Σταχυολόγηση καὶ διασκευὴ κειμένου ἀπὸ τὰ “Πνευματικὰ Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ἄς συλογιστοῦμε, ἀγαπητοί, τό χάος στό ὁποῖο ἦταν βυθισμένη πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ αἰώνιου θανάτου πού τήν ἀκολουθοῦσε, καί ἀπ᾿ ὅπου δέν μποροῦσε νά μᾶς βγάλει καμιά δύναμη. Γιατί ἄνθρωποι, βέβαια, δέν θά μποροῦσαν νά μᾶς λυτρώσουν, ἀφοῦ ὅλοι ἦταν σκλάβοι τοῦ διαβόλου, μολυσμένοι ἀπό τίς ἀνομίες: «Πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δικαιούμενοι δωρεάν τῇ αὐτοῦ χάριτι διά τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»1. Μά οὔτε καί ἄγγελοι θά μποροῦσαν νά μᾶς λυτρώσουν, γιατί αὐτοί, ἔχουν περιορισμένη δύναμη, ἀγαθότητα καί σοφία, ἀφενός θά ἐμποδίζονταν ἀπό τό αὐτεξούσιό μας, καί ἀφετέρου δέν θά εἶχαν τρόπο νά γιατρέψουν τό ἄπειρο κακό μας οὔτε νά μᾶς κρατήσουν αἰώνια στήν εὐδαιμονία καί μακαριότητα. Γι᾿ αὐτό καί ὁ προφήτης Ἡσαΐας εἶπε:
«Οὐ πρέσβυς οὐδέ ἄγγελος, ἀλλ᾿ αὐτός ὁ Κύριος ἔσωσεν αὐτούς»2. Ποιός; Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε καί δύναμη ἄπειρη γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει, καί σοφία ἄπειρη γιά νά βρεῖ τόν τρόπο τῆς ἐλευθερίας μας, καί δικαιοσύνη ἄπειρη γιά νά μήν κάνει τυραννική τήν ἐλευθερία τῶν ὑποδουλωμένων ἑκούσια στούς δαίμονες, καί ἀγαθότητα ἄπειρη γιά νά μεταδώσει σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων τόν πλοῦτο τῆς θείας Του χάριτος καί δόξας.
Ἄς στοχαστοῦμε τώρα, ἀγαπητοί, πόσο βαθύ ἦταν τό χάος πού βρισκόμασταν, δίχως ἐλπίδα σωτηρίας, σά σκλάβοι τοῦ σατανᾶ, σάν ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, σά σύντροφοι τοῦ Ἑωσφόρου στήν ἀνομία καί σάν καταδικασμένοι μαζί του στήν αἰώνια κόλαση. Καί μ᾿ αὐτή τή σκέψη ἄς ταπεινωθοῦμε κι ἄς εὐχαριστήσουμε μ᾿ ὅλη μας τήν καρδιά τό Θεό, πού μᾶς λύτρωσε ἀπό κείνη τή νοητή αἰώνια ἄβυσσο. Σάν ἀντάλλαγμα, ἄς Τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς φωτίσει, γιά νά ἐκτιμήσουμε ὅσο πρέπει τή μεγάλη Του δωρεά, «εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καί Πατρί τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τήν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί, ὅς ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καί μετέστησεν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ἐν ᾧ ἔχωμεν τήν ἀπολύτρωσιν»3.
Στοχαστεῖτε τώρα, ἀδελφοί, πόσο ψηλά ἀνεβήκαμε μέ τή θεία ἐνανθρώπηση. Θά μποροῦσε ὁ Θεός μόνο μέ μιά ἁπλή ἐξωτερική συγχώρηση νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά κακά τῆς κολάσεως. Δέν ἀρκέστηκε ὅμως σ᾿ αὐτό, ἀλλά καί μᾶς ὕψωσε σέ θέση θεϊκή μέ τήν ἁγιαστική Του χάρη. Μᾶς ἔκανε θετά παιδιά Του καί κληρονόμους τῶν αἰωνίων Του ἀγαθῶν:
«Αὐτό τό Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν, ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ. Εἰ δέ τέκνα, καί κληρονόμοι, κληρονόμοι μέν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δέ Χριστοῦ»4.
Ποιός μπορεῖ τώρα νά μετρήσει τήν ἀπόσταση πού χωρίζει τό χάος, ὅπου βρισκόμασταν, ἀπό τό ὕψος, ὅπου μᾶς ἀνέβασε ὁ Θεός;
Τή θέση ἑνός ἁμαρτωλοῦ, καταδικασμένου στόν ἅδη, ἀπό τή θέση ἑνός δικαίου, βαλμένου στή δόξα τοῦ παραδείσου;
Τά Σεραφείμ ἐκπλήσσονται ὅταν μετρᾶνε αὐτά τά δύο ἄκρα, κι ἐμεῖς δέν θέλουμε νά νιώσουμε οὔτε ἐλάχιστα στήν καρδιά μας μιά χάρη τόσο ἀξιοθαύμαστη.
Ἕνας εὐαγγελιστής Ἰωάννης κι ἕνας Ἀπόστολος Παῦλος ἔμειναν ἐκστατικοί μπροστά στήν ἄπειρη ἀγάπη, πού ἔδειξε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο.
Ὁ μέν ἕνας εἶπε: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»5.
Καί ὁ ἄλλος: «Τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπέρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν»6.
Καί ὅμως, ἐμεῖς καθόλου δέν τό συλλογιζόμαστε αὐτό. Οὔτε βέβαια συγκλονιζόμαστε ἀπό τά τολμηρά μά ἀληθινά λόγια τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, πού γράφει πώς ὁ Θεός, ὁ αἴτιος καί δημιουργός τοῦ σύμπαντος, ἀπό τήν ὑπερβολική Του ἀγαθότητα καί τόν ἔρωτα πού ἔχει γιά ὅλα τά κτίσματά Του, καί μάλιστα τόν ἄνθρωπο, συγκαταβαίνει νά βγεῖ ἀπό τόν ἑαυτό Του. Καί ἐνῶ εἶναι ἔξω καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα, κατεβαίνει στό χῶρο τῶν κτιστῶν, γιά νά μεταδώσει σ᾿ αὐτά τήν ἀγαθότητά Του:
«Τολμητέο δέ καί τοῦτο ὑπέρ ἀληθείας εἰπεῖν, ὅτι καί αὐτός ὁ πάντων αἴτιος τῷ καλῷ καί ἀγαθῷ τῶν πάντων ἔρωτι δι᾿ ὑπερβολήν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται, ταῖς εἰς τά ὄντα πάντα προνοίαις καί οἷον ἀγαθότητι καί ἀγαπήσει καί ἔρωτι θέλγεται· καί ἐκ τοῦ ὑπέρ πάντα καί πάντων ἐξῃρημένου πρός τό ἐν πᾶσι κατάγεται κατ᾿ ἐκστατικήν ὑπερούσιον δύναμιν ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ»7. Καί τοῦτο φαίνεται πρῶτα ἀπό τή δημιουργία τοῦ κόσμου, ὁπότε ὁ Θεός «ἔξω ἑαυτοῦ ἐγένετο» γιά ἕξι μέρες. Καί ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τό ἔργο τῆς δημιουργίας, «κατά τήν ἑβδόμην εἰς τό οἰκεῖον ὕψος, ὅ μηδ᾿ ἀπέλιπε, θεοπρεπῶς ἐπανῆλθε»8. Ἔπειτα φαίνεται καί ἀπό τήν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καί πάλι ὁ Υἱός Του, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη στόν ἄνθρωπο, «ἔξω ἑαυτοῦ ἐγένετο» γιά τριαντατρία χρόνια. Δίδαξε, θαυματούργησε, κάλεσε σέ μετάνοια, ἔπαθε, πέθανε στό Σταυρό καί, τέλος, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, «καθεζόμενος ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός», ὅπως πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του. Καί τοῦτα πάλι, ἐμεῖς δέν τά συλλογιζόμαστε.
Ἄς στοχαστοῦμε ὅμως μιά ἀκόμα μεγάλη εὐεργεσία, πού μᾶς ἔκανε ὁ Κύριος: Προβλέποντας τή μωρία πού ἔχουμε, νά σκορπίζουμε δηλαδή τόν πνευματικό θησαυρό πού μᾶς χάρισε καί νά γκρεμιζόμαστε ἀπό τό ὕψος τῆς χάριτος στό βάραθρο τῆς ἁμαρτίας, μᾶς ἔδειξε τό δρόμο τῆς μετάνοιας καί τῶν ἀχράντων μυστηρίων, γιά νά γυρίζουμε μ᾿ αὐτά στή χαμένη ἀρχική χάρη. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὀνόμασε τή μετάνοια «χάριν μετά χάριν». Ὦ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀκατανόητη! Οὔτε τή σκιά μιᾶς τέτοιας ἀγάπης δέν μποροῦμε νά βροῦμε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Καί ὅμως, φανερώνουμε τόση ἀγνωμοσύνη καί τόση ἀναισθησία ἀπέναντι στό μεγάλο μας Εὐεργέτη, περιφρονώντας τό ἀνεκτίμητο δῶρο Του καί δουλεύοντας στήν ἀμαρτία, ἐνω, ἀντίθετα, τρέχουμε νά εὐχαριστήσουμε μέ κάθε τρόπο τούς ἀνθρώπους πού θά μᾶς δείξουν καί τήν ἐλάχιστη ἀγάπη. Ἀλήθεια, τέτοια ἀχαριστία δέν ὑπάρχει οὔτε στούς ἴδιους τούς δαίμονες. Αὐτοί ποτέ δέν ἀξιώθηκαν νά λάβουν τέτοια χάρη. Ἀφοῦ ἔπεσαν μιά φορά, ἀφέθηκαν γιά πάντα στήν ἀπώλειά τους. Πόσο λοιπόν πρέπει νά εὐγνωμονοῦμε ἐμεῖς τό Θεό, πού μᾶς ἔδειξε τόση ἐπιείκεια, ἐνῶ τιμώρησε τόσο αὐστηρά τούς ἀποστάτες ἀγγέλους; Ἡ ἀγάπη Του γιά μᾶς εἶναι τόση, πού δέν σβήνει ἀπό τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας. Τόσο δυνατή πρέπει νά εἶναι καί ἡ δική μας ἀγάπη γιά Ἐκεῖνον, πού κανένας πειρασμός νά μήν τή σβήνει.
Ἄς συλλογιστοῦμε, τέλος, τήν ἔσχατη ταπείνωση, στήν ὁποία ὑπέβαλε τόν ἑαυτό Του ὁ Θεός γιά νά μᾶς λυτρώσει, ἑνώνοντας τή θεότητά Του μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἔπαθε καί πέθανε γιά τήν ἀγάπη μας. Τήν ταπείνωση αὐτή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τήν ὀνομάζει κένωση: «(Ὁ Χριστός) ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ ἀλλ᾿ ἑαυτόν ἐκένωσεν μορφήν δούλου λαβών»9.
Ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ἑρμηνεύοντας τί ἦταν ἐκείνη ἡ κένωση, λέει: «Ὁ πλήρης κενοῦται τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵν᾿ ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως»10.
Καί ὁ Μέγας Βασίλειος, συγκρίνοντας τή συγκατάβαση αὐτή μέ τή δημιουργία τῆς κτίσεως, τή βρίσκει ἀνώτερη καί σπουδαιότερη: «Ὅτι καί ἠνέσχετο (ὁ Θεός) συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, καί ἐδυνήθη πρός τό ἡμέτερον ἀσθενές καταβῆναι· οὐ τοσοῦτον γάρ οὐρανός καί γῆ καί τά μεγέθη τῶν πελάγων, καί τά ἐν ὕδασι διαιτώμενα, καί τά χερσαῖα τῶν ζώων, καί τά φυτά, καί ἀστέρες, καί ἀήρ, καί ὧραι, καί ποικίλη τοῦ παντός διακόσμησις τό ὑπερέχον τῆς ἰσχύος συνίστησιν, ὅσον τό δυνηθῆναι τόν Θεόν, τόν ἀχώρητον, ἀπαθῶς διά σαρκός συμπλακῆναι τῷ θανάτῳ ἵνα τῷ ἰδίῳ πάθει τήν ἀπάθειαν χαρίσηται»11.
Μέ τήν ἀνθρώπινη φύση πού ἔλαβε ὁ Κύριος, ὄχι μόνο στερήθηκε τή δόξα καί τήν εὐδαιμονία καί τήν ἀνάπαυση πού ἔπρεπε νά ἔχει, ἀλλά ἔπαθε περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα ἔπαθε ποτέ ἄνθρωπος σ᾿ αὐτό τόν κόσμο – φτώχεια, κόπους, συκοφαντίες, ὀνειδισμούς, βασανιστήρια, καί τέλος σταυρικό θάνατο. Μέ διό λόγια, «ἀντί, τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας»12. Πόσο μεγάλη εὐεργεσία μᾶς ἔκανε ὁ Θεός μέ τό πλῆθος τῶν βασάνων καί τῶν καταφρονήσεων, πού ὑπέμεινε γιά τή σωτηρία μας! Πράγματι, τά χᾶνει κάθε νοῦς! Μένει ἄφωνη κάθε γλώσσα! Θά μποροῦσε ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου νά πεῖ ἕνα λόγο στόν οὐράνιο Πατέρα Του, κι Ἐκεῖνος θά μᾶς ἔστελνε τή βοήθειά Του. Καί τότε, βέβαια, θά ἦταν φτωχική ὅλη ἡ ἀγάπη καί ὅλη ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων γιά νά Τόν εὐχαριστήσει ἐπάξια. Τώρα λοιπόν, πολύ περισσότερο, πού θέλησε νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν ἐξουσία τῶν δαιμόνων χύνοντας τό τίμιο αἷμα Του, πῶς θά τόν εὐχαριστήσουμε ὅπως πρέπει;
Θά μποροῦσε ὁ Κύριος νά κάνει κάτι περισσότερο ἀπ᾿ αὐτό πού ἔκανε μέ τή σταυρική Του θυσία; Καί, μετά ἀπ᾿ αὐτή, μᾶς ζητάει ἄραγε πολλά πράγματα, ὅταν μᾶς παραγγέλλει νά τηροῦμε τόν ἅγιο νόμο Του; Καί τοῦτο, ὄχι γιά τίποτε ἄλλο, ἀλλά γιά νά κάνει κι ἐμᾶς κοινωνούς τῆς δικῆς Του μακαριότητος;
Ναί στήν τήρηση τοῦ νόμου Του βρίσκεται ὅλη ἡ μακαριότητά μας: «ὁ φυλάσσων τόν νόμον μακαριστός»13.
Ὤ, τί ἔχουν νά ποῦν οἱ ἄγγελοι γιά τή φοβερή ἀχαριστία μας; Καί τί ὑπερηφάνεια θά ἔχει ὁ διάβολος τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως! Γιατί, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀφενός θά χλευάσει τόν Κύριο,χρησιμοποιώντας ἐναντίον Του τή δική μας καταφρόνηση καί ἀχαριστία, ἐνῶ ἀφετέρου θά καυχηθεῖ πώς αὐτός, χωρίς νά μᾶς πλάσει, χωρίς νά μᾶς εὐεργετήσει καί χωρίς νά πεθάνει γιά χάρη μας, μᾶς ἔκανε νά τόν ἀκολουθήσουμε, ἀθετώντας τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ.
«Καί τοῦτο τά καύχημα τοῦ ἐχθροῦ βαρύτερον ἐμοί τῶν ἐν τῇ γεένῃ κολάσεων φαίνεται, τῷ ἐχθῷ τοῦ Χριστοῦ ὕλην γενέσθαι καυχήματος καί ἀφορμήν ἐπάρσεως κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ ὑπέρ ἡμῶν ἀποθανόντος καί ἐγερθέντος»14.
Ἄς ντραποῦμε λοιπόν, ἀδελφοί, συλλογιζόμενοι τήν ἔσχατη ἀχαριστία μας ἀπέναντι στό Θεό, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ὄχι μόνο δέν ἀνταποδῳσαμε ἀγάπη στήν ἀγάπη Του καί εὐγνωμοσύνη στίς τόσες εὐεργεσίες Του, ἀλλά Τόν γεμίσαμε μέ τόση λύπη. Ἀπό τώρα τουλάχιστον, ἄς ἀφιερώσουμε τή ζωή μας στό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου, πού ὄχι μόνο μᾶς δημιούργησε, ἀλλά καί μᾶς ἐξαγόρασε μέ τή θυσία Του ἀπό τή δουλεία τοῦ σατανᾶ. Ἄς ἀνήκουμε πιά στό Χριστό μόνο, Αὐτόν ἀγαπώντας, Αὐτόν ποθώντας, Αὐτόν ἀναπνέοντας καί λέγοντας πάντα μαζί μέ τό Δαβίδ:
«Ὦ Κύριε, ἐγώ δοῦλος σός, ἐγώ δοῦλος σός…»15
______________
1 Ρωμ. Γ΄: 23-24. 2 63 : 9. 3 Κολ. Α΄ : 12-14. 4 Ρωμ. Η΄: 16-17. 5 Ἰω. γ΄ : 16. 6 Ρωμ. Η΄: 32. 7 (Περί θείων ὀνομάτων, κεφ. δ΄). 8 (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λόγ. εἰς τήν καινήν Κυριακήν). 9 Φιλιπ. Β΄: 6. 10 Λογ. εἰς τά Γενέθλια. 11 Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. η΄ . 12 Ἑβρ. Ιβ΄: 2. 13 Παρ. 29 : 18. 14 Ὅροι κατά πλάτος, Β΄, β΄ . 15 Ψαλμ. 115 : 7.
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς), Ἡ ἄλλη ὄψη