Θεολογικὴ προσέγγιση τῆς ἐν Χριστῷ ἐνσωμάτου Μεταστάσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας στὴν Βασιλεία τῆς Τριάδος.
Εἶναι γεγονὸς βεβαιωμένο καὶ ἀναντίρρητο ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἐπιστήμη τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ὅτι οἱ περὶ τὸν βίο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μητρὸς τοῦ Σωτῆρος καὶ λυτρωτοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ μαρτυρίες εἶναι πενιχρότατες στὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ στὰ λοιπὰ βιβλία τοῦ «Ἱεροῦ Κανόνος» τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐν τούτοις πάμπολλες ὑπῆρξαν οἱ λεγόμενες «ἀπόκρυφες διηγήσεις» ἐκ τῶν ὁποίων ὁρισμένες ὀνομάστηκαν «Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια» γιὰ νὰ συμπληρώσουν τὰ χαρακτηριζόμενα ὡς «ἱστορικὰ κενὰ» σχετικὰ μὲ τὸν βίο τῆς Ἀπειράνδρου Θεομήτορος καὶ Πανάγνου Μαρίας. Οἱ δὲ σημαντικότερες ἀπόκρυφες πηγὲς περὶ τοῦ Ἱεροῦ προσώπου τῆς Παναγίας Ἀχράντου Μαρίας εἶναι: α) τὸ «Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου καὶ β) τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ψευδο-Ματθαίου. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅμως διὰ τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὑπὸ τῶν θεοφόρων Πατέρων καθιερώσεως τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ὡς γνησίας ἐκφράσεως τῆς ἀληθοῦς εὐαγγελικῆς καὶ δογματικῆς διδασκαλίας ἀπεμάκρυνε ὅλα τὰ μυθώδη, ἐφήμαρτα καὶ αἱρετικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὴν καθόλου ζωὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας.
Ἔτσι, οἱ θεοφόροι Πατέρες θεοπνεύστως κατέγραψαν τὴν Ὀρθόδοξη θεολογικὴ διδασκαλία περὶ τοῦ ἱεροῦ προσώπου τῆς Πανάγνου Θεομήτορος, ὅπως τοῦτο ἀποδεικνύεται στοὺς «Ὅρους» τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐνῶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ἡ Ἐκκλησία μετὰ πολλῆς προσοχῆς ἀπεδέχθη καὶ υἱοθέτησε τὰ ἐκ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως διδάγματα περὶ τῆς Θεοτόκου Μαρίας.
Ἡ μετάστασις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας.
Στὸ θεολογικὸ αὐτὸ πλαίσιο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση καὶ χωρὶς νὰ ἀποτελεῖ δόγμα αὐτῆς ὑπὸ τὴν αὐστηρὴ καὶ στενὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀποδέχεται τὴν διδασκαλία περὶ τὴν ἐν Χριστῷ «Μεταστάσεως» τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας. Σύμφωνα δηλαδὴ μὲ τὴν Ἱερὰ Παράδοση ἀφ᾿ ὅτου οἱ «ἐκ περάτων» τῆς γῆς Ἀπόστολοι ἔθαψαν τὸ Πάναγνο σῶμα τῆς Παναγίας Θεομήτορος στὴν Γεσθημανῆ, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ὁ ὁποῖος ἠθέλησε διακαῶς νὰ προσκυνήσει τὸ σεπτὸ σῶμα τῆς Πανάγνου Μητρὸς τοῦ Κυρίου. Ὅταν λοιπὸν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἄνοιξαν τὸ μνῆμα, διεπίστωσαν ὅτι τὸ Πανάγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου «μετέστη ἐν Χριστῷ», εἶχε ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανούς. Ἐνσάρκως, δηλαδὴ ἐν σώματι, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἰσῆλθε στὴν Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων, ἡ ἐν σώματι μετάσταση τῆς Θεοτόκου συνέβη ἐν Χριστῷ ὄχι ὅμως μὲ τὸ γήϊνο καὶ φθαρτὸ σῶμα, ἀλλὰ μὲ τὸ ἐν Χριστῷ μεταμορφωμένο καὶ ἀφθαρτοποιημένο σῶμα, τὸ ὁποῖο διὰ τῆς Ἀναστάσεώς του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς «ἀθανατοποίησε» καὶ μὲ τὸ ὁποῖο «ἅπαν τὸ γένος τῶν βροτῶν», ὅλοι οἱ φθαρτοὶ ἄνθρωποι, θὰ λάβουμε κατὰ τὴν τελικὴ καὶ μεγάλη κρίση τῆς ἐνδόξου δευτέρας παρουσίας τοῦ Παμβασιλέως Ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος Μαρία ὡς θνητὸς ἄνθρωπος, ὅπως κάθε ἀπόγονος τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ἐγεύθη τὸν φυσικὸ θάνατο, καθὼς κάθε ἀνθρώπινη κτιστὴ ὕπαρξη πλασθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ δὲν ἐξαιρεῖται τοῦ «κοινοῦ κλήρου» τῆς ἀνθρωπότητος, τῆς φθαρτῆς καὶ πεπερασμένης ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ εἶναι ὁ θάνατος. Πλὴν ὅμως ἡ Ὑπερευλογημένη ἐκ τοῦ Παναγίου Πνεύματος Θεοτόκος μὲ τὴν «κατ᾿ ἄνθρωπον κοίμηση» αὐτῆς εἰσῆλθε «εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων» τῆς ἀλήκτου Βασιλείας τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Μετὰ τὴν φυσικὴ κοίμησή της, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, παρέμεινε «ἄφθορη» ἡ ψυχή της καὶ «ἄφθαρτο» τὸ πάναγνο καὶ ἄσπιλο καὶ ἀμόλυντο σῶμα της. Καὶ πῶς ἦταν δυνατὸν τὸ πάναγνο αὐτὸ σῶμα ποὺ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συνέλαβε καὶ ἔτεκε τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, πῶς ἦταν δυνατόν, νὰ ὑποστεῖ μετὰ τὸν φυσικὸ θάνατο τῆς Θεομήτορος «φθορὰ καὶ διαφθορά», γενόμενο «λάφυρο» τοῦ θανάτου, ὑποκείμενο στὶς συνέπειες, τὶς φυσικὲς καὶ ὀντολογικές, κατ᾿ ἄνθρωπον καὶ κατὰ τὴν φυσικὴ ἀκατανίκητη νομοτέλεια, ὥστε νὰ ἐκπέσει σὲ «σκεῦος φθορᾶς» ἐνῶ ὑπῆρξε, ὡς ἡ μόνη μετὰ τὸν φυσικὸ θάνατο τῆς Θεομήτορος ἐπὶ τῆς γῆς ὕπαρξη, «σκεῦος χάριτος καὶ ζωῆς». Ἔτσι παρέμεινε ἄφθορο καὶ ἄφθαρτο τὸ «Θεοδόχον σκήνωμα» τῆς Θεοτόκου Παναγίας Μητρὸς τοῦ Κυρίου μας.
Ὁ φυσικὸς θάνατος τῆς Θεοτόκου ὑπῆρξε «ζωηφόρος» καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐνῶ ὁ θάνατος γιὰ ὅλους τοὺς πιστοὺς εἶναι «Κοίμησις» ἐν τούτοις γιὰ τὴν Ὑπερευλογημένη καὶ Κεχαριτωμένη Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι «Μετάστασις», ἀφοῦ καθὼς ψάλλει θεολογικώτατα ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας: «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησαν», ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου χαρακτηρίζεται ὡς «δεύτερο Πάσχα», ὡς «Πάσχα τοῦ θέρους», ὑμνολογεῖ τὸ πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων: «Τῇ ἐνδόξῳ Κοιμήσει Σου, οὐρανοὶ ἐπαγάλλονται καὶ ἀγγέλων γέγηθε τὰ στρατεύματα. Πᾶσα ἡ γῆ δὲ εὐφραίνεται…».
Εἰσέρχεται ἐν Χριστῷ ἡ Θεοτόκος Παναγία στὴν αἰώνια καὶ ἄληκτη Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καθὼς «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε Ἄχραντε. Παρθενεύει γὰρ τόκος καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τόκον Παρθένος καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα…», ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, «πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο ἐκ κοιλίας Ἅδου» χωρὶς νὰ ὑποστεῖ φθορὰ καὶ διαφθορὰ στὴν ἀθάνατη ψυχὴ καὶ στὸ τίμιο καὶ ὑπερευλογημένο σῶμα του. Ἡ Θεοτόκος Μαρία «μετέστη πρὸς τὴν ζωὴν Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς» καὶ κατὰ τὴν θεόπνευστη διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ χορηγός τῆς ἀφθάρτου, ἀθανάτου καὶ αἰωνίου ζωῆς: «Δεσποτικαῖς παλάμαις τῇ Παναγίᾳ ταύτῃ καὶ θειοτάτῃ οἴα Μητρὶ λειτουργῶν, τὴν Ἱερὰν ψυχὴν ὑποδέχεται».
Ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Ὁ μέγας τῆς Δογματικῆς Θεολογίας Πατὴρ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἑρμηνεύοντας τὸ «διάφθορον καὶ ἄφθαρτον» τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μετὰ τὴν ἔνδοξη κοίμηση αὐτῆς καὶ γιὰ τρεῖς ἡμέρες ποὺ τὸ «θεοδόχον σκήνωμα» αὐτῆς παρέμεινε ἐντός τοῦ γήϊνου μνήματος, γράφει θεοπνεύστως: «Πῶς ἦταν δυνατὸν ὁ θάνατος νὰ καταπίει αὐτήν, ἡ ὁποία στὴν ὁλότητά της ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεόν; Πῶς θὰ μποροῦσε ὁ Ἅδης νὰ τὴν δεχθεῖ στὰ σπλάχνα του; Πῶς ἡ φυσικὴ διαφθορὰ θὰ ἀποτολμοῦσε νὰ καλύψει τὸ ζωοδόχο σῶμα της; Ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀλλότρια καὶ παντελῶς ξένα τῆς θεοφόρου ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός της. Γι᾿ αὐτὸ ὅταν ὁ θάνατος τὴν ἀντίκρυσε στὰ κατώτατα τοῦ κράτους του, φοβήθηκε, ἐπειδὴ καὶ ὅταν προσέλαβε τὸν Υἱό της, ἔμαθε ἐξ αὐτῶν ποὺ ἔπαθε καὶ λαβὼν πεῖραν ἐσωφρονίσθη».
Σ᾿ αὐτὸ τὸ «δεύτερο Πάσχα», στὸ λεγόμενο «Πάσχα τοῦ θέρους», δὲν θρηνεῖ, οὔτε πενθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ παραδόξως γιὰ τὰ κοσμικὰ μέτρα καὶ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ γεραίρει, μεγαλύνει καὶ δοξολογεῖ τὴν «ἀθάνατη κοίμηση» τῆς Θεομήτορος Μαριάμ, στὴν ὁποία ὡς «ὑπερκόσμιον καὶ ὑπερβατικὸν μυστήριον» συνετελέσθη ἡ «ἐν Χριστῷ ἐνσώματος μετάσταση» ἀπὸ τὰ γήϊνα στὰ οὐράνια, ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ αἰώνια, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ τὶς φυσικὲς νομοτελειακὲς συνέπειες τῆς «διαφθορᾶς καὶ φθορᾶς» τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός της κατὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες ποὺ εὑρέθη στὸ μνημεῖο τῆς Γεσθημανῆ. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος μεγαλοφώνως ἀνακράζει: «Ἀντὶ γὰρ θανάτου λοιπὸν κοίμησις καὶ ὕπνος λέγεται ἡ ἐντεῦθεν μετάστασις», ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μεγαλοφρόνως ψάλλει ἀγαλλομένη: «Ἐν τῇ γεννήσει σου σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ Κοιμήσει σου νέκρωσις ἄφθορος. Θαῦμα ἐν θαύμασι διπλοῦν συνέδραμε, Θεοτόκε». Ἔτσι δὲν θρηνοῦμε οὔτε πενθοῦμε, διότι ἡ Θεοτόκος «ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπεν», ἀλλὰ ζεῖ αἰωνίως.
Θαῦμα θαυμάτων καὶ μυστήριον μυστηρίων ἀποτελεῖ τὸ ὑπερφυὲς γεγονὸς τῆς τριημέρου ἐντός τοῦ χοϊκοῦ μνήματος παραμονῆς τῆς Θεομήτορος ὡς ἀφθάρτου καὶ ἀδιαφθόρου ψυχοσωματικῆς ὑποστάσεως, ἐλευθέρας τῶν φθοροποιῶν δεσμῶν τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος ὅμως κυριαρχεῖ ἐπὶ πάντων τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων. Ὁ μόνος Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ἡ «αὐτοζωὴ» καὶ μόνη ἀληθὴς καὶ ἄκτιστη πηγὴ τῆς ζωῆς, ὡς νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ κράτους τοῦ Ἅδου παρέμεινε τριήμερος, ἄφθορος, ἀδιάφθορος καὶ ἀπολύτως ψυχοσωματικὰ ἄφθαρτος.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πρώτη ἐκ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, διὰ τοῦ θανάτου της καὶ τῆς τριημέρου ἀφθάρτου καὶ ἀδιαφθόρου ἐν τῷ μνήματι παραμονῆς της, καθὼς καὶ τῆς ἐνσώματης στοὺς οὐρανοὺς μεταστάσεώς της, «προμνηστεύεται τὴν αἰώνια ζωήν». Καὶ ἐνῶ γιὰ ὅλους τοὺς θνητοὺς καὶ φθαρτοὺς ἀνθρώπους ἡ ἀπόλυτη ἀφθαρσία καὶ «ἀθανατοποίηση» θὰ συμβεῖ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως πάντων, ζώντων καὶ κεκοιμημένων, στὰ ἔσχατα, κατὰ τὴν Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ τὴν τελικὴ κρίση τῶν πάντων, ἐν τούτοις ἡ Θεοτόκος Μαρία μετέστη στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἀφθαρτοποιημένη» καὶ «ἀθανατοποιημένη» κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα της πρὶν ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀνάσταση τοῦ γένους τῶν βροτῶν. Τοῦτο δὲ συνέβη κατ᾿ εὐδοκίαν τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπέτρεψε νὰ γίνει ἡ Πάναγνος Μητέρα του «λάφυρο» καὶ ὑποχείριο τοῦ θανάτου, ἐπειδὴ «ὁ Κύριος ἦταν κατὰ φύσιν ἀναμάρτητος», ἐνῶ ἡ Θεοτόκος κατὰ χάριν ἀναμάρτητη», καὶ γι᾿ αὐτὸ ρητορικὰ διερωτᾶται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: « Ἡ γὰρ τοῖς πᾶσι τὴν ὄντως ζωὴν ἀναβλύσασα, πῶς θανάτῳ γένοιτ᾿ ἂν ὑποχείριος;».
