Πρωτίστως πρέπει νά διευκρινήσουμε ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, σύμφωνα μέ τό Σύμβολο Πίστεως τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (381), «εἰς μίαν, ἁγίαν, ἀποστολικήν καί καθολικήν Ἐκκλησίαν». Κατά τήν ἀδιάκοπη δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δηλαδή κατά τήν αὐτοσυνειδησία της, ἡ μία αὐτή Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη.
Ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «μία» σημαίνει πώς αὐτή εἶναι βασική ἰδιότητα τῆς ταυτότητάς της. Πρακτικῶς αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά διαιρεθεῖ, νά κομματιαστεῖ, ἐπειδή αὐτή εἶναι τό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός ὡς κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας οὔτε πολλά σώματα μπορεῖ νά ἔχει οὔτε καί διηρημένο σῶμα νά κατέχει. Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νικήθηκε καί αὐτός ὁ θάνατος. Ἔτσι, ὅποιος ἐντάσσεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί παραμένει ζωντανός σ' αὐτό μέ τά θεουργά μυστήρια καί τήν ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν, μεταβαίνει ἀπό τόν βιολογικό θάνατο στήν αἰώνια καί ἀΐδια ζωή τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καί ὅπως τά κλαδιά τῆς ἀμπέλου δέν μποροῦν νά ζήσουν καί νά καρποφορήσουν, ἄν ἀποκοποῦν ἀπό τήν ἄμπελο, ἔτσι καί ὁ ἀποκομμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία πιστός ἤ καί ὁλόκληρες κοινότητες πιστῶν- ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἀριθμητικό τους πλῆθος- δέν μποροῦν οὔτε νά ὑπάρξουν ἐν Χριστῷ οὔτε νά συστήσουν ἄλλη Ἐκκλησία.
Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστη καί ἀδιαπραγμάτευτη. Σύμφωνα μέ τήν συγκεκριμένη πίστη της, πολλές ἤ διηρημένες Ἐκκλησίες δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν, ἐπειδή ἀποτελεῖ...
ἀντίφαση ἐν τοῖς ὅροις τό μία καί τό πολλές ἤ τό μία καί τό διηρημένη. Τό διηρημένη ἀναιρεῖ στήν πράξη τήν πίστη στήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, πού μόνο ὡς μία καί ἀδιαίρετη μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μέ βάση τήν ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Ἀποτελεῖ ἄρνηση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἄρνηση τῆς ταυτότητας καί τῆς αὐτοσυνειδησίας της, ὅταν κάποιος κάνει λόγο ἐνσυνείδητα γιά διηρημένη Ἐκκλησία. Ἔτσι, οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ἔχουν κανένα ψυχολογικό πρόβλημα (κόμπλεξ) ταυτότητας ἐξαιτίας τῆς ἀποκοπῆς ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν. Βεβαίως πονοῦν, προσεύχονται καί ἐνδιαφέρονται γιά τή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή τους.
1. Ἀποστολική Πίστη
Ἡ ἔνταξη καί ἡ παραμονή στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν χωρίς ὅρους ἀποδοχή καί ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, ὅπως αὐτή ἑρμηνεύτηκε καί ὁριοθετήθηκε ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, ὅταν κάποιος πιστός -ἀνεξάρτητα ἀπό τή θεσμική θέση πού ἔχει στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας- ἤ σύνολα πιστῶν -ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀριθμοῦ τους- παραβιάσουν ἐκ πεποιθήσεως τήν ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκόπτονται ἀπό τό σῶμα της. Καί ἄν εἶναι σ' ὁποιοδήποτε ἱερατικό ἀξίωμα καθαιροῦνται, ἐνῶ οἱ λαϊκοί ἀφορίζονται, ὅπως προκύπτει ἀπό τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τοῦτο σημαίνει ὅτι δέν μποροῦν στό ἑξῆς νά μετέχουν καί νά κοινωνοῦν στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἔχουν ἐκπέσει ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐπισήμως τόν 11ο αἰώνα. Τό 1014 εἰσήγαγαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν ἐσφαλμένη δογματική διδασκαλία τους γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό γνωστό Filioque. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία αὐτή τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς θεῖο Πρόσωπο ἔχει τήν ὕπαρξή του ἐκπορευτῶς καί ἀπό τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό. Ἡ δογματική διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ὅμως ἀνατρέπει τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας στόν Τριαδικό Θεό, ἀφοῦ κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας «παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται» (15,26). Ἄλλωστε, ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος διά τοῦ Προέδρου της, ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἀναφερόμενη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καθόρισε ἀπαγορευτικά, ὅτι «οὐδενί ἐπιτρέπεται λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε ἤ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβήν» (σέ κανέναν δέν ἐπιτρέπεται νά προσθέσει ἤ νά ἀφαιρέσει οὔτε μία συλλαβή ἀπό αὐτά πού διατυπώθηκαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως). Ὅλες οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικές Σύνοδοι κατακύρωσαν τίς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς.
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί -κατ' ἐπέκταση καί οἱ Προτεστάντες πού υἱοθέτησαν τό Filioque- ἔχουν ἐκπέσει ἀπό τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γι' αὐτό περιττό νά ἀναφέρουμε ὅλους τούς μετέπειτα νεωτερισμούς στήν πίστη ἐκ μέρους τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν (ὅπως τό ἀλάθητο τοῦ πάπα, τά μαριολογικά δόγματα, τό πρωτεῖο, ἡ κτιστή Χάρη κ.ἄ.).
2. Ἀποστολική διαδοχή
Μέ τήν ἀποστολική πίστη συνδέεται ἀδιαίρετα καί ἡ ἀποστολική διαδοχή. Ἡ ἀποστολική διαδοχή ἔχει οὐσιαστικό περιεχόμενο μόνο μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καί προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τήν ἀποστολική πίστη.
Λέγοντας ἀποστολική διαδοχή ἐννοοῦμε τήν ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς Ἀποστόλους. Ἡ συνέχεια αὐτή ἔχει χαρισματικό χαρακτήρα καί διασφαλίζεται μέ τή μετάδοση τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας τῶν Ἀποστόλων στούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας καί δι' αὐτῶν στούς ἱερεῖς.
Ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς πνευματικῆς-ἀποστολικῆς ἐξουσίας στούς Ἐπισκόπους γίνεται μέ τή χειροτονία. Ἄν, ἑπομένως, κάποιος ἐπίσκοπος ἔχει λάβει μέ κανονικό - ἐκκλησιαστικό τρόπο τή χειροτονία του καί στή συνέχεια βρεθεῖ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἐξαιτίας τῆς ἐσφαλμένης πίστεώς του, παύει οὐσιαστικά νά ἔχει καί τήν ἀποστολική διαδοχή, ἀφοῦ αὐτή ἔχει νόημα μόνο μέσα στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, ἄν κάποιος ἐπίσκοπος ἤ καί ὁλόκληρη τοπική Ἐκκλησία -ἀνεξαρτήτως ἀριθμοῦ μελῶν- ἐκπέσουν ἀπό τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκφράστηκε ἀλαθήτως στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, παύουν νά ἔχουν οἱ ἴδιοι τήν ἀποστολική διαδοχή, ἐπειδή βρίσκονται ἤδη ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Καί, ἀφοῦ διακόπτεται ἡ ἀποστολική διαδοχή οὐσιαστικά, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά κατοχή ἤ γιά συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς στούς ἐκπεσόντες ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Μέ βάση τά παραπάνω, ὁ ἴδιος ὁ πάπας, ἀλλά καί τό σύνολο τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπισκόπων στεροῦνται τήν ἀποστολική διαδοχή, ἐπειδή στερηθέντες τήν ἀποστολική πίστη ξέπεσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Κατά συνέπεια, λόγος γιά ἀποστολική διαδοχή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λόγος ἀτεκμηρίωτος ἐπιστημονικά, εἶναι δηλαδή λόγος ἀθεολόγητος.
3. Ἱερωσύνη καί τά ἄλλα Μυστήρια
Ἡ ἱερωσύνη στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός τελεῖ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του διά τῶν Ἐπισκόπων καί Ἱερέων Του.
Ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τήν ἀδιάκοπη συνέχειά της ἀπό τούς Ἀποστόλους, προϋποθέτει δηλαδή τήν ἀποστολική διαδοχή. Πρωτίστως ὅμως ἡ ἱερωσύνη προϋποθέτει τόν Θεάνθρωπο Χριστό ὡς ἱερουργό στό μυστηριακό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία. Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ὑφίσταται στήν Ἐκκλησία καί παρέχεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό διά τῆς Ἐκκλησίας Του καί γιά τήν Ἐκκλησία Του. Αὐτονομημένη ἱερωσύνη καί αὐτονομημένα ἀπό τήν Ἐκκλησία μυστήρια δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν.
Ἡ ἱερωσύνη, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλα τά μυστήρια, ἀποτελεῖ λειτουργική φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας (ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα). Τοῦτο σημαίνει, ὅτι γιά νά ὑπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως νά ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Τά μυστήρια εἶναι σάν τά κλαδιά ἑνός δένδρου. Ζωντανά κλαδιά, πού ἀνθοῦν καί καρποφοροῦν, μποροῦν νά ὑπάρχουν μόνον ὅταν αὐτά εἶναι ὀργανική προέκταση τοῦ δένδρου, ὅταν δηλαδή εἶναι ὀντολογικά συνδεμένα μέ τόν κορμό τοῦ δένδρου.
Εἶναι θεολογικά ἀκατανόητο νά ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί ἤ Προτεστάντες, ἔχουν ἔστω καί ἕνα μυστήριο, π.χ. τό βάπτισμα. Τό θεμελιῶδες ἐρώτημα πού πρέπει νά τίθεται ἐδῶ εἶναι: Ποιός ἱερούργησε τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος; Ποῦ βρῆκε τήν ἱερωσύνη ὁ ἱερουργός; Ποιός τοῦ ἔδωσε τήν ἱερωσύνη, ἀφοῦ αὐτήν τήν παρέχει μόνον ἡ Ἐκκλησία; Καί ποῦ βρέθηκε ἡ Ἐκκλησία στούς ἑτεροδόξους, ἀφοῦ αὐτοί λόγῳ τῆς ἐσφαλμένης δογματικῆς πίστεώς τους ξέπεσαν ἀπό τήν Ἐκκλησία;
4. Ἡ θεωρία τῶν «δύο πνευμόνων» τοῦ Χριστοῦ
Ἡ θεωρία αὐτή ἔχει τήν πατρότητά της στόν Ρωμαιοκαθολικισμό. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή ὁ Χριστός ἔχει ὡς «πνεύμονές» Του τόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Σήμερα, δυστυχῶς, ἡ θεωρία αὐτή υἱοθετήθηκε καί ἀπό πολλούς ὀρθόδοξους ἱεράρχες καί λαϊκούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους, μᾶλλον ἀβασάνιστα. Καί τοῦτο, γιατί ἡ θεωρία αὐτή κρινόμενη ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη ὄχι μόνον ἀθεολόγητη εἶναι, ἀλλά καί κυριολεκτικά βλάσφημη.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφοροποιεῖται ὀντολογικά ἀπό τό Ρωμαιοκαθολικισμό γιά καθαρά δογματικούς λόγους. Ἔτσι, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι μόνον αὐτή διασώζει τόν χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός ἔχει ἐδῶ καί χίλια χρόνια ἐκπέσει ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλωστε, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι «μία» καί ἑνιαία, εἶναι θεολογικά τελείως ἀκατανόητο νά ὑπονοοῦνται, σύμφωνα μέ τήν παραπάνω θεωρία, ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός ὡς οἱ «δύο πνεύμονες» τοῦ Χριστοῦ, ὡς κάποια ἰσότιμα δηλαδή μέλη τοῦ σώματός Του. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση θά πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἤ παραμένουν ἀκάλυπτα ἐκκλησιολογικῶς ἤ καλύπτονται ἐκκλησιολογικά ἀπό ἄλλες, ἐκτός τῶν δύο, Ἐκκλησίες. Κάτι τέτοιο ὅμως θά μᾶς ὁδηγοῦσε εὐθέως στήν υἱοθέτηση τῆς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς θεωρίας τῶν κλάδων» (Branch theory). [Λέγοντας θεωρία τῶν κλάδων ἐννοοῦμε τή θεωρία τῶν προτεσταντῶν γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησία κατά τούς προτεστάντες εἶναι ἡ ἀόρατη κονωνία τῶν ἁγίων. Οἱ διάφορες ἱστορικές-ἐμπειρικές ἐκκλησίες ὅλων τῶν δογμάτων ἔχουν νομιμότητα καί ἰσότητα ὑπάρξεως, ὡς κλαδιά τοῦ ἑνός δένδρου τῆς ἀόρατης ἐκκλησίας. Ἡ ἀόρατη ἐκκλησία εἶναι ἡ καθαυτό ἐκκλησία ἡ ὁποία καί ὁμολογεῖται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Κατά συνέπεια, καμμία ἐπιμέρους τοπική ἐκκλησία ὁποιουδήποτε δόγματος, δέν ἐνσαρκώνει τήν «μία ἁγία καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία». Καμμία τοπική ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι κατέχει τήν πληρότητα τῆς ἀποκαλυφθείσας ἀλήθειας. Ἡ μία ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι το συνολικό ἄθροισμα τῶν ἐπιμέρους τμημάτων της, δηλαδή τῶν κατά τόπους ἐκκλησιῶν ὅλων τῶν δογμάτων, ὅσο καί ἄν διαφέρουν δογματικά μεταξύ τους]. Πράγμα τελείως ἀπαράδεκτο ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη.
Εἶναι ὅμως καί βλάσφημη ἡ παραπάνω Ρωμαιοκαθολικῆς προέλευσης θεωρία περί τῶν «δύο πνευμόνων» τοῦ Χριστοῦ, ὅταν αὐτή συμβαίνει νά υἱοθετεῖται ἀπό Ὀρθοδόξους. Καί εἶναι κυριολεκτικά βλάσφημη, ἐπειδή ἐντάσσει στό ἄμωμο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τόν Ρωμαιοκαθολικισμό ὡς ὀργανικό μέλος Του (ὡς ἕνα «πνεύμονά» Του), τή στιγμή πού ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός θεσμικά πάσχει ὀντολογικῶς, ὡς πραγματικότητα ἐκτός τοῦ Θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
5. «Ἀδελφές Ἐκκλησίες»
Ἀρχικά ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» εἶναι ἀπό ἀδόκιμος ἕως ἀπαράδεκτος. Ἀδόκιμος θεολογικά εἶναι, ὅταν χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐκφράσει τή σχέση μεταξύ τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τελείως ἀπαράδεκτος θεολογικά εἶναι ὁ ὅρος, ὅταν χρησιμοποιεῖται γιά νά προσδιορίσει τόν ὀντολογικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.
Καταρχήν, ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» δέν εἶναι βιβλικά θεμελιωμένος, οὔτε κἄν νομιμοποιημένος. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στίς διάφορες τοπικές Ἐκκλησίες, δέν τίς ἀποκαλεῖ «ἀδελφές», οὔτε ὑπονοεῖ ὅτι ὑπάρχει κάποια Ἐκκλησία ὡς «μητέρα» αὐτῶν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἔχει τή συνείδηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὅτι αὐτή ἔχει καθολικό χαρακτήρα, μέ τήν ἔννοια τῆς πληρότητας τῆς ἀληθείας καί τῆς ζωῆς της, κεφαλή τῆς ὁποίας εἶναι, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔτσι, ὅταν ἀπευθύνεται σέ κάποια τοπική Ἐκκλησία, ἔχει τή στερεότυπη ἔκφραση: «τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ οὔσῃ ἐν... (π.χ. Κορίνθῳ)». Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ φανέρωση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας μπορεῖ νά γίνεται σέ κάθε τόπο, ὅπου ὑπάρχει ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα τῶν πιστῶν ὑπό τόν Ἐπίσκοπό της. Εἶναι βεβαίως αὐτονόητο ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν αὐτῶν διασφαλίζεται μέ τήν κοινωνία μεταξύ τους στήν αὐτή πίστη, ζωή καί ἐκκλησιαστική τάξη. Τήν ἑνότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἐγγυᾶται στήν πράξη ἡ σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τους.
Ἀπό τά παραπάνω γίνεται κατανοητό ὅτι, ἀφοῦ καί οἱ ὁμόφρονες τοπικές Ἐκκλησίες στό πλαίσιο τῆς Ὀρθοδοξίας δέν νομιμοποιοῦνται θεολογικά, ὅταν ὀνομάζονται «ἀδελφές», πολύ περισσότερο δέν ὑπάρχει θεολογικό-ἐκκλησιολογικό ὑπόβαθρο γιά νά ὀνομάζονται «ἀδελφές Ἐκκλησίες» ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός. Ἄλλωστε ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέν μπορεῖ νά ὀνομάζεται κατά κυριολεξία Ἐκκλησία μετά τό 1014, ἐπειδή ἀπό τότε ὑφίστανται πνευματικῶς γι' αὐτόν τά ἐπιτίμια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ συνέπεια τήν ἔκπτωση ἀπό τό Θεανθρώπινο σῶμα.
Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἄρση τῶν παραπάνω ἐπιτιμίων δέν μπορεῖ νά γίνει ἀπό κανένα θεσμικό πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο ψηλά καί ἄν βρίσκεται στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, παρά μόνον ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀλλά καί τοῦτο μπορεῖ νά γίνει μόνο στήν περίπτωση πού ἀρθοῦν προηγουμένως οἱ δογματικοί λόγοι, στούς ὁποίους οὐσιαστικά ὀφείλεται ἡ ἔκπτωση τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Εἶναι λοιπόν φανερό ὅτι, ἐπισήμως, ἀπό τό 1014 ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός δέν εἶναι Ἐκκλησία. Τοῦτο πρακτικῶς σημαίνει ὅτι δέν ἔχει τήν ὀρθή ἀποστολική πίστη καί τήν ἀποστολική διαδοχή. Δέν ἔχει τήν ἄκτιστη Χάρη καί κατεπέκταση δέν ἔχει τά θεουργά μυστήρια, πού καθιστοῦν τό Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας «κοινωνία θεώσεως» τοῦ ἀνθρώπου. Καί, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καί νά παραμένει ἕως τῆς συντελείας μία καί ἀδιαίρετη, κάθε χριστιανική κοινότητα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι ἁπλά αἱρετική.
Πηγή: "Ἐν Συνειδήσει", Ἔκτακτη ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου-Ἰούνιος 2009, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό