«Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν» (Mατθ. 6,20)
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ νὰ τὸ ἀκοῦμε μόνο. Χρειάζεται καὶ νὰ τὸ πιστεύουμε καὶ νὰ τὸ ἐφαρμόζουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω», ὅποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ ν᾿ ἀκούῃ ἂς ἀκούῃ (Ματθ. 11,15). Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἔχετε αὐτιὰ ἀνοιχτὰ στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τολμῶ νὰ μιλήσω.
Ὅποιος διαβάζει ἐπιπόλαια, θὰ νομίσῃ ὅτι τὸ εὐαγγέλιο σήμερα ἔχει μέσα πράγματα ἀντιφατικά. Διότι ἐνῷ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος λέει «Μὴ θησαυρίζετε» (Ματθ. 6,19), ἀπὸ τὸ ἄλλο λέει «Θησαυρίζετε» (ἔ.ἀ. 6,20). Δὲν εἶνε αὐτὰ ἀντίθετα, δὲν ἔρχονται σὲ σύγκρουσι μεταξύ τους; Ὅποιος ὅμως προσέχει βαθύτερα, θὰ πεισθῇ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀντίφασι· τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἔχουν μεταξύ τους συμφωνία καὶ ἁρμονία. Διότι ὅταν λέει ὁ Χριστὸς γιὰ «θησαυρούς», ἐννοεῖ δύο εἰδῶν, κάνει διάκρισι. Ὑπάρχουν θησαυροὶ -χαλίκια, καὶ θησαυροὶ- διαμάντια. Διαλέξτε καὶ πάρτε. Καὶ οἱ ἄνθρωποι τί διαλέγουν; Περίεργο πρᾶγμα. Αὐτοὶ ποὺ φημίζονται γιὰ τὴν ἐξυπνάδα τους, ἀποδεικνύονται ἀνόητοι· διαλέγουν τὰ χαλίκια .Ποιά εἶνε τὰ χαλίκια καὶ ποιά τὰ διαμάντια; Τὰ ξεχωρίζει καλὰ ὁ Κύριος. Ὅταν λέει «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς», ἐννοεῖ τοὺς ὑλικοὺς θησαυρούς. Ἐννοεῖ τὰ χωράφια, τὰ σπίτια κ.τ.λ., καὶ πρὸ παντὸς τὸ χρῆμα. Καὶ ὅμως τὸ χρῆμα κυνηγοῦν ὅλοι. Ρώτησαν κάποτε γιὰ τὴ λίρα, γιατί εἶνε κίτρινη, καὶ κάποιος ἀπήντησε μεταξὺ ἀστείου καὶ σοβαροῦ· Τὴν κυνηγοῦν πολλοὶ καὶ …κιτρίνισε ἀπὸ τὸ φόβο της. Δὲν εἶνε πολλὲς μέρες ποὺ σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Μακεδονίας, μ᾿ αὐτὸ τὸ κρύο ποὺ τὸ θερμότερο δείχνει κάτω ἀπὸ τὸ μηδέν, χωριάτες μὲ ἀξίνες βγῆκαν καὶ πῆγαν σ᾿ ἕνα ἔρημο ἐξωκκλήσι. Σκάβανε ὅλη τὴ νύχτα γιὰ νὰ βροῦν, λέει, θησαυρό· ἕως ὅτου τοὺς ἔπιασε ἡ ἀστυνομία. Νὰ τοὺς πῇς νὰ ἔρθουν στὴν ἐκκλησία σὲ κάποια ἀγρυπνία, δὲν τὸ κάνουν· ἐκεῖ;… Δίψα χρήματος, λύσσα χρήματος!Θὰ ρωτήσετε· Καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία τὸ χρῆμα; Ὄχι. Εἶνε χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο. Μ᾿ αὐτὸ ἐξυπηρετεῖται ἡ κοινωνία· ἀγοράζεις ψωμί, ροῦχα, φάρμακα…. Σπουδαία ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ποιά εἶνε ἡ ἔννοια τῆς λέξεως χρῆμα; Χρῆμα θὰ πῇ ἕνα πρᾶγμα χρήσιμο, κάτι ποὺ τὸ μεταχειρίζεται, τὸ χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος. Συνεπῶς δὲν πρέπει νὰ μένῃ σὰν τὸ στάσιμο νερὸ ποὺ σαπίζει, δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀφήνῃς ἀχρησιμοποίητο. Τὸ χρῆμα πρέπει νὰ χρησιμοποιῆται. Εἶνε μέσο, ὄχι σκοπός. Ἐὰν κάποιος τὸ ἔχῃ ὡς μέσο, κανείς δὲν τὸν κατηγορεῖ (ἐφ᾿ ὅσον τὸ ἀποκτᾷ μὲ τὸν ἱδρῶτα του). Ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν τὸ χρῆμα ὡς μέσο, ὡς ὄργανο· τὸ ἔκαναν σκοπό. Καὶ μεταξὺ μέσου καὶ σκοποῦ ὑπάρχει μεγάλη διαφορά. Σκοπὸς πλέον τὸ χρῆμα. Τὸ λατρεύουν, ἔγινε θεός, «μαμωνᾶς» (Ματθ. 6,24). Δὲ᾿ λατρεύουν τὸ Χριστὸ σήμερα, τὸ χρυσὸ λατρεύουν· εἶνε χρυσολάτραι, ὄχι Χριστολάτραι. Πηγαίνουν στὸ δικαστήριο καὶ παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο, κάνουν ἀπάτες, νοθεῖες, πλαστογραρίες· παίρνουν τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ὀρφανοῦ καὶ τῆς χήρας· ἐγκληματοῦν μὲ κίνητρο τὸ χρῆμα. Μήπως καὶ τῶν πολέμων ἐλατήριο δὲν εἶνε τὸ χρῆμα; Αὐτὸ τὸ κίνητρο, αὐτὴ τὴν προσκόλλησι καταδικάζει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, μὲ ἄλλα λόγια τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν πλεονεξία. Ἀλλὰ γιατί κυνηγοῦν τὸ χρῆμα μὲ τόση μανία; Πρῶτον, διότι νομίζουν, ὅτι σ᾿ αὐτὸ εἶνε ἡ εὐτυχία. Μὰ τί λέει ἡ πεῖρα, ἡ ἱστορία, τὰ παραδείγματα; Θὰ θυμᾶστε ἀπὸ τὴ μυθολογία τὸ βασιλιᾶ τῆς Φρυγίας Μίδα. Αὐτὸς ζήτησε ἀπὸ τοὺς θεοὺς νὰ τοῦ κάνουν μιὰ χάρι· ὅ,τι πιάνει νὰ γίνεται χρυσάφι. Καὶ τοῦ ἔκαναν, λέει, τὴ χάρι. Ἀγγίζει ἕνα πρόβατο, γίνεται χρυσό· ἀγγίζει ἕνα δέντρο, γίνεται χρυσό… Πάει στὸ σπίτι του· ἀγγίζει τὸ πιάτο, χρυσό· ἀγγίζει τὸ ψωμί, χρυσό… Δυστυχία του! κινδύνευσε νὰ πεθάνῃ τῆς πείνας. Πλάνη, λοιπόν. Μὲ τὸ χρῆμα ὅλα μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀγοράσῃς, ἕνα δὲν ἀγοράζεις· τὴν εὐτυχία. Τοὐναντίον· ὅσο πιὸ πολλὰ χρήματα μαζεύει ὁ ἄνθρωπος, τόσο περισσότερη ἀγωνία φορτώνεται. Ποιοί αὐτοκτονοῦν περισσότερο; μήπως οἱ φτωχοί; Στατιστικὲς μαρτυροῦν, ὅτι περισσότερο αὐτοκτονοῦν πλούσιοι κ᾿ ἑκατομμυριοῦχοι. Ὥστε τὸ χρῆμα δὲν φέρνει τὴν εὐτυχία.Ἔπειτα τὸ χρῆμα εἶνε φθαρτὸ καὶ μεταβλητό. Εἶνε μετανάστης· κινεῖται ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ χάνεται. Διάβαζα τί ἔπαθε ἕνας στὸ Μεξικό. Ἀγαποῦσε τὰ λεφτά. Ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του φώναζαν. Αὐτὸς μάζευε μάζευε τὰ χαρτονομίσματα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἐμπιστοσύνη, δὲν τὰ πήγαινε στὴν τράπεζα, ἀλλὰ τὸ ἔβαζε σ᾿ ἕνα σεντούκι. Πέντε ἑκατομμύρια πεζὸ (ἔτσι λέγεται τὸ νόμισμα ἐκεῖ) εἶχε μαζέψει στὸ σεντούκι. Κάποτε ὅμως πάει νὰ τ᾿ ἀνοίξῃ, καὶ τί νὰ δῇ· ὅλο τὸ χαρτονόμισμα τὸ εἶχε φάει ὁ σκόρος! Τρελλάθηκε… Ἰδού λοιπὸν σὲ σύγχρονο παράδειγμα, πόσο ἀληθεύει τὸ εὐαγγέλιο ποὺ λέει· «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς (δηλαδὴ σκόρος) καὶ βρῶσις ἀφανίζει» (Ματθ. 6,19).
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς θέλει φιλαργύρους, ἐν τούτοις λέει «Θησαυρίζετε». Θησαυρίζετε ὄχι χρῆμα, ἀλλὰ τί; Μέχρι τώρα, ὅσο μιλοῦσα γιὰ τὸ θεὸ τοῦ αἰῶνος τούτου, προσέχατε. Τώρα θὰ μιλήσω γιὰ κάτι ἄλλο, καὶ ξέρω ὅτι κανείς ἀπὸ ἐσᾶς δὲν θὰ συγκινηθῇ. Ποιός εἶνε ὁ θησαυρὸς ποὺ συνιστᾷ ὁ Κύριος νὰ ἐπιδιώκουμε; Εἶνε τὰ καλὰ ἔργα, ἡ καλωσύνη, δηλαδὴ ἡ ἐλεημοσύνη. Ξέρω κάποιον ποὺ πῆγε στὴν Ἀμερική, μάζεψε χρήματα, τά ᾿φερε στὴν πατρίδα, τὰ ἔδωσε ὅλα καὶ χτίστηκε στὸ χωριό του ἕνα θαυμάσιο σχολεῖο· αὐτὸς ἔγινε φτωχός, ἀλλὰ θησαύρισε τὴν ἀγάπη καὶ ἐκτίμησι ὅλων. Ξέρω καὶ κάποιον συνταξιοῦχο ποὺ πῆρε τὸ «ἐφ᾿ ἅπαξ», καὶ δὲν κράτησε δραχμή· ἔχτισε νηπιαγωγεῖα σὲ κάποιο χωριό. «Αἱρετώτερον ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς» λέει ἡ Γραφή (Παροιμ. 22,1), ἀνώτερο ἀπὸ τὰ πλούτη εἶνε τὸ καλὸ ὄνομα. Καὶ ὅλοι θὰ ξέρετε κάποιον ἄλλον, φτωχαδάκι, ποὺ ἔφυγε ξυπόλητος ἀπὸ τὸ Μέτσοβο, πῆγε στὸ Κάϊρο καὶ δούλεψε σκληρά. Νήστευε καὶ ζοῦσε φτωχικά. Τὸν νόμιζαν φιλάργυρο καὶ πλεονέκτη. Ἀλλ᾿ αὐτὸς μάζεψε ἑκατομμύρια λίρες καὶ τὰ ἔδωσε στὴν πατρίδα. Καὶ ἡ φτωχὴ Ἑλλάδα ἀγόρασε τὸ θωρηκτὸ «Ἀβέρωφ», ποὺ μάντρωσε στὰ Δαρδανέλλια τὸν Τοῦρκο. Ἕνας ἄνθρωπος τί εὐεργεσία προσέφερε! Ὑπάρχουν σήμερα τέτοιοι εὐεργέται; Σπάνιο πρᾶγμα. Τώρα οἱ πολλοὶ θησαυρίζουν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους, γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια τους· γιὰ νὰ τρέχουν ἐκεῖνα μετὰ μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο καὶ νὰ διαπληκτίζωνται γιὰ οἰκόπεδα καὶ πολυκατοικίες. Θησαυρίζετε θησαυροὺς ἀθανάτους καὶ αἰωνίους. Ἔχεις λεφτά; δῶσε στὴν ἐκκλησία, δῶσε στὸ σχολεῖο, δῶσε στὸ νοσοκομεῖο… Ἀλλὰ θησαυρὸς δὲν εἶνε μόνο ἡ ἐλεημοσύνη. Θησαυρὸς εἶνε καὶ τὸ ἔλεος, καὶ ἡ συγχώρησις, καὶ ἡ ἀνεκτικότης, καὶ ἡ αὐταπάρνησις, καὶ ἡ καλωσύνη, καὶ ἡ ἐγκράτεια, καὶ ἡ ἀγάπη, καὶ πᾶσα ἀρετή. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς θησαυρός· τὸ εἶπαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας· «Πᾶς ὁ τ᾿ ἐπὶ γῆς καὶ ὑπὸ γῆς χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος» (Πλάτων, Νόμ. 5,728Α)· Ὅλο τὸ χρυσάφι ποὺ ὑπάρχει πάνω στὴ γῆ καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ δὲν ἔχει τόση ἀξία ὅση ἡ ἀρετή. Τῆς ἀρετῆς λοιπὸν ἐρασταὶ νὰ γίνουμε. Ναί, τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, ὄχι τῆς γῆς καὶ τοῦ χρήματος ἐρασταί. Νά τὰ χαλίκια, νά καὶ τὰ διαμάντια· διαλέξτε καὶ πάρτε. Ἀπὸ αὔριο ἀνοίγει ἡ μεγάλη Τεσσαρακοστή. Σαράντα μέρες! πῶς θὰ τὶς περάσουμε; Ἐδῶ ὅλοι θὰ ἔχετε κάποιο βιβλιάριο. Δὲν καταδικάζω τὸ πνεῦμα τῆς ἀποταμιεύσεως· χρήσιμο εἶνε. Σᾶς συνιστῶ ὅμως μία ἄλλη ἀποταμίευσι. Ἀπὸ αὔριο πάρτε βιβλιάριο καὶ γράφετε μέσα κάθε καλὸ ποὺ θὰ κάνετε· μιὰ ἐλεημοσύνη, μιὰ συγχώρησι, μιὰ ἀγαθοεργία, ἕνα δάκρυ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἰδού ὁ ἀληθινὸς θησαυρός. Τέτοιους θησαυρούς, τέτοια καλὰ πράγματα, τέτοιες ἀρετὲς νὰ σημειώνουν οἱ ἄγγελοι. Κι ὅταν πᾶμε στὸν οὐρανὸ ἐπάνω, νὰ βροῦμε τὰ βιβλιάριά μας γεμᾶτα μὲ καταθέσεις καὶ νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν» (Ματθ. 6,20).Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς Υπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων νὰ εἶνε μαζί σας, ὥστε νὰ περάσετε τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς καὶ νὰ ἑορτάσετε ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον Ιερό Ναὸ του Ἁγίου Κων/νου & Ἑλένης Ἀμυνταίου 20-2-1977), Χριστιανός