«Σὰν τὴν καταστολισμένη νύφη, ἔτσι εἶναι ἡ Ἑλλάδα μας, γεμάτη ἀπὸ ἐκκλησιές, μοναστήρια καὶ ἐρημοκλήσια τῆς Παναγίας, τὸ πνευματικὸ στολίδι τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ βρίσκεται τὸ σεβάσμιο εἰκόνισμά της, δεξιὰ ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, μὲ τὸ γυρτὸ κεφάλι της γιὰ νὰ ἀκούσει τὸν κάθε πόνο μας, τὴν κάθε χαρά μας. Πόσα εἶναι τὰ δάκρυα στὰ ἄχραντα χέρια της, δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας;».
Μ’ αὐτὰ τὰ ὡραῖα λόγια, ὁ μεγάλος μας λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου, συμπυκνώνει τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ τοῦ λαοῦ στὴ Θεομάνα καὶ Ἐθνομάνα μας, τὴν Παναγία. Καὶ πόση παρηγοριὰ αἰσθάνεται ὁ πιστὸς λαὸς τοῦτες τὶς ἀνοιξιάτικες Παρασκευὲς τῶν χαιρετισμῶν. «Χαῖρε δι’ ἦς ἐχθροὶ καταπίπτουσιν».
Πάντοτε ὁ λαός μας εἴτε τὴν ἀρχαία ἐποχὴ εἴτε τὰ βυζαντινὰ χρόνια εἴτε τὰ νεώτερα, μάχεται ἔχοντας ὡς προμετωπίδα, ὡς σημαία του τὸ «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».
Στὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας, στὸν περίφημο παιάνα τοῦ ὁ Αἰσχύλος, διαλαλεῖ «Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων ἐλευθεροῦτε πατρίδα… Θεῶν πατρώων ἔδη». Ἐλευθερῶστε τὰ ἱερὰ τῶν θεῶν σας…
Στὸ Βυζάντιο ἡ πολεμικὴ ἰαχὴ εἶναι «Σταυρὸς νικᾶ». Τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ ἡγοῦνται πιστοὶ αὐτοκράτορες. Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς στὸν πόλεμο φοροῦσε κάτω ἀπὸ τὸ θώρακά του ἕνα παλιοράσο τοῦ θείου του, ἀσκητῆ ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἐν τῷ Μαλεῷ.
Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς γονάτιζε σὰν παιδὶ μπροστὰ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, πρὶν ξεκινήσει τοὺς νικηφόρους πολέμους του. Ὁ Ἀλέξιος Κομνηνὸς ὅποτε ἦταν νὰ ἐκστρατεύσει, ἔβαζε τὰ πολεμικά του σχέδια κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ προσευχόταν ὅλη τὴ νύχτα. Ὁ Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης, συνέθεσε τὸν Μέγα Παρακλητικὸ κανόνα τῆς Παναγίας. Μὰ καὶ ὅταν ἔπεσε ἡ Πόλη καὶ ἀκούστηκε ἡ σπαρακτικὴ κραυγὴ «Ἑάλω ἡ πόλις Σου Θεοτόκε», ἀμέσως ὁ λαὸς σπεύδει καὶ παρηγορεῖ τὸ Ρόδον τὸ Ἀμάραντον τῆς Ὀρθοδοξίας, δὲν ζητᾶ ὁ ἴδιος παρηγοριά. «Σώπασε κυρὰ Δέσποινα καὶ μὴν πολυδακρύζεις, πάλι μὲ χρόνους μὲ καιρούς, πάλι δικά σου θά ᾽ναι».
Στὴν εὐλογημένη ἐπανάσταση τοῦ 1821 πάλι τὴ βοήθεια τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ ἐπικαλοῦνται οἱ ἀγωνιστές.
Στὴν ἀρχὴ τῆς ἐπανάστασης, ὁ Κολοκοτρώνης, μένει κάποια στιγμὴ μόνος, ἀπὸ τὸν φόβο τῶν Τούρκων ὅλοι τὸν ἐγκαταλείπουν. Γράφει στὰ Ἀπομνημονεύματά του: «Ἦταν μία ἐκκλησιὰ εἰς τὸν δρόμον, ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτσι. Ἔκατσα ἐκεῖ καὶ ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς. Παναγία μου βοήθησε καὶ τούτην τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες γιὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν». Βοήθησε ἡ Παναγία καὶ ἐλευθερώθηκε τὸ Γένος, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ἔτσι προσκαλεῖ:
«Τ’ ἀντρειωμένου τ’ ἅρματα
δὲν πρέπει νὰ πουλιῶνται,
μόν’ πρέπει τους στὴν Ἐκκλησιὰ
κι ἐκεῖ νὰ λειτουργιῶνται».
Ἀλλὰ καὶ στοὺς μετέπειτα ἀγῶνες τοῦ ἔθνους γιὰ ἀπελευθέρωση σκλαβωμένων πατρίδων καὶ πάλι στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Θεομήτορος προστρέχει. «Ἔκαμα χθὲς ἕνα τάμα εἰς τὴν Θεοτόκο Παρθένα, τὴν πλατυτέρα, νὰ βοηθήσει τὴν Μακεδονία μας», γράφει ὁ ἀντρειωμένος Παῦλος Μελᾶς σὲ γράμμα του, στὴ γυναίκα τοῦ Ναταλία.
