«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16)
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ, ἀγαπητοί μου, στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο βρῆκα ἕνα μυστικὸ βουνό, καὶ σᾶς προσκαλῶ ὅλους, νὰ ᾿ρθῆτε σ᾿ αὐτὸ μὲ τὰ τσαπιὰ καὶ τὶς ἀξίνες σας νὰ σκάψετε. Σᾶς ὑπόσχομαι, ὅτι θὰ βρῆτε θησαυρὸ μεγάλο.
Ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ θησαυρός; Ποιό εἶνε τὸ μυστικὸ βουνό, μὲ τὰ κοιτάσματα χρυσοῦ;
Εἶνε ἕνα μικρὸ βιβλίο. Εἶνε ἡ ἁγία Γραφή. Αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶνε γεμᾶτο χρυσάφι. Ἀπ᾿ αὐτὸ θὰ πάρω γιὰ νὰ σᾶς δώσω ἕνα χρυσὸ νόμισμα. Ἐγὼ ὁ πτωχὸς θὰ σᾶς δώσω ἕνα πεντόλιρο. Ἂν τὸ κρατήσετε στὰ χέρια σας, ἂν τὸ βάλετε στὰ σπίτια σας, ἂν τὸ θέσετε σὲ κίνησι, ἂν τὸ ἐξαργυρώσετε, ἂν δηλαδὴ τὸ ἐφαρμόσετε, σᾶς λέγω, ὅτι καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς θὰ γίνῃ πλούσιος.
―Μὰ ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ πεντόλιρο;
Εἶνε τὰ λόγια αὐτά, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16).
Αὐτὸ τὸ ῥητό, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὠκεανὸς ἀπὸ θεῖα καὶ οὐράνια νοήματα. Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ κάνετε λίγη ὑπομονὴ γιὰ νὰ ἀκούσετε μία ἀνάλυσί του.
* * *
Τὸ ἐπαναλαμβάνω· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (ἔ.ἀ.).
«Ἠγάπησε», λέει. Ποιός ἠγάπησε; «Ὁ Θεὸς» ἠγάπησε. Ποιόν ἠγάπησε; «Τὸν κόσμον».
Ἔχουμε ἀποδείξεις πολλές, ποὺ δείχνουν, ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δημιούργησε τὸ σύμπαν ἀλλὰ καὶ ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πλάσματά του, κατ᾿ ἐξοχὴν δὲ γιὰ τὸ ὑπεροχώτερο πλάσμα του τὸν ἄνθρωπο. Ὅλη ἡ φύσι γύρω μας, τὸ ὀξυγόνο, τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια, οἱ θάλασσες, τὰ πουλιὰ ποὺ κελαϊδοῦνε, τὰ ζῷα ποὺ μᾶς ὑπηρετοῦνε, ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, τ᾿ ἀστέρια, ὅλα δείχνουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἔφτειασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο. Τοῦ ἔδωσε μάτια νὰ βλέπῃ, πόδια νὰ περπατᾷ, χέρια νὰ ἐργάζεται· τὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τὸ τελειότερο ἐργαλεῖο καί, ἂν δὲν εἶχε χέρι ὁ ἄνθρωπος, δὲν θὰ ἔκανε τίποτε. Τοῦ ἔδωσε αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούῃ. Τοῦ ἔδωσε καρδιὰ γιὰ νὰ ἀγαπάῃ. Τοῦ ἔδωσε μιὰ συνείδησι μέσα του ποὺ τοῦ λέει ἄλτ! Τοῦ ἔδωσε φαντασία καὶ μνήμη. Τὸν ἔκανε «κατ᾿ εἰκόνα» του καὶ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26). Τὸν ἔκανε ἕνα μικρὸ θεὸ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἔβαλε πάνω στὴ γῆ, ποὺ εἶνε ἕνας μικρὸς παράδεισος. Διότι τὰ ἄλλα ἀστέρια, εἶνε σὰν τὰ ξερονήσια.
Ἄνθρωπε ἀχάριστε, γιατί δὲν γονατίζεις νὰ πῇς ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό; Ἐδῶ ἕνα σκύλο ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο καί, ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ σοῦ πῇ εὐχαριστῶ, σοῦ κουνάει τὴν οὐρά. Κ᾿ ἐσύ, ἄνθρωπε, ποὺ ὁ Θεὸς ἀνοίγει τὸ χέρι του καὶ σοῦ σκορπᾷ ὅλα τὰ ἀγαθά, δὲν λὲς ἕνα εὐχαριστῶ;…
* * *
Τώρα ὅμως, ἀδελφοί μου, θέλω νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας στὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο.
Καὶ ἂν ἀκόμα ὑποθέσουμε, ὅτι δὲν ἔτρεχαν ποτάμια, δὲν φύτρωναν δέντρα, δὲν κελαϊδοῦσαν ἀηδόνια, δὲν ἔβοσκαν ἀρνάκια, δὲν φώτιζε ἥλιος, δὲν ἔλαμπε φεγγάρι, δὲν ἔβγαιναν ἄστρα, ἔφτανε, ἀδελφοί μου, ἕνα καὶ μόνο γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ νὰ γονατίσουμε καὶ νὰ ποῦμε· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστοῦμε. Ποιό εἶνε αὐτό, ποὺ εἶνε ἀνώτερο ἀπὸ τὰ ποτάμια, ἀνώτερο ἀπὸ τὸ φεγγάρι καὶ τὸν ἥλιο, ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅλα; Ποιό εἶνε αὐτό; Ποιά εἶνε ἡ μεγαλειώδης ἀπόδειξις, ὅτι «ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη» (Α΄ Ἰωάν. 4,16);
Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου.
Θά ᾿θελα νὰ εἶχα γλῶσσα ἀγγέλου, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ σᾶς ἐξηγήσω, ὅτι ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Ἕνα μόνο παράδειγμα θὰ σᾶς πῶ, γιὰ νὰ σᾶς δώσω μιὰ ἀμυδρὰ ἰδέα τῆς μεγαλειώδους αὐτῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Σὲ κάποια πόλι τῆς Ἑλλάδος, ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, ὑπάρχει ἀκόμα ἕνας σταυρός, καὶ πάνω στὸ σταυρὸ εἶνε γραμμένο τὸ ὄνομα ἑνὸς νέου ποὺ σκοτώθηκε. Κι ἀπὸ κάτω εἶνε γραμμένες οἱ λέξεις· «Ἀπέθανε δι᾿ ἐμέ».
Τί συνέβη; Ἔπιασαν οἱ Γερμανοὶ μερικοὺς ἄνδρες, τοὺς ξεχώρισαν, τοὺς ἔβγαλαν ἔξω, καὶ εἶπαν· Αὐτοὶ θὰ ἐκτελεσθοῦν. Τοὺς ἔβαλαν στὴ σειρὰ καὶ τοὺς μέτρησαν. Ἑτοίμασαν τὰ ὅπλα τους, καὶ ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικός, ἀδίστακτος, ἦταν ἕτοιμος νὰ διατάξῃ πῦρ.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ἔρχεται κάποιος τρέχοντας ―ὑπάρχει ἀγάπη στὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει μόνο μῖσος· δὲν εἶνε παραμύθι αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω―, πλησιάζει καὶ πέφτει στὰ πόδια τοῦ Γερμανοῦ λέγοντας·
―Σὲ παρακαλῶ. Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον, ποὺ εἶνε ἐκεῖ στὴ γραμμὴ καὶ πάει γιὰ ἐκτέλεσι; Εἶνε προστάτης οἰκογενείας. Ἔχει μάνα, ἔχει γυναῖκα, ἔχει παιδιά. Ἐγὼ δὲν ἔχω κανένα στὸν κόσμο. Σὲ παρακαλῶ, διῶξ᾿ τον αὐτόν, καὶ νὰ μπῶ ἐγὼ στὴ θέσι του. Νὰ σκοτωθῶ ἐγώ, γιὰ νὰ ζήσῃ αὐτός. Δὲν ἔχεις νὰ χάσῃς τίποτε. Δεκαπέντε σοῦ εἶπαν νὰ ἐκτελέσῃς, δεκαπέντε θὰ ἐκτελέσῃς. Βάλε με ἐμένα μέσα.
Ὁ Γερμανὸς συγκινήθηκε.
―Ἄντε, τοῦ λέει, πήγαινε μέσα.
Καὶ διατάσσει τὸν ἄλλο νὰ φύγῃ.
Σὲ λίγο ἀκούστηκε ὁμοβροντία. Σκοτώθηκε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ὁ ἀθῷος.
Ὁ ἄλλος, ποὺ γλύτωσε τὴ ζωή του χάρις στὴν αὐταπάρνησι καὶ αὐτοθυσία τοῦ φίλου του, πῆγε καὶ μάζεψε τὸ ἄψυχο κορμί του. Τὸ φιλοῦσε καὶ τὸ ἔβρεχε μὲ δάκρυα. Τὸ ἔθαψε στὸ νεκροταφεῖο, καὶ πάνω στὸ σταυρὸ ἔγραψε τὸ ὄνομά του, κι ἀπὸ κάτω τὰ λόγια· «Ἀπέθανε δι᾿ ἐμέ», πέθανε γιὰ μένα.
Μὲ καταλάβατε; μὲ νιώσατε;
Θαυμάζετε καὶ συγκινεῖσθε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ φίλου; Ἄχ, ἀδελφοί μου, αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε ὁ Χριστός. Ἐμεῖς ὅλοι μας ἤμαστε ἄξιοι τιμωρίας καὶ θανάτου. Δὲν θά ᾿πρεπε νὰ πάθῃ ὁ Χριστὸς αὐτὰ ποὺ ἔπαθε ἐπάνω στὸ σταυρό· ὄχι. Ὄχι τὰ δικά του χέρια, ποὺ ἦταν ἀμόλυντα, ἀλλὰ τὰ δικά μας βρωμερὰ χέρια, ποὺ κάνουν τοῦ κόσμου τὶς ἀτιμίες, αὐτὰ ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦν ἐπάνω στὸ σταυρό. Ὄχι τὰ δικά του ἀμόλυντα καὶ πανάχραντα πόδια, ἀλλὰ τὰ δικά μας πόδια, ποὺ τρέχουν ὅπου εἶνε τοῦ διαβόλου τὸ θέλημα, αὐτὰ ἔπρεπε νὰ καρφωθοῦνε. Ἡ δική μας γλῶσσα, ποὺ βγάζει βόρβορο καὶ λάσπη, ἔπρεπε νὰ ποτιστῇ μὲ ὄξος καὶ χολή, καὶ ὄχι ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε τὰ ὡραιότερα λόγια. Καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ κεντηθῇ ἡ πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἡ δική μας καρδία. Καὶ τὸ ἀγκάθινο στεφάνι ὄχι στὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ στὸ δικό μας κεφάλι ἔπρεπε νὰ τεθῇ.
Τὰ ἔπαθε ὁ Χριστὸς ὅλα αὐτὰ γιὰ ᾿μᾶς. Μπῆκε στὴ θέσι ὅλων μας. Ἔγινε ὁ ἀντικαταστάτης μας. Ἀπέθανε γιὰ μένα, ἀπέθανε γιὰ σένα, ἀπέθανε γιὰ τὸν κάθε ἁμαρτωλό. Γι᾿ αὐτὸ λέω· Ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶνε ἡ μεγαλυτέρα ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης του. Γι᾿ αὐτὸ λέει καὶ ὁ διος ὁ Χριστός, ὅτι τόσο ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε τὸν μονογενῆ του υἱὸν τὸν παρέδωκε εἰς θάνατον σταυρικόν, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16).
* * *
Ἀδελφοί μου! Ἂν ὑπάρχῃ σ᾿ ἐσᾶς ἕνα χνος ἀγάπης στὸ Χριστό, ἐλᾶτε κοντά του. Ἐὰν ἔχετε πόδια, τὰ πόδια σας νὰ κάνουν φτερά· καὶ ἂν ἀκοῦτε τὴν καμπάνα νὰ χτυπᾷ, νὰ τρέχετε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ λέτε· Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ. Ἐὰν ἔχετε χέρι, νὰ ἑνώσετε τὰ τρία σας δάκτυλα καὶ νὰ κάνετε κανονικὰ τὸ σταυρό, καὶ νὰ λέτε· Χριστέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ. Ἂν ἔχετε μάτια, ἀτενίστε τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ πέστε μυστικῶς· Χαῖρε, ὁ Βασιλεὺς ἡμῶν! Καὶ ἂν ἔχετε πνευματικὰ αὐτιά, ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησιά, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσετε ποὺ λέει «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 13,34). Καὶ ἂν ἔχετε μυαλό, τὸ μυαλό σας νὰ σκεφθῇ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ ἂν ἔχετε καρδιά, πλησιάστε τον καὶ πέστε· Χριστέ μου, μιὰ καρδιὰ ἔχω, τὴν καρδιὰ αὐτὴ σοῦ τὴ δίνω· δική σου εἶνε, πάρ᾿ την καὶ πλάσε την ὅπως θέλεις.
Καὶ τὸ τελευταῖο, ἀδελφοί μου. Ἂν ἔχετε ἁμαρτήματα ―καὶ ποιός δὲν ἔχει ἁμαρτήματα;―, ἐλᾶτε, ἀδέλφια μου. Μὴν ἀπελπιστῇ κανείς. Φέρτε τα ὅλα ἐδῶ μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο. Καὶ θὰ τὰ κάψῃ ὅλα ὁ Χριστός, δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἁμαρτία στὸν κόσμο.
Ἐπαναλαμβάνω. Τὸ πεντόλιρο, ποὺ σᾶς δίνω, εἶνε αὐτό· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16). Ἀμήν.