Ο Σμύρνης Χρυσόστομος, ο γενναίος χαί απτόητος, ο φλογερός και μαρτυρικοστεφανωμένος Μητροπολίτης της ιστορικής Σμύρνης θανατώθηκε από τον αιμοδιψή όχλο τη νύχτα του Σαββάτου 27 Αυγούστου 1922.
Ο μαινόμενος όχλος τον έσυρε και τον διαπόμπευσε σε όλες τις συνοικίες «δέρων και εμπτύων και τίλλων τας τρίχας της κεφαλής και του γενείου του μέχρι της θέσεως των δύο Τσεσμέδων» όπου τον κτύπησαν με ρόπαλα και μαχαίρια ωσότου πέθανε κι’ υστέρα τον έσυραν σβαρνίζοντάς τον στους δρόμους, βλασφημούντες και υβρίζοντες και επιδεικνύοντες την ποιμαντορική του ράβδο ως το τρόπαιο της θηριωδίας τους.
Να πώς περιγράφει το τέλος του Ιεράρχου ο Μικρασιάτης Χρήστος Σολομωνίδης:
«Η 26η Αυγούστου είναι η μέρα της αγωνίας, η μέρα της απόγνωσης και του τρόμου του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης. Η εφιαλτική μέρα της Σμύρνης. Το Στρατηγείο έχει επιβιβασθεί στα πλοία. Οι τελευταίοι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν αναχωρήσει κι’ αυτοί. Η πόλη μένει τώρα ανυπεράσπιστη.
Σάββατο 27 Αυγούστου. Το τέλος των ονείρων του Γένους. Πρωΐ-πρωΐ ο Χρυσόστομος κατεβαίνει απ’ το μητροπολιτικό μέγαρο και πορεύεται στο ναό της Αγίας Φωτεινής. Τα πλήθη έχουν συρρεύσει στην εκκλησία και κατακλύζουν έντρομα το μεγάλο αυλόγυρο της. Μοναδική ελπίδα ο Θεός. Τελευταία καταφυγή η αγνή και ηρωϊκή Σαμαρείτις. Μόνη παρηγοριά ο Δεσπότης. Με χαραγμένη βαθειά τη συγκίνηση στο πρόσωπο παραστέκει το τρομαγμένο κι’ απελπισμένο ποίμνιο.
Ο σεπτός Ιεράρχης θα λειτουργήση για τελευταία φορά κάτω από τους θόλους της αιωνόβιας εκκλησίας της Αγίας Φωτεινής, σα μια δεύτερη Αγιά Σοφιά τις παραμονές της Άλωσης. Το μαρτυρικό κορμί του Χρυσοστόμου θα συρθή σε λίγο στους δρόμους της Σμύρνης. Ο Δεσπότης τελειώνει τη στερνή Λειτουργία κι’ ανεβαίνει στο μητροπολιτικό μέγαρο.
Όλα τα διαβήματά του για να σωθή το ποίμνιο του ατονούν. Οι ξένοι Πρόξενοι της Σμύρνης και οι Σύμμαχοι ναύαρχοι προσπαθούν να τον πείσουν να φύγη. Το ίδιο και οι παριστάμενοι προύχοντες. Ο Χρυσόστομος απαντάει: «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και καθήκον του καλού ποιμένος είναι να παραμείνη στις τραγικές στιγμές του ποιμνίου του, κοντά του». Και παραμένει. Απόσπασμα Τούρκων στρατιωτών καταφθάνει στη Μητρόπολη και τον απάγει και μαζί του δύο δημογέροντες, τον Ν. Τσουρουκτσόγλου και Κλημάνογλου.
Ο Μητροπολίτης προσάγεται στον Νουρεντίν πασά. Ο αιμοβόρος στρατηγός τον αποπέμπει λέγοντας: «Δεν θα σε κρίνω εγώ. Θα σε κρίνη ο λαός μου». Και τον παραδίδει στα άγρια εχθρικά στίφη.
Και αυτά τότε, όπως πλατειά θάλασσα φουρτουνιασμένη σκεπάζει και καταποντίζει αναρμένιστο καράβι, λυσσαλέα καταποντίζουν τον εθνομάρτυρα. Με ξιφολόγχη βγάζουν τα μάτια του. Του κόβουν τη γλώσσα, τ’ αυτιά, τα χέρια κι’ ό,τι απομένει από το κορμί του, το κρεμούν στη πλατεία του Τιρκιλίκι για να περάση ο συρφετός και βεβαιωθή πώς ο γκιαούρης Δεσπότης δεν υπάρχει πιά…
Πολλές αφηγήσεις υπάρχουν για το μαρτυρικό θάνατο του Χρυσοστόμου. Η ασφαλέστερη είναι εκείνη πού εξιστόρησε μετά ένα μήνα στη γαλλική Βουλή ο βουλευτής Παρισίων, αββάς Εδουάρδος Σουλιέ:
«Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου το γαλλικό προξενείο ειδοποιήθηκε πως ο Έλλην Μητροπολίτης Χρυσόστομος διέτρεχε κίνδυνον και ότι θάπρεπε να σταλή άγημα από Γάλλους ναύτες για να τον προστατεύση. Πράγματι ο Γάλλος Πρόξενος Γκραγιέ, έστειλε αμέσως άγημα, ο δε έπί κεφαλής του αγήματος αξιωματικός επρότεινε στο Χρυσόστομο να τον οδηγήση στο γαλλικό προξενείο. Ο Χρυσόστομος δεν ανήκει στην εκκλησία της Γαλλίας, αλλ’ αυτό δεν μ’ εμποδίζει να εκφράσω το βαθύτατο σεβασμό μου στη μνήμη του. Με ωραιότητα ψυχής αρνήθηκε να δεχθή το προσφερόμενο καταφύγιο, λέγοντας ότι καθήκον του είναι να μείνη μαζί με το ποίμνιο του.
Όταν το Γαλλικό άγημα ανεχώρησε, κατέφθασε με άμαξα Τούρκος αξιωματικός, συνοδευόμενος από στρατιώτες και διέταξε τον Χρυσόστομο να τον ακολουθήση. Ωδήγησαν τότε τον Ιεράρχη στα άκρα των ευρωπαϊκών συνοικιών μπρος σ’ ένα κουρείο. Εκεί του φόρεσαν άσπρη μπλούζα, ίσως για να διακρίνεται καλύτερα, κι’ εκεί έλαβε χώρα φρικτό κακούργημα, από κείνα πού είναι γεμάτη η ιστορία των μαρτύρων.
Του ξερρίζωσαν τα γένεια, τον μαχαίρωσαν, του κόψαν τη μύτη και τ’ αυτιά. Πλάϊ στους Τούρκους παίρνουν μέρος στα βασανιστήρια και τούρκισσες. Οι παρόντες ναύτες μας πάνοπλοι, αγανακτισμένοι, έξαλλοι. Υποχρεωμένος όμως από τις διαταγές, πού είχε λάβει ο επί κεφαλής τους αξιωματικός, τους απειλεί με περίστροφο στο χέρι ότι θα τους πυροβόληση αν θελήσουν να επέμβουν. Μετέφεραν υστέρα οι Τούρκοι τον Ιεράρχη στις τουρκικές συνοικίες, όπου τον διαμέλισαν και τον αφήκαν βορά στους σκύλους…».
Από όλες τις αφηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων ένα είναι απολύτως εξακριβωμένο. Πως ο Χρυσόστομος υπέστη το μαρτύριο μέχρι τέλους με καρτερικότητα, πού έκανε τον τουρκικό συρφετό να φοβηθή. Ο Χρυσόστομος παρέδωκε το πνεύμα σαν χριστιανός και σαν Έλληνας. Το σκήνωμα του ήταν μοιραίο να μη το καλύψη η αγαπημένη του γη. Εξαφανίστηκε και χάθηκε. Τάφηκε όμως στις καρδιές των Ελλήνων. Μνήμη του Χρυσοστόμου η ψυχή του Γένους και μνήμη του αιώνια, η Ιστορία».
Πηγή: (Αρχιμ. Νικολάου Ι. Πρωτοπαπά, Οι Άγιοι Της Μικρασιατικής Καταστροφής – Οι Σφαγιασθέντες Ώσπερ Άρνες Αρχιερείς Και Ιερείς Της Μικράς Ασίας, Αθήνα 1992), (Ο Ποιμήν, Μηνιαίο Εκκλησιαστικό Περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, έτος ΚΖ’, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1962, σ. 250-252), Διακόνημα, Αβέρωφ