«Ὁ Πατροκοσμᾶς εἶναι ἀπό τις γνωστότερες ἐκκλησιαστικές μορφές τῶν προεπαναστατικῶν χρόνων, ἀκόμη καί στό χῶρο τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, μολονότι ἡ δράση καί προσφορά του δέν ἀνήκουν κυρίως στόν χῶρο τῆς ἐπιστήμης. Αὐτό ἔχει μέ ἔμφαση ὑπογραμμίσει ὁ καθηγητής Gerhard Podskalsky, πού συμπεριέλαβε και τόν Πατροκοσμᾶ σέ καθαρά ἐπιστημονικό ἔργο του, ὡς μοναδική ἐξαίρεση.Ἀρκοῦν δέ πρός διακρίβωση τῆς σημασίας του γιά το ὑπόδουλο Γένος, ὅσα ἐγκωμιαστικά λέγει γι’ αὐτόν ὁ ἴδιος ὁ γερμανός ἐρευνητής: «Ἐξαιρετικά δημοφιλής ἱεραπόστολος καί ἐθνοδιδάσκαλος». Χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκοῦ ἱεροκήρυκα, πού «διέθετε μιά θρησκευτική εὐσέβεια ξένη πρός τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία»--«Τά κηρύγματά του συγκλόνισαν τό Λαό τόσο ἀπό ἐθνική, ὅσο καί ἀπό θρησκευτική ἄποψη»--γι’ αὐτό ἐθεωροῦντο «ἀπό κοινωνικοπολιτική ἄποψη ἀνατρεπτικά»3. Καί εἶναι γεγονός, ὅτι στό στόμα τοῦ Λαοῦ καί τῶν Τραγουδιῶν του σώθηκε ὁ ἀπόηχος τῶν κηρυγμάτων αὐτοῦ τοῦ μεγάλου διδάχου τοῦ Γένους...
Συγκρίσεις ἐποχῶν
1. Ἡ περίοδος, στήν ὁποία ζοῦμε, ἒχει μεταβατικό χαρακτήρα, διότι μᾶς εἰσήγαγε στή λεγομένη ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ, πού προσδιορίζεται στρατιωτικοπολιτικά ἀπό τη ΝΕΑ ΤΑΞΗ πραγμάτων. Ἀνάλογο ὅμως χαρακτήρα εἶχε καί ἡ ἐποχή τοῦ Πατροκοσμᾶ, καθώς ὁ κόσμος βίωνε ἀνακατατάξεις, πνευματικές καί πολιτικοκοινωνικές, πού ὁδήγησαν τελικά στήν ἔκρηξη τῆς Μεγάλης Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1789, ἤ γιά μᾶς τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Καί τότε καί σήμερα παρατηρεῖται πραγματική ἢ τεχνητὴ κρίση ταυτότητας. Αὐτό ὅμως συνέβαινε –καί συμβαίνει- ὄχι στην πλατειά λαϊκή βάση, ἀλλά κυρίως στόν χῶρο τῆς πολιτικῆς καί τῆς λογιοσύνης.
Ὁ διαφωτισμός τότε, ἡ μετανεωτερικότητα σήμερα, συνδέονται μέ μιά μετακενωτική κίνηση, πού σημαίνει μονοδρομική μεταφορά αὐτούσιων κατά κανόνα δομῶν τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν στήν «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολήν», μέ παράλληλη ὑποτίμηση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας καί τῶν συστατικῶν της. Και τότε μέν τονιζόταν ἰδιαίτερα ἡ ἑλληνικότητα ὡς στροφή στην ἀρχαιότητα, (ὅπως τήν ἀντιλαμβάνονταν οἱ τότε ἀρχαιολάτρες), με παράλληλη ὑποτίμηση ἤ καί περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Βυζαντίου. Σήμερα ὅμως, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπό τό «πρόβλημα τῶν ταυτοτήτων», ὑποτιμᾶται καί αὐτή ἡ ἑλληνικότητα γιά χάρη μιᾶς σχεδιαζόμενης μεταστάσεως σέ μιάν ἄλλη («νέα») ταυτότητα, ἐπιβαλλόμενη ἀπό τήν ἔνταξή μας στην Ἑνωμένη Εὐρώπη καί τήν εἴσοδό μας στή Νέα Ἐποχή. Τότε ἐπιδιωκόταν ὁ ἐξευρωπαϊσμός μας με τήν περιθωριοποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων μας σήμερα ὁ ἴδιος σκοπός συνδέεται μέ την ἀποσύνδεσή μας καί ἀπό αὐτή την ἐθνικότητά μας. Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ λόγος εἶναι γιά ἐκσυγχρονισμό καί ἀνανέωση, πού συγκαλύπτουν τίς ἀθέμιτες ἐξαρτήσεις τῆς ἐθνικῆς μας πολιτικῆς.
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Γένους
2. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς φλεγόταν ἀπό τόν ἱερό πόθο, ἀλλά καί την χαρισματική βεβαιότητα γιά την ἀνάσταση τοῦ Γένους, συνδεδεμένη ὄχι μέ μιά μικρή καί ἐθνικιστικά, δηλαδή φυλετικά, νοούμενη πατρίδα, ἀλλά μέ τήν Ρωμαίικη-ἑλληνορθόδοξη Οἰκουμένη στην παλαιά εὔκλειά της. Συζητοῦσε με τό Λαό γιά τό «πότε θά ἔρθει το ποθούμενο», μιλώντας -ὅπως οἱ Κολλυβάδες, ὁ Ρήγας καί οἱ Φαναριῶτες- γιά τό ρωμαίικο: «Αὐτό μια μέρα θά γίνει ρωμαίικο», ἐπανελάμβανε. Καί αὐτά σέ περίοδο, πού εἶχαν ἐνταθεῖ οἱ ἐξισλαμισμοί.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Γένους προσανατολιζόταν στήν Πόλη καί τήν αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, τῆς Πόλης τῶν ὀνείρων τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τήν ἀποκατάσταση τοῦ Γένους προσδοκᾶ καί στίς «Προφητεῖες» του, προσπαθώντας νά κινητοποιήσει τόν πόθο τῆς παλιγγενεσίας, ἀναθερμαίνοντας την «ἀποσταμένη ἐλπίδα». Καί ὁ Λαός καταξίωνε τά κηρύγματά του, ἐντάσσοντάς το στό τραγούδι του: «Βοήθα μας Ἅη-Γιώργη / καί σύ Ἅγιε Κοσμᾶ / νά πάρουμε τήν Πόλη / καί τήν ἁγιά-Σοφιά». Ὄχι μόνο τήν Ἀθήνα!
Ἡ ἀνάσταση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμανίας (Βυζαντίου) ἦταν τότε ἡ κυριαρχοῦσα στά εὐρύτερα στρώματα τοῦ Λαοῦ ἰδεολογία. Ὑπῆρχαν μυστικοί πόθοι τοῦ Γένους. Ἡ λαϊκή ποίηση ὑποσχόταν (στήν Παναγία), ἢδη μετά την Ἅλωση: «Πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικά Σου θάναι». (Ὅταν τά ἒχει ἡ Παναγία, εἶναι καί δικά ΜΑΣ, ἐνῶ, ὅπως στήν ἐποχή μας, τό ἀντίστροφο δέν εἶναι βέβαιο...).Συνήθεις σ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς δουλείας ἦσαν οἱ ἐκφράσεις «πότε θά γίνει ρωμαίικο», «ὅταν θά γίνεται Ρωμανία» (ποντιακό).
Ὁ Πατροκοσμᾶς, μαζί μέ τους Νεομάρτυρες -ἱερομάρτυρας και αὐτός- ἀνανέωνε τήν αὐτοπεποίθηση, τό αὐτοσυναίσθημα τῶν Ραγιάδων, τονώνοντας μέ τό κήρυγμά του γιά «τό ρωμαίικο» καί την ἐθνική συνείδηση. Καί ὡς μόνο μέσο γι’ αὐτή τήν ἐνδυνάμωση τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως θεωροῦσε τήν ἐμμονή στήν πίστη: «Το κορμί σας ἄς τό καύσουν΄ ἄς το τηγανίσουν΄ τά πράγματά σας ἄς τά πάρουν, μή σᾶς μέλλει. Δώσατέ τα. Δέν εἶναι δικά σας. Ψυχή και Χριστός σᾶς χρειάζονται. Αὐτά τά δύο ὅλος ὁ κόσμος νά πέση δεν ἠμπορεῖ νά σᾶς τά πάρη, ἐκτός και τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά τά φυλάττετε, νά μή τά χάσετε».
Νά μή τρέχουν εἰς Αὐλάς
3. Αὐτός «ὁ λιανός καί κοντός καί τυλιγμένος μέσα στό ράσο του»4 λαϊκός ἱεροκήρυκας σαγήνευε τούς ἀκροατές του, γιατί ἦταν γνήσια ἔκφραση τῆς Ὀρθοδοξίας. Τήν ὁδό τῶν Ἁγίων μας ἀκολούθησε καί ὁ Πατροκοσμᾶς, ἐντασσόμενος στήν πορεία τῆς «καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ και τῆς θεώσεως». Ἔγινε δόκιμος ἁγιορείτης ἀσκητής: «Ἐπῆγα εἰς τό Ἅγιον Ὄρος καί ἔκλαιγα διά τές ἁμαρτίες μου», σημειώνει. Ἔτσι ἔθεσε τά θεμέλια τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεώς του. Ἱεραποστολή χωρίς πνευματικές-ἀσκητικές προϋποθέσεις δέν μπορεῖ να ὑπάρξει στήν Ὀρθοδοξία.Ὅταν ἡ ἱεραποστολική δραστηριότητα θεμελιωθεῖ ἁπλῶς στήν ἀτομική ἠθική καί τήν ἀκαδημαϊκή γνώση, τότε εἰσάγεται ὁ δυτικός ἀκτιβισμός στήν πράξη μας. Ὁ Πατροκοσμᾶς ἀνῆκε στήν παράταξη τῶν κολλυβάδων, καί ὑπάρχουν ἀποδείξεις γι’ αὐτό.Ἡ ἡσυχαστική δέ ἐμπειρία του ἦταν προϋπόθεση τῆς θεολογίας του. Εἶναι πατερικός κατά πάντα, καί αὐτό προέρχεται ἀπό τίς κοινές μέ τούς Πατέρες ἐμπειρίες του. Τό προορατικό χάρισμα καί τό μαρτύριό του, μέ ὅλα τά θαυμαστά στοιχεῖα, πού συνδέονται μέ αὐτό, εἶναι ἐπιβεβαίωση τῆς ἐνοικήσεως μέσα του τῆς ἁγιοτριαδικῆς Χάριτος, πού τόν καταξίωσε σέ προφήτη τοῦ Λαοῦ Του. Ἡ θυσιαστική ἀγάπη του γιά το Γένος καί ἡ ἐπιλογή τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης ἦταν καρπός τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματός του. Και αὐτό συνιστοῦσε καί στούς διαθέτοντες, λόγῳ τῆς σπουδῆς τους, τά κατάλληλα προσόντα: «Χρέος ἔχουν ἐκεῖνοι, ὁποῦ σπουδάζουν, νά μή τρέχουν εἰς ἀρχοντικά και αὐλάς μεγάλων (νά μή γίνωνται δηλαδή αὐλοκόλακες) καί νά ματαιώνωσι (=χαραμίζουν) τήν σπουδή τους, διά νά ἀποκτήσουν πλοῦτον καί ἀξίωμα, ἀλλά νά διδάσκωσι μάλιστα τόν κοινόν Λαόν, ὅπου ζῶσι μέ πολλήνἀπαιδευσίαν και βαρβαρότητα...»5.
«Οἱ πίστες τοῦ διαβόλου»
4. Ὁ πόθος τοῦ Πατροκοσμᾶ για τήν κοινή τοῦ Ἔθνους ἀνάσταση συνδέθηκε μέ τήν ἐπιλογή τῶν κατάλληλων γιά τήν πραγμάτωση τοῦ στόχου αὐτοῦ μέσων. Και αὐτά ἦταν: Ἡ ἀναθέρμανση στο ἀδυνατισμένο συνειδησιακά, λόγῳ τῆς δουλείας, Ἔθνος τῆς ἀληθινῆς Πίστεως, τῆς Ὀρθοδοξίας: «Ἔμαθα –λέγει- πώς μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ και Θεοῦ δέν εἴσθενε Ἕλληνες (δηλαδή εἰδωλολάτρες), δέν εἶσθε ἀσεβεῖς αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ’ εἴσθενε εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί... τέκνα καί θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μας...»6. Αὐτά σημαίνουν: Ὁδηγεῖ ὄχι ἀόριστα σέ Θεό, ἀφοῦ καί οἱ Μασόνοι γιά Θεό μιλοῦν, ἀλλά στόν μόνο ἀληθινό Θεό, τον ἱστορικό Ἰησοῦ Χριστό, τήν μόνη φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν κόσμο (πρβλ. Ἰωάν. 17, 6). Ζητεῖ τήν ἀποσύνδεση τοῦ Ἔθνους ἀπό κάθε ἴχνος εἰδωλολατρίας (νεοπαγανισμοῦ) καί αἱρέσεως, πού εἶναι ἐκφράσεις ἀσεβείας καί βλασφημίας πρός τόν Θεό. «Ὅλες οἱ πίστες –θρησκευτικές δηλαδή διδασκαλίες- εἶναι, λέγει, ψεύτικες, κάλπικες, ὅλες τοῦ διαβόλου». Αὐτό σημαίνει: Καί ὁ ἀλλοτριωμένος φράγκικος χριστιανισμός και ὅλες οἱ «θρησκεῖες», πού διαπορθμεύονται στή Χώρα μας ἀπό τήν ἄθεη καί αἱρετική Δύση. «Μόνον ἡ πίστις τῶν εὐσεβῶν και Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν -τῶν Ἁγίων δηλαδή- εἶναι καλή και ἁγία». Ἕλληνας ἔξω ἀπό την Ὀρθοδοξία κατ’ αὐτόν δέν εἶναι δυνατόν νά νοηθεῖ. «Ἐμεῖς οἱ εὐσεβεῖς καί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί (μόνον) τήν Ἁγίαν Τριάδα πιστεύομεν, δοξάζομεν καί προσκυνοῦμεν. Αὐτή εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ἔξω ἀπό τήν Παναγίαν Τριάδα ὅσοι λέγονται θεοί εἶναι δαίμονες...»7. Αὐτό εἶναι τό νόημα τῶν λόγων του.
Τό κήρυγμά του εἶναι Τριαδοκεντρικό, ἀλλά καί Χριστοκεντρικό.Ὁ Χριστός γιά τόν Πατροκοσμᾶ εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά καί «ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καί δεσπότης». Καταλαβαίνουμε τήν αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ λόγου σέ ἕνα λαό, πού εἶχε ἢδη μέσα στήν παρατεινόμενη δουλεία του νά ὀνομάζει «αὐθέντη» τόν τύραννο Σουλτάνο καί «δεσπότη» τόν ἐπίσκοπό του. Καί αὐτό συνεχίζεται, στήν παρατεινόμενη δουλεία μας μέχρι σήμερα. Τό κήρυγμά του ὅμως δεν ἦταν μιά ἄχρωμη ἠθικολογία, ἀλλά Θεολογία, πού προβαλλόταν ὡς τό ὀντολογικό θεμέλιο τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους. Διότι ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη, μετουσιωμένη σέ φρόνημα, πηγάζει τό ὀρθόδοξο ἦθος, ὁ ὀρθόδοξος τρόπος ὑπάρξεως. Ἤ ἑνωνόμεθα ἤ χανόμεθα 5. Τό ἀναγεννητικό ἔργο τοῦ Ἁγίου μας ἀπέβλεπε στήν ἀνάσταση καί τῆς ρωμαίικης κοινωνίας, ἀφοῦ μάλιστα εἶχε συνειδητοποιήσει, ὅτι «γινήκαμε χειρότεροι ἀπό τά θηρία». Ὡς γνήσιος ἁγιορείτης, ἐνεφορεῖτο ἀπό τό κοινοβιακό - κοινοτικό ἰδεῶδες τῆς πατερικῆς παράδοσης, μέ κύριο φορέα και ἐκφραστή του τόν Μ. Βασίλειο. Ὁ Ἅγιος Πατέρας ἢθελε τήν ἐνορία ὡς ἀδελφότητα, μέ κοινοβιακή - κοινοτική συγκρότηση καί συλλογικότητα.Ἤξερε, ἂλλωστε, ὅτι στήν κοινότητα-ἐνορία σώθηκε το ὑπόδουλο Γένος. Κατά μία μαρτυρία τοῦ ἑνετοῦ Προβλεπτῆ τῆς Λευκάδας, ὁ Γέροντας προέτρεπε τούς κατοίκους τῆς Πρέβεζας να μή ἐκκλησιάζονται στίς ἐνορίες ἐκεῖνες, πού δέν εἶχαν ἐνσωματωθεῖ σέ ἀδελφότητα. Τό μήνυμα τῆς ἐνέργειάς του: ἤ ἑνωνόμαστε ἤ χανόμαστε. Καί αὐτό ἰσχύει και σήμερα! Ὅριζε, μάλιστα ἐκλογή τῶν ὑπευθύνων μέ βάση ὀρθόδοξη («μέ τή γνώμη ὅλων τῶν χριστιανῶν») . Γιά τήν ὀρθή ὅμως λειτουργία τῆς προτεινόμενης ἀπό αὐτόν κοινωνίας κήρυττε τήν κατά Χριστόν ἰσότητα τῶν δικαιωμάτων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, τή μόρφωση τῆς γυναίκας, τήν ἱερότητα τοῦ γάμου, μέ βάση τή λειτουργική ἰδιαιτερότητα τῶν φύλων καί τη θέση τους στό κοινωνικό σῶμα, τήν Ἐκκλησία. Ἤθελε τόν ἄνδρα στήν οἰκογένεια «ὡσάν βασιλέα» καί τήν γυναῖκα «ὡσάν βεζύρη»8 (πρωθυπουργό δηλαδή), καί ἀπόδοση δικαιοσύνης ἀπέναντι σε ὅλους, καί τούς Ἑβραίους («...ὅσοι ἀδικήσατε χριστιανούς ἤ ἑβραίους»). Ἀποδεικνύει ἔτσι, ὅτι ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας, ὅταν λειτουργεῖ, δέν χρειάζεται ἀντιρατσιστικούς νόμους. Ὁ ρατσισμός, τόν ὁποῖο προσπαθοῦν σήμερα νά θεραπεύσουν, δενὐπῆρξε ποτέ ὑπόθεση τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ἀλλά τῆς Εὐρώπης, στήν ὁποία ὑποδουλωθήκαμε.
Στήν κοινωνία πού αὐτός προέβαλλε, ζητοῦσε ἀλληλοσεβασμό ἀρχόντων καί ἀρχομένων, σεβασμό στούς ἱερεῖς παραπάνω ἀπό τούς βασιλεῖς καί τούς ἀγγέλους, ἀλλά καί στούς προεστούς και τούς γεροντοτέρους. Τίς ρωμαίικες, ἑλληνορθόδοξες ρίζες τῆς κοινωνικῆς του προτάσεως ἀποκαλύπτει ἡ θέση του γιά τούς προεστούς -τούς κοτσαμπάσηδες. «Ὅ,τι χρεία τύχη τῆς χώρας, τους προεστούς γυρεύουν καί σεῖς κοιμᾶστε ξέγνοιαστοι»9. Βλέπετε, οἱ Τοῦρκοι δέν εἶχαν τά γνωστά ἀπό τήν κατοχή ναζιστικά ἀντίποινα. Ἕνα «σαμποτάζ» τό πλήρωσαν ὅλα τά Καλάβρυτα! Οἱ Ὀθωμανοί ἀποκεφάλιζαν τό ἔθνος, κρεμώντας τόν Πατριάρχη καί τίς κορυφές τοῦ Γένους, ὣς τούς Προεστούς. Ἀκολουθώντας τόν Ἀπ. Παῦλο (Ρωμ. 13,1 κ.ἑπ.) συνιστᾶ στό λαό νομιμοφροσύνη, ἀλλ’ ὂχι δουλικότητα. «Νά πείθωνται (=να ὑπακούουν) εἰς τάς κατά Θεόν βασιλικάς προσταγάς»» (Πρβλ. Πράξ. 5,29), σέ ὅσα δηλαδή «δέν ἀντιστέκονται στό Εὐαγγέλιο». Ὅπως λέγει καί ὁ Μ. Βασίλειος σχετικά: «ἐν οἷς ἐντολή Θεοῦ μή ἐμποδίζηται» (PG 35,972/3).
Διαχρονική ὅμως σημασία ἒχει καί ἡ διάκριση, πού κάνει μεταξύ τῶν δύο θηρίων, τοῦ ἀνατολικοῦ καί τοῦ δυτικοῦ, πού μόνιμα συνιστοῦν τίς θανατηφόρες ἀπειλές τοῦ Γένους (Ἔθνους) μας: «Και διατί δέν ἔφερεν ὁ Θεός –λέγει- ἄλλον βασιλέα, πού ἦταν τόσα ρηγάτα ἐδῶ κοντά (τά δυτικά βασίλεια) νά τούς τό δώση (=τό βασίλειό μας), μόνον ἤφερε τον Τοῦρκον μέσαθε ἀπό τήν Κόκκινη Μηλιά καί τοῦ τό ἐχάρισε;» (Φοβερός λόγος, ἀλλά αὐτό ἔγινε, διότι «ἤξευρεν ὁ Θεός, πὼς τά ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τήν πίστιν, καί (ἐνῶ) ὁ Τοῦρκος δέν μᾶς βλάπτει. Ἄσπρα (χρήματα) δῶσ’ του καί καβαλλίκευσέ τον ἀπό τό κεφάλι...»10. Δέν ἔδινε μόνο ἀπάντηση στούς ἑνωτικούς εὐρωπαΐζοντες κάθε ἐποχῆς, ἀλλά καί στους μεταπατερικούς Οἰκουμενιστές μας, πού ἐπιμένουν νά μή διακρίνουν τήν ἐγωπαθολογική τύφλωσή τους, ὅτι ὁ ἀληθινός κίνδυνος προέρχεται ἀπό τήν διαστροφή τῆς πίστεως καί λιγότερο ἀπό την ὁποιαδήποτε ἀθεΐα.Γι’ αὐτό δέν διστάζει νά ἀποκαλεῖ τόν πάπα (τόν παπικό θεσμό) ὡς ἀντίχριστο (Α΄ Ἰω. 2, 18) καί νά λέγει «τόν πάπαν νά καταρᾶσθε», προβλέποντας χαρισματικά τή θέση τοῦ Πάπα στο παγκόσμιο σήμερα σύστημα ἐξουσίας, ὡς «Πλανητάρχη Νο δύο»...
Ὁ Πατροκοσμᾶς, περαιτέρω, ἱεραρχεῖ τήν Πατρίδα στήν Ὀρθοδοξία, λέγοντας: «Ἡ πατρίδα μου ἡ ψεύτικη, ἡ γήινη καί ματαία εἶναι ἀπό τοῦ ἁγίου Ἄρτης τήν ἐπαρχίαν, ἀπό τό Ἀπόκουρον...». «Ἐμεῖς, Χριστιανοί μου, δέν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα»11 (πρβλ. Ἑβρ. 13,14). Ἡ προτεραιότητα δίνεται πάντα στήν Πίστη, τήν Ὀρθοδοξία, στήν ὁποία ὁ Πατροκοσμᾶς ἱεραρχεῖ τά πάντα. Προέβλεπε ὅτι ἡ νόσος τῆς ἐποχῆς μας θά εἶναι ἡ παντοειδής χρήση τῆς Ὀρθοδοξίας ἁπλά γιά τή στήριξη τῆς ἀπολυτοποιημένης «ἑλληνικότητας». Ὁ Πατροκοσμᾶς –θά τό πῶ γιά μια ἀκόμη φορά καί ἐδῶ, ἦταν πρῶτα Ὀρθόδοξος καί μετά Ἕλληνας. Ἡ ἀναντίρρητη φιλοπατρία του, ἱεραρχόταν στήν Ὀρθοδοξία του, χωρίς τήν ὁποία πεθαίνει ἡ Ἑλλάδα, πού μᾶς ἐκληροδότησαν οἱ Πατέρες μας.