Ἡ «ἀθάνατος κοίμησις» τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Κατὰ τὸν φυσικὸ θάνατο τῆς Θεομήτορος, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὀντολογικῶς «ἀθάνατος κοίμησις», ὅπως εὔστοχα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ χωρισμὸς ψυχῆς καὶ σώματος διήρκησε ἐλάχιστα, μόλις γιὰ τρεῖς ἡμέρες, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐν Χριστῷ μετάστασή της ἑνώθηκαν καὶ πάλι τὰ δύο ὡς ἄφθαρτη καὶ ἀναλλοίωτη ψυχοσωματικὴ ἑνότητα καὶ ὀντότητα, ὅπως ἀκριβῶς μέλλει νὰ συμβεῖ σὲ ὅλους τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους λίγο πρὶν τὴν Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία, ὅταν θὰ συντελεσθεῖ ἡ κοινὴ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων. Γι᾿ αὐτὸ μὲ τὴν ἐνσώματη μετάστασή της «ὡς δὲ Θεοῦ ζῶντος μήτηρ ὑπάρξασα πρὸς αὐτὸν ἀξίως ἀνακομίζεται», διότι ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «τὴν ζωὴν ἡ κυήσασα πρὸς ζωὴν μεταβέβηκεν».
Συνεπῶς δὲν κάνουμε λόγο γιὰ ἀνάσταση, ἀλλὰ γιὰ ἔνδοξη ἐνσώματη μετάσταση, διότι ἡ Θεοτόκος ἀνέβη στοὺς οὐρανοὺς ζῶσα μέσα στὴν ἄληκτη Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ χωρὶς νὰ ξαναπεράσει ἀπὸ τὴ γῆ. Ὅσοι θαυματουργικὰ ἀνεστήθησαν ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Λάζαρος καὶ ἄλλα πρόσωπα γιὰ τὰ ὁποῖα μαρτυροῦν σχετικῶς τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια, ξαναπέθαναν καὶ ἀναμένουν τὴν κοινὴ ἀνάσταση γιὰ νὰ ἑνωθεῖ καὶ πάλι ἡ ἀθάνατη ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα τους, ὥστε ὡς ψυχοσωματικὲς ὀντότητες νὰ εἰσέλθουν στὴν ἐπέκεινα τοῦ τάφου αἰώνια, ἄφθαρτη καὶ ἀθάνατη ζωή. Μόνη ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος δὲν θὰ ἀναστηθεῖ, ὅπως ἅπαντες οἱ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου κεκοιμημένοι, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ μετάστασή της εὑρίσκεται ἤδη καὶ σωματικῶς ζῶσα στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὡς «ἐκ τῆς ζωῆς εἰς ζωὴν μεθισταμένη».
Ἡ «ἀθάνατη κοίμηση» τῆς Θεοτόκου «διαβατήριον» αἰωνίου ζωῆς.
Ἔτσι, ἡ «ἀθάνατη κοίμηση» τῆς Θεομήτορος καθίσταται «διαβατήριον» αἰωνίου ζωῆς καὶ τὴν βεβαιότητα αὐτὴ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: «Ζωῆς ἀϊδίου καὶ κρείττονος ὁ θάνατός σου γέγονε διαβατήριον», ἐνῶ τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα πανευλαβικῶς ὑμνολογεῖ: «Μέλποντες ἐξόδιον σοὶ ὠδήν, Μῆτερ τοῦ Ὑψίστου, σὴν μετάστασιν εὐλαβῶς γῆθεν πρὸς τὰ ὕψη σὺν Ἀποστόλων δήμου ὑμνοῦμεν ἐκβοῶντες. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ παρακάτω ἐξαίσιος ὕμνος ποὺ ἐκφράζει τὸ βαθύτερο θεολογικὸ περιεχόμενο τῆς εὐδόξου κοιμήσεως καὶ μεταστάσεως τῆς Θεομήτορος: Χαῖρε, Παντάνασσα. Χαίροις παρ᾿ ἡμῶν Μαρία Θεοτόκε, τὸ σεμνὸν κειμήλιον ἁπάσης τῆς Οἰκουμένης, ἡ λαμπὰς ἡ ἄσβεστος, ὁ στέφανος τῆς παρθενίας, τὸ σκῆπτρον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ναὸς ὁ ἀκατάλυτος καὶ χωρίον τοῦ Ἀχωρήτου, ἡ Μήτηρ καὶ Παρθένος. Δι᾿ ἧς ὀνομάζεται ἐν τοῖς Ἁγίοις Εὐαγγελίοις εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Χαίροις ἡ τὸν Ἀχώρητον χωρήσασα ἐν μήτρᾳ ἁγίᾳ Παρθενικῇ δι᾿ ἧς Τριὰς ἁγιάζεται, δι᾿ ἧς Σταυρὸς τίμιος ὀνομάζεται καὶ προσκυνεῖται εἰς πᾶσαν τὴν Οἰκουμένην, δι᾿ ἧς ὁ Οὐρανὸς ἀγάλλεται, δι᾿ ἧς ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι εὐφραίνονται, δι᾿ ἧς βάπτισμα ἅγιον γίνεται τοῖς πιστεύουσι, δι᾿ ἧς ἔλεον ἀγαλλιάσεως, δι᾿ ἧς εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησία τεθεμελίωνται, δι᾿ ἧς ἔθνη ἄγονται εἰς μετάνοιαν. Καὶ τί δεῖ πολλὰ λέγειν; Δι᾿ ἧς ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ φῶς ἔλαμψεν τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου καθημένοις. Δι᾿ ἥν προφῆται προεμήνυσαν, δι᾿ ἧς Ἀπόστολοι κηρύττουσι σωτηρίαν τοῖς ἔθνεσιν, δι᾿ ἧς νεκροὶ ἐγείρονται, δι᾿ ἧς Βασιλεὺς Βασιλεύουσιν διὰ Τριάδος Ἁγίας».
Ἡ Παναγιὰ Βαθυρρύακος, ἡ δική μας Παναγιὰ.
«Σύμφωνα μὲ προφορικὲς μαρτυρίες, γιατί δὲν ἔχουμε γραπτὰ μνημεῖα λόγου, πρὶν ἀπὸ πεντακόσια περίπου χρόνια βρέθηκε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι βρέθηκε πρὶν ἀπὸ τριακόσια χρόνια στὴν περιοχὴ Φατὴρ Γιακᾶ μὲ θαυμαστὸ καὶ ὑπερφυσικὸ τρόπο ἀπὸ Ὀθωμανὸ ἀγᾶ τσιφλικᾶ καὶ ὄχι σὲ Ὀρθόδοξο. Πρόκειται γιὰ τὸν ἀγᾶ τσιφλικᾶ τοῦ τεραστίου τσιφλικιοῦ τοῦ Φατὴρ Γιακᾶ, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τρεῖς νύκτες, μόνον αὐτὸς καὶ κανεὶς ἄλλος, ἔβλεπε φωτεινὸ ὅραμα μέσα στὸν γαλανὸ οὐρανὸ τῆς Θράκης καὶ αὐτὸ τὸ φωτεινὸ ὅραμα ἦταν τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ ἐπὶ τῆς κορυφῆς ἑνὸς δένδρου, καὶ συγκεκριμένα ἐπάνω σὲ καραγάτσι. Δὲν πίστευε στὴν ἀρχή, ὥσπου κατ᾿ ὄναρ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος τοῦ ὑπέδειξε, προειδοποιώντας τον ὅτι δὲν θὰ ἀνεχθεῖ τὴν ἀμέλειά του, νὰ ἐνημερώσει τὶς τοπικὲς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχές, νὰ ἀνασκάψει σὲ συγκεκριμένο σημεῖο στὴν ρίζα τοῦ δένδρου ὅπου ἐμφανίζονταν ὁ σταυρὸς καὶ σὲ πολὺ μικρὸ βάθος κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους θὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα της. Ὁ ἀγὰς ὑπάκουσε καὶ ἐνημέρωσε τὸν τότε Μητροπολίτη Μαρωνείας, ἀνέσκαψε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια παρουσία τοῦ τότε Ἐπισκόπου καὶ τῶν προυχόντων τῆς τότε Γκιουμουλτζίνας, ποὺ ἦταν ἡ πρωτεύουσα τοῦ ὁμώνυμου Καζᾶ, ἀλλὰ καὶ πολλῶν Ὀθωμανῶν, καὶ ὡς ἐκ θαύματος στὰ χέρια του βρέθηκε ἡ μικρὴ φορητὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Φανερωμένης, ἡ ὁποία ἀνήκει ὡς ἁγιογραφικὸς βυζαντινὸς τύπος στὴν Παναγία τὴν Βρεφοκρατοῦσα. Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἀνήκει καὶ στὴν ἰδιαίτερη μορφὴ ἐκείνου τοῦ ἁγιογραφικοῦ τύπου Παναγιᾶς ποὺ εἶναι ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα, ἀλλὰ τὸ πιὸ σωστὸ εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ τύπο τῆς Βρεφοκρατούσας Παναγίας.
Τὸ σημεῖο τῆς εὑρέσεως τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος εἶναι ὁ χῶρος ἐντός τοῦ σημερινοῦ Ἀμπελουργικοῦ Σταθμοῦ Αἰγείρου, ὅπου εὑρίσκεται τὸ μικρὸ παρεκκλήσι τῆς «Παναγίας τῶν Ρόδων», ὅπως ὀνομάζεται καὶ τὸ ὁποῖο ἀνακαινίσθηκε τὸ 1994 μὲ δαπάνες τοῦ Ἀμπελουργικοῦ Φυτωρίου Κομοτηνῆς. Τὸ σημερινὸ παρεκκλήσιο εἶναι τὸ ἀνακαινισμένο, τὸ ὁποῖο ἀνήγειραν στὶς ἀρχὲς τοῦ προηγούμενου αἰῶνα δύο μεγάλοι εὐεργέτες τῆς Κομοτηνῆς. Αὐτὸ τὸ παρεκκλήσι ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν Ἀμπελουργικὸ Σταθμὸ ἀποτελεῖ τὸ τρίτο ἀνακαινισμένο κτίσμα τοῦ πρώτου παρεκκλησίου ποὺ ἔκτισαν γύρω στὰ 1910-1912 ἐκεῖνοι οἱ Κομοτηναῖοι. Σήμερα τὸ παρεκκλήσι ὀνομάζεται «Παναγιὰ τῶν Ρόδων» καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἄλλη παλαιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν θαυματουργὸ ἱστορικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Φανερωμένης. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ εἰκόνα ποὺ ὑπάρχει στὸ παρεκκλήσιο εἶναι τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ φέρει ἀναγεγραμμένη τὴν ὀνομασία, τὸ λεγόμενο «Θεομητορικὸ προσωνύμιο», τῆς Παναγίας ὡς «Παναγίας τῶν Ρόδων». Ἡ ὀνομασία αὐτὴ προῆλθε ἐπειδὴ ἐπὶ τῆς εἰκόνας ἀπεικονίζεται ὁ μικρὸς Χριστὸς καὶ κρατεῖ στὸ χεράκι του ρόδα, τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν καὶ στὰ πόδια τῆς Παναγίας. Ἔτσι, θὰ μποροῦσε ἡ συγκεκριμένη εἰκόνα νὰ φέρει καὶ τὸ προσωνύμιο: «Ρόδον τὸ Ἀμάραντον».
Ὅταν βρέθηκε ἡ Ἱερὰ εἰκόνα, τὴν διεκδικοῦσαν πολλὲς ἐνορίες ὅπως τοῦ Ἰάσμου, τῆς Ἀμβροσίας, τῆς Σάλπης, τοῦ Πολυάνθου καὶ τοῦ παλαιοῦ χωριοῦ ὅπου εὑρίσκεται σήμερα ἡ Μεσσούνη, διότι ἡ Αἴγειρος δὲν ἦταν χωριὸ ἁπλὰ ὑπῆρχε τὸ τσιφλίκι τοῦ Φατὴρ Γιακᾶ. Τὴ λύση τὴν ἔδωσε ἡ ἴδια Παναγία, διότι ἡ διαμάχη ἦταν μεγάλη. Ἐνῶ βρέθηκε στὸ Φατὴρ Γιακᾶ Τσιφλίκ, ὁ τσιφλικὰς ἀρχικὰ δὲν ἔδινε τὴν ἄδεια νὰ κτιστεῖ ἐκκλησάκι γιὰ νὰ φυλαχθεῖ ἡ εἰκόνα. Ἐπίσης, ὅπως προεῖπα, δὲν ὑπῆρχε ὀργανωμένη κοινότητα καὶ ὑπῆρχε φόβος μήπως χαθεῖ ἡ εἰκόνα. Γιὰ αὐτὸ ὁ Μητροπολίτης ἐπειδὴ οἱ ἐνορίες διεκδικοῦσαν τὴν εἰκόνα, ἀποφάσισε τὴ λύση νὰ τὴ δώσει ἡ Παναγιά. Ἔτσι τοποθέτησε τὴν εἰκόνα σὲ καινούργια ἅμαξα ποὺ δὲν εἶχε χρησιμοποιηθεῖ ξανὰ καὶ μάλιστα ζωήλατη, ποὺ τὴν ἔσερναν ἀρσενικὰ ζῶα πλυμμένα καὶ ἁγιασμένα ἀπὸ τὸ Δεσπότη, ἔντυσαν τὸ ἁμάξι καὶ ἀφοῦ ἔκανε δέηση ὁ Μητροπολίτης πρὸς τὴ Θεοτόκο τὴν παρεκάλεσε αὐτὴ νὰ δείξει τὸ σημεῖο ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἐγκατασταθεῖ μόνιμα. Ἡ πομπὴ ξεκίνησε χωρὶς νὰ ὑπάρχει ὁδηγὸς ἀναβάτης (καμουτσίκης) ποὺ νὰ κατευθύνει τὴν ἅμαξα. Ξεκίνησε μὲ τὸ χτύπημα τοῦ Δέσποτα καὶ πῆρε τὴ στράτα. Δὲν σταμάτησε σὲ κανένα ἀπὸ τὰ χωριὰ ποὺ τὴ διεκδικοῦσαν, ἀλλὰ ἔφθασε στὴν Κομοτηνή, μπροστὰ στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Παναγίας, κοντὰ στὴν σημερινὴ ὁδὸ Βενιζέλου. Ἐκεῖ σταμάτησαν τὰ ζῶα, ἐκεῖ θέλησε νὰ ἐγκατασταθεῖ ἡ Θεοτόκος. Τὸ δέχθηκαν οἱ κάτοικοι. Ὁ Δεσπότης τοποθετεῖ τὴν εἰκόνα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Συνέβη ὅμως καὶ κάτι ἄλλο θαυμαστό. Ὅταν ἔβαλαν τὴν εἰκόνα ἐπάνω στὸ ἁμάξι καὶ τὰ ζῶα πῆραν τὸ δρόμο ἐπιβιβάσθηκε καὶ ἡ ἀνάπηρη καὶ κωφάλαλη ἐγγονὴ τοῦ ἰδιοκτήτη τοῦ τσιφλικιοῦ. Αὐτὸ ἔγινε μετὰ ἀπὸ παράκληση τῆς κόρης του. Τὴν ὥρα ποὺ ἔφθανε ἡ ἅμαξα μὲ τὴν Παναγία μπροστὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, τὸ μικρὸ κορίτσι σηκώθηκε στὸ κάρο καὶ φώναξε στὰ τουρκικὰ «Meri ane», Μητέρα Μαρία. Εἶχε βρεῖ καὶ τὴ φωνή της καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. Ἀπὸ τότε ὁ Ὀθωμανὸς ἀγὰς πίστευσε καὶ ἔδωσε λόγο τιμῆς στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς ὅτι γιὰ κάθε τί ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴν προστασία αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ τόπου, θὰ τὸ ἔχουν.
Οἱ δύο εὐεργέτες Τελωνίδης καὶ Σκουτέρης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀγὰς Ἀμὲτ Μποσνάκογλου, στὸν ὁποῖο ἀνῆκε ἕνα μικρὸ τμῆμα τοῦ τσιφλικιοῦ, παρεχώρησαν τὸ κτῆμα τους στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Κομοτηνῆς. Τὸ βέβαια πάντως εἶναι ὅτι μέχρι τὸ ἔτος 1907 δὲν εἶχε ἀνεγερθεῖ τὸ πολὺ μικρὸ παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας ποὺ βλέπουμε σήμερα στὸ σημεῖο ὅπου εὑρέθη, ἐντός τοῦ νῦν ἀμπελουργικοῦ σταθμοῦ, ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα. Θὰ πρέπει, μὲ κάθε ἐπιφύλαξη νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὸ μικρὸ παρεκκλήσιο νὰ ἀνηγέρθη στὸ χρονικὸ διάστημα 1910-1912, πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Βουλγαρικὴ κατοχή τοῦ τότε Καζὰ Γκουμουλτζίνας. Τὸ μικρὸ ἐκεῖνο παρεκκλήσιο ἀνακαινίστηκε τὸ 1994 καὶ σήμερα ὑπάρχει πανέμορφο μὲ τὸν ὀνομασία «Παναγιὰ τῶν Ρόδων» γιὰ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ σημεῖο εὑρέσεως τῆς ἱστορικῆς καὶ θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Παναγίας Φανερωμένης.
Ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς καὶ ἡ ἐπιτροπὴ ἀποκαταστάσεως προσφύγων ποὺ εἶχε τὴν ἕδρα της στὴν Κομοτηνὴ προσφέρουν χρήματα καὶ στὰ 1930 στὸ νέο σημεῖο τῆς ἔκτασης ποὺ παραχώρησε τὸ Ἑλληνικὸ κράτος ὁ τότε ἀείμνηστος μεγάλος Μητροπολίτης Μαρωνείας καὶ Θάσου Ἄνθιμος ὁ Δ΄ κτίζει ἕνα μικρὸ ναΐσκο. Στὴ συνέχεια ὁ Μητροπολίτης Τιμόθεος (1957-1974) ἀποφασίζει ἡ εἰκόνα νὰ μὴν βρίσκεται στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Κομοτηνῆς, ἀλλὰ νὰ μεταφερθεῖ στὸν φυσικό της χῶρο. Στὶς 3 Ἰουλίου τοῦ 1955 ἐγκαθίσταται ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Παναγίας στὴ σημερινὴ μονὴ Παναγίας Φανερωμένης Βαθυρρύακος μὲ εἰδικὴ τελετή. Ἀπὸ τότε ξεκινᾶ ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Μονῆς. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸ 1960-1962 ἔγινε ἡ ὁλοκλήρωση τῶν κελλιῶν ποὺ ξεκίνησε τὸ 1958 καὶ τὸ 1971 κτίσθηκε τὸ κωδωνοστάσιο. Ἀρχικὰ (1957) λειτούργησε ὡς ἀνδρικὸ μοναστήρι καὶ ἀργότερα τὸ 1960 γυναικεῖα μονή. Τὸ 1969 ἔγινε καὶ πάλι ἀνδρῲα μονή. Τὸ 1970 ἔγινε τὸ μαρμάρινο θρονὶ ποὺ βρίσκεται ἡ Παναγιὰ ἀπὸ τὴ δωρεὰ τῆς Χριστίνας Μουρίκη στὴ μνήμη τοῦ συζύγου της Ἀναστασίου καὶ τὸ 1971 ἐγκαινιάστηκε τὸ παρεκκλήσι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Ἕνα τελευταῖο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ πῶ εἶναι ὅτι συγχέει ὁ κόσμος τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Φανερωμένης μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ βρίσκεται στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἀμπελουργικοῦ Σταθμοῦ. Ἀναφέρουν ἐσφαλμένα ὅτι, ὅταν τὴν ἔπαιρναν ἀπὸ τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ καὶ τὴν πήγαιναν στὸ Μοναστήρι, ἡ εἰκόνα γύριζε πίσω. Δὲν εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Φανερωμένης ποὺ γύριζε πίσω, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα ποὺ βρίσκεται ἐντός τοῦ Ἀμπελουργικοῦ Σταθμοῦ στὸ μικρὸ παρεκκλήσι. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα ἀπὸ τὸ 1955 ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὸ νέο μοναστήρι δὲν μετακινήθηκε. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς ποὺ γύριζε πίσω εἶναι αὐτὴ ποὺ βρίσκεται στὸ προσκυνητάρι μέσα στὸν Ἀμπελουργικὸ σταθμὸ ἡ Παναγία τῶν Ρόδων. Αὐτὴ ὄντως προσπάθησαν νὰ τὴν πάρουν ἀπὸ τὸ παρεκκλήσιο καὶ νὰ τὴν τοποθετήσουν στὸ νέο μοναστήρι. Μέρα τὴν πήγαιναν καὶ τὴ νύχτα ἕνα φῶς ἔφευγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ κατευθύνονταν στὸν Ἀμπελουργικὸ Σταθμό. Τὸ πρωΐ ἔβρισκαν τὴν εἰκόνα στὸ μικρὸ παρεκκλήσι. Τρεῖς φορὲς ἔγινε αὐτό, ὥσπου ὁ Μαρωνείας Τιμόθεος εἶπε ὅτι ἡ Παναγία τῶν Ρόδων «ἐδῶ θέλει νὰ μείνει. Ἂς τὴν ἀφήσουμε στὸ μικρὸ παρεκκλήσι, γιατί δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀλλάξει τὸν τόπο της. Καὶ μέχρι σήμερα παραμένει ἐκεῖ στὸ προσκυνητάρι στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἀμπελουργικοῦ Σταθμοῦ ποὺ οἱ γιαγιᾶδες τῆς Αἰγείρου τὸ παρομοίαζαν πρὶν ἀνακαινισθεῖ μὲ μικρὸ φοῦρνο. Σὲ αὐτὸ τὸ μικρὸ φοῦρνο σώζεται ἡ Παναγιὰ τῶν Ρόδων μία μικρὴ φορητὴ εἰκόνα. Ἐκεῖ ποὺ βρέθηκε ἡ Φανερωμένη».
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη