ΑΘΗΝΑ 1953
«ΣΕ μιά διακοπή συνεδριάσεως, μιας από τις τελευταίες μεγάλες δίκες, ο Εισαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου, μου διηγήθηκε τα εξής, όταν πρόσεξε ότι είχα στο λαιμό μου ένα σταυρό.
Μου έδειξε ένα σταυρό που φορούσε κι αυτός στον λαιμό του και μου είπε:
— Αυτός ο σταυρός μου έσωσε την ζωή.
Χωρίς αυτόν θα ήμουν ήδη από τον χειμώνα του 1943 νεκρός. Ήταν η περίοδος, κατά την οποία όποιος έπεφτε στα χέρια των Γερμανών και ωδηγείτο εις το άντρον των βασανιστών των, εις την οδόν Μερλιν, δεν έφευγε από αυτό παρά για το νεκροταφείον.
Εκείνη την εποχή συνελήφθηκα και εγώ. Είχα κατηγορηθεί από ένα ανώτατο υπάλληλο του Δήμου Πειραιώς —όργανο των Γερμανών και ένα Δήμαρχο Συνοικισμού του Πειραιώς ως… Γενικός Εισαγγελεύς των Κομμουνιστών, διότι και τους δύο αυτούς κυρίους συνέλαβα για καταχρήσεις τροφίμων, από εκείνα που προοριζόταν δια τους πεινασμένους.
Η άρνηση , την οποίαν αντέτασσα σε κάθε «κατηγορώ», εξαγρίωνε τους ανακριτάς μου.
Έτσι παραδόθηκα σε βασανιστήρια.
Την τρίτη ημέρα του μαρτυρίου μου οδηγήθηκα σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο . ‘
Σε αυτό υπέστην τα πάνδεινα.
Παρήλασαν και πέντε γιγαντόσωμοι βασανιστές , καθένας των οποίων εξήντλησε όλες τις δυνάμεις του επάνω μου.
Σιγά-σιγά άρχισα να αισθάνωμαι ότι σε λίγο θα έμενα νεκρός εκεί.
Μετά τους γιγαντοσώμους βασανιστές, με παρέλαβε ο ίδιος ο ανακριτής.
Σε μιά στιγμή έξαλλος με έπιασε με τα δυο του χέρια από το λαιμό και άρχισε να τον σφίγγει.
Ένοιωσα ότι θα πέθαινα από ασφυξία.
Διέθεσα όσες δυνάμεις είχα και απαλλάχτηκα από τα χέρια του. Αμέσως άνοιξα, σχίζοντας το πουκάμισό μου, το στήθος.
Ήθελα να αναπνεύσω. Δεν είχα σκεφθεί καν τι είχα κάνει.
Την ίδια όμως στιγμή αντίκρυσα τον βασανιστή μου να γίνεται χλωμός.
Εγινε άσπρος ύστερα, περισσότερο και από τον κάτασπρο τοίχο του δωματίου.
Προσπαθούσε να σηκώσει τα χέρια του και δεν το κατόρθωνε.
Άρχισε τότε να κλαίει…
Ναι, να κλαίει τρομαγμένα και σαν μικρό παιδί !…
Έπειτα ήλθε κοντά μου, έσκυψε στο στήθος μου και… φίλησε αυτόν εδώ τον σταυρό !…
Ομολογῶ ότι δεν πίστευα στα μάτια μου για όσα έβλεπα.
Σε λίγο φώναξε και του έφεραν ένα ποτήρι νερό.
Με αυτό έπλυνε μόνος του, με τα χέρια του, που τώρα κινούνταν , τις πληγές μου και αφού με κάθισε σε μια καρέκλα να συνέλθω έφυγε για να επιστρέψει με αρκετούς συναδέλφους του, μπροστά στους οποίους αφηγήθηκε τα εξής:
— Μόλις άνοιξε ο άνθρωπος αυτός το στήθος του, έλαμψε στα μάτια μου σαν αστραπή αυτός ο μικρούτσικος σταυρός.
Και η λάμψη σχημάτισε ένα φλογερό «νάϊν» (όχι).
Τώρα που έχω συνέλθει, κύριοι, μπορώ να πω ότι ο Θεός βρίσκεται κοντά στους πιστούς.
Έπειτα απευθύνθηκε σε μένα και μου είπε:
— Θα Σας παρακαλούσα να μου προσφέρετε αυτό το σταυρό για να με προφυλάσσει από την άδικη κρίση.
Όχι από τον θάνατο, διότι δεν τον φοβούμαι. ‘
Αλλὰ δεν είμαι άξιος…
Δεν πιστεύω όπως εσείς στο Θεό.
Διότι εάν επίστευα…
Και σταμάτησε απότομα την φράση.
— Έτσι, αγαπητέ μου, εσώθην από βέβαιον θάνατον χάρις εις την πίστιν μου, κατέληξεν ο Εισαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου.»
Πηγή: Ο ΣΤΑΥΡΟΣ του κ. Εισαγγελέως ( Ν. Καπιτσόγλου, «Θαύματα που γίνονται σήμερα», περιοδ. «Κιβωτός», αριθ. 21/ Σεπτέμβριος 1953, σελ. 347).