«Θάρσει,θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»
«Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται»
(Λουκ. 8,48,50)
ΔΥΟ εἶνε τὰ θαύματα ποὺ διηγεῖται σήμερα ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Τὸ ἕνα εἶνε ἡ θεραπεία ἑνὸς ἀσθενοῦς, καὶ τὸ ἄλλο εἶνε ἡ ἀνάστασι μιᾶς νεκρᾶς. Ἂς δοῦμε μὲ ἁπλᾶ λόγια τὰ δύο αὐτὰ θαύματα.
* * *
Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Χριστὸς περιοδεύοντας ἔφτασε σὲ μία πόλι. Ἀμέσως ἀπὸ στόμα σὲ στόμα διαδόθηκε, ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός. Ἔκλεισαν τὰ μαγαζιά. Οἱ ἐργάτες ἄφησαν τὰ ἐργαστήριά τους. Οἱ γυναῖκες ἄφησαν τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ, καὶ τὰ παιδιὰ βγῆκαν στὸ δρόμο. Ὅλοι εἶχαν τὴν περιέργεια νὰ τὸν δοῦνε. Ὅλη ἡ πόλις ἦταν στὸ πόδι, γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθῇ. Τόσος ἦταν ὁ κόσμος, ποὺ βελόνα νὰ ἔρριχνες δὲν ἔπεφτε κάτω. Ὅλοι σπρώχνονταν γιὰ νὰ δοῦνε τὸ Χριστό.
Καθὼς ὁ Χριστὸς περπατοῦσε στὸ δρόμο, νά καὶ πέφτει στὰ πόδια του κάποιος, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, καὶ λέει· Χριστέ, ἐλέησέ με.
Τί συνέβη; Τί εἶχε πάθει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων. Λεγόταν Ἰάειρος. Εἶχε ἕνα κοριτσάκι δώδεκα χρονῶν, μονάκριβο, ποὺ ἀρρώστησε καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνῃ. Οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν τίποτε. Καὶ τώρα, ποὺ ἄκουσε ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός, πῆγε γονάτισε καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάῃ στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί του.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ὁ Χριστὸς προχωροῦσε νὰ πάῃ στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ἀπότομα σταματᾷ. Στρέφεται κ᾿ ἐρωτᾷ· Ποιός μὲ ἄγγιξε;
Οἱ μαθηταὶ ἀπαντοῦν· Δάσκαλε, τί εἶνε αὐτὰ ποὺ λές; Ἐδῶ τόσος κόσμος σὲ σπρώχνει. Ὅλοι σὲ ἀγγίζουν καὶ σὲ συνθλίβουν, καὶ λές, Ποιός μὲ ἄγγιξε;
Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐπιμένει· Κάποιος μὲ ἄγγιξε· γιατὶ ἐγὼ αἰσθάνθηκα δύναμι νὰ φεύγῃ ἀπὸ πάνω μου.
Τότε μιὰ γυναίκα, ποὺ ἔτρεμε σὰν τὸ φύλλο, ντροπαλὰ – ντροπαλὰ πλησιάζει μπροστά του, πέφτει στὰ πόδια του καὶ λέει· Χριστέ, συγχώρεσέ με. Ἐγὼ εἶμαι αὐτὴ ποὺ σὲ ἄγγιξε. Ἤμουν μιὰ δυστυχισμένη γυναίκα. Ἤμουν ἄρρωστη, εἶχα αἱμορραγία. Στράγγισα. Πῆγα σὲ γιατρούς, ἀγόρασα φάρμακα πανάκριβα. Πούλησα ὅλη μου τὴν περιουσία, μὰ καμμιά θεραπεία δὲ βρῆκα. Τώρα ποὺ ἦρθες, εἶπα· Θὰ πάω νὰ τὸν δῶ· θ᾿ ἀγγίξω τὸ ροῦχο του, καὶ θὰ γίνω καλά. Μ᾿ αὐτὴ τὴν πίστι σὲ πλησίασα. Καὶ μόλις ἄγγιξα τὸ ροῦχο σου, ἔγινα καλά. Χίλιες δόξες νὰ ἔχῃς, Χριστέ!
Τότε ὁ Χριστὸς εἶπε· Παιδί μου, ἔχε θάρρος· ἡ πίστι σου σὲ ἔσωσε. Πήγαινε στὸ καλό.
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Χριστός, προχώρησε νὰ πάῃ στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου. Καθὼς πλησίαζε, ἕνας ὑπηρέτης τρέχει καὶ λέει στὸν Ἰάειρο· Πέθανε τὸ κορίτσι· μὴν ἐνοχλεῖς τὸ διδάσκαλο, δὲ χρειάζεται πιά… Γιατὶ νόμιζε, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει τὴ δύναμι ν᾿ ἀναστήσῃ νεκρό.
Ταράχτηκε ὁ Ἰάειρος ἀκούγοντας ὅτι τὸ παιδί του πέθανε. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδωσε θάρρος. Μὴ φοβᾶσαι, τοῦ λέει, μόνο πίστευε.
Ὅταν ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, ἀκοῦνε κλάματα καὶ φωνές. Εἶχε μαζευτῆ κόσμος πολύς, συγγενεῖς καὶ φίλοι. Ἦταν καὶ κάτι μοιρολογίστρες, καὶ ὅλοι κλαίγανε. Ὁ Χριστὸς τοὺς λέει· Τὸ κορίτσι δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. Τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω καὶ κράτησε μόνο τοὺς τρεῖς μαθητάς, τὸν Πέτρο τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ τοὺς γονεῖς. Ἔπιασε τὸ χέρι τῆς κόρης καὶ φώναξε· Σήκω, παιδί μου, ἐπάνω!
Ἀμέσως, σὰν νὰ πέρασε ἐπάνω ἀπ᾿ τὸ σῶμα μαγνήτης ποὺ τραβᾷ τὶς βελόνες, ἔτσι σηκώθηκε ἐπάνω τὸ παιδί. Ἄνοιξε τὰ ματάκια του, κ᾿ ἔμειναν ὅλοι κατάπληκτοι. Καὶ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι δὲν εἶνε φάντασμα ἀλλὰ πραγματικότης, εἶπε· Δῶστε στὸ παιδὶ νὰ φάῃ.
* * *
Αὐτὰ τὰ δυὸ θαύματα μᾶς διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο.
―Οὔ! θὰ ποῦν τώρα οἱ ἄπιστοι. «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» αὐτά· τώρα δὲν γίνονται θαύματα. Τώρα ἔχουμε φάρμακα καὶ κλινικές.
Τί εἶπες, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ»; Ὄχι. Καὶ σήμερα, καὶ αὔριο, καὶ μετὰ δύο καὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια, δὲν θὰ παύσῃ ὁ Χριστὸς νὰ κάνῃ τὰ θαύματά του.
Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια στὴν Ἀθήνα ἔμαθα τὸ ἑξῆς. Στὸ σπίτι ἑνὸς πάμπλουτου, ποὺ εἶχε καράβια, ἀρρώστησε τὸ κορίτσι του τὸ μονάκριβο, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ Ἰαείρου. Μονάκριβο ἦταν ἐκεῖνο στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, μονάκριβο κι αὐτὸ στὰ χρόνια τὰ δικά μας. Ὁ πατέρας εἶχε λεφτά. Τὸ πῆγε στὴ Σουηδία στοὺς καλύτερους γιατρούς. Ὅλοι εἶπαν, ὅτι θὰ πεθάνῃ. Μὰ ἡ μάνα, ποὺ πίστευε στὸ Χριστό, κι ἀφοῦ ἀπελπίστηκε ἀπὸ τοὺς γιατρούς, κάθησε ὅλη νύχτα κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς. Παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα τὸ Χριστό, νὰ κάνῃ καλὰ τὸ κορίτσι της. Τὴν ἄλλη μέρα ἕνας κρύος ἱδρώτας ἔπιασε τὸ κοριτσάκι. Ἄνοιξε τὰ ματάκια του καὶ ζωντάνεψε. Πήγανε οἱ γιατροὶ καὶ τὸ εἶδαν, καὶ θαύμασαν. Κι αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι πιστέψανε καὶ εἶπαν· Εἶνε θαῦμα.
Μάλιστα. Κάνει θαύματα ὁ Χριστός. Δὲν εμεθα ἐναντίον τῶν γιατρῶν καὶ τῶν φαρμάκων. Γιατὶ καὶ τοὺς γιατροὺς καὶ τὰ φάρμακα τὰ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἀλλὰ παραπάνω κι ἀπὸ τὰ βότανα κι ἀπὸ τοὺς γιατροὺς ἕνα εἶνε τὸ φάρμακο. Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ ἄλλα φάρμακα. Ἕνα εἶνε τὸ παντοδύναμο φάρμακο. Ἂν τὸ ἔχῃς αὐτό, φτάνει. Καὶ τὸ φάρμακο αὐτὸ λέγεται πίστις.
Πίστευε στὸ Χριστό, καὶ μὴ φοβᾶσαι. Νὰ ἔχῃς πίστι βουνό.
