1. Μέ ὠθεῖ νά μιλήσω ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς πατρικούς κόλπους καί κυοφορήθηκε ἀπερίγραπτα στά σπλάγχνα τῆς Παρθένου. Αὐτός πού ἔγινε γιά μένα ὅ,τι ἐγώ εἶμαι, Αὐτός πού εἶναι ἀπαθής ὡς πρός τήν θεότητά Του καί περιβλήθηκε ὡστόσο ὁμοιοπαθές μέ ἐμένα σῶμα. Αὐτός πού στόν οὐρανό ἐποχεῖται πάνω στά χερουβικά ἅρματα καί πάνω στή γῆ καβαλικεύει σέ γαϊδουράκι. Ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, Αὐτός πού μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα εὐφημεῖται ἀπό τά Σεραφίμ ὡς ἅγιος καί δέχεται τά ψελλίσματα τῶν παιδιῶν ἀπό τήν ἄκακη γλώσσα τους. Αὐτός πού εἶναι Θεός καί ἔχει τή μορφή δούλου καί πού ἔλαβε τή μορφή τοῦ δούλου. Αὐτός πού εἶναι ἄυλος καί ἀόρατος Θεός καί δέχτηκε νά λάβει ὁρατό καί ψηλαφητό σῶμα. Αὐτός πού βάδισε ἀκούσια στό πάθος, γιά νά μοῦ χαρίσει τήν ἀπάθεια. Αὐτός ὁ Ὁποῖος βλέποντας τόν ἄνθρωπο, πού ἔπλασε σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα Του καί τήν ὁμοίωσή Του, τό πλάσμα τῶν χεριῶν Του, νά ἔχει δελεαστεῖ ἀπό τήν ἀπάτη τοῦ φιδιοῦ, ἐκεῖνον νά ἔχει πέσει στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς Του καί νά ἔχει γίνει ὑποχείριος τῆς φθορᾶς καί ὑπόλογος θανάτου, δέν ἄντεξε.
Ὁ γεμάτος συμπάθεια δέν μπόρεσε νά ὑπομείνει τή στέρηση ἐκείνου πού ποθοῦσε, ἀλλά τόν κάλεσε μέ πολλούς τρόπους σέ ἐπιστροφή καί μετάνοια, ἀφοῦ τόν παίδεψε σάν ἀχάριστο δοῦλο, σάν ἄμυαλο καί νήπιο γιό «πολυμερῶς καί πολυτρόπως» καί ἀφοῦ μηχανεύτηκε κάθε μέσο, γιά ν᾽ ἀποτινάξει τή δουλεία πού τόν τυραννοῦσε καί ἔτσι νά ἐπανέλθει στόν Πλάστη του. Ὅμως ἦταν ἀδύνατη ἡ ἐπιστροφή του, ἀφοῦ μιά γιά πάντα εἶχε καταδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία καί εἶχε συζευχθεῖ θεληματικά μέ τήν ἐπιθυμία τῶν γήινων. Γι᾽ αὐτό ὁ ὑπεράγαθος Κύριος ἀναλαμβάνει τή φύση μας, ἐπειδή εἶδε ὅτι αὐτή εἶχε ἐξασθενήσει.
Βλέποντας δηλαδή τόν ἄνθρωπο νά μή ὑπακούει στό λόγο καί τίς ἐντολές καί τά προστάγματα τῆς σωτηρίας, τί λέει; «Πρέπει νά παιδαγωγήσω μέ ἔργα αὐτόν πού ἔχει ἄγνοια. Πρέπει νά τόν κατευθύνω στίς ἀρετές, γιά νά τίς συνηθίσει καί νά τίς ἐπιτελέσει ὁ ἴδιος. Πρέπει νά μέ δοῦν μέ τά μάτια τους ἀνάμεσά τους, καί ἔτσι νά θεραπεύσω τόν ἄρρωστο. Πρέπει νά κάνω νά ξαναγυρίσει τό πλανημένο πρόβατο καί νά τό ὁδηγήσω στήν ἀρχική του διαμονή, στόν παράδεισο. Πῶς ὅμως θά τό ἐπιστρέψω χωρίς νά μέ βλέπει; Πῶς θά ὁδηγήσω αὐτόν πού δέν βλέπει τά ἴχνη μου;»
Γι᾽ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε, μέ ὅσα ἔπραξε καί ἔπαθε, νά διδάξει ἔμπρακτα αὐτόν πού ἀγνοοῦσε, πῶς νά πράξει τήν ἀρετή. Ἔτσι βλέποντάς Τον νά κατεβαίνει κατ᾽ οἰκονομίαν γιά χάρη μας στή γῆ ἀπό τούς πατρικούς κόλπους, ν᾽ ἀνεβοῦμε καί ἐμεῖς μέ τή θέλησή μας πρός Αὐτόν ἀπό τή μητέρα μας γῆ. Σαρκώθηκε ἐπίσης γιά νά δείξει τόν ἀνυπέρβλητο πλοῦτο τῆς ἀγάπης Του πρός ἐμᾶς. Γιατί μεγαλύτερη ἀγάπη δέν μπορεῖ νά δείξει κανένας, παρά μόνο ἄν θυσιάσει τήν ψυχή του γιά χάρη τῶν φίλων του (Ἰω. ιε´ 13). Καί πῶς ὅποιος δέν ἔχει ἔνσαρκη ζωή θά δείξει τήν ἀγάπη του;
2. Γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει τή σάρκα, γιά νά Τόν δοῦμε στή γῆ καί νά ζήσει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους (Βαρούχ γ´ 38). Γι᾽ αὐτό ἀναλαμβάνει ψυχή, γιά νά θυσιάσει τήν ψυχή Του γιά χάρη τῶν φίλων Του. Καί φίλους δέν ἐννοῶ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν, ἀλλά αὐτούς πού ποθεῖ Ἐκεῖνος. Γιατί ἐμεῖς Τόν μισήσαμε καί Τοῦ στρέψαμε τήν πλάτη καί γίναμε δοῦλοι σέ ἄλλον, ἐνῶ Αὐτός δέν μετέβαλε τήν ἀγάπη Του σ᾽ ἐμᾶς. Γιά τοῦτο ἔτρεξε πίσω μας. Ἦρθε σ᾽ ἐμᾶς πού Τόν μισήσαμε, προσπάθησε νά προλάβει ἐμᾶς πού φεύγαμε κι ὅταν μᾶς ἔφτασε, δέ μᾶς ἔλεγξε μέ σκληρότητα, δέ μᾶς γύρισε κοντά Του μέ τό μαστίγιο, ἀλλά σάν ἄριστος γιατρός πού τόν ὑβρίζει κάποιος μανιακός, πού τόν φτύνει καί τοῦ δίνει ραπίσματα, Αὐτός πρόσφερε τή θεραπευτική Του ὑπηρεσία. Σέ ἔνδειξη τοῦ μεγέθους τῆς θεραπείας πρόσφερε στήν ἀνθρώπινη φύση τήν ἴδια Του τήν θεότητα ὡς φάρμακο. Φάρμακο πολύ δραστικό, φάρμακο παντοδύναμο. Αὐτή ἀπέδειξε τό ἀσθενικό μας σαρκίο πιό ἰσχυρό ἀπό τίς ἀόρατες δυνάμεις. Ὅπως δηλαδή ὁ σίδηρος ὅταν ἑνωθεῖ μέ τή φωτιά εἶναι ἀδύνατο ν᾽ ἀγγιχτεῖ, ἔτσι καί τό χόρτο τῆς δικῆς μας φύσης, ἀφοῦ ἑνώθηκε μέ τή φωτιά τῆς θεότητας, ἔγινε ἀπλησίαστο ἀπό τό διάβολο. Κι ἐπειδή ἕνα πάθος θεραπεύεται μέ τά ἀντίθετά του -ὅπως λένε κι οἱ μαθητές τῶν γιατρῶν- καταβάλλει κι Αὐτός τά πάθη μας μέ τά ἀντίθετά τους, δηλαδή τήν ἡδονή μέ τούς μόχθους, τήν ὑπερηφάνεια μέ τήν ταπείνωση. Δέν ταπείνωσε δηλαδή μόνο τόν Ἑαυτό Του μέ τό νά γίνει ἄνθρωπος, ἐνῶ ἦταν πλούσιος στή θεότητα, ἀλλά ταπεινώθηκε καί ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους (πρβλ. Φιλιπ. β´ 6-8).
Πράγματι ποιός ἀπό τούς ἀνθρώπους ὑπῆρξε τόσο ταπεινός; «Δέν ἔχει ποῦ νά κλίνει τήν κεφαλή του» (Ματθ. 8, 20). Δέν εἶχε ὑποζύγιο, δέν εἶχε διπλό χιτώνα, δέν εἶχε ἄλλο ροῦχο. «Δεχόμενος προσβολές, δέν τίς ἀνταπέδιδε. Δέν ἀπειλοῦσε ὅταν τοῦ ἔκαναν κάποιο κακό»(Α’ Πέτρ. 2, 23). Ὁδηγοῦνταν σάν ἄκακο ἀρνί στή θυσία, χωρίς νά διαμαρτύρεται, χωρίς νά φωνάζει (Ἠσ. 53, 7). Τόν ράπιζαν κι ἔδινε πρόθυμα τή σιαγόνα Του σ᾽ ἐκεῖνον πού Τόν χτυποῦσε. Δέν ἔστρεψε τό πρόσωπό Του γιά ν᾽ ἀποφύγει τά αἰσχρά φτυσίματα. Ἐνῶ Τόν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καί δαιμονισμένο (Ἰω. η´ 48) καί ἐνῶ Τόν καταδίωκαν, δείχνει ὑπομονή σ᾽ αὐτά, γιά ν᾽ ἀκολουθήσομε κι ἐμεῖς τά ἴχνη Του.
Τά ἔκανε ὅλα αὐτά μέ τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Ὄντας δηλαδή δικός Του Υἱός Μονογενής καί Ὁμοούσιος, μᾶς γνώρισε τήν Πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ-Πατέρα. Γιατί τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός καί Πατέρας, ὥστε ἔδωσε ὡς λύτρο γιά χάρη μας τόν Μονογενή Υἱό Του. Ὤ ἀγάπη ἀνυπέρβλητη! Ἔδωσε τόν Μονογενή Υἱό Του, πού ἦταν συμβασιλέας Του, γιά χάρη δούλων πού παράκουσαν, γιά χάρη ἐχθρῶν πού Τόν βλασφημοῦσαν καί λάτρευαν γιά θεό τους τόν ἐχθρό. Ὤ βάθος πλούτου τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. ια´ 33). Δέν ἀντιστάθηκε ὅμως ὁ Μονογενής Υἱός, δέν ἀθέτησε τό θέλημα τοῦ Πατέρα. Γιατί ἦταν Αὐτός ἡ βουλή καί ἡ θέληση τοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό λοιπόν, ἐπειδή ἦταν μέτοχος καί κοινωνός τῆς φύσης Του (γιατί εἶναι μία ἡ φύση τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ), ἐκτελεῖ δικό Του θέλημα, γίνεται ἄνθρωπος καί ὑπήκοος τοῦ Πατέρα μέχρι θανάτου, καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ (Φιλ. β´ 8), θεραπεύοντας ἔτσι τή δική μου παρακοή.
3. Ἐπείγεται λοιπόν πρός τό πάθος καί βιάζεται νά πιεῖ τό ποτήρι τοῦ θανάτου, τό σωτήριο γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἔρχεται πεινασμένος γιά τή σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας, καί δέ βρίσκει σ᾽ αὐτήν καρπό. Γιατί αὐτήν ὑπαινίσσεται μεταφορικά ἡ συκιά. Ποιός δηλαδή τρώει τό πρωί; Ὁ βασιλιάς, ὁ Κύριος, ὁ Δάσκαλος. Νιώθοντας πείνα πρωί-πρωί, δέν ἐμποδίζει τήν ἐπιθυμία τοῦ φαγητοῦ. Δέν συγκρατεῖ τή φύση Του, ἀλλά, σάν κάποιος ἀκρατής κι ἀκόλαστος, ὁρμᾶ ἀνόητα στό φαγητό, σέ ἀκατάλληλη ὥρα. Πῶς τότε παιδαγωγεῖ τούς μαθητές Του νά μήν τούς νικᾶ τό πάθος τῆς ἐπιθυμίας;
Δέν εἶναι ἔτσι τό πράγμα. Ἀλλά ὅπως μιλοῦσε διδάσκοντας μέ παραβολικούς λόγους, ἔτσι ἐκτελεῖ καί τίς παραβολές μέ ἔργο. Πλησίασε στή συκιά πεινώντας (Ματθ. ια´ 19). Ἡ συκιά ὑποδήλωνε τή φύση τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ καρπός τῆς συκιᾶς εἶναι γλυκύς, τά φύλλα της τραχιά κι ἄχρηστα κι ἕτοιμα γιά τή φωτιά. Ἀλλά καί ἡ φύση τῆς ἀνθρωπότητας εἶχε γλυκύτατο τόν καρπό τῆς ἀρετῆς, ἔχοντας ἀπό τό Θεό τήν ἐντολή νά τήν καρποφορεῖ, ἐξαιτίας ὅμως τῆς ἀκαρπίας της στήν ἀρετή ἔβγαλε τά τραχιά φύλλα.
Πράγματι τί ὑπάρχει τραχύτερο ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες (Γεν. β´ 25); Ἦταν κάποτε γυμνοί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα καί δέν ἔνιωθαν ντροπή. Γυμνοί στήν ἁπλότητα καί τήν ἀπέριττη ζωή τους. Οὔτε τέχνη εἶχαν οὔτε βιοτικές μέριμνες. Δέν ἐπινοοῦσαν τρόπους πῶς νά σκεπάσουν τή γύμνια τοῦ σώματός τους. Δέν ντρέπονταν γιά τήν ἀκτημοσύνη τους οὔτε γιά τή λιτότητα τῆς ζωῆς τους, ἀλλά, ἄν καί ἦταν γυμνοί στό σῶμα, τούς σκέπαζε ἡ Θεία Χάρη. Δέν εἶχαν σωματικό φόρεμα, ἀλλά φοροῦσαν ἔνδυμα ἀφθαρσίας. Ὅταν ὅμως παράκουσαν, βρέθηκαν μακριά ἀπό τή Χάρη πού τούς σκέπαζε. Ἀπογυμνώθηκαν ἀπό τήν ἔκστασή τους πρός τόν Θεό καί τή θεωρία Του. Εἶδαν τή γύμνωση τοῦ σώματός τους (Γεν. γ´ 7). Πόθησαν τά εὐχάριστα τῆς ζωῆς. Βρέθηκαν μέσα στή φτωχική καί στερημένη ζωή. Ἔρραψαν φόρεμα ἀπό φύλλα συκιᾶς κι ἔκαναν περιζώματα, ἔκαναν πολλούς λογισμούς καί βρῆκαν τήν τραχιά καί γεμάτη μέριμνες καί πόνους ζωή. «Μέ τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου σου θά φᾶς τό ψωμί σου. Καταραμένη θά εἶναι γιά τά ἔργα σου ἡ γῆ, θά βγάλει γιά σένα ἀγκάθια καί τριβόλια καί θά καταλήξεις στή γῆ» (Γεν. γ´ 17, 19).
Ἀπέκτησες γήινα φρονήματα, γι᾽ αὐτό ἡ στροφή σου θά γίνει πρός τή γῆ. Ἔγινες ἕνα μέ τά ἄλογα ζῶα, ἀφοῦ δέν κατάλαβες ὅτι εἶχες τιμητική θέση (Ψαλμ. μη´ 13). Ἤσουν στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ καί δέν κατάλαβες τήν καρποφόρο ἀρετή. Προτίμησες τήν ἀπόλαυση τῶν γήινων κι ἀγάπησες τή ζωή τῶν ἀλόγων ζώων. Εἶσαι γῆ καί θά καταλήξεις στή γῆ. Θά κληρονομήσεις τό θάνατο, ὅπως τά ἄλογα ζῶα. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού φοράει καί τούς δερμάτινους χιτῶνες (Γεν. γ´ 21). Ὄντας μέ τό σῶμα του ἀνάμεσα στή ζωή καί στό θάνατο – ἐνῶ πρῶτα ζοῦσε στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς καί κατοικοῦσε σέ βασιλικά διαμερίσματα – ἀπέκτησε ἔπειτα θνητό καί παχύ σῶμα, ἱκανό νά ἀντέχει στούς κόπους. Εἶναι ἀληθινά τραχιά τά φύλλα τῆς συκιᾶς τῆς φύσης μας, τῆς ἀπειθάρχητης κακίας τῆς φύσης μας. Σ᾽ αὐτή τή συκιά, τή φύση δηλαδή τῆς ἀνθρωπότητας, πῆγε ὁ Σωτήρας πεινώντας καί ζητώντας ἀπό αὐτήν τό γλυκύτατο καρπό, δηλαδή τήν γλυκύτατη γιά τό Θεό ἀρετή, μέ τήν ὁποία πραγματοποιεῖ τή σωτηρία μας. Καί δέ βρῆκε καρπό, παρά φύλλα μονάχα, τήν τραχιά καί πικρή ἁμαρτία καί ὅ,τι κακό φυτρώνει ἀπό αὐτήν.
Γι᾽ αὐτό καί τῆς λέει ἐπιτιμητικά: «Ποτέ πιά δέν θά δώσεις καρπούς» (Ματθ. ια´ 19). Γιατί ἡ σωτηρία δέν προέρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀρετή δέν προέρχεται ἀπό ἀνθρώπινη δύναμη. Ἐγώ θά φέρω τή σωτηρία σας καί μέ τό πάθος μου θά σᾶς χαρίσω τήν ἀνάσταση. Θά σᾶς χαρίσω ἐπιπλέον καί τήν ἀπαλλαγή σας ἀπό τήν πολύ σκληρή αὐτή ζωή πού τώρα ζεῖτε. Αὐτά εἶπε καί βέβαια ὅπως τά εἶπε καί τά πραγματοποίησε.
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ
(Ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ὁμιλία στήν ΞΗΡΑΝΘΕΙΣΑ ΣΥΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΩΝΑ)
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία