Μέρος Α'
Στὶς 15 Νοεμβρίου ἀρχίζει τὸ σαρανταήμερο, ἡ χριστουγεννιάτικη νηστεία. Ἡ νηστεία αὐτὴ ἀνήκει στὶς ἐλαφρὲς νηστεῖες τοῦ ἐκκλη-σιαστικοῦ ἔτους, ἐφόσον ἐπιτρέπεται νὰ τρῶμε λαδερὰ φαγητὰ καὶ ψάρι (ὄχι βέβαια Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς) μέχρι καὶ τὶς 17 Δεκεμβρίου, γίνεται δηλαδὴ κατάλυσις ἰχθύος, ὅπως σημειώνουν τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν τρῶμε κατὰ τὴ νηστεία αὐτὴ κρέας, γάλα, τυρὶ καὶ αὐγά.
Στὶς 14 Νοεμβρίου, ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Φιλίππου καὶ παραμονὴ τῆς νηστείας (ἀποκριά), ἂν τύχει Τετάρτη ἢ Παρασκευή, τρῶμε μόνο ψάρι καὶ ὄχι κρέας. Κατὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῆς νηστείας (15-21 Νοεμβρίου), κατὰ παράδοση ἄγραφη τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ, νηστεύουμε καὶ ἀπὸ ψάρι, ἐπειδὴ παλαιόθεν οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν τὴν εὐλαβῆ συνήθεια νὰ κοινωνοῦν στὴν πλειονότητά τους κατὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου (τῆς Παναγίας τῆς Πολυσπορίτισσας, ὅπως τὴν ξέρει ὁ λαός μας).
Ὁ κανόνας τῆς νηστείας δὲν εἶναι βέβαια ὁ ἴδιος γιὰ ὅλους. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας διέπεται πάντα ἀπὸ φιλάνθρωπα κριτήρια. Οἱ ἅγιοι διδάσκουν νὰ νηστεύει ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὶς δικές του δυνατότητες, τὴν ἡλικία δηλαδή, τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του, τὴν ὅλη του ψυχοσωματικὴ ἀντοχὴ καὶ ἰδιοσυγκρασία. Ὁ καθένας πρέπει νὰ συμβουλεύεται ἀπαραιτήτως τὸν πνευματικό του καὶ νὰ ἔχει τὴ σύμφωνη γνώμη καὶ εὐλογία του γιὰ τὸν κανόνα τῆς νηστείας ποὺ θὰ κάνει.
Ἡ πνευματικὴ προετοιμασία γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστου-γέννων δὲν ἐξαντλεῖται φυσικὰ στὴ λιγοστὴ νηστεία. Ὁ Χριστιανὸς ἀγωνίζεται νὰ ἀπέχει συνολικὰ ἀπὸ κάθε πάθος, κάθε κακία. Ταυτόχρονα φροντίζει νὰ ἐξομολογεῖται τακτικά, γιατὶ μόνο ἔτσι λαμ-βάνει «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» καὶ ἐλαφρύνει τὴν ψυχή του. Τὸ ρηχὸ ἐπιχείρημα «δὲν ἔχω κάνει τίποτα», ἂς τὸ ἀφήσουμε γιὰ πωρωμένους ἐ-γωιστὲς καὶ ἀνεγκέφαλους ποὺ θεωροῦν ὅτι τὰ ξέρουν ὅλα. Ἐμεῖς ἂς ἀκούσουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει ὅτι καὶ μία μέρα νὰ εἶναι ἡ ἐπίγεια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ἁμαρτήσει (Ἰώβ, 14, 4-5). Καὶ ὅτι ἀπὸ τὴ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου ρέπει πρὸς τὰ πονηρὰ (Γεν. 8, 21). Ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνο ὁ φόνος καὶ ἡ κλεψιά, ἀλλὰ κάθε βλέμμα, κάθε σκέψη, κάθε λόγος ποὺ ἐκκλίνει ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 5, 28).
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ σαρανταημέρου (ἀπὸ 15 Νοεμβρίου μέχρι 24 Δεκεμβρίου) γίνεται καθημερινὰ Θεία Λειτουργία, τὸ λεγόμενο σαρανταλείτουργο. Πολλοὶ νομίζουν ὅτι αὐτὸ γίνεται ἀποκλειστικὰ γιὰ τοὺς νεκρούς, τοὺς κεκοιμημένους. Ἡ Θεία Λειτουργία ὅμως (ὅπως δείχνουν οἱ πολλές της δεήσεις καὶ κυρίως ἡ ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς, δηλαδὴ ἡ προετοιμασία τῶν Τιμίων Δώρων ὅπου μνημονεύονται καὶ τὰ ὀνόματα) προσφέρεται γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, «ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου», ζώντων καὶ τεθνεώτων. Οὐδέποτε τελεῖται Θεία Λειτουργία, χωρὶς νὰ μνημονευθούν καὶ οἱ ζῶντες καὶ νὰ ἐξαχθοῦν μερίδες καὶ γι’ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ βάλουμε καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων στὸ σαρανταλείτουργο, παρὰ τὴ σχεδὸν ἑδραιωμένη ἀντίληψη ὅτι αὐτὸ γίνεται κυρίως ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων.
Ἄσχετα πρὸς αὐτό, ἡ ἀξία τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι τεράστια γιὰ ὅλους. Οἱ ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων ἰδιαίτερα βοηθοῦνται τὰ μέγιστα ἀπὸ τὴν τέλεσή της. Ἄλλωστε οἱ προσευχὲς (ἀτομικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς-τρισάγια, μνημόσυνα καὶ κυρίως ἡ Θεία Λειτουργία) μαζὶ μὲ τὶς ἐλεημοσύνες, εἶναι τὰ μοναδικά, ἀλλὰ καὶ σπουδαιότατα πράγματα ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους μας. Εἶναι οἱ «ἀποσκευές» τους ποὺ φροντίζουμε ὁπωσδήποτε νὰ τὶς στείλουμε ξοπίσω τους, ἀφότου ἐκεῖνοι ἔχουν φύγει. Αλλιῶς θὰ μᾶς κατηγορήσουν κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία πὼς τοὺς ἀμελήσαμε (ἅγ. Ἰω. ὁ Χρυσόστομος).
(Σημ. γιὰ τοὺς ἐνορίτες μας. Στὴν ἐνορία μας διατηροῦμε ἀρχεῖο μὲ τὰ ὀνόματα ποὺ μνημονεύουμε στὸ σαρανταλείτουργο, γραμμένα σὲ εἰδικὸ ἔντυπο μὲ δύο στῆλες, μία γιὰ τοὺς ζῶντες καὶ μία γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Πάνω στὸ ἔντυπο αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναγράφετε ὁπωσδήποτε τὸ ἐπώνυμο τῆς οἰκογένειάς σας, γιὰ τὴν ἀλφαβητικὴ ταξινόμηση καὶ τὴν εὔκολη ἀνεύρεσή του. Μπορεῖτε νὰ ζητᾶτε ὁποιαδήποτε στιγμὴ τὸ ἔντυπο ποὺ ἔχετε συμπληρώσει, γιὰ νὰ σημειώνετε τυχὸν ἀλλαγὲς ἀπὸ γεννήσεις καὶ θανάτους ἢ γιὰ προσθῆκες ὀνομάτων γνωστῶν καὶ φίλων σας).
Μέρος Β'
Τὸ σαρανταήμερο (15 Νοεμβρίου – 25 Δεκεμβρίου), ἡ περίοδος τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων, συνδέεται μὲ τὸ σαρανταλείτουργο. Ἡ καθημερινὴ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας, μιᾶς συνολικῆς ἄσκησης κατὰ τῶν ἐγωκεντρικῶν μας ἐπιθυμιῶν καὶ παθῶν, εἶναι μιὰ ἄριστη προετοιμασία γιὰ ἀληθινὴ βιωματικὴ προσέγγιση τοῦ συγκλονιστικοῦ γεγονότος τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἔχει τόση σημασία γιὰ μᾶς ἡ Θεία Λειτουργία;
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι πάντοτε μιὰ πρό(σ)κληση νὰ κοινωνήσουμε μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς. Εἶναι εἴσοδος καὶ ἀπαρχὴ μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Ἐπαφὴ φευγαλέα καὶ προσωρινή, ἀλλὰ πάντως πραγματική, μὲ τὴν ἐκτὸς τοῦ δικοῦ μας χρόνου, τόπου καὶ τρόπου ὑπάρχουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἕνα γεγονὸς ποὺ ὁ καθένας καλεῖται νὰ τὸ κάνει ἐνεργὰ ὑπαρκτὸ μέσα του, νὰ ἀποτελέσει μέρος του, νὰ ὑπάρξει μέσα σ’ αὐτό. Ἕνα γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ γίνει τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του, ὀμφάλιος λῶρος γιὰ νὰ τραφεῖ καὶ νὰ ζήσει.
Γιὰ νὰ ζήσει ὅμως κανεὶς χρειάζεται τροφή. Κάθε μέρα ὁ ἄνθρωπος τρώει. Δὲν τὸ συζητάει αὐτό. Εἶναι τὸ αὐτονόητο. Θεωρεῖ τρέλλα τὸ νὰ σταματήσει νὰ τρώει, νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ χωρὶς τροφή. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ μὲ τὴν ψυχή. Γιὰ νὰ ζήσει χρειάζεται τροφή. Δὲν ζεῖ ἀπὸ μόνη της. Δὲν εἶναι αὐθύπαρκτη. Δὲν ἔχει μέσα της τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ μόνη πηγὴ ζωῆς, τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ δίνει ὁ Θεός. Καὶ ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι ξεκάθαρο ποιὰ εἶναι: Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν λέει ἁπλῶς λόγια. Δὲν λέει νὰ ζήσουμε μὲ λόγια. Προσφέρει τροφή. Χαρίζει τὸν ἑαυτό του πρὸς βρῶσιν καὶ πόσιν.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἦλθε στὴ γῆ. Γιὰ νὰ γίνει τροφὴ ποὺ θὰ μᾶς θρέψει καὶ θὰ μᾶς ἀθανατίσει. Ὅλο τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου ἀπέβλεπε στὴν ἐξασφάλιση αὐτῆς τῆς τροφῆς. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ κάμει τὴ σάρκα του αὐτὴ τροφὴ σωτήρια γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς τὴν προσφέρει λοιπὸν ἄφθονη, σὰν τὴ μόνη τροφὴ ποὺ δίνει ζωὴ καὶ μάλιστα αἰώνια. Σὰν τὸ μόνο φάρμακο ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο. «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον». Ἀληθινὴ τροφὴ εἶναι ἡ σάρκα μου, λέει. Ὅποιος τρώει ἀπὸ αὐτὴν «ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 6, 53-58). Ὅλες οἱ ἄλλες τροφὲς δίνουν μικρὴ μόνο παράταση ζωῆς. Τὸ φάσμα δράσης τους εἶναι μικρό. Μακροπρόθεσμα πίσω τους ἐλλοχεύει ὁ θάνατος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς στὴ Θεία Λειτουργία εἶναι «ὁ ἐσθιόμενος καὶ μὴ δαπανώμενος, …ὁ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος» εἰς βρῶσιν, γιὰ νὰ ἁγιάζει ὅσους τὸν τρώγουν.
Κάποιος ἀναχωρητὴς δὲν ἤθελε νὰ παραδεχθεῖ πὼς ὁ ἅγιος Ἄρτος ποὺ μεταλαμβάνουμε εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου. Οἱ γέροντες τῆς Σκήτης, ὅταν τὸ ἔμαθαν, τὸν κατήχησαν μὲ τὴν ὀρθὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε στὴν πλάνη του. Οἱ πατέρες τὸν ἄφησαν, ἀλλὰ προσευχήθηκαν νὰ τὸν φωτίσει ὁ Θεός, ὥστε νὰ καταλάβει τὴν ἀλήθεια.
Μιὰ Κυριακὴ ὁ ἀναχωρητὴς συμμετεῖχε στὴ Θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸ ἅγιο βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς Σκήτης. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας πῆρε στὰ χέρια του τὸ πρόσφορο γιὰ νὰ προσκομίσει, ὁ πλανεμένος μοναχὸς εἶδε κατάπληκτος ἕνα βρέφος ξαπλωμένο πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Κι ὅταν ἄρχισε ὁ ἱερέας νὰ διαμελίζει τὸν Ἄρτο, φάνηκε ἅγιος ἄγγελος ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο κρατώντας στὸ χέρι του ἕνα μαχαίρι. Συγχρόνως μὲ τὸν ἱερέα διαμέλισε κι Αὐτὸς τὸ θεῖο Βρέφος κι ἔχυσε τὸ Αἷμα του στὸ Ἅγιο Ποτήριο. Ὁ ἀναχωρητὴς ταράχθηκε.
Μὰ ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὅταν πῆγε νὰ κοινωνήσει, συνέβη κάτι πιὸ φοβερό. Εἶδε μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο ἀνθρώπινη σάρκα βαμμένη στὸ αἷμα. Κλαίγοντας τότε ὁμολόγησε τὴν πλάνη του καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ σκεπάσει μὲ τὴ χάρη του τὰ θεῖα Μυστήρια γιὰ νὰ τολμήσει νὰ κοινωνήσει. Πραγματικὰ μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο εἶδε πάλι ψωμὶ καὶ κρασί, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μετάλαβε εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ (Θαύματα καὶ ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία [ἔκδ. Ι. Μονῆς Παρακλήτου Ἀττικῆς]).
Ἡ Θεία Λειτουργία λοιπὸν εἶναι πρωτίστως τραπέζι. Φαγητό. Τροφοδοσία. Ὁ Χριστὸς μιλάει συχνὰ γιὰ δεῖπνο. Μᾶς καλεῖ νὰ δειπνήσουμε μαζί του. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παραβάλλεται μὲ γαμήλιο δεῖπνο. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τράπεζα πνευματική. Ὁ Θεὸς σφάζει «τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν», θυσιάζει τὸν μονογενῆ του Υἱὸ καὶ παραθέτει τράπεζα. «Λάβετε, φάγετε…, πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…». Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι «βρωτός», προσφέρεται δηλαδὴ νὰ φαγωθεῖ, ὀνομάζεται καὶ πασχάλιος ἀμνός, ἀρνὶ τοῦ Πάσχα. «Ὡς βρωτὸς δέ, ἀμνὸς προσηγόρευται» (Κανών τοῦ Πάσχα, ᾠδὴ δ΄). Ἂν δὲν τρῶμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ τραπέζι, ἂν δὲν μᾶς τρέφει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔχουμε «ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». Δὲν μεγαλώνουμε, δὲν ἔχουμε πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ ἐπέρχεται ἡ καχεξία καὶ ὁ θάνατος. Γιὰ τὸν Θεὸ ἔχουμε πεθάνει. Ὁ Χριστὸς μᾶς ὀνομάζει νεκροὺς (πρβλ. τὸ «ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς» [Ματθ. 8, 22]), ἀκόμα κι ἂν προσωρινὰ παρατείνεται ἡ βιολογική μας ζωή.
Ἡ Θεία Λειτουργία, ὄχι οἱ ἄλλες ἀκολουθίες (ἑσπερινός, ὄρθρος, παράκληση κ.λ.π.), ἀλλὰ εἰδικὰ καὶ μόνο ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τροφή. Δὲν ἔχει ὑποκατάστατο. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ προσέχουμε συνήθως. Δὲν πᾶμε ἐκεῖ γιὰ μιὰ ἀόριστη εὐλογία, γιὰ τὸ καλό. Σ’ αὐτὴν πᾶμε γιὰ νὰ φᾶμε. Γιὰ νὰ ζήσουμε τώρα καὶ πάντοτε. Αἰώνια. Χωρὶς αὐτὴν τὴν τροφή, εἴμαστε καταδικασμένοι σὲ θάνατο. Εἶναι αὐτονόητο τὸ νὰ τρῶμε καθημερινά; Ἄλλο τόσο αὐτονόητο πρέπει νὰ μᾶς γίνει, ὅτι εἶναι θέμα ζωῆς καὶ θανάτου νὰ καθόμαστε στὸ τραπέζι ποὺ μᾶς στρώνει ὁ Θεὸς καὶ νὰ τρῶμε τὴν τροφὴ ποὺ μᾶς παραθέτει. Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα του.
Τί παθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δὲν τρέφεται; Δὲν θέλει σκέψη. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γίνεται καὶ ὅταν ἀπέχει ἀπὸ τὴν τροφὴ ποὺ προσφέρει ὁ Θεός. Τὴν κατάρρευση τοῦ σώματος τὴ βλέπουμε μὲ τὰ μάτια μας, τὴ μετρᾶμε μὲ τὰ τεχνικὰ μέσα ποὺ διαθέτουμε. Γιατί δὲν σκεπτόμαστε ὅτι τὴν ἴδια κατάρρευση ὑφίσταται καὶ ἡ ψυχή, ὅταν δὲν τρέφεται; Ἐπειδὴ δὲν τὴ βλέπουμε; Δὲν μᾶς ἔδωσε μάτια πνευματικὰ ὁ Θεός; Μήπως τελικὰ εἴμαστε τυφλοί, ἂν καὶ καμαρώνουμε γιὰ τὴν ἐξυπνάδα μας; Μήπως γιὰ μᾶς λέει ὁ Θεός, «βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε» (Ἡσ. 6, 9);
Ἡ Θεία Λειτουργία μᾶς προσφέρει, ὑπὸ τὴ μορφὴ τοῦ ἄρτου, τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ εἰς βρῶσιν. «Ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. 6, 58). Ἀλλιῶς ὁ θάνατος θὰ θριαμβεύσει πάνω μας, ἔστω κι ἂν ὁ Χριστὸς τὸν νίκησε καὶ ἀναστήθηκε. Χωρὶς τὴ βρώση τοῦ πασχάλιου ἀμνοῦ, τοῦ Χριστοῦ, ἡ νίκη του ἐπὶ τοῦ θανάτου δὲν θὰ σημαίνει τίποτε γιὰ μᾶς. Καμμιὰ ἀνάσταση δὲν θὰ ξημερώσει γιὰ μᾶς, καμμιὰ ζωὴ δὲν θὰ μᾶς δοθεῖ.
Ἂς ἀρχίσουμε λοιπὸν μὲ τὸ φετεινὸ σαρανταλείτουργο νὰ συχνάζουμε ὅλο καὶ περισσότερο στὸν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὅπου «ἡ τράπεζα γέμει, …ὁ μόσχος πολὺς» καὶ εἶναι σκέτη ἀνοησία νὰ φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ κάποιος νηστικός. Τὸ μόνο ποὺ χρήζει προσοχῆς ἐκ μέρους μας εἶναι, στὸ γαμήλιο αυτὸ δεῖπνο νὰ εἴμαστε μὲ ἔνδυμα γάμου. Ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς καλεῖ, μᾶς παρέχει (μὲ τὸ βάπτισμα, τὴν ἐξομολόγηση και τὰ λοιπὰ μυστήρια) καὶ τὸ ἀνάλογο ἔνδυμα. Ἂν παρευρεθοῦμε χωρὶς αὐτό, θὰ εἶναι καθαρὰ ἀπὸ δική μας ἀμέλεια. Καὶ δικαίως θὰ «μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία ὁ Κύριος, «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς», μᾶς προτρέπει νὰ εἰσέλθουμε «εἰς τὴν χαράν του», νὰ τὸν γευθοῦμε, νὰ γνωρίσουμε ἐξ ἰδίας πείρας πόσο γλυκὺς εἶναι ὅταν βιβρώσκεται. Ἀξιώθηκαν κάποτε ἄνθρωποι νὰ φάγουν «ἄρτον ἀγγέλων» (Ψαλμ. 77, 25). Δὲν μᾶς τιμᾶ ἀσυγκρίτως περισσότερο τὸ γεγονός, ὅτι «ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, ἔρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς»; Μὲ ποιὰ δικαιολογία θὰ ἀπορίψουμε τέτοια τιμή;
Μιὰ ἐνσυνείδητη καθημερινὴ βίωση ἐπὶ σαράντα μέρες τοῦ ἐκπληκτικοῦ αὺτοῦ γεγονότος δὲν θὰ μᾶς πήγαινε κατ’ εὐθεῖαν στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνεκφράστου μυστηρίου τῶν Χριστουγέννων;
ΚΑΛΟ ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ – ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!