίσματα, όπου και αν γυρίσης να ιδής, είναι τερπνά, είναι ευώδη, είναι δροσώδη, είναι χαριέστατα και πανευφρόσυνα, ευχαριστούντα τας πέντε αισθήσεις του σώματος; Και πως φαίνονται ωσάν να συνανεστήθησαν με τον Χριστόν και αυτά και να εζωντάνευσαν από εκεί όπου ήσαν πρότερον ωσάν νεκρωμένα και αποθαμένα από την προλαβούσαν ψύχραν και δριμύτητα του χειμώνος;8 Και δια να ειπώ με συντομίαν, συγχαίρου με την Θεοτόκον και εσύ αδελφέ, καθώς την εσυγχάρηκαν και αι θείαι μυροφόροι, η Μαγδαληνή Μαρία και η Σαλώμη και η Ιωάννα. Δύνασαι γαρ εάν θέλης να γίνης και εσύ ωσάν αυτάς κατά την ψυχήν, καθώς σε παρακινεί ο θεολόγος Γρηγόριος εις το Πάσχα λέγων: «καν Μαρία τις ης, καν Σαλώμη, καν Ιωάννα, δάκρυσον ορθρία, ίδε πρώτη τον λίθον ηρμένον, τυχόν δε και τους αγγέλους και Ιησούν αυτόν», όπου ο σχολιαστής Νικήτας λέγει: «Μαρία Μαγδαληνή είναι κάθε ψυχή πρακτική, καθαρθείσα δια λόγου των Ευαγγελικών εντολών, ωσάν από δαιμόνια, από την προσπάθειαν της εβδοματικής ταύτης ζωής. Σαλώμη δε, ειρήνη ερμηνευομένη, είναι η ψυχή εκείνη όπου νικήση τα πάθη και υποτάξη το σώμα εις την ψυχήν και δια της θεωρίας των πνευματικών νοημάτων την των όντων γνώσιν περιλαμβάνουσα και δια τούτο ειρήνην τελείαν έχουσα. Ιωάννα δε, περιστερά ερμηνεύεται και είναι η ψυχή εκείνη η άκακος και γονιμωτάτη εις τας αρετάς, η οποία απέβαλε κάθε πάθος με την πραότητα και είναι θερμή εις το να γεννά τα πνευματικά νοήματα με γνώσιν και διάκρισιν.
Εάν τοιαύτη γίνη η ψυχή σου αγαπητέ, πήγαινε ωσάν τας μυροφόρους μετά προθυμίας και σπουδής (ο γαρ όρθρος ταχύτητα και σπουδήν δηλοί) εις τον τάφον, ήγουν εις το βάθος, εν ω είναι κεκρυμμένος ο λόγος των επιγείων και ουρανίων και εις την ιδικήν σου καρδίαν9 και ζήτησαι με δάκρυα νοητά και αισθητά να μάθης εάν ανεστήθη ο εν σοί λόγος της αρετής και της γνώσεως. Και εάν ζητήσης με τοιούτον τρόπον, πρώτον μεν θέλεις ιδεί να σηκωθή από την καρδίαν σου ο λίθος, ήγουν η πώρωσις της ασάφειας του λόγου, και αφ ου αυτή σηκωθή θέλεις ιδεί τους αγγέλους, ήγουν τας κινήσεις της συνειδήσεώς σου να σου κηρύττουν, ότι ανέστη ο εν σοί δια κακίαν νεκρωθείς λόγος της αρετής και της γνώσεως, επειδή εις την ψυχήν του φαυλοβίου ανθρώπου ο λόγος δεν ενεργεί, αλλά τρόπον τινά είναι νεκρός. Και εις όλον το ύστερον θέλεις ιδεί και αυτόν τον λόγον να σου εμφανίζεται εις τον νουν γυμνός και χωρίς τύπους και σύμβολα και να γεμίζει τας νοεράς δυνάμεις της ψυχής σου από χαράν πνευματικήν. Όθεν αφού τοιουτοτρόπως πληροφορηθής την του λόγου ανάστασιν δια της πρακτικής, συγχαίρου και με την άλλην Μαρίαν, ήγουν την Μητέρα του Θεού, ήτις εις την θεωρίαν περιλαμβάνεται, η οποία αφ ου επρόλαβε μίαν φοράν και είδε την Ανάστασιν του Υιού Της, επληροφορήθη και ησύχασε και πλέον εις τον τάφον δεν επήγεν, ωσάν τας άλλας μυροφόρους, επειδή και η θεωρία προλαμβάνει και απλώς νοεί, η δε πράξις έπεται και πείρα λαμβάνει την γνώσιν»11.
Η μεγαλυτέρα δε χαρά όπου έχεις να προξενήσης εις την Θεοτόκον είναι εάν κάμης απόφασιν να νικάς τα πάθη σου εις κάθε καιρόν και να παρθενεύης δια την αγάπην της Παρθένου. Και δια να γίνης άξιος να σε υπερασπίζεται και να σε έχη δια υιόν Της επιμελήσου να υποτάσσεσαι και να δουλεύης όσον δύνασαι περισσότερον Αυτήν και τον Μονογενή Της Υιόν και παρακάλεσαί Την να σε συναριθμήση με τους ευλαβητικούς δούλους Της και να σε αξιώση να χαίρεσαι με Αυτήν αιωνίως εις τον ουρανόν, ψάλλοντας εις Αυτήν εκείνο το Δαυιτικόν: «μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά.δια τούτο λαοί εξομολογήσονταί σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. μδ' 17).
Συλλογίσου αγαπητέ, ότι πρέπει τρίτον να συγχαρώμεν με το σώμά μας, διότι ο αναστάς εκ των νεκρών Κύριος δεν ευχαριστήθη μόνον με τον τύπον του θανάτου και της Αναστάσεώς Του όπερ εστί το άγιον Βάπτισμα. Τούτων γαρ τύπον έχει το θείον Βάπτισμα, ως λέγει ο θείος Παύλος: «ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου Αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. στ' 5), δεν ευχαριστήθη λέγω μόνον με τον τύπον της Αναστάσεώς Του να συγχωρήση το προπατορικόν μόνον αμάρτημα, να αφήση δε την ποινήν και τα αποτελέσματά του να ενεργούν, αλλά σήμερον με την πραγματικήν Του Ανάστασιν εξαλείφει ακόμη και αυτήν την ποινήν και το αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος.όπερ εστίν ο θάνατος. «Έσχατός φησιν εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α' Κορ. ιε'). Και ούτω με τελειότητα σηκώνει από το μέσον ως νέος Αδάμ την αμαρτίαν με όλας τας ρίζας και κλάδους της και καρπούς.
Διότι με την δύναμιν της σημερινής Αναστάσεώς Του χαρίζει εις όλην την φύσιν των ανθρώπων την ανάστασιν των σωμάτων τόσον των πιστευόντων εις Αυτόν, όσον και εκείνων όπου απιστούν. Και κατά τούτο υπερβαίνει το χάρισμα του νέου Αδάμ από το αμάρτημα του παλαιού, καθ ότι, όσοι μεν εμέθεξαν από το αμάρτημα εκείνου, ούτοι και απέθανον. Όσοι δε εμέθεξαν από την πίστιν του Χριστού, δεν αναστένωνται μόνοι, αλλά ακόμη και όσοι δεν εμέθεξαν από ταύτην την πίστιν, ως λέγει ο κριτικός Φώτιος ερμηνεύων το αποστολικόν εκείνο, «πλήν ουχ ως το παράπτωμα, ούτω και το χάρισμα.ει γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσε» (Ρωμ. ε' 15).
Και η αιτία είναι διότι, καθώς όλην την φύσιν των ανθρώπων ανέλαβεν ο Κύριος εις την θείαν Του υπόστασιν, έτσι ανεκαίνισε όλην την φύσιν, αναστήσας και τους απίστους αυτούς, διότι φυσικώς εν τω Αδάμ ήμαρτον και ου προαιρετικώς. Επειδή όμως προαιρετικώς δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν εις τον νέον Αδάμ, δια τούτο και τα μέλλοντα αναστηθήναι σώματα αυτών θέλουν έχει μεγάλην και ασύγκριτον διαφοράν από τα αναστηθησόμενα σώματα των πιστών και εναρέτων. Καθ ότι εκείνα μεν θέλουν είναι σκληρά βαρέα, άσχημα, άτιμα, μαύρα, σκοτεινά, ψυχρά και χονδρά και αυτά όλα τα άθλια ιδιώματα έχουν να αυξάνουν η να ολιγοστεύουν εις αυτά, κατά την αναλογίαν της απιστίας αυτών και κακίας, τα δε σώματα των πιστών και Ορθοδόξων έχουν εκ του εναντίου να είναι μαλακά, κούφα, ωραία, ένδοξα, διαφανή, φωτεινά, θερμά και πνευματικά. Και αυτά όλα τα μακαριστά ιδιώματα έχουν να αυξάνουν η να ολιγοστεύουν εις αυτά κατά την αναλογίαν της πίστεως και αρετής αυτών, καθώς γενικώς περί τούτων των ιδιωμάτων αναφέρει ο Απόστολος εν τη Α' προς Κορινθ. κεφ. ιε' 42 λέγων: «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία.σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη. σπείρεται εν ασθενεία, εγείρεται δυνάμει.σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν».
Συλλογίσου λοιπόν αδελφέ, πόσον μας ηγάπησεν ο Δεσπότης μας Ιησούς Χριστός ώστε όπου χωρίς ημάς δεν ηθέλησε να ήναι αθάνατος και μακάριος κατά την ψυχήν και κατά το σώμα, αλλά ηθέλησε και τα ιδικά μας σώματα να θριαμβεύσουν κατά του θανάτου και να γυρίσουν πάλιν να ζουν ομού με Αυτόν δια παντός, δεδοξασμένα και μακάρια: «ει γαρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια του Ιησού άξει συν αυτώ» (Α' Θεσσαλ. θ' 13). Επειδή με το μέσον του θανάτου και της Αναστάσεώς Του μας έκαμεν αξίους δια μίαν τοιαύτην ζωήν και μακαριότητα, γενόμενος ημών Πατήρ αθάνατος και ημείς αθάνατα τέκνα Του εις αιώνας αιώνων, κατά τον τίτλον όπου Του έδωκεν ο Προφήτης: «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος». (Ησ. θ' 6). Μάλιστα ηθέλησεν όχι μόνον να υπηρετήση εις την ανάστασίν μας ως μισθός, αλλά και ως αρχέτυπον. Ώστε το σώμα μας όταν αναστηθή να έχη μεγάλην αναλογίαν και ομοιότητα με το μέτρον εκείνου του δεδοξασμένου Του σώματος: «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών, εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης Αυτού» (Φιλιπ. γ' 21). Και καθώς ο αισθητός ήλιος όταν κτυπήση τας ακτίνας του εις ένα καθαρόν καθρέπτην, ο καθρέπτης εκείνος γίνεται άλλος ήλιος, έτσι και ο νοητός ήλιος Χριστός εν τη μελλούση αναστάσει κτυπώντας τας ακτίνας Του εις τα αναστηθέντα σώματά μας, έχει να τα κάμη να λάμπουν ωσάν άλλοι ήλιοι όμοιοί Του καθώς είναι γεγραμμένον: «τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών» (Ματθ. ιγ' 43).
Ω θαυμαστά εφευρέματα όπου εύρεν ο γλυκύτατός μας Ιησούς δια να μας αγαθοποιήση! Ω ασύγκριτα χαρίσματα όπου μας εχάρισε δια της Αναστάσεώς Του! Και τι άλλο μεγαλύτερον και θεοπρεπέστερον χάρισμα ηδύνατο να χαρίση εις ημάς ωσάν αυτό όπου μας εχάρισεν, ήγουν το να δοξάση με τόσην μεγαλοπρέπειαν αιωνίως όχι μόνον την ψυχήν αλλά και αυτό το σώμά μας; Έστω.η ψυχή εις όλον το ύστερον είναι καθαρόν πνεύμα.είναι συγγενές με τους αγγέλους και εικών της Θεότητος, όθεν δεν φαίνεται τόσον υπερβολική αγάπη το να πάθη ο Κύριος, δια να την δοξάση αιώνια. Αλλά τι λογής υπερβολή αγάπης είναι αύτη το να πάθη τόσον ένας Υιος του Θεού δια να αξιώση μιας αιωνίου δόξης το σώμά μας όπου είναι μία γη και σποδός; όπου είναι ένα σκεύος γεμάτον από δυσωδίαν και ακαθαρσίαν και μάλιστα όπου απεστάτησε τόσαις και τόσαις φοραίς από το θείόν Του θέλημα με τας κακάς του ορέξεις; Κατά αλήθειαν ανίσως και ημείς ηθέλαμεν καταξεσχίση δια τον Ιησούν Χριστόν με χίλια μαρτύρια το σώμά μας.ανίσως και ηθέλαμεν το καρφώση δι αγάπην Του επάνω εις τον Σταυρόν.η το ολιγώτερον ανίσως ηθέλαμεν το φυλάξη καθαρόν από κάθε λογής αμαρτίαν και μολυσμόν, πάλιν δεν ήτο άξιον το σώμά μας να απολαύση εις τον ουρανόν ένα προνόμιον τόσον υψηλόν, όπου να συνδοξασθή με το σώμα του Λυτρωτού μας «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η' 18).Και τώρα να απολαύση αυτό το υψηλόν προνόμιον τούτο το σώμα, ύστερα αφ ου ύβρισε τον Θεόν δια να θεραπεύση τον εαυτόν του και αφ ου εμολύνθη με τόσας αμαρτίας μόνον διότι εκαθαρίσθη μετρίως με την μετάνοιαν; Τούτο εκπλήττει κάθε νουν. Τούτο κάμνει άφωνον κάθε γλώσσαν.
Ω μακάριαι λοιπόν όπου είναι αι ελπίδες των Χριστιανών, με τας οποίας προσμένουν βέβαια να λάβουν τα σώματά των μίαν τοιαύτην ανάστασιν και δόξαν! Αυταί αι ελπίδες της αναστάσεως κάμνουσι σήμερον να χαίρωνται οι Προπάτορες και Προφήται. Ο αποκτανθείς Άβελ, ο απιστούμενος Νώε, ο εν τοις ξένοις ξενωθείς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ. Ο λεπρωθείς Ιώβ, ο διωχθείς Μωσής, ο διαβληθείς Ααρών, ο πολεμών Ιησούς ο του Ναυή, ο πεινών Δαβίδ, ο απογνούς εαυτόν Ηλίας, ο περιγελώμενος Ελισσαίος. Ο πριονισθείς Ησαίας, ο εν τω λάκκω βληθείς Ιερεμίας. Ο ραπισθείς Μιχαίας, ο λιθοβολιθείς Ναβουθαί. Αυταί αι ελπίδες κάμνουσι να ευφραίνωνται οι Απόστολοι και οι μάρτυρες Ιάκωβος και Παύλος οι αποκεφαλισθέντες.Πέτρος και Ανδρέας οι σταυρωθέντες.ο ποτήριον φαρμάκου πιών11 και εν ζέοντι ελαίω βληθείς12 Ιωάννης ο Θεολόγος.Ματθαίος και Πολύκαρπος οι πυρποληθέντες.οι Γεώργιοι, οι Δημήτριοι, οι Ευστάθιοι και πάντες οι λοιποί. Αυταί αι ελπίδες κάμνουσι σήμερον να αγάλλωνται όλοι οι Όσιοι και Ασκηταί, οι οποίοι επλανώντο εν ερημίαις και όρεσι και σπηλαίοις, κακουχούμενοι, θλιβόμενοι και βασανίζοντες την σάρκα των με διαφόρους κακοπαθείας και όσον περισσότερον εβασανίζοντο, τόσον περισσότερον εχαίροντο. Διατί; Δια να λάβουν ενδοξοτέραν ανάστασιν: «ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν» (Εβρ. ια' 35).
Αυταί, αυταί αι μακάριαι ελπίδες της αναστάσεώς σου, πρέπει να κάμνουν και εσένα αδελφέ να χαίρεσαι εις τας θλίψεις σου, να πλουτίζης εις την πτωχείαν σου, να παρηγορήσαι εις τας ασθενείας σου και να ευφραίνεσαι εις όλας τας δυστυχίας όπου σου έρχονται. Διότι όσον περισσότερον θλιβής και κακοπαθήσης εδώ, τόσον ενδοξοτέραν ανάστασιν έχεις να λάβης: «ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν». Όθεν αν τυφλωθής, χαίρε ότι αυτά τα μάτια έχουν να λαμπρυνθούν περισσότερον και να θεωρούν καθαρώτερον το φως της Τρισηλίου Θεότητος. Αν κουλλαθής χαίρε, διότι αυτά τα χέρια έχουν να εκτείνωνται με περισσοτέραν παρρησίαν εις τον Θεόν. Αν κουτσαθής χαίρε, διότι θέλεις χορεύει καλύτερα εις τον Παράδεισον. Αν λεπρωθή όλον σου το σώμα χαίρε, διότι έχει να αναστηθή ενδοξότερον, λαμπρότερον και ωραιότερον. Αν μετανοής και κλαίης δια τας αμαρτίας σου, χαίρε, διότι με τα δάκρυα αυτά θέλεις πλυθή από κάθε μολυσμόν και θέλεις αναστηθή καθαρώτερος. Και λοιπόν διατί φρίττεις και τρομάζεις τόσον πολύ την μετάνοιαν; Διατί αποφεύγεις τόσον κάθε λογής πειρασμόν και θλίψιν αντί να επιθυμής να έλθουν καταπάνω σου όλαι αι τιμωρίαι δια να δοκιμασθής τώρα εις αυτά, ωσάν το χρυσάφι και να αναστηθής λαμπρότερος;
Και τι νομίζεις; Ένας αναμάρτητος Ιησούς, ήτον ανάγκη να πάθη τόσα βάσανα, δια να έμβη εις την δόξαν, ήτις ήτο χρεωστουμένη εις το θείόν Του σώμα, δια πολλά αίτια. «Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκ. κδ' 26), και εσύ θέλεις να μη πάθης τίποτε και να έμβης εις την αυτήν δόξαν, αφ ου έγινες ανάξιος δια αυτήν τόσαις φοραίς όσαις ήμαρτες; Έβγαλε από τον νουν σου αυτήν την πλάνην ανάμεσα εις όλον το πλήθος των δικαίων, όπου ο θεολόγος Ιωάννης εις την Αποκάλυψίν του, κανένας δεν ηδυνήθη να απολαύση τόσην ευδαιμονίαν με άλλο πάρεξ με μίαν μεγάλην θλίψιν: «ούτοί εισιν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης» (Αποκ. θ' 14), και εσύ θέλεις να γίνη δια λόγου σου μία καινούργια πόρτα εις τον Παράδεισον δια να περάσης ακόπως να χαίρεσαι με την ψυχήν και με το κορμί όλας τας τρυφάς του ουρανού, αφ ου εθεράπευσες τας αισθήσεις σου με όλας τας τρυφάς της γης;
Ανόητος όπου είσαι. Ένας Παύλος έχαιρε να συγκοινωνή εις τα παθήματα του Χριστού με τα βάσανα και να συμμορφώνεται με τον θάνατόν Του, δια να απολαύση την μέλλουσαν δόξαν της αναστάσεως: «ευρεθώ εν αυτώ έχων την κοινωνίαν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος αυτού εν τω θανάτω, είπως καταντήσω εις την εξανάστασιν των νεκρών» (Φιλιππ. γ' 10), και εσύ θέλεις να απολαύσης αυτήν την δόξαν της αναστάσεως τρώγωντας και πίνωντας και μη θέλωντας να δοκιμάσης καμμίαν θλίψιν και βάσανον; Πεπλανημένος όπου είσαι από τον κόσμον και από τον διάβολον. Ήξευρε γαρ, ότι καθώς ο άνθρωπος είναι διπλούς εκ ψυχής και σώματος, έτσι και η ανάστασις είναι διπλή, πρώτη και δευτέρα. Η πρώτη είναι της ψυχής, την οποίαν ενεργεί εις αυτήν η Χάρις του Αγίου Πνεύματος εν τη παρούση ζωή, δια μέσου της εργασίας των εντολών του Χριστού και της καθάρσεως των ψυχικών παθών και των σωματικών, περί της οποίας αναστάσεως γέγραπται εν τη Αποκαλύψει: «Αύτη η ανάστασις η πρώτη» (Αποκ. κ' 5). Η δευτέρα ανάστασις είναι του σώματος, ήτις μέλλει να γίνη εν τη συντελεία του κόσμου. Και όποιος αξιωθή απ εδώ να αναστηθή κατά την ψυχήν, ούτος δεν θέλει δοκιμάσει τον δεύτερον θάνατον, όπου είναι η κόλασις, αλλά θέλει αναστηθή με το σώμα, δια να ζήση και να συμβασιλεύση αιωνίως με τον Χριστόν, κατά την αυτήν Αποκάλυψιν: «μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη.επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν» (Αποκ. κ' 6).
Όποιος δε απ εδώ δεν αναστηθή κατά την ψυχήν, αυτός κινδυνεύει, όχι να δοξασθή με την ανάστασιν του σώματος, αλλά να κολασθή με το σώμα, και με την ψυχήν. Λέγει γαρ ο μέγας Γρηγόριος, ο της Θεσσαλονίκης, ότι καθώς ο αληθινός θάνατος, ήτοι η αμαρτία, ο αίτιος του πρώτου και δευτέρου και προσκαίρου και παντοτεινού θανάτου της ψυχής και του σώματος άρχισε μέσα εις τον τόπον της ζωής, ήτοι εις τον Παράδεισον, έτσι και η αληθινή ζωή, ήτοι η αρετή και η μετά Θεόν ένωσις, πρέπει δια να αρχίση από τον τόπον του θανάτου, ήτοι από την παρούσαν ζωήν. Και όποιος αυτήν την ζωήν δεν σπουδάση να αποκτήση απ εδώ, ούτος ας μη απατά τον εαυτόν του με ελπίδες εύκεραις, ότι θέλει την λάβη εκεί: «ώστε και η όντως ζωή η και ψυχή και σώματι πρόξενος της αθανάτου και όντως ζωής, εν τω τόπω τούτω του θανάτου έξει την αρχήν και ο μη σπεύδων κτήσασθαι αυτήν κατά ψυχήν ενταύθα, μη κεναίς ελπίσιν απατάτω εαυτόν, ως λήψεται αυτήν εκεί» (Λόγος εις την Ξένην). Εντράπου λοιπόν αδελφέ, δια την αγνωσίαν όπου είχες τούτων των αληθειών και διότι ενόμισες πως έχεις να απολαύσης την μέλλουσαν δόξαν της αναστάσεως, χωρίς θλίψεις και βάσανα.
Όθεν μη αφίσης τον εαυτόν σου να πλανηθή πλέον. Κάμε απόφασιν από τώρα και εμπρός να παθαίνης μεν θεληματικώς κάθε κόπον αρετής.να υπομένης δε ευχαρίστως κάθε ακούσιον πειρασμόν, δια την ελπίδα της μελλούσης αναστάσεως όπου σε προσμένει. Καθώς και ο γεωργός δια την ελπίδα των καρπών υπομένει κόπους, χιόνας, βροχάς, χειμώνας και θέρη και ο πραγματευτής δια το κέρδος τρέχει επάνω και κάτω δια ξηράς και δια θαλάσσης. Και ο στρατιώτης δια την ελπίδα της νίκης δεν συλλογίζεται τελείως τον πόλεμον, και ο ασθενής δια την ελπίδα της υγείας πίνει μετά χαράς τα πικρά ιατρικά. Και επειδή ο Κύριος είναι η Ανάστασις και η Ζωή: «εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή.ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται» ι(Ιω. ια' 25), δια τούτο παρακάλεσαί Τον να εντυπώση μέσα εις την καρδίαν σου τούτον τον λογισμόν: «εγώ έχω βέβαια να αναστηθώ και συνδοξασθώ, με τον Ιησούν», λοιπόν πρέπει να ετοιμάζωμαι, ίνα με τούτον τον λογισμόν και την ελπίδα καθαρίζης τας αισθήσεις και όλα τα μέλη σου από κάθε λογής μολυσμόν και αμαρτίαν, καθώς είναι γεγραμμένον: «πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ αυτώ, αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστι» (Α' Ιω. γ' 3). Και ούτω ποιών να ετοιμασθής απ εδώ με μίαν ζωήν καθαράν, αγίαν και αξίαν δια να λάβης εμπράκτως τέτοιαις εξαίρεταις επαγγελίαις εις τον καιρόν εκείνον.ήγουν δια να αναστηθής, όχι εις ανάστασιν κρίσεως, καθώς έχουν να αναστηθούν οι αμαρτωλοί, αλλά εις ανάστασιν ζωής, καθώς έχουν να αναστηθούν οι δίκαιοι: «και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες, εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες, εις ανάστασιν κρίσεως».(Ιω. ε' 29).
Υποσημειώσεις:
1. Τα λόγια του θείου Διονυσίου άπερ περί της πρώτης τάξεως των θρόνων Χερουβίμ και Σεραφίμ λέγει είναι ταύτα: «της δε Ιησού κοινωνίας ωσαύτως ηξιωμένας ουκ εν εικόσιν ιεροπλάστοις μορφωτικώς αποτυπούσι (ήτοι αποτυπούσαις αττικών γαρ εστι το τας αρσενικάς μετοχάς θηλυκοίς συντάττειν, ως ερμηνεύει ο θείος Μάξιμος) την θεουργικήν ομοίωσιν.αλλ ως αληθώς αυτώ πλησιαζούσας εν πρώτη μετουσία της γνώσεως των θεουργικών αυτού φώτων» (περί ουραν. Ιεραρχ. Κεφ. ζ').
2. Και τα δύω ταύτα βεβαιοί ο μέγας Βασίλειος. Απορήσας γαρ ο Άγιος διότι ωνόμασεν ο Μωϋσής μίαν και ουχί πρώτην την Κυριακήν λέγει «ίνα ουν προς την μέλλουσαν ζωήν την έννοιαν ημών απαγάγη μίαν ωνόμασε του αιώνος την εικόνα την απαρχήν των ημερών.την ομήλικα του φωτός.την αγίαν Κυριακήν, την τη Αναστάσει του Κυρίου τετιμημένην.εγένετο ουν εσπέρα φησί και εγένετο πρωί, ημέρα μία» (Ομιλ. β' εις την Εξαήμερον).
Ότι δε η Κυριακή έχει να ήναι αυτός εκείνος ο όγδοος αιών, λέγει πάλιν ο αυτός Βασίλειος ταύτα εκείσε: «επεί ανέσπερον και αδιάδοχον και ατελεύτητον την ημέραν εκείνην είδεν ο λόγος, ην και ογδόην ο Ψαλμωδός προσηγόρευσε δια του έξω κείσθαι του εβδοματικού τούτου χρόνου. Ώστε καν ημέραν είπης καν αιώνα την αυτήν ερείς έννοιαν» (αυτόθι). Σχεδόν τα αυτά περί της Κυριακής λέγουσιν ό τε Γρηγόριος ο Θεολόγος εις την Πεντηκοστήν και ο Νύσσης και ο Χρυσόστομος, ερμηνεύοντες την επιγραφήν του στ' ψαλμού υπέρ της ογδόης. Και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εις την Καινήν Κυριακήν: «δια τούτο και η του Χριστού Εκκλησία όλην την διακαινήσιμον Εβδομάδα ταύτην ως μίαν ημέραν της Κυριακής και λαμπροφόρου λογίζεται, δια να δείξη με τούτο ότι και όλος ούτος ο εβδοματικός αιών της παρούσης ζωής έχει να γίνη μία ημέρα ογδόη και Κυριακή, ήτις έσται ο όγδοος εκείνος αιών της μελλούσης ζωής. Επειδή γαρ κατά το μεσονύκτιον της Κυριακής έχει να γίνη η Δευτέρα Παρουσία και να έλθη ο άδυτος Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, καθώς τούτο οι θεοφόροι Πατέρες λέγουσι. Λοιπόν η Κυριακή εκείνη αφ ου μίαν φοράν καταυγασθή από τας ακτίνας του ηλίου εκείνου, δεν λαμβάνει πλέον εσπέραν, αλλ έσται μία ημέρα ανέσπερος και αδιάδοχος εις αιώνας αιώνων.»
3. Τα λόγια του σοφού Νικήτα εισί ταύτα: «οι δε άγγελοι δυσκίνητοι όντες προς το κακόν αλλ ουκ ακίνητοι μετά την του Χριστού Ανάστασιν, εγένοντο λοιπόν και ακίνητοι ου φύσει αλλά χάριτι. Είη αν αυτοίς σωτηρία η ατρεψία μηκέτι φοβουμένοις την επί το χείρον μεταβολήν και την εκ ταύτης απώλειαν. Ακίνητοι δε εγένοντο οι άγγελοι προς το κακόν μετά την Ανάστασιν, επειδή και έργω έμαθον από τον Δεσπότην Χριστόν την ταπείνωσιν, όστις εταπεινώθη ου μόνον ότι εγένετο άνθρωπος αλλά πολλώ μάλλον ότι κατεδέξατο έως και να νίψη τους πόδας των μαθητών και εγένετο υπήκοος μέχρι Παθών και Σταυρού και θανάτου και ταφής. Δι ό και ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος είπεν: εντεύθεν άγγελοι νυν το απερίτρεπτον έλαβον, έργω παρά του Δεσπότου μαθόντες, οδόν υψώσεως και της προς Αυτόν ομοιώσεως ου την έπαρσιν ούσαν, αλλά την ταπείνωσιν». (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν).
4. Μη θαυμάσης, ω αναγνώστα, ανίσως εδώ μεν λέγομεν τρεις αναστάσεις, εις δε τον ακόλουθον γ'. Συλλογισμόν της Μελέτης ταύτης λέγομεν δύω αναστάσεις, ψυχής και σώματος. Αι γαρ αύται εις δύω συγκεφαλαιούνται, του νοός, από της ψυχής διαιρουμένου τη επινοία.
5. Ότι ο θείος Γαβριήλ ήτο ο καταβάς απ ουρανού και κυλίσας τον μέγαν λίθον από της θύρας του μνήματος του Κυρίου, πολλά ασματικά τροπάρια της Εκκλησίας αναφέρουσιν.
6. Περί της Θεοτόκου όρα και εις την ζ' Εξέτασιν.
7. Τα λόγια του θείου Πατρός εισι ταύτα: «ουκούν αύτη μόνη μεθόριόν εστι κτιστής και ακτίστου φύσεως, και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν ει μη δι αυτής της τε και του εξ αυτής μεσίτου, και ουδέν αν εκ του Θεού των δωρημάτων, ει μη δια ταύτης γένοιτο και αγγέλοις και ανθρώποις». Και πάλιν, «Πάσα φωτοφανείας θείας πρόοδος, και πάσα θεαρχικωτάτων μυστηρίων αποκάλυψις, και πάσα πνευματικών ιδέα χαρισμάτων, άπασιν αχώρητος χωρίς Αυτής. Αύτη δε πρώτη δεχομένη το πλήρωμα του τα σύμπαντα πληρούντος, καθίστησι τοις πάσι χωρητόν κατά την αναλογίαν και το μέτρον της εκάστου καθαρότητος. Ώστ Αυτήν είναι και ταμίαν, και πρύτανιν του πλούτου της θεότητος, και προς Αυτήν οράν και ταύτη πεποιθέναι τας ανωτάτω Χερουβικάς Ιεραρχίας, και απλώς πάσί τε και πάσαις κατά το μέτρον του προς ταύτην απαθούς και θείου πόθου. Και του αύλου και αλήκτου έρωτος... και η στάσις έψεται, και η του θείου φωτισμού τρανότης».
8. Όρα τας χάριτας του έαρος ταύτας και άλλας περισσοτέρας εν τω εις την Καινήν Κυριακήν πανηγυρικώ λόγω του Γρηγορίου του Θεολόγου.
9. Λέγει γαρ ο άγιος Μάξιμος ότι «μνημείόν εστι δεσποτικόν η εκάστου πιστών καρδία» (Κεφ. ξα' της α' εκατοντ. των θεολογικών).
10. Εκ του παραδείγματος του Ιωάννου του εις την θεωρίαν παραλαμβανομένου και του Πέτρου του εις την πράξιν αναγομένου, πίστευσον ταύτα. Έτρεχον γαρ οι δύο ούτοι ομού, ως λέγει το Ευαγγέλιον, αλλ όμως ο Ιωάννης επρόλαβε τον Πέτρον: «ο άλλος» φησί «μαθητής προέδραμε τάχιον του Πέτρου». Πάλιν: «ο μεν Ιωάννης βλέπει κείμενα τα οθόνια μόνον και πιστεύει, ο δε Πέτρος εισέρχεται εις τον τάφον και περιεργάζεται τα οθόνια και το σουδάριον και τα λοιπά και ούτω πιστεύει».
11. Τούτο λέγει ο Ιερός Αυγουστίνος εν τη κγ' ερωτική ευχή.
12. Τούτο λέγει Γεώργιος ο Κορέσιος.λόγος εις την Ανάστασιν.