(σ. Μέλιας: Ο Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης, γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου 1924 και εκοιμήθη στις 12 Ιουλίου 1994)
Κατ’ αρχάς επειδή ποτέ δε διανοήθηκα ότι θα έρθει κάποια ώρα που θα διηγηθώ τη ζωή του πατρός Παϊσίου -και ο ίδιος ποτέ δε διηγόταν τη ζωή του συνεχόμενη- γι’ αυτό μπορεί να υπάρχουν μερικά κενά στις ημερομηνίες και στην ιστο¬ρία των πραγμάτων. Εγώ απλώς, από ευγνωμοσύνη για τον Γέροντα, δέχτηκα να έρθω εδώ κ. Νικολαΐδη, στον τηλεοπτικό σταθμό, για να δώσω μια δική μου μαρτυρία για την όσια ζωή του, την παρουσία του στην Ορθοδοξία, στην Εκκλησία μας, για όσα πράγματα είδα από την παραμονή μου στο Άγιον Όρος και όσα άλλοι αξιόπιστοι άνθρωποι μού διηγήθηκαν.
Αυτά θα προσπαθήσω να πω αισθανόμενος, βέβαια, ότι το να διηγείται κανείς τη ζωή αγίων ανθρώπων είναι ένα πολύ δύσκολο έργο. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο. γιατί ο Γέροντας ήταν άγιος άνθρωπος πραγματικά, και εμείς δεν ήμαστε τίποτα και ελάχιστα πράγματα καταλάβαμε. Ας ευχηθούμε τουλάχιστον να βοηθήση ο Θεός, να μεταφέρουμε τα γεγονότα όπως τα είδαμε και οι άνθρωποι οι οποίοι τα ακούν, να τα αξιολογήσουν με τη δική τους διάθεση.
Εγνώρισα τον πατέρα Παΐσιο το 1976, το Σεπτέμβριο. Πρώτη φορά πήγαινα στο Άγιον Όρος και εκεί μαζί με άλλους συμφοιτητές μου επισκεφθήκαμε το Γέροντα, όταν ευρίσκετο στο καλυβάκι του, στον Τίμιο Σταυρό, κοντά στη Μονή Σταυρονικήτα. Εγώ εκεί τον εγνώρισα. Μπορώ να πω ότι πήγαμε με διαθέσεις περιέργειας να δούμε το Γέροντα, για τον οποίον τόσα είχαμε ακούσει. Μας εδέχθηκε με πολλή αγάπη και μπορώ να πω ότι η πρώτη συνάντηση, στην αρχή, με απογοήτευσε λίγο, γιατί δεν ήξερα τα μυστικά αυτών των πνευματικών ανθρώπων.
Όταν είδα το Γέροντα, ο οποίος με τόση απλότητα μας δέχτηκε, μας κερνούσε διάφορα πράγματα και μας έλεγε αστεία και γελούσε, άρχισα να αμφιβάλλω ότι αυτός ο άνθρωπος είναι τόσο άγιος, όσο είχε λεχθεί. Διότι οι άγιοι νόμιζα ότι πρέπει να είναι σιωπηλοί, αμίλητοι και σκυθρωποί. Αυτή την εντύπωση είχα. Όμως στη συνέχεια η πραγματικότητα μας διέψευσε, διότι ο Γέροντας μιλούσε για πράγματα πρωτάκουστα για μας και είχε τη μαρτυρία της προσωπικής του ζωής.
Το δε πρώτο γεγονός, που το καταθέτω με πάσαν ειλικρίνεια, είναι ότι, την ώρα που βγήκαμε να τον αποχαιρετήσουμε και φιλήσαμε το χέρι του, έγινε ένα γεγονός που ήτανε πραγματικά μια επέμβαση του Θεού, διότι όλα τα βουνά, όλη η ατμόσφαιρα τριγύρω εξεχύλισαν από μία άρρητον ευωδία. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Ο Γέροντας κατάλαβε αυτό το πράγμα και αμέσως μας συνέστησε να φύγουμε, ενώ εκείνος κατευθύνθηκε στο κελλί του. Εμείς, τα τρία παιδιά που ήμασταν, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι γινόταν, φύγαμε για τις Καρυές, ενώ μέσα μας επικρατούσε μια ανέκφραστη χαρά, η οποία δεν είχε εξήγηση. Ούτε γιατί τρέχαμε καταλαβαίναμε, ούτε γιατί ευωδίαζαν τριγύρω μας τα βουνά, ο αέρας, οι πέτρες, τα πάντα. Αυτό ήταν κάτι το συγκλονιστικό που έζησα, όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον πατέρα Παΐσιο.
Την παιδική του ζωή την πέρασε στην Κόνιτσα. Το γεγονός που μας διηγήθηκε κάποτε είναι ότι, όταν ήταν δεκαπέντε ετών, είχε μια συνήθεια να αποτραβιέται στο δάσος, όπου είχε φτιάξει έναν τόπο με ξύλα και κλαδιά -σαν ασκητήριο-, και εκεί προσευχόταν μετά δακρύων. Αυτό βέβαια ήταν ενέργεια της Χάριτος. Αισθανόταν αυτή τη γλυκύτητα και ήθελε να μένει μόνος του και να προσεύχεται στο Χριστό. Όμως. ενώ προσευχόταν, είδε το Χριστό μπροστά του, όχι στον ύπνο του, ζωντανά, έχοντας στο χέρι του το Ευαγγέλιο ανοιχτό, και του μίλησε, ενώ ταυτόχρονα αυτά τα οποία του έλεγε ήτανε γραμμένα και στο Ευαγγέλιο. Και του είπε ότι:
«Αρσένιε. εγώ είμαι η Ανάστασις και η Ζωή. ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται». Αυτή η εμπειρία της εμφάνισης του Χριστού ήταν απ’ ότι ξέρω η πρώτη του μικρού Αρσενίου μέσα στο χώρο των υπερφυσικών αποκαλύψεων και το καθοριστικό, ίσως, σημείο της πορείας του μετά στο μοναχισμό.
Ο Γέροντας απέφευγε επιμελώς κάθε θόρυβο γύρω από το όνομά του και μπορώ να πω ότι οι μόνες φορές που γινόταν αυστηρός, τόσο αυστηρός που τρόμαζε κανείς, ήταν όταν κάποιος μιλούσε γι’ αυτόν, θύμιζε ή έλεγε πράγματα θαυμαστά γύρω απ’ αυτόν.
Όταν πήγα το 1976 και τον είδα του λέω: «Γέροντα έχετε μεγάλη φήμη έξω στον κόσμο- οι άνθρωποι έχουν καλή γνώμη για σας, για το όνομά σας». Μου λέει γελώντας, όπως συνήθως έλεγε με αστεία και με έναν πολύ εύθυμο τρόπο και σοφό: «Τώρα που ερχόσουνα από κάτω πέρασες από τον σκουπιδότοπο;» (που ήταν στις Καρυές). Τού λέω: «Πέρασα…». «Εκεί στο σκουπιδότοπο των Καρυών έχει κάμποσα κονσερβοκούτια από καλαμάρια και εκεί, όταν πέφτει ο ήλιος, γυαλίζουν. Έτσι πάθανε και οι άνθρωποι. Βλέπουν τον ήλιο που γυαλίζει πάνω στο κονσερβοκούτι, που είμαι εγώ, και νομίζουν ότι είναι χρυσάφι. Αλλά, αν πας παιδί μου κοντά, βλέπεις ότι είναι ένα κονσερβοκούτι από καλαμάρια». Το έλεγε διασκεδάζοντας αυτό.
Αργότερα όμως. όταν μιλούσαμε σοβαρά, θλιμμένος μερικές φορές μού έλεγε: «Εμένα, πάτερ μου, ο μεγαλύτερος εχθρός είναι το όνομά μου. Αλλοίμονο στον άνθρωπο και στο μοναχό που «βγάζει όνομα». Διότι μετά ούτε ησυχία έχει, αλλά και οι άνθρωποι αρχίζουν και πλάθουν διάφορα πράγματα, τα οποία πολλές φορές δεν είναι πραγματικότητες και γίνεται ένα σημείο αντιλεγόμενο». Εκατοντάδες άνθρωποι επισκέπτονταν το κελλί του. Μόλις ερχόταν το λεωφορείο στις Καρυές και έπαιρναν το διαμονητήριο, κατευθείαν όλοι στον πατέρα Παΐσιο. Έβλεπες ένα καραβάνι ανθρώπων να πηγαίνουν εκεί. Ήταν ο πρώτος στόχος, ο πρώτος σταθμός. Μερικές φορές που έτυχε να είμαι και εγώ μαζί του και δεν άνοιγε, διερωτώμουν. Τότε μού έλεγε: «Κοίταξε, θα κάνουμε προσευχή κι αν ο Θεός μας πληροφόρηση, θα ανοίξουμε.»
Ήτανε άνθρωπος του οποίου το ύψιστον έργο ήταν η προσευχή. Μετά πλέον αφιέρωσε τον εαυτόν του στον κόσμο. Παρ’ όλη την κακουχία του, την ταλαιπωρία του, ήταν ένας άσαρκος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που δεν ήξερε τι σημαίνει ούτε ύπνος ούτε ξεκούραση. Ήταν πάντοτε ευδιάθετος και είχε πάντοτε στην καρδιά του αγάπη να δεχτεί τον πόνο των ανθρώπων. Θυμάμαι τα Χριστούγεννα του 1981 πήγα και τον συνάντησα, μετά την αγρυπνία των Χριστουγέννων, και κουβεντιάζαμε και μού εξηγούσε πόσο μεγάλο πράγμα ήταν η αγάπη του Θεού. Η αγάπη του Θεού, έλεγε, κατοικεί μέσα στον άνθρωπο σαν πυρ. Μου είπε: «Πριν μερικά χρόνια τόσο πολύ έκαιγε μέσα μου αυτή η αγάπη, που τα κόκκαλά μου έλειωναν σαν τις λαμπάδες. Και μάλιστα μια φορά έπεσε πάνω μου τόση χάρις που, ενώ περπατούσα, γονάτισα και δεν μπορούσα να συνεχίσω. Φοβόμουν κι όλας μη με δη και κανένας άνθρωπος και δεν ξέρει τι έπαθα». Οκτώ χρόνια μετά, αύτη η μεγάλη αγάπη μετεβλήθη, χωρίς βέβαια να τον εγκατάλειψη, σ1 έναν μεγάλο πόνο για τον κόσμο. Άπό τότε φαίνεται ότι ο Γέροντας διέθεσε τον εαυτό του, αφού είχε γί¬νει κατοικητήριο του Θεού, στους πονεμένους ανθρώπους.
Τον πατέρα Παΐσιο τον επισκέπτονταν άνθρωποι όλων των τάξεων. Και μορφωμένοι και αμόρφωτοι και επίσκοποι και πολλοί καθηγητές, άνθρωποι ακόμα και άλλων θρησκειών κάθε λογής άνθρωποι.
Γενικά και οι τόποι που κατοικούσε ήταν απαραμύθητοι: το Κελλί του Τιμίου Σταυρού ήταν ένα τόσο απομακρυσμένο κελλί που θυμάμαι ότι, όσο έβλεπε το μάτι μας τριγύρω, δεν βλέπαμε κανένα άλλο κελλί μοναχού. Έρημος. Θυμάμαι που μού έλεγε ο Γέροντας: «Αν ακούσης τίποτα θορύβους τη νύχτα, μη φοβηθής. Είναι αγριογούρουνα και τσακάλια».
Είναι γεγονός ότι ολόκληρη η ζωή του Γέροντα πέρασε μέσα σε πολλές ασθένειες. Και εγώ θυμάμαι ότι, όταν είχε ισχυρούς πονοκεφάλους, έβαζε πάνω στο μέτωπο έμπλαστρα, για να μπόρεση να καταστείλη τους πονοκεφάλους. Καμιά φορά που αρρωσταίναμε κι εμείς, έλεγε: «Άκουσε να σού πω, παπά μου, εμένα η αρρώστια μου με ωφέλησε πιο πολύ από την υγεία μου».
Και αυτός, παρά τις αρρώστιες του, ποτέ δεν αμελούσε τα καθήκοντα του. Είναι φοβερό το ότι μέχρι τελείας εξαντλήσεως συνέχιζε τον αγώνα του. Θυμάμαι στο Μοναστήρι είχαμε την αγρυπνία των Χριστουγέννων, η οποία κράτησε περίπου δέκα ώρες. Ο Γέροντας όλη μέρα είχε κόσμο και δεν είχε ξεκουραστεί καθόλου. Όλη νύχτα στην αγρυπνία ήτανε όρθιος. Εγώ καθόμουνα ακριβώς δίπλα του και περίμενα να δω πότε θα καθίσει. Δεν κάθισε καθόλου όλη νύχτα- ήταν όρθιος. Μού λέει σε μια στιγμή: «Δε φεύγεις λίγο πιο εκεί; Αστυνομικός είσαι εσύ!» Κατάλαβε ότι στεκόμουν δίπλα του, για να δω τι θα κάνει.
Η αγάπη του εκδηλωνόταν απεριόριστα και πλούσια στον καθένα που τον επισκεπτόταν, ιδιαίτερα στους πονεμένους ανθρώπους και στα νέα παιδιά. Θυμάμαι κάτι που το έζησα πολύ καλά, το 1982, όταν είχε έρθει στο Άγιον Όρος ένα παιδί από την Αθήνα, ο οποίος ήταν ένας σύγχρονος νέος, γεμάτος ανησυχίες, μπλεγμένος με πολλά πράγματα δύσκολα, απογοητευμένος από τη ζωή του και το περιβάλλον του, με ρούχα βρώμικα- μια κατάσταση που μαρτυρούσε την ακαταστασία και την ανησυχία του νέου αυτού. Πήγε το παιδί αυτό στον πατέρα Παΐσιο, μίλησαν και μετά έφυγε.
Μετά από δύο-τρεις μήνες ξαναγύρισε και μού διηγήθηκε κλαίγοντας το εξής πράγμα. Στην Αθήνα, όταν είχε κάποιες ατυχίες και τον έπιασε η μελαγχολία αυτή, η κατάθλιψη, ανέβηκε στη μηχανή του να πάει να αυτοκτονήσει. Τρέχοντας, έλεγε: «Δεν υπάρχει κανένας στον κόσμο, κανένας δε με αγαπάει, δεν έχει ενδιαφέρον, καλύτερα να σκοτωθώ, να τελείωση η ζωή μου».
Βγήκε από την Αθήνα, πορευόταν στον δρόμο και είχε σκοπό να τελείωση τη ζωή του. Ενώ έτρεχε, ξαφνικά ακινητοποιήθηκε η μηχανή του δίχως να πάθη τίποτα. Συγχρόνως είδε μπροστά του τον πατέρα Παΐσιο, ο οποίος του είπε: «Σταμάτα- μην κάνης αυτό το πράγμα». Μόλις είδε τη μορφή του Γέροντα, αμέσως θυμήθηκε ότι αυτός ήταν ο μόνος άνθρωπος που τον αγάπησε πραγματικά και του εξέφρασε την αγάπη του. Ο πατήρ Παΐσιος ήταν άνθρωπος πολύ εκδηλωτικός. Όταν πήγαιναν παιδιά με προβλήματα, τους έδειχνε τόση αγάπη, όπως σ’ ένα μικρό παιδί. Έτσι τα παιδιά αυτά παρηγοριόντουσαν. Μετά. αφού μού είπε την ιστορία αυτή, πήγα στον Γέροντα και τον ρώτησα: «Μα αλήθεια είναι ότι έγινε αυτό το γεγονός;» Μού λέει: «Δεν ξέρω, αλλά εκείνο που ξέρω είναι ότι πολλές φορές εκεί που προσεύχομαι στο κελλί μου, το Πνεύμα το Άγιο με μεταφέρει σε νοσοκομεία, σπίτια πονεμένων ανθρώπων, σε ανθρώπους που είναι έτοιμοι ν’ αυτοκτονήσουν κ.λ.π. Εγώ δεν κάνω τίποτε, παρά μόνο προσεύχομαι και ανάβω κεριά».
Μέσα στο κελλάκι του είχε συνεχώς αναμμένα κεριά μπροστά στις εικόνες του. Ήταν ένα απέριττο κελλί, ασκητικώτατο, πάμφτωχο, με εικόνες χωμένες στον τοίχο και κεριά αναμμένα.
Κάποτε που ήταν άρρωστος στον Τίμιο Σταυρό και τον υπηρετούσα, έμπαινα συνεχώς στο κελλί του. Ήταν ένα πολύ μικρό κελλί (2,50×2) και πάντα ο Γέροντας έκαιγε μια σόμπα ρωσική χωνευτή στον τοίχο, γιατί υπέφερε από το κρύο. Στην μία γωνιά ήταν το κρεβατάκι του, το οποίο ήταν ξύλινο, σαν φέρετρο, γεμάτο εικόνες και ένα μεγάλο «μοναχικό σχήμα» ρωσικό επάνω. Στην άλλη γωνιά κάτω είχε κάτι παλιοκουρέλια, τα οποία τάχα ήταν το χαλί του. Με κορόιδευε και μου έλεγε: «Αυτό το χαλί είναι περσικό και μού το έστειλαν από τη Βαγδάτη.»
Ήταν ένα παλιοκουρέλι, το οποίο το χρησιμοποιούσαν για να βάζουν το σαμάρι στα μουλάρια. Είχε και ένα σκαμνάκι, στο οποίο καθόταν και προσευχόταν, ένα ξύλο που έβαζε στα γόνατα και έγραφε, μια τρύπα που είχε κάμποσες κόλλες και ένα-δυο μολύβια που έγραφε.
Ήταν πάμφτωχος ο πατήρ Παΐσιος. Δεν είχε τίποτα. Πολλοί άνθρωποι του άφηναν χρήματα. Τα έκρυβαν, για να τα βρη μετά. Όμως ο Γέροντας, όταν έβρισκε χρήματα, συνήθως τα έβαζε μέσα σε βιβλία ή περιοδικά και τα έδινε. Τόσο φτωχός ήτανε, που κάποτε θυμάμαι μού είπε ότι δεν είχε ούτε πεντακόσιες δραχμές για να αγοράση ψωμί. Δεν είχε πετρογκάζ, δεν είχε τίποτε απ’ αυτά τα μαγειρικά είδη. Είχε ένα-δύο κουτιά από κονσέρβες, και μέσα σ’ αυτά έρριχνε τσάι ή έβραζε ρύζι. Είχε και μία μικρή κατσαρόλα, που τη χρησιμοποιούσε, όταν σπάνια φιλοξενούσε ξένους. Τότε. όπως έλεγε, έρριχνε και μια κουταλιά φακές μέσα για να γίνη επίσημο γεύμα.
Έτρωγε και καμιά ντομάτα ή χόρτα, που είχε από το μικρό του κήπο. Όταν έμενα εγώ μαζί του, μού έλεγε κάθε δύο μέρες: «Σήκω να πας να φας σε κανένα Μοναστήρι και να ‘ρθης πίσω». Στο κελλί του είχε μόνο τσάι και παξιμάδια. Τίποτε άλλο. Αυτός ο άνθρωπος μπορώ να πω ότι, όσο τρώμε εμείς σ’ ένα γεύμα, το έτρωγε σε δυο εβδομάδες. Πραγματικά ήταν ένας άσαρκος άνθρωπος, ένας επίγειος άγγελος και ένας ουράνιος άνθρωπος. Δεν ήταν μόνο ότι δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα, αλλά και δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου…
Σαν μοναχός ασφαλώς τηρούσε με ακρίβεια το πρόγραμμα των ακολουθιών του καθημερινά, του εσπερινού, του αποδείπνου, του μεσονυκτικού, του όρθρου, των ωρών. Αργότερα, αντικαθιστούσε τις περισσότερες από τις ακολουθίες αυτές με το κομποσχοίνι. Κάθε βράδυ αγρυπνούσε. Ξεκουραζόταν λίγο μετά τη δύση του ηλίου και ελάχιστα ακόμη πριν την ανα¬τολή. Και αυτό το έβλεπα και εγώ, όταν πήγαινα.
Θα σας πω μια εμπειρία που είχα προσωπική, γιατί είναι μία μαρτυρία για την αγιότητα αυτού του ανθρώπου. Όταν το 1977 πήγα κοντά του και έμεινα αρκετές μέρες, συνέπεσε να είναι η γιορτή του Τιμίου Σταυρού. Ήταν 13 Σεπτεμβρίου με το παλιό ημερολόγιο και μου λέει: «Θα κάνουμε αγρυπνία απόψε και το πρωί θα έρθει ένας ιερέας να λειτουργήση» (εγώ ήμουνα διάκος τότε).
Πράγματι έμεινα εκεί και από τις τέσσερις περίπου το απόγευμα μού είπε να κάνουμε εσπερινό λέγοντας την ευχή με το κομποσχοίνι. Πράγματι κάναμε 1,30-2 ώρες προσευχή με το κομποσχοίνι. Στις 6 η ώρα με φώναξε. μού έκανε ένα τσάι, μού έδειξε πώς να κάνω την αγρυπνία με το κομποσχοίνι και μού είπε ότι γύρω στις 1:30 η ώρα τα μεσάνυχτα, θα με ειδοποιούσε για να διαβάσουμε την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως και μετά πάλι θα συνεχίζαμε μέχρι το πρωί που θα ερχόταν ο ιερέας. Πράγματι προσπαθούσα και εγώ να κάνω ότι μού είπε.
Όλη τη νύχτα άκουγα το Γέροντα που προσευχόταν και περπατούσε πάνω κάτω και αναστέναζε. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία, γιατί μέσα σ’ εκείνη την έρημο εγώ φοβόμουνα, αλλά ο Γέροντας ήταν σαν στύλος ακλόνητος και προσευχόταν δίπλα.
Πήγαμε στην εκκλησία. Το εκκλησάκι του ήταν στενόμακρο και είχε πέντε εικόνες μέσα στο τέμπλο, αλλά μόνο ένα στασίδι μέσα. Μ’ έβαλε έμενα στο στασίδι, ο Γέροντας δίπλα μου κι αρχίσαμε να διαβάζουμε την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Ο Γέροντας έλεγε τους στίχους «Δόξα σοι ο Θεός ημών δόξα σοι» και ύστερα στα Θεομητορικά τροπάρια «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς». Κάθε φορά που έλεγε ένα στίχο έκανε μια εδαφιαία μετάνοια. Και εγώ δίπλα με το κερί έβλεπα και διάβαζα το τροπάριο. Όταν φτάσαμε στο τροπάριο που λέει, «Μαρία μήτηρ Θεού της ευωδίας το σεπτόν σκήνωμα», και είπε ο Γέροντας «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», μ’ έναν πολύ πονεμένο τρόπο, τότε αμέσως εγώ πήγα να πω το «Μαρία Μήτηρ Θεού». Αμέσως, όμως, άλλαξαν όλα τα πράγματα- δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε. Ξαφνικά φωτίστηκε όλο το κελλί, σαν ένας λεπτός αέρας μπήκε μέσα στο εκκλησάκι και άρχισε το καντήλι της Παναγίας να κινήται μόνο του. Ήταν πέντε καντήλια στο τέμπλο, αλλά μόνο αυτό το καντήλι κουνιόταν συνέχεια. Εγώ γύρισα προς το μέρος του Γέροντα, με είδε και μού έκανε νόημα να σωπάσω. Αυτός έσκυψε κάτω, έμεινε σκυμμένος, κι εγώ έμεινα με το κερί στο χέρι, αλλά το κερί δε χρειαζόταν, διότι εφωτίστηκαν όλα- υπήρχε άπλετο φως. Σαν να ξημέρωσε ξαφνικά. Περίμενα αρκετή ώρα, το καντήλι κουνιόταν, το φως παρέμενε, ο Γέροντας δεν έλεγε τίποτα. Μετά από μισή ώρα περίπου άρχισα να διαβάζω μόνος μου, αφού ο Γέροντας δε μιλούσε. Διάβαζα μόνος μου την ακολουθία, μέχρι που έφθασα στην έβδομη ευχή του Αγίου Συμεών. Εκεί έτσι, πάλι κατά ένα πολύ ιλαρό τρόπο, σταμάτησε να κινείται το καντήλι, το φως εξαφανίσθηκε και εγώ χρειαζόμουν πάλι το κερί για να διαβάσω.
Όταν τελειώσαμε τη Θεία Μετάληψι, του λέω: «Γέροντα τι ήταν αυτό;» Μου λέει: «Τι πράγμα;» Του λέω: «Το γεγονός στην Εκκλησία. Είδα το καντήλι της Παναγίας που κουνιόταν και φωτίστηκε το κελλί». Μου λέει: «Τίποτα άλλο είδες;» Του απάντησα ότι δεν είδα τίποτα άλλο. Ήθελα να σας πω ότι εκείνη την ώρα ο νους μου δε λειτουργούσε, ούτε σκεφτόμουνα τίποτα.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Απλώς έβλεπα αυτά τα πράγματα σαν θεατής. Μου λέει: «Βρε παιδάκι μου, τι ήταν! Δεν ξέρεις ότι η Παναγία, εδώ στο Άγιον Όρος, γυρνάει όλα τα μοναστήρια, όλα τα κελλιά, για να δη τι κάνουμε. Πέρασε από δω, είδε δύο παλαβούς εδώ πέρα και κούνησε το καντήλι να μας πη ότι πέρασε.» Και γελούσε ο Γέροντας. Μετά από αυτό το γεγονός, εκείνο το βράδυ, ο ίδιος μού διηγήθηκε πάρα πολλά περιστατικά από τη ζωή του -ήταν πολύ συγκινημένος- και ίσως ήταν η αιτία που από τότε αποκτήσαμε μια στενή σχέση με το Γέροντα. Μού εκμυστηρευόταν πάρα πολλά πράγματα που αφορούσαν τον ίδιο.
Πραγματικά μπορώ να πω με πεποίθηση ότι ο πατήρ Παΐσιος ήταν ένας άνθρωπος που στήριζε την οικουμένη με τις προσευχές του. Ήταν ένας άνθρωπος ισάξιος των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας μας.
Μπορεί κανείς να μιλάη ώρες και μέρες για το Γέροντα Παΐσιο. Τα θαύματα τα οποία έγιναν με την προσευχή του είναι ίσως αναρίθμητα. Θα σας πω κάτι που συνέβη τον τελευταίο καιρό. Ένας πατέρας, ο οποίος είχε ένα μικρό παιδάκι, γυρνούσε όλο το Άγιον Όρος να βρη το μοναχό που έσωσε το παιδί του από το θάνατο. Το μικρό παιδί οδηγούσε ένα ποδήλατο κάποιο βράδυ και πηγαίνοντας να στρίψη κάπου, το χτύπησε φορτηγό. Το φορτηγό θα πολτοποιούσε το παιδί με τις ρόδες του, όταν εμφανίστηκε ένας μοναχός, ο οποίος το άρπαξε, το πέταξε στο πεζοδρόμιο και έτσι το παιδί σώθηκε. Ο μικρός είδε το μοναχό, αλλά δεν ήξερε ποιος είναι. Είπε στον πατέρα του ό,τι συνέβη και αυτός έφερε το παιδί του στο Άγιον Όρος και γυρνούσαν όλα τα κελλιά και τα μοναστήρια, για να βρουν ποιος ήταν αυτός ο μοναχός. Μέχρι που κατέβηκαν στον πατέρα Παΐσιο και το μικρό παιδί αμέσως τον ανεγνώρισε.
Επίσης, κάποιο άλλο γεγονός που έγινε πριν φύγω από την Κύπρο. Επισκέφτηκε ένας νεαρός το Γέροντα και ήθελε να του πη ότι η γυναίκα του ήταν πολύ βαριά άρρωστη. Ο Γέροντας είχε πολύ κόσμο, ήταν κουρασμένος και τους λέει: «Παιδιά δεν μπορώ, άντε να φύγετε, να πάτε στην Ιβήρων». Επήγε αυτός και του λέει: «Θέλω να σου πω κάτι». Του απαντάει ο Γέροντας: «Άντε, παιδί μου, πήγαινε, πήγαινε». «Μα έχω κάτι σοβαρό να σου πω Γέροντα!» «Πήγαινε, παιδί μου, δεν υπάρχει τίποτα. Πήγαινε και ο Θεός θα βοηθήσει». Αυτός επέμενε, αλλά ο Γέροντας του λέει: «Βρε παιδί μου, πήγαινε να προλάβης το Μοναστήρι, μην κλείση». Τότε αυτός αποκάλυψε το γεγονός: «Γέροντα, η γυναίκα μου είναι άρρωστη!» «Πήγαινε και δεν έχει τίποτα η γυναίκα σου». Ο νέος κοίταξε το ρολόι, για να δη πόση ώρα του μένει να πάη στο Μοναστήρι- ήταν 14:45. Έφυγε απογοητευμένος, γιατί δεν έκανε τίποτα. Όταν επέστρεψε σπίτι του, η γυναίκα του, τελείως καλά, του διηγήθηκε τα εξής: «Ξαφνικά, ενώ καθόμουν εκεί στο κρεβάτι, μ’ έπιασε κρύος ιδρώτας, και από εκείνη την ώρα θεραπεύτηκα. Πήγα στο γιατρό και με βρήκε τελείως καλά». Τη ρωτάει: «Ποια ώρα έγινε αυτό;» «Ήταν Παρασκευή 14:45″. Την ώρα, δηλαδή, που ο Γέροντας του είπε: «Πήγαινε και δεν έχει τίποτα η γυναίκα σου».
Τέτοια είναι πάμπολλα που μπορούμε να πούμε. Όμως μεγάλη σημασία δεν έχουν τα θαύματα του Γέροντα, αλλά η μεγάλη αγάπη του στο Θεό, η βαθιά του πίστη και ότι ήταν ένα πραγματικό τέκνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Μοναχισμού. Νομίζω ότι ό,τι και να πη κανείς, δεν μπορεί να περιγράψη το Γέροντα. Ο λόγος που πάντα έλεγε ήταν: «Ν’ αγαπάμε το Θεό και ν’ αγωνιζόμαστε πάντοτε με φιλότιμο». Έλεγε ότι ο Χριστός είναι οξυγόνο. Εμείς να μην το κάνουμε διοξείδιο του άνθρακος. Και γι’ αυτό ήθελε πάντοτε όλοι οι χριστιανοί να έχουν θάρρος, να είναι γεμάτοι χαρά για την αγάπη του Θεού και ποτέ να μην απογοητεύωνται, διότι, όπως έλεγε, το άγχος και η απογοήτευση είναι πάντοτε από το διάβολο και ουδέποτε από το Θεό.
Πηγή: (ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ, Γέροντας ΠΑΪΣΙΟΣ ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ 1924-1994, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΓΙΟΤΟΚΟΣ ΚΑΠΑΔΟΚΙΑ»), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Αβέρωφ