Στὶς 16 τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Ματθαίου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα ποὺ θὰ ἀκούσουμε στὴν λατρευτική μας σύναξη, ἀναφέρεται στὴν κλήση τοῦ Ματθαίου, ὅπως αὐτὴ καταγράφεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Εὐαγγελιστή.
Ἡ ἀμεσότητα μὲ τὴν ὁποία ὁ τελώνης Λευὶς (αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά του πρὶν τὸν καλέσει ὁ Χριστός), ἀποκρίνεται στὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ, συγκινεῖ ὅσους μελετοῦν τὸ ἱερὸ κείμενο. «Καὶ παράγων ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῶ, ἀκολούθει μοι. Καὶ ἀναστᾶς ἠκολούθησεν αὐτῶ» (Μάτθ. θ΄9). Δηλ. Προχωρώντας πιὸ πέρα ὁ Ἰησοῦς, εἶδε νὰ κάθεται στὸ τελωνεῖο ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ματθαῖο, καὶ τοῦ λέει: “Ἀκολούθησέ με”. Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν εὐλογημένη στιγμή, ὁ Τελώνης ἐγκαταλείπει τὰ πάντα καὶ ἡ Χάρις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸν μεταβάλλει σὲ ὅ,τι ἀνώτερο καὶ πολυτιμότερο θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ τώρα ὡς καινούργια ὕπαρξη λαμβάνει καὶ νέο ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ εἶναι γιὰ πάντα γνωστός. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Ματθαῖος ἀναδεικνύεται σὲ Ἀπόστολο. Ἐπιπλέον δὲ λαμβάνει τὸ προνόμιο νὰ γίνει Εὐαγγελιστής, τοῦ ὁποίου τὸ ἱερὸ κείμενο ἡ Ἐκκλησία μας...
τὸ τοποθετεῖ πρῶτο στὸν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Τὸ Εὐαγγελικὸ αὐτὸ κείμενο ὁ Ἀπόστολος Ματθαῖος τὸ ἔγραψε ἀρχικὰ στὴν Ἑβραϊκὴ (Ἀραμαϊκὴ) γλώσσα, λόγω τοῦ ὅτι ἀπευθυνόταν πρὸς τοὺς συμπατριῶτες του Ἑβραίους. Τὸ μετέφρασε ὅμως στὴν Ἑλληνικὴ ὁ ἴδιος ἢ ἄλλος Ἀποστολικὸς ἄνδρας, ἐπειδὴ τὸ θεόπνευστο κείμενο, μέσω τῆς Ἑλληνικῆς ἔπρεπε νὰ καταστεῖ γνωστὸ σὲ ὅλο τὸν κόσμο ποὺ κοινὴ γλώσσα εἶχε τὴν Ἑλληνική.
Εἶναι ἀπὸ τὰ πρῶτα κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ γράφτηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 60-66 μ.Χ. Ἀλλὰ λόγω τῆς ἑορτῆς, μᾶς δίνεται σήμερα ἡ εὐκαιρία νὰ γνωρίσουμε περισσότερο τὴν ἀποστολικὴ αὐτὴ προσωπικότητα ποὺ τόσα πρόσφερε στὴν Ἐκκλησία μας καὶ τελικῶς θυσιάστηκε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας Του.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καπερναούμ, στὴν ὁποία καὶ ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ Τελώνου. Ἐπειδὴ δὲ ἡ περιοχὴ αὐτὴ ὑπαγόταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἡρώδου τοῦ Ἀντίπα, ἦταν αὐτοῦ ὑπάλληλος γιὰ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων καὶ ὄχι τῆς Ρώμης.
Δὲν εἶχε κληθεῖ εὐθὺς ἐξαρχῆς ἀπὸ τὸν Κύριο. Πάντως Τὸν εἶχε ἀκούσει διδάσκοντα, εἶχε δεῖ τὰ καταπληκτικά Του θαύματα καὶ ἡ καλοπροαίρετη καρδιὰ του εἶχε ἑλκυσθεῖ ἀπὸ Αὐτόν. Ἄλλωστε ὅπως γνωρίζουμε ὁ Ματθαῖος ἦταν εὐσεβὴς καὶ περίμενε μὲ πόθο τὸν Μεσσία καὶ μάλιστα παρὰ τὴν οἰκονομική του ἄνεση, λόγω τοῦ ἐπαγγέλματός του, βίωνε ζωὴ ἀσκητική.
Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς ἀναφέρει ὅτι ἔτρωγε καρποὺς καὶ λάχανα, οὐδέποτε δὲ κρέας : «Ματθαῖος μὲν οὒν ὁ Ἀπόστολος, σπερμάτων καὶ ἀκροδρύων καὶ λαχάνων ἄνευ κρεὼν μετελάμβανεν»!
Φαίνεται λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὴν περίπτωση αὐτὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ ὅτι ἐὰν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλοπροαίρετος καὶ ἐὰν βεβαίως ἀγωνίζεται νὰ βιώνει τὸν ὀρθὸ τρόπο ζωῆς, ὅπου κι ἂν εὑρίσκεται, τελικῶς ἡ Χάρις θὰ τὸν σαγηνεύσει. Γι' αὐτὸ καὶ βλέπουμε στὸ ἱερὸ κείμενο ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς κλήσεώς του τὴν θεωροῦσε ἐπίσημη καὶ μεγάλη γιὰ τὸν ἑαυτό του, παραθέτοντας γεῦμα στοὺς φίλους, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς γνωστούς. Στὸ γεῦμα μάλιστα αὐτὸ παρεκάθησε καὶ ὁ Κύριος μὲ τοὺς ἄλλους μαθητές, ὅπως ἐπίσης «πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς Αὐτοῦ» (Ματθ., θ΄ 10).
Τὸ γεῦμα ἐκεῖνο εἶχε διπλὸ σκοπό. Ἔφερε τὸν χαρακτήρα τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν σκοπὸ μήπως κάποιος ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνες παραδειγματισθεῖ γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστό, ὅπως ἔπραξε καὶ ὁ ἴδιος, ἢ ἔστω κινηθεῖ κανεὶς σὲ μετάνοια καὶ διόρθωση τῆς ζωῆς του.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ματθαῖος ἐντάσσεται στὸν ἀποστολικὸ χορὸ καὶ ἀποστέλλεται κι αὐτὸς μὲ τοὺς ἄλλους συμμαθητές του « πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραὴλ» γιὰ νὰ κηρύξει «ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» ἐνεργώντας θαύματα μεγάλα καὶ πρωτόγνωρα, ὥστε δὶ' αὐτῶν νὰ ἐπικυροῦται ἡ ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος.
Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ὁ Ματθαῖος ἀναφέρεται στὸν κατάλογο τῶν δώδεκα μαθητῶν οἱ ὁποῖοι «πάντες ἤσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τὴ προσευχὴ καὶ τὴ δεήσει » (Πραξ., α΄13-14), ἀναμένοντας τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Χριστοῦ περὶ τοῦ Παρακλήτου. Ἔτσι, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ὁ Ματθαῖος λαμβάνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ξεκινᾶ, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, γιὰ τὸ κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὴν ἵδρυση τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν.
Ἐπίσης ἔλαβε μέρος στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τὸ 49 μ.Χ. στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἔδρασε ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Παλαιστίνης, περνώντας σὲ ἄλλα ἔθνη ὅπως Αἰθιοπία, Συρία, Περσία, Παρθία, ἀλλὰ καὶ στὴ Μηδία. Στὴν χώρα δήλ. τῶν ἀνθρωποφάγων. Ἀκόμα παράδοση, τὴν ὁποία διέσωσε ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος, ἀναφέρει ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ὑπέστη θάνατο μαρτυρικὸ διὰ πυρός, κατὰ διαταγὴ τοῦ Φουλβιανοῦ, βασιλέως τῶν ἀνθρωποφάγων.
Ὅπως λοιπὸν κατανοοῦμε, πρόκειται περὶ μορφῆς πρώτου μεγέθους καὶ στύλο στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδίως στὰ θεόπνευστα Εὐαγγελικὰ κείμενα. Αὐτὸς δὲ εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸ ὅτι ἡ ἁγιογράφησίς του ἐκτὸς ἀπὸ ἄλλα σημεῖα τοῦ ναοῦ, φέρεται σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες σὲ μία ἀπὸ τὶς τέσσερις μεγάλες κόγχες ποὺ δημιουργοῦνται στὴ βάση τῶν τεσσάρων τόξων ἐπὶ τῶν ὁποίων στηρίζεται ὁ τροῦλος τῶν ναῶν, πράγμα ποὺ συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς Εὐαγγελιστές, Μάρκο, Λουκᾶ καὶ Ἰωάννη.
Βεβαίως, λόγω τοῦ περιορισμοῦ τῆς ἐκτάσεως τοῦ κειμένου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπεκταθοῦμε σὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ περιγράφουν οἱ ἱεροὶ Συναξαριστὲς τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἀποδεικνύουν τόσο τὴν ἔκταση τοῦ ἔργου, ὅσο καὶ τὴν ἔνθερμη ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ πρὸς τὸν Χριστό. Αὐτὰ μπορεῖ ἀλλὰ καὶ πρέπει νὰ τὰ μελετήσει ὁ καθένας κατ' ἰδίαν «εἰς τὸ ταμεῖον του», βλέποντας τὸ ξεκίνημα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν δύναμη τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καὶ τὰ θεόπνευστα κείμενα ποὺ κατέχει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἐπιβάλλεται ὅμως, κλείνοντας τὴν μικρή μας ἀναφορὰ στὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο νὰ γίνει εἰδικὸς λόγος στὸ Εὐαγγέλιο καὶ γενικώτερα στὴν Ἁγία Γραφή. Ὁ Ἀπόστολος Ματθαῖος συνέγραψε τὸ ἱερὸ Εὐαγγελικό του κείμενο, μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὡς Εὐαγγελιστής, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν λειτουργικὴ χρήση καὶ τὶς κατηχητικὲς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔρχεται μάλιστα τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ περιλαμβάνει ἐντός του Κανόνος τῶν Βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Τοῦτο σημαίνει πὼς ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπὸ μόνη της δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐκτός της Ἐκκλησίας καὶ ὅτι ἀπευθύνεται στοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατέχουν τὴν ἐμπειρία τῆς Πίστεως καὶ σ' ὅσους καθοδηγοῦνται ὑπεύθυνα ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ὥστε νὰ ἐνταχθοῦν διὰ τοῦ Βαπτίσματος ὀργανικὰ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν διὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ μελετοῦν καὶ φυσικὰ νὰ ἑρμηνεύουν αὐτὸ ποὺ διαφυλάσσεται ἐντός του Λειτουργικοῦ Σώματος.
Ἐννοεῖται δὲ ὅτι οἱ κατέχοντες τὴν ἀλήθεια τῆς Πίστεως, οἱ φωτισμένοι δηλ. καὶ οἱ θεούμενοι γνωρίζουν καὶ κατέχουν τὴν αὐθεντικότητα ὄχι μόνο ὅσων εἶναι καταγεγραμμένα στὸ σύνολο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ ὅσα βιώνονται ἀκαταπαύστως μέσω τῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γνωρίζουν δήλ. ὅσα κατέχει ἡ Ἐκκλησία μᾶς τόσο μέσω τῆς “γραπτής” (Ἁγία Γραφή), ὅσο καὶ τῆς “προφορικής”, Ἱερᾶς Παραδόσεως.
Ἔτσι λοιπὸν καταλήγουμε ὅτι ἡ μελέτη καὶ φυσικὰ ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία τῶν Βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ καθενός, πολὺ ὀλιγότερο ὅσων βρίσκονται ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ αὐτοῦ του Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος.
Ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἡ Γραφή. Ἐπιπλέον, ἐκτός τοῦ Λειτουργικοῦ Σώματος ἀπουσιάζουν οἱ Ἅγιοι. Οἱ φωτισμένοι καὶ οἱ θεούμενοι οἱ ὁποῖοι κατανοοῦν καὶ ἑρμηνεύουν αὐθεντικὰ τὰ κείμενα τῶν θεοπνεύστων Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀφοῦ κατέχουν τὴν ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἄρα δὲν ἀρκεῖ νὰ λέμε ὅτι θὰ τιμήσουμε τὸν Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο ἐὰν ἁπλῶς διαβάσουμε τὸ Εὐαγγελικό του κείμενο, ἀλλὰ ὅταν ἀγωνιστοῦμε νὰ βιώσουμε στὴ σωστὴ βάση τὴν Ἀποστολικὴ Πίστη, παραλαμβάνοντας ὡς συνειδητοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῶν ὀρθῶν δογμάτων τὴν αὐθεντικὴ ἐμπειρία τῆς Πίστεως. Τὴν ἐμπειρία ποὺ κατέχουμε μέσω τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων. Ὅλα δὲ αὐτὰ ἐντὸς καὶ μόνο ἐντός της Ὀρθοδοξίας.
Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Email: ioil.konitsa@gmail.com
Κόνιτσα
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό