Ὁ Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης ἀπέστειλε πρὸς τοὺς ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς τὶς πρῶτες θεολογικὲς παρατηρήσεις του ἐπὶ τοῦ κειμένου: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον».
Θεσσαλονίκη 3/2/2016
Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐμφανίζει κατὰ συρροὴ τὴν θεολογικὴ ἀσυνέπεια ἢ καὶ ἀντίφαση. Ἔτσι, στὸ ἄρθρο 1 διακηρύσσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, θεωρώντας αὐτὴ –πολὺ σωστὰ– ὡς τὴν «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία». Ὅμως, στὸ ἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατικὴ πρὸς τὸ παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ’ αὐτῆς».
Ἐδῶ γεννᾶται τὸ εὔλογο θεολογικὸ ἐρώτημα: Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιὰ ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές, ὅτι αὐτὲς οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες.
Οἱ ἑτερόδοξες ὅμως «Ἐκκλησίες» δὲν μποροῦν νὰ κατονομάζονται καθόλου ὡς...
«Ἐκκλησίες» ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐπειδὴ δογματικῶς θεωρούμενα τὰ πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μὲ διαφορετικὰ δόγματα καὶ μάλιστα σὲ πολλὰ θεολογικὰ θέματα. Κατὰ συνέπεια, ἐνόσω οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτὲς παραμένουν ἀμετακίνητες στὶς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δὲν εἶναι θεολογικὰ ὀρθὸ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε –καὶ μάλιστα θεσμικὰ– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Στὸ ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καὶ δεύτερη σοβαρὴ θεολογικὴ ἀντίφαση. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τὸ ἑξῆς: «Κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθῆ». Στὸ τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν συμμετοχή της στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικὸν σκοπὸν τὴν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρὸς τὴν ἑνότητα».
Ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Δυτικῶν χριστιανῶν στὴ ΜΙΑ καὶ μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα σύνολου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ προοπτικὲς τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στὴν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Θεολογικὴ σύγχυση προκαλεῖ μὲ τὴν ἀσάφειά του καὶ τὸ ἄρθρο 20, τὸ ὁποῖο λέγει: «Αἱ προοπτικαὶ τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β καὶ 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων)».
Ὅμως, οἱ κανόνες 7 τῆς Β καὶ 95 τῆς Πενθέκτης κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος συγκεκριμένων αἱρετικῶν, ποὺ ἐκδηλώνουν ἐνδιαφέρον γιὰ προσχώρηση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀλλά, ἀπὸ τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ θεολογικῶς κρινομένου κειμένου ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι δὲν γίνεται καθόλου λόγος γιὰ ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη καὶ μόνη Ἐκκλησία. Ἀντίθετα, στὸ κείμενο θεωρεῖται τὸ Βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων ἐκ προοιμίου –καὶ χωρὶς Πανορθόδοξη ἐπ’ αὐτῆς ἀποφαση– ὡς δεδομένο. Μὲ ἄλλα λόγια τὸ κείμενο υἱοθετεῖ τὴν «βαπτισματικὴ θεολογία». Ταυτόχρονα, ἀγνοεῖται σκοπίμως τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι οἱ σύγχρονοι ἑτερόδοξοι τῆς Δύσεως (Ρ/λικοὶ καὶ Προτεστάντες) ἔχουν ὄχι ἕνα, ἀλλὰ σωρεία δογμάτων, ποὺ διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἐκτός τοῦ filioque, κτιστὴ χάρη τῶν μυστηρίων, πρωτεῖο, ἀλάθητο, ἄρνηση τῶν εἰκόνων καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κ.α.).
Εὔλογα ἐρωτηματικὰ ἐγείρει καὶ τὸ ἄρθρο 21, ὅπου σημειώνεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... ἐκτιμᾶ θετικῶς τὰ ὑπ’ αὐτῆς (ἔνν. τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις») ἐκδοθέντα θεολογικὰ κείμενα... δία τὴν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». Ἐδῶ, θὰ πρέπει νὰ παρατηρήσουμε, ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν κρίθηκαν ἀπὸ τὶς Ἱεραρχίες τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Τέλος, στὸ ἄρθρο 22 δίδεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ Μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος προδικάζει τὸ ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της, ἐπειδὴ θεωρεῖ, ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τὸ ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπετέλει τὸν ἁρμόδιον καὶ ἔσχατον κριτὴν περὶ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως». Στὸ ἄρθρο αὐτὸ παραγνωρίζεται τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἐπικύρωσε ἢ θεώρησε ληστρικὲς ἀκόμη καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Τὸ συνοδικὸ σύστημα ἀπὸ μόνο του δὲν διασφαλίζει μηχανιστικὰ τὴν ὀρθότητα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοὶ Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴν Ὑποστατικὴ Ὁδό, τὸ Χριστὸ δηλαδή, ὅποτε ὡς συν-ὁδικοὶ εἶναι στὴν πράξη καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι».
ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Μὲ ὅσα γράφονται καὶ ὅσα ὑπονοοῦνται σαφῶς στὸ παραπάνω κείμενο, εἶναι προφανές, ὅτι οἱ ἐμπνευστὲς καὶ οἱ συντάκτες του ἐπιχειροῦν μία θεσμικὴ νομιμοποίηση τοῦ Χριστιανικοῦ Συγκρητισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ, μὲ μία ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου. Αὐτὸ ὅμως θὰ ἦταν καταστροφικὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ προτείνω, ταπεινῶς, τὴν καθολικὴ ἀπόσυρσή του.
Καὶ μία θεολογικὴ παρατήρηση στὸ κείμενο: «ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ». Στὸ ἄρθρο 5, i σημειώνεται: «ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατὰ κανονικὴν ἀκρίβειαν, μὴ δυνάμενος νὰ εὐλογηθῆ (κανὼν 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλω συνόδου) δυνάμενος ὅμως νὰ εὐλογηθῆ κατὰ συγκατάβασιν καὶ διὰ φιλανθρωπίαν, ὑπὸ τὸν ρητὸν ὄρον ὅτι τὰ ἐκ τοῦ γάμου τούτου τέκνα θέλουν βαπτισθῆ καὶ ἀναπτυχθῆ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία».
Ἐδῶ, ὁ ρητὸς ὅρος ὅτι «τὰ ἐκ τοῦ γάμου τούτου τέκνα θέλουν βαπτισθῆ καὶ ἀναπτυχθῆ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία» ἀντιστρατεύεται τὴν θεολογικὴ κατοχύρωση τοῦ γάμου ὡς μυστηρίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ἐμφανίζεται ἡ τεκνογονία -σὲ συνάρτηση μὲ τὴ βάπτιση τῶν τέκνων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία- νὰ νομιμοποιεῖ τὴν ἱερολογία τῶν μικτῶν γάμων, πράγμα σαφῶς ἀπηγορευμένο ἀπὸ Κανόνα (72 τῆς Πενθέκτης) Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μὲ ἄλλα λόγια, μία μὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅπως εἶναι ἡ Μέλλουσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, σχετικοποιεῖ ρητὴ ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπαράδεκτο.
Καὶ κάτι ἀκόμη. Ἂν ὁ ἱερολογημένος γάμος δὲν ἀποδώσει τέκνα, νομιμοποιεῖται θεολογικῶς αὐτὸς ὁ γάμος ἀπὸ τὴν πρόθεση τοῦ ἑτεροδόξου συζύγου νὰ ἐντάξει τὰ ἐνδεχόμενα παιδιά του στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Κατὰ θεολογικὴ συνέπεια, ἡ παρ. 5, i πρέπει νὰ ἀπαλειφθεῖ.