Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος γράφει αὐτὸν τὸν βίο,
καὶ γίνεται ἀντιγραφὴ εἰς τὸ παρὸν βιβλίο.
Εἶναι πολὺ ψυχωφελὲς καὶ ὅποιος τὸν διαβάσῃ
θὰ εὐχαριστηθεῖ πολύ, ψυχή του θὰ χορτάσῃ.
Ὁσία ἡ Συγκλητικὴ εἰς τὴν Μακεδονία
γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶχαν Ὀρθοδοξία.
Πῆγαν στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ οἰκογένειά τους,
τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον εἶχαν στερέωμά τους.
Σπούδασε ἡ Συγκλητικὴ σὲ μόρφωσι ἀνωτέρα,
καὶ καμαρῶναν οἱ γονεῖς ὡραία θυγατέρα.
Ὡραία ἦταν στὴ ψυχή, ὡραία καὶ στὸ σῶμα,
γιὰ γάμο τὴν ἐζήτησαν νέοι πολλοὶ ἀκόμα.
Γονεῖς της τὴν παρακινοῦν νὰ παντρευτῇ ἐπίσης
νὰ ἔχουνε διάδοχο τὸ γένος τους νὰ ζήσῃ.
Ἀρνήθηκε ἡ κόρη τους τὴν πρότασι ἐκείνη·
ἤθελε Νύμφη τοῦ Χριστοῦ ἁγνὴ πιστὴ νὰ γίνῃ.
Αὐτὸν συλλογιζότανε τὴν νύκτα καὶ ἡμέρα,
ζοῦσε ζωὴ πνευματική, ἀθώα περιστέρα.
Ἔτρεχε στὰ κηρύγματα, ποτὲ δὲν ἀμελοῦσε,
καὶ τὴν νηστεία ἀγάπησε, πολὺ τὴν ὠφελοῦσε.
Σὰν πέρασε λίγος καιρός, πεθάναν οἱ γονεῖς της,
κι ἔμεινε τότε μοναχὴ μὲ μιὰ τυφλὴ ἀδελφή της.
Σὲ μοναστήρι πήγανε, βρῆκε ἕναν ἱερέα,
τῆς ἔκαμε ἐκεῖ κουρὰ καὶ πέρναγε ὡραία.
Εἰς τοὺς πτωχοὺς ἐμοίρασε πλούτη, περιουσία,
καὶ τὸν Χριστὸν ἐδόξαζε, ποὺ πῆρε τὴν ἀξία.
Ἡσύχασε ποὺ ἐνδύθηκε τὴν ταπεινοφροσύνη,
χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι εἶχεν ἡμέρα ἐκείνη.
Ὡς μοναχὴ στὶς ἀρετὲς τὶς ἄλλες ξεπερνοῦσε,
ἡγούμενη τὴν ἔκαναν, ὅλες τὶς διοικοῦσε.
Ἦσαν κρυφὰ τὰ ἔργα της καὶ κατορθώματά της
δὲν ἤξερε «ἡ ἀριστερὰ τί κάνει ἡ δεξιά της».
Ἀπέφευγε κάθε ἀνδρὸς πάντα συνομιλία,
καὶ στὶς γυναῖκες ἔφευγε τὴν τυμπανοκρουσία.
Ὁ διάβολος τὴν πολεμᾶ, ἔχθρα ἔχει μαζί της,
νηστεία κάνει, προσευχή, ἦν ὁ Χριστὸς μαζί της.
Ἀγάπη, πίστι, προσευχὴ ἐνδύθηκεν ἐκείνη,
ἐλπίδα εἶχε στὸν Θεὸ καὶ ἐλεημοσύνη.
Μὲ αὐτὰ νικιόταν ὁ ἐχθρός, ὁ πόλεμος τελειώνει,
καὶ ἔπαιρνε ἀνάπαυσι, τότε σὰν ἦταν μόνη.
Οἱ ἀδελφὲς παρακαλοῦν γιὰ νὰ τοὺς ὁμιλήσῃ,
μὲ τὴν διδασκαλία της ψυχὲς νὰ ὠφελήσῃ.
Μὲ μετριοφροσύνη της δὲν θέλει νὰ μιλήσῃ,
μὰ καὶ σὰν δοῦλο πονηρὸ τὸ τάλαντο νὰ κρύψῃ.
Καὶ ἔτσι παρακινήθηκε, κάνει διδασκαλία,
τῶν μοναζουσῶν τότε ψυχὲς νὰ βροῦνε σωτηρία.
Τοὺς εἶπε· ἡ ἀμέλεια πὼς εἶναι ὁ ἐχθρός μας,
χαλᾶ τὴν σωτηρία μας, μᾶς εἶπε ὁ Χριστός μας.
Νὰ ἀγαπήσῃς τὸν Θεὸ μὲ κόσμο ψυχικόν σου,
ἀλλὰ καὶ τὸν πλησίον σου, ὡσὰν τὸν ἑαυτόν σου.
Αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς εἶπε ὁ Κύριός μας
καὶ νὰ τὶς ἐφαρμόζωμε, εἶναι καλὸ δικό μας.
Τὰ μάτια μας, τὴν γλώσσα μας νὰ χαλιναγωγοῦμε,
καὶ ὅσα θέλει ὁ Θεός, ἐκεῖνα νὰ μιλοῦμε.
Λόγια αἰσχρὰ καὶ ἀδιάντροπα δὲν πρέπει νὰ τὰ λέμε,
οὔτε οἱ ἄλλοι σὰν τὰ λέν᾿ νὰ ἀκοῦμε ὅτι θέμε.
Ὅταν κοιμᾶσαι στὸ κελὶ καὶ εἶσαι μοναχή σου,
μὲ λογισμοὺς ὁ πονηρὸς συνομιλεῖ μαζί σου.
Μὲ τὶς αἰσθήσεις πολεμᾶ ἐσὺ νὰ ἁμαρτήσῃς,
πρέπει νὰ μὴν συγκατατεθῇς, διὰ νὰ τὸν νικήσῃς.
Ὅτι πορνεύεις ὁ ἐχθρὸς σοῦ φέρνει φαντασία,
ἐσὺ νὰ τὸν περιφρονῇς, μὴ δίνῃς σημασία.
Μὴν κάνῃς συγκατάθεσι στοῦ σατανᾶ τὰ ἔργα,
νὰ διώχνῃς κάθε λογισμό, ἀπὸ κοντά του φεῦγα.
Ὅταν μᾶς δείξῃ ὁ πονηρὸς πρόσωπόν τι ὡραῖον,
νὰ πολεμοῦμεν τὸν ἐχθρὸ μὲ λογισμὸ σπουδαῖο.
Νὰ βγάλουμε τὰ μάτια του, νὰ γδέρνουμε τὴν σάρκα,
τὰ μάγουλα, τὰ χείλη του, σάπια ὅλα κομμάτια.
Μὲ τέτοιους πάντα λογισμοὺς νὰ διώχνωμε τὴν σκέψι,
καὶ τῆς πορνείας δαίμονα σὰν ἔρχεται στὴ μέση.
Τὸ σῶμα εἶναι βρομερό, νεκρὸ εἰς τὴν οὐσία,
ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ νὰ βγάζωμε κάθε ἐπιθυμία.
Οἱ ἀρετὲς νὰ κρύβουνε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων,
μὴν παίρνωμε τὸν ἔπαινο καὶ χάσωμε τὸν κόπο.
Τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ἔκρυβε ἡ ὁσία,
τὸν εἶχαν οἱ Ἀρειανοὶ ἐτότε ἀνταρσία.
Τοὺς εἶπε διὰ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὑπερηφανείας,
μὴν κάνουνε παρακοὴ ποὺ γίνεται αἰτία.
Κενοδοξία γκρέμιζε ποὺ εἶναι ἁμαρτία,
καὶ κάνε τὴν ὑπακοὴ νὰ εὕρῃς σωτηρία.
Εἶναι μεγάλη ἀρετὴ ἡ ταπεινοφροσύνη,
νὰ κρύπτωμε τὶς ἀρετὲς ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει.
Σὰν λείπει ἡ ταπείνωσι, δὲν ἔχει σωτηρία,
νὰ διαλαλῇ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀγαθοεργία.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδειξε τὴν ταπεινοφροσύνη,
ποῦ τὴν ἐφόρεσε στὴ γῆ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Καὶ ἂν τὶς ἐφαρμόσωμε ὅλες τὶς ἐντολές του,
ἀχρεῖοι δοῦλοι εἴμαστε ὅλοι οἱ μαθητές του.
Ὅταν σὲ βρίσῃ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ὑποφέρῃς
καὶ τὸν Χριστὸν τὸν ράπισαν καὶ πρέπει νὰ τὸ ξέρῃς.
Γιὰ τὸ θυμὸ ἐμίλησε καὶ τὴν μνησικακία,
ποὺ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες ἁμαρτία.
Εἶπε γιὰ τὴν καταλαλιὰ καὶ τὴν χαιρεκακία,
νὰ διώχνωμε κατάλαλο, γιατὶ εἶναι ἁμαρτία.
Στοὺς παντρεμένους ὁ Θεὸς θέλει παιδοποιία,
καὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς ζητεῖ τὴν παρθενία.
Ὅλες τὶς ἐσυμβούλευε νἄχουν ἀκτημοσύνη,
κι οἱ κοσμικοὶ νὰ κάνουνε τὴν ἐλεημοσύνη.
Τοὺς λογισμοὺς νὰ διώχνωμεν ποὺ βάζει ὁ ἐχθρός μας,
ὄχι νὰ ἀπελπίζομεν ποτὲ τὸν ἑαυτόν μας.
Μὲ προσευχὴ εἰς τὸν Θεὸν νὰ εἴμαστε στὴ μάχη,
θὰ μᾶς ἐστέλνῃ δύναμι, δὲν θἄμαστε μονάχοι.
Εἶναι πολλὰ τὰ ὅπλα του, ἐχθροῦ μας διαβόλου,
τὸν ἄνθρωπο τὸν πολεμᾶ, δὲν σταματᾶ καθόλου.
Σὰν βρίζουνε τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν μιλεῖ καθόλου,
τοῦ βάζει ὑπερηφάνεια τὸ στόμα τοῦ διαβόλου.
Ὅταν μὲ παραχώρησι ὁ ἄνθρωπος ἀρρωστήσῃ,
τὸν πολεμᾶ ὁ σατανᾶς γιὰ νὰ μικροψυχήσῃ.
Διώχνει τὶς ἁμαρτίες του ἄνθρωπος σὰν ἀρρωστήσῃ,
σὰν τὴν σκουριὰ τὸ σίδερο μὲ τὴν φωτιὰ νὰ σβήσῃ.
Ἂς μὴν λυπόμαστε λοιπὸν γιὰ τὴν ἀσθένειά μας,
πολὺ νὰ προσευχόμαστε νὰ εἴναιο Θεὸς κοντά μας.
Στὸ σῶμα ἂν ἀρρωστήσουμε Θεὸν νὰ εὐχαριστοῦμε
ὑπακοὴ νὰ κάνουμε νὰ ταπεινοφρονοῦμε.
Τοὺς ἔκανε μαθήματα πολλὰ γιὰ τὴν νηστεία
μὲ μέτρο νὰ βαδίζουνε νέες καὶ γηρατεῖα.
Αὐτὰ καὶ ἄλλα διδάγματα ἔλεγε ἡ ὁσία,
στὶς μοναχὲς ποὺ ἐμόναζαν μὲ θεία προστασία.
Τὴν ἐμίσησε ὁ σατανᾶς· τὸ ἔργο ποὺ εἶχε κάνει
θὰ ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὁλόφωτο στεφάνι.
Ἐζήτησε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ νὰ τήνε πολεμήσῃ,
τῆς ἔδωσε ἀσθένειες, ἴσως νὰ τὴν νικήσῃ.
Ἐπλήγωσε τὸ σῶμα της καὶ τὰ ἐντόσθιά της,
ἀκόμα καὶ ὁ πνεύμονας ποὺ εἶχε παρηγοριά της.
Αἱμοβόρος ἦταν ὁ ἐχθρὸς γιὰ νὰ τὴν θανατώσῃ,
ὁ πυρετὸς τὴν ἔκαιγε καὶ σὰν κερὶ εἶχε λιώσει.
Ὀγδόντα ἤτανε χρονῶν ἐτότε ἡ ὁσία,
δὲν ἔπαυε τὸ στόμα της θεία διδασκαλία.
Ἐπόνεσε τὸ δόντι της, ἐσάπισε ἡ σιαγόνα,
ἐτρύπησε τὸ κόκκαλο, πονεῖ πολὺ ἀκόμα.
Ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πληγὴ μεγάλη δυσοσμία,
οἱ μοναχὲς ὑπέφεραν ποὺ ἦταν ὑπηρεσία.
Ἐκάλεσαν ἕνα γιατρό, μιὰ ἀλοιφὴ τῆς κάνει,
ἡ δυσοσμία ἔπαψε ἔφυγε μάνι μάνι.
Ἐπλήγωσε ὁ σατανᾶς τὸ ἅγιον της τὸ στόμα
ποῦ ἔλεγε λόγια θεϊκὰ καὶ ἀσθενὴς ἀκόμα.
Τρεῖς μῆνες ἀγωνίστηκε τότε ἡ μακαρία,
μὲ δίχως ὕπνο φαγητό, Θεοῦ ἦν εὐσπλαγχνία.
Τρεῖς ἡμέρες πρὶν νὰ κοιμηθῇ, ἀγγέλων ὀπτασία
εἶδε καὶ ἐσυμβούλευε νὰ ἔχουνε ἀνδρεία.
Τὴν τρίτη ἡμέρα ἡ ψυχὴ στὸν οὐρανὸ ἀνέβη,
νὰ ἔχωμε τὴν εὐχούλα της γιὰ ὅλους νὰ πρεσβεύῃ.
Πηγη: http://users.uoa.gr/~nektar