Η Θεολογική του Μαρτυρία στη σύγχρονη εκκλησιαστική Ζωή
Εισήγησις σε Κληρικολαϊκή Σύναξι της Ιεράς Μητροπόλεως Κυθήρων
(13/7/2014)
Θα χρειασθούν πολλά χρόνια για να αποτιμηθή επαρκώς το έργο του μακαριστού Γέροντος, π. Γεωργίου Καψάνη. Χρονικό διάστημα σαραντα ημερών από την κοίμησί του προσφέρεται μόνο ως ευκαιρία ευλαβικής αναφοράς στον άνθρωπο που εσφράγισε την εποχή μας με την προσωπικότητα, το πολύπλευρο έργο και συγκεκριμένα την θεολογική του μαρτυρία στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή.
Στον Γέροντα Γεώργιο αποδώθηκαν τελευταία εξαιρετικώς τιμητικοί χαρακτηρισμοί. Λίγους μήνες πριν από την κοίμησί του, με αφορμή την παραίτησί του από την ηγουμενία για λόγους υγείας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης τον εχαρακτήρισε «πιστόν και σώφρονα τηρητήν της παραδόσεως… και του αγωνιστικού φρονήματος του Αγίου Όρους», διακρινόμενον «διά την ιδιαιτέραν ευαισθησίαν του περί την αλήθειαν της Ορθοδόξου ημών πίστεως». Η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους με την ιδίαν αφορμήν τον ωνόμασε «κανόνα γρηγορούσης εκκλησιαστικής συνειδήσεως και πνευματικής ευασθησίας διά την βίωσιν εν ακεραιότητι της Ορθοδόξου Πίστεως». Ευθύς δε μετά την μακαρία κοίμησί του ωνομάσθηκε από τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Αλεξανδρείας «παραδοσιακός θεράπων και αυθεντικός μύστης της του Θεού επιστήμης», από τον Σεβασμιώτατο Κυθήρων «σύγχρονος ομολογητής της Πίστεώς μας», από τον Σεβασμιώτατο Ναυπάκτου «οικουμενικός διδάσκαλος», από τον Σεβασμιώτατο Αιτωλοακαρνανίας «δρυς της Ορθοδοξίας», από τον Σεβασμιώτατο Φθιώτιδος «μέγας διδάσκαλος της Ορθοδοξίας» και από τον Σεβασμιώτατο Καστορίας «πολύεδρος αδάμας», για να περιορισθώ μόνο σε μαρτυρίες επισκόπων. Και είναι αλήθεια ότι οι μαρμαρυγές της χαρισματικής του προσωπικότητος προχέονταν σαν από πολύεδρο διαμάντι και ακτινοβολούσαν μέχρι τις εσχατιές της οικουμενικής Ορθοδοξίας.
Ανταποκρινόμενος στην ευγενική πρόσκλησι του Σεβασμιωτάτου, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω την θεολογική μαρτυρία του Γέροντος στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή, μία μαρτυρία που κατά την ταπεινή μου εκτίμησι επιβεβαιώνει τον τίτλο του αυθεντικού θεολόγου και διδασκάλου της Εκκλησίας. Επικαλούμαι την ευχή του Σεβασμιωτάτου αγίου Κυθήρων, την ευχή του μακαριστού Γέροντος Γεωργίου, που τώρα χαίρεται για την σύναξί μας και μας ευλογή, και επί πλέον επικαλούμαι την ευχή του σεβαστού καθηγουμένου μας Αρχιμανδρίτου Χριστοφόρου, του νέου μας Γέροντα, με τις ευλογίες του οποίου ευρίσκομαι σήμερα ανάμεσά σας, στο όμορφο νησί των Κυθήρων.
Θα περιγράψω στην συνέχεια τον μακαριστό Γέροντα Γεώργιο ως θεολόγο και διδάσκαλο της Εκκλησίας, όχι με την έννοια του θεολόγου που έχει επιστημονική θεολογική κατάρτισι, πτυχία, μεταπτυχιακά και διδακτορικά –είχε και τέτοιους τίτλους ο Γέροντας και είναι ευλογημένη και αυτή η θεολογία, εφ’ όσον ακολουθεί την αγιοπνευματική παράδοσι της Εκκλησίας-, αλλά θα τον παρουσιάσω με την έννοια του θεολόγου που εκφράζει και διατυπώνει με κτιστούς ανθρωπίνους λόγους τις άρρητες και άκτιστες εμπειρίες των θεοπτών αγίων. Διότι, όπως παρατηρεί ο ίδιος ο μακαριστός Γέροντας στο έργο του «Θεολογία και εμπειρία κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και την αγιορειτική παράδοσι» (βλ. «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκαλος της θεώσεως», εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2000, σελ. 50-56), οι θεολόγοι εκείνοι που θεολογούν ερήμην των θεοπτών αγίων, δεν είναι θεολόγοι αλλά τεχνολόγοι, κατά την έκφρασι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Θα εκθέσω λοιπόν μερικά στοιχεία που θα περιγράψουν σε αδρές γραμμές το χάρισμα του Γέροντος ως θεολόγου και διδασκάλου της Εκκλησίας. Την ακρίβεια των λεγομένων μου θα την κρίνουν ασφαλέστερα, προϊόντος του χρόνου, όσοι τον εγνώρισαν και τον έζησαν.
Το ερώτημα όμως που προβάλλει ευθύς αμέσως είναι το εξής: Πως αυτός ο άνθρωπος αναδείχθηκε θεολόγος και διδάσκαλος της Εκκλησίας; Ποιές προϋποθέσεις εξασφάλισαν στον Γέροντα τα δύο σπουδαία αυτά χαρίσματα;
1. Η πρώτη θεμελιώδης προϋπόθεσις ήταν η αγάπη. Ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής άγιος Ιωάννης «πλήρης ων της αγάπης, πλήρης γέγονε και της θεολογίας». Ο Γέροντας Γεώργιος αξιώθηκε του χαρίσματος της θεολογίας σε βαθμό που αναλογούσε στον πλούτο της αγάπης του.
Η αγάπη του ήταν διφυής: προς τον Χριστό και προς τους ανθρώπους. Αγαπούσε με όλη του την ψυχή τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους, την Εκκλησία. Τίποτε κοσμικό δεν εκινείτο στην καρδιά του. Ήταν τελείως ανιδιοτελής. Η υστεροβουλία δεν ήταν ποτέ κίνητρό του. Τον χαρακτήριζε μία θαυμαστή καθαρότης. Παιδιόθεν ήταν όλος δοσμένος στον Χριστό και στην Εκκλησία. Για όλα τα θέματα προσευχόταν. Όλα τα ανέθετε διά της προσευχής στον Χριστό, στην Παναγία, στον άγιο Νικόλαο. Γι’ αυτήν την προς τον Θεό αγάπη του δεν μας έλεγε τίποτε. Την έκρυβε επιμελώς.
Την άλλη αγάπη του, προς τους ανθρώπους, δεν την έκρυβε. Περί αυτής όλοι γνωρίζουν, αλλά μαρτυρεί και ο ίδιος ο Γέροντας και η μαρτυρία του είναι καταγεγραμμένη σε ηχητικό αρχείο. Ελπίζω ότι θα ευρεθή το αρχείο και ότι δεν θα αργήσει πολύ η έκδοσις των ποιμαντικών του λόγων και αναφορών, μεταξύ των οποίων και η προσωπική του μαρτυρία περί του χαρίσματος της αγάπης. Σε στιγμή που ταπεινοφρονών έλεγε ενώπιον της Αδελφότητος ότι δεν έχει να μας αφήσει ως παρακαταθήκη ασκητικά κατορθώματα, προσέθετε με έμφαση: «Ο Θεός όμως μου έδωσε το χάρισμα να αγαπώ. Και αυτό δεν είναι δικό μου κατόρθωμα. Η αγάπη μου βγαίνει έτσι, φυσικά».
Πράγματι, αγαπούσε αληθινά, πνευματικά, χριστοκεντρικά, με καθαρότητα και ανιδιοτέλεια. Αυτό το γνωρίζουν χιλιάδες άνθρωποι και οι περί αυτού μαρτυρίες θα είναι ισάριθμες. Ήταν λίγες ημέρες πριν από την κοίμησί του, όταν κάποιος που τον επισκέφθηκε και φίλησε απλώς το χέρι του μου είπε: «Είναι αξιοθαύμαστο πως αυτός ο άνθρωπος μπόρεσε να χωρέσει μέσα στην καρδιά του τόσους ανθρώπους».
2. Δεύτερη βασική προϋπόθεσις του θεολογικού του χαρίσματος ήταν η πίστις του. Όχι μόνον ως Ορθόδοξος πίστις, ως διανοητική δηλαδή αποδοχή των δογμάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά πρωτίστως και κυρίως ως χάρισμα και βίωμα εμπιστοσύνης στον Θεό και το άγιο θέλημά του. Ο Γέροντας ήταν απόλυτα αναπαυμένος με το θέλημα του Θεού, στο οποίο εμπιστευόταν την ζωή του και τα πολλά θέματα, με τα οποία τον επιφόρτιζε καθημερινώς η διακονία του. Δεν έδειχνε να αναζητή με αγωνία και άγχος άλλες λύσεις στα προβλήματα, παρά εμπιστευόταν εκείνη την λύσι που φαινόταν να είναι το θέλημα Θεού.
Πολύτιμο συνεργό στην πραγματικά αγία αυτή άσκησι της πίστεως είχε την προσευχή. Προσευχόταν αθόρυβα, καρδιακά, αληθινά. Παρά την πολυμέριμνη διακονία του, που δεν του άφηνε χρόνο για την συνήθη πρακτική εργασία της προσευχής, είχε βαθειά μέσα στην ψυχή του το θεοποιό δώρο της ησυχίας. Ως ηγούμενος δεχόταν πρόσχαρα τους ανθρώπους, ήταν απέναντί τους ευπροσήγορος και χαριτωμένος, άκουγε διαρκώς υποθέσεις και προβλήματα, συμπονούσε και συνέπασχε, αλλά ο νους του δεν αιχμαλωτιζόταν από την τύρβη, δεν είχε ζάλη και ταραχή. Γρήγορα επέστρεφε στην δική του νοερά εργασία. Το βάθος της καρδιάς του ήταν ειρηνικό, όπως ο βυθός της θάλασσας. Ήταν στην καρδιά του ησυχαστής και εργάτης της προσευχής. Στο έδαφος της ησυχαστικής αυτής προσευχής καλλιεργήθηκε το χάρισμα της θεολογίας, όπως λέγει το πατερικό λόγιο: «Ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος η, και ει θεολόγος η, αληθώς προσεύξη».
Ήταν επίσης πιστός στην «άπαξ παραδοθείσαν τοις αγίοις πίστιν». Ήθελε να πιστεύη και να θεολογή «επόμενος τοις αγίοις πατράσι». Αγαπούσε να μνημονεύη το γνωστό απόσπασμα από τα Πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου: «Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν… ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών». Από αυτή την Ορθόδοξο πίστι δεν εξέκλινε ποτέ. Γι’ αυτήν αγωνίσθηκε σε όλη του την ζωή. Ήταν και αυτή η πίστις του εχέγγυο της ακραιφνούς θεολογίας του.
3. Τρίτη προϋπόθεσις ήταν η ταπεινοφροσύνη του. Δεν αυτοσχεδίαζε. Δεν ήθελε να προβάλλη κάτι καινούργιο, ώστε να δημιουργήση εντυπώσεις, οπαδούς, γραμμή, σχολή. Μνημόνευε συχνά ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, στο οποίο αντανακλάται και η δική του ταπείνωσις. Ήταν ο Γέροντας νεαρός θεολόγος στην Αθήνα, όταν έλαβε γνώσιν του περιεχομένου μιάς επιστολής, την οποία ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς είχε στείλει στα πνευματικά του παιδιά που εσπούδαζαν τότε στην Αθήνα. Η επιστολή περιείχε πνευματικές οδηγίες και συμβουλές, αλλά στο τέλος είχε την εξής επισήμανσι: «Εάν αυτά που σας γράφω συμφωνούν με ο, τι λέγουν οι άγιοι Πατέρες, να τα ακολουθήσετε. Αν δεν συμφωνούν, να τα απορρίψετε». Αυτά έγραφε ο π. Ιουστίνος. Αλλά αυτά τα λόγια τα επανελάμβανε ο Γέροντας και ως ιδικά του.
Ενδεικτική της ταπεινοφροσύνης του π. Γεωργίου είναι και η τακτική που ακολουθούσε στην συγγραφή θεολογικών άρθρων. Πάντοτε τα έδινε να τα ελέγξη κάποιος εμβριθής και Ορθοδόξου πνεύματος θεολόγος. Μας έλεγε ο Γέροντας: «Όταν γράφετε θεολογικά έργα, να μην επαναπαύεσθε στον λογισμό σας. Να ερωτάτε κάποιον που γνωρίζετε ότι έχει Ορθόδοξο φρόνημα. Εγώ στην αρχή της θεολογικής μου πορείας έδειχνα τα κείμενά μου στον μακαριστό π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Μετά την κοίμησί του, συμβουλευόμουν τον π. Παΐσιο. Και τώρα τα δείχνω σε θεολόγους που εμπιστεύομαι το φρόνημά τους. Βλέπετε ότι, προτού δημοσιεύσω τα κείμενά μου, τα δείχνω και σε σας. Το ίδιο να κάνετε και εσείς μετά την κοίμησί μου».
4. Τετάρτη προϋπόθεσις ήταν η εκκλησιαστικότης των κινήτρων του. Δεν θεολογούσε για να θεολογή. Η θεολογία του δεν εξυπηρετούσε συμφέροντα, δεν έκρυβε ιδιοτέλεια, καιροσκοπισμό η υστεροβουλία. Δεν υπολόγιζε σε ισορροπίες δυνάμεων, δεν προσεταιριζόταν ομάδες, δεν δημιουργούσε ομάδες. Δεν έγραφε, εάν δεν υπήρχε κάποιο ερέθισμα που αποτελούσε κίνδυνο για την Εκκλησία και την σωτηρία των ανθρώπων. Δεν βιαζόταν να γράψη, για να προτρέξη. Ως ηγούμενος της Μονής Γρηγορίου, όταν προέκυπτε κάποιο δογματικό η εκκλησιαστικό θέμα, περίμενε να ομιλήση κάποια άλλη Μονή η η Ιερά Κοινότης. Μόνο όταν έβλεπε ότι δεν υπήρχε κάποια πρωτοβουλία, τότε αυτός ωμιλούσε και έγραφε. Για μεγάλα θέματα, που αφορούσαν την πίστι, το ευαγγελικό ήθος η την τιμή της Εκκλησίας, εκινείτο γρήγορα και αποφασιστικά. Π.χ. για την ταινία του Σκορτσέζε η για την δήμευσι της εκκλησιαστικής περιουσίας την δεκαετία του ’80. Πονούσε. Αγρυπνούσε. Μελετούσε το ζήτημα. Τηλεφωνούσε σε αρχιερείς. Ζητούσε την συμβουλή τους. Παρακαλούσε για την παρέμβασί τους. Προέτρεπε θεολόγους και άλλους αρμοδίους. Έδινε την γνώμη του. Καθοδηγούσε όποτε έπρεπε. Ενίσχυε. Για την Εκκλησία τα έδινε όλα. Και την ησυχία του, και τις δυνάμεις του και την υγεία του.
5. Πέμπτη και, όσον το κατ’ εμέ, τελευταία προϋπόθεσις για την απόκτησι και άσκησι του χαρίσματος της ακραιφνούς θεολογίας ήταν η αρετή της διακρίσεως, η οποία τον εστόλιζε πλουσίως. Η διάκρισίς του είχε δύο εκφράσεις. Η πρώτη ήταν η κατά Θεόν ευγένεια και η φρόνησις. Ήξερε να διακρίνη τους θεσμούς και τα πρόσωπα από τις ενέργειές τους. Κατεδίκαζε απεριφράστως τις ενέργειες, ήταν όμως ευγενής προς τα πρόσωπα και όταν ακόμη διαφωνούσε ριζικά. Σεβόταν απεριόριστα τον θεσμό της Εκκλησίας. Δεν ανέτρεπε την τάξι. Έλεγε: «Δεν μπορούν τα πόδια να χτυπούν το κεφάλι». Εννοούσε ότι, αν γράφουμε, αν διαμαρτυρώμεθα, αν ασκούμε καλόπιστη κριτική, αν διαφωνούμε, πρέπει να το κάνουμε με ευγένεια και σεβασμό προς τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και προς τα πρόσωπα, που τους υπηρετούν. Ήξερε να λέγει ευθαρσώς την γνώμη του αλλά και να σιωπά, εφ’ όσον αυτή δεν γινόταν αποδεκτή. Και σε τέτοιες περιπτώσεις, παρότι εστενοχωρείτο πολύ, επειδή θα εζημιώνετο η Εκκλησία, άφηνε την έκβασι της υποθέσεως στον ίδιο τον Θεό. Εθλίβετο, αλλά κατά βάθος ήταν ειρηνικός.
Η διάκρισίς του όμως είχε και μία δεύτερη έκφρασι. Είχε το χάρισμα να διακρίνει αμέσως τα πνεύματα. Εγνώριζε πότε η παρέμβασίς του ήταν αναγκαία και πότε όχι, πότε συνέφερε την Εκκλησία μία οξεία αντίδρασίς του και πότε έπρεπε να ενεργήσει ήπια. Άλλοτε εκινείτο με δυναμισμό, όπως οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης, και άλλοτε μακροθυμούσε. Προέβλεπε τις συνέπειες των ενεργειών του, αλλά και τις συνέπειες των ενεργειών των άλλων. Έτσι ήταν απόλυτα σαφής στις εκτιμήσεις του περί του πρακτέου. Δεν είχε παλινωδίες. Δεν χρειαζόταν να διορθώνει εκ των υστέρων τις κινήσεις του. Όταν αποφάσιζε, αυτό ήταν η σωστή επιλογή.
6. Σε μία τέτοια ψυχή, στολισμένη με τις κορυφαίες των αρετών, το χάρισμα της θεολογίας εύρισκε πρόσφορο έδαφος για να βλαστήση και να καρποφορήση. Και εβλάστησε από πολύ ενωρίς. Άκουσα από ανθρώπους που τον έζησαν στο πανεπιστήμιο, ότι δεν προσέφερε ξηρές γνώσεις αλλά μετέδιδε πνεύμα ζωής. Ήταν πρότυπο ακαδημαϊκού δασκάλου. Οι μεταπτυχιακές σπουδές του Γέροντα στον τομέα της ποιμαντικής θεολογίας τον έφεραν πολύ κοντά στην καθηγητική έδρα του κανονικού δικαίου, αλλά η έφεσις για μία εφαρμοσμένη ποιμαντική και η αγάπη του για τον λαό του Θεού και την νεολαία τον ωδήγησε στην απόφασι να ενδυθή το μοναχικό σχήμα και να ιερωθή. Και αυτά μεν για την ιστορία.
Όσον αφορά την θεολογία, ο π. Γεώργιος στοιχήθηκε στην γραμμή των αγίων πατέρων που στο επίκεντρο του θεολογικού τους λόγου είχαν την θέωσι του ανθρώπου. Διότι η θέωσις είναι ο σκοπός της θείας Ενανθρωπήσεως, και περί αυτού εθεολόγησαν μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Συχνά ο Γέροντας εμνημόνευε τον Μέγα Αθανάσιο και το γνωστό ρητό του: «Εκείνος ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν η αγαπημένη του πηγή, από την οποία αντλούσε το πλείστο του θεολογικού υλικού για τις ομιλίες και τις συγγραφές του. Στην σειρά των Αγίων που στοιχήθηκε ο Γέροντας ήσαν επίσης οι Φιλοκαλικοί πατέρες του ΙΗ’ και ΙΘ’ αιώνος, κυρίως ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, και κατόπιν ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως και ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Ο Γέροντας δεν αγνοούσε τους ξένους θεολόγους (ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντες). Τους εγνώρισε με τις ακαδημαϊκές του σπουδές. Έμεινε όμως εντελώς ανεπηρέαστος από την θεολογία τους. Μπορούσε να μιλήση άνετα γι’ αυτούς, να ζυγίση τις θεολογικές τους απόψεις, να τις κρίνη και να επιχειρηματολογήση εναντίον τους. Όμως στην εκφορά του θεολογικού του λόγου δεν θα συναντούσε κανείς ούτε ονόματα ούτε απόψεις των θεολόγων αυτών.
Ο θεολογικός λόγος του Γέροντα ήταν γνήσια αποκάλυψις, ανάπτυξις και διασάφησις της οδού της θεώσεως. Το μικρό σε έκτασι αλλά κλασικό συγγραφικό του έργο, που έχει τον τίτλο «Η θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου», είναι η περίληψις της θεολογίας του, δοσμένη με απλό και απόλυτα κατανοητό λόγο. Οι επιστημονικές μελέτες του γύρω από το ίδιο αυτό θέμα, χωρίς να έχουν συστηματικό χαρακτήρα αλλά περισσότερο ποιμαντική προοπτική, εμφανίζουν τον Γέροντα βαθύ γνώστη της παρακαταθήκης του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
φωτο: Γ. Αραβίδης
Τέσσερις ομιλίες του, που αναφέρονται στην περί θεώσεως διδασκαλία του αγίου Παλαμά, δημοσιεύθηκαν από τον ίδιο το έτος 2000 στο βιβλίο με τίτλο: «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, διδάσκαλος της θεώσεως» (εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2000). Στον πρόλογό του σε αυτή την έκδοσι ο Γέροντας σημειώνει με έμφασι: «Όταν η θέωσις αμφισβητήται από τους δυτικόφρονας όρθολογιστάς, ο μέγας Παλαμάς ως νέος θεολόγος και υιός βροντής σαλπίζει την ουράνιο διδασκαλία και θεολογία της θεώσεως και κατατροπώνει τους παραχαράκτας του Ευαγγελίου. Δεν θα ηδύνατο βεβαίως να παραδώση την θεολογία αυτή, εάν ο ίδιος δεν είχε πάθει την θέωσι».
Εάν τολμήσω να επαναλάβω την τελευταία φράσι για τον ίδιο τον Γέροντα, δεν θα είμαι μακρυά από την αλήθεια: «Δεν θα μπορούσε να συγγράφη ο Γέροντας και να ποιμαίνη με προοπτική την θέωσι, εάν δεν είχε ο ίδιος πορευθή τον δρόμο της θεώσεως». Χωρίς να εμβαθύνω στις λεπτομέρειες των θεολογικών του μελετών, πρέπει να τονίσω ότι αυτές είχαν έντονο ποιμαντικό προσανατολισμό, αλλά και ο ποιμαντικός του λόγος ήταν θεμελιωμένος και εκπεφρασμένος θεολογικά. Θεολογούσε ποιμαντικά και ποίμαινε θεολογικά. Οι εκατοντάδες εορταστικές και ποιμαντικές του ομιλίες, κυρίως στην Μονή Γρηγορίου, μαρτυρούν του λόγου το αληθές.
Προσανατολισμένος ο μακαριστός Γέροντας προς την «ουράνιο διδασκαλία και θεολογία της θεώσεως», ήταν πολύ φυσικό να ακολουθήσει τον μέγαν Παλαμά και στην τιμή και την ευλάβεια προς την Κυρία Θεοτόκο. Ο Γέροντας ήταν ένας θεομητορικός θεολόγος. Την ευλάβειά του προς την Θεοτόκο δικαιολογούσε βεβαίως η ιδιότητά του ως αγιορείτου, αλλά, όπως πολλές φορές μας είπε, η Παναγία ήταν η εξαίρετη προστάτις του, διότι τον είχε σώσει από τον θάνατο όταν ήταν μικρό παιδί και είχε ειπεί στην μητέρα του ότι θα τον προστατεύει πάντοτε.
Ο Γέροντας αφιέρωσε στο πρόσωπο της Παναγίας πολλές ομιλίες, τις οποίες εξεφώνησε τόσο στην Τράπεζα της Μονής μας με την ευκαιρία των θεομητορικών εορτών όσο και προσκεκλημένος να ομιλήση για την Θεομήτορα. Στην κλασική ομιλία του με τίτλο «Η Κυρία Θεοτόκος ρίζα της ελευθερίας μας, με αναφορά στους αγίους Γρηγόριο τον Παλαμά και Νικόλαο Καβάσιλα» προβάλλει τον Ορθόδοξο ανθρωπισμό, με κέντρο και πρότυπο τον Θεάνθρωπο, έναντι του δυτικού ανθρωπισμού, ο οποίος προβάλλει τον αυτονομημένο άνθρωπο της ευρωπαϊκής αναγεννήσεως.
7. Ο γραπτός θεολογικός του λόγος αγκάλιασε σημαντικές πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής. Η κυριώτερη πτυχή της διδασκαλίας του είναι η ποιμαντική. Στην μελέτη του «Η ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας» (εκδ. Άθως, Πειραιεύς 1976), η οποία ήταν ο ώριμος καρπός της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας και την οποία εξέδωσε ως ηγούμενος της Μονής Γρηγορίου, έθεσε τις θεολογικές βάσεις της ποιμαντικής του προσφοράς στην Εκκλησία. Στον Πρόλογο αυτής της μελέτης σημειώνει: «Είναι ζήτημα σωτηρίας των Ποιμένων και των ποιμαινομένων η εν εκκλησιαστικώ φρονήματι διαποίμανσις… Ο πειρασμός της μη διά του Θεανθρώπου, αλλά μόνον διά του ανθρώπου, σωτηρίας δεν έλειψε ποτέ από την ανθρωπότητα. Δι’ αυτό και μέχρι σήμερον υπάρχει η Ορθόδοξος θεανθρωποκεντρική Ποιμαντική και η κακόδοξος ανθρωποκεντρική Ποιμαντική υπό διαφόρους μορφάς, συνήθως συγκεκαλυμμένας» (σελ. 14).
Για ποιμαντικά θέματα έγραψε και προ της εγκαταβιώσεώς του στο Άγιον Όρος, μερικά από τα οποία συμπεριέλαβε σε ενιαίο τόμο με τίτλο: «Θέματα Εκκλησιολογίας και Ποιμαντικής» (εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1999). Μεταξύ των θεμάτων, τα οποία τότε ήσαν στην ποιμαντική του εμβέλεια, αναφέρω: τον τρόπο βελτιώσεως του κατηχητικού έργου, την ποιμαντική μέριμνα υπέρ των πασχόντων, και τον γάμο ως μυστήριον αγάπης. Και στα τρία θέματα είναι εμφανής η χριστοκεντρική προοπτική, η εκκλησιαστική διάστασις και η θεολογική θεμελίωσις των προτάσεών του. Τις επ’ αυτών των θεμάτων εισηγήσεις του περιέλαβε στην ως άνω έκδοσι. Και βεβαίως δεν πρέπει να ξεχάσουμε την ποιμαντική του προς τους φυλακισμένους, η οποία απετέλεσε το θέμα της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Η ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας υπέρ των φυλακισμένων» (Αθήναι 1969).
Μετά την εγκατάστασί του στο Όρος, με διάφορες αφορμές ωμιλούσε και συνέγραφε για την Ορθόδοξο θεανθρωποκεντρική ποιμαντική. Σε διεθνές επιστημονικό συνέδριο για τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (Πολεμικό Μουσείο, 13-15 Νοεμβρίου 1998) παρουσίασε εισήγησι με τίτλο: «Το ποιμαντικόν έργον του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά», την οποία δημοσίευσε στην σειρά των τεσσάρων ομιλιών που προανέφερα. Σε αυτό το κείμενο ο Γέροντας Γεώργιος τονίζει την θεολογική βάσι του ποιμαντικού έργου του αγίου Γρηγορίου. Εκ προοιμίου, ερμηνεύων τον άγιο Γρηγόριο, παρατηρεί ο Γέροντας: «Σπεύδω εξ αρχής να τονίσω ότι το όλο έργο του αγίου Παλαμά υπήρξε ποιμαντικό.
Και όταν συνέγραφε αντιαιρετικά έργα η ηγωνίζετο κατά των αιρετικών, και όταν εκήρυττε η ελειτουργούσε, πάντοτε είχε προ οφθαλμών την ωφέλεια και σωτηρία των Χριστιανών. Στην πατερική παράδοσι δεν υπήρχε, ως γνωστόν, διάκρισις μεταξύ ποιμαντικής και θεολογίας. Η θεολογία είχε πάντα ποιμαντικό σκοπό και η ποιμαντική ήταν θεολογικά θεμελιωμένη» (σελ. 67-68). Στην πρώτη ενότητα αυτής της εισηγήσεως ο π. Γεώργιος σχολιάζει ως πρώτιστο ποιμαντικό καθήκον του αγίου Γρηγορίου την αντιμετώπισι των αιρέσεων (τότε του Βαρλαάμ και του Ακινδύνου των αντιησυχαστών) με την εξής επισήμανσι: «Στην περίπτωσι που θα επικρατούσε η αίρεσις του Βαρλαάμ, η Εκκλησία θα εξέπιπτε από κοινωνία θεώσεως σε θρησκευτική νομικιστική οργάνωσι και η ποιμαντική της θεώσεως θα αντικαθίστατο από την ποιμαντική της ηθικής βελτιώσεως με την βοήθεια της κτιστής χάριτος» (σελ. 71). Σημειώνω με έμφασι ότι ο Γέροντας το είχε καημό: να ζούμε την Εκκλησία ως κοινωνία θεώσεως.
8. Η δεύτερη πτυχή της εκκλησιαστικής ζωής, την οποία αγκάλιασε ο Γέροντας με τον θεολογικό του λόγο, ήταν ο Μοναχισμός. Ο Μοναχισμός, και μάλιστα ο Αγιορειτικός, ήταν το αγαπημένο θέμα του Γέροντος Γεωργίου, τόσο στο ομιλητικό όσο και στο συγγραφικό του έργο, εφ’ όσον άλλωστε αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του δυναμισμού του στην καλλιέργεια και κατόπιν την στήριξι τόσο του αγιορειτικού μοναχισμού ως ηγούμενος της Μονής Γρηγορίου όσο κατόπιν και του γυναικείου μοναχισμού ως Πνευματικός αρκετών Ι. Μονών, και μάλιστα μεγάλων κοινοβίων.
Στην διατριβή του «Η Ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας» αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο για να θεμελιώση τον θεσμό του Μοναχισμού στις στέρεες θεολογικές βάσεις που απορρέουν από την Κανονική Παράδοσι της Εκκλησίας, έτσι ώστε ο Μοναχισμός να είναι ασφαλής οδός «τελειούσα το ανθρώπινον πρόσωπον και άγουσα προς την Βασιλείαν των ουρανών», όπως προοιμιακώς γράφει στην αρχή του οικείου κεφαλαίου.
Το 1990 συνέταξε εισήγησι με τίτλο: «Η περί Μοναχισμού διδασκαλία των αγίων ιεραρχών Γρηγορίου του Παλαμά και Νεκταρίου Πενταπόλεως, των θαυματουργών», η οποία ανεγνώσθη στο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο στα Μετέωρα τον Απρίλιο του 1990. Σε αυτή την εισήγησι ετόνισε την τεράστια συμβολή της ησυχαστικής θεολογίας του αγίου Γρηγορίου και της αγιοπνευματικής εμπειρίας του αγίου Νεκταρίου στην άνθισι του Μοναχισμού στην νεωτέρα Ελλάδα, παρά τις ισχυρές αρνητικές επιδράσεις του εκκοσμικευμένου και δυτικόφρονος περιβάλλοντος.
Το 1997 εκφωνεί ο ίδιος ο Γέροντας, σε ημερίδα της ι. Μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης, εισήγησι με τίτλο: «Η μοναχική ζωή κατά τον Αγιορειτικό Τόμο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά» (βλ. «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκαλος της θεώσεως», εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2000, σελ. 91-104). Σε αυτή την εισήγησι εξετάζεται και ερμηνεύεται η διδασκαλία του Αγιορειτικού Τόμου. Σύμφωνα με αυτήν η Χάρις του Θεού, της οποίας μετέχουν οι θεούμενοι και για την απόκτησι της οποίας αγωνίζονται οι Μοναχοί και εν γένει οι Χριστιανοί, είναι άκτιστος θεοποιός ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Όσοι αντιφέρονται σε αυτή την αποστολική και πατερική πίστι είναι εκτός Εκκλησίας. Μάλιστα ο Γέροντας, για να τονίση ότι εκτός Ορθοδόξου θεολογίας και Εκκλησίας δεν μπορεί να σταθή θεοποιούσα μοναχική ζωή, κάνει τις ακόλουθες ερωτήσεις: «Εάν η Χάρις είναι κτιστή, πως θα θεωθή ο κτιστός άνθρωπος; Και πως η πνευματική και μοναχική ζωή δεν θα εκπέση σε μία ηθική γυμναστική, σε μία ανθρωποκεντρική δράσι;» (σελ. 96).
Το 1998 συντάσσει εισήγησι για το Μοναστικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (3-5 Ιουλίου 1998) με θέμα «Τα χαρακτηριστικά του Ορθοδόξου Μοναχισμού». Το ίδιο έτος ετοιμάζει άλλη εισήγησι, για το Μοναστικό Συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Μεγάρων και Σαλαμίνος, με θέμα «Η υποδοχή και η εν αγάπη αφομοίωσις υπό της Αδελφότητος του προσερχομένου δοκίμου». Και, για να μη μακρύνω τον κατάλογο των εισηγήσεων και σας κουράσω, το έτος 2000 συντάσσει εισήγησι με θέμα «Μοναχισμός και θέα του ακτίστου φωτός» και την αναγινώσκει στο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο στα Μετέωρα τον Σεπτέμβριο του αυτού έτους.
Με εισηγήσεις του σε συνέδρια και με άρθρα ανέπτυξε τον λατρευτικό, τον ησυχαστικό και τον ομολογιακό χαρακτήρα του αγιορειτικού Μοναχισμού. Μνημονεύω την εισήγησί του «Η θεία λατρεία στο Άγιον Όρος (τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της)» για το Επιστημονικό Συμπόσιο «Χριστιανική Θεσσαλονίκη-Παλαιολόγειος εποχή» το έτος 1989, τις εισηγήσεις του σε συνέδρια της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης με τίτλους «Ο Μοναχισμός κατά τον άγιο Συμεών αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης» (το 1983) και «Η παρθενία εις την ζωήν του αγίου Δημητρίου κατά τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν» (το 1980), τις οποίες δημοσίευσε σε ενιαίο τόμο με τίτλο «Ορθόδοξος Μοναχισμός και Άγιον Όρος» (εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1998), και το άρθρο του «Ο νηπτικός και ησυχαστικός χαρακτήρ του Ορθοδόξου αγιορειτικού Μοναχισμού» (για τον τόμο «Το Άγιον Όρος στην τρίτη χιλιετία», εκδ. της Εταιρείας των Φίλων του Λαού, Αθήνα 2003).
Στα συνέδρια αγωνίσθηκε για την προβολή των αγιοπνευματικών, ησυχαστικών και εκκλησιαστικών βάσεων του Ορθοδόξου Μοναχισμού. Όταν όμως η συμμετοχή του στα συνέδρια περιορίσθηκε, λόγω των προβλημάτων της υγείας του, ο Γέροντας εκδαπανήθηκε επί μία σχεδόν δεκαετία (από το 2001 και εξής) στην στήριξι του γυναικείου Μοναχισμού με τις ποιμαντικές επισκέψεις του στις Ιερές Μονές, στις οποίες με την ευλογία των οικείων Μητροπολιτών διετέλεσε Πνευματικός. Αυτό το μεγάλο κεφάλαιο της ποιμαντικής του δραστηριότητος θα αναδειχθή πιστεύω με την αξιοποίησι των ποιμαντικών του ομιλιών σε αυτές του τις περιοδείες.
9. Τρίτη και αξιόλογη πτυχή της εκκλησιαστικής ζωής, στην οποία αφιέρωσε αρκετές δυνάμεις και πλούσιο αγιοπατερικό θεολογικό λόγο, είναι η διακονία του πιστού λαού μετά από πρόσκλησι των Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έχοντας την ευλογία τους περιήλθε τις περισσότερες πόλεις της Ελλάδος και εξεφώνησε περίφημες ομιλίες, εκ των οποίων η πλέον γνωστή είναι εκείνη που δημοσιεύθηκε κατόπιν με τίτλο «Η θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου» ως έκδοσις της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου. Στον ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, επί Μητροπολίτου Παντελεήμονος Χρυσοφάκη, ο Γέροντας ωμίλησε για σπουδαία ζητήματα της πνευματικής ζωής που αμέσως και κυρίως άπτονται της περί θεώσεως διδασκαλίας. Μνημονεύω μερικές από αυτές τις ομιλίες του: «Η εν Χριστώ ζωή κατά τον άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο, πατριάρχη Κων/πόλεως» (Ε’ Κυριακή των Νηστειών του 1983), «Τα κτιστά φώτα του κόσμου και το άκτιστο φως του Χριστού κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά» (Β’ Κυριακή των Νηστειών του 1984), «Το έργο των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και το μήνυμά τους προς τους συγχρόνους Ορθοδόξους λαούς» (Γ’ Κυριακή των Νηστειών του 1985), «Η ομολογία των αγίων Νεομαρτύρων» (Γ’ Κυριακή των Νηστειών του 1986), «Η άπειρος αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον» (Μεγ. Τεσσαρακοστή 1997).
10. Τετάρτη και πιό σημαντική πτυχή της θεολογικής προσφοράς του Γέροντος ήταν η προστασία του πιστού λαού μας από στρεβλώσεις και παραχαράξεις της Ορθοδόξου Πίστεως. Η Εκκλησία βεβαίως δεν θα παύσει να είναι στύλος και εδραίωμα της Αληθείας. Ο Ορθόδοξος λαός μας όμως επηρεάζεται δυστυχώς από καινοφανείς θεωρίες, όπως η θεωρία των κλάδων, των αδελφών εκκλησιών και των δύο πνευμόνων, τις οποίες εκλαϊκεύουν και προβάλλουν με ποικίλους επικοινωνιακούς τρόπους φιλελεύθεροι θεολόγοι. Η πίστις του λαού μας κινδυνεύει και από θεολογικές ακροβασίες, όπως ότι είναι διδασκαλία του αγίου Φωτίου (Φωτιανή παράδοσις) πως οι περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος αντίθετες διδασκαλίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Λατίνων είναι νόμιμοι τρόποι προσεγγίσεως της μιάς αληθείας. Υποσκάπτεται τέλος η Ορθόδοξος δογματική συνείδησις του πιστού λαού από έκκοσμικευμένες νοοτροπίες, όπως ότι οι δογματικές αγκυλώσεις του παρελθόντος πρέπει να ξεπερασθούν με τον διάλογο της αγάπης. Με την επικράτησι τέτοιων απόψεων, που συστηματικά προβάλλονται και μεθοδικά καλλιεργούνται, ο πιστός λαός μας κινδυνεύει να εκπέση από την ακεραιότητα της αποστολικής Πίστεως και από την εκκλησιολογική του αυτοσυνειδησία.
Αυτή ήταν και η αγωνία του Γέροντα. Το σημειώνει χαρακτηριστικά: «Παρεκκλίσεις δε εις την πίστιν δεν αλλοιώνουν την θεολογίαν μόνον της Εκκλησίας, αλλά διαστρέφουν και αυτήν την πνευματικήν και εκκλησιαστικήν ζωήν και δι’ αυτό θέτουν εις άμεσον κίνδυνον την σωτηρίαν του ανθρώπου» (Ορθοδοξία και Ουμανισμός…, σελ. 86). Συνέταξε πραγματείες, για να εξηγήση την διαφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τις ετερόδοξες εκκλησίες και χριστιανικές Ομολογίες, καθώς και την τεραστία απόστασι που χωρίζει τον Ορθόδοξο θεανθρωποκεντρικό ανθρωπισμό από τον δυτικό ανθρωποκεντρικό ουμανισμό. Το θεολογικό του έργο προς την κατεύθυνσι αυτή είναι τεράστιο, και δεν είναι της παρούσης στιγμής να το εκθέσω λεπτομερώς. Θα εστιάσω όμως στα σπουδαιότερα σημεία της θεολογικής του παρεμβάσεως στο μεγάλο αυτό θέμα που απασχολεί την Εκκλησία, προκειμένου να σκιαγραφήσω την θεολογική του μορφή.
11. Ο Γέροντας είχε κατανοήσει ότι οι θεολογικές διαφορές μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και δυτικής χριστιανοσύνης δεν μπορούν να ξεπερασθούν, ενόσω υφίσταται ο ανθρωποκεντρικός ουμανισμός της Δύσεως, εφ’ όσον δηλαδή έχει εξωβελισθή ο Θεάνθρωπος και την θέσι Του έχει καταλάβει ο αυτόνομος και εκκοσμικευμένος άνθρωπος του ευρωπαϊκού ουμανισμού. Γι’ αυτό το 1978 δημοσιεύει το τευχίδιο «Ορθόδοξος Παράδοσις και Παπισμός» και το 1982 εκδίδει το τεύχος «Ορθοδοξία και Ουμανισμός», τα οποία συνεκδίδει το 1995 σε ενιαίο τόμο με τίτλο «Ορθοδοξία και Ουμανισμός – Ορθοδοξία και Παπισμός» με την εξής σημαντική προλογική παρατήρησι: «Δυστυχώς ούτε ο ανθρωποκεντρικός ουμανισμός ούτε ο παπισμός που είναι μορφή θρησκευτικού ουμανισμού, έπαυσαν να απειλούν τον Ορθόδοξο λαό μας, όπως και όλους τους ορθοδόξους λαούς… Θεωρώ ιδιαίτερα επίκαιρη την επανέκδοσι της β’ μελέτης περί παπισμού, μετά την κοινή συμφωνία Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στο Balamand του Λιβάνου… Σύμφωνα με τη δήλωσι αυτή ο Ρωμαιοκαθολικισμός αναγνωρίζεται ως ισότιμος Εκκλησία με την καθ’ ημάς Μία, Αγία, Ορθόδοξο Καθολική Εκκλησία του Χριστού, στη διδασκαλία, στην πίστι, στα μυστήρια, στην αποστολική διαδοχή».
Εφ’ όσον ωμιλούμε περί της συμφωνίας του Balamand, αξίζει να πούμε χάριν της ιστορίας ότι το κείμενο-επιστολή που απέστειλε η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά της απαραδέκτου αυτής συμφωνίας ήταν γέννημα της θεολογικής γραφίδος του μακαριστού Γέροντος.
Μετά την προαναφερθείσα εκκλησιολογική εξίσωσι Ορθοδόξου Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικισμού (1993), που στην πραγματικότητα συνιστά έκπτωσι από την Ορθόδοξο Πίστι, και το ναυάγιο των συζητήσεων για την επίλυσι του ακανθώδους προβλήματος της Ουνίας (2000), το σύστημα των θεολογικών διαλόγων έφερε στην ατζέντα των θεολογικών συζητήσεων το πρόβλημα του Πρωτείου του Πάπα. Ο Γέροντας έλαβε επίσης σαφή θέσι για το Κείμενο της Ραβέννας (2007), με το οποίο ο Πάπας τείνει να αναγνωρισθή κανονικός επίσκοπος της (ορθοδοξούσης, βάσει Κειμένου Balamand) εκκλησίας της Ρώμης με τα προνόμια που του εξασφαλίζει δήθεν η πρωτοκαθεδρία του κατά την πρώτη χιλιετία στις Οικουμενικές συνόδους, το οποίο μεθερμηνευόμενο σημαίνει το γνωστό παπικό πρωτείο παγκοσμίου δικαιοδοσίας. Η θέσις του Γέροντος συμπυκνώνεται στο απόσπασμα που παραθέτω: «η συμφωνία της Ραβέννας περί συνοδικότητος και αυθεντίας δεν πληροί τα Ορθόδοξα εκκλησιολογικά κριτήρια, ώστε να αποτελέση ασφαλή βάσιν περαιτέρω συζητήσεως περί του παπικού πρωτείου. Εν τούτοις, αν ακολουθήση συζήτησις περί του πως ερμηνεύθηκε το παπικό Πρωτείο κατά την δευτέρα χιλιετία και από τις Α’ και Β’ Βατικάνειες Συνόδους, αυτή οφείλει να γίνη εκ μέρους των Ορθοδόξων αντιπροσώπων με γνώμονα την Ορθοδοξία των Αγίων Πατέρων και όχι την συμβιβαστική νοοτροπία των καιρών η την ηγεμονική διάθεσι του Βατικανού. Η αναγνώρισις κάποιου από τα ανωτέρω ‘‘προνόμια’’ του Πάπα η η συμφωνία σε κάποιο παρόμοιο, που αντίκειται στην Ορθόδοξο Εκκλησιολογία, αναμφίβολα σημαίνει ουνιτική ένωσι, με την οποία δεν θα συμφωνήσουμε».
12. Η άλλη μεγάλη παραφυάς του δυτικού Χριστιανισμού, ο Προτεσταντισμός, σύρει οπίσω αυτού τους Ορθοδόξους θεολόγους που πιστεύουν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία με την αποκλειστικότητά της (exclusiveness) δεν συμβάλλει στην ενότητα των Χριστιανών. Έτσι με ποικίλους τρόπους μεθοδεύεται η περίφημη «ενότης εν τη ποικιλομορφία» (unity in diversity), αποκύημα και αυτό της προτεσταντικής περιεκτικής εκκλησιολογίας (comprehensiveness), κατά την οποία όλες οι χριστιανικές παραφυάδες (άρα, κατ’ αυτήν, και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες), κατέχουν μέρος της αποκαλυφθείσης Αληθείας του Χριστού και οφείλουν να το συνεισφέρουν στο κοινό όραμα της ενότητος εν τη ποικιλομορφία.
Ο Γέροντας, πέραν των πολλών κατά καιρούς άρθρων του κατά της προτεσταντικής αυτής νοοτροπίας, έχει δώσει την θεολογική του απάντησι στους Ορθοδόξους υποστηρικτάς η ακολούθους της και με το πολυσέλιδο Υπόμνημα της επί των Δογματικών Ιεροκοινοτικής Επιτροπής του Αγίου Όρους, του οποίου ήταν ο κύριος συντάκτης. Σε αυτό το Υπόμνημνα συμπεραίνει καταληκτικώς: «Οι Ορθόδοξοι δεν κερδίζουμε τίποτε από την συμμετοχή μας στο Π.Σ.Ε. Αντίθετα, αποκομίζουμε ζημία και φθορά. Η αποστολή μας, να κηρύξουμε το μήνυμα της Ορθοδοξίας προς τους ετεροδόξους, δεν ευοδώνεται, επειδή οι Προτεστάντες στο Π.Σ.Ε. δεν προσανατολίζονται προς αποδοχή της Ορθοδοξίας αλλά προς συνύπαρξι μαζί της στο επιδιωκόμενο μόρφωμα των πλήρως αλληλοαναγνωριζομένων εκκλησιών. Ο προσανατολισμός τους αυτός είναι σύμφωνος με την εκκλησιολογία τους. Οι Ορθόδοξοι όμως δεν μπορούμε να συμμετέχουμε σε ένα Οργανισμό (το Π.Σ.Ε.), του οποίου η σύστασις, η δομή και η λειτουργία βασίζονται στην προτεσταντική εκκλησιολογία, χωρίς η συμμετοχή μας να σημαίνη παραίτησι από την εκκλησιολογία μας» (σελ. 52).
13. Ο καταλυτικός ρόλος της θεολογικής παρεμβάσεως του Γέροντος φάνηκε σαφέστερα από κάθε άλλη περίπτωσι στην κατάληξι που είχε ο θεολογικός διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων. Μετά από πολύ καλή μελέτη όλων των φάσεων του θεολογικού αυτού διαλόγου και των δεδομένων που προέκυψαν από αυτόν, ο π. Γεώργιος συνεπέρανε ότι η επιχειρηθείσα ένωσις Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων δεν είναι ενότης που βασίζεται στην Ορθόδοξο Χριστολογία, αλλά στον χριστολογικό συμβιβασμό που εκφράζουν οι λεγόμενες Κοινές Δηλώσεις των ετών 1989 και 1990. Ο διάλογος αυτός, παρότι από ωρισμένους θεολόγους και ωρισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες θεωρήθηκε ωλοκληρωμένος, ώστε προετάθη κοινό συλλείτουργο στην Κων/πολι και στην Αλεξάνδρεια, για τον Γέροντα δεν ωλοκληρώθηκε ακόμη αλλά οφείλει να επαναληφθή υπό Ορθόδοξες πλέον προϋποθέσεις, οι οποίες θα εξασφαλίσουν ενότητα επί τη βάσει της Ορθοδόξου Χριστολογίας. Η έκδοσις της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους υπό τον τίτλο «Παρατηρήσεις περί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων» (1996), η έκδοσις της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου με τίτλο «Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι;» (1995), και μερικά ακόμη μεταγενέστερα άρθρα και βιβλία, όπως «Η ‘‘ιδεολογική’’ Ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων» (2005), υπήρξαν καρπός της θεολογικής προσφοράς του Γέροντος σε αυτόν τον τομέα του ενδο-ορθοδόξου διαλόγου περί της δήθεν Ορθοδοξίας των Αντιχαλκηδονίων.
14. Το θεολογικό ενδιαφέρον του Γέροντα για την προβληματική εξέλιξι του λεγομένου διαθρησκειακού διαλόγου εκδηλώθηκε με την κατά καιρούς συγγραφή σχετικών άρθρων και με τις κατάλληλες αναφορές σε ομιλίες του. Καρπός της μερίμνης του για την ενημέρωσι του πληρώματος της Εκκλησίας περί των συγκρητιστικών κατευθύνσεων του διαθρησκειακού διαλόγου ήταν και η συγγραφή και έκδοσις τη επιστασία του ενός μικρού τευχιδίου με τίτλο «Ορθοδοξία και Ισλάμ» (2000), στο οποίο παρατηρείται ότι «η οδός του διαθρησκειακού συγκρητισμού αποτελεί κίνδυνο ψυχικής απωλείας για τους αστηρίκτους που θα παρασυρθούν μέσω των προγραμματιζομένων ‘‘εκπαιδευτικών προγραμμάτων’’ σε ζωή αλλοτριωμένη από την Ορθόδοξο πνευματική ζωή» (σελ. 43). Αυτή η παρατήρησις προφητικά παραπέμπει στα πρόσφατα πιλοτικά προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας για την διδασκαλία των Θρησκευτικών στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, τα οποία ο μακαριστός Γέροντας σε άρθρο του χαρακτήρισε με οξείς τόνους ως «οδηγό προς την πανθρησκεία». Την ρηξικέλευθη αυτή θέσι ανέπτυξε σε εισήγησί του που αναγνώσθηκε στο Πανελλήνιο επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Το μάθημα των Θρησκευτικών (Προβληματισμοί – Επισημάνσεις – Προτάσεις)» στην Θεσσαλονίκη το έτος 2013.
15. Άφησα τελευταίες μερικές αναφορές στην θεολογική μαρτυρία του Γέροντος σε θέματα που αφορούν το ήθος του Ορθοδόξου λαού μας. Άλλοτε δειλά και άλλοτε ανερυθρίαστα, ανατρέπεται το ευαγγελικό ήθος και εισάγονται στην ζωή του λαού νόθες διδασκαλίες και πρακτικές. Οσάκις εκδηλώνονταν τέτοια κρούσματα, ο Γέροντας δεν έμενε αδρανής αλλά ελάμβανε θέσι. Ακόμη και όταν ο λόγος του απευθύνετο σε μη εκκλησιαστικά πρόσωπα, δεν έχανε την θεολογική του σημασία και την εκκλησιαστική του διάστασι.
Πρώτη μνημονεύω την επιστολή διαμαρτυρίας του Γέροντος Γεωργίου, ως Καθηγουμένου της Μονής Γρηγορίου, προς τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης το 1986, όταν το Δημοτικό συμβούλιο της πόλεως απεφάσισε «την έκδοση ψηφίσματος προς την Κυβέρνηση για τη γρήγορη κατάθεση και ψήφιση του νομοσχεδίου για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων». Η επιστολή αυτή είναι ένα κειμήλιο. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Σύναξη» (τεύχ. 18, 1986). Την χαρακτηρίζει λεπτότης, ευγένεια, πληρότης επιχειρημάτων, αποφασιστικότης. Λέγει ο Γέροντας: «Η νομιμοποίησις των αμβλώσεων σημαίνει επιβράβευσι του εγωισμού και όχι της ελευθερίας… Είμαι αληθινά ελεύθερος όχι όταν κάνω ο, τι ο εγωισμός και η φιλαυτία μου απαιτούν, αλλά όταν κάνω ο, τι η αγάπη επιβάλλει». Και καταλήγει: «Τολμώ να σας παρακαλέσω να επανεξετάσετε και αναθεωρήσετε, με το δημοτικό σας συμβούλιο, το διάβημά σας αυτό και να κάνετε κάτι αντάξιο προς την χριστιανική σας συνείδησι».
Η συμβολή του Γέροντος στον αγώνα κατά της δημεύσεως της μοναστηριακής περιουσίας από την Πολιτεία το 1987 είχε τον χαρακτήρα εθνεγερτικού σαλπίσματος. Σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία» (25-12-1987) με τίτλο «Χριστούγεννα και διωγμός της πίστης» έγραφε: «Έχοντας βαθειά συνείδησι, όπως και η μεγάλη πλειονότης των Ελλήνων, της σημασίας των μοναστηριών μας για την πίστι μας και το έθνος μας, θεωρώ το μέτρο αυτό ως εθνική συμφορά και υψώνω ουρανομήκη φωνή διαμαρτυρίας… Υπενθυμίζουμε ότι υπεράνω κάθε προσκαίρου ανθρωπίνης ιδεολογίας, εξουσίας και κόμματος είναι η αιωνία ορθόδοξος χριστιανική μας πίστις, που σώζει τον άνθρωπο, το έθνος και είναι η μοναδική ενοποιός υπερκομματική για τον απανταχού ελληνισμό δύναμις. Για την πίστι αυτή μοναχισμός, κλήρος και λαός θα αγωνισθούμε και αν χρειασθή θα θυσιασθούμε».
Η προβολή της βλασφήμου ταινίας των Σκορτσέζε-Καζαντζάκη «Ο τελευταίος πειρασμός» είχε κινητοποιήσει όλο τον ευσεβή λαό. Σε αυτή την κινητοποίησι είχε μετάσχει και σύσσωμη η Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους μαζί με πολλούς μοναχούς, μεταξύ των οποίων και ο μακαριστός άγιος Γέροντας Παΐσιος. Στην σύναξι διαμαρτυρίας ο Γέροντας Γεώργιος εξεφώνησε ομιλία προς τον συγκεντρωμένο πιστό λαό, στην οποία μεταξύ άλλων είχε ειπεί: «Ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Θεσσαλονίκης μέγας Παύλος βροντοφωνεί: Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ‘‘τη ελευθερία, η Χριστός υμάς ηλευθέρωσε, στήκετε και μη ζυγώ δουλείας πάλιν ενέχεσθε’’. Η ελευθερία του Καζαντζάκη και του Σκορτσέζε είναι ψευδοελευθερία. Γι’ αυτό και οι Καζαντζάκης και Σκορτσέζε δεν είναι προφήτες, είναι ψευδοπροφήτες. Χρησιμοποιούν την τέχνη, για να διαστρεβλώσουν την αλήθεια και όχι για να φανερώσουν την αλήθεια… Δεν κινδυνεύει από τις επιθέσεις αυτές ο απαθής Θεός, αλλά ο άνθρωπος που, όταν χάση τον Θεάνθρωπο, χάνει την δυνατότητα να γίνη αληθινός άνθρωπος, να απελευθερωθή από κάθε δουλεία, να συμμερισθή την Ανάστασι και την αιώνιο ζωή του Χριστού και να υψωθή στην κατά χάριν θέωσι… Εμείς ο ορθόδοξος λαός δεν ανεχόμεθα να εμπαίζεται ο Κύριος και Θεός μας. Την προσβολή κατά του Κυρίου μας αισθανόμεθα ως προσβολή και κατά του ιδικού μας προσώπου. Προσβάλλεται ο, τι ιερώτερο έχουμε στην ζωή μας. Απαιτούμε από τους αθέους και την Κυβέρνησι να σεβασθή αυτό που πιστεύουμε… Καιρός ομολογίας, μαρτυρίας, ίσως και μαρτυρίου. Κανείς ας μη δειλιάση για οποιαδήποτε σκοπιμότητα».
Από τα τρία αντιπροσωπευτικά αυτά παραδείγματα συμπεραίνεται ότι ο Γέροντας αντιπαρατάχθηκε με σθένος και αποφασιστικότητα σε φανερές και ύπουλες επιβουλές κατά της Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Πίστεως. Οι θεολογικές, ποιμαντικές και ομολογιακές του παρεμβάσεις σε σειρά προβλημάτων που έθιγαν την τιμή και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, τον ανέδειξαν προφητικό ανάστημα, οδηγητική προσωπικότητα, σεβαστό, αν και μη αποδεκτό, ακόμη και από εκείνους, τους οποίους ήλεγχε. Σε πολλές περιπτώσεις υπέμεινε ύβρεις, λοιδορίες, χλευασμούς, απειλές και ανυπόφορες πιέσεις από τους εχθρούς της Εκκλησίας, που δεν ανέχονταν εμπόδια στο καταστρεπτικό έργο τους.
16. Οι θεολογικοί αγώνες δεν στέρησαν τον Γέροντα από την λατρεία του Θεού και το βαθύτατο σέβας προς την Θεοτόκο και τους Αγίους. Θα κλείσω την μακρά αλλά ελπίζω ενδιαφέρουσα εισήγησι με ένα μικρό απόσπασμα από ένα θεομητορικό ύμνο του Γέροντα, ο οποίος περιλαμβάνει εικοσιπέντε στροφές που αρχίζουν με το «Άξιόν εστιν» και αναφέρονται στα γεγονότα της επιγείου ζωής της Κυρίας Θεοτόκου και σε θέματα, για τα οποία η καρδιά του Γέροντα ήθελε να την υμνήση. Τον ύμνο αυτό, που έγραψε και δημοσίευσε προς δόξαν Της στο περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος» το έτος 1988, κατακλείει με τα εξής συγκινητικά και επίκαιρα:
«Άξιόν εστιν…
γιατί και την ιδική μου αμαρτωλή ψυχή παρηγορείς και Συ είσαι η ελπίδα μου για την παρούσα και την μέλλουσα ζωή, την απολογία μου στο Βήμα του Υιού Σου, και στην μητρική Σου προστασία μετά Θεόν αναθέτω τους αδελφούς μου και τα προσφιλή μου πρόσωπα τώρα και μετά την έξοδό μου από τον κόσμο αυτό.
«Άξιόν εστιν» και πάλι και πολλές φορές.
Άξιόν εστιν μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον.
Χαίρε υπερευλογημένη Κυρία Θεοτόκε.
Χαίρε του Χριστού και δική μας Μητέρα.
Χαίρε Προστάτις και Έφορε της Εκκλησίας και του Αγίου Όρους Σου.
Χαίρε Μυριώνυμε Παρθένε, Άξιόν εστιν, Πορταΐτισσα, Γοργοϋπήκοε, Οδηγήτρια, Γαλακτοτροφούσα, Γερόντισσα, Οικονόμισσα, Μυροβλύτισσα, Γλυκοφιλούσα, Παραμυθία, Επακούουσα, Φοβερά Προστασία.
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε.
Χαίρε και δέχου και τους δικούς μου πτωχούς λόγους σαν βρεφικά ψελλίσματα αγάπης και λατρείας σε Σένα και τον Μονογενή Σου Υιόν.
Ελάχιστος Μοναχός
της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου».
Σας ευχαριστώ, και εύχομαι η νήσος των Κυθήρων να έχη την ευλογία του μακαριστού Γέροντος Γεωργίου, ο οποίος είχε εκ πατρός κυθηραϊκή καταγωγή και στην οποία συχνά ανεφέρετο. Να έχουμε όλοι την ευχή του!