Παιδεία καί γλῶσσα
6. Διέβλεπε ὅμως, ὅτι ἡ ἐπιδιωκόμενη ἀνάσταση καί ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους ὄφειλε νά στηριχθεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς Παιδείας12. Θεωρεῖ ἔτσι «ἁμαρτία» νά μένουν «τά παιδιά ἀγράμματα καί τυφλά»· «Καλύτερα νά μένουν φτωχά καί γραμματισμένα παρά πλούσια καί ἀγράμματα». Τά ἀγράμματα παιδιά χαρακτηρίζει «γουρουνόπουλα», ἐλέγχοντας ἔτσι την ἀδιαφορία τῶν γονέων γιά τή μόρφωσή τους. Γνήσιος πατερικός και ἔξω ἀπό τόν σκοταδισμό εἶναι ὁ λόγος του. «Ἡ πίστις μας δεν ἐστερεώθη ἀπό ἀμαθεῖς Ἁγίους, ἀλλά ἀπό σοφούς καί πεπαιδευμένους...». Ἔχουμε ἐδῶ ἀπήχηση τῆς διακήρυξης τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «οὔκουν ἀτιμαστέον τήν παίδευσιν, ὅτι οὕτω δοκεῖ τισίν» (Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μ. Βασ. ΙΑ΄). Ἔβλεπε ὅμως τήν παιδεία πατερικά ὡς ἁγιοπνευματικό φωτισμό καί ὄχι ὡς εὐρωπαΐζοντα φωταδισμό, πού ἀφήνει ἀνέγγιχτη καί ἀκάθαρτη τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Τό σχολεῖο γιά τόν Πατροκοσμᾶ ἦταν ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας, ναός τῆς θεοκεντρικῆς παιδείας. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι οἱ πολλές ἐκκλησιές δέν ὠφελοῦν τήν πίστη χωρίς καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Μήπως, ἀλήθεια, και μεῖς, στήν εὐρωπαϊκή πλέον δουλεία μας, ἀντί νά ἀνεγείρουμε πολλούς καί πολυτελεῖς ναούς ἤ μοναστήρια-φρούρια, θά πρέπει να στρέφουμε τήν φροντίδα καί μέριμνά μας καί στήν ἀνέγερση καί τον ἐξοπλισμό σχολείων τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας; Τό παιδευτικό ὅραμα, πού μᾶς κληροδότησε ὁ Ἅγιός μας, δέν εἶναι ὁ homooeconomicus, capitalisticus και marxisticus, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας.
Μέ τό ὅραμα τῆς παιδείας συνδέεται ἀχώριστα καί ἡ κένωσή του στό θέμα τῆς γλώσσας. Ἡ γλωσσική καί ὑφολογική ἁπλότητά του δέν ὀφειλόταν, βέβαια, στήν ἀνεπάρκειά του.Ὁ ἴδιος κατεῖχε ὑψηλή παιδεία, παρέλαβε ὅμως τον γλωσσικό κώδικα τῆς ἐποχῆς του καί τόν συνταίριαξε μέ τή γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Λατρείας, ἁπλοποιώντας τίς μορφές, ἀλλά διακρατώντας τόν γλωσσικό πλοῦτο τῆς παράδοσής μας. Ὁ «δημοτικισμός» ὅμως τοῦ Πατροκοσμᾶ δέν εἶναι καρπός ἰδεολογικῶν και κομματικῶν ἐμμονῶν, ἀλλά φυσικός καί ἀβίαστος. Δέν ἦταν οὔτε δημοτικιστής, οὔτε καθαρευουσιάνος, ὅπως ἐπιμένουμε νά εἴμαστε ἐμεῖς. Οἱ μορφές πάντα ἁπλουστεύονται στή μακραίωνη πορεία τοῦ Ἔθνους, ὁ γλωσσικός του ὅμως πλοῦτος μένει, ὁλόκληρος καί ζωντανός μέσα στή λατρεία μας. Ὁ Πατροκοσμᾶς δεν ἐβίασε τή γλώσσα, οὔτε κοραϊκά, οὔτε ψυχαρικά. Ἀπέφυγε κάθε ἀκρότητα, διότι σκοπός του ἦταν ἡ ὠφέλεια τῶν ἀκροατῶν του.Ὁ «δημοτικισμός» του ἦταν ἐθνικός. Γι᾽ αὐτό δίπλα στίς λαϊκές ἐκφράσεις παραθέτει αὐτούσια χωρία τῆς Γραφῆς καί τῆς Λατρείας. Ὅ,τι δέχεται ὁ Λαός καί καταλαβαίνει. Αὐτό ἐπιδιώκει, ὅταν ἀγωνίζεται γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί στό χῶρο τοῦ σχολείου. Δέν πρόκειται για ἐθνικισμό καί φυλετισμό, ἀλλά για πρόταξη τῆς γλώσσας, στήν ὁποία σώζεται ὅλος ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός μας.
Μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητος
7. Αὐτός ἧταν ὁ ὁραματισμός τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ γιά τό ἀναγεννώμενο Γένος/Ἔθνος. Ἕνα ὅραμα, πού ἐρείδεται στίς ἁγιοπατερικές πνευματικές προϋποθέσεις. Μέ τήν κατήχηση καί νουθεσία του ἀναπροσδιορίζει ὀρθόδοξα τήν ταυτότητα τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ, πού ἐκαλεῖτο καί πάλι νά συνεχίσει τήν πρωταγωνιστική ἀποστολή του στήν Ὀρθόδοξη Οἰκογένεια.Ὁραματιζόταν μιά ρωμαίικη κοινωνία «κατοικία τοῦ Θεοῦ, κατοικία τῶν ἀγγέλων», ὅπως καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτανἔλεγε: «Γῆν οὐρανώσωμεν, γῆν οὐρανόν ποιήσωμεν»! Μια ἀταξική ἀδελφοποιία στά ὅρια ἑνός ὑπαρκτοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπως συμβαίνει στήν μοναστική ἀδελφότητα καί τήν προέκτασή της στόν κόσμο, τήν ὀρθοδοξοπατερικά δομημένη ἐνορία. Ἡπολιτεία καί ἡ δράση του κινοῦνται μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητας. Εἶχε συνείδηση, ὅτι ὁ κόσμος ἐξελίσσεται καί ὅτιὁ νέος κόσμος, πού εἰσαγόταν ἀπό τήν ἀλλοτριωμένη Δύση, ἀπειλοῦσε ἀκάθεκτα τόν κόσμο τῆς ὀρθόδοξης παράδοσής μας. Γι᾽ αὐτό εἶναι πάντα ἐπίκαιρος ὁ λόγος του, ἰδιαίτερα στή σύγχρονή μας ἑλληνική πραγματικότητα, πού ἀπό τό 1830 εἶναι μόνιμο θλιβερό προτεκτοράτο τῆς Εὐρώπης. Καί τό ἐρώτημα εἶναι: Τί μένει ἀπό τόν ὁραματισμό τοῦ Πατροκοσμᾶ σήμερα;
Αἱ προφητεῖαι του
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἒπραξε πατερικά τό καθῆκόν του ἀπέναντί μας. Μᾶς περιέγραψε μέ πληρότητα τι εἶναι Ὀρθοδοξία καί πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ἱστορική πραγμάτωσή της. Βλέποντας ὅμως τήν σημερινή τραγική κατάστασή μας, διαπιστώνουμε ὃτι οἱ Νεοέλληνες διαψεύσαμε τίς προσδοκίες τοῦ Πατροκοσμᾶ κυριολεκτικά. Αὐτό ὅμως τό διεῖδε καί ἐκεῖνος χαρισματικά στις «προφητεῖες» του: Μᾶς ἤθελε φύλακες καί ὁμολογητές τῆς ἀμωμήτου Πίστεώς μας, συνιστώντας να «ἔχουμε σταυρό στό μέτωπο, για νά μᾶς γνωρίζουν ὅτι εἴμεθα χριστιανοί»13, καί μεῖς καταντήσαμε: μασόνοι, μαρξιστές, ἄθεοι, παπόδουλοι, βλάσφημοι καί δαιμονολάτρες νεοπαγανιστές. Ἤθελε τον Κλῆρο μας ἡγέτη τοῦ Ἔθνους στήν ὀρθόδοξη μαρτυρία καίὁμολογία. Καί ὅμως αὐτός προεῖδε ὅτι οἱ κληρικοί θά γίνουν «οἱ χειρότεροι καί οἱ ἀσεβέστεροι τῶν ὅλων»14 Καί κάτι φοβερότερο: Εἶπε ὅτι «οἱ παπάδες θά χαλάσουν τήν θρησκεία»! Ἀρκεῖ νά φέρουμε στό νοῦ μας τήν ὑποδούλωσή μας στον βλάσφημο Οἰκουμενισμό καί την ἀντίχριστη κίνηση τῆς Πανθρησκείας. Προβλέποντας τήν στρεβλή πορεία τῆς παιδείας μας θά πεῖ, ὅτι «Τό κακό θά ἔρθῃ ἀπό τούς διαβασμένους»16, ἐννοώντας ἀσφαλῶς τούς διαφωτιστές καί μετανεωτερικούς διανοουμένους μας. Μήπως δέν περιέγραφε τήν ἐποχή μας, ὅταν ἔλεγε: «Θά βγοῦν πράγματα ἀπό τά σχολεῖα, πού ὁ νοῦς σας δέν φαντάζεται»17. Ἀδιάψευστα δέ περιγράφει προορατικά και τήν κοινωνική ζωή μας, ὅταν ἔλεγε ὅτι οἱ Πολιτικοί μαςἩγέτες «θά βάλουν φόρο στίς κόττες καί στά παράθυρα»18! Εὐστοχότερη ὅμως ἐπισήμανση τῆς δημοσιονομικῆς ὀργάνωσής μας δέν θά μποροῦσε σήμερα νά ἐπινοηθεῖ, ἀπ’ ὅσο ἡ προφητεία του: «Οἱ ληστές (γράφε: oἱ διαχειριζόμενοι τίς τύχες μας) θα φύγουν ἀπό τά βουνά καί θά κατεβοῦν στίς πόλεις καί θά φοροῦν ποδήματα»19. Κάτι πού θυμίζει τό «ὁ δολοφόνος μέ τό φράκο»! Ἀλλά και γιά τά νομοθετήματα, πού ρυθμίζουν (γρ. ἀπορρυθμίζουν) τόν ἠθικο-κοινωνικό μας βίο ἐπαληθεύθηκε ἡπρόβλεψή του: «Θά δοῦμε και θά ζήσουμε τά Σόδομα καί τά Γόμορρα»20! Προβλέποντας δέ το ρεῦμα τῆς ἀναγκαστικῆς μετανάστευσης τῶν καιρῶν μας, θά πεῖ: «Ἐσεῖς θά πᾶτε νά κατοικήσετε ἀλλοῦ καί ἂλλοι θἀρθοῦν νά κατοικήσουν σέ σᾶς»21, βλέποντας την ἐγκατάλειψη τῆς Χώρας ἀπό τους Ἕλληνες καί τήν εἰσβολή τῶν ξένων (λαθρομεταναστῶν).
Διαβάζοντας τίς «προφητεῖες» του, νομίζεις ὅτι γράφθηκαν για τήν ἐποχή μας, σέ ὅ,τι ἀφορᾷ στην ἀποστασία καί πνευματική νέκρωσή μας. Στόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, κινούμενος καί ὁ ἐπίσης ἡσυχαστής Μακρυγιάννης θα ἐκφράσει τήν ἀντίθεσή του προς τήν ἐθνική πορεία μας: «Ἄν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτήνη τή λευτεριά, ὁπού γευόμαστε, θά περικαλούσαμεν τόν Θεόν, νά μᾶς ἀφήσει εἰς τούς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θά εἰπεῖ πατρίδα, τί θα πεῖ θρησκεία, τί θά εἰπεῖ φιλοτιμία, τί ἀρετή, καί τιμιότης».
Ζώντας στήν ἐθνική μας ἀποτυχία, πού διεῖδαν, ὁ καθένας μέ τον τρόπο του, Πατροκοσμᾶς καί Μακρυγιάννης, δέν μᾶς μένει τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ταπεινή ἱκεσία: Χριστέ καί Παναγιά μου, καί σύ, Ἅγιε Κοσμᾶ,
Βοηθῆστε τήν Ἑλλάδα, νά ἀναστηθεῖ ξανά!
Σημειώσεις:
1. Ὁ ἀείμνηστος Κώστας Σαρδελῆς εἶχε καταγράψει τό 1974 (!) ἑκατοντάδες ἐπιστημονικές μελέτες γιά τόν Πατροκοσμᾶ (Κων. Σαρδελῆ, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἀναλυτική Βιβλιογραφία, 19742) καί ἔκτοτε, ἀπασχολεῖται συνεχῶς ἡ ἒρευνα μέ τό πρόσωπό του. Βλ. Τή διατριβή τῆς Ἄρτεμης Ξανθοπούλου-Κυριακοῦ, Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός καί οἱ Βενετοί (1777-1779). Τά τελευταῖα χρόνια τῆς δράσης του καί το πρόβλημα τῶν Διδαχῶν, Θεσσαλονίκη 1984. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779), Ἀθῆναι 1977. Ἰωάννου Β. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές. Φιλολογική μελέτη-Κείμενα. Ἀθήνα (1979). π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ἃγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός-Ἀπόστολος τῆς ἑνότητας τοῦ Γένους, στό: Παράδοση καί Ἀλλοτρίωση, Ἀθήνα 1986, σ. 85-110. Τοῦ Ἰδίου, Ἡ διαλεκτική τῶν ταυτοτήτων τοῦ Πατροκοσμᾶ καί τοῦ Ἴωνα Δραγούμη, στό: Μαρτυρίες γιά θέματα πνευματικά καί κοινωνικά, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 97-110. Ἄρθρα: στη ΘΗΕ, τ. 7, 1965, στ. 894-899 (Νικ. Σωτηρόπουλος), καί στό Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τ. 5 (1991) σ.42-43 (Ἄρτεμης Ξανθοπούλου-Κυριακοῦ) κ.π.ἄ.
2. Μολονότι, πέρα τῆς ἀλληλογραφίας του, δεν ἔγραψε καμμιά μελέτη.
3. Gerhard Podskalsky, (μετάφρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ), Ἡ Ἑλληνική Θεολογία ἐπί Τουρκοκρατίας (1453-1821), Ἀθήνα 2005, σ. 427-428.
4. Εὐθυμίας Μοναχῆς (Ἰουλίας Γκελτῆ), Οἱ προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ μέσα στήν ἱστορία, Ἀθῆναι 2004, σ. 525.
5. Βλ. καί τίς ἐπιστολές του στό: Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, ὅπ. π., σ.317 ἑπ.
6. Ἰωάννου Μενούνου, ὅπ. π., σ. 115/116.
7. Ἰωάννου Μενούνου, ὅπ. π., σ. 142 ἑπ., 119/120.
8. Ἰωάννου Μενούνου, σ. 134, 184 ἑπ. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σ. 197.
9. ’Ιωάννου Μενούνου, σ. 281/2, σ. 144.
10. Αὐγουστίνου Καντιώτου, σ. 154, Ἰωάννου Μενούνου, σ. 270.
11. Στό ἴδιο, σ. 116, 143/144, 149/150.
12. G. Pοdskalsky, ὃπ.π.,σ. 349.
13. Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ.π. σ. 349.
14. Στό ἴδιο, σ. 342.
15. Μ. Τρίτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Φωτιστής τοῦ Γένους, ὁ Προφήτης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 361.
16. Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ.π., σ. 342.
17. Εὐθυμίας Μοναχῆς, Οἱ προφητεῖες..., σ. 421.
18. Αὐγ. Καντιώτου, ὅπ. π., σ. 343.
19. Εὐθυμίας Μοναχῆς, ὅπ. π., σ. 432.
20. Εὐθυμίας Μοναχῆς, ὅπ. π., σ. 434 ἑπ.
21. Αὐγ. Ορθόδοξος Τύπος, 17/10/2014
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό