Ὁ κατὰ φύσιν ἄνθρωπος, ὁ ἔμφρων καὶ σώφρων, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς παρουσίας τοῦ ἐπάνω στὴ γῆ, ἔζησε καὶ κατόρθωσε νὰ διαιωνίσει τὸ εἶδος τοῦ μέσα ἀπὸ μιὰ δεδομένη φυσικὴ πραγματικότητα. Πίστευε καὶ πιστεύει, πὼς γὶ` αὐτὸν ὑπάρχει καὶ λειτουργεῖ ἕνας συγκεκριμένος ἀριθμὸς «νόμων» καὶ ἔπρεπε νὰ ζήσει ὁπωσδήποτε ἰσορροπώντας μεταξύ των ἐπιθυμιῶν καὶ τοῦ θελήματός του καὶ τῆς δύναμης αὐτῶν τῶν νόμων.
Ἀπόλαυσε αὐτὰ ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ φύση καὶ πάλεψε, γιὰ νὰ ἀποφύγει, ὅσο τοῦ ἦταν δυνατόν, τοὺς κινδύνους ποὺ κρύβονταν πίσω ἀπὸ τὴ φοβερὴ δύναμή της. Τελικά, συνεργάστηκε μὲ τὴ φύση, σύμφωνα μὲ τὰ δεδομένα καὶ τὶς σταθερὲς ποὺ τοῦ φανέρωνε. Μὲ τοὺς κανόνες της καὶ τὶς ἔκτακτες ἀποκλίσεις της ἢ τὶς κατ` ἐξαίρεση ἐκφυγὲς ἀπὸ τὴν τάξη της, τὶς ὁποῖες εἶδε καὶ ἐπιβεβαίωσε μέσα στὸ χρόνο.
Παρέμεινε ὅμως σταθερὸς συνεργάτης τῆς ἐπὶ αἰῶνες. Καὶ δὲν τὸ ἔκανε αὐτὸ ἀπὸ κανέναν ἄλλο λόγο, παρὰ ἀπὸ σωφροσύνη. Δὲν ἐπιχείρησε νὰ ὑπερβεῖ τοὺς κανόνες της, διότι πῆρε ἀναμφίβολα καὶ τὰ μαθήματά του. Ὅταν τὸ τόλμησε κάποιες φορές, δέχτηκε τὴν ἀντεπίθεσή της, τὴν ἐκδίκησή της καὶ ἀντιλήφθηκε, ὡς λογικὸ ὅν, πὼς δὲν εἶναι ἐκεῖ το συμφέρον του.
Ἂν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα, δὲν παραξενεύεται σήμερα ὁ ἄνθρωπος, βλέποντας τὸ δρόμο πού πῆρε τὸ τρένο τῆς ζωῆς; Δὲν νιώθει πὼς κάτι σπουδαῖο καὶ οὐσιῶδες προσβάλλεται καὶ χάνεται, μὲ τὶς κινήσεις πού γίνονται στὸ θέμα αὐτὸ ἀπὸ τὸν «ἄλλο ἄνθρωπο»; Ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ, μὲ τὴ συγκατάβαση καί, φεῦ, μὲ τὴ συνεργασία τῶν κρατῶν καὶ φυσικά των οἰκονομικὰ ἰσχυρῶν, νὰ καταλύσει τὰ τῆς φύσεως; Νὰ πιστέψει καί, εἰ δυνατόν, νὰ γίνει κάτι ἄλλο καὶ ἔξω ἀπ` αὐτὸ ποῦ εἶναι; Νὰ εἰσαγάγει νέες ἰδέες καὶ νέα δεδομένα περὶ φύσεως; Νὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἀλλάξει (εἶναι δυνατόν;) αὐτὴν τὴν τάξη κατὰ τὴν ἐπιθυμία τῶν παθῶν του, νομιμοποιώντας μάλιστα ὅ,τι παρὰ φύσιν ἀνόητο ἀχυρόπλασμα καὶ κοπροκατασκεύασμα; Καὶ στὴ συνέχεια διαφημίζοντάς το, παντὶ τρόπω, ὡς τὸ ὄντως ἐκ τῆς ἐλευθέρας ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου δικαιούμενο ἀγαθό, νὰ τὸ βάλει ὑποχρεωτικὰ στὴ ζωὴ καὶ μάλιστα τῶν ἀπείρως περισσοτέρων;
Νέας μορφῆς δικτατορία ξαπλώνεται καὶ ἐγκαθίσταται. Δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν παραδοσιακὴ ἔννοια τοῦ ὄρου. Οὔτε μὲ ἀριστερὰ οὔτε μὲ δεξιὰ καὶ τὰ τοιαῦτα. Δικτατορία, ποὺ λιώνει τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση. Ἐκμηδενίζει τὴν ἀξία τοῦ προσώπου καὶ μάλιστα τοῦ δυνάμει θεούμενου πλάσματος, καθὼς δὲν τοῦ δίνει χῶρο φυσικὸ καὶ πνευματικό, νὰ ἀνασάνει ἡ ψυχή του. Δημιουργεῖ βρομερή, ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα, στὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὁ ὑγιὴς νοῦς καὶ ἡ καρδιά. Κατασκευάζει μιὰ πραγματικότητα, ποὺ ὁδηγεῖ μὲ κάθε ἀκρίβεια τὸν ἄνθρωπο στὴν ὑποταγή, ἀφοῦ πρῶτα τὸν ἀφοπλίσει ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀντιστάσεις. Κι αὐτὴν τὴν προωθεῖ λίγο λίγο, μὲ τρόπο, ποὺ νὰ μὴν γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸς καί, ὅταν ἔρθει ἡ κατάλληλη ὥρα, μὲ μιὰ κίνηση νὰ καταστήσει τοὺς πολλοὺς ὑποχείριούς των λίγων.
Ἡ τάξη τῆς φύσεως εἶναι πρόσκαιρη μέν, ἀλλὰ ἀξιοσέβαστη, ὡς ἀσφαλὴς σταθερὴ ἐγγύηση γιὰ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν εὐτυχέστερη ἐπίγεια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, θέλει δὲ θέλει, εἶναι συγκεκριμένη φύση καὶ κομμάτι τῆς φύσεως. Αὐτὴ τοῦ διαμηνύει στὰ ἐνδότερά του, ὡς ἕνα βαθμό, ἐνστικτωδῶς θὰ λέγαμε, πῶς καὶ τί νὰ πράξει. Δὲν ἐκβιάζεται. Δὲν ἀλλοιώνεται. Δὲν παραβιάζεται.
Εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στὸν μεταπτωτικὸ ἄνθρωπο ἡ συνύπαρξή του καὶ ἡ κοπιώδης συμβίωσή του μὲ τὴ φύση: «καὶ τὴ γυναικὶ εἶπε• πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου• ἐν λύπαις τέξη τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει. τῷ δὲ Ἀδὰμ εἶπεν• ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοὶ τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἂπ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου• ἐν λύπαις φαγῆ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου• ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοί, καὶ φαγῆ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. ἐν ἰδρώτι τοῦ προσώπου σου φαγῆ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σὲ εἰς γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἰ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύση». (Γέν.3,16-19)
Ἀλλὰ καὶ στὴ Νέα Διαθήκη, στὴ ζωὴ τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, εἶναι καταφανὴς αὐτὴ παράδοση. Τὸ ἀσκητικὸ πνεῦμα, τὸ ὁποῖο μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι, θεωρεῖ δεδομένη τὴν ἀγάπη στὴ φύση καὶ στὸ «φυσικῶς ζῆν». Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς εἶναι τὸ κλασικὸ παράδειγμα, ποὺ μᾶς τὸ ἐπαληθεύει στὴν πράξη.
Εἶναι δύσκολη ἡ ὑπακοὴ-ὑποταγὴ στὴ φύση, ἀλλὰ ἔξω ἀπ` αὐτήν, ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ὁπωσδήποτε ἀφύσικη, ἄρα δυσκολοτερη καὶ μπορεῖ νὰ καταντήσει κόλαση.
Γιὰ ὅσους συμμετέχουν στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ διαβάζουν τὰ βιβλία της, θὰ θυμοῦνται τὴ γνωστὴ ὑμνολογικὴ φράση τοῦ ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων: «ὅπου Θεὸς βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις», ἡ ὁποία ἔρχεται στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ σὰν καταπραϋντικὸ φάρμακο καὶ ἀναπαύει καὶ ἠρεμεῖ τὸν ἀνήσυχο κατὰ τὰ ἄλλα ἄνθρωπο, ὀριοθετώντας στὸ δικό του «δύνασθαι» τὴ δράση καὶ τὰ τολμήματά του.
Ἄν, καὶ ὅταν θέλει ὁ Θεός, καὶ μόνο γιὰ τὸ πνευματικὸ συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, θὰ ὑπερβεῖ ἢ θὰ καταλύσει προσωρινὰ τὴ σειρὰ τῶν φυσικῶν πραγμάτων. «Θὰ κάνει τὸ θαῦμα», ὅπως λέει ὁ πιστὸς λαὸς καὶ θὰ ἐπαναφέρει τὰ πράγματα στὴ θέση τους. Συνεπῶς εἶναι τεράστια ὕβρις τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἀλλοιώσει τὰ τῆς φύσεως, μὲ τὰ μέσα ποὺ τοῦ χάρισε πάλι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι μέγιστη ἀχαριστία καὶ ἀσυγχώρητη δαιμονικὴ μανία αὐτοκαταστροφῆς.
Κιλκίς, 19-1-2017
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό