Μὲ τὴν Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς εἰσάγει στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν πνευματική της περίοδο, τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Μιὰ περίοδο πού διαρκεῖ ἑβδομήντα μέρες, δέκα ἑβδομάδες. Οἱ τρεῖς πρῶτες Κυριακὲς καὶ ἑβδομάδες εἶναι εἰσαγωγικές καὶ στὴ συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καθὼς μπαίνουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν ὄμορφο ἐκκλησιαστικὸ καὶ πνευματικὸ χῶρο τοῦ Τριωδίου, καὶ ἀνοίγουμε τὸ «Τριώδιο», αὐτὸ τὸ πλούσιο σὲ μηνύματα ἀληθείας καὶ ζωῆς βιβλίο, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν κορμὸ τῶν ἀκολουθιῶν τῆς περιόδου ὡς τὸ Μεγάλο Σάββατο, ἡ Ἐκκλησία μας τὴν πρώτη Κυριακὴ μᾶς προσδιορίζει τὸν στόχο μας γιὰ κάτι πολὺ μεγάλο. Προσπαθεῖ νὰ μιλήσει στὴν καρδιά μας, προσφέροντάς μας ὡς ἐκλεκτὸ πνευματικὸ ἔδεσμα τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου.
Ἂς ἐπικεντρωθοῦμε ὅμως, ὄχι στὸ περιεχόμενο τῆς παραβολῆς, ἀλλὰ στὸν στίχο ποὺ προηγεῖται καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀφορμὴ αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Λέει ὁ στίχος αὐτὸς ὅτι ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολή θέλοντας νὰ διδάξει αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἦσαν «πεποιθότες ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι καὶ ἐξουθενοῦντες τοὺς λοιπούς» (Λουκ. ιη΄ 9), δηλαδὴ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό τους, καὶ διακατέχονται ἀπὸ τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι δίκαιοι καὶ ἔτσι ἐξουθενώνουν τοὺς λοιποὺς καὶ τοὺς βλέπουν περιφρονητικά.
Ἀκριβῶς αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀφορμὴ τοῦ σημερινοῦ μηνύματος καὶ γιὰ μᾶς. Ὁ Φαρισαῖος εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι ἦταν δίκαιος ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ ὅτι εἶχε δίκιο ἀφ᾿ ἑτέρου. Δύο πράγματα φοβερὰ καὶ ὕπουλα ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε μὲ τὴν πρώτη ματιά, ἀλλὰ ποὺ στὴν πραγματικότητα μᾶς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια ποὺ ταπεινὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ τοῦ ἔλεγε ὁ ἀρρωστημένος, ἐγωιστικὸς καὶ ἐμπαθὴς λογισμός του. Καὶ κάτι ἀκόμη. Εἶχε μιὰ αὐτάρκεια. Ἔκανε πέντε πραγματάκια καὶ ἠρκεῖτο σ᾿ αὐτά. Εὐχαριστιόταν ἡ ψυχούλα του μὲ τὰ κατορθώματά του. Εἶχε τόσο περιορισμένη ὅραση ποὺ ἐνῶ ἔλεγε «Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ», στὴν οὐσία τὸν ἑαυτό του εὐχαριστοῦσε αὐτὸν μόνον ἔβλεπε. Ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς φαρισαϊκῆς προσευχῆς ἀπουσίαζε ὁλότελα ὁ Θεός Τὸν εἶχε διώξει καὶ τὸν εἶχε ἀντικαταστήσει μὲ τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτὸ θὰ πεῖ «πεποιθώς ἐφ᾿ ἑαυτῷ» τὸν ἀπελάμβανε τὸν ἑαυτό του. Ἀπόδειξη ἦταν ὅτι γι᾿ αὐτὸν τὸν ἑαυτὸ μιλοῦσε μὲ τόση ἱκανοποίηση. Νήστευε δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ἔδινε τὸ ἓν δέκατο ἀπὸ τὰ κτήματα καὶ τὰ ἔσοδά του καὶ αὐτὸ ἦταν ἡ καύχηση καὶ ἡ ἐξόφληση τοῦ χρέους του πρὸς τὸν Θεό.
Αὐτὸ τὸ φρόνημα τὸν ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἄθλια σύγκριση. Κάνει σύγκριση μ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ βρίσκει τὸν ἑαυτό του νὰ ὑπερέχει. Δὲν σταματᾶ σὲ γενικεύσεις καὶ ἀοριστίες ἀλλὰ προχωρεῖ ἕνα ἀκόμη βῆμα προβαίνει σὲ μιὰ θρασεία καὶ ἀνήλεη σύγκριση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μὲ συγκεκριμένο ἄνθρωπο. Ἄλλο εἶναι νὰ νοιώθεις μιὰ ὑπεροχὴ γενικευμένη -κακὸ καὶ φοβερὸ- καὶ ἄλλο εἶναι -πολὺ περισσότερο κακό- νὰ τὴν συγκεκριμενοποιεῖς στοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρέφεσαι, καὶ νὰ ἰσχυρίζεσαι πὼς εἶσαι καλύτερος ἀπ᾿ ὅλους.
Αὐτὸς εἶναι ὁ φοβερὸς ἐγωισμός, ποὺ ἂν ψάξουμε θὰ δοῦμε ὅτι δὲν εἶναι καὶ πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας. Ἴσως νὰ εἶναι καλοθρονιασμένος μέσα στὴν καρδιά μας. Ὁ καημένος ὁ Φαρισαῖος, αὐτὸς ὁ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος, ἔλεγε ὅτι δὲν ἦταν σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός. Καὶ ὅμως ἦταν πολὺ ἅρπαγας, ἦταν πολὺ ἄδικος καὶ πολὺ μοιχός. Φαίνεται αὐτὸ ἀπὸ τὴν παραβολή. Εἶχε ἁρπάξει τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ νὰ κάνει κρίση καὶ νὰ σκορπάει ἔλεος στὸν κάθε ἄνθρωπο. Πόσες φορὲς κι ἐμεῖς δὲν ἁπλώνουμε χέρι, -ὄχι στὶς τσέπες τῶν ἀνθρώπων- ἀλλὰ στὶς συνειδήσεις, στὰ μυστικὰ τῶν καρδιῶν τους. Πόσες φορὲς μ᾿ αὐτὴ τὴν φοβερὴ κατάκριση καὶ τὴν ἐσωτερικὴ σκληρότητα ἑρμηνεύουμε τοὺς ἀνθρώπους, μπαίνουμε μέσα τους καὶ ἀναλύουμε μὲ ἀκρίβεια καὶ τόση ἀστοχία τὰ αἰσθήματά τους -τί νοιώθουν, ποιοί εἶναι-, ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα ποὺ ἐπιφανειακὰ βλέπουμε, χωρὶς στὴν πραγματικότητα οὔτε ἴχνος τῆς ἀλήθειας νὰ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε. Εἴμαστε ἅρπαγες καὶ αὐτῶν τῶν ἱερῶν μυστικῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ ἀναφαίρετου δικαιώματος τοῦ Θεοῦ Αὐτὸς καὶ μόνον νὰ τοὺς κρίνει.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἴμαστε μοιχοὶ στὴν οὐσία. Ἀντὶ ἡ σχέση μας νὰ εἶναι σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας, μὲ τὰ δικά μας πάθη, μὲ τὴν δική μας εἰκόνα, τόσο ἀδιάκριτα ἐμεῖς ἀφήνουμε τὴν ψυχή μας καὶ πηγαίνουμε καὶ εἰσχωροῦμε στὴν ἱερὴ σχέση τῶν ἄλλων ψυχῶν, βάναυσα καὶ ἀσύστολα. Ἦταν μοιχὸς ὁ Φαρισαῖος μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια, καὶ ἄδικος. Ἡ ἀδικία θὰ φανεῖ εὐθὺς μόλις σχολιάσουμε τὴν πραγματικὰ πνευματικὴ στάση τοῦ τελώνη. Ἀλλὰ οὔτε καὶ νήστευε ὁ ἄνθρωπος αὐτός νήστευε ἴσως ἀπὸ τροφὲς καὶ ὑποτίθεται ὅτι νήστευε σωστά, ἀλλὰ εἶχε κάνει μιὰ ἄλλη κατάλυση. Ἔτρωγε ἀπολαυστικὰ τὴν ἡδονὴ τοῦ ἑαυτοῦ του.
Αὐτὸ ἂς τὸ προσέξουμε λίγο. Πολλὲς φορὲς ἡ μυστικὴ ὑπόληψη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἐνήδονος, μιὰ ἀπολαυστικὴ ἡδονή. Ἀπολαμβάνουμε τὶς ἀρετές μας, ὅλοι μας ἴσως, -εἶναι τόσο ἀνθρώπινο κάτι τέτοιο,- κι ἂς ντρεπόμαστε νὰ τὸ ὁμολογήσουμε. Νομίζουμε ὅτι εἴμαστε σπουδαῖοι, ἀκόμη κι ὅταν νηστεύουμε κι ἔτσι νηστεύοντας, ἀρτευόμεθα. Δὲν τρῶμε ὑλικά, λαίμαργα ὅμως καταβροχθίζουμε τὶς ἁμαρτωλὲς ἐσωτερικὲς ἀπολαύσεις ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὶς ψευδεῖς εἰκόνες τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ φιλοξενοῦμε μέσα μας.
Οὔτε λοιπὸν νηστεία πραγματικὴ ἔκανε ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς. Ἐπιπλέον δὲ ἔλεγε καὶ ὅτι ἀποδεκατοῦσε τὰ κτήματά του. Ἕνα κτῆμα ἔχουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἕνα κτῆμα ἔχουμε κι ἐμεῖς ὅταν εἴμαστε τέτοιοι. Καὶ τὸ κτῆμα εἶναι ὁ ἑαυτός μας τὸν ὁποῖο δυστυχῶς δὲν ἀποδεκατοῦμε. Ἡ ἐλεημοσύνη αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔχει τὸν ἀποδεκατισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὄχι ἁπλῶς θὰ ἔπρεπε νὰ δίνουμε ἕνα κομματάκι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς ὑπάρξεώς μας στὸ περιβάλλον, στοὺς ἀδελφούς μας, ἀλλὰ ἐμεῖς, ἐνῶ ὅλον τὸν ἑαυτό μας μᾶς ζητᾶ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ προσφέρουμε, δὲν δίνουμε τίποτα. Καὶ τὸ χειρότερο ἀκόμη καὶ οἱ προσφορές μας σκοπὸ ἔχουν τὴν τροφοδοσία τοῦ παθολογικοῦ ἐγωισμοῦ μας. Μόνο παίρνουμε συνεχῶς ὡς ἅρπαγες καὶ δὲν σκορπᾶμε κάτι ἀπὸ αἰσθήματα, κάτι ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας, ἴσως γιατί δὲν ἔχουμε.
Δίπλα σ᾿ αὐτὸν τὸν τραγικὸ ἄνθρωπο ποὺ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, καὶ ἀντὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὰ δῶρά Του, εὐχαριστιόταν ὁ ἴδιος γιὰ τὶς ὑποτιθέμενες καταστάσεις τῆς ψυχῆς του, δίπλα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε μὲν ἔργα ἀλλὰ δὲν εἶχε ὅραση, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔβλεπε τὸ μεγαλεῖο τοῦ τελώνη, στεκόταν ἀπὸ μακρυά, «μακρόθεν ἑστώς», στὴν ἀκρούλα κρυμμένος ὁ τελώνης καὶ προσηύχετο καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ βλέμματά του νὰ σηκώσει ἐπάνω. Κι ἐνῶ ἦταν μακρυά, χωρὶς κι ὁ ἴδιος νὰ τὸ ἔχει συνειδητοποιήσει, μὴ ἔχοντας καμμιὰ ὑπόληψη στὸν ἑαυτό του, εἶχε μέσα του τὸν Θεό. Κι ἐνῶ δὲν ἄντεχε νὰ σηκώσει τὰ βλέμματά του ἐπάνω, τὰ ἔστρεφε μέσα στὴ λερωμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καρδιά του καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση μποροῦσε νὰ ἀντικρύζει πεντακάθαρα τὸν Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεται σ᾿ Αὐτόν «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο. Ἐνῶ ὁμολογοῦσε ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός, δὲν ἦταν. Ἁμαρτωλὸς δὲν εἶναι κάποιος ποὺ κάνει ἁμαρτίες τέτοιοι ὅλοι εἴμαστε. Ἁμαρτωλὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ παραμένει στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ τελώνης μπορεῖ νὰ ἔζησε στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καθὼς μᾶς φανερώνει ἡ συνοπτικὴ αὐτὴ καὶ σύντομη περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὶς τρεῖς λεξοῦλες -«ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»-, ἀπεδείκνυε τὴ συντετριμμένη παράστασή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν μπροστὰ στὸν Θεό• δὲν ἦταν ἁμαρτωλός ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μπροστά του ἔκαιγε τὴν ἁμαρτία μέσα του εἶχε πράξεις ἁμαρτωλές, ἀλλὰ δὲν ἦταν πλέον ἁμαρτωλός.
Καθὼς λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προεισάγει στὴν περίοδο αὐτὴ τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς πνευματικῆς περισυλλογῆς, τοῦ ἀγῶνα τοῦ πνευματικοῦ, μᾶς παρουσιάζει τὸ παράδειγμα τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ἔτσι θέλει νὰ μᾶς δείξει τὴν ἀληθινὴ νηστεία, τὴν πραγματικὴ προσευχή, τὴ γνήσια πνευματικὴ ζωή.
Ἀρχίζει ἡ νηστεία καὶ σὰν νὰ μᾶς λέει μὴν ἀρκεσθεῖτε στὴ νηστεία μόνο τῶν τροφῶν δὲν ὠφελεῖ καὶ πολὺ μιὰ τέτοια νηστεία, ἴσως καὶ νὰ βλάπτει. Ἀλλὰ προσέξτε• νηστέψτε λίγο ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας. Καθῖστε μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ δωματίου σας καὶ σκεφτεῖτε τὶς ἐκφράσεις τοῦ ἐγωϊσμοῦ σας. Ποιός εἶναι ὁ ἐγωισμός σας; Ἄλλος νομίζει ὅτι ἔχει δικαιώματα στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Οὔτε στὴ δική σας ζωὴ δὲν ἔχετε δικαίωμα, μᾶς λέει ὁ Θεός. Ἄλλος τὸν πνίγει τὸ δίκιο καὶ τὸ παράπονο. Δὲν ἔχουμε δίκιο ποτέ, κι ἂς πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε δίκαιοι. Τελικὰ ὁ δικαιωμένος τοῦ Εὐαγγελίου -ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ- εἶναι «ὁ ἁμαρτωλὸς» τελώνης, ὁ μετανοιωμένος. Ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ψυχὴ μᾶς καλεῖ κι ἐμᾶς σ᾿ αὐτὸ τὸ προσκλητήριο τῆς στροφῆς πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Ἀντὶ νὰ κοιτᾶμε γύρω μας τί γίνεται, ἂς συμμαζευτοῦμε λίγο. Δὲν εἶναι ἐγωισμὸς αὐτὴ ἡ στροφή εἶναι μετάνοια.
Πολλὲς φορὲς πνιγόμαστε ἀπὸ τὰ παράπονα καὶ λέμε ὅτι μᾶς ταπεινώνουν τὰ γεγονότα, οἱ ἀδικίες τῆς ζωῆς, οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς περιβάλλουν, οἱ δυσκολίες στὶς κοινωνικὲς μας σχέσεις. Δὲν εἶναι ταπείνωση αὐτὸ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Αὐτό, μὴ μπορώντας νὰ κάνουμε διαφορετικά, ἀναγκαστικὰ τὸ δεχόμαστε. Ταπείνωση εἶναι ἡ περιφρόνηση καὶ ἡ χαμηλὴ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας ὅταν ἐμεῖς τὰ ἐπιλέγουμε. Ταπείνωση εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ τελώνης.
Ἂς πάρουμε κι ἐμεῖς τὰ πόδια μας καὶ ἂς σταθοῦμε «μακρόθεν». Ἂς χτυπήσουμε μὲ τὰ χέρια μας τὸ στῆθος μας, τὴν καρδιά δηλαδὴ τῆς ὑπάρξεως καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Ἂς στρέψουμε τὰ βλέμματά μας μέσα στὸ ἐσωτερικό μας. Καὶ τότε κι ἐμεῖς θὰ ἀξιωθοῦμε, ὅπως ὁ τελώνης τῆς παραβολῆς ποὺ ἀνέβηκε στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ἀνεβοῦμε πραγματικά, πνευματικά, στὸ ἱερὸ τῆς περιόδου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Ἀναστάσεως.
Εἴπαμε στὴν ἀρχὴ ὅτι ἔχουμε 70 μέρες στὴ διάθεσή μας γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀνάβαση στὸ ὄρος τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ἀνάβαση ὅμως δὲν γίνεται οὔτε μὲ φορτωμένα στομάχια, οὔτε μὲ χορτασμένες ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ ψυχές. Ἂς πετάξουμε τὸ ροῦχο τῆς ἐγωιστικῆς ἐμπαθείας ὁ καθένας μας. Κι ἂν δὲν ξέρουμε τί ἀκριβῶς θέλει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεὸς νὰ περιφρονήσουμε, ἂς πᾶμε στὸν πνευματικό μας νὰ τὸν συμβουλευθοῦμε. Ἂς ξεκινήσουμε ἔτσι τὴν περίοδο αὐτήν, ἀρνούμενοι μὲ κάθε τρόπο κι ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας τὴν ἡδονιστικὴ ἀπόλαυση τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ Ἀνάσταση νὰ εἶναι πραγματικὴ ἀνάβαση καὶ ἡ ἀπόλαυση νὰ μὴν εἶναι ἀπόλαυση τοῦ ἐμπαθοῦς ἑαυτοῦ μας, ἀλλὰ μυστικὴ ἀπόλαυση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Πηγή: Ἅγιος Δημήτριος Κουβαρὰ