Στὸν πόλεμο τοῦ 1940, τότε ποὺ ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς φώτιζε μὲ τὸν ἡρωισμό του τὴν πανικοβλημένη Εὐρώπη, ἡ Ἁγία Σκέπη τῆς Παναγίας κρατοῦσε ὄρθιους στῆς ἱστορίας τὸ διάσελο, τὰ ἡρωικὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδας.
Γράφει ὁ Ἠλίας Βενέζης σ’ ἕνα κείμενό του στὶς 28 Δεκεμβρίου 1940: «Λέγανε οἱ ξένοι ἄνθρωποι, ποὺ βλέπανε τὰ γινόμενα, τί θὰ κάμει τόσο μικρὸς λαὸς μὲ τόσον μεγάλο γείτονα; Θὰ γονατίσει μία μέρα. Μὰ ὁ λαὸς πίστευε πὼς θὰ τὸν βοηθήσει ἡ προσβεβλημένη Παναγία. Καλὰ περιμένετε νὰ δεῖτε. Περιμένετε ὕστερα ἀπὸ ἕνα μήνα, στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἔλεγαν οἱ μάνες τῶν στρατιωτῶν. Καὶ πῆγαν οἱ στρατιῶτες καὶ πολέμησαν καὶ ἔψαλλαν στὶς ἀετοράχες Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ καὶ νίκησαν».
Συνεχίζεται στὶς μέρες μας αὐτὴ ἡ παράδοση τῆς τιμῆς τοῦ στρατοῦ μας στὴν Θεοτόκο. Οἱ ἔνοπλες δυνάμεις τῆς χώρας μας καὶ στοὺς τωρινοὺς ταραγμένους καιροὺς ποὺ ζοῦμε, στὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ μας στέκονται πολὺ ψηλά. Ἀπὸ ὅλους τοὺς θεσμοὺς τοῦ κράτους, ὁ στρατὸς ἀπολαμβάνει τὴν μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη. Ὁ Στρατός μας, παρόλη τὴν δολερὴ πολλὲς φορὲς πολεμικὴ ποὺ ὑφίσταται ἀπὸ ἐντὸς ἢ ἐκτὸς τῶν τειχῶν ἐχθρούς, παραμένει ἰσχυρὸς φύλακας τῆς ἐθνικῆς μας ἀξιοπρέπειας, ἀπαντοχὴ τοῦ λαοῦ.
Μπορεῖ νὰ μᾶς χαρακτηρίζουν μικρὸ κράτος. Ὅμως «ἡ μεγαλοσύνη στὰ ἔθνη δὲν μετριέται μὲ τὸ στρέμμα, μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα μετριέται καὶ μὲ τὸ αἷμα», θὰ πεῖ ὁ ἐθνικός μας ποιητὴς Κωστὴς Παλαμᾶς.
Τὸ αἷμα τοῦ Ἕλληνα ἄγνωστου στρατιώτη καὶ ἀξιωματικοῦ ἔκανε τὴν πατρίδα μας μεγάλη, πολὺ μεγάλη ἔναντι ἰδίως κάποιων σπιθαμιαίων γειτόνων ποὺ προσπαθοῦν νὰ σταθοῦν στὰ πόδια τους πατώντας πάνω σὲ κλεμμένα μεγαλεῖα ἢ ἄλλων παραφουσκωμένων ἀπὸ ἔπαρση ψευτογιγάντων, ποὺ ὅταν ὁ στρατός μας κατασκοτωνόταν στὰ βουνὰ τῆς Βορείου Ἠπείρου αὐτοὶ ἀπολάμβαναν οὐδετερότητα. (Τουρκία, Ἱσπανία, Σουηδία κλπ) «Ἦρθαν ντυμένοι φίλοι/ Ἀμέτρητες φορὲς οἱ ἐχθροί», γράφει γιὰ κάτι τέτοιους ὁ Ἐλύτης.
Ὅσο ὑπάρχει ἡ ἀτρόμητη ἀσπίδα τοῦ ἔθνους ποὺ λέγονται Ἔνοπλες Δυνάμεις καὶ ὅσο αὐτὴ ἡ ἀπίδα θὰ ἔχει ἱστορημένη πάνω της τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἂς ὀνειροφαντάζονται ὅ,τι θέλουν οἱ ἐπίβουλοι.
«Ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια εἴμαστε ἡ πρώτη νίκη καταπάνω στὴν ἀπρόσωπη βαρβαρότητα. Τὰ βουνά μας, τὰ χώματά μας, δώσανε νόημα στὴν ὕπαρξη πολλῶν». Στὴν γλώσσα μας γράφτηκαν γράμματα ποὺ τὰ διαβάζουνε οἱ ἀγράμματοι κι ἁγιάζουνε. Ἐμεῖς ἀνακαλύψαμε τοὺς νόμους κι ὀργανώσαμε τὸ χάος. Ἐμεῖς, οἱ Ἕλληνες, κρατημένοι ἀπὸ τὴ Ζώνη τῆς Παναγίας, ποὺ πάντα θὰ προστατεύει τὸν φιλόπχριστο στρατό μας.
Τοῦτες τὶς πονηρὲς ἡμέρες, τὸ ἀνήμερο ἐξ ἀνατολῶν θηρίο τροχίζει τὰ νύχια του καὶ τρίζει τὰ δόντια του. Τὸ μόνο ποὺ φοβᾶται εἶναι τὶς Ἔνοπλες Δυνάμεις μας, ποὺ παραμένουν ὁ φρουρὸς καὶ ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς Πατρίδας μας.
Πηγή: Χριστιανική Βιβλιογραφία, Αβέρωφ