Από καιρό σε καιρό, λοιπόν, επανέρχεται στην επικαιρότητα, τη θεολογική ή την εκκλησιαστική, το θέμα των Εκκλησιαστικών Αδελφοτήτων, οι οποίες ζούν και δρούν ιεραποστολικά μέσα στον κόσμο. Κάποιοι θεολογικοί κάλαμοι διακατέχονται από απόλυτες θέσεις και απόψεις και δεν αντιμετωπίζουν με νηφαλιότητα αυτό τον πολυχρόνιο θεσμό της Εκκλησίας μας. Χαρακτηρίζουν συχνά το θέμα «θεολογούμενο» και αμφιλεγόμενο. Σημείο αμφιλεγόμενο και αντιλεγόμενο ίσως, για τους αγνοούντες και τους προκατειλημμένους, όχι όμως θεολογούμενο! Θεολογούμενο σημαίνει κάτι μη ξεκαθαρισμένο θεολογικά και εκκλησιαστικά. Αυτό όμως είναι λάθος!
Η Εκκλησία της Ελλάδος στο παρελθόν δύο φορές δικαίωσε τις Αδελφότητες, ζώντος ακόμη του αειμνήστου ιδρυτού π. Ευσεβίου Ματθοπούλου. Η Θεολογική Σχολή επίσης επανειλημμένως χαρακτήρισε «Εκκλησιαστικές» τις Αδελφότητες, σε οριακές στιγμές για τη ζωή τους (1974) – ζεί μάλιστα ο κ. Φειδάς που ήταν στην Επιτροπή Μελέτης του Θέματος. Τέλος, μόλις πρόσφατα εκδόθηκαν και κυκλοφορήθηκαν δύο περισπούδαστα έργα: ένα δίτομο έργο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης +Δημ. Τσάμη και ένα του θεολόγου κ. Σταύρου Μποζοβίτη, για το θέμα των Αδελφοτήτων, τα οποία εξετάζουν ιστορικά, εκκλησιαστικά και θεολογικά τον Θεσμό των Αδελφοτήτων και αποδεικνύουν περίτρανα την Εκκλησιαστικότητα και την διαχρονικότητά των μέσα στον κόσμο. Εξάλλου και οι αείμνηστοι Καθηγητές της Δογματικής Τρεμπέλας και ο Καρμίρης τονίζουν την χαρισματική δυνατότητα που έχουν τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας να δρούν μέσα στον κόσμο και ως πρόσωπα και ως σύνολα με βάση τη Γενική Ιερωσύνη και τα χαρίσματα που αυτή τους δίνει (βασιλικό, ιερατικό και προφητικό).
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι οι άνθρωποι αυτοί των Αδελφοτήτων, οι οποίοι κατά γενική διαπίστωση και παραδοχή, έχουν πνευματικότητα και μυστηριακή ζωή, ευρίσκονται σε υγιή σχέση μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι αυτόχρημα η πνευματική και μυστηριακή ζωή τελείται και καρποφορεί μόνο μέσα στην Εκκλησία και δια της Εκκλησίας. Δεν επιτρέπεται δηλαδή να κακοχαρακτηρίζονται βαπτισμένα και αναγεννημένα εν Χριστώ, ζωντανά μέλη και ιεραποστολικά πρόσωπα της Εκκλησίας μας ως «θεολογούμενο» φαινόμενο.
Αυτά τα μέλη εξομολογούνται σε πνευματικούς της Εκκλησίας μας, εκκλησιάζονται και κοινωνούν στις ενορίες τους, καθοδηγούνται από Γεροντάδες εντός και εκτός Αγίου Όρους. Από αυτά τα μέλη η Εκκλησία μας αναδεικνύει Επισκόπους και ιερείς, πλείστες Μητροπόλεις έχουν στη διακονία τους Ιεροκήρυκες, έχει πλείστους μοναχούς και ιερομονάχους το άγιο Ορος, αυτών των Αδελφοτήτων τις εκδόσεις και την εμπειρία χρησιμοποιεί και η Αποστολική Διακονία. Πλείστοι όσοι Μητροπολίτες προέρχονται από Αδελφότητες, συνεργάζονται αρμονικά με όλες τις Αδελφότητες, ο τωρινός δε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος εφοίτησε στο Οικοτροφείο τους… πράγματα. γνωστά σε όλους από δεκαετιών.
Η ύπαρξη διαφόρων ιεραποστολικών πρακτικών σε μια Μητρόπολη ή Τοπική Εκκλησία δε σημαίνει ότι αυτόματα και αναγκαστικά θα έχουμε σχίσματα. Όχι. Αντίθετα, συνιστά ευλογία και καρποφορία. Άλλο είναι οι αιρέσεις και τα σχίσματα, κι άλλο οι Σύλλογοι, τα Μοναστήρια, οι Αδελφότητες, οι Ενώσεις που βοηθούν την Εξωτερική Ιεραποστολή. Αυτά είναι ευλογημένα. Έχουν ασφαλώς νομική και διοικητική αυτοτέλεια, όχι όμως πνευματική. Το άγιο Πνεύμα κάνει καλά τη δουλειά Του μέσα στην ευχαριστιακή σύναξη, τη στιγμή που «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». Η πολυφωνία και ο πλουραλισμός είναι ένας κήπος με ποικιλία ανθέων, ορχήστρα με πολυφωνία οργάνων, εκ της οποίας «ευώδες θυμίαμα και εναρμόνιον μέλος θεολογίας» αναπέμπονται. Εδώ έγκειται και η αρμοδιότητα του Επισκόπου, που είναι ο συγκερασμός και η εναρμόνιση των μελωδιών και όχι η καχυποψία επί των προθέσεων και η φίμωση των φωνών.
Συναντούμε δυστυχώς σε κείμενα, μελέτες και εισηγήσεις, βασικά θεολογικά σφάλματα: συχνά ταυτίζεται η Εκκλησία με τον Επίσκοπο, θεωρείται χαρισματικό κέντρο όχι το Μυστήριο της Εκκλησίας και της Θείας Ευχαριστίας, αλλά η Μητρόπολη, ως διοικητικό εκκλησιαστικό κέντρο, και ζητείται όλες οι πνοές του Αγ. Πνεύματος μέσα στο μυστικό Σώμα του Χριστού να προέρχονται από την εξουσία του Επισκόπου και μόνο. Αυτό όλο, δυστυχώς, άνετα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «έρπων παπισμός» και “ισοπεδωτικός κληρικαλισμός”.
Μέσα στην Εκκλησία μας όμως και στην Ορθοδοξία μας το Άγιο Πνεύμα όπου θέλει πνέει και φωτίζει όποιον θέλει, όπως φώτισε εκείνους τους εμπόρους που πρώτοι αυτοί ίδρυσαν διά λόγου την Εκκλησία της Ρώμης, όπως και τους εκτός του κύκλου των μαθητών θαυματουργούντες εξορκιστές και τους έξω της Παρεμβολής επί Μωσέως προφητεύοντες. Όπως φώτισε τον Μ. Αντώνιο, ο οποίος μέσα από το χαρισματικό και αγιοπνευματικό γεγονός της Θείας Λειτουργίας παίρνει την απόφαση να ακολουθήσει την ανοργάνωτη μέχρι τότε μοναχική βιοτή, η οποία τόσο ωφέλησε και εδόξασε την Εκκλησία του Χριστού. Αλλά και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός προτού ξεκινήσει την ιεραποστολική διακονία του, ο ίδιος, στο μοναστήρι του, παρότρυνε τους προσκυνητές σε μετάνοια, και κατόπιν διδαχθείς και προπεμφθείς παρά του ηγουμένου του πήγε στην Κωνσταντινούπολη, πήρε ευχή από τον Πατριάρχη και άρχισε τις περιοδείες του. Το ίδιο έκανε και ο π. Ευσέβιος και τόσοι άλλοι ιεροκήρυκες. Τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος αβίαστα εκδηλώνονται στη χαρισματική κοινότητα της Εκκλησίας και έρχεται ο Επίσκοπος να επισκοπήσει και να ελέγξει, να διορθώσει, αλλά και να ευλογήσει. Ο Επίσκοπος δεν παράγει τα χαρίσματα των χριστιανών, αλλά «δοκιμάζει τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστί». Το Πανάγιο Πνεύμα είναι η πηγή των χαρισμάτων μέσα στην Εκκλησία. Πόσες φορές πρέπει να το πούμε αυτό για να γίνει κατανοητό στην «φιλοπρωτεύουσα» ελληνική νοοτροπία;
Γίνεται όμως και ένα άλλο λάθος: πολλοί δεν ανέχονται παράλληλη ιεραποστολική εργασία μέσα στον κόσμο και απολυτοποιούν την έννοια και τον θεσμό της Ενορίας. Πλήν όμως και πάλι μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχουν στερεότυπα και στεγανά. Ούτε ένας άνθρωπος μπορεί να ελέγξει γεωγραφικά τον χώρο και να αποκλείσει την περιοχή. Έχουμε μοναστήρια, ησυχαστήρια, μετόχια, εξαρχείες Πατριαρχείων, Συλλόγους πάσης φύσεως, Αδελφότητες και ιεραποστολικές Ενώσεις, Στρατιωτικούς Ιερείς… Όλα αυτά εφόσον στοιχούν επί του Ορθοδόξου δόγματος, εφόσον δεν αλλοιώνουν το ορθόδοξο ήθος και εφόσον σέβονται την εκκλησιαστική τάξη και ιεραρχία, είναι ευπρόσδεκτα και χρήσιμα, δεν είναι παρασυναγωγές και παρεκκλησιαστικά, αλλά καθαρά εκκλησιαστικά, διότι όλα με τον τρόπο τους αρδεύουν το πρόσωπο της κοινωνίας και τρέφουν πνευματικά το ποίμνιο της κάθε Ενορίας. Διαφορετικά, θα έπρεπε, να αποκλείσουμε την εξομολόγηση των χριστιανών ενοριτών στα μοναστήρια και στο Άγιο Όρος, τα μοναστήρια δεν θα έπρεπε να εκδίδουν βιβλία και να διατηρούν βιβλιοπωλεία, τις Μητροπόλεις να μη έχουν ραδιοφωνικούς σταθμούς, που να ακούγονται και στη διπλανή Μητρόπολη, γιατί κάνουν «εισπήδηση» μέσω των ερτζιανών και ενορίτες να μη πηγαίνουν σε διπλανή ενορία για πνευματική ωφέλεια και καθοδήγηση. Επίσης κανένας άλλος δε θάπρεπε να κάνει φιλανθρωπία παρά μόνο η Ενορία. Επαρκεί όμως η Ενορία για όλα: Αυτό μάλλον θα έπρεπε ίσως να ισχύει σε μια απόλυτη εκτίμηση των πραγμάτων. Είναι δυνατόν όμως; Η εκκλησιαστική πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Σήμερα παραδείγματος χάρη υπάρχουν μοναστήρια που έχουν Κατασκηνώσεις ακριβώς δίπλα τους, διατηρούν Συλλόγους Φίλων του Μοναστηριού, ασκούν φιλανθρωπία, ού την τυχούσα. Ένα πλήθος τοπικών Συλλόγων έχουν Τράπεζα Αίματος, όπως έχει και η κάθε Μητρόπολη, διοργανώνουν εκδρομές, Δωροκληρώσεις… Αδελφότητες έχουν τηλεοπτικούς σταθμούς. Κι όλα αυτά δεν είναι κάπου μακριά κι απόμακρα, αλλά δίπλα σε ενορίες, κοντά ή μέσα σε πόλεις και μέσα στα όρια συχνά των Μητροπόλεων. Είναι συνεπώς ευλογία να επιτελείται από πολλούς το καλό και είναι μονολιθικότητα και απολυταρχισμός να παράγεται το καλό μόνο από μια πηγή. Αυτό όντως είναι προβληματική σκέψη και τακτική. Είναι “ψύχωση” με το αξίωμα. Ο απόστολος Παύλος χαιρόταν που «παντί τρόπω, είτε προφάσει είτε αληθεία, Χριστός καταγγέλλεται» (Φιλιπ. α΄ 18)
Επίσης, υπάρχουν όχι ολίγοι Επίσκοποι, οι οποίοι αγκαλιάζουν όλους, στην Επαρχία τους, θεωρώντας τους συνεργάτες και «εύχρηστους εις διακονίαν». Δεν διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε μητροπολιτικούς, φιλομοναχικούς ή “οργανωσιακούς”, κοιτάνε την πνευματικότητά τους και την ορθοδοξία τους και οικοδομούν την ενότητα του λαού και την προκοπή του Ευαγγελίου.
Αν όμως υπάρχει αίτημα να ξεκαθαριστεί το δήθεν «θεολογούμενο» θέμα των Αδελφοτήτων, ας τεθεί για άλλη μια φορά το πρόβλημα ενώπιον της Ιεραρχίας και ας αποφασίσει για άλλη μια φορά εν Συνόδω η Εκκλησία, για να δούμε τι τύχη θα έχει η υπόθεση αυτή… Διότι κάπου κάπου ακούγονται κάποιες πικρόχολες κρίσεις για τις Αδελφότητες από στόματα, τα οποία υπερβαίνουν τη συνολική φωνή και εκτίμηση της Εκκλησίας και του πληρώματος. Ας προκληθεί λοιπόν μια ψηφοφορία, επιτέλους, και ας ριφθούν στο πυρ της συνοδικής κατακρίσεως, ορθόδοξοι ιεροκήρυκες και θεολόγοι. Ας εκδιωχθούν ως «αποδιοπομπαίοι τράγοι» εκ μέσου της Εκκλησίας οι άνθρωποι των Αδελφοτήτων, για να ησυχάσουν και οι εναπομείναντες αντιλέγοντες στη ύπαρξη και δράση τους. Κι αν πάλι δεν υπάρξει ικανοποιητική έκφραση του συνοδικού σώματος, τότε να καταφύγουμε στο λαό, μια και αυτός κατά τους Πατριάρχες της Ανατολής «είναι ο φρουρός της Πίστεως»! Τι άλλο δηλαδή πρέπει να γίνει;
Τα φτωχά και ταπεινά μέλη των Μοναστικών και Ιεραποστολικών Αδελφοτήτων σηκώνουν πάνω έναν αιώνα «τον ονειδισμόν του Χριστού». Δεν υπάρχει χαρακτηρισμός που να μη τους έχει αποδοθεί! Αιρετίζοντες, ιδιοτελείς, χρηματιζόμενοι, διαφθορείς, χουντικοί, προτεστάντες, δυτικίζοντες, αντορθόδοξοι, αμφιλεγόμενοι, σχισματικοί, παραεκκλησιαστικοί, οργανωσιακοί… Και υποκριτές! Δεν πειράζει όμως! «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης και ένεκεν του Ευαγγελίου και του λόγου του Θεού» και «αλλοίμονο αν όλοι σας λένε καλώς» (Ματθ. ι΄10-11 & Λουκ. στ΄ 26), έχει πεί ο Κύριος. Δεν αποκλείεται κάποτε ως άνθρωποι να σφάλλουν ή να υπερβάλλουν. Αυτό όμως μπορεί να συμβεί με όλους.
Τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι Πρόβατα του Χριστού, αλλά «λογικά». Αυτό μη το ξεχνάμε ποτέ! Το λέγει και η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση και η Εκκλησιαστική Ιστορία! Λογικά και ελεύθερα πρόβατα «που ακούουν την φωνήν του ποιμένος, τον ακολουθούν και έμπροσθεν αυτών πορεύεται αυτός και την φωνήν αυτού γνωρίζουν». Πότε όμως; Όταν «αυτός είναι Καλός Ποιμένας, γνωρίζει αυτά και καλεί κατ΄ όνομα» (Ιωάν. α΄ 1-16) και βαδίζει στα ίχνη του Αρχιποίμενος Χριστού, ενώπιον του Οποίου, όπως λέγει και ο ιερός Χρυσόστομος, όλοι, ποιμένες και ποιμαινόμενοι, είμαστε πρόβατα!
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας