Ἐπιστήμονες γιατροί, παιδαγωγοί, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι ἐργάζονται καὶ παλεύουν, γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ψυχοφθόρα λύπη. Ποιητὲς καὶ λογοτέχνες καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς τέχνης ἐπίσης, ἀσχολοῦνται μὲ τὸ θέμα, προσπαθώντας νὰ τὴν προσεγγίσουν εἰκαστικά. Τὴ λύπη, πού, ὅταν θρονιάζει στὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς, γίνεται κολαστήριο ἐργαλεῖο καὶ τὴν συγκλονίζει, τὴν παραμορφώνει καὶ καθιστὰ τὸν ἄνθρωπο «ἄλλον ἑαυτόν». Ὅλοι προβληματίζονται καὶ προβληματίζουν, ἀναρωτιοῦνται, ἐπιρρίπτουν εὐθύνες, προτείνουν λύσεις, καταριοῦνται τὴν «τύχη», ἀλλὰ αὐτή, παρόλο ποὺ μπορεῖ νὰ κατασταλεῖ προσωρινά, παραμένει ἀνίκητη, συνεχίζοντας νὰ παίζει τὸ παιχνίδι της. Νὰ φυτεύει στὴν ψυχὴ τὴν ἀπόγνωση καὶ νὰ τὴν ὁδηγεῖ σὲ ἀδιέξοδα. Χωρὶς νὰ ξεχωρίζει πρόσωπα. Χωρὶς νὰ κάνει διακρίσεις. Ὅποιος κι ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τοῦ χτυπάει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν ροκανίζει μὲ τὸ σαράκι της. Ποῦ νὰ βρίσκεται ἄραγε τὸ φάρμακο τῆς θεραπείας της;
Στὸ βιβλίο μὲ τίτλο: «Ὠδὴ στὸ ἐφήμερο – Ἡ λύπη κατὰ τοὺς Πατέρες», ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέας, γίνεται λόγος γιὰ τὸ...
οὐσιῶδες καὶ βασανιστικὸ αὐτὸ θέμα τῆς ζωῆς. Διαβάσαμε τὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου καὶ θεωρήσαμε ἐπείγουσα καὶ ἐπιβεβλημένη τὴν ὑποχρέωση νὰ τὸν μοιραστοῦμε μὲ τοὺς ἀναγνῶστες. Φαίνεται καθαρὰ πὼς διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὑπάρχει ἀπάντηση. Καταργοῦνται τὰ σταυροδρόμια καὶ τὰ ἀδιέξοδα.
Γράφει ἡ ἐκδότρια Μονή: «Ἐκφράζουν (οἱ Πατέρες) τὴ συμπάθειά τους πρὸς τὸν πάσχοντα, χωρὶς ὅμως αὐτὴ ἡ στάση τους νὰ μειώνει στὴ συνείδηση τῶν λυπημένων τὴ σημασία τοῦ πάθους τῆς λύπης καὶ τὴν ἀνάγκη ἀποκοπῆς τους ἀπ` αὐτό… «Τὸ χαροποιὸν πένθος» ὁδηγεῖ, κατὰ τὸν Ἀπόστολο (Παῦλο), στὴ σωτηρία, ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου προετοιμάζει καὶ συντηρεῖ τὸ θάνατο. Προσπαθοῦμε νὰ προσφέρουμε στοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, ὡς συνδρομὴ καὶ ὑποστήριξη στὸν ἀγώνα τους κατὰ τῆς ἐμπαθοῦς λύπης, ποὺ συνεχῶς γεμίζει τὸ ποτήρι τῆς ζωῆς μας καὶ μᾶς στερεῖ τὴ χαρὰ «τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ…».
Ἀντιγράφουμε τὴ συνέχεια ἀπὸ τὸν πρόλογο, συστήνοντας προκαταβολικὰ τὸ βιβλίο ὡς ἐπένδυση πνευματική:
«Πράγματι, ἂν ἐρευνήσει κανεὶς κατὰ βάθος τὰ αἴτια τῆς λύπης, θὰ διαπιστώσει ὅτι αὐτὴ εἶναι ἀπόλυτα συσχετισμένη μὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς ἀπολαβὲς τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος τὶς περισσότερες φορὲς πάσχει ἀπὸ τὴ φιλαυτία του καὶ ἐξαιτίας αὐτῆς πρέπει, ἂν θέλει τὴν ἐλευθερία του, νὰ παλέψει, γιὰ νὰ ἀποκτήσει πάλι «τὸν χαμένο θησαυρό του». Ἡ κολοκυθιὰ τοῦ Προφήτη Ἰωνά, ὅσο καὶ ἂν δόθηκε φιλάνθρωπα ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ καλυφθεῖ μία συγκεκριμένη καὶ πρόσκαιρη ἀνάγκη τοῦ Προφήτη, δὲν θὰ ἔπρεπε, γιὰ κανένα λόγο, νὰ γίνει διαχωριστικὸ τεῖχος καὶ νὰ σκιάσει τὴ θέα τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή του. Γι` αὐτό, ὅταν ὁ Ἰωνὰς «βολεύθηκε» κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ ὑποκατάστατου τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, θεώρησε τὴν ἀνάπαυση ποὺ τοῦ πρόσφερε ἡ κολοκυθιὰ ὡς εὐχάριστο ἀντίδοτο κατὰ τῆς λύπης του καὶ ὡς συμπλήρωμα τοῦ κενοῦ τῆς ψυχῆς του. Ἀλλὰ ἡ σκιὰ τῆς κολοκυθιᾶς δὲν ἦταν πηγὴ ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ ἀνάπαυσης. Ἦταν μονάχα ἕνα ἐφήμερο εἴδωλο εὐτυχίας, στὸ ὁποῖο ὁ Ἰωνὰς στήριξε τόσο ἀπερίσκεπτα τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνάπαυσης καὶ τῆς πληρότητάς του.
Ἡ ἀπερισκεψία αὐτὴ τοῦ Ἰωνὰ προκάλεσε τὴ φιλάνθρωπη καὶ πάνσοφη ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος πρόσταξε τὴν κολοκυθιὰ νὰ ξεραθεῖ κι ἀμέσως αὐτή, μέσα σὲ μία νύχτα, ξεράθηκε. Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη τοῦ Ἰωνά, ἡ ὁποία ἐπακολούθησε, ἄφησε νὰ φανεῖ ὁ εἰδωλικὸς χαρακτήρας, τὸν ὁποῖο εἶχε προσλάβει τὸ ἐφήμερο αὐτὸ κτίσμα στὴν ψυχὴ τοῦ Προφήτη.
Καθένας μας, βέβαια, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, διατηροῦμε κρυφὰ ἢ φανερὰ κάποια «κολοκυθιά», στὴν ὕπαρξη τῆς ὁποίας ἔχουμε στηρίξει τὶς προσδοκίες, τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς ἐπιδιώξεις μας. Ἐκεῖ ἀπολαμβάνουμε νοσηρὰ τὸν ψυχοφθόρο ὕπνο, ποὺ μᾶς χαρίζει «ἡ πυκνὴ καὶ πανόλεθρη σκιά της». Ὁ Πανοικτίρμονας Θεὸς ὅμως, ὁ Ὁποῖος θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ ἔλθουν «εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας», ἐπιτρέπει κάποια στιγμὴ νὰ «ξεραθεῖ» ἡ εἰδωλικὴ αὐτὴ χαρά μας καὶ νὰ χαθοῦν γιὰ πάντα τὰ ψεύτικα στηρίγματά μας.
Ἐξαιτίας λοιπὸν τῆς λύπης, ἡ ὁποία θὰ πλημμυρίσει στὴ συνέχεια τὴν ψυχή μας, μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸ ὅτι ποικίλες «κολοκυθιὲς» ἔχουν οἰκειοποιηθεῖ τὴ θέση τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχουν ἐκβάλει τὴν ἐλπίδα Του ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Θὰ ἀντιληφθοῦμε δηλαδὴ ὅτι ἡ ἀγαπητικὴ δύναμη, ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ λειτουργεῖται μέσα μας «Θεοπρεπῶς» καὶ ἡ ὁποία ὄφειλε νὰ στρέφεται πάντα, καθὼς Ἐκεῖνος ἔχει ὁρίσει, πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό, διοχετεύεται ἄσκοπα σὲ ἀλλότριους τόπους καὶ ἔχει ἐντελῶς ἐκτραπεῖ ἀπὸ τὴν πορεία της πρὸς τὸ «καθ` ὁμοίωσιν». Ἔχει, μ` ἄλλα λόγια κάνει ἀντικείμενο καὶ ἀποδέκτη της τὴν ἐφήμερη ὕλη, τὶς ἀθέμιτες σχέσεις μὲ τὸ παρὸν καὶ μὲ τὴν ἄκρατη φιλαυτία.
Αὐτὰ ὅμως, καθὼς θὰ μᾶς ἐξηγήσουν στὴ συνέχεια οἱ Πατέρες μας, εἶναι ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποία δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ τρέφουμε ἐλπίδες καὶ νὰ χαιρόμαστε. Εἶναι «οἱ κολοκυθιές μας», τῶν ὁποίων τὴ σκιὰ ἐπέτρεψε βέβαια, πρὸς καιρόν, ὁ Θεὸς - γιὰ νὰ μᾶς προσφέρουν κάποια ἀνακούφιση καὶ νὰ μᾶς προστατεύσουν, «ὡς δερμάτινοι χιτῶνες», ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς πτώσης μας – ἀλλὰ αὐτὲς τὶς τρώει εὔκολα κάποια στιγμὴ ἕνα σκουλήκι καὶ ἔτσι μένουμε ἐκτεθειμένοι καὶ ἀπροστάτευτοι «στὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας». Ἀλλὰ γι` αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς ἀναπαύσεις θὰ πρέπει νὰ λυπούμαστε συνεχῶς καὶ νὰ μετανοοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Γιατί, καθὼς λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «θὰ μᾶς ζητηθεῖ λόγος ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι γιατί δὲν θαυματουργήσαμε οὔτε γιατί δὲν θεολογήσαμε οὔτε ἐπίσης γιατί δὲν φθάσαμε στὴ θεωρία τῶν ἀθεάτων, ἀλλὰ θὰ δώσουμε λόγο, γιατί δὲν κλαύσαμε καὶ δὲν μετανοούσαμε συνεχῶς».
Εὐχὴ καὶ προσευχή μας γιὰ τὸν καθένα μας εἶναι νὰ μὴν ἐπενδύουμε πλέον στὴ σκιὰ ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ «κολοκυθιές» μας, ἀλλὰ νὰ βιασθοῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τέτοια ἀβέβαια ὑποστυλώματα, ὥστε νὰ μὴ βρίσκει ἡ λύπη στὴν ψυχὴ μας ἀντικείμενο, γιὰ νὰ τρέφεται καὶ νὰ συντηρεῖται». Αὐτὰ ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου.
Πῶς οἱ πρόγονοί μας πορεύτηκαν αἰῶνες τώρα καὶ ἀντιστάθηκαν σὲ τόσους «καύσωνες» χωρὶς νὰ λυγίσουν; Μήπως στηριζόμενοι σὲ ἐγκόσμια «παρασόλια» καὶ σὲ ξένες τῆς παραδόσεώς μας βακτηρίες; Πῶς ἀνέδειξε τὸ Γένος τόσους ἥρωες καὶ ἁγίους; Μήπως μὲ τὰ πλούτη καὶ τὰ θέλγητρα τοῦ κόσμου; Ὄχι. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπάρνηση τῶν «ὡραίων» τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἐγώ, ποὺ ἦταν γέννημα τῆς προσήλωσης στὸ κοινὸ πνεῦμα, στὴν κοινὴ πίστη στὸ ἴδιο Πρόσωπο, αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴ βεβαιότητα τοῦ προορισμοῦ στὴν αἰωνιότητα.
Ὁ Φώτης Κόντογλου, στὸ βιβλίο «Μυστικὰ ἄνθη», σ` ἕνα κείμενο μὲ τίτλο «Ἡ χαρμολύπη ἢ τὸ χαροποιὸν πένθος» μὲ ἁπλό, χαριτωμένο καὶ λογοτεχνικὸ ὕφος, γράφει: «Ὁ πόνος κατὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία εἶναι δύο λογιῶν, πόνος κατὰ Θεὸν καὶ πόνος κατὰ κόσμον. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ πόνος ποὺ νοιώθει ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, δηλαδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πίστη στὸ Θεό, ἐνῶ ὁ δεύτερος εἶναι ὁ πόνος ποὺ νοιώθει ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει πίστη. Ὁ πρῶτος εἶναι ποὺ τὸν γλυκαίνει ἡ ἐλπίδα, ὁ δεύτερος εἶναι ὁ πόνος ποὺ τὸν κάνει ἀνυπόφερτον ἡ ἀπελπισία. Ὁ πρῶτος κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ φχαριστήσει καὶ νὰ μαζευτεῖ στὸ βυθὸ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐνῶ ὁ δεύτερος τὸν κάνει νὰ ἐπαναστατήσει καὶ νὰ βλαστημήσει… Ἀπὸ τούτη τὴ λύπη ποὺ νοιώθει ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ γερά, βγαίνει ἡ παρηγοριά, ἡ «παράκλησις» ποὺ λένε τὰ βιβλία τῆς θρησκείας καὶ γίνεται τὸ λεγόμενο «χαροποιὸν πένθος» ἢ ἡ «χαρμολύπη», ποὺ λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες…
Στὴ συνέχεια φέρνει ὡς παράδειγμα, ποὺ ἐφαρμόστηκε στὴν πράξη αὐτὴ ἡ ζωντανὴ ἐλπίδα καὶ ἁγιοπνευματικὴ χαρὰ τὸ δικό μας Γένος. Ἡ καταφρόνηση τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων, πού ἦταν βασισμένη στὸ εὐαγγελικό: «τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήση, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῆ;» (Ματθ. 16,26) καὶ «μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Μάτθ.10,28)…
Τὸν καιρὸ ποὺ πλάκωσε τὸ γένος μας ἡ μαύρη σκλαβιὰ τοῦ Τούρκου κι ὑποφέρνανε βασανιστήρια οἱ πατεράδες μας, ἡ θρησκεία τοὺς ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἀφοβία καὶ τὰ ἁγιασμένα αἰσθήματα ποὺ εἴπαμε, ἀνεβήκανε στὴν καρδιά τους, χαρίζοντάς τους τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ μακάρια ἐλπίδα του.
Ὁ πόνος ἔκανε τὴν καρδιά τους σὰν κάποια οὐράνια κιθάρα ποὺ ἄγγιζε τὶς κορδὲς (χορδὲς) της ἕνα μυστικὸ χέρι. Καὶ γινήκανε ποιητὲς οἱ τσομπάνηδες, ψαλτάδες κι ἅγιοι οἱ χωριάτες, ζωγράφοι κι ὑμνογράφοι οἱ καλόγεροι κι οἱ ἀσκητάδες, μοιρολογῆστρες καὶ κεντῆστρες οἱ γυναῖκες. Ὁλάκερη ἡ φυλὴ ἁγίασε καὶ βούιζε σὰν βλογημένο μελισσολόγι, ποὺ χαιρότανε πετώντας γύρω ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἄνθη, ποὺ φυτρώνανε στὸ ματωμένο χῶμα. Ὁ πόνος μετάλλαζε σὲ χαρά, ἡ σκλαβιὰ σὲ ξεπέταγμα, τὸ ξόδι σὲ ψαλμὸ ἀθανασίας…
Τότε ἤτανε ποὺ τρέχανε νὰ μαρτυρήσουνε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὰ παλληκάρια ἀπάνω στ` ἄνθος τους, χιλιάδες ἀδάμαστες ψυχές, κράζοντας στὸν ἄγριο σφάχτη τους: «Χτύπα γιὰ τὴν πίστη!».
Κι ἐμεῖς διδασκόμενοι ἀπ` αὐτούς, αἰσθανόμαστε βαθιὰ εὐγνωμοσύνη, καὶ ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, ἂν ὁ καιρὸς τὸ καλέσει. Ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρὲς καὶ οἱ ἐχθροί τῆς πίστης μας κατεργάζονται καταφανῶς καὶ ἀδιστάκτως τὸ κακό.
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 24-5-2016