Ο Κύριος βρισκόταν στην Καπερναούμ. Η Καπερναούμ ήταν η πόλη των ιεραποστολικών εξορμήσεων του Χριστού μας. Η πόλη αυτή είδε πολλά θαύματα, πλήν όμως δεν πίστεψε όσο θα έπρεπε, γι αυτό ενώ είχε ανεβεί τόσο ψηλά από τις δωρεές του Κυρίου, κατέβηκε μέχρι τον άδη και έγινε συντρίμμια και ερείπια. Επιβεβαιώθηκε η προφητεία του Κυρίου και σήμερα δεν έχουν απομείνει από την αρχαία Καπερναούμ παρά μόνο κάποιες μεμονωμένες πέτρες.
Αυτό είναι δίδαγμα και για μας. Τα χαρίσματα και τα θαύματα που δίνει ο Χριστός δεν πρέπει να τα ξεχνάμε και να γινόμαστε αχάριστοι. Πάντοτε να τα έχουμε μπροστά στα μάτια μας και με τη ζωή μας να ευγνωμονούμε τον Κύριο της Δόξης, τον Δωρεοδότη Κύριο. “Σ΄ αυτόν που δόθηκε πολύ, πολύ και ζητηθήσεται από αυτόν”. Διαφορετικά υπάρχει φόβος να ξαναγυρίσουμε στο μηδέν.
Εκεί λοιπόν πήγε ο Χριστός. Κι ένας ρωμαίος εκατόνταρχος, λοχαγός θα λέγαμε σήμερα, πήγε στο Χριστό να παρακαλέσει να κάνει καλά τον άρρωστο δούλο του. Παρακάλεσε θερμά τον Χριστό και ξεδίπλωσε μπροστά του τη βασανιστική ασθένεια του δούλου του, σε μια εποχή μάλιστα που οι δούλοι ήταν στο περιθώριο της ζωής και δεν διέφεραν από τα αντικείμενα και τα κατοικίδια του σπιτιού.
Ο εκατόνταρχος αν και ρωμαίος ειδωλολάτρης είχε μέσα του απέραντη καλοσύνη και καλή καρδιά, πονετική, και γνήσιο ενδιαφέρον για τον άλλον, όποιος κι αν ήταν. Τον απασχολούσε το θέμα της αρρώστιας του δούλου του και όταν άκουσε ότι ο Χριστός ήταν εκεί κοντά δεν θεώρησε προσβλητικό και ταπεινωτικό να πάει να παρακαλέσει ένα εβραίο διδάσκαλο, νέο στην ηλικία, να κάνει ένα θαύμα, μάλιστα χωρίς εξάρτηση και αναφορά στους ψευδοθεούς ή με φόβο από τον κίνδυνο αν το μάθαιναν οι ανώτεροί του. Έδειξε πίστη και και ταπείνωση και απευθύνθηκε στον Χριστό. Τονπαρεκάλεσε θερμά.
Ένα πρώτο που καταλαβαίνουμε και εισπράττουμε είναι ότι δεν πρέπει να κατακρίνουμε κανένα ξένο . Υπάρχουν παντού πολλοί και καλοί άνθρωποι με ευαισθησίες. Αυτοί για κάποιους λόγους δεν πίστεψαν ακόμη. Λόγω των συνθηκών που μεγάλωσαν και έζησαν βρίσκονται ακόμη μακριά από την αληθινή πίστη και το άγιο βάπτισμα. Ποτέ όμως δεν ξέρουμε τι θα κάνει ο Καλός Θεός και με αυτούς που έχουν καλή διάθεση.
Ασφαλώς όμως χωρίς την Εκκλησία και το βάπτισμα, χωρίς προσευχή, πίστη και καταφύγιο στο Χριστό, ο άνθρωπος όσο καλός κι άν είναι δεν βλέπει Θεού πρόσωπο και βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός είναι η Οδός η Αλήθεια και η Ζωή και η Θύρα των προβάτων. Τα όποια θαύματα γίνονται σε καλούς ανθρώπους, αβάπτιστους όμως, είναι τα δώρα του Θεού για να τους φέρουν στην αληθινή πίστη και αυτά τα θαύματα δεν τα κάνει ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο Βούδας, αλλά μόνο ο Χριστός γιατί αυτός είναι ο αληθινός Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Ακόμη πως αλήθεια προσεγγίζουμε τον Χριστό για κάποιο πρόβλημα που έχουμε εμείς ή κάποιοι άλλοι δικοί μας άνθρωποι; Αυτό μας το δείχνει πάλι ο Εκατόνταρχος. Ταπεινά, προσευχητικά, ικετευτικά, με πίστη, απόλυτα, χωρίς αμφιβολίες και κρατούμενα και χωρίς να μας νοιάζει τι θα πεί ο κόσμος, οι ανώτεροι ή οι κατώτεροι. Ακούμε την καρδιά μας και τρέχουμε στον Κύριο της δόξης, χωρίς να ελπίζουμε από πουθενά αλλού κάτι άλλο.
Ο Κύριος προθυμοποιήθηκε να πάει στο σπίτι του Εκατοντάρχου για να κάνει καλά το δούλο του. Και να φανταστεί κάποιος ότι όλα αυτά γίνονται για ένα δούλο, ο οποίος ήταν χρήσιμος άνθρωπος. Δεν ήταν τεμπέλης και αχαϊρευτος. Δηλαδή όλα προσμετρώνται στην επέμβαση του Κυρίου. Και στα θεϊκά και στα ανθρώπινα πράγματα. Δείχνεις ενδιαφέρον για τη δουλειά σου και είσαι εύχρηστος και όχι άχρηστος. Τότε και οι άλλοι σε υπολογίζουν, σε φροντίζουν και σε προάγουν.
Τότε όμως φάνηκε το μεγαλείο της Πίστεως του Εκατοντάρχου. Είπε πράγματα στο Χριστό πρωτάκουστα για τον Ισραήλ. Μετάφερε την πρακτική του στρατού στο λόγο του και ανάφερε πως υπακούουν ιεραρχικά οι στρατιώτες αλλά και ο ίδιος, όλοι δηλαδή, ο κατώτερος στον ανώτερο.
Ο εκατόνταρχος αναγνωρίζει την εξουσία που έχει ο Κύριος πάνω στο σύμπαν, στους υγιείς και τους αρρώστους, στους δούλους και τους ελευθέρους. Τον σέβεται και τον αναγνωρίζει σαν Κύριο, δηλ. Κυρίαρχο, Θεό. Μόνο ένας Θεός μπορεί να κάνει τέτοια θαύματα και μάλιστα από μακριά, με μόνη τη θέλησή του και την ενέργειά του. Ποίος μπορεί από απόσταση να θεραπεύσει έναν άρρωστο; Ο εκατόνταρχος πίστευε στην παντοδυναμία του Κυρίου και σε αυτή την πίστη βασίστηκε και πήγε στο Χριστό και από αυτή τη πίστη φωτίστηκε να πεί τόσο ωραία πράγματα. Η πίστη του του άνοιξε το μυαλόνα σκεφτεί πλατιά και σωστά για τον Χριστό και μάλιστα σε ένα περιβάλλον, όπου έδιναν και έπαιρναν οι κατηγορίες σε βάρος του Χριστού από μέρους των ομοεθνών του.
Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό που έκανε ο εκατόνταρχος, γι αυτό και απέσπασε τον θαυμασμό, τον δίκαιο έπαινο του Χριστού και των ανθρώπων και πήρε και το θαύμα της θεραπείας του δούλου του αυθωρεί και παραχρήμα εν τη ώρα εκείνη από μακριά βεβαίως.
Αλήθεια αν σκεφθούμε πως μεγάλωσε στη Ρώμη αυτός ο άνθρωπος, θα κατανοήσουμε το μεγαλείο της ψυχής του και την αξία της πίστεώς του.Μέσα στα είδωλα, με θυσίες στα αγάλματα, χωρίς καμμιά ανταπόκριση στις προσευχές τους, με συνήθειες συχνά υποτιμητικές και της νοημοσύνης των ανθρώπων, μέσα σε ένα σπίτι που τιμούσε προφανώς σα ημίθεο τον αυτοκράτορα, αυτό ήταν το περιβάλλον του. Κι από την άλλη μεριά μέσα στο στράτευμα είχε τις βωμολοχίες και βλασφημίες και την ένταση προς τον σκληρό και απείθαρχο λαό των Εβραίων.
Κι όμως διαμόρφωσε τέτοια καλή ψυχή και κράτησε σωστή τη συνείδησή του ανεπηρέαστη από το κακό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να βρεί το δρόμο για τον Χριστό. Να τι σημαίνει καλή ψυχή, αγαθή συνείδηση, καλή προαίρεση, αγαθή διάθεση και όλα αυτά, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και η ώρα της χάριτος, με κάποια αφορμή του Θεού, ήρθαν και βρήκαν το δρόμο του θαύματος.