«…Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκώς…» (Λουκ. 7,12)
ΥΠΑΡΧΕΙ, ἀγαπητοί μου, μία λέξις, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἅμα τὴν ἀκούσῃ λυπᾶται καὶ μελαγχολεῖ· εἶνε ἡ λέξι θάνατος. Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας ―καὶ ἤμουν πολὺ εὐτυχής, διότι μ᾿ ἀξίωνε ὁ Θεὸς νὰ γυρίζω καὶ νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιο―, εἶχα πάει σ᾿ ἕνα χωριό. Ἦταν βράδυ. Φιλοξενήθηκα σ᾿ ἕνα σπίτι. Προτοῦ νὰ κοιμηθοῦμε είχαμε μιὰ συζήτησι μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ. Ἐκεῖ ποὺ συζητούσαμε εἶπα τὴ λέξι «θάνατος». Μόλις ἄκουσε ὁ νοικοκύρης τὴ λέξι «θάνατος», τρόμαξε καὶ χτύπησε ξύλο. ―Γιατί χτυπᾷς ξύλο; τοῦ λέω. ―Ἐδῶ, λέει, ἔχουμε αὐτὴ τὴ συνήθεια· νομίζουμε ὅτι ἔτσι φεύγει ὁ θάνατος…
Ἂν ἔφευγε ὁ θάνατος ἔτσι εὔκολα!… Τὸ παράδειγμα αὐτὸ δείχνει πόσο τρόμο προξενεῖ καὶ τὸ ἄκουσμα τῆς λέξεως «θάνατος», πολὺ δὲ περισσότερο ὅταν ὁ θάνατος ἐπισκεφθῇ τὸ σπίτι μας καὶ πεθάνῃ κάποιος ἀπὸ τοὺς οἰκείους.
* * *
Ἦταν κάποτε ἐποχή, ποὺ ὁ θάνατος δὲν ὑπῆρχε. Περίεργο πρᾶγμα, δὲν ὑπῆρχε θάνατος; Ναί, δὲν ὑπῆρχε. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀθάνατο. Ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρο· νὰ ὑπακούῃ στὶς ἐντολές του. Τὸν προειδοποίησε μέσα στὸν κῆπο τοῦ παραδείσου, ὅτι ἂν παραβῇ τὴν ἐντολή του θὰ πεθάνῃ· «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γέν. 2,17). Δυστυχῶς οἱ πρωτόπλαστοι δὲν ὑπήκουσαν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Παρέβησαν τὴν ἐντολή του, ἁμάρτησαν, κι ἀπὸ τότε ὁ θάνατος μπῆκε στὴν ἀνθρωπότητα. Ἀθάνατος πρῶτα ὁ Ἀδάμ, θνητὸς κατόπιν. Θνητὸς ὁ Ἀδάμ, θνητὴ ἡ Εὔα, θνητοὶ ὅλοι ἐμεῖς, ἄντρες – γυναῖκες, ποὺ καταγόμεθα ἀπὸ ἐκείνους.
Κανένα ἄλλο πρᾶγμα δὲν εἶνε τόσο βέβαιο ὅσο ὁ θάνατος. Ὅλα τ᾿ ἄλλα μπορεῖ νὰ συμβοῦν – μπορεῖ νὰ μὴ συμβοῦν, ἔχουν κάποια πιθανότητα· ὁ θάνατος εἶνε τὸ πιὸ βέβαιο. Ἀλλ᾿ ἐνῷ εἶνε τὸ πιὸ βέβαιο, ἐν τούτοις εἶνε ἄγνωστη ἡ ὥρα του. Ὁ θάνατος ἔρχεται σὰν τὸν κλέφτη, «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (πρβλ. Α΄ Θεσ. 5,2). Ὁ κλέφτης δὲν προειδοποιεῖ τὸ νοικοκύρη ποιά ὥρα θὰ ᾿ρθῇ· ἔρχεται αἰφνιδίως καὶ κλέβει. Ἔτσι κι ὁ θάνατος. Ἔρχεται πρωΐ, ἔρχεται μεσημέρι, ἔρχεται βράδυ· ἔρχεται στὸ δρόμο, ἔρχεται στὴν πλατεῖα, ἔρχεται στὸ χωράφι, ἔρχεται στὸ αὐτοκίνητο ποὺ ταξιδεύεις, ἔρχεται στὸ πλοῖο, ἔρχεται στὸ σιδηρόδρομο, ἔρχεται στὸ ἀεροπλάνο. Παντοῦ καὶ πάντοτε ἔρχεται. Ἀκόμα καὶ στὶς στιγμὲς τῆς χαρᾶς, ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα τοῦ γάμου· ἔχουμε παραδείγματα πού, ἐνῷ πήγαιναν γιὰ τὰ στέφανα, πέθαναν ὁ γαμπρὸς ἢ ἡ νύφη καὶ ὁ γάμος ἔγινε κηδεία. Ὦ Θεέ μου! παντοῦ ὁ θάνατος.
Κ᾿ εἶνε κουφὸς ὁ χάρος, δὲν ἀκούει κλάματα· καὶ τυφλός, δὲ βλέπει δάκρυα. Ἔτσι τὸν ζωγραφίζουν οἱ ζωγράφοι· μὲ τὰ μάτια κλειστά. Προχωρεῖ· παίρνει τὸν ἀσπρομάλλη γέρο, παίρνει καὶ τὸ μικρὸ παιδὶ ἀπ᾿ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας· μπαίνει στὴν καλύβα κι ἁρπάζει τὸ φτωχό, μπαίνει καὶ στὰ παλάτια κι ἁρπάζει βασιλιᾶδες καὶ στρατηγούς. Δὲν κάνει καμμία διάκρισι. Καὶ Μέγας Ἀλέξανδρος νὰ γίνῃς, ὁ θάνατος θὰ σὲ νικήσῃ. Ὅταν γίνωνται πολιτικὲς ἐκλογές, οἱ νικηταὶ θριαμβολογοῦν καὶ διασκεδάζουν, οἱ ἡττημένοι κατεβάζουν τὸ κεφάλι καὶ κρύβονται. Ἀλλὰ τόσο οἱ μὲν ὅσο καὶ οἱ δὲ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια ποῦ θὰ εἶνε; Νικητὰς καὶ ἡττημένους, ὅλους θὰ τοὺς δεχθῇ ὁ τάφος. Ποιός θυμᾶται πρὶν ἑκατὸ χρόνια ποιός ἦταν πρωθυπουργὸς ἢ ἀρχηγὸς τοῦ τάδε κόμματος; Ἕνας τάφος τὰ καλύπτει ὅλα. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2).
Ἦταν ἕνας βασιλιᾶς τῶν Περσῶν ποὺ τὸν ἔλεγαν Ξέρξη. Αὐτὸς ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος τὸ 480 π.Χ.. Ἦρθε μὲ ἕνα ἑκατομμύριο στρατὸ στὶς Θερμοπύλες. Τὴν παραμονὴ τῆς μάχης παρέταξε ἐκεῖ τὶς δυνάμεις του. Καθὼς ὅμως τὰ στρατεύματα παρήλαυναν κι αὐτὸς πάνω ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα τὰ ἐπιθεωροῦσε, σὲ μιὰ στιγμὴ δάκρυα ἔφυγαν ἀπ᾿ τὰ μάτια του. Οἱ ὑπασπισταὶ τὸ παρατήρησαν· ―Γιατί κλαῖς; Εἶσαι ὁ ἐνδοξότερος βασιλεύς, μυριάδες στρατὸς πειθαρχεῖ στὴν προσταγή σου… ―Μοῦ πέρασε μία σκέψι, λέει ὁ Ξέρξης. ―Τί σκέψι; ―Σκέφτηκα, ὅτι ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ὅλοι αὐτοὶ θά ᾿χουν γίνει στάχτη· οὔτε ἕνας δὲ θὰ ὑπάρχῃ!… Φοβερὸς ὁ θάνατος, «πικρὸν τὸ μνημόσυνόν» του (Σ. Σειρ. 41,1), τρόμος καὶ φόβος τῆς ἀνθρωπότητος.
* * *
Ἀλλὰ ὅσοι τρέμουμε τὸ θάνατο, ὅσοι κλαῖμε ἐπάνω σὲ τάφους νεοσκαμμένους, ἂς ἀκούσουμε τώρα τὴν πιὸ εὐχάριστη είδησι. Ἡ πιὸ εὐχάριστη είδησις ποιά εἶνε; Δὲν εἶνε κάτι τετριμμένο, ὅτι λ.χ. νίκησε τὸ ἄλφα ἢ τὸ βῆτα κόμμα κ.τ.λ.. Εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ. Εἶνε μιὰ φωνή, ἕνας νικητήριος παιάν, ποὺ σαλπίζει· Ὁ θάνατος νικήθηκε! Πῶς; ὁ κυρίαρχος καὶ ἀήττητος θάνατος νικήθηκε; Ναί. Ἐὰν εἶσαι Χριστιανός, θὰ τὸ πιστέψῃς· ἐὰν δὲν εἶσαι Χριστιανός, τότε μὴν τὸ πιστεύεις μήτε νά ᾿ρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη είδησις, τὴν ὁποία μεταδίδει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας. Νικήθηκε ὁ θάνατος!
Ποιός τὸν νίκησε; Ἕνας τὸν νίκησε, ἕνας καὶ μόνο· ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός! Τὸν νίκησε τέσσερις φορές.
Πρώτη φορὰ εἶνε αὐτὴ ποὺ ἀκούσαμε στὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Καθὼς ὁ Χριστὸς πήγαινε σ᾿ ἕνα χωριό, λέει, πλησιάζοντας στὴν εσοδο εἶδε τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ γίνεται κηδεία, νὰ βγάζουν ἕνα νεκρὸ καὶ νὰ πηγαίνουν νὰ τὸν θάψουν. Πίσω ἀπ᾿ τὸ φέρετρο μιὰ δυστυχισμένη μάνα ἔκλαιγε· ὁ νεκρὸς ἦταν τὸ μονάκριβο παιδί της, ποὺ τὸ εἶχε μόνη παρηγοριά της διότι ἦταν χήρα. Ἔκλαιγε ἐκείνη, ἔκλαιγε καὶ ὁ κόσμος ποὺ συμμετεῖχε στὸ πένθος της. Ὁ Χριστὸς τὴ σπλαχνίστηκε καὶ σταμάτησε. Ἀπευθύνεται στὴ μάνα καὶ τῆς λέει· «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13), σπόγγισε τὰ δάκρυά σου. Περίεργος λόγος· πῶς νὰ μὴν κλαίῃ; Τότε ὁ Χριστὸς πλησίασε, ἄγγιξε τὸ νεκρὸ καὶ εἶπε δυὸ λέξεις· «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (ἔ.ἀ. 7,14)· νέε, σήκω ἐπάνω. Καὶ μὲ ὅση εὐκολία ἡ μάνα λέει στὸ παιδί της «ξύπνα» καὶ τὸ ξυπνάει, μὲ τόση εὐκολία ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ παιδί. Ἄνοιξε τὰ μάτια του, ἀνακάθησε κι ἄρχισε νὰ μιλάῃ. Δὲν εἶνε ψέμα· τὸ εἶδαν ὅλοι, θαύμασαν καὶ εἶπαν· Μεγάλος προφήτης παρουσιάστηκε ἀνάμεσά μας· ὁ Θεὸς μᾶς ἐπισκέφθηκε, δὲ μᾶς ξέχασε. Ἔτσι νίκησε ὁ Χριστὸς τὸ θάνατο ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ Ναΐν.
Πάλεψε ἐπίσης μὲ τὸ θάνατο, δεύτερη φορά, μέσα στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ὅπου ἀνέστησε τὴ νεκρὰ κόρη του.
Πῆγε ἀκόμα στοὺς τάφους καὶ πάλεψε μὲ τὸ χάρο, τρίτη φορά, στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου, ποὺ ἦταν τέσσερις μέρες νεκρὸς καὶ θαμμένος. Μ᾿ ἕνα του λόγο τὸν ἀνέστησε.
Ἀλλὰ ἡ πιὸ μεγάλη νίκη, ὁ πιὸ μεγάλος θρίαμβος πότε εἶνε· τὴν τέταρτη φορά, ὅταν ὁ διος, πάνω στὸν ἑαυτό του, νίκησε τὸ θάνατο. Κατέβηκε στὸν ᾅδη, πάλεψε μὲ τὸ χάρο, ἔσπασε τὶς χάλκινες πύλες τῆς φυλακῆς του, πῆρε τοὺς αἰχμαλώτους. Ἔτσι κατενίκησε τὸ θάνατο· καὶ τότε ὅλα, ἐπουράνια καὶ ἐπίγεια, ἄστρα, ποταμοί, θάλασσες, στεργιές, λαγκάδια, νεκροί, μνήματα, ὄρη καὶ πεδιάδες, ὅλα φώναζαν «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».
Καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα, ἡ Κυριακή, τί σημαίνει, ἀγαπητοί μου; Εἶνε νίκη. Ἑορτάζουμε τὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ στὰ παλιὰ χρόνια μνημόσυνα δὲ γίνονταν Κυριακή· τὸ Σάββατο γίνονταν μνημόσυνα. Καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος μνημόσυνα γίνονται μόνο τὸ Σάββατο, Κυριακὴ ὄχι. Διότι ἡ Κυριακὴ εἶνε ἡμέρα χαρᾶς καὶ θριάμβου· «αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. 117,24· Κυρ. Πάσχα, ὄρθρ.).
* * *
Αὐτά, ἀγαπητοί. Τὰ πιστεύουμε; Μήπως εἶνε παραμύθια; Ἄ, ὄχι! Ὅλα εἶνε παραμύθια, ἕνα εἶνε γεγονός, ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ βέβαιο. Ὅσο βέβαιο εἶνε, ὅτι αὔριο ξημερώνει Δευτέρα, τόσο βέβαιο εἶνε, ὅτι θὰ ἔρθῃ μιὰ ἡμέρα ποὺ πάνω στὰ μνήματα θ᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνὴ «Νεκροί, ἐγερθῆτε!», καὶ οἱ νεκροὶ θ᾿ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ παρουσιαστοῦν ἐνώπιον τοῦ θείου κριτηρίου, ἄλλοι μὲν γιὰ ν᾿ ἀνέλθουν στὸν παράδεισο, ἄλλοι δὲ γιὰ νὰ κατέλθουν στὸν ᾅδη.
Αὐτὰ διδάσκει τὸ εὐαγγέλιο. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ «ἀρχηγὸς» καὶ «σωτήρας» μας (Πράξ. 5,31). Κανείς ἄλλος. Ὅποιος βάλῃ ἀρχηγὸ τὸν ἄλφα ἢ τὸν βῆτα ἄνθρωπο, εἶνε ἀνόητος· «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145,3). Ἀρχηγός μας ὁ Χριστός. Αὐτὸς νίκησε τὸ θάνατο, τὸ χάρο· αὐτὸς νίκησε τὴν ἁμαρτία. Σ᾿ αὐτὸν νὰ πιστεύουμε, αὐτὸν νὰ λατρεύουμε. Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος