... Το να μας πούνε ότι είμαστε ικανοί, έξυπνοι, μορφωμένοι είναι κάτι το οποίο είναι για αυτόν τον κόσμο. Εμείς έχουμε κόσμο που θέλουμε να τους πούμε ότι δεν είναι η ζωή τους λίγα χρόνια, λίγα κιλά, λίγες κοσμικές επιτυχίες. Έχουμε να προτείνουμε κάτι πολύ διαφορετικό σε έναν κόσμο ο οποίος έχει επιβάλει το εξής μοντέλο ανθρώπου. Θα σας το πω.
Τί είναι ο άνθρωπος; Ποιά είναι η κοσμική ανθρωπολογία;
Ένας άνθρωπος ζει στην ανυπαρξία, δεν υπάρχει. Ξαφνικά με άγνωστο το πότε έρχεται στην ύπαρξη με τη σύλληψή του. Ζει κάποια χρόνια. Πόσα; Δεν ξέρουμε. Πώς θα περάσει; Αν θα έχει δυστυχίες, ευτυχίες, ποιές θα είναι αυτές; Δεν το γνωρίζουμε. Πότε θα πεθάνει; Ούτε αυτό το ξέρουμε. Ξέρουμε όμως ότι θα πεθάνει. Πάντως έτσι περνάει και είναι πολύ μικρό το χρονικό διάστημα. Και εκατό χρόνια να ζήσει είναι πολύ λίγα και είναι και πολύ λίγη η ευτυχία του και μετά πεθαίνει.
Και τί είναι ο θάνατος; Είναι επιστροφή στην ανυπαρξία; Και τότε τί αξία έχει η ζωή; Είναι μία στενή ζώνη ύπαρξης σε έναν κόσμο που δεν τον καταλαβαίνουμε, μεγάλο, με νόμους που προσπαθούμε να τους κατανοήσουμε, με πάρα πολλά ερωτήματα. Και γιατί να ζήσει αυτός ο άνθρωπος; Κι έτσι μετά από λίγο σβήνει και φεύγει.
Αυτή είναι η ανθρωπολογία του κόσμου. Ότι ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα, μηδενικής αξίας κατ’ ουσίαν. Αγωνίζεται να ευτυχίσει στον εφήμερο κόσμο και τίποτε άλλο.
Κι ερχόμαστε εμείς ως Εκκλησία για να πούμε, μα άλλο πράγμα να πούμε εμείς για τον άνθρωπο. Ότι ο άνθρωπος είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο.
Πρώτον. Δεν τελειώνει. Έχει αιώνια προοπτική. Ο θάνατος δεν είναι επιστροφή στην άβυσσο και στον ωκεανό της ανυπαρξίας του τίποτα αλλά είναι μια προοπτική ζωής.
Δεύτερο πράγμα. Δεν είναι ζώο ο άνθρωπος. Ένα ζώο που προσπαθούν να μας πείσουν. Και το θέλει ο κόσμος! Πηγαίνω στα σχολεία, μου κάνουν επίθεση.
– Πες μας για την θεωρία της εξέλιξης.
– Σας αρέσει ρε παιδιά να είστε ζώα; Δηλαδή είναι τόσο άσχημο να είναι κανείς άνθρωπος, να είναι κάτι άλλο;
Μας πείσανε. Πείσανε το ποίμνιό μας, ότι αυτό το πράγμα είναι ο άνθρωπος. .. Και το θέλει, αυτό είναι χειρότερο, και αρνείται το άλλο που εμείς προτείνουμε. Ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος από αυτόν τον κόσμο, όχι να ομοιάσει μόνο με τον Θεό αλλά να κοινωνεί μετά του Θεού. Φοβερό πράγμα. Να έχει κοινωνία Θεού. Κι αν εγώ δεν το έχω σαν άτομο, γιατί δεν είναι ατομική η σωτηρία, το έχει η Εκκλησία σαν εμπειρία. Που εδώ τον Άγιο Σάββα που λέτε, τον Άγιό σας, ένα κοσμικό τίποτα με τεράστια δύναμη πίστεως. Δύναμη η οποία μπορούσε να επηρεάσει το θέλημα του Θεού χωρίς να φαίνεται. Αυτός είναι ο Άγιος.
Αυτό εμείς ευαγγελόμεθα. Ευαγγελόμεθα Χριστό, Σωτήρα, ο οποίος δεν είναι Αυτός που ήρθε να μας σώσει και να φύγει, αλλά που έπιασε τη φύση μας, την εθέωσε, αυτήν που έχουμε. Γιατί; Για να μας δώσει την προοπτική της δικής μας θεώσεως.
Αυτή λοιπόν είναι η προοπτική. Η μια είναι το ζώο που σβήνει, η άλλη είναι ο θεωμένος άνθρωπος που ζει για πάντα, αιώνια. Και αυτό κηρύττουμε, με το λόγο. Αυτό κηρύττουμε, με την Παράδοση της Εκκλησίας. Αυτό κηρύττουμε, με την ίδια τη ζωή Της. Δεν είναι Παράδοση τύπων, είναι Παράδοση ζωής και αυτήν την τιμή έχουμε εμείς, να είμαστε ιερείς στον 21ο αιώνα.
Δεν ξέρω αν υπήρχε μεγαλύτερη ευλογία. Ίσως οι περισσότεροι από εσάς από μικρά παιδάκια να ξεκινήσατε μ’ αυτόν τον πόθο. Εγώ δεν ξεκίνησα έτσι. Μου ‘ρθε, Μου ‘ρθε ξαφνικά στα τριάντα μου. Τριάντα χρονών για πρώτη φορά. Όπως δεν είχα φανταστεί τον εαυτό μου ότι θα γίνει, ξέρω εγώ, Πρωθυπουργός της Ινδονησίας, δεν φαντάστηκα ότι θα γινόμουνα παπάς. Και μου ‘ρθε. Και τώρα κάθομαι και λέω: Θεέ μου. Τί μου λέγανε να είμαι τώρα; Να είμαι ένας πλούσιος; Να είμαι ένας πανεπιστήμων; Να είμαι ένας κοσμικός θρησκευτικός ηγέτης; Να είμαι ένας οικογενειάρχης με απολαύσεις και με τέτοια; Να είχα σπίτια; Ή να είμαι παπάς σε ένα χωριουδάκι; Ασυζητητί παπάς στο χωριουδάκι. Ένας παππούλης.
Και τι να κάνω;
Να βγάζω από την ψυχή του κάθε ανθρώπου την δυνατότητα της κοινωνίας του με τον Θεό. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να υπάρχουνε τα προηγούμενα που είπαμε, τα τρία. Όχι να μιλάμε για προσευχή και να μην προσευχόμαστε. Όχι να μιλάμε για εξομολόγηση και να μην εξομολογούμαστε. Όχι να μιλάμε για το έλεος του Θεού και να μην βγάζει σταγόνες ελέους η καρδιά μας.
Προ μηνών, στο τέλος της περασμένης σχολικής χρονιάς ήρθε ένα σχολείο, ένα λύκειο, σε ένα ίδρυμα που έχουμε εμείς και καθήσαν τα παιδιά, τρίτη λυκείου, και είχαμε έτσι μία επικοινωνία. Την ώρα της επικοινωνίας ήτανε ο Διευθυντής του Λυκείου, ένας καθηγητής και η θεολόγος, η οποία διαρκώς σκούπιζε τα μάτια της .. συγκινήθηκε.
Αφού τελειώσαμε λέω,
– Λοιπόν παιδιά τώρα θα πρέπει να πηγαίνετε, πέρασε η ώρα.
Σηκωθήκανε. Λέει ένα κορίτσι, το οποίο έκανε έτσι ερωτήσεις με ένα ύφος. «Δε μου λέτε πάτερ.» Έτσι σ’ αυτό το στυλ.
Λέει λοιπόν αυτό το κορίτσι,
– Εγώ κυρία δεν φεύγω.
– Μα πρέπει να πηγαίνουμε.
– Δε μου λέτε πάτερ.
Συγνώμη σας το κάνω όπως το είπε, μ’ αυτό το ύφος.
– Είστε πνευματικός;
– Μπα, λέω εγώ. Πού την ξέρεις αυτή τη λέξη;
– Δηλαδή τι; Δεν είμαι εγώ Χριστιανή;
– Σιγά τη Χριστιανή, λέω εγώ.
– Τι είμαι; Μουσουλμάνα;
– Τον ξέρεις αυτόν;
Είχα φωνάξει τον παπά της ενορίας.
– [Κοιτάει] Κάπου τον έχω δει αυτόν τον κύριο!!
– Λοιπόν εσύ κάπου τον έχεις δει. Πού τα έμαθες τα χριστιανικά; Με υπνοπαιδία; .. Από τον παπά θα τα μάθεις.
– Εγώ πάντως πιστεύω στο Θεό, λέει. Θέλω να εξομολογηθώ.
Πετιούνται άλλα δύο κορίτσια και λένε,
– Δηλαδή θα πας να πεις τις αμαρτίες σου;
– Ναι. Εγώ στον πάτερ θα τις πω τις αμαρτίες μου.
Η καθηγήτρια από δίπλα να τρέχουν τα μάτια ..
– Ωραία, λέω, πότε θέλεις να έρθεις;
– Πέστε μου κι έρχομαι.
– Α όχι τώρα -ήτανε η κουφή εβδομάδα- θα περάσει το Πάσχα, θα πας στην Εκκλησία, θα περάσουν οι εξετάσεις και όταν τελειώσεις τις εξετάσεις σου, αν ακόμη θέλεις να έρθεις εγώ θα σε περιμένω.
– Και άμα τότε εγώ .. εγώ θα το ξεχάσω έως τότε.
– Ε τότε δεν είσαι έτοιμη να έρθεις για εξομολόγηση. Θα έρθεις του χρόνου.
Τέλος πάντων, με πλησιάζει η καθηγήτρια και μου λέει,
– Σεβασμιώτατε, εγώ έχω τόσα χρόνια που διδάσκω το μάθημα των Θρησκευτικών και διδάσκω και για την εξομολόγηση. Δεν έχω εξομολογηθεί ποτέ. Θέλω να εξομολογηθώ.
Γι’ αυτό έκλαιγε. Είχε έλεγχο. Ήθελε να ανοίξει την ψυχή.
Της λέω εγώ,
– Για τί εξομολόγηση μιλάς; Για ψυχολογική; Θέλεις να μου πεις τα ψυχολογικά σου;
Λέει αυτή,
– Νοιώθω κομμάτια σήμερα. Θέλω να καταθέσω τα κομμάτια της ψυχής μου.
Πολύ μου άρεσε.
Πρέπει να νοιώσουμε κι εμείς κομμάτια. Όταν βγαίνουμε στο Χερουβικό και θυμιάζουμε λέμε τον Πεντηκοστό Ψαλμό. Τον λέμε για εμάς. Αν προσέξετε στη Θεία Λειτουργία, όποιος την ζει, ποτέ στη Θεία Λειτουργία δεν ζητούμε μετάνοια για τον λαό, μόνο για εμάς. Υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων. Όλη η λατρεία είναι μία προσπάθεια προσωπικής μας μετανοίας, για να την προσφέρουμε. Γι’ αυτό και κάποιες προσευχές είναι προσευχές του ιερέα βασικά και κυρίως. Αυτός είναι ο λόγος που μπήκε η λέξη «μυστικώς» και τσακωνόμαστε αν θα τις λέμε και δεν θα τις λέμε, φωναχτά, χαμηλοφώνως. Πέστε τις όπως θέλετε αλλά είναι για εμάς. Είναι για εμάς. Και αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλο πράγμα. Να καταλάβω ότι πρέπει να γυρίσω μέσα μου για να ανοίξω και να επεκταθεί η αγκαλιά μου.
«νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω εις εαυτόν επάνεισι» .. «και δι’ εαυτού προς τον Θεόν».
Αυτός ο οποίος δεν σκορπίζεται προς τα έξω. Αυτός ο νους είναι ο οποίος επιστρέφει μέσα του, το διαβάζουμε στη Φιλοκαλία, και δι’ εαυτού προς τον Θεόν. Αφού μαζευτεί μέσα του, μετά ανοίγει και μπορεί να αγκαλιάσει και τον κόσμο, φυσικά και να προσλάβει η ψυχή του όσο είναι χωρητικός από τη δόξα και τη χάρη του Θεού. Αυτή είναι η μεγάλη ευλογία που εμείς έχουμε και την κατέχουμε στα χέρια μας. Κι έτσι πρέπει να ζήσουμε. Όχι σαν υπάλληλοι μιας εταιρείας που λέγεται Εκκλησία αλλά σαν ιερουργοί ενός μυστηρίου. Ούτε σαν τελετουργοί. Όχι είναι λίγο, οι καλές κινήσεις, η καλή φωνή, η καθαριότητα του Ναού. Αναγκαία αλλά λίγο. Πρέπει να μάθουμε να ζήσουμε μυστική ζωή.
Έλεγε ο πατήρ Κύριλλος κάτι και μου έκανε εντύπωση όταν κουβεντιάζαμε προηγουμένως. Πώς διεδέχθη στη διακονία του τον άγιο Πενταπόλεως. Ένα κληρικό, ο οποίος είχε χάρισμα λόγου. Εγώ, λέει, δεν έχω πολύ. Μπορεί να έχει άλλο πράγμα αυτός που διαδέχεται έναν χαρισματικό, και αυτό το άλλο πράγμα είναι η εσωτερική μυστική ζωή. Το να νοιώθει δηλαδή την ανάγκη της μετανοίας, για να εξομολογείται. Την ανάγκη της προσευχής, για να στέκεται ενώπιον του Θεού. Την ανάγκη της δικής του μεταμορφώσεως, για να βγάζει έλεος προς τον κόσμο σαν ανταπόδομα στο πολύ έλεος που παίρνει από τον Θεό.
Τέτοια ιερωσύνη είναι υπέροχο πράγμα. Δεν είναι Σεβασμιώτατε; Διότι τότε έχει κανείς μέσα του τον Θεό. Πώς; Ενοικούντα, ενεργούντα και ενπεριπατούντα. .. Αυτός είναι ο ιερέας ο οποίος δεν στηρίζεται στα χαρίσματά του. Τα αξιοποιεί ως τάλαντα που του έδωσε ο Θεός, αλλά σε τί στηρίζεται; Στην κοινωνία του με τον Θεό. Και κάθεται μετά και αφήνει να ενεργεί ο Θεός, να ενοικεί, «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν» λέμε, να εγκατασταθεί μέσα, να ενοικήσει. ..
Πηγή: (Ομιλία του Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, στην ιερατική σύναξη στα γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως Καλύμνου την 17/9/2016 με θέμα «ιερωσύνη».), Αβέρωφ