(Το ακόλουθο κείμενο αποτελεί περίληψη της Τελικής Απόφασης και βασίζεται σε μια αυτόματη μετάφραση και όχι στην τελική επίσημη μετάφραση. Αναμένουμε να γίνει μια πλήρης αγγλική μετάφραση σύντομα.)
Η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εξέδωσε την τελική της απόφαση για τη Σύνοδο της Κρήτης και για το κείμενο με τίτλο <Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο.> Με ομόφωνη απόφασή της, και με όλους τους ιεράρχες της παρόντες κατά τη συνάντηση της Συνόδου που έλαβε χώρα στις 15 Νοεμβρίου 2016, η Ιερά Σύνοδος:
1. Υπενθύμισε ότι την 1 Ιουνίου είχε ζητήσει αναβολή της Συνόδου και ότι το ίδιο έπραξαν στη συνέχεια και τρεις ἀλλες τοπικές Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες (τα Πατριαρχεία Αντιόχειας, Γεωργίας και Ρωσίας).
2. Παρατήρησε ότι είχαν προσκληθεί να παρακολουθήσουν τη Σύνοδο αντιπρόσωποι των ΜΜΕ και διάφορες ετερόδοξες θρησκευτικές ομάδες αλλά δεν είχαν προσκληθεί ούτε καν ως παρατηρητές αντιπρόσωποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής, η οποία είναι αναγνωρισμένη ως Αυτοκέφαλη Εκκλησία από το Βουλγαρικό Πατριαρχείο.
3. Παρατήρησε επίσης ότι το κείμενο με τίτλο <Σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο> αρνήθηκαν να το υπογράψουν μια μεγάλη μερίδα ιεραρχών που παρακολουθούσαν τη Σύνοδο, μερικοί από τους οποίους είναι και εξέχοντες Ορθόδοξοι θεολόγοι.
Ακολούθως η απόφαση της Ιεράς Συνόδου αναφέρθηκε με περισσότερη λεπτομέρεια σε διάφορα προβληματικά σημεία του συνοδικού κειμένου. Πιο συγκεκριμένα:
• Όσον αφορά την παράγραφο 4 του κειμένου, η Ιερά Σύνοδος εξηγεί ότι η προσευχή της Εκκλησίας για <ενότητα όλων> δεν σημαίνει την αποκατάσταση της ενότητας με άλλους Χριστιανούς, λες και η ενότητα είναι κάτι που έχει χαθεί από την Εκκλησία, αλλά αυτό που εννοεί είναι την επιστροφή στους κόλπους της αυτών που έχουν εκπέσει, μέσα από το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την Θεία Ευχαριστία. Επιπλέον, η Ιερά Σύνοδος δηλώνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να αποδεχτεί τις διάφορες θεωρίες περί αυτής της ενότητας που επικρατούν στους ετερόδοξους, όπως για παράδειγμα την θεωρία της <αόρατης εκκλησίας>, <την θεωρία των κλάδων> και την θεωρία της <ισότητας των δογμάτων> καθώς επίσης και την νεοσύστατη θεωρία της <βαπτισματικής θεολογίας> σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια αρχέγονη ενότητα σε <ένα κοινό βάπτισμα>. Η Ιερά Σύνοδος δήλωσε ότι όλες αυτές οι θεωρίες συνδέονται με την διδαχή περί <κτιστής χάρης> του Αγίου Πνεύματος, η οποία έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία. Και, κλείνοντας, η Ιερά Σύνοδος δηλώνει επίσης ότι απορρίπτει την διδαχή που υπήρχε στο Ψήφισμα για τον Οικουμενισμό της Δεύτερης Βατικάνειας Συνόδου καθώς αποτελεί έκφραση της ίδιας λανθασμένης εκκλησιολογικής αντίληψης που αναφέρθηκε παραπάνω.
• Όσον αφορά την παράγραφο 5 του κειμένου, και συγκεκριμένα τη δήλωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει σε οικουμενιστικές πρωτοβουλίες <με στόχο την αναζήτηση> της χαμένης <ενότητας όλων των Χριστιανών>, η Ιερά Σύνοδος την θεωρεί απαράδεκτη και ανεπίτρεπτη, δεδομένου ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει απολέσει ποτέ την ενότητά της. Αντιθέτως, αυτό που συνέβη είναι ότι οι αιρέσεις που εμφανίστηκαν και τα σχίσματα που έγιναν εξέπεσαν από την Εκκλησία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το Σώμα του Χριστού μπορεί ποτέ να απολέσει την αρχέτυπη οντολογική του ακεραιότητα – μια αδιάλυτη ενότητα η οποία υποδηλώνει το άρρηκτο της οντολογικής υπόστασης του Χριστού.
• Όσον αφορά την πολυσυζητημένη παράγραφο 6, η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι η φράση <η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ΄ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών> στην ουσία αντίκειται στην παράγραφο 1 του ίδιου κειμένου, η οποία δηλώνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία Εκκλησία. Τα δόγματα και οι κανόνες της Εκκλησίας καθιστούν αδύνατη την αποδοχή της ύπαρξης πολλών εκκλησιών. Κατά τον ίδιο τρόπο, αυτή η φράση φαίνεται να αντίκειται στην παράγραφο 2 του κειμένου, η οποία δηλώνει ότι <η Ορθόδοξος Εκκλησία θεμελιοί την ενότητα της Εκκλησίας επί του γεγονότος της ιδρύσεως αυτής υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και επί της κοινωνίας εν τη Αγία Τριάδι και τοις μυστηρίοις. Η ενότης αύτη εκφράζεται διά της αποστολικής διαδοχής και της πατερικής παραδόσεως και βιούται μέχρι σήμερον εν αύτη.> Η Ιερά Σύνοδος δεν θεωρεί ότι με την προσθήκη της αποδοχής της <ιστορικής ονομασίας> και την εξήγηση ότι οι ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες δεν βρίσκονται σε κοινωνία με την Ορθόδοξη Εκκλησία διασώζεται το κείμενο από τον κίνδυνο της πλάνης. Αντιθέτως, η αποδοχή της ιστορικής ονομασίας συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και την αποδοχή της πραγματικότητας που εκφράζεται από την ονομασία αυτή. Αν αυτοί που υπέγραψαν το κείμενο καταλάβαιναν ότι η αναφορά στην αποδοχή της <ιστορικής ονομασίας> δεν έγινε με σκοπό να συνδεθεί με την ιστορική πραγματικότητα, δηλ. δεν σκόπευε να αναφερθεί σε εκκλησίες, το κείμενο θα έπρεπε να το είχε αναφέρει. Διαφορετικά, η αποδοχή της <ιστορικής ονομασίας> υπονοεί την αναγνώριση της ύπαρξης άλλων Εκκλησιών εκτός από τη Μία Ορθόδοξη Εκκλησία, πράγμα το οποίο βρίσκεται σε εμφανή αντίφαση με την παράγραφο 1 και με τις λέξεις με τις οποίες ξεκινά η παράγραφος 6 (οι οποίες δηλώνουν ότι η Εκκλησία είναι Μία και Ορθόδοξη).
• Όσον αφορά την παράγραφο 12, η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι η δήλωση ότι <κατά την διεξαγωγήν των θεολογικών διαλόγων κοινός πάντων σκοπός είναι η τελική αποκατάστασις της εν τη ορθή πίστει και τη αγάπη ενότητος> είναι πολύ απλοϊκή και δεν αντιπροσωπεύει τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της διαδικασίας. Η ενότητα υπονοεί την ενότητα στην πίστη, στον τρόπο σκέψης και στην πράξη σε σχέση με τους δογματικούς ορισμούς και τους κανόνες που έχουν εγκριθεί από τις οικουμενικές συνόδους, καθώς και σε σχέση με τη λειτουργική παράδοση και τη μυστηριακή ζωή εν τω Αγίω Πνεύματι. Ο δρόμος για την επίτευξη της ενότητας περνάει από τη μετάνοια και την ομολογία της Ορθόδοξης πίστης και του Ορθόδοξου βαπτίσματος.
• Όσον αφορά την παράγραφο 12 (σημ. μεταφραστή: το 12 είναι λάθος -εδώ γίνεται αναφορά στην παράγραφο 20), η Ιερά Σύνοδος προτείνει ότι στην πρόταση <Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων… προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει… τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως>, η φράση <της ήδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως> θα πρέπει να αντικατασταθεί με τη φράση <της παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας>.
• Όσον αφορά τη συνολική εντύπωση που δημιουργείται από το κείμενο για τις <Σχέσεις>, η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι υπάρχουν πολλές ασαφείς εκφράσεις και όροι και πολλές ασυνέπειες ως προς την εκκλησιολογία. Επί πλέον, η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι το κείμενο δεν διατυπώνει σαφώς τον κύριο σκοπό και τις ιδρυτικές αρχές των διαφόρων διαλόγων και της συμμετοχής στην οικουμενιστική κίνηση, ο οποίος σκοπός είναι η επιστροφή των ετεροδόξων στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αντιθέτως, το κείμενο, και ειδικά η παράγραφος 16, νομιμοποιεί το <Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών>, στο οποίο, ευτυχώς, δηλώνει η Ιερά Σύνοδος, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία αποφάσισε προ πολλού να διακόψει τη συμμετοχή της.
• Επίσης, η Ιερά Σύνοδος διαφωνεί με τον περιεκτικό και πολύ σχολαστικό τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεται το θέμα του πώς θα πρέπει να διεξάγονται οι διάφοροι διάλογοι, μια σχολαστική προσέγγιση που διατρέχει όλο το κείμενο (τις παραγράφους 9, 10, 11, 12, 13, 14 και 15),
• Τελικά, όσον αφορά την παράγραφο 22, η οποία δηλώνει ότι <η διατήρησις της γνησίας Ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον δια του συνοδικού συστήματος>, η Ιερά Σύνοδος δηλώνει, αντιθέτως, ότι το τελικό κριτήριο για την αποδοχή των Εκκλησιαστικών Συνόδων είναι η επάγρυπνη δογματική συνείδηση όλου του Ορθοδόξου πληρώματος (της πληρότητας του Σώματος). Δηλώνει ότι η Οικουμενική Σύνοδος δεν χορηγεί με αυτόματο ή μηχανικό τρόπο την ορθή εκδοχή της πίστης που διακηρύσσεται από τους Ορθόδοξους χριστιανούς.
Συμπερασματικά, η Ιερά Σύνοδος συνοψίζει την απόφασή της ότι η Σύνοδος της Κρήτης δεν είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, ούτε Πανορθόδοξη με τους ακόλουθους λόγους και εξηγήσεις:
1. Εξαιτίας της μη συμμετοχής κάποιων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και εξαιτίας κάποιων οργανωτικών αντιπερισπασμών και θεολογικών σφαλμάτων. Παρόλα αυτά, η Ιερά Σύνοδος εκτιμά τις προσπάθειες που έχουν γίνει από τους διοργανωτές και τους συμμετέχοντες για να πραγματοποιηθεί η Σύνοδος.
2. Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των κειμένων που υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο της Κρήτης, η Ιερά Σύνοδος έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι περιέχουν αποκλίσεις από την Ορθόδοξη παράδοση, από τη δογματική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας και από το πνεύμα και το γράμμα των Οικουμενικών και των Τοπικών Συνόδων.
3. Η Ιερά Σύνοδος θεωρεί ότι τα κείμενα που υιοθετήθηκαν από τη Σύνοδο της Κρήτης θα πρέπει να υποβληθούν σε περαιτέρω θεολογική εξέταση και συζήτηση, με σκοπό την τροποποίηση, την επιμέλεια, τη διόρθωση και / η την αντικατάστασή τους με άλλα, καινούργια έγγραφα που βρίσκονται εντός του πνεύματος και της παράδοσης της Εκκλησίας.
Η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί αναπόσπαστο και ζωντανό μέλος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ως μέρος του Σώματος του Χριστού, η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία θα συνεχίσει να βρἰσκεται σε αδελφική, ευχαριστηριακή, πνευματική, δογματικη και κανονική κοινωνία με όλες τις άλλες Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, και αυτές που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Κρήτης και αυτές που δεν συμμετείχαν. Η Εκκλησία δεν αποτελεί κοσμική οργάνωση αλλά θεϊκό- ανθρώπινο οργανισμό. Στην Πορεία και τη Ζωή της, η Εκκλησία δεν επηρεάζεται και δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα και τις σχετικές διχόνοιες τους. Η Κεφαλή της είναι ο ίδιος ο Κύριος ημών ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι <η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή>.
Τελικά, οι αρχές της αυτοκεφαλίας και της καθολικότητας στη ζωή της Εκκλησίας όχι μόνο δεν είναι αντιφατικές αλλά τουναντίον αλληλοσυμπληρώνονται, με τη μια να απορρέει από την άλλη, όντας σε πλήρη ενότητα.
Πηγή: Orthodox Ethos, Ιστολόγιο Κατάνυξις