―Μὰ τί εἶνε αὐτὴ ἡ πίστις;
Θὰ σᾶς πῶ. Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ λέει, Δὲν ὑπάρχει Φλώρινα, δὲν ὑπάρχει Πτολεμαΐδα;… Ἂν τὸ πῇ, θὰ τὸν πιάσουν καὶ θὰ τὸν δέσουν. Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ λέει, Δὲν ὑπάρχει ἥλιος, δὲν ὑπάρχει φεγγάρι, δὲν ὑπάρχει Αὐστραλία, δὲν ὑπάρχει Ἀμερική…; Μπορεῖ ἐσὺ νὰ μὴν πῆγες στὴν Αὐστραλία καὶ στὴν Ἀμερικὴ καὶ νὰ μὴν τὶς εἶδες, ἀλλ᾿ ὑπάρχουν τόσοι ἄλλοι ποὺ πῆγαν καὶ σὲ βεβαιώνουν. Ὅπως λοιπὸν τὰ πιστεύεις καὶ τὰ παραδέχεσαι αὐτά, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύῃς ὅτι ὑπάρχει καὶ ἕνας ἄλλος ἀόρατος κόσμος.
Ναί, ὑπάρχει Θεός, εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων. Ναί, ὑπάρχει Χριστός, ὑπάρχει Παναγιά. Ὑπάρχουν ἄγγελοι, ὑπάρχουν δαίμονες. Ὑπάρχει κόλασι, καὶ μὴ γελᾷς. Ὑπάρχει παράδεισος, καὶ νὰ χαίρεσαι. Ὑπάρχει κόσμος ἀθάνατος. Τὰ πιστεύεις; τὰ παραδέχεσαι; Ἂν πῇς, Ἂμ ποιός τὰ εἶδε;… δὲν πιστεύεις πιά. Εἶσαι ὀλιγόπιστος· σὰν τὸ Θωμᾶ, ποὺ ἤθελε ν᾿ ἀγγίξῃ μὲ τὰ χέρια του τὸ Χριστό.
Λοιπὸν αὐτή εἶνε ἡ πίστις. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια δὲν κατοικοῦσαν οἱ ἄνθρωποι σὲ σπίτια μεγάλα. Δὲν εἶχαν ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις. Δὲν εἶχαν χαλιὰ καὶ καλοριφέρ. Δὲν εἶχαν αὐτοκίνητα. Δὲν εχανε λεφτὰ καὶ ἀνέσεις. Ἀλλὰ εχανε πίστι μεγάλη. Πιστεύανε οἱ ἄνθρωποι. Μέσα στοὺς χίλιους ζήτημα νὰ εὕρισκες ἕναν ἄπιστο. Ὅλοι πιστεύανε στὸ Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς τοὺς εὐλογοῦσε. Μὲ τὴν πίστι ἔκαναν θαύματα. Τώρα, τὰ χρόνια ἄλλαξαν. Τώρα ὁ διάβολος ἔσπειρε μὲ τὶς χοῦφτες τὸ σπόρο τῆς ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας, καὶ μικρὰ παιδιὰ καὶ νέοι καὶ δεσποινίδες καὶ γέροι μὲ ἄσπρα μαλλιὰ καὶ τσομπάνηδες καὶ βοσκοὶ φύγανε ἀπὸ τὸ Θεό. Μέσα σὲ τόσους ἀνθρώπους πόσοι πιστεύουν; Μέσα στὶς χίλιες γυναῖκες ζήτημα ἐὰν πιστεύουν δύο, καὶ μέσα στοὺς χίλιους ἄνδρες ζήτημα ἐὰν πιστεύῃ ἕνας. Εἶνε χρόνια κατηραμένα.
Ἀλλὰ τελικῶς ἡ πίστις θὰ νικήσῃ. Ὁ Θεὸς θὰ νικήσῃ, ὁ Χριστὸς θὰ θριαμβεύσῃ.
Πιστεύετε! ὅπως πίστευαν οἱ μανάδες σας οἱ ἀγράμματες. Πιστεύετε! ὅπως πίστευε ὁ Ἰάειρος. Πιστεύετε! Ἡ πίστις εἶνε τὸ πολυτιμότερο, τὸ μοναδικὸ πρᾶγμα, ποὺ μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ φυλάξουμε στὸν κόσμο. Δυστυχισμένος αὐτὸς ποὺ δὲν πιστεύει. Προτιμότερο νὰ χάσῃς τὰ μάτια σου, προτιμότερο νὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος, προτιμότερο νὰ πέσουν τὰ ἄστρα, προτιμότερο νὰ ξεραθοῦν τὰ πηγάδια, προτιμότερο νὰ μὴ ζῇς, παρὰ νὰ μὴν πιστεύῃς. Πίστευε! καὶ μὲ τὴν πίστι μπροστὰ προχώρει, καὶ ὁ Θεὸς ποτέ δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψῃ.
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν καί Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος
Ἀμμοχώρι 7-11-1971
Πηγή: π. Αυγουστίνος Καντιώτης