Μέσα στη Μ. Τεσσαρακοστή συχνά ακούγεται η ευχή του αγίου Ευφραίμ του Σύρου: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου…». Μέσα σ΄ αυτή την προσευχή λέγεται και η παράκληση - αίτηση: «δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».
Είναι αλήθεια ότι όλοι γνωρίζουμε πόσο μεγάλο αμάρτημα είναι η κατάκριση. Ο μικρός άνθρωπος, παίρνει από μόνος του τη θέση του Κριτού, του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ο Θεός Πατέρας όμως «πάσαν την κρίσιν δέδωκεν τω Υιώ, ότι υιός ανθρώπου εστί», ο δε Χριστός μας είπε ότι «απ΄ εμαυτού εγώ ποιώ ουδέν, καθώς ακούω κρίνω». Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι «η κρίσις του Θεού εστί».
Η λεγομένη κατάκριση, το αμάρτημα αυτό, είναι πολύ πονηρό και ύπουλο, διότι χώνεται, παρεισφρύει, σε κάθε συνομιλία, αρχικά ως απλή είδηση, μετά δήθεν σαν πληροφορία, ενημέρωση, δίκαιη αγανάκτηση, γίνεται δυσμενής κρίση, καταλαλιά και τελικά βρισκόμαστε στη αμαρτωλή κατάσταση να καταδικάζουμε, από κοινού δυστυχώς, απόντα τον άλλο και αναπολόγητο. Αυτό είναι φρικτό.
Η κατάκριση συνιστά όχι μόνο αντιποίηση αρχής, δηλαδή παίρνουμε τη θέση του Θεού και στέλνουμε τον άλλον στο «σκότος το εξώτερον και εις το άσβεστον πύρ», αλλά αποτελεί επίσης τελεία επιπολαιότητα και απερισκεψία, διότι δεν είμαστε καρδιογνώστες και παντογνώστες, ψυχολόγοι και αστυνομικοί, εισαγγελείς και δικαστές. Με ποιο δικαίωμα λοιπόν κάνουμε αυτό το άπρεπο έργο συγχρόνως όμως και υποκριτικό, λές κι εμείς είμαστε αλάθητοι και αναμάρτητοι;
Υπάρχει χειρότερο αμάρτημα από την κατάκριση; Ασφαλώς και υπάρχει. Και ισοδύναμο και χειρότερο. Είναι η συκοφαντία, ο φθόνος, η λοιδορία, η ψευδομαρτυρία, η αδικία και η κλοπή, η ασπλαγχνία και αδιαφορία και τελικά ο φόνος. Όλα αυτά είναι παραβάσεις των Εντολών του Θεού. Λέγουν οι δολοφόνοι μεταξύ τους ότι «η πρώτη σφαίρα αν βρεί το στόχο της και σκοτώσει το πρώτο θύμα, μετά δεν κάνει καμμία αίσθηση κάθε επόμενος φόνος».
Μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος μέχρι εκεί; Ασφαλώς ναι και όλα αυτά που ζούμε αυτές τις μέρες φανερώνουν περίτρανα το μίσος και το δαιμονικό σκοτασμό στα οποία μπορεί να περιέλθει ο άνθρωπος και τελικά να αποβεί όπως και ο διάβολος, κατ΄ εξακολούθηση δηλαδή «ανθρωποκτόνος».
Αυτά μάλιστα τα αμαρτήματα δεν εστιάζονται μόνο στην καθημερινή κοινωνική ζωή, διότι μερικοί λένε την κατάκριση και το κουτσομπολιό «κοινωνικό σχόλιο» φθάνοντας μάλιστα και στην ιεροκατηγορία, αλλά κατευθύνονται και ανάγονται τελικά στο πρόσωπο του Κυρίου. Όσοι πράττουν αυτά σε αδελφούς τους, σήμερα, συμμετέχουν σ΄αυτούς που αμάρτησαν σε βάρος του Χριστού μας πάνω στο Γολγοθά, τότε, αλλά και στα όσα έλαβαν χώρα και πρίν από το πάθος.
Δηλαδή τότε στην περίπτωση του Κυρίου, όχι μόνο τον κατέκριναν ως δαιμονισμένο δήθεν, ως φάγο και οινοπότη, ως αγράμματο και ασεβή παραβάτη του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά έφτασαν στο σημείο να χρησιμοποιήσουν σε βάρος Του βία, ψευδομάρτυρες, απειλές, φθόνο και δόλο. «Διά φθόνον παρέδωκαν αυτόν Ποντίω Πιλάτω». Λοιδορίες, στις οποίες δεν απαντούσε ποτέ με όμοιο τρόπο. «Λοιδορούμενος ούκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως». Του πήραν το κάλλος και την μορφή από τα βασανιστήρια. Έπασχε ως άνθρωπος και άφηνε τα πάντα στον Δικαιοκρίτη Θεό να ανταποδώσει εκδίκηση και να ποιήσει κρίση και δικαιοσύνη. Τελικά τον σκότωσαν, πάνω στο Σταυρό.
Τι λέγει όμως ο θείος λόγος: «άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται Κύριος». «Όψονται εις όν εξεκέντησαν» και το γνωστό σε όλους: «μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβης».
Με ποιο δικαίωμα επεμβαίνουμε στη ζωή, στη συμπεριφορά στην περιουσία, στην ελευθερία, στην ευτυχία του άλλου; «Άνθρωπε, λέγει ο απόστολος Παύλος, τις σε κατέστησε κριτήν; Δεν μπορείς να κρίνεις «αλλότριον οικέτην», δηλ. ξένον δούλον. «Τω ιδίω κυρίω στήκει ή πίπτει, σταθήσεται δε. Δυνατός ο Θεός στήσαι αυτόν». Δεν αμαρτάνει σε σένα. Στο Θεό αμαρτάνει. Θα δώσει εκεί λόγο. Ο Θεός είναι αγάπη. Τον περιμένει μετά από κάθε πτώση και τελικά θα τον σώσει. Πως εσύ τον καταδικάζεις. Κοίταξε καλύτερα τον εαυτό σου.
Πάλι λέγει ο απόστολος Παύλος: «αδελφοί, εάν κάποιος άνθρωπος πέσει σε κάποιο παράπτωμα, σείς οι πνευματικοί να τον καταρτίζετε με πνεύμα πραότητος, <σκοπών σεαυτόν μη και σύ πειρασθής>, μήπως και σύ μπείς σε πειρασμό θυμού και οργής ή και να πέσεις στο ίδιο αμάρτημα».
Όλο το κακό όμως προέρχεται από την άγνοιά μας και αγνωσία μας. Και τούτο διότι δεν καταλαβαίνουμε τι είναι ο άλλος που έχουμε απέναντί μας. Δεν ξέρουμε δηλαδή πως ακριβώς βλέπει ο Θεός και η Ορθόδοξη πίστη και διδασκαλία τον άνθρωπο.
Η Αγία Γραφή και κατ΄ επέκταση ο Χριστιανισμός βλέπει τον άνθρωπο ως εικόνα Θεού, δηλ. με τα χαρίσματα του λογικού και του αυτεξουσίου, λίγο κατώτερο από τους αγγέλους, λόγω του σώματος, πολύ όμως ανώτερο από τα ζώα, τα οποία δεν έχουν ψυχή αθάνατη, αλλά ζωτική δύναμη και ένστικτα.
Ο άλλος είναι παιδί του Θεού, πλάσμα του Δημιουργού μας, αδελφός μας κατά τον λόγο της Δημιουργίας και πολύ περισσότερο κατά τον λόγο του αγίου Βαπτίσματος. Λέγει ένας άγιος: «είδες τον αδελφόν σου; είδες Κύριον τον Θεόν σου». «Εμοί εποιήσατε ή δεν εποιήσατε», λέγει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο της Παγκοσμίου Κρίσεως. Ταυτίζει τους αδελφούς μας τους ελαχίστους με τον εαυτό του. Ο άλλος όσο άσχημος και άσημος, δίκαιος ή αμαρτωλός, πλούσιος ή πένης, μικρός ή μεγάλος, κληρικός ή λαϊκός, βασιλεύς ή στρατιώτης, είναι πρόβατο του Καλού Ποιμένα Ιησού και κανένας δεν έχει δικαίωμα κατακρίσεως και επεμβάσεως στη ζωή του, διότι μετά έχει να κάνει με τον ίδιο τον Χριστό.
Ένας άνθρωπος που έχει στραμμένη την προσοχή του στον εαυτό του και εξετάζει συστηματικά την πορεία του και προσέχει να μη προσκρούσει στο θείο θέλημα, αυτός δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με τους άλλους.
Ένας άνθρωπος που σκέφτεται ότι τα χρόνια της ζωής μας είναι λίγα και γρήγορα φεύγουν και ότι μέσα σ΄ αυτά πρέπει να επιτελέσει το έργο της μετανοίας, της αγάπης και της ιεραποστολής, αυτός δεν έχει χρόνο να κρίνει τους άλλους.
Ένας άνθρωπος που σκέφτεται τα λάθη του παρελθόντος, τις ελλείψεις του παρόντος, την αγάπη και συγχώρεση του Θεού στις δικές του αμαρτίες και ότι τον περιμένει θάνατος μερική κρίση και Δευτέρα Παρουσία, δεν τολμά να κρίνει κανέναν, πόσο μάλλον να αδικήσει ποικιλοτρόπως και να σκοτώσει.
Κι ένας άνθρωπος που ξέρει ότι υπάρχει διάβολος που καιροφυλακτεί και όλα τα εκμεταλλεύεται για να κάνει κακό και να οδηγήσει τα πράγματα τραγικά στο τέλος του αίματος, προσέχει ώστε σε τίποτε να μη βλάψει κανένα πλάσμα του Θεού.
Ο Θεός να μας φωτίσει να ισχύσει και για μας ο λόγος του αγίου Ευφραίμ του Σύρου: «, Ναι, Κύριε